Ἐρώτηση: Ἐπιτρέπεται ἡ ταυτόχρονη χειροτονία πλέον τοῦ ἑνός;
Ἤθελα νά ρωτήσω τό ἑξῆς: Τήν 12η Ἰουλίου διάβασα τήν εἴδηση στό ἐκκλησιαστικό πρακτορεῖο romfea γιά τήν χειροτονία τριῶν νέων ἐπισκόπων. Ἐπιτρέπεται ἡ ταυτόχρονη χειροτονία πλέον τοῦ ἑνός, γιά κάθε βαθμό ἱερωσύνης, στήν αὐτή Θεία Λειτουργία; Εὐχαριστῶ.
Γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μᾶς θέτετε διαλαμβάνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Πηδάλιον[1]. Ἐκεῖ διδάσκει ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ χειροτονοῦνται στὴν ἴδια Θεία Λειτουργία περισσότεροι τοῦ ἑνὸς Κληρικοὶ στὸν ἴδιο (ἀνώτερο) βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης (Διάκονος, Πρεσβύτερος, Ἐπίσκοπος): «[...] ἕνας μόνον Διάκονος, καὶ ἕνας μόνον Πρεσβύτερος, καὶ ἕνας μόνον Ἀρχιερεὺς πρέπει νὰ χειροτονῆται ἐν μιᾷ λειτουργίᾳ, καὶ οὐχὶ δύω, ἢ πολλοί»[2]. Γιὰ τοὺς βαθμοὺς τοῦ κατωτέρου Κλήρου (Ὑποδιάκονος, Ἀναγνώστης, Ψάλτης, καὶ ἄλλοι) ἐπιτρέπεται «ὡς ἀτελέστερα μέρη τῆς ἱερωσύνης, καὶ ὡς ἔξω τοῦ βήματος»[3].
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐπικαλεῖται τὶς μαρτυρίες τοῦ Ἁγίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, συγκεκριμένα τὴν 39η κανονική του ἀπόκριση[4], καὶ τοῦ Ἰὼβ Μοναχοῦ στὴν πραγματεία του «περὶ τῶν ἑπτὰ Μυστηρίων», ποὺ τὴν ἐντοπίζει στὸ «Συνταγμάτιον» τοῦ Χρυσάνθου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων[5].
Στὴν πρώτη θέση διαβάζουμε τὰ ἑξῆς:
«Ἀναγνώστας μὲν ὁμοῦ πλείονας, καὶ ὑποδιακόνους εἴδομεν χειροτονεῖσθαι, καὶ παρελάβομεν, οἳ καὶ ἔξωθεν χειροθετοῦνται τοῦ βήματος· ἕνα δὲ διάκονον, καὶ ἕνα πρεσβύτερον, καὶ ἕνα ἐπίσκοπον ἐντὸς χειροτονουμένους ἐπὶ τῆς ἱερᾶς τραπέζης. Ὁ δὲ ἀνατρέπων καινοτομεῖ· ὁ δὲ καινοτομῶν οὐ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἕπεται. [...] Ὁ οὖν μὴ οὕτω χειροτονηθεὶς οὐ κατὰ τὴν παράδοσίν ἐστι χειροτονηθείς. Καὶ οὐκ οἶδ’ ὅ τι οὗτος μὴ κατὰ τὴν τάξιν τελεσθεὶς ἔσται[6]. Οὐ πολλοὺς οὖν ἐπισκόπους ἅμα ἢ πρεσβυτέρους ἢ διακόνους χειροτονεῖν ἐν μιᾷ λειτουργίᾳ χρή, ἀλλ’ ἐπίσκοπον ἕνα καὶ πρεσβύτερον καὶ διάκονον.»
Στὴ δεύτερη:
«Ἔτι ἐπὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, πολλοὺς ἐν ταὐτῷ συνάμα βαπτισθῆναι [...], ἐνδέχεται. Συχνοὺς [=πολλούς] δὲ ἱερεῖς καὶ Ἐπισκόπους συνάμα χειροτονηθῆναι, [...] οὐκ ἐνδέχεται. [...] Ἀναγνώστην γεμὴν, καὶ Ὑποδιάκονον, καὶ Διάκονον, ὡς ἀτελέστερα μέρη τῶν τῆς ἱερωσύνης, ἐνδέχεται εἰς μίαν χειροτονηθῆναι Μυσταγωγίαν, οὐ μὴν καὶ Πρεσβύτερον ἐν ταὐτῷ σὺν τούτοις, οὐ δὲ δύο ἢ πλείους Πρεσβυτέρους, ἢ Ἐπισκόπους, ἐν ἱερουργίᾳ μιᾷ προβιβασθῆναι. Διάκονον μέντοι καὶ Πρεσβύτερον, ἄλλο δηλονότι καὶ ἄλλο πρόσωπον, εἰς μίαν ἐνδέχεται Λειτουργίαν χειροτονηθῆναι, καὶ πολλοὺς Ἀναγνώστας ἐν ταὐτῷ σφραγισθῆναι»[7].
Ἀπὸ τὴν πρώτη θέση ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀξιοποιεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν πρῶτον περὶ τῆς ἀπαγορεύσεως καὶ δεύτερον περὶ τοῦ κύρους μίας τέτοιας χειροτονίας: «Ὅσοι δὲ δὲν χειροτονηθοῦν μοναδικῶς, οὗτοι τί εἶναι, δὲν ἠξεύρει, λέγει ὁ αὐτὸς Συμεών, ὡς μὴ χειροτονηθέντας κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας»[8]. Ἐπίσης συμφωνεῖ γιὰ τὸ ἐπιτρεπτὸ τῆς χειροθεσίας περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς στοὺς κατωτέρους βαθμοὺς τοῦ Κλήρου, ἐπειδὴ χειροθετοῦνται ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ἀπὸ τὴ δεύτερη ἀντλεῖ (ἢ καὶ θεμελιώνει) τὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ἀπαγόρευση καὶ τὸ ὅτι οἱ Ψάλτες, Ἀναγνῶστες καὶ Ὑποδιάκονοι ἀποτελοῦν «ἀτελέστερα μέρη τῆς ἱερωσύνης», ἑπομένως ἐπιτρέπεται νὰ χειροθετοῦνται περισσότεροι τοῦ ἑνὸς στὸν ἴδιο βαθμό.
Οἱ ἀνωτέρω μαρτυρίες (Ἅγιος Νικόδημος, Ἅγιος Συμεὼν) ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ τάξη τῆς χειροτονίας τῶν ἀνωτερών Κληρικῶν καὶ ἡ ἀπαγόρευση ἀθετήσεώς της συνιστοῦν ἱερὰ Παράδοση, τὴν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νὰ διαφυλάττουν καὶ νὰ μὴν τὴν παραβιάζουν. Θὰ θέλαμε νὰ σταθοῦμε σὲ δύο σημεῖα στὰ ὅσα διδάσκουν οἱ δύο Ἅγιοι.
Πρῶτον, στὸ ὅτι ἡ χειροτονία στὸν ἴδιο βαθμὸ τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς προσώπων συνιστᾷ κανονικὸ ἔγκλημα ποὺ σκοπεύει στὴν καινοτομία, καὶ στὴν ἀνατροπὴ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ δράστης νὰ ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν ἀκολουθεῖ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τίθεται γιὰ τὸ πρόσωπό του ζήτημα ἐκκλησιολογικό[9]. Σημαντικὸ εἶναι ὅτι κατὰ τοὺς Ἁγίους ἡ τάξη στὴ χειροτονία ἀποτελεῖ ἱερὰ Παράδοση, ποὺ πρέπει νὰ τηρεῖται ἀπαρεγκλίτως[10]. Ἑπομένως τὸ ζήτημα αὐτὸ θεωρεῖται μεῖζον, στὸ ὁποῖο δὲν χωρεῖ ἄσκηση ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, καθὼς ἡ παραβίαση τῆς τάξεως ἀποτελεῖ πράξη νοθεύσεως, ἀνατροπῆς τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως. Εἰσάγεται μὲ αὐτὴν κάτι ποὺ δὲν ἀναφέρεται ἢ προβλέπεται ἀπὸ τὴ διδασκαλία Της καὶ ποὺ ἀντιτίθεται σὲ Αὐτήν. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἡ πράξη περιέχει αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἀδίκου, εἰδικώτερα, ἐπειδὴ διδάσκεται ὅτι ὁ χειροτονηθεὶς κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν χειροτονεῖται σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὰ Παράδοση, εἰσάγεται προβληματισμὸς ὡς πρὸς τὸ κῦρος τῆς χειροτονίας, κάτι ποὺ τονίζουν μὲ ἔμφαση τόσο ὁ ἅγιος Συμεών, ὅσο καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[11].
Ἐπιπλέον, θεωροῦμε ἰδιαίτερα ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀξιοποιώντας τὶς ἀνωτέρω δύο θέσεις, ἀλλὰ καὶ ἄλλες μαρτυρίες, διευρύνει τὸ ζήτημα ὑπάγοντάς το στὴ γενικότερη ἀπαγόρευση τελέσεως δύο φορές τοῦ ἴδιου Μυστηρίου ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Θεωρεῖ δηλαδὴ ὅτι ἡ βάση τῆς ἀπαγορεύσεως δὲν εἶναι μόνο τὰ στοιχεῖα ποὺ παραθέτει ὁ Ἅγιος Συμεὼν (χειροτονία ἐντὸς τοῦ βήματος) καὶ ὁ Ἰὼβ Μοναχὸς (τέλεια ἱερωσύνη), ἀλλὰ ἡ Ὀρθόδοξη Χριστολογία, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὰ Μυστήρια τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τῆς Χειροτονίας, ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μὲ τὴ μοναδικὴ τέλεσή τους, εἰδικὰ στὸ σημεῖο τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε ἐφ’ ἅπαξ· καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ τὰ Μυστήρια αὐτὰ συνδέονται πολὺ στενὰ μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Συγκεκριμένα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας καὶ αἰτιολογώντας τὴν ἀπαγόρευση ἀναχειροτονίας τῶν κανονικῶς χειροτονηθέντων Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καὶ Διακόνων τοῦ 68ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα, ἀφοῦ ἀναιρεῖ τὴ θέση ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἀπαγόρευση μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ἐπιχειρήματος τῆς θεωρίας τοῦ ἀνεξαλείπτου τῆς Θείας Χάριτος, διδάσκει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αἰτιολογεῖται ὡς ἀκολούθως: «Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ, ὅτι διὰ τοῦτο ταῦτα μόνα [ἅγιο Βάπτισμα, Χειροτονία] δὲν διπλασιάζονται εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ζωὴν τῶν ὑποδεχομένων αὐτά, διότι γίνονται εἰς τύπον τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ὅς τις ἅπαξ γεγονὼς, οὐκ ἔτι διπλασιάζεται»[12]. Ἔτσι, ὅπως βαπτιζόμαστε μία φορὰ στὴ ζωή μας, καὶ ἀκόμη καὶ ἐὰν ἁμαρτήσουμε δὲν ξαναβαπτιζόμαστε, ἐπειδὴ βαπτιζόμαστε «εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου»[13]κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἐπειδὴ ἐπιπλέον ἡ χειροτονία συμβολίζει καὶ τὴν εἴσοδο τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, τοῦ Χριστοῦ, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ποὺ τελέστηκε ἅπαξ, γιὰ αὐτὸ δὲν τελεῖται ἐκ νέου ἡ χειροτονία, ἀκόμη καὶ σὲ καθαιρεθέντα, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀδιάπτωτη τὴν ἱερωσύνη· ἐπίσης, δὲν ἀναχειροτονεῖται, ἐπειδὴ τὸ κύριο ἔργο τοῦ ἱερέως εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι καὶ θυσία, ἡ ὁποία ὅμως τελέστηκε ἅπαξ ἀπὸ τὸν Χριστό· γι’αὐτό καί δέν τελεῖται δεύτερη Θεία Λειτουργία κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα[14]· μέ τό ἴδιο σκεπτικό δὲν πρέπει νὰ τελεῖται δεύτερη καὶ ἄνω χειροτονία ἀνωτέρου κληρικοῦ στὸν ἴδιο βαθμό, στὴν ἴδια Θεία Λειτουργία, ἐπειδὴ ἡ εἴσοδος τοῦ κληρικοῦ στὶς τάξεις τῆς ἱερωσύνης συμβολίζει ἀκριβῶς τὴν εἴσοδο τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ· μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁμολογεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Χριστολογία περὶ τῆς ἐφ’ ἅπαξ σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χειροτονία ἑπομένως πολλῶν προσώπων στὸν ἴδιο βαθμὸ τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου στὴν ἴδια Θεία Λειτουργία (ἄσχετα τοῦ ἐὰν γίνεται ταυτόχρονα ἢ ὄχι), δημιουργεῖ ἄδικο ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν πράξη τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ, ἂν δὲν ἀμφισβητεῖται εὐθέως, τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὑποτιμᾶται τὸ θεανδρικό Του πρόσωπο, στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων, στὴν τάξη Προφήτου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴν ἰδιότητα Ἀρχιερέως!
Παρ’ ὅτι δὲν ὑφίσταται ad hoc σχετικὸς ἀπαγορευτικὸς ἱερὸς Κανόνας, ποὺ νὰ ἀπαγορεύει εἰδικὰ τὴν πράξη αὐτή, ὅμως μὲ τὴν ἀνωτέρω ἐπίκληση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων[15], ποὺ ἐξυψώνουν αὐτὴν τὴν τάξη σὲ ἱερὰ Παράδοση, καὶ ἐπιπλέον μὲ τὴ μέθοδο τῆς ἀναλογίας[16] διαπιστώνεται ὅτι ἡ παραβίαση τῆς ἀπαγορεύσεως συνιστᾷ κανονικὸ ἀδίκημα. Ὁμοιάζει δηλαδὴ ἡ πράξη αὐτὴ μὲ ἄλλες πράξεις ποὺ περιγράφονται στοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ὅπως στὸν ΣΤ΄ 2 ποὺ ῥητὰ καταδικάζει τὴν ἀπόπειρα καινοτομίας καὶ ἀνατροπῆς τῶν ἱερῶν Κανόνων, ποὺ ἀποτελοῦν ἱερὰ Παράδοση[17]. Ἐπίσης, θεωρουμένης ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τῆς ἀνωτέρω τάξεως τῆς χειροτονίας ὡς ἐκκλησιαστικὸ ἔθιμο καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πράξη αὐτὴ προσβάλλει τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ποὺ δίδουν στὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις ἰσχὺν ἱερᾶς Παραδόσεως, δηλαδὴ δογματικὴ ἰσχύ, ποὺ πρέπει νὰ τηρεῖται ἀπαρασάλευτα[18].
Θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ἰδιαίτερη ὁμοιότητα τῆς πράξεως αὐτῆς μὲ τὰ προβλεπόμενα σὲ τρεῖς Κανόνες, πρῶτον στὸν Ζ΄ 7, δεύτερον στὸν Λαοδ. 18, καὶ τρίτον στὸν Καρθ. 103/114. Αὐτοὶ οἱ Κανόνες συνδέουν πολὺ στενὰ τὴ λειτουργικὴ τάξη μὲ τὴν ἱερὰ Παράδοση. Ἐπίσης, μὲ βάση τοὺς ἀνωτέρω Κανόνες διαπιστώνονται περισσότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν αἰτιολογικὴ βάση τῆς ἀπαγορεύσεως.
Ὁ πρῶτος (Ζ΄ 7), ἀπαγορεύει τὰ ἐγκαίνια ἱεροῦ Ναοῦ χωρὶς τὴ χρήση ἱερῶν λειψάνων, θεωρώντας τὸ ἔθιμο αὐτὸ ὡς ἱερὰ Παράδοση: «Ἔφη Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος [Α΄ Τιμοθ. ε΄, 24]· Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι· τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν. Ἁμαρτιῶν οὖν προκαταλαμβανουσῶν, καὶ ἕτεραι ἁμαρτίαι ἕπονται ταύταις. Τῇ οὖν ἀσεβεῖ αἱρέσει τῶν χριστιανοκατηγόρων καὶ ἄλλα ἀσεβήματα συνηκολούθησαν. Ὥσπερ γὰρ τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφείλοντο ὄψιν ἐκ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἕτερά τινα ἔθη παραλελοίπασι, ἃ χρὴ ἀνανεωθῆναι, καὶ κατὰ τὴν ἔγγραφον καὶ ἄγραφον θεσμοθεσίαν οὕτω κρατεῖν. Ὅσοι οὖν σεπτοὶ ναοὶ καθιερώθησαν ἐκτὸς ἁγίων λειψάνων μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γίνεσθαι λειψάνων μετὰ τῆς συνήθους εὐχῆς. Ὁ δὲ ἄνευ ἁγίων λειψάνων καθιερῶν ναὸν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκὼς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις»[19].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ διαπιστώνεται ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ τάξη ἀποτελεῖ ἱερὰ παράδοση, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραβιάζεται. Ἐπίσης, ὅτι δὲν ἀπαιτεῖται, γιὰ τὴν ἐξύψωση σὲ κῦρος δογματικὸ αὐτῶν τῶν ἐθίμων στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑφίσταται γραπτὸς Κανόνας[20]. Τὸ ζήτημα τοῦ κατὰ πόσο ὁ ἀριθμὸς τῶν προσώπων ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ χειροτονοῦνται στὸν ἴδιο βαθμὸ σὲ μία Θεία Λειτουργία, ἀποτελεῖ ζήτημα ἐκκλησιαστικοῦ ἐθίμου, καὶ ἑπομένως ἱερᾶς Παραδόσεως, λύεται καταφατικὰ μὲ βάση τὶς ἀνωτέρω διδασκαλίες τῶν ἁγίων Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου καί Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὅπως καὶ ἀνωτέρω ἀναφέραμε.
Ὁ Λαοδ. 18 ἀπαγορεύει τὴ χρήση ἄλλων εὐχῶν στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας: «Περὶ τοῦ τὴν αὐτὴν λειτουργίαν τῶν εὐχῶν πάντοτε καὶ ἐν ταῖς ἐννάταις, καὶ ἐν ταῖς ἑσπέραις ὀφείλειν γίνεσθαι»[21].
Ὁ Καρθ. 103/114 διαλαμβάνει γιὰ παρόμοια θέματα, δίδει ὅμως περισσότερα στοιχεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ ζήτημα ποὺ ἐξετάζουμε:
«Ἤρεσε καὶ τοῦτο, ὥστε τὰς κεκυρωμένας ἐν τῇ συνόδῳ ἱκεσίας, εἴτε προοίμια, εἴτε παραθέσεις, εἴτε τὰς τῆς χειρὸς ἐπιθέσεις, ἀπὸ πάντων ἐπιτελεῖσθαι, καὶ παντελῶς ἄλλας κατὰ τῆς πίστεως μηδέποτε προενεχθῆναι, ἀλλ’ αἱτινεςδήποτε ἀπὸ τῶν συνετωτέρων συνήχθησαν, λεχθήσονται»[22].
Φρονοῦμε ὅτι οἱ δύο τελευταῖοι Κανόνες πρέπει νὰ ἑρμηνεύονται διασταλτικά, δηλαδὴ μὲ τὴ θεώρηση ὅτι περιλαμβάνουν τὸ σύνολο τῶν ὀρθοδόξων λειτουργικῶν κειμένων καὶ βιβλίων καὶ ὄχι μόνο τῶν ἀκολουθιῶν ἢ τῶν τμημάτων τῶν ἀκολουθιῶν ποὺ περιλαμβάνουν στὸ πραγματικό τους, ἐπίσης ὅτι διαλαμβάνουν ὄχι μόνο γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ εἶδος τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τάξη τῶν ἀκολουθιῶν[23], διότι πέραν ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα ἱστορικὰ περιστατικὰ ποὺ προκάλεσαν τὴ θέσπισή τους, ἔρχονται νὰ διδάξουν καὶ νὰ συμμορφώσουν τοὺς ὀρθοδόξους πιστοὺς μὲ μία γενικὴ κανονικὴ ἀρχὴ στὸ χῶρο τῆς λατρείας, ποὺ ἐμφαίνεται ἰδιαίτερα στὸν Καρθ. 103/114.
Στὸν τελευταῖο Κανόνα, τίθεται ὡς κριτήριο ἐγκυρότητας τῶν εὐχῶν α) ἡ ἔγκρισή τους ἀπὸ τὴ Σύνοδο, β) τὸ ὀρθόδοξο περιεχόμενό τους καὶ γ) τὸ νὰ ἔχουν συλλεγεῖ, ἐγκριθεῖ (καὶ διασταλτικὰ συνταχθεῖ) ἀπὸ πρόσωπα ἅγια. Τὸ τελευταῖο, φρονοῦμε, κριτήριο εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ γιὰ τὴν εὐρύτερη προβληματολογία τοῦ κινήματος τῆς λεγομένης «λειτουργικῆς ἀναγέννησης» ποὺ δημιουργεῖ ζητήματα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς πολλοὶ ἐπικαλούμενοι τὴν ἔγκριση τῆς Συνόδου καὶ τὸ ὀρθόδοξο περιεχόμενο, βούλονται νὰ ἀντικαθιστοῦν τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μὲ δικῆς τους προελεύσεως, μάλιστα μεταφρασμένα στὴ νέα ἑλληνική. Ὅμως, ἐδῶ καθίσταται σαφὲς ὅτι ὅρος ἀναγκαῖος γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ ἑνὸς κειμένου στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ἐγκρίνεται καὶ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπεξεργασίας ἀπὸ ἅγια πρόσωπα καὶ ἐπίσης τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ συντάσσει νὰ εἶναι ἅγιο· ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται ἡ φράση τοῦ Καρθ. 103/114 «ἀπὸ τῶν συνετωτέρων συνήχθησαν», διότι ἔτσι ἀποδίδει διασταλτικὰ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸν ὅρο «συνήχθησαν», ὅπως διαπιστώνουμε ἐξ ἀντιδιαστολῆς[24]. Αὐτὴ ἡ ἀρχὴ ἰσχύει, ὅπως ἀναφέραμε, μὲ βάση τὴ διασταλτικὴ ἑρμηνεία τοῦ Κανόνα, ὄχι μόνο γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ λειτουργικῶν κειμένων στὴ λατρεία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τήρηση τῆς τάξεως τῶν ἀκολουθιῶν. Δὲν ἀρκοῦν τὰ τυπικὰ προσόντα ἑνὸς κειμένου, χρειάζονται καὶ οὐσιαστικά, πνευματικά, ἐπίσης ἀπαιτεῖται ἁγιότητα καὶ πληροφορία ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ εἶναι κάποιο πρόσωπο ἢ κάποιος θεσμὸς ἐκκλησιαστικῶς βέβαιος γιὰ νὰ προχωρήσει σὲ κάποια τροποποίηση τῆς τάξεως τῆς ἐκκλησίας, ἔστω καὶ παροδικῆς, δηλαδὴ κατ’ οἰκονομίαν.
Ἐπίσης, ἡ φράση τοῦ Λαοδ. 18 «πάντοτε» δηλώνει ὅτι τὰ κείμενα τῶν ἁγίων δὲν μποροῦν νὰ τροποποιοῦνται κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ μὲ πολὺ αὐστηρὲς προϋποθέσεις καὶ πολὺ δύσκολα· διέπονται δηλαδὴ ἀπὸ αὐστηρό, ὅπως λέγεται, δίκαιο, μὲ διατάξεις ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται εὔκολα νὰ παραβιάζονται.
Διαπιστώνεται ὅμως ὅτι γιὰ τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας πλέον δὲν τίθεται θέμα τροποποιήσεώς τους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ κείμενα προερχόμενα ἀπὸ ἁγίους, διότι ἡ λατρεία ἔχει κατὰ κάποιο τρόπο καταλήξει σὲ ἕνα ὕψιστο βαθμὸ τελειότητας. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται μὲ τὸ ἐξ ἀντιδιαστολῆς ἐπιχείρημα ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στὸν Καρθ. 114/108 (ἀρίθμηση Πηδαλίου)[25], ὅπου διδάσκει ὅτι εὐχὲς ἀκόμη καὶ ἁγίων προσώπων ἐπιτρέπεται μὲν νὰ ἀναγινώσκονται κατ’ ἰδίαν, ὄχι ὅμως νὰ εἰσάγονται στὴ δημόσια λατρεία: «Κατ’ ἰδίαν ὅμως δὲν εἶναι ἀπηγορευμένον [ἄρα ἐξ ἀντιδιαστολῆς συνάγεται ὅτι δημόσια ἀπαγορεύεται] τὸ νὰ ἀναγινώσκῃ τινὰς καὶ ἄλλας νεωτέρας εὐχὰς [στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφαίνεται ἔμμεσα ὅτι τὰ παλαιότερα λειτουργικὰ κείμενα ἔχουν ἕνα προβάδισμα ἔναντι τῶν νεωτέρων], οἷαί εἰσιν οἱ τοῦ Θηκαρᾶ θεολογικοὶ ὕμνοι, καὶ εὐχαί· αἱ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἐρωτικαὶ εὐχαί, καὶ ἄλλων πολλῶν. Ὡσὰν ὁποῦ αὐταὶ, κοντὰ ὁποῦ δὲν ἔχουσιν οὐδὲν ἐναντίον κατὰ τῆς πίστεως, καθὼς ὁ Κανὼν οὗτος διορίζει τῆς Συνόδου, εἶναι πρὸς τούτοις καὶ κατανυκτικαὶ, καὶ ψυχοσωτήριοι, καὶ ἀπὸ συνετοὺς καὶ ἁγίους συνειλεγμέναι [ἐδῶ τὸ ἀποφασιστικὸ κριτήριο ποὺ ἀναφέραμε ἀνωτέρω], καὶ ὅρα ἐν σελ. 1041 τῆς Φιλοκαλ. διορίζοντα τὸν ἅγιον Κάλλιστον νὰ ἀναγινώσκομεν τοιαύτας εὐχὰς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον.»
Μὲ βάση τοὺς ἀνωτέρω Κανόνες καὶ τὴν παραδοχὴ ὅτι τὸ ὑπὸ ἐξέταση ζήτημα προσομοιάζει πολὺ μὲ τὶς προβλέψεις τους διαπιστώνεται ὅτι ἡ πράξη αὐτὴ παραβιάζει ὄχι μόνο τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔννομο ἀγαθὸ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες ποὺ τὸ διαφυλάσσουν, ἀλλὰ στρέφεται καὶ ἐναντίον τῶν κανονικῶν ἐπιταγῶν γιὰ τὴν τήρηση τῆς εὐταξίας τῆς ὀρθόδοξης τελετουργικῆς[26].
Ἑπομένως θεωροῦμε ὅτι ἡ τάξη αὐτὴ τῆς χειροτονίας σὲ ἀνώτερο κληρικὸ ἀποτελεῖ θεσμὸ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως αὐστηροῦ δικαίου, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παραβιάζεται οὔτε γιὰ λόγους οἰκονομίας[27] οὔτε χωρεῖ ἄρση τοῦ ἀδίκου χαρακτῆρα τῆς πράξεως γιὰ λόγους ὅπως ἐνάσκηση δικαιώματος, ἐκπλήρωση καθήκοντος, κατάσταση ἀνάγκης, σύγκρουση καθηκόντων[28]. Στὸ χῶρο τοῦ καταλογισμοῦ ἰσχύουν τὰ περὶ τοῦ βιολογικοῦ (ἡλικία, πνευματικὲς λειτουργίες), ψυχολογικοῦ (ὑπαιτιότητα, δόλος καὶ ἀμέλεια) καὶ δεοντολογικοῦ (νομικὴ - ἄμεση καὶ ἔμμεση[29] - πλάνη[30], πραγματικὴ πλάνη) στοιχείου[31]· ἐν γένει τὰ στοιχεῖα τοῦ ἐγκλήματος περὶ τῆς ὑποστάσεως (ἀντικειμενικῆς καὶ ὑποκειμενικῆς) καὶ ἐμφάνισεώς του, ποὺ ἰσχύουν γιὰ ὅλα τὰ κανονικὰ ἐγκλήματα τηρουμένων τῶν διαφοροποιήσεων, ὅπου αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴ φύση του[32].
Συμπεραίνοντας:
Ἡ χειροτονία περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς προσώπων στὸν ἴδιο βαθμὸ τοῦ ἀνωτέρου Κλήρου (Διάκονος, Πρεσβύτερος, Ἐπίσκοπος) στὴν ἴδια Θεία Λειτουργία, εἶναι κανονικὸ ἔγκλημα, ἀποτελεῖ παραβίαση τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ἐπίσης παραβιάζει τὸ ἔννομο ἐκκλησιαστικὸ ἀγαθὸ τῆς τελετουργικῆς εὐταξίας· τὸ δίκαιο τῆς ἀπαγορεύσεως εἶναι αὐστηρό, στὸ ὁποῖο δὲν χωρεῖ ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία, ἐπίσης δὲν ὑφίστανται λόγοι ἄρσεως τοῦ ἀδίκου χαρακτῆρα τῆς πράξεως, ἀλλά, ἐνδεχομένως, καὶ κάθε φορὰ πρέπει νὰ κρίνεται, συγγνωστὴ ἄμεση καὶ ἔμμεση νομικὴ πλάνη.
[4] «Ἐρώτησις ΛΘ΄, Διατὶ ὡς ἀναγνώστας πλείονας ὁμοῦ χειροτονεῖ ὁ ἐπίσκοπος, μὴ καὶ πλείονας ὁμοῦ χειροτονεῖ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους; καὶ εἰ χρὴ χωρὶς λειτουργίας χειροτονεῖν ἱερεῖς;», PG 155, 888· γιὰ τὶς ἀποκρίσεις αὐτές, ποὺ ἀνάγονται μετὰ τὸ 1423 μ. Χ. καὶ ἀπευθύνονται στὸν ἐρωτῶντα Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Γαβριήλ, βλ. Ι. Φουντούλη, Τὸ λειτουργικὸν ἔργον Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης, Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ θεωρίαν τῆς θείας λατρείας, Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 35 – 37.
[5] «Συνταγμάτιον: περὶ τῶν ὀφφικίων, κληρικάτων καὶ ἀρχοντικίων τῆς τοῦ Χριστοῦ ἁγίας Ἐκκλησίας, καὶ τῆς σημασίας αὐτῶν, διαιρέσεώς τε, καὶ τάξεως, τῆς πάλαι καὶ νῦν, καὶ ἑτέρων τινῶν πάνυ ἀναγκαίων τοῖς ἐγκαταλεγομένοις τῷ Κλήρῳ καὶ αὐτοῖς Ἀρχιερεῦσι, καὶ περὶ τῶν πέντε κατ’ ἐξοχὴν ἁγιωτάτων Πατριαρχικῶν Θρόνων καὶ τῶν Μητροπόλεων τῶν κατὰ συνοδικὴν διάγνωσιν αὐτοῖς ὑποκειμένων μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτὰς Ἐπισκοπῶν, Περί τε τῶν αὐτοκεφάλων Ἀρχιεπισκόπων μετὰ τῶν αὐτοῖς ὑποκειμένων Θρόνων διαλαμβάνον. Ἐκ διαφόρων μὲν τακτικῶν καὶ τῶν σποράδην εὑρισκομένων, μάλιστα δὲ τῆς κατὰ περιήγησιν αὐτοῦ ἀκριβῶς ἐρεύνης τῶν πραγμάτων συλλεγέν, Ἐπὶ δὲ τοῦ εὐσεβεστάτου, ἐκλαμπροτάτου καὶ ὑψηλοτάτου Ἡγεμόνος πάσης Οὐγγροβλαχίας, Κυρίου, Κυρίου Ἰωάννου ΣΤΕΦΑΝΟΥ Βοεβόδα τοῦ Καντακουζηνοῦ, Παρὰ τῷ πανιερωτάτῳ Μητροπολίτῃ Οὐγγροβλαχίας κυρίῳ ΑΝΘΙΜΩ τῷ ἐξ Ἰβηρίας, μετὰ τῶν ἐγχειριδίων τῶν περὶ τῶν ἐπτὰ Μυστηρίων Γαβριὴλ Φιλαδελφείας καὶ Ἰὼβ ἁμαρτωλοῦ [...] τυπωθέν,» Βουκουρέστι, 1715, σσ. ρλ΄ - ρλα΄.
[7] Ἡ θέση ποὺ φαίνεται νὰ διδάσκει ὁ Ἰὼβ περὶ τοῦ ἐπιτρεπτοῦ χειροτονίας περισσοτέρων Διακόνων σὲ μία Θεία Λειτουργία, δὲν ἐπικρατεῖ ἐν ὄψει τῆς ἀντίθετης διδασκαλίας τῶν ἁγίων Συμεὼν καὶ Νικοδήμου. Πρέπει ἐπίσης νὰ σαφηνιστεῖ, μήπως ἐννοεῖ τὴ Διακόνισσα.
[11] «Ὁ οὖν μὴ οὕτω χειροτονηθεὶς οὐ κατὰ τὴν παράδοσίν ἐστι χειροτονηθείς. Καὶ οὐκ οἶδ’ ὅ τι οὗτος μὴ κατὰ τὴν τάξιν τελεσθεὶς ἔσται. Ἁγίου Συμεών, ὅ. π. «Ὅσοι δὲ δὲν χειροτονηθοῦν μοναδικῶς, οὗτοι τί εἶναι, δὲν ἠξεύρει, λέγει ὁ αὐτὸς Συμεών, ὡς μὴ χειροτονηθέντας κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.» Ἁγίου Νικοδήμου, ὅ. π. Στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ἡ ἐξύψωση τῆς τάξεως τῆς χειροτονίας σὲ στοιχεῖο τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.
[14] Σημαντικὰ καὶ τὰ ὅσα διδάσκει ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (ἱεροδιάκονος) στὴν Ἐπιτομὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων του, ἐκδ. Ἀστήρ, ἐπιμ. Θεοδωρήτου ἱερομονάχου ἁγιορείτου, Ἀθῆναι 2002 (ἀπάνθισμα τοῦ ἀνεκδότου ἔργου, ποὺ ὁλοκληρώθηκε χωρὶς νὰ δημοσιευτεῖ στὰ 1782), σ.196: «Ἔπειτα ἡ Τράπεζα τήν μήτραν εἰκονίζει τῆς παρθένου κατά τόν Δαμασκηνόν Ἰωάννην· φαίην δ’ ἄν ἔγωγε τό σπήλαιον μέν ἡ Ἐκκλησία, ἡ δέ Τράπεζα τήν φάτνην κατά τόν Χρυσόστομον καί τόν σταυρόν καί τόν τάφον, ἐφ’ ἑαυτῆς τό θῦμα βαστάζουσα. Ὡς οὖν ἅπαξ τοῦ παντὸς αἰῶνος τόν Κύριον ἡ μέν Παρθένος ἐκυοφόρησεν, ὁ δέ σταυρός ὕψωσεν, ὁ δέ τάφος ὑπεδέξατο, οὕτω καί ἡ αὐτή Τράπεζα ἅπαξ τῆς ἡμέρας αὐτόν ὑποδέξεται. Ὥστε τό δίς τῆς ἡμέρας ἐπί τῆς αὐτῆς ἀναφέρειν Τραπέζης, καί ἀναγνώντων ἄν εἴη καί ἀνασταυρούντων τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.»
[15] Γιὰ τὸ ὅτι δὲν εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ κάθε κανονικὸ ἔγκλημα καὶ τὴν ποινή του νὰ ἀναζητᾶται ῥητὸς Κανόνας αὐξημένης τυπικῆς ἰσχῦος, ἀλλὰ πρέπει σὲ κάθε περίπτωση νὰ ἐφαρμόζεται ἡ ἀρχὴ τῆς κανονικότητας τῶν ποινῶν, ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἐπιβολὴ ποινῶν, ἀκόμη καὶ γιὰ πράξεις ποὺ δὲν προβλέπουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ὅταν α) οἱ πράξεις ἀντιβαίνουν σὲ θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας, β) ἡ κύρωση αὐτῶν τῶν πράξεων συνάγεται ἀπὸ τὴ σύνολη κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ περιλαμβάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, καὶ τὶς κανονικὲς πραγματεῖες καὶ ἀποκρίσεις, τοὺς κορυφαίους ἑρμηνευτές, τὴν ἐκκλησιαστικὴ νομολογία καὶ γενικὰ τὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, καί, γ) ἐξυπηρετεῖται τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὕψιστο ἐκκλησιαστικὸ ἔννομο ἀγαθό, βλ. Γ. Πουλῆ, Ἐκκλησιαστικὸ ποινικὸ δίκαιο, ἐκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη, 20082, σ. 50.
[16] Γιὰ τὴ μέθοδο τῆς ἀναλογίας, τὴ χρήση, θεολογικὴ θεμελίωση, τὴν ἀναγκαιότητα γιὰ λόγους ἱστορικοὺς καὶ τὰ μειονεκτήματά της, βλ. Π. Χριστινάκη, Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, δ. δ., Ἀθῆναι 1978, σσ. 282 – 288, πρβλ. καὶ Γ. ΠΟΥΛΗ, ὅ. π., σσ. 55 – 61.
[17] «Εἰ δέ τις ἁλῶ κανόνα τινὰ τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἢ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατὰ τὸν τοιοῦτον κανὀνα, ὡς αὐτὸς διαγορεύει, τὴν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καὶ δι’ αὐτοῦ ἐν ᾧ περ πταίει θεραπευόμενος.» ΣΤ΄ 2, ΡΠ2, σ. 310. Εἶναι ἐμφανὴς ἡ κοινὴ χρήση τῶν ὅρων «καινοτομία», «ἀνατροπή», στὸν ΣΤ΄ 2, καὶ στὸν Ἅγιο Συμεών· ὁ δεύτερος ἀντλεῖ τοὺς ὅρους ἀπὸ τὴ φρασεολογία τοῦ ΣΤ΄ 2. Γιὰ τὰ κανονικὰ ἐγκλήματα τῆς ἀνατροπῆς καὶ τῆς καινοτομίας τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τὴν ἀπόπειρά τους βλ. Π. Χριστινάκη, ὅ. π., σσ. 219 – 238.
[18] Βλ. τοὺς Κανόνες, Α΄ 1, 6, 18, Β΄ 7, Γ΄ 8, Δ΄ 8, 28, 30, ΣΤ΄ 19, 29, 37, 39, 90, 102, Ζ΄ 7, 14, Καρθ. 70, 127, Πέτρ. 15, Μ. Βασιλ. 1, 3, 87, 89, 91, 92, Τιμοθ. 2, Θεοφ. 1, Κυρίλλ. 4. Γιὰ τὴ σχέση τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας βλ. ἀντὶ ἄλλων Ι. Φωτοπούλου Πρωτοπρεσβυτέρου, Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ Κανόνες, «Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἰσχύον σήμερα; Ἡ διαχρονικὴ ἰσχὺς τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Πρακτικὰ Ἡμερῖδος, ἐκδ. Ἐστίας Πατερικῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 2011, σσ. 25 – 47,προσιτὴκαὶστὴνἱστοσελίδαμας,http://www.orthros.eu/index.php?option=com_content&view=article&id=221%3Ak-paradosieklierkan&catid=38%3A2010-10-04-06-19-50&Itemid=156&lang=el. Γιὰ τὴν ἐπιταγὴ τήρησης τῆς ἱερᾶς Παράδοσης πρβλ. καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ «ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν», Β΄ Θεσ. 2, 15· «Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς ὅτι πάντα μου μέμνησθε καί, καθὼς παρέδωκα ὑμῖν, τὰς παραδόσεις κατέχετε», Α΄ Κορ. 11, 2.
[19] Ζ΄ 7, ΡΠ 2, σ. 580, ὑπογραμμίσεις δικές μας. Παραθέτουμε καὶ τὴ μετάφραση ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῶν Κανόνων τοῦ Π. Ἀκανθοπούλου, Κώδικας ἱερῶν κανόνων καί ἐκκλησιαστικῶν νόμων, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 20042, σσ. 191 – 193: «Εἶπε ὁ Παῦλος, ὁ θεῖος Ἀπόστολος: ¨Μερικῶν ἀνθρώπων οἱ ἁμαρτίες εἶναι ὁλοφάνερες· ἄλλων ὅμως φανερώνονται ὕστερα¨. Ὅταν λοιπόν συμβοῦν πιό πρίν κάποιες ἁμαρτίες, αὐτές τίς ἀκολουθοῦν κι’ ἄλλες. Τήν ἀσεβῆ λοιπόν αἵρεση τῶν χριστιανοκατηγόρων (τῶν εἰκονομάχων δηλαδή) τήν ἀκολούθησαν καί ἄλλες ἀσεβεῖς πράξεις. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἀπέβαλαν ἀπό τήν ἐκκλησία τήν ὄψη τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἔχουν παραλείψει καί κάποιες ἄλλες συνήθειες, οἱ ὁποῖες πρέπει νά ἀνανεωθοῦν καί ἔτσι νά ἰσχύουν σύμφωνα μέ τή γραπτή καί ἄγραφη θεσμοθέτηση. Ὅσοι λοιπόν ἱεροί ναοί καθιερώθηκαν χωρίς ἅγια λείψανα μαρτύρων, ὁρίζουμε νά γίνεται σ’ αὐτούς κατάθεση λειψάνων μαζί μέ τή συνηθισμένη εὐχή. Καί ὅποιος καθιερώνει ναό χωρίς ἅγια λείψανα, νά καθαιρεῖται, γιατί ἔχει παραβεῖ τίς ἐκκλησιαστικές παραδόσεις.»
[20] Γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔθιμο ὡς θεσμοῦ ποὺ ὑποχρεώνει τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς συμμόρφωση μὲ αὐξημένη τυπικὴ ἰσχύ, δηλαδὴ γιὰ τὴ θεώρησή του ὡς ἱερὰ Παράδοση, βλ. Κ. Πολυζωϊδου, Τὸ ἔθιμον εἰς τὸ πλαίσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμβολὴ εἰς τὴν νομοκανονικὴν καὶ ἱστορικήν του θεώρησιν, Θεσσαλονίκη 1986, Π. Μπούμη, Κανονικὸν δίκαιον, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 20023, σσ. 44 – 45.
[21] Λαοδ. 18, ΡΠ3, σσ. 186 – 187. Παραθέτουμε καὶ τὴ μετάφραση τοῦ Π. Ἀκανθοπούλου, ὅ. π., σ. 275: «Μέ τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά ψάλλονται οἱ εὐχές [Ὀρθότερα: Οἱ ἴδιες εὐχὲς πρέπει ...] στή λειτουργία πάντοτε καί κατά τήν ‘ἐνάτη’ καί κατά τόν ‘ἑσπερινό’».
[22] Καρθ. 103/114, ΡΠ 3, σ. 550, ὑπογραμμίσεις δικές μας. Μετάφραση Π. Ἀκανθοπούλου, ὅ. π., σ. 377: «Ἀποφασίστηκε καί αὐτό, δηλαδή οἱ ἐπικυρωμένες στή σύνοδο ἱκεσίες, εἴτε ‘προοίμια’ εἴτε ‘παραθέσεις’ εἴτε ‘ἐπιθέσεις’ χεριῶν, νά γίνονται ἀπ’ ὅλους καί μέ κανέναν τρόπο νά μή γίνουν διαφορετικές (ἱκεσίες) πού ἀντιβαίνουν στήν πίστη, ἀλλά νά λέγοναι (οἱ ἱκεσίες) πού συλλέχθηκαν ἀπό τούς πιό συνετούς.»
[23] Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Πηδαλίου στὴ φράση τοῦ Λαοδ. 18 «τὴν λειτουργίαν τῶν εὐχῶν», ποὺ τὴν ἀποδίδει μὲ τὸν ὅρο «τάξιν»: «τοιουτοτρόπως φαίνεται νὰ λέγῃ καὶ ὁ παρὼν Κανὼν διορίζων, ὅτι ἡ τάξις τῶν εὐχῶν πρέπει νὰ φυλάττεται ἡ αὐτή», σ. 427, ὑπογραμμίσεις δικές μας. Δὲν γίνεται ἑπομένως λόγος μόνο γιὰ ἀντικατάσταση εὐχῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἀλλαγὴ τῆς τάξης, τῆς σειρᾶς τους, γενικώτερα τῆς δομῆς τῆς ἀκολουθίας.
[24] «Ταύτας λοιπὸν τὰς εὐχὰς διορίζει ὁ παρὼν Κανὼν νὰ λέγωσιν ὅλοι· τὰς κεκυρωμένας ὅμως ἀπὸ τὴν Σύνοδον καὶ ἀπὸ τοὺς σοφωτέρους, καὶ ὄχι τὰς νέας τὰς παρά τινων συνθεμένας κατὰ τῆς πίστεως καὶ μὴ κεκυρωμένας Συνοδικῶς.» Ἑρμηνεία στὸν Καρθ. 114/108, σ. 519, ὑπογραμμίσεις δικές μας. Ἑπομένως, ἐὰν δὲν πρέπει νὰ εἰσάγονται εὐχὲς ποὺ ἔχουν συντεθεῖ ἀπὸ ὄχι ἅγια πρόσωπα, συνάγεται ὅτι πρέπει νὰ εἰσάγονται εὐχὲς ποὺ ἔχουν συντεθεῖ ἀπὸ ἅγια πρόσωπα.
[26] Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω Ζ΄ 7, Λαοδ. 18 καὶ Καρθ. 103/114, σχετικὰ μὲ τὴν τελετουργικὴ εὐταξία διαλαμβάνουν καὶ οἱ Λαοδ. 16, 17, 19, Καρθ. 114, 115, 116, ΝΟΜΟΚΑΝΩΝ, 3. 1 – 13, Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατὰ στοιχεῖον, 5. 31.
[27] Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε καὶ τὶς γνῶμες τῶν ἀκαδημαϊκῶν, ποὺ ΔΕΝ συμπεριλαμβάνουν στὰ θέματα ποὺ ἰσχύουν κατ’ οἰκονομίαν στὸ Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης τὴ χειροτονία πολλῶν προσώπων στὸν ἴδιο βαθμὸ ἀνωτέρου Κλήρου στὴν ἴδια Θεία Λειτουργία, βλ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἀρχιμανδρίτου, Προβλήματα τῆς ‘ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας’, ἐκδ. Δαμασκός, ἐν Ἀθήναις 1957, σσ. 213 – 215, ὅπου συγκαταλέγει μὲ βάση διάφορες ἐκκλησιαστικὲς πηγὲς ποικίλα θέματα μὲ πρόβλεψη οἰκονομίας, ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἐδῶ ἐξεταζόμενο.
[28] Στὴ μελέτη μας στὴν ad hoc δ. δ. τοῦ Σ. Λιόση, Λόγοι άρσης του αδίκου στους ιερούς κανόνες σε σύγκριση με τον ελληνικό ποινικό κώδικα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2007, passim, καὶ ἐπίσης στὸ κλασικὸ πόνημα τοῦ Π. Παναγιωτάκου, Σύστημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχύν αὐτοῦ, τ. 3, Τὸ ποινικὸν δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας, σσ. 138 – 153, στὸ μέρος τῆς ἐργασίας ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἴδιο ζήτημα (ἄρση τοῦ ἀδίκου χαρακτῆρα τῆς πράξης), δὲν συναντήσαμε τὴν ὑπὸ ἐξέταση περίπτωση.
[29] Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἴσως θὰ χωροῦσε συγγνώμη λόγω ἄμεσης πλάνης, ἐὰν δηλαδὴ ὁ δράστης, παρ’ὅτι γνωρίζει τὴν ἀπαγόρευση δρώντας μὲ δόλο καὶ ἔχοντας βιολογικὴ (κατάλληλη ἡλικία καὶ πνευματικὴ διαύγεια) καὶ ψυχολογικὴ ἱκανότητα καταλογισμοῦ (δόλο ), πιστεύει λόγῳ πλάνης ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ τελέσει τὴν πράξη καὶ ἡ πλάνη του εἶναι συγγνωστή. Ἐπίσης, ἄρση τοῦ καταλογισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ χωρέσει στὴν περίπτωση ἔμμεσης πλάνης γιὰ τὸ ἄδικο, ὅταν δηλαδὴ μὲ τὶς ἴδιες προϋποθέσεις, ὁ δράστης πλανᾶται γιὰ τὴν ὕπαρξη λόγου ἄρσης τοῦ ἀδίκου χαρακτῆρα τῆς πράξης, ποὺ ὅπως εἴδαμε, δὲν ὑφίσταται γιὰ τὸ συγκεκριμένο ἀδίκημα.
[30] Πραγματικὴ πλάνη, δηλαδὴ λανθασμένη ἀντίληψη καὶ γνώση ἔστω καὶ γιὰ ἕνα στοιχεῖο ποὺ ἁπαρτίζει τὴν ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση τοῦ ἐγκλήματος, δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται, ἀφοῦ γιὰ νὰ τελεστεῖ, ὁ δράστης γνωρίζει ὅτι ἔχει ἀπέναντί του περισσότερα τοῦ ἑνὸς πρόσωπα, ἐπίσης ὅτι τελεῖ χειροτονία, καὶ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια Θεία Λειτουργία.
[31] Πρόκειται γιὰ τὸ ἀνθρωπίνως φευκτὸν τῆς ὑπαιτιότητας. Ὁ Π. Παναγιωτᾶκος, ὅ. π., σ. 198, διδάσκει τὰ ἑξῆς: «Ἡ τοιαύτη ἐνεργὸς ἀντίθεσις τοῦ δράστου ἔναντι τοῦ πρὸς τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἔννομον τάξιν ὀφειλομένου σεβασμοῦ, δύναται, ἐν τούτοις, εἴς τινας περιστάσεις ἐκ τῶν ὑστέρων ἐπιτρεπτῶς νὰ καλυφθῇ. Τοῦτο εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ συμβῇ, ἐφ’ ὅσον ἔργῳ προβάλλουσιν, ἐν συγκεκριμένῃ τινὶ περιπτώσει (in concreto) εἰδικαὶ συνθῆκαι, πείθουσαι ὅτι ὁ δράστης ἐν γνώσει ἐπιδεικνύων ἄδικον συμπεριφοράν, ὡς ἐκ τῆς ὁποίας πραγματοῦται ἡ ἀντικειμενικὴ ὑπόστασις κανονικοῦ ἀδικήματος, προκαλεῖ φανερὰν προσβολὴν κατὰ τῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐννόμου τάξεως ὑπείκων εἰς λόγους καθιστῶντας ἀναγκαίως τὴν ὑπαιτιότητα αὐτοῦ ἀνθρωπίνως μὴ φευκτὴν (τὸ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπερτεῖνον [Ἀριστοτέλης, Ἠθικ. Νικομ. Γ΄ , α΄ 25 – 30 ...], διότι ὑπολαμβάνει πεπλανημένως, ὅτι δικαιοῦται εἰς προβολὴν τοιαύτης συμπεριφορᾶς.»
[32] Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπεκταθοῦμε σὲ ὅλο τὸ ζήτημα. Βλ. σχετικὰ Π. Παναγιωτάκου, ὅ. π., σσ. 134 – 258, Γ. Πουλῆ, ὅ. π., σσ. 39 – 61, λαμβανομένων ὅμως ὑπ’ ὄψιν τῶν παρατηρήσεων καὶ τῆς κριτικῆς σὲ βασικὲς θέσεις τῆς θεώρησης τῶν ἀνωτέρω γιὰ τὸ κανονικὸ ἔγκλημα ἀπὸ τὸν Λ. Φωτόπουλο, Πρωτοπρεσβύτερο, Ἱεροί Κανόνες καί Κοσμικοί Νόμοι, Ἀθήνα 2010.