«Καί τό ὄνοµα αὐτοῦ; Ἐµβόλιος...» (Kατάθεση λόγου θεολογικοῦ περί τῆς ὑποχρεωτικότητας)
κ. Ἀναστάσιος Πολυχρονιάδης
δρ. θεολογίας ΑΠΘ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «EΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή YΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ» Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ EΠΙΛΟΓΗΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΟΡΓΑΝΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΤΙΣ 15 ΙΑΝ
ΒΙΝΤΕΟ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΡΑΠΤΩΣ
Α. Ἡ ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὅπου περιγράφεται ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό διαβάζουμε: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν »[1] . Ὅπως γράφει ὁ Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης, κατά «τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τό κατ' εἰκόνα φανερώνει τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο [...][2] . Γι' αὐτόν τόν λόγο καί ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας ταυτίζει τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο», συνεχίζει ὁ Καθηγητής. «Εἶναι τό ἴδιο νά λέγει κάποιος, ὅτι ἔχασε τήν ἐλευθερία του καί ἔχασε τόν ἄνθρωπο »[3]. «Χωρίς ἐλεύθερη γνώμη», κατά τόν ἅγιο Καβάσιλα, «δέν εἶναι νοητή καμιά εὐθύνη οὔτε γιά ἐπιβράβευση οὔτε γιά τιμωρία», τονίζει ὁ Τσελεγγίδης[4] καί ἐπισημαίνει τό Παλαμικό: «Μόνον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν γνώμη του ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε εἴδους ἀνάγκη [...] μπορεῖ νά διατηρεῖται στήν κατά φύση ζωή καί νά προσεγγίζει τόν Θεό ἤ νά ἐκτρέπεται ἀπό τήν κοινωνία μαζί του», κατευθυνόμενος «πρός τόν θάνατο»[5] . «Δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσια τήν λογική φύση τοῦ ἀνθρώπου», ἐπισημαίνει ὁ Ἡσυχαστής Ἅγιος, καί μεταφέρει τόν λόγο του ὁ Τσελεγγίδης, «στέρησε τήν δυνατότητα στόν διάβολο νά ἀσκεῖ βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, μόνο μέ τήν πειθώ ἤ τόν δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ πονηρός τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του »[6].
Ἐρχόμενοι, τώρα, στήν Καινή Διαθήκη καί συγκεκριμένα στήν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ, πού ὁ Χριστός βλέπει «κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει » τόν ρωτᾶ: «θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». 38 χρόνια περίμενε ἐκεῖνος τή θεραπεία του . [7] Ἦταν δυνατόν νά ἐπιθυμοῦσε κάτι ἄλλο; Καί ὅμως ὁ Χριστός πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο αὐτεξούσιο, ἐπιζητεῖ πάντα τή συγκατάθεσή του. Ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς, ὅταν ὁ Χριστός τόν ρώτησε: «τί σοί θέλεις ποιήσω;»[8] .