ΝΕΟΕΠΟΧΗΤΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΡΚΙΔΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ

ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΑ  

 

Ὁ Κυριάκος Μαρκίδης εἶναι ἕνας Κύπριος κοινωνιολόγος ὁ ὁποῖος ζεῖ καί ἐργάζεται στήν Ἀμερική.  Ὁ ἴδιος δηλώνει “πνευματικός ἀναζητητής” καί στά πλαίσια μιᾶς θρησκειολογικῆς ἐργασίας ἀσχολήθηκε καί μελέτησε τήν Ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση.  Καρπός τῆς μελέτης του εἶναι τά τρία προαναφερθέντα βιβλία τά ὁποία  προβάλλονται ὡς ὀρθόδοξα βοηθήματα, ὡς συνοπτική παράθεση ὅλης τῆς νηπτικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς πολύ ὠφέλιμα γιά τήν πνευματική ζωή.  Τά βιβλία αὐτά, μέ λύπη τό λέμε, ἔχουν βρεῖ μεγάλη ἀπήχηση μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων και δυστυχῶς προβάλλονται, διαφημίζονται, συνιστανται ἀκόμα καί ἀπό ἱερείς ἤ καί ἀπό πνευματικούς στά πνευματικά τους τέκνα, προβάλλονται και διαφημίζονται, κατά καιρούς, ἀκόμα και ἀπό ἐπίσημα ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας ὅπως οἱ ἐκκλησιαστικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί.

Πόσο ὅμως ὠφέλιμα πραγματικά εἶναι τά βιβλία αὐτά;  Πόσο καλά κατανόησε ὁ συγγραφέας τους τήν Ὀρθόδοξη νηπτική παράδοση;  Πόσο Ὀρθόδοξα τελικά εἶναι;  Μήπως μέ ἀφορμή τήν μελέτη τῆς Ὀρθοδόξου νηπτικῆς παραδόσεως γίνεται σύγκριση και τελικά ταύτιση της μέ ἀλλότρια πνευματικά συστήματα πού εἶναι γεμάτα ἀπό δαιμονική πλάνη;  Μήπως ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν παρουσιάζεται διαστρεβλωμένη, γίνεται ὄργανο ἐπικινδύνων νεοεποχήτικων μεθόδων;  Μήπως ὁ “πνευματικός ἀναζητητής” Κυριάκος Μαρκίδης δέν ἀναζήτησε γιά να βρεῖ, δέν ἀναζήτησε καλοπροαίρετα ἀλλά ἐσκεμμένα ἔψαξε τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά τόν βοηθοῦσαν νά ἐξισώσει καί νά ταυτίσει τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς  Ἐκκλησίας μέ τό σκοτάδι τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τοῦ Ἀντιχρίστου;

Θά δοῦμε πάρα πολύ συνοπτικά μερικά, τά πιό ἐμφανῆ, σημεῖα τῶν τριῶν ἔργων τοῦ Κυριάκου Μαρκίδη διότι ὁ συνολικός ὄγκος τῶν βιβλίων που ξεπερνᾶ τίς 1200 σελίδες δέν θά μᾶς ἐπέτρεπαν σέ καμία περίπτωση νά τά ἀναλύσουμε διεξοδικά.


ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Πρόκειται γιά ἕνα βιβλίο 400 περίπου σελίδων τό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι “ἐμβαθύνει στή σοφία τῶν ὀρθοδόξων μοναχῶν πού ζοῦν στό Ἅγιον Ὅρος, ὅπως αὐτή μεταβιβάστηκε ἀπό γενιά σέ γενιά”[1].  Βασικό πρόσωπο τοῦ βιβλίου ὁ π. Μάξιμος, ἕνας ἁγιορείτης μοναχός, ὁ ὁποῖος βοηθᾶ τόν συγγραφέα νά μελετήσει τήν ὀρθόδοξη πνευματική παράδοση.  Στήν πραγματικότητα πίσω ἀπό τόν π. Μάξιμο “φωτογραφίζεται” ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, ἕνας διακεκριμένος καί πολύ ἀγαπητός ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος, μαζί καί μέ τόν ἐπίσκοπο Κάλλιστο Γουέαρ πού, κατά τόν συγγραφέα, διάβασε “σχεδόν ὅλο τό πρῶτο δοκίμιο καί ἔδωσε πολύτιμες συμβουλές”[2], ἐπιστρατεύονται γιά νά δώσουν ἐπικάλυμμα ὀρθοδοξίας στό ἔργο τοῦ κου Μαρκίδη, γιά νά διαφημίσουν ὡς ὀρθόδοξο, αὐτό τό ἐπικίνδυνο βιβλίο.  Γιατί ὅμως θεωροῦμε τό βιβλίο ξένο πρός τήν ὀρθοδοξη πνευματικότητα καί ἐπικίνδυνο;

Κατ’ ἀρχήν ὀφείλουμε νά τονίσουμε εὐθύς ἐξ’ ἀρχῆς ὅτι μέσα ἀπό τούς διαλόγους καί τίς ἐρωταποκρίσεις τοῦ συγγραφέα μέ τόν π. Μάξιμο δίνονται ἀπό τόν συγγραφέα μερικά σημεῖα, ἀκόμη καί ὁλόκληρα κεφάλαια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πραγματικά ἀπόσταγμα τῆς Πατερικῆς σοφίας καί εἶναι ἐντελῶς Ὀρθόδοξα καί Πατερικά.  Τό γεγονός ὅμως αὐτό δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς θετικό οὔτε νά προσδώσει στό βιβλίο τήν ἰδιότητα τοῦ ὠφελίμου καί καθαρῶς ὀρθοδόξου ἀναγνώσματος ἀλλά, ἀντίθετα, καθιστᾶ ἀκόμα πιό ἐπικίνδυνο τό βιβλίο διότι ἀναμιγνύει τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, ὥστε αὐτό νά προσλαμβάνεται καί νά ἀφομοιώνεται μέ μεγαλύτερη ἄνεση.  Αὐτή ἐξάλλου εἶναι μιά συνηθισμένη μεθοδεία τοῦ διαβόλου.

Μέσα λοιπόν ἀπό τίς σελίδες τοῦ βιβλίου καί μετά ἐννοεῖται ἀπό μιά σοβαρή καί προσεγμένη ἀνάγνωση, ἀπαλλαγμένη ἀπό τούς συνηθισμένους συναισθηματισμούς καί τίς προσωποληψίες, μπορεῖ κανείς μέ σχετική εὐκολία νά διαπιστώσει ὅτι ἀκόμα καί τά πιό πατερικά καί ὀρθόδοξα σημεῖα τοῦ βιβλίου ὁ Κυριάκος Μαρκίδης τά ἀντιλαμβάνεται ἐντελῶς διαφορετικά, τούς δίνει ἄλλο περιεχόμενο καί τά προσλαμβάνει μέσα ἀπό τά φίλτρα τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν καί τῶν μεθόδων τους.  Φυσικό ἐπακόλουθο καί ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ συγγραφέας, καί φυσικά ὁ ἀναγνώστης, νά ἐξισώνει τήν Ὀρθοδοξη νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί τίς θεραπευτικές Της Μεθόδους μέ τά διάφορα δαιμονοκρατούμενα συστήματα τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν.

Συγκεκριμένα:

Ὁ σύγγραφέας σέ ὅλο τό βιβλίο κάνει χρήση ἰνδουιστικῶν καί πνευματιστικῶν ὅρων καί λέξεων ὅπως “συνειδητότητα”[3],  “αὔρα”[4], “μάτι τῆς ἐνατένισης”[5], “ἐνέργεια”[6], “πνευματικές πρακτικές - ἀσκησεις”[7], “ξαφνικό φωτισμό” ἤ “μετασχηματισμό”[8], “ὄχημα”[9], “ἐπίπεδα” ἐξαγνισμοῦ - πνευματικότητας - συνειδητότητας κ.α[10], “δάσκαλοι – μαθητές”[11], “ῥοή ἐνέργειας-χάρης”[12].

Βέβαια, θά μποροῦσε κάποιος νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἁπλῶς ὁ συγγραφέας κάνει χρήση τῆς συγκεκριμένης ὁρολογίας διότι αὐτήν γνώριζε, δέν ἔδινε ὅμως καί τό ἴδιο νόημα στίς λέξεις.  Ἰσχύει ἄραγε κάτι τέτοιο;  Κατηγορηματικά λέμε ὄχι, καί παραθέτουμε ἐλάχιστα μόνο σημεῖα τοῦ βιβλίου στά ὁποῖα εἶναι ἐμφανέστατη ἡ σύγχυση, ἐσκεμμένη ἤ ὄχι, καί ἡ ταύτιση τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος μέ τίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί ἀκόμα πιό ἐμφανές εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Μαρκίδης εἶδε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἁπλῶς σάν μιά ἀκόμη θρησκεία πού κατά τύχη, λόγω καταγωγῆς, τοῦ ταίριαζε πιό πολύ.

Στή σελ. 19 θεωρεῖ ὅτι κατά Θεία Πρόνοια ἀπελευθερώθηκε ἀπό τόν ἀγνωστικισμό καί τόν ὑλισμό μέσα ἀπό τόν Ἰνδουισμό καί τόν ἀποκρυφισμό καί ἀναφέρεται  σέ μεγάλους ἀποκρυφιστές ὅπως ὁ Ἄλαν Βάτς, ἡ Μπλαβάτσκι, ὁ Στάινερ, ὁ Γκουρτζιέφ, ὁ Κρισναμούρτι, ὁ Μαχαρίσι Μάχες Γιόγκι.  Διαφημίζονται λοιπόν μεγάλοι ἀποκρυφιστές, ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆτες ὡς ὠφέλιμοι καί χρήσιμοι.  Μάλιστα στήν ἀμέσως ἑπόμενη σελίδα ὁμολογεῖ ὅτι μέσα ἀπό τήν καθημερινή μελέτη τῶν σατανικῶν βιβλίων τῶν προαναφερομένων κατέληξε στό συμπέρασμα, στό ὁποῖο προφανῶς θέλει νά ὁδηγηθεῖ καί ὁ ἀφελής ἀναγνώστης, ὅτι “.. οἱ ἄνθρωποι διαθέτουν λανθάνουσες ἱκανότητες πού ἐκτείνονται πέρα ἀπό τίς πέντε αἰσθήσεις...” καί ὅτι ὑπάρχουν “μετά - ὀρθολογικά στάδια συνειδητότητας...”[13].  Προτρέπεται ὁ ἀναγνώστης λοιπόν μέσα ἀπό τίς πρακτικές τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν νά βρεῖ καί νά ἀξιοποιήσει αὐτές τίς λανθάνουσες δυνατότητες.

Στή σελ. 21 ἐπιτίθεται στό ἱερατεῖο καί, κατ’ ἐπέκταση, στόν Χριστιανισμό λέγοντας ὅτι μέχρι νά γνωρίσει μερικούς, προφανῶς λίγους, κληρικούς κανένας ἄλλος κληρικός ἤ μοναχός δέν τόν εἶχε ἐμπνεύσει.

Στη σελ. 22 μιλᾶ γιά τήν αὔρα τῶν ἁγίων ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται ὅτι ἔγινε ἀφορμή γιά νά πλησιάσει ὁ συγγραφέας τήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί καταλαβαίνει κανείς πώς δέν βρῆκε τό Φῶς ὁ συγγραφέας ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἀπό τυφλούς.

Στή σελίδα 24 ἐπιτίθεται στούς κάθε λογῆς ὁμολογητές τῆς πίστεως ἀποκαλώντας τους “ὑπερφανατικές μορφές τῆς ὀργανωμένης θρησκείας”, ἐκθειάζει τό καταστροφικό φεμινιστικό κίνημα καί τόν οἰκουμενισμό μιλῶντας γιά “ἀποδοχή ὅλων τῶν ἀνθρώπων χωρίς αὐθαίρετους ἀποκλεισμούς κάποιων ὁμάδων”.  Ὅλοι στό ἴδιο καζάνι, ὅλοι μέ ὅλους!  Πουθενά ἡ Ἀλήθεια  ἀλλά παντοῦ!

Στήν 25 ἀποκαλεῖ τούς ψαλμούς “ἄλλη μορφή διαλογισμοῦ” πού τόν ἐκτοξεύουν σέ ἐπίπεδα βαθιᾶς ἡρεμίας καί γαλήνης.  Ὅλοι οἱ ὅροι καί τό περιεχόμενο τους καθαρῶς ἰνδουιστικά.

Στην ἴδια καί στήν ἑπόμενη σελίδα μιλᾶ γιά τό “μάτι τῆς ἐνατένισης”τό ὁποῖο  εἶναι “συστηματική καί πειθαρχημένη πνευματική πρακτική, πού ἔχει σκοπό νά ἀνοίξει τίς διαισθητικές καί πνευματικές ἰκανότητες τοῦ προσώπου”καί τό ὁποῖο παρέμεινε ζωντανό πού ἀλλοῦ;  Στό Θιβέτ φυσικά.  Καί ποιός τό ἀνακάλυψε; Οἱ ὁπαδοί τῆς “Νέας Ἐποχῆς” φυσικά.  Καλό λοιπόν τό Θιβέτ, πηγή τοῦ φωτισμοῦ μας, καλή καί ἡ Νέα Ἐποχή.  Μπορεῖ κανείς λοιπόν νά μή χαρακτηρίσει τό βιβλίο ἀπολύτως Νεοεποχήτικο καί ἀντιχριστιανικό, ὅταν τό κάνει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας;  Τό χειρότερο ὅμως εἶναι ὁ συγκρητισμός, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι και ὁ σκοπός συγγραφῆς τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὁ συγγραφέας πιστεύει ὅτι αὐτό πού ἔγινε στο Θιβέτ καί ἀνακάλυψαν οἱ Νεοεποχῆτες, αὐτό ἀκριβῶς γίνεται στό Ἅγιο Ὄρος.  Το Ἅγιο Ὄρος, κατά τόν Μαρκίδη, εἶναι ἤ θά πρέπει νά γίνει ἁπλῶς τό Θιβέτ τῆς Δύσης.  Αὐτό φυσικά φαίνεται καί στην 44.

Στά ἑπόμενα κεφάλαια ὁ συγγραφέας γνωρίζει τόν πατέρα Μάξιμο, τόν ὁποῖο ὅμως δέν βλέπει ὡς Ὀρθόδοξο μοναχό.  Γιά τόν Μαρκίδη ὁ π. Μάξιμος εἶναι ἕνας ἀκόμα δάσκαλος ἀπό τούς πολλούς πού εἶχε γνωρίσει (σελ.36) κοντά στόν ὁποῖο, ὅπως ἔκανε καί μέ ὅλους τούς ἄλλους μύστες,  ἦταν ἕτοιμος νά μάθει νέους, παράλληλους, ὅπως ὁ ἴδιος τούς ἀντιλαμβανόταν, δρόμους γιά πνευματική ἐξύψωση (σελ.32).  Ὁ π.Μάξιμος ἦταν ἕνας πραγματικός δάσκαλος, ὁ ὁποῖος  “συμβαίνει νά εἶναι χριστιανός”(σελ. 36).  Παντοῦ ὑπάρχουν δάσκαλοι, ἀπό πολλούς δρόμους μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ κανείς, σὐμφωνα πάντα μέ τόν συγγραφέα, σέ ἀνώτερα πνευματικά στάδια.

Στή σελίδα 38 ἀλλά καί σέ πάρα πολλές ἄλλες μιλᾶ γιά ἐνέργεια, ἡ ὁποία μετατοπίζεται μέ τήν σκέψη.  Μιλᾶ γιά τήν συμπαντική λοιπόν ἐνέργεια.

Στή σελίδα 50 μᾶς ἀναπτύσσει τό πόσο προφητικός ἀποδείχθηκε ἕνας Ἰσραηλινός γκουρού ὁ ὁποῖος προφήτευσε ὅτι ἄν οἱ μοναχοί τοῦ Ὄρους δέν μοιραστοῦν μέ ὅλο τόν κόσμο τή σοφία τους, θά τούς ἀναγκάσει ὁ Θεός νά τό κάνουν.  Αὐτός λοιπόν ἦταν καί ὁ λόγος πού ὁ π. Μαξιμος ὑποχρεώθηκε νά ἀφήσει τό Ὄρος γιά νά γίνει ἐπίσκοπος στήν Κύπρο.  Θαυμαστό τό σημεῖο!  Ὁ σουάμι ἀναγνωρίζει, αὐτό πρέπει ἄρα νά κάνουμε καί ἐμεῖς, τή σοφία τῶν Ἁγιορειτῶν καί τήν ἀξία της γιά τόν κόσμο.  Ἀναγνωρίζει στούς ἁγιορεῖτες τούς συναγωνιστές στόν ἀγῶνα γιά καλλιέργεια τοῦ ματιοῦ τῆς ἐνατένισης.  Καί ὅλα αὐτά σέ ἄσραμ, ὅπου ὁ συγγραφέας  προέβαλε τίς συγκρητιστικές του ἀπόψεις λέγοντας στούς ἀνθρώπους ὅτι ἀνακάλυψε τό δυτικό Θιβέτ.

Στή σελ. 74 ἀποδεικνύεται τό πόσο ἄσχετος καί μακριά ἔμεινε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀποκαλώντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἱερό ἀντικείμενο πού πιστεύεται, δέν εἶναι σίγουρο, ὅτι ἔχει θαυματουργικές ἰδιότητες.

Στή σελίδα 82 συναντᾶμε ἕνα ἀπό τά πιό ἀνορθόδοξα σημεῖα.  Ὁ συγγραφέας εὐθέως ἀποδέχεται ὅλων τῶν εἰδῶν τίς σεξουαλικές σχέσεις “ἀπό τίς πιό χυδαῖες ὡς τίς πιό ὑψηλές” θεωρώντας μάλιστα ὅτι βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά φτάσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στό Θεῖο ἔρωτα.  Πιστεύει ὁ δύσμοιρος ὅτι ἀκόμα καί οἱ πιο χυδαῖες σεξουαλικές σχέσεις εἶναι τύπος καί προτύπωση τοῦ Θείου ἔρωτα.  Καθαρός Νικολαιτισμός.

Στή σελίδα 88 προβάλλεται ἡ γερόντισσα Γαβριηλία καί τό βιβλίο “Ἡ ἀσκητική τῆς ἀγάπης”, τό ὁποῖο βοήθησε φυσικά τό συγγραφέα νά παραμείνει στήν πλάνη καί στή σύγχυση  Ἐκκλησίας καί  Ἰνδουισμοῦ.  Τό ἴδιο καί στή σελίδα 90.

Στη σελίδα 107 ὁ συγγραφέας μέ περισσή εἰλικρίνεια ὁμολογεῖ ὅτι σκοπός του εἶναι η συγκριτική μελέτη καί ὄχι ἡ πραγματική ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας.  Εὐθέως παραδέχεται ὅτι ἀκούει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί αὐτομάτως τή μετασχηματίζει σέ ἰνδουιστική.  Συγκρίνει τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν κάθαρση μέ κοσμικές θεωρίες παραφρόνων στοχαστῶν καί μέ τίς δαιμονικές πλάνες τοῦ Βουδισμοῦ.  Στό ἴδιο δέ σημεῖο εὐθαρσῶς ὁμολογεῖ καί τήν ἀντίθεσή του μέ τήν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι μόνη Αὐτή κατέχει τήν Ἀλήθεια.  Στήν ἴδια δέ σελίδα κάνει λόγο καί γιά τόν περίφημο ξαφνικό φωτισμό δηλ.  τήν αὐτόματη διαδικασία ὅπου αὐτοστιγμῆς καί χωρίς προσωπική συμμετοχή οἱ ἅγιοι, ὑποτίθεται, ἔφθαναν ἀπό τήν θλίψη στήν χαρά.  Γιά τό ἴδιο φαινόμενο γίνεται λόγος καί στήν 111 ὅπου ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι θεραπεύονται αὐτομάτως ὅταν ἔρθουν σέ ἐπαφή μέ τήν θεϊκή πραγματικότητα πού βρίσκεται στόν ἐσώτερο ἑαυτό τους.  Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, γιά τό συγγραφέα, εἶναι Θεός καί μπορεῖ μέσα ἀπό την ἐπαφή μέ τόν ἐσωτερικό του κόσμο, προφανῶς διά τοῦ διαλογισμοῦ, νά αὐτοπραγματωθεῖ, νά αὐτοθεωθεῖ, νά αὐτοσωθεῖ.

Στήν 123 συγκρίνει τίς Ἱερές εἰκόνες μέ τά διάφορα εἰδωλοποιημένα βοηθήματα τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν καί “ὑποχρεώνει” τόν ἀναγνώστη μέ μαεστρία εἴτε νά δεχθεῖ ὅτι ὄντως οἱ εἰκόνες ἐξυπηρετοῦν τόν ἴδιο σκοπό  πού ἐξυπηρετοῦν καί τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν καί ἄρα καί αὐτά δέν εἶναι εἴδωλα ἀλλά εἰκόνες, εἴτε νά παραδεχτεῖ ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι εἴδωλα.  Ἡ ἐπίθεση βέβαια αὐτή συνεχίζεται σέ ὅλο τό κεφάλαιο, ὅπου πολλάκις ὑπογραμμίζεται ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι περιττές καί ἐπικίνδυνες νά ὁδηγήσουν σέ εἰδωλολατρεία καί ὅτι καί οἱ εἰκόνες καί οἱ ψαλμοί καί οἱ Λειτουργίες ἀκόμη, εἶναι γιά τούς ἀτελεῖς.  Βομβαρδισμός καί κατεδάφιση ὁλοκλήρου τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας.  Καί ἀναρωτιέται κανείς ποιός εἶναι ὁ τέλειος, ὁ ὁποῖος δέν χρειάζεται πλέον ὅλα αὐτά;  Ἡ ἐρώτηση μπορεῖ νά φαντάζει ἀφελής ἀλλά γιά τόν συγγραφέα δέν εἶναι μόνον ὁ Θεός τέλειος ἀλλά ὅλοι μποροῦμε νά φτάσουμε στήν τελειότητα ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε Θεοί.  Τελικῶς δέ γιά νά εἶναι βέβαιος ὁ συγγραφέας ὅτι οἱ εἰκόνες εἴτε θά ὑποβιβασθοῦν εἴτε θά ἀλλάξουν περιεχόμενο καταλήγει μέ τήν ἱστορία μιᾶς ἐξαδέλφης του ἡ ὁποία μαθαίνοντας ὅτι ἔπασχε ἀπό λύκο “διοχέτευσε ὅλη της τήν ἐνέργεια στή θεραπεία της”(σελ.129) καί ἔπαιρνε ἐνέργεια ἀπό τήν εἰκόνα πού ζωγράφιζε.

Στήν 134 ἀποδέχεται ἄνευ ὁποιασδήποτε ἀμφισβητήσεως θεραπεῖες διαφόρων μυστῶν καί μιλάει γιά τή “μεσολαβητική προσευχή” τοῦ π. Παϊσίου ἰσοπεδώνωντας, στήν πραγματικότητα, τήν προσευχή τῶν μοναχῶν μέ τίς ἐπικλήσεις καί τόν διαλογισμό τῶν γκουρούδων.  Ἡ ἴδια γραμμή βέβαια  ἀκολουθεῖται σέ ὅλο τό σχετικό μέ τά θαύματα καί τίς θεραπεῖες κεφάλαιο.  Στή σελ. 143 μάλιστα ἀποκαλεῖ σημαντικές τίς παρακάτω θέσεις τοῦ Τζον Ρόσνερ:

·         Α) οἱ νεκροί (δική μας ὑπογράμμιση)  ἅγιοι ἐμφανίζονται σέ ζωντανούς καί διδάσκουν μέσω αὐτῶν.  Ἔτσι μάλιστα διαδόθηκε ὁ χριστιανισμός.

·         Β) Οἱ ἀπαρχές τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι σαμανιστικές καί πνευματιστικές, δηλαδή σατανιστικές.

·         Γ) ὑπάρχουν ἄνθρωποι “κανάλια” οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ ἐνδιάμεσοι, τά μέντιουμ, μεταξύ τῶν νεκρῶν ἁγίων, τοῦ πνευματικοῦ δηλαδή κόσμου καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.  Καί ὄντως οἱ ἐπισημάνσεις αὐτές εἶναι σημαντικές ὥστε καί ὁ ἀφελέστερος ἀναγνώστης τοῦ Μαρκίδη νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἰνδουιστής, βουδιστής, πνευματιστής καί καμιά ἀπολύτως σχέση δέν ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία.

Στήν 146 δέχεται τήν προύπαρξη τῶν ψυχῶν καί τόν ἀπόλυτο προορισμό, διδασκαλίες καταδικασμένες, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, ἀπό τήν Ἐκκλησία.  Βάζει ὅμως ταυτόχρονα τόν ἀναγνώστη μπροστά στό δίλημμα: ἤ προύπαρξη ψυχῶν ἤ προσωποληψία τοῦ Θεοῦ.  Πάντως ἡ Ἐκκλησία γιά τόν Μαρκίδη ἔκανε λάθος στήν καταδίκη τοῦ Ὠριγένη καί ἐξακολουθεῖ νά πλανᾶται.

Στήν 150 μιλᾶ γιά τό φαινόμενο τῆς “διθεσίας”, τή δυνατότητα δηλαδή κάποιου νά ἐμφανίζεται σέ δύο σημεῖα ταυτοχρόνως, θεωρώντας  το ὡς ἐντελῶς ὀρθόδοξο.

Στήν 162 μιλᾶ γιά θετική καί ἀρνητική ἐνέργεια ἀπορρίπτοντας τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καί βοηθώντας τον ἔτσι στό μισάνθρωπο ἔργο του.

Στήν 195 δέχεται τήν ἀρχική ἔκρηξη ὡς αἰτία δημιουργίας τοῦ σύμπαντος.

Στήν 196 δέν ἀποδέχεται τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ὡς ἀνταποκρινόμενη στήν ἱστορική πραγματικότητα παρά μόνο ὡς συμβολισμό.

Στήν 201 μιλᾶ γενικῶς γιά πνευματική ἀναζήτηση και γιά τήν ἀνάγκη ὕπαρξης διδασκάλου συγχέοντας τήν σχέση μέ τή σχεση πνευματικοῦ - πνευματικοῦ τέκνου.

Στή 217 χρησιμοποιώντας τήν “Ἀσκητική τῆς ἀγάπης”καί τή Γαβριηλία πού, δυστυχῶς, οἱ μοναχές τοῦ συνέστησαν νά διαβάσει, μιλᾶ γιά θεραπευτική ἐπίδραση τῶν δέντρων μέσω τῆς “ἐνέργειας,.

Σέ ὅλο δέ τό 11 κεφάλαιο ἀναπτύσσει καί προσπαθεῖ νά στηρίξει τήν ἄποψη ὅτι μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τάχθηκαν ὑπέρ τῶν θέσεων τοῦ Ὠριγένους γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων.  Ἡ κόλαση γιά τόν Μαρκίδη καί τούς ἀθεολόγητους “θεολόγους” τούς ὁποίους ἐπικαλεῖται δέν εἶναι αἰώνια.  Ὅλοι τελικῶς θά γευθοῦν τόν Παράδεισο, ἀφοῦ περάσουν ἕνα στάδιο ἐξαγνισμοῦ καί καθάρσεως, ἀφοῦ πληρώσουν δηλαδή στό καθαρτήριο πῦρ γιά τά ἁμαρτήματα πού σ’ αὐτή τή ζωή διέπραξαν.  Δέ διστάζει μάλιστα νά ἐπιτεθεῖ μέ σφοδρότητα στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά αἰώνια κόλαση, ἔχοντας καθαρῶς εἰρωνική διάθεση καί προτρέποντας πλαγίως ούς πιστούς εἴτε νά δεχθοῦν τήν καταδικασμένη θέση τοῦ Ὠριγένους, εἴτε νά στραφοῦν στίς εὐσπαγχνικώτερες καί βολικώτερες ἀνατολικές θρησκεῖες λέγοντας ὅτι ἡ πίστη αὐτή τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στίς ἀνατολικές θρησκεῖες (256).  Ὑπαινίσσεται δέ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν δογμάτισε ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀλλά σύμφωνα μέ τά συμφεροντά της και γι αὐτό δέν δέχθηκε, ὑποτίθεται, τίς θέσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης πού συμφωνοῦν, καί πάλι κατά τόν συγγραφέα καί μόνο, μέ αὐτές τοῦ Ὠριγένους.  Δέν ἔχει τήν παραμικρή ἰδέα ὅτι τό δόγμα δέν εἶναι καταστατικό νομικό κείμενο ἀλλά ἡ διατυπωμένη ἀλήθεια και γι αὐτό καί μιλᾶ γιά “διαμόρφωση τοῦ δόγματος”  (σελ. 115) στήν ὁποία ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο οἱ ἅγιοι Σπυρίδων καί Ἐπιφάνιος.  Μάλιστα δέν παραλείπει καί πάλι νά γκουρουοποιήσει τά πράγματα λέγοντας ὅτι τό πραγματικό νόημα τῶν ἐπιμνημόσυνων δεήσεων εἶναι ἡ ἐπιστροφή μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς πρὀ ἀμνημονεύτων ἐτῶν ἀπομακρυνθείσης ψυχῆς στήν ἀρχική της κατάσταση πού εἶναι ἡ σχέση μέ τό Θεό (σελ.237).  Ποιά ψυχή ἀπομακρυνθηκε πρό ἀμνημονεύτων ἐτῶν παρά ἐκείνη πού προϋπάρχει;  Στήν ἑπόμενη μάλιστα σελίδα ἐκφράζει τήν ἄποψη ὅτι οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας ἁπλῶς ἱκανοποιοῦν τίς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας περιορίζοντας τό ἄγχος καί δίνοντας ἐλπίδες.

Στή σελίδα 262 ἐκθειάζεται τό οἰκουμενιστικό πνεῦμα τῆς μονῆς Βατοπεδίου πού μαζί μέ τήν ἐνασχόληση τῶν μοναχῶν μέ τούς ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές (σελ. 92) καί τή φιλοξενία τοῦ συγγραφέα, ὡς v.i.p, σέ “εὐρύχωρο δωμάτιο με κεντρική θέρμανση, τουαλέτα καί ντούς”(σελ.51) ἀποτελοῦν στοιχεῖα πού ἔρχονται νά προστεθοῦν στήν ἐκκοσμικευμένη εἰκόνα πού ἐσχάτως ἔδωσε ἡ Μονή κατασκανδαλίζοντας τούς πιστούς.  Βέβαια, πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεων, τονίζουμε ὅτι αὐτήν τήν εἰκόνα δίνει ὁ συγγραφέας καί ἡ ὁποία μπορεῖ, καί τό εὐχόμαστε, νά μήν εἶναι ἡ πραγματική.  Μόνον οἱ πατέρες τῆς μονῆς μποροῦν νά ἐπιβεβαιώσουν τά γραφόμενα ὑπό τοῦ Κυριάκου Μαρκίδη.  Συγκεκριμένα ὑποστηρίζει ὁ συγγραφέας ὅτι ὁ π. Μάξιμος τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι φιλοξενήθηκε στή μονή παπικός μοναχός χωρίς νά τό γνωρίζουν οἱ ὑπόλοιποι πατέρες παρά μόνο ὁ ἴδιος καί ὁ ἡγούμενος.  Ὁ  μοναχός αὐτός ἦταν ἐνδεδυμένος ὡς Ὀρθόδοξος καί συμμετεῖχε κανονικά στή Θεία Λατρεία.  Μάλιστα, ὑποτίθεται, ὅτι ὁ π. Πορφύριος εὐλόγησε τόν συγκεκριμένο παπικό μοναχό χωρίς νά τόν ἀπασχολήσει καθόλου τό συγκρητιστικό καί οἰκουμενιστικό πνεῦμα τῆς Μονῆς δίνοντας καί ὁδηγίες γιά τό πῶς θά σωθεῖ τό παπικό του μοναστήρι.  Ἡ στάση δέ αὐτη τοῦ π. Πορφυρίου δείχνει κατά τό Μαρκίδη ὅτι “ὁ γέροντας Πορφύριος ἦταν τελείως ἀνοιχτός στό Ἅγιο Πνεῦμα”. 

Στό κεφάλαιο 14 ἀναπτύσσοντας τό θέμα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς τήν ἀποκαλεῖ πνευματική τέχνη πλούσια σέ ἐνέργεια καί ἐκφράζει τήν ἄποψη ὅτι κάθε ἀναζητητής πρέπει νά τήν ἀπαγγέλλει.  Λέξεις καί φράσεις πού ἀποδεικνύουν τήν γκουρουιστική ἀντίληψη τῆς προσευχῆς.

Τέλος στή σελίδα 367 παρουσιάζεται ἡ θεωρία τῶν δύο πνευμόνων τῆς ἐκκλησίας, τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ, θέση πού ἀπολύτως ἀποδέχεται ὁ συγγραφέας, ἐνῶ στή 376 ἕνας ζωντανός ἅγιος χαίρεται χαράν μεγάλη γιά τή συγγνώμη τοῦ Πάπα καί ἐπιπλήττει νεαρό , φανατικό προφανῶς καί ἀνώριμο, μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει ἐπιφυλάξεις.  “Ὅταν κάποιος μᾶς ζητᾶ συγχώρηση δέν μποροῦμε παρά νά τόν συγχωρήσουμε, χωρίς ἐνδοιασμούς καί δισταγμούς” λέει ὁ ἅγιος γέροντας.

Μπορεῖ νά ἀκούγεται παράξενο καί ἀστεῖο ὅμως εἶναι πραγματικότητα πέρα γιά πέρα ἀληθινή καί ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ὑπερβολή ὅτι ὅλα τά παραπάνω σημεῖα εἶναι μερικά καί ὄχι ὅλα ἀπό αὐτά πού θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε.  Τό βιβλίο, τό ὁποῖο συνιστοῦν ἱερεῖς, πωλεῖται σέ ἐκκλησιαστικά βιβλιοπωλεῖα καί  προβάλλεται ἀπό ἐκκλησιαστικούς σταθμούς εἶναι γεμάτο ἀπό τέτοιες θέσεις καί ἀπόψεις εἴτε εὐθείς εἴτε συγκεκαλυμμένες.  Νομίζουμε ὅμως ὅτι τά παραπάνω εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά φανεῖ ἡ πλάνη τοῦ συγγραφέα καί ἡ ἐπικινδυνότητα τοῦ βιβλίου.  Συνοψίζοντας ρωτοῦμε ρητορικά πόσο ὀρθόδοξο καί μάλιστα ὠφέλιμο εἶναι ἕνα βιβλίο στό ὁποῖο προβάλλεται ὁ οἰκουμενισμός, συγχέονται ὀρθόδοξες θέσεις μέ ἀνατολικές θρησκεῖες, πολεμοῦνται οἱ Ἱερές εἰκόνες καί ὑποτιμᾶται ὁ πραγματικός σκοπός τῶν μυστηρίων καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, κατεδαφίζονται δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως αὐτά τῆς αἰωνίου κολάσεως καί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό καί προβάλλονται καταδικασμένες θέσεις ὅπως τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων, τῆς προύπαρξης τῶν ψυχῶν καί τῆς ἀρχικῆς ἔκρηξης ὡς αἰτία τοῦ κόσμου, εὐλογοῦνται οἱ πιο χυδαῖες σεξουαλικές σχέσεις ὡς προτύπωση τοῦ Θείου ἔρωτα;  Θά ἦταν πολύ πιό ὠφέλιμο, ἄν ὁ συγγραφέας δέν ἔγραφε τό “Ὄρος τῆς Σιωπῆς” ἀλλά σιωποῦσε ὥστε νά μή σκορπᾶ και νά μή μεταδίδει τήν πλάνη του. 

 

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

 Best seller καί αὐτό, ὅπως καί τό “Ὅρος τῆς Σιωπῆς”, στό ὁποῖο συνεχίζονται οἱ συζητήσεις μέ τόν π. Μάξιμο.  Τό βιβλίο διαφέρει ἀπό τό προηγούμενο μόνο σέ ἕνα σημεῖο : εἶναι πολύ πιό ἐπικίνδυνο καί πολύ πιό ἄμεσο στό συγκρητιστικό του σκοπό.  Θά παραθέσουμε καί ἐδῶ ἐλάχιστα, σέ σχέση μέ τόν ὄγκο τοῦ βιβλίου πού καλύπτεται ἐξολοκλήρου ἀπό νεοεποχήτικο πνεῦμα, ἁπλῶς ὡς δεῖγμα ἀρκετό γιά καλοπροαιρέτους πιστούς πού πραγματικά θέλουν νά ὠφελοῦνται καί νά ἀποφεύγουν τήν πλάνη.

Ἀπό τό σημείωμα ἀκόμα τοῦ συγγραφέα, στό ὁποῖο καί πάλι ἐκφράζονται εὐχαριστίες πρός τόν ἐπίσκοπο Κάλλιστο Γουέαρ, φαίνεται τό ἐπικίνδυνο τοῦ βιβλίου ἀφοῦ καί πάλι ὁ Κυριάκος Μαρκίδης δηλώνει “πνευματικός ἀναζητητής” καί μιλᾶ γιά ἐρευνητικές προσπάθειες.  Τί ὄφελος μπορεῖ νά ἔχουν οἱ πιστοί ἀπό τήν ἀναζήτηση καί τήν πνευματική περιπλάνηση ἑνός ἀνθρώπου, περιπλάνηση ἡ ὁποία ποτέ δέν κατέληξε κάπου;

 

Στό πρῶτο κεφάλαιο διηγεῖται πῶς κύλησαν οἱ ἡμέρες στήν πόλη Σεντόνα ὅπου ἦταν προσκεκλημένος ὡς ὁ κύριος ὁμιλητής ἑνός καθαρῶς οἰκουμενιστικοῦ καί νεοεποχήτικου συνεδρίου.  Ὁ ἴδιος ἀναφέρει μέ ἐνθουσιασμό ὅτι ἡ πόλη ἦταν ὑπέροχη καί γνωστή ὡς “Μέκκα τῆς Νέας Ἐποχῆς”(σελ. 17).  Ὅπως εὔκολα λοιπόν ἀντιλαμβάνεται κανείς τό πρῶτο κεφάλαιο εἶναι ἀφιερωμένο καί ἀποτελεῖ ἕναν ὕμνο τῆς Νέας Ἐποχῆς.  Στό συνέδριο προσκαλεῖται ἀπό δύο πρώην καθολικές καλόγριες.  Τό θέμα εἶναι “Ὁ ξεχασμένος δρόμος τοῦ μυστικοῦ χριστιανισμοῦ”.  Οἱ συμμετέχοντες εἶναι “συμβατικοί Προτεστάντες, μερικοί ἀπογοητευμένοι Καθολικοί, πρώην θρησκευόμενοι ὅλων των δογμάτων, ὁπαδοί τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὁλιστικοί θεραπευτές, πνευματιστές, μαθητευόμενοι τοῦ ἰνδιάνικου σαμανισμοῦ, φιλελεύθεροι Ἑβραίοι, καί ὁπαδοί τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν...” (21).  Εἶναι καί δύο πού νόμιζαν ὅτι εἶναι Ἑλληνορθόδοξοι καί χαίρονταν ἰδιαιτέρως πού θά μελετοῦσαν μαζί μέ ὅλο αὐτό τόν πλανεμένο σωρό τήν πνευματική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας.  Ἐκτός ὅμως ἀπό τό θέμα καί τήν πρόσκληση καί οἱ ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα βοήθησαν οὐσιαστικά στήν ἀνάπτυξη τοῦ νεοεποχήτικου κλίματος πού ἐπικράτησε.  Ὁ συγγραφέας ἄλλωστε εἶχε μιλήσει ξανά γιά παρόμοιο θέμα σέ ἀναχωρητήριο τοῦ Σιβανάντα (18), οἱ φίλοι του ἦταν ἄνθρωποι “βαθιά πνευματικοί” (20) καί εἶχαν θεραπευτεῖ ἀπό μελάνωμα μέ τή βοήθεια ἐναλλακτικῶν θεραπειῶν, ὀργανικῆς διατροφῆς καί διαλογισμοῦ.  Ἡ πόλη “παλλόταν ἀπό ἐνέργεια”(20) λόγος πού ὁδήγησε σίγουρα τόν γέροντα Ἐφραίμ νά κτίσει τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στήν Ἀριζόνα (21), κατά τήν ἐκτίμηση τοῦ συγγραφέα.

Τί ὅμως δίδαξε ὁ συγγραφέας στούς πεπλανημένους ἀνθρώπους;  Μετά ἀπό μία μουσική εἰσαγωγή γιά χαλάρωση καί μία ἄσκηση πού ζήτησε ἀπό τούς συμμετέχοντες, ἐν συντομία δίδαξε  τά ἐξῆς:

·         Α) Ὅλοι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς ἀνθρωπότητας δέχονται ὅτι τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο στή ζωή.

·         Β) Τό σύμπαν, τοῦ ὁποίου, κατά τήν ὁλιστική θεώρηση, εἴμαστε ἀναπόσπαστο μέρος δημιουργήθηκε μέ τό “Μπίγκ Μπάνγκ”.

·         Γ) Στήν Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀκριβῶς στό Βουδισμό καί Ἰνδουισμό, ὑπάρχει ἕνα σύστημα μαθητείας καί ὑπ’ αὐτήν τήν ἄποψη ὁ π. Μάξιμος ἔγινε ὁ “Μέντορας”(26) τοῦ Μαρκίδη.

·         Δ) Οἱ ἀσκήσεις τῶν μοναχῶν θυμίζουν γιόγκα ἡ ὁποία τελικῶς δέν ὑπάρχει μόνο στήν Ἀνατολή ἀλλά καί στό Ἅγιο Ὄρος (30).

·         Ε) Τό Ἅγιο Ὄρος εἶναι τό Θιβέτ τῆς Δύσεως ἀφοῦ καί ἐκεῖ βρίσκεις τήν προφητική ἐνόραση, τίς θεραπευτικές δυνάμεις, τήν αἰώρηση κατά τήν μυστικιστική ἔκσταση, τό φαινόμενο τῆς διθεσίας (31).

·         Στ) Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ “οὐδείς ἐπιγιγνώσκει τόν Πατέρα εἰμή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν βούλεται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι” δέν σημαίνει ὅτι μόνο διά τοῦ Χριστοῦ σώζονται οἱ ἄνθρωποι, διότι αὐτό εἶναι φανατική ἄποψη, ἀλλά ὅτι σώζονται μέσω τῆς ἀγάπης ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη.   Ὅλοι λοιπόν ὅσοι ἀγαποῦν σώζονται, σέ ὅποιον Θεό κι ἄν πιστεύουν.  Ὁ Χριστός δέν εἶναι παρά μιά συμβολική εἰκόνα τῆς ἀγάπης, κατά τόν Μαρκίδη,  καί καμιά θρησκεία δέν ἔχει τήν Ἀλήθεια.  Ξέχασε ὁ κος Μαρκίδης ἄραγε ὅτι στό Εὐαγγέλιο δέν γράφει μόνο ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη ἀλλά καί ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή καί ἄρα ὅσοι βρίσκονται μακριά Του εἶναι νεκροί;  Εἶναι ἡλίου φαεινώτερο ὅτι ὁ συγγραφέας εἶδε στό Ἅγιο Ὄρος ἕνα δυτικό Θιβέτ προσανατολισμένο πρός τό Χριστό, ἕνα Χριστό πού δέν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού ξέρουμε ἀλλά ἕνας ἀκόμα ἀπό τούς πολλούς καί μεγάλους δασκάλους πού πέρασαν ἀπό τή γῆ.

Στό δεύτερο κεφάλαιο παραθέτει ὁ συγγραφέας τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν παραμονή του στή Μονή τοῦ Ἀγίου Ἀντωνίου στήν Ἀριζόνα, ὅπου εἶχε τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει τόν Ἄντριου, ἕνα χριστιανό καί πρώην δόκιμο στό Ὄρος, ἀφοσιωμένο ἀλλά ὄχι φονταμεταλιστή σάν ἐμᾶς, πού δέν δεχόμαστε τό συγκρητιστικό-οἰκουμενιστικό-νεοεποχήτικο πνεῦμα τοῦ βιβλίου.  Ὁ Ἄντριου ἀσθένησε ψυχολογικά ἀπό τήν ζωή ἐκεῖ καί μιλᾶ γιά τήν δύναμη τῶν προσευχῶν τῶν ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι ἰσχυρές ἀφοῦ οἱ πατέρες ἔχουν μάθει νά αὐτοσυγκεντρώνονται.  Ἀδυνατεῖ νά δεῖ τά πράγματα ὁ συγγραφέας ἀπαλλαγμένα ἀπό τήν ἰνδουιστική ἑρμηνεία πού ὁ ἴδιος δίνει.

Στά ἑπόμενα κεφάλαια ὁ συγγραφέας ἐπιστρέφει στήν Κύπρο καί τόν π. Μἀξιμο τόν ὁποῖο προβάλλει διαρκῶς καί στά τρία βιβλία ὡς τόν μόνο αὐθεντικό ἐκφραστή τῆς Ὀρθοδοξίας πάνω στό νησί, ὡς τόν ἅγιο πού ὅλοι καταδιώκουν, ὡς τόν μόνο καθαρό.  Προσκολλᾶται μάλιστα, αὐτό ἐξάλλου ἐπιτάσσει τό πνεῦμα μαθητείαςτοῦ γκουρουισμοῦ, στόν π. Μάξιμο, γίνεται ἕνας ἀπό τούς φανατικότερους ὁπαδούς του καί ἀπολαμβάνει καί μιᾶς εἰδικῆς εὔνοιας ἀπό ἐκεῖνον.  Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει καθηκόντως καί με πολύ σεβασμό πρός τό πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ πού “φωτογραφίζεται” ὡς π. Μάξιμος νά ἐπισημάνουμε στόν ἴδιο ὅτι ἐκτίθεται ἀνεπανόρθωτα ἀπό τά γραφόμενα τοῦ Μαρκίδη ὁ ὁποῖος μοιάζει νά χρησιμοποιεῖ καί ἐκμεταλλεύεται τήν ἀγάπη,  τόν σεβασμό καί τήν ἐκτίμηση τῶν πιστῶν σέ Ἑλλάδα καί Κύπρο πρός τό πρόσωπό του γιά νά προωθήσει τίς συγκριτικές, οἰκουμενιστικές, νεοεποχήτικες θεωρίες του.  Φρονοῦμε ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Λεμεσοῦ ὀφείλει νά πάρει ἐπίσημα θέση καί νά ἀποκηρύξει τά τρία ἐπικίνδυνα βιβλία ὥστε νά γίνει ὅσο τό δυνατόν μικρότερη ζημιά στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί νά κρατήσει τήν πλάνη ἐκτός τῶν τειχῶν.  Ὅσο ὁ Σεβασμιώτατος ἀφήνει ἀδιάψευστα τά γραφόμενα καί δέν καταδικάζει τά βιβλία τοῦ Μαρκίδη θά γίνεται παρά τήν θέλησή  του συνεργός τῶν σκοτεινῶν σκοπῶν τοῦ συγγραφέα καί ὁ βασικός διαφημιστής του.

Στή σελ. 114 ὁ συγγραφέας συντάσσεται μέ τούς νεοειδωλολάτρες ἀποδεχόμενος τίς θέσεις του ἐξαδέλφου του ὅτι ἡ Θεοκρατία τοῦ Βυζαντίου ἐκτόπισε τό ἐλεύθερο δημιουργικό πνεῦμα τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς κουλτούρας.

Στην148 θεωρεῖ ὅτι τα Ἅγια Λείψανα εἶναι φορτισμένα μέ θετική ἐνέργεια ἀφοῦ κάθε ἀντικείμενο καί τόπος μπορεῖ νά εἶναι φορτισμένο μέ θετική ἤ ἀρνητική ἐνέργεια.  Τά ἴδια στήν 155, στήν 168 καί στήν 173.

Στήν 157 ὑποστηρίζει ὅτι ἡ διαφορά ἀνάμεσα σέ Ἄσραμ καί σέ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια ἀφορᾶ μόνον θέματα διαπολιτισμικά καί μόνο ὁ Θεός ξέρει ποιός ἤ ποιό μέρος ἔχουν πραγματική πνευματική ἀξία.

Στήν 166 συγκρίνει τού Προφῆτες πού ζητοῦσαν μουσική γιά νά προφητέψουν μέ τούς σαμάνους τῶν ἰνδιάνων.  Βουντού λοιπόν καί ὁ Δαυίδ!

Στήν 168 ὁ π. Μάξιμος ἀναζωογονεῖται καί γεμίζει ἐνέργεια ἀπό ὄνειρα, ὅπως ἀκριβῶς ἀπό τή Θεία Λειτουργία ἐνῶ σαφέστατα ἡ Γραφή λέει ὅτι “τά ἐνύπνια ἐπλάνησαν πολλούς”.

Στήν 173 ἑρμηνεύει τήν σιωπή τοῦ π. Μαξίμου ὡς βαθύ διαλογισμό ἤ καρδιακή προσευχή.  Γιά τόν συγγραφέα δέν ὑπάρχει διαφορά στά δύο αὐτά, παρότι τελικῶς ὁ π. Μάξιμος ἁπλῶς κοιμόταν.

Στίς 201-202 ὑποστηρίζεται εὐθέως ἀπό τόν ἐπίσκοπο Κάλλιστο, πάντα κατά τόν συγγραφέα, ὅτι ὅλοι μποροῦν νά φτάσουν στήν Θέωση ἀνεξαρτήτως πίστεως ἀφοῦ κατά τόν Μαρκίδη “ἡ θέωση ἐνυπάρχει μέσα στήν ἴδια τήν δομή τῆς ἀνθρώπινης φύσης” καί κατά τόν ἐπίσκοπο “ὁ Χριστός ὑπάρχει μέσα μας” καί “φωτίζει πάντα ἄνθρωπον”.  Στήν ἑπόμενη σελίδα γίνεται ἀναφορά σέ χωρίο τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ Πέτρος μιλᾶ γιά σωτηρία μόνο στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.  Στή συνέχεια ὅμως καί αὐτή ἡ ἀναφορά νοθεύεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶναι παρών μέ λανθάνοντα τρόπο, καί μέ τήν γκουρουιστική ἄποψη ὅτι ὁ Λόγος εἶναι παν-συμπαντικός, δέν περιορίζεται σέ συγκεκριμένη κουλτούρα καί πρέπει νά προσεγγίσουμε τή συνειδητότητα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ παν-συμπαντικοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νά σωθοῦμε.  Πιό ἁπλά ὁ Χριστός δέν εἶναι πρόσωπο ἀλλά συνειδητότητα πού σέ κάθε θρησκεία ἤ περιβάλλον ἐκφράζεται διαφορετικά καί πρέπει νά προσεγγίσουμε τήν ἀφηρημένη αὐτή συνειδητότητα.  Ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος μάλιστα ἀποδέχεται τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων καί ὑποστηρίζει, κατά τόν Μαρκίδη, ὅτι μετά θάνατον ὅλοι θά ἀναγνωρίσουν τόν Χριστό καί θά σωθοῦν ἀφοῦ ὅλοι, Μουσουλμάνοι, Βουδιστές, Ἰνδουιστές, Ἑβραίοι, ἄν ἀκολουθοῦν τίς ἐπιταγές τῆς θρησκείας τους, “πιστεύουν ἤδη στό Χριστό, γιατί κάθε Ἀλήθεια ἀπορρέει ἀπό τό Χριστό” (205).  Στήν 207 σελίδα μάλιστα ἰσοπεδώνονται τά πάντα ἀφοῦ κανείς δέν γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀφοῦ “ὑπάρχει μία ἐσωτερική σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία μπορεῖ νά ἀνήκει χωρίς νά τό ξέρει”.  Βέβαια στό Δαλάι Λάμα δέν θά λέγαμε ποτέ κάτι τέτοιο ὄχι γιά νά μή του στερήσουμε τή δυνατότητα σωτηρίας ἀλλά γιατί ἁπλῶς θά ἦταν ἀλαζονικό νά τοῦ ποῦμε ὅτι εἶναι Χριστιανός καί δέν τό ξέρει.  Ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος, πού ἄν πράγματι ὑποστήριξε τέτοιες ἀπόψεις μόνο ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἀλλά λύκος βαρύς μή φειδόμενος τοῦ ποιμνίου, μιλᾶ γιά ἀλήθεια σέ ὅλες τίς Θρησκεῖες(208), ἐπαινεῖ τό ἔργο τοῦ Π.Σ.Ε καί τό πρωτόκολλο ἠθικῆς συμπεριφορᾶς πού ὑπέγραψαν στό Σικάγο τό 1993 κορυφαῖοι ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Θρησκειῶν καί λυπᾶται πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἐκπροσωπήθηκε(209).  Τά ἴδια περίπου ὑποστηρίζονται σέ ὄλο τό κεφάλαιο καί στό διάλογο τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου μέ τόν συγγραφέα.  Καλό θά ἦταν νά ὑπάρξει διάψευση τοῦ ἐπισκόπου γιά τά ὅσα ἀπαράδεκτα ὑποτίθεται ὅτι πρεσβεύει.  Μάλιστα ὑπάρχουν τοποθετήσεις πού θέλουν νά διδασκόμαστε ἀπό τόν διαφωτισμό, νά λειτουργεῖ ἐν ἁγίω Πνεύματι ὁ φεμινισμός καί τό χειρότερο ὅλων νά εὐλογεῖται ἀπό ἕναν ὀρθοδοξο (;) ἐπίσκοπο (;) ἡ Νέα Ἐποχή (229).

Στις σελ. 229 –231 διά στόματος Καλλίστου Γουέαρ διαφημίζεται ἡ Νέα Ἐποχή ὡς κίνημα μέ “γνήσια ἀναζήτηση πνευματικοῦ νοήματος”(230), μέ “εἰλικρινῆ ἀναζήτηση” ἐνῶ κατηγορούμαστε οἱ Χριστιανοί ὅτι δέν γινόμαστε ἐκφραστές καί μάρτυρες τῆς ὑπερβατικῆς πραγματικότητας τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί τῆς Βασιλείας Του μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά”(230 ἡ ὑπογράμμιση δική μας), ἀποκαλεῖται ἡ Ἐκκλησία “θεσμικός χριστιανισμός” μέ φυσική συνέπεια τήν ἄποψη ὅτι ὁ Θεός “μπορεῖ νά σώσει ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν βαπτιστεῖ ποτέ”(231).  Κατά τόν ἐπίσκοπο Κάλλιστο τελικῶς ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι παρά ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός ξεπερασμένος καί ἀποτυχημένος ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐσωτερική, μυστική  και μυστικιστική καί ὅλοι ἀνήκουν σ’ Αὐτήν.

Στίς σελίδες 266 –267 διά στόματος π. Μαξίμου διαψεύδεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πῆρε ἐπισήμως θέση ἐνάντια στό σχέδιο Ἀνάν καί ἀποκαλοῦνται ὑπερσυντηρητικοί οἱ ἁγιορεῖτες πού δέ βλέπουν μέ καλό μάτι τήν Εὐρώπη.  Στό ἴδιο κεφάλαιο ἀναπτύσσεται τό θέμα τῆς προσευχῆς καί ἐνῶ στήν σελ. 269 ὁ π.Μάξιμος ξεκαθαρίζει ὅτι δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν διαλογισμό, στή συνέχεια ὁ συγγραφέας, χρησιμοποιώντας πάντα τό στόμα τοῦ π.Μαξίμου, ἐπιβεβαιώνει τό ἀντίθετο.  Γίνεται λόγος γιά “πνευματικές διαδρομές τῆς προσευχῆς” (270), γιά ἀποκάλυψη τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ καί ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν ὁριζόντων (270), γιά κινδύνους πνευματικούς καί γιά κατάσταση προσευχῆς.  Ὅλοι οἱ παραπάνω ὅροι σέ συνδυασμό μέ τήν  ἄποψη ὅτι ἡ προσευχή ἐνέχει πνευματικούς κινδύνους ἀποδεικνύει ὅτι δέν ξεχωρίζεται ἀπό τόν διαλογισμό.

Στήν 284 ὁ συγγραφέας ἐξισώνει τήν Θεία Λειτουργία καί τόν μυστικό της χαρακτήρα μέ τόν μυστικιστικό χαρακτήρα τῶν μεθόδων τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν ἐνῶ στην 287 μιλᾶ γιά πνευματική ἐνέργεια τῶν εὐχῶν.

Τό δωδέκατο κεφάλαιο εἶναι γεμάτο μέ ἀπροϋπόθετη ἀποδοχή ὅλων τῶν ἐπιθανατίων ἐμπειριῶν ὡς γνησίων καί ὠφέλιμων.  Ὁ π. Μάξιμος μάλιστα στή σελ.302 δέχεται ὅλες τίς ἐμπειρίες αὐτές καί τίς ἐπιδοκιμάζει ὡς ὀρθόδοξες, στήν 305 θεωρεῖ ὅτι οἱ ἐμπειρίες αὐτές δίνουν “ἀσυνήθιστες δυνάμεις καί ἰκανότητες” σέ αὐτούς πού τίς βιώνουν, στήν 307 ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά ἀντλοῦν ἀπό ἐσωτερικές δυνάμεις θαυμαστές ἱκανότητες ὅπως τό νά περπατοῦν στό νερό, στήν 309 καί πάλι μιλᾶ γιά κρυμμένες ἐσωτερικές δυνάμεις στούς ἀνθρώπους, στήν 310 μιλᾶ γιά ἐσωτερικό φῶς πού ὑπάρχει καί ἐκπέμπεται μέσα ἀπό τούς ἀνθρώπους καί στήν 307 μιλᾶ γιά αἰώρηση μοναχοῦ πού ὁ συγγραφέας συγκρίνει μέ θιβετιανό ἀντίστοιχο φαινόμενο.

Οἱ τελευταῖες δέ σελίδες τοῦ κεφαλαίου εἶναι ἀφιερωμένες στό μεγάλο πρόβλημα τοῦ Μαρκίδη.  Μέσα στίς σελίδες αὐτές προσπαθεῖ, ὅπως ἔκανε καί στό “ὅρος τῆς Σιωπῆς”, νά πείσει ὅτι ἡ πίστη στήν αἰώνια κόλαση εἶναι ἐσφαλμένη καί ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν.  Χρησιμοποιεῖ μαλιστα τόν Ἅγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό ἀλλά καί τόν ἀπόστολο Παῦλο.  Συγκεκριμένα παραπέμπει στό ἔργο κάποιου Χιοῦστον Σμίθ τόν ὁποῖο προβάλλει ὡς “αὐθεντία”(322), καί ὁ ὁποῖος στηρίζει τήν ἀποκατασταση τῶν πάντων στούς σοφούς ὅλων τῶν θρησκειῶν (323) ἀλλά καί στόν ὀρθόδοξο ἱεραπόστολο πατέρα Λάζαρο γνωστό ἀπό τήν “Ἀσκητική τῆς ἀγάπης”.  Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν Σμίθ ὁ π. Λάζαρος ἑρμηνεύοντας τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τόν τρίτο οὐρανό πίστευε ὅτι αὐτός πού ἔφτασε ἐκεῖ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος καί ὅτι αὐτό πού διδάχθηκε ὡς μυστικό ἦταν ὅτι “τελικά ὅλοι θά σωθοῦν”(323).  Κατά τόν Κυριάκο Μαρκίδη συνεπῶς “ἡ μετά θάνατον ζωή πρέπει νά συνεπάγεται μια αἰώνια ἐξελικτική διαδικασία ἐξαγνισμοῦ, κάθαρσης τῆς ψυχῆς μέσα στά πλαίσια τοῦ αὐτεξούσιου”(321).  Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός προσκαλεῖται νά μιλήσει σέ ἐκκλησιαστικούς σταθμούς ἐνῶ τά γεμάτα πλάνες βιβλία του πωλοῦνται σέ ἐκκλησιαστικά βιβλιοπωλεῖα.

Στίς σελίδες 340-342 ἕνας ἅγιος γέροντας ἐνῶ ἀρχικά διαφωνεῖ μέ τόν φίλο τοῦ συγγραφέα πού προσεύχεται μέσα σέ τζαμιά καί πιστεύει, ἐναρμονισμένος μέ τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅτι πρέπει νά μυρωθεῖ ξανά διότι ἀρνήθηκε τήν πίστη του, τελικῶς ἀλλάζει θέση διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ μίλησε κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καί τοῦ εἶπε ὅτι “δέν διέπραξε ἁμαρτία ὅταν προσευχήθηκε στόν Χριστό μέσα σέ ἕναν τζαμί”(342).  Ὁ ἴδιος ὁ Θεός λοιπόν εὐλογεῖ τόν οἰκουμενισμό καί ἀντιτίθεται στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ Κανόνες φαίνεται οὔτε θεόπνευστοί εἶναι, οὔτε συμφωνοῦν μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀλλά, κατά τόν συγγραφέα, εἶναι κατασκευάσματα φονταμεταλιστῶν ἀνθρώπων, ὀργάνων ἑνός ἀνθρώπινου θεσμοῦ.

Στήν 346 ὁ διαλογισμός καί ἡ προσευχή μπαίνουν καί πάλι στό ἴδιο καζάνι καί ἔχουν τόν ἴδιο στόχο: “να γαληνέψουν τό νοῦ καί νά ἐκδηλωθεῖ μέσα μας τό ἀπόλυτο”.

Στίς σελ. 390-392 δίνει τήν διακήρυξη τῆς Νέας Ἐποχῆς μέσα ἀπό παραδοχές.  Τό κείμενο λοιπόν αὐτό πού θά ἀποτελοῦσε κάλλιστα τό σύμβολο τῆς πίστεως τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι “τά πάντα συνδέονται μέ τά πάντα μέσα στό σύμπαν”καί ὅτι ἡ δημιουργία ἔγινε ἔτσι ὥστε ἡ συνειδητότητα νά ἔχει ὡς πεπρωμένο τήν ὑπέρβαση τῆς ἱεραρχίας καί τή συνειδητή ἐπανένωση μέ τό ἀπόλυτο πνεῦμα ἤ τόν προσωπικό Θεό ἀπό τόν ὁποῖο προερχόμαστε καί μέσα στόν ὁποῖο βρισκόμαστε συνεχῶς, σάν ψάρια μέσα στόν ὠκεανό”(392).  Ἀφηνόμαστε λοιπόν ἐλεύθεροι νά ἀποκαλοῦμε τό ἀπόλυτο πνεῦμα προσωπικό Θεό.  Κανείς δέν θα μᾶς ἐμποδίσει σέ αὐτό ἀρκεῖ νά δεχόμαστε τήν ὁλιστική ἄποψη.  Βέβαια, γιά νά εἴμαστε δικαιοι, ὁ συγγραφέας ὁμολογεῖ στήν ἐπόμενη παράγραφο ὅτι οἱ θέσεις του δέν θά ἐνεκρίνοντο ἀπό τόν π. Μάξικο ἀλλά αὐτό καθόλου δέν τόν ἀπασχόλησε.  Το θέμα ἦταν νά κάνει τήν μελέτη του καί τήν “ἀναζήτησή”του.

Τέλος, ὑπογραμμίζοντας καί πάλι ὅτι ὅλα ὅσα ἀναφέραμε ἀποτελοῦν μικρό δεῖγμα καί δέν ἐξαντλοῦν τά ἀτοπήματα τοῦ βιβλίου, θά δοῦμε τό τελευταῖο κεφάλαιο στό ὁποῖο καί πάλι ἐπικρατεῖ συγκρητισμός καί Νέα Ἐποχή.  Στίς πρῶτες σελίδες προβάλλεται ὁ φεμινισμός, χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς “πατριαρχική”(442) καί γεμάτη “ταμποῦ” (439), καταδικάζονται ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, τόν Κάλλιστο Γουέαρ, οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀναχρονιστικοί και ἐμπόδιο γιά τίς γυναῖκες (443)˚ γίνεται ἀποδεκτή ἡ θεωρία τοῦ Δαρβίνου καί ἡ μεγάλη ἔκρηξη (445)˚   χαρακτηρίζονται “φονταμεταλιστές” οἱ διαφωνοῦντες (447) ˚ ἐκλαμβάνονται οἱ ἐρημίτες τοῦ ἁγίου Ὄρους ὡς ζῶντες στόν κόσμο τους (450) καί τό γεγονός αὐτό ὡς αἰτία γιά τίς διαφωνίες τους στόν οἰκουμενισμό καί τίς σχέσεις τῶν δύο φύλων. Δηλώνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Θεός δέν περιορίζεται σέ πολιτιστικά πλαίσια καί σέ ἱστορικά δημιουργημένες θρησκεῖες (452) ˚ τονίζεται ἡ δύναμη τῆς σκέψης (454)˚  ταυτίζονται τά ἐξωσωματικά ταξίδια μέ τίς ἐν ἁγίω Πνεύματι ὁράσεις τῶν ἁγίων καί ὑποστηρίζεται ὄτι μόνον ὁ ὅρος ἀλλάζει.  Τέλος πολυδιαφημίζεται ὡς πρότυπο φεμινιστικό ἡ γερόντισσα Γαβριηλία τῆς ὀποίας γίνεται ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη, ἀφοῦ μέ βεβαιότητα τονίζεται ὅτι ἔφτασε στή θέωση (442).  Ἐδῶ βέβαια νά ἐπισημάνουμε ἀκόμα μιά ἐνέργεια στήν ὁποῖα πρέπει νά προβεῖ ἡ Μητρόπολη Λεμεσοῦ.  Ἐκτός λοιπόν ἀπό τήν καταδίκη τῶν ἀποκρυφιστικῶν βιβλίων τοῦ Μαρκίδη καλό θά ἦταν νά καταδικαστεῖ καί ἡ “Ἀσκητική τῆς ἀγάπης” ἕνα βιβλίο πού προβάλλεται δυστυχῶς ἀπό τήν ἱστοσελίδα καί τούς σταθμούς τῆς Μητροπόλεως καί πού, ἄν ἰσχύουν οἱ πληροφορίες, τίς ὁποῖες μᾶς δίνει ὁ Μαρκίδης, οἱ μοναχές τῆς Μητροπόλεως καί πνευματικά τέκνα τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀθανασίου διαβάζουν οἰ ἴδιες, ἔχουν ὡς πρότυπο καί προσφέρουν καί σέ ἄλλους ὡς ὠφέλιμο.  Εἶναι φυσικό νά μήν κατάφερε ὁ συγγραφέας νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό το νεοεποχήτικο πνεῦμα, ὅταν ὡς βοήθημα τοῦ δόθηκε ἀπό μοναχές τό συγκεκριμένο γεμάτο πλάνες βιβλίο.

 

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΑ

 

Το τρίτο στή σειρά ἐκδόσεως βιβλίο ἀλλά τό πρῶτο χρονολογικά.  Τό βιβλίο αὐτό δέν ἀντέχει εὔκολα σέ κριτική γιά τό ἄν εἶναι ἤ δέν εἶναι ὀρθόδοξο καί ὠφέλιμο διότι ἁπλούστατα εἶναι καθαρῶς ἀποκρυφιστικό.  Καμιά ἀπολύτως σχέση καί ἀναφορά δέν ἔχει στό Χριστιανισμό.  Στίς 420 σελίδες τοῦ βιβλίου βλέπει κανείς ὅλη τή Νέα  Ἐποχή, τίς ἀνατολικές θρησκεῖες, τόν μυστικισμό, τόν πνευματισμό, τόν ἀποκρυφισμό.  Τίτλος τοῦ βιβλίου εἶναι “Ταξίδι μέ τό Λέοντα”  καί ὑπότιτλος “ἀναζητώντας τόν μυστικιστικό χριστιανισμό” γεγονός πού προϊδεάζει γιά τό  σκοπό τοῦ συγγραφέα πού εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν νά μᾶς εἰσάγει γιά τά καλά στό πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, καί ἀφ’ ἑτέρου νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι τό ἴδιο μυστικιστικό πνεῦμα ἐπικρατεῖ καί στόν Χριστιανισμό.  Ὁ συγγραφέας στό σημείωμά του διευκρινίζει ὅτι τό βιβλίο χρονολογικά προηγεῖται, προφανῶς γιά νά πείσει ὅτι ὅταν γράφτηκε δέν εἶχε γνωρίσει τόν χριστιανισμό, ὁπότε δέν μπορεῖ νά κατηγορηθεῖ ὅτι μυεῖ στόν πνευματισμό. Ὅμως τίθεται εὔλογο τό ἐρώτημα:  ἄν εἶχε βρεῖ τήν Ἀλήθεια πού ὑπάρχει μόνο στήν Ἐκκλησία, γιατί δέν αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά μιλήσει γιά τήν Ἀλήθεια αὐτή ἀλλά ἐξέδωσε το ἀποκρυφιστικό αὐτό βιβλίο;  Θά δοῦμε καί ἀπό αὐτό τό βιβλίο μερικά σημεῖα ὄχι γιά νά πείσουμε ὅτι εἶναι ἀποκρυφιστικό. Αὐτό εἶναι αὐταπόδεικτο. Ἀλλά γιά νά καταλάβουν οἱ ἀναγνῶστες τό γεγονός ὅτι ὁ συγγραφέας ὄντως καί στά προηγούμενα βιβλία ἑρμηνεύει τά πάντα μέ γκουρουιστικό πνεῦμα.  Τό τρίτο αὐτό βιβλίο εἶναι αὐτό πού μᾶς βοηθᾶ νά ἀντιληφθοῦμε τό πραγματικό νόημα τῶν δύο προηγουμένων, τό πραγματικό πνεῦμα τοῦ συγγραφέα.

Τό βιβλιο ἀρχίζει μέ ἕναν πνευματιστικό στήν πραγματικότητα κύκλο, στόν ὁποῖο ὁ συγγραφέας ἔχει ἡγετικό ρόλο.  Στό σεμινάριο αὐτό μετέχουν  μιά θεραπεύτρια τοῦ συστήματος γιούνγκ πού ἀσχολεῖται μέ πνευματικές διδασκαλίες, μία φωτογράφος πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἴαση καί θέλει νά φωτογραφίσει “σκεπτομορφές”, ἐπίτευγμα πολύ σημαντικό γιά τόν Μαρκίδη,  ἔνας μαθηματικός πού ἔχει γνωρίσει πολλούς δασκάλους στίς Ἰνδίες καί ἔψαχνε κάτι δυτικό, ἕνας πάστορας, ἕνας ἐπαγγελματίας ἀστρολόγος καί ἀριθμολόγος, μιά μοναχή, μιά μασαζοθεραπεύτρια, ἀρκετοί ψυχοθεραπευτές καί ἄλλοι πολλοί.   Ὅλο τό βιβλιο λοιπόν συνεχίζει μέ τό ἴδιο πνεῦμα. 

Στο πρῶτο κεφάλαιο μέ τίτλο “Μυστική Γνώση” γίνεται λόγος γιά τή μεγάλη ἀξία τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ καί τόν “ἔρωτα”τοῦ συγγραφέα  μέ τή “σκέψη τῆς Ἀνατολῆς” (σελ. 28-29), γιά  ἕλληνες θεραπευτές, μύστες, ἐνδιαμέσους –κοινῶς μέντιουμ- καί  σαμάνους στίς συναντήσεις τῶν ὁποίων, ἀκόμα καί τίς πιό κλειστές, μετέχει ὁ συγγραφέας (31), γιά ἐξωσωματικές ἐμπειρίες τῶν μυστῶν αὐτῶν (34), γιά τήν “κρυφή γνώση” (39), ἡ ὁποία εἶναι βαθιά θαμμένη στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου καί “περιμένει τήν ἀνακάλυψή της ἀπό τούς μύστες καί πνευματικούς ἀναζητητές, σέ ὅλες τίς κουλτοῦρες καί τίς ἱστορικές περιόδους”(40) ἐνῶ ἐπανειλημμένως οἱ ἅγιοι ταυτίζονται καί “βαπτίζονται” καί αὐτοί μύστες μιᾶς διαφορετικῆς ἁπλῶς κουλτούρας.  Αὐτό  εἶναι καί τό κεντρικό μήνυμα πού θέλει ὁ συγγραφέας νά περάσει, ὅπως στις δύο τελευταῖες σελίδες τοῦ κεφαλαίου.

Στό κεφάλαιο “Αἰώνια Ἐρωτήματα” τίθεται τό ἐρώτημα τῆς αὐθεντικότητος τῶν διδασκάλων.  Τό ζήτημα βέβαια βρἰσκει τήν ἀπάντησή του σέ μερικές θεμελιώδεις ἀρχές:

·         Α) Οἱ διδασκαλίες μιᾶς ὁμάδας δέν πρέπει νά ἔχουν ὡς στόχο τήν ἐγκατάλειψη τῆς λογικῆς ἀλλά τήν ὑπέρβασή της πρός ὑψηλότερα “ἐπίπεδα συνειδητότητας” (44).

·         Β)  Ἕνα σύνολο διδασκαλιῶν θά εἶναι λιγότερο προβληματικό, ἄν στηρίζεται σέ μιά μακροχρόνια θεμιτή παράδοση.  Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὁ συγγραφέας δέχεται, ὑπό τήν ἄποψη πάντα μιᾶς ἄλλης κουλτούρας, τόν Χριστιανισμό (45).

·         Γ) Οἱ μυστικιστικές ὁμάδες πού ἀπαιτοῦν ὑπακοή σέ κάποιον γκουροῦ εἶναι ὕποπτες (45). 

·         Δ) Μια ὁμάδα δέν πρέπει νά ἔχει ὡς στόχο νά σώσει τό κόσμο οὔτε νά διεκδικεῖ τήν ἀποκλειστικότητα στήν ἀλήθεια.  Ἀποδεκτός λοιπόν ὁ χριστιανισμός ἀπαλλαγμένος ὅμως ἀπό τόν “φανατισμό” νά πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια.

·         Ε) Ὁ καλύτερος δάσκαλος εἶναι τελικά ὁ ἐσωτερικός μας ἑαυτός, πού εἶναι ὁ Θεός μέσα μας καί τόν ὁποῖο ἀνακαλύπτουμε μέ τήν αὐτοπαρατήρηση, τήν περισυλλογή καί τήν κυριαρχία στή σκέψη καί τά αἰσθήματα, ἤ πιό ἁπλά μέ τόν διαλογισμό (46).  Τέλος στό ἴδιο κεφάλαιο ἀναπτύσσεται τό θέμα τῶν “στοιχειακῶν” καί τῶν “σκεπτομορφῶν” πού δέν εἶναι παρά οἱ μεγάλες ἀνέκφραστες καί ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες μας καί οἱ ὁποῖες ἔχουν σχῆμα, μορφή καί ἐνέργεια. Παραμένουν στό χῶρο γιά καιρό καί ἔχουν μεγάλες ποσότητες ἐνέργειας.  Νά σημειώσουμε δέ ὅτι καί οἱ θεοί τοῦ Ὀλύμπου ὑπῆρχαν ὡς στοιχειακά, ὅσο οἱ ἄνθρωποι πίστευαν σέ αὐτούς καί θά ξαναϋπάρξουν ἄν ξαναρχίσουν νά πιστεύουν.  Μάλιστα οἱ θεραπευτικές δυνάμεις τίς ὁποῖες ἀσυζητητί ἔχουν τά στοιχεικά αὐτά προέρχοναται ἀπό τό Ἅγιο Πνμεῦμα (59).  Μέσα ἀπό τόν κόσμο τῶν στοιχειακῶν ἄλλωστε συνδεόμαστε καί ἐπικοινωνοῦμε ὅλοι τηλεπαθητικά (62). 

Στό κεφάλαιο “Μυστήρια” ὁ συγγραφέας ἀφηγεῖται λεπτομερῶς περίεργα φαινόμενα φαντασμάτων σέ παπικό ναό τῆς Ἰταλίας καί ἀντίστοιχες κατάρες πού τιμωροῦν ὅποιον δέν τά σέβεται.  Βέβαια τά περιστατικά δίνονται μέ τόση μαεστρία πού θά ζήλευε καί ὁ Χιτσκοκ.

Στό ἑπόμενο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια νά ἑρμηνευτοῦν τά φαινόμενα πάντα ὑπό τήν ἄποψη τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί μέ τήν βοήθεια τῶν “στοιχειακῶν”, ἐνῶ ἐξαίρεται καί ἡ συνδρομή τῶν Φρόιντ καί Γιούνγκ στήν ἐπιστροφή προς τήν πνευματικότητα.  Λίγο ἀργότερα γίνεται λόγος γιά ἕναν “μπάμπα”, ὁ ὁποῖος κάνει ἀόρατα τά σώματα (104), μπαινοβαγαίνει εὔκολα στό χῶρο καί τό χρόνο (104) καί βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους νά γίνονται καλά (105).  Νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ συγγραφέας ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς συμπεριφορά πού ἔχει καί ἀπέναντι στόν π. Μάξιμο ἀφοῦ θεωρεῖ τιμή τό νά κάθεται δίπλα του, τόν βομβαρδίζει μέ ἐρωτήσεις καί καταγράφονται οἱ ἀπαντήσεις του σέ κασσετοφωνάκι.  Νά σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἀφηγεῖται την μυστικιστική ἐμπειρία του ἀπό τόν “μπάμπα”, καί μάλιστα μέ λεπτομέρειες, ἡ ὁποία τόν ὁδήγησε νά δεῖ περίεργα φῶτα δαιμονικά, καί νά αἰσθάνεται ὅτι ζεῖ τόν παράδεισο.  Γίνεται προσπάθεια νά παρουσιαστεῖ ἡ ἐμπειρία αὐτή ὡς θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.  Εὐθέως μάλιστα ὀνομάζεται ἡ ἀποκρυφιστική αὐτή ἐμπειρία “φώτιση”στή σελ.110.  Τέλος νά ποῦμε ὅτι ὁ μπάμπα διαβάζει τή σκέψη, βρίσκεται ταυτόχρονα σέ δυο μέρη, μεταφέρει τηλεπαθητικά ἀνθρώπους ἀπό τή μια ἄκρη τῆς πόλης στήν ἄλλη καί ὅλα αὐτά μόνο μέ τή δύναμη τῆς θέλησης (115).

Τό κεφάλαιο “Σκεπτικιστές ἐρευνητές” μπορεῖ κάλλιστα νά μετονομασθεῖ σέ “ἀπολογητικό ὑπόμνημα ὑπέρ τῆς Νέας Ἐποχῆς”.  Ἡ Νέα Ἐποχή παρουσιάζεται ὡς πνευματική ἐπανάσταση ἀπέναντι στόν ὑλισμό καί μεθοδικά ὁ ἀναγνώστης, ὁ ὀρθόδοξος ἀναγνώστης, καλεῖται να συνταχθεῖ εἴτε μέ τούς σκεπτικιστές πού δέν παραδέχονται τίποτα μή ὑλικό, εἴτε μέ τή Νέα Ἐποχή.  Ὁ τρόπος πού συντάσσεται τό “ὑπόμνημα” δέν δίνει δυνατότητα ἄλλης ἐπιλογῆς: ἤ ἄθεος σκεπτικιστής ἤ νεοεποχίτης.

Στή σύνέχεια στό κεφάλαιο “πρωτοπόροι” ἐνισχύεται τό “ἀπολογητικό ὑπόμνημα” μέ ζωντανά παραδείγματα πού ἐπαληθεύουν”, γιά τόν Μαρκίδη, τήν ἀληθεια τῆς Νέας Ἐποιχῆς.  Συγκεκριμένα ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά ἀποδείξει τήν ἐγκυρότητα καί γνησιότητα τοῦ θεραπευτικοῦ χαρίσματος ἑνός μάγου τῆς Βραζιλίας.  Ὁ Ἀρίγκο λοιπόν, ἑνας ἁπλός χωρικός, ἔγινε “ὄχημα”, γιά τά πνεύματα μερικῶν γιατρῶν πού εἶχαν πεθάνει καί δέν κατάφεραν νά ὁλοκληρώσουν τό ἔργο τους.  Ὁ Ἀριγκο “ἔφθασε στό σημεῖο νά θεραπεύει, κατά μέσο ὅρο καί χωρίς ὑπερβολή, τριακόσια ἄτομα τη μέρα” (148) κάνοντας ἀκόμα καί ἐπί τόπου χειρουργικές ἐπεμβάσεις χωρίς ἀναισθησία καί μέ ἕνα μόνο μαχαίρι (149). Πού γίνονταν ὅλα αὐτά ὅμως;  Κάτω ἀπό τήν ἐπιγραφή “ΣΚΕΨΟΥ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ”(149).  Νά λοιπόν τί θέλει να μᾶς πεῖ μέ τίς πλανημένες διδασκαλίες του ὁ Μαρκίδης.  Θέλει νά μᾶς πεῖ ὅτι καί ὁ Ἀρίγκο θεράπευε μέ τή βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ.  Ἀκόμα στό ἴδιο κεφάλαιο μᾶς δίνει κάποια ἀντικειμενικά, ὅπως ὁ ἴδιος τά χαρακτηρίζει, γεγονότα τῆς ζωῆς πού θά μᾶς βοηθήσουν νά καταλάβουμε τό φαινόμενο Ἀρίγκο : α) ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνσαρκωμένη ψυχή β) ἡ ψυχή προϋπάρχει τῆς συλλήψεως γ) ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πολλές ζωές δ) ἐπαφές ἀνάμεσα σε ἐνσαρκωμένα καί ἀπενσαρκωμένα πνεύματα ὑπῆρχαν πάντα ε) τά μέντιουμ εἶναι πλασμένα ἀπό τή φύση γιά νά ἔχουν τίς ἐπαφές αὐτές καί στ) ὅλοι οἱ πρωτόγονοι λαοί γνωρίζουν τίς ἀλήθειες αὐτές.  Γιά τόν Μαρκίδη λοιπόν, πού κάποιοι ψευτοκουλτουριάρηδες καλοῦν στίς ἐκπομπές τους στούς ἐκκλησιαστικούς σταθμούς ὡς σούπερ ὀρθόδοξο γιά νά μᾶς διδάξει, ἡ μετενσάρκωση εἶναι ἀντικειμενικό γεγονός, ἀδιαπραγμάτευτη ἀλήθεια.  Ἀπορεῖ μάλιστα ὁ συγγραφέας μέ τον σκοταδισμό ἐκείνων πού δέν θά δέχονταν νά πάνε σέ ἕναν ψυχικό χειρουργό (154) καί σαφέστατα ἀποκαλεῖ δειλό καί ἀδαή, ὅποιον δέν παραδέχεται τίς “ἀντικειμενικές”του ἀξιες.  Τέλος στό ἴδιο κεφάλαιο μᾶς μιλᾶ καί πάλι γιά τό “μάτι τῆς ἐνατένισης” καί παραπέμπει στόν Στάινερ γιά νά βοηθηθοῦμε.

Γιά νά μήν μακρυγοροῦμε ὅμως συνεχίζοντας τήν κατά κεφάλαιο ἐξέταση καλό θά εἶναι νά ἀναφέρουμε ἀκόμα χαρακτηριστικά καί δειγματοληπτικά τά ἐξῆς:

Στήν σελ.190 χρησιμοποιεῖ τόν Προφήτη Ἠλία γιά νά στηρίξει τή θέση ὅτι ὅλοι οἱ γκουροῦ, ἀκόμα καί οἱ μή αὐθεντικοί κάνουν καλό καί χρειάζονται.

Στήν 198 ἑρμηνεύει τήν Δευτέρα Παρουσία ὡς “ἀτομική πνευματική κατάσταση πού θά ἀναδυθεῖ ἀπό μόνη της σέ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο κατά τήν ἐξελικτική ἄνοδο κάθε ψυχῆς.  Εἶναι ἡ ἀνάσταση, ἄν θέλετε, μέσα σέ κάθε ἄνθρωπο, τῆς δικῆς του συνειδητότητας τοῦ Χριστοῦ”.  Πάει λοιπόν καί ἡ Δευτέρα Παρουσία! 

Στις σελ. 210-211 μιλᾶ γιά τά τσάκρας καί τήν κουνταλίνι καί τά συνδέει μέ τήν “ἐν πυρί” βάπτιση γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀλλά καί μέ τήν φλόγα τῆς Πεντηκοστῆς.

Στήν219 γίνεται λόγος γιά τήν διδασκαλία πού πηγάζει ἀπό τό “Συμπαντικό Ὑποσεινήδητο”καί φιλτράρεται ἁπλῶς ἀπό τίς διάφορες κουλτοῦρες.

Στήν 234 καί πάλι ἡ Δευτέρα Παρουσία ἑρμηνεύται ὡς “ψυχοπνευματική κατάσταση”καί στηρίζεται στό λόγο τοῦ Χριστοῦ ὅτι η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται”ἐντός ἡμῶν”, στήν ἴδια σελίδα δέ , ἀλλά καί στήν ἑπόμενη, ὁ Χριστός ταυτίζεται μέ τούς μύστες πού ἁπλῶς ἐξέφρασαν τή “συμπαντική γνωση”, πού εἴδαμε προηγουμένως, στή γλῶσσα τῆς ἐποχῆς.

Στήν 244 ὁ ἅγιος Μάμας ἑρμηνεύεται καί αὐτός ἀποκρυφιστικά καί ἐπιστρατεύεται στήν προσπάθεια ἀποκρυφιστικοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας. 

Στήν 249 ὁ π. Παίσιος θεωρεῖται ὡς “δάσκαλος τῶν δασκάλων” καί ταυτίζεται ἡ Ἁγίότητα μέ τήν ἐπίτευξη θαυμάτων, ἐνῶ στίς δύο ἑπόμενες γίνεται ἐπίθεση στό ἄβατο τοῦ ἁγίου Ὄρους καί καταδικάζεται ἡ ὁπισθοδρομικότητα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. 

Στίς σελ. 252-253 ταυτίζονται καί πάλι τά θαύματα καί οἱ ἐμπειρίες τῶν αγίων, καί μάλιστα τῶν ἁγιορειτῶν, μέ τούς σαμάνους καί τό Θιβέτ.

Στή 261 διαφημίζεται ὁ Ἔντγκαρ Κέισι.

Στή 317 τό τσάνελιγκ βαπτίζεται μέρος τῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς μέντιουμ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Στήν 343 καί 344 χρησιμοποιεῖ καί πάλι τόν π.  Παίσιο γιά νά στηρίξει τήν ἀγαπημένη του θεωρία τῆς ἀποκατάστασης τῶν πάντων, ἐνῶ στήν 349 τόν γέροντα Ἰωσήφ γιά νά στηρίξει τήν ἄποψη ὅτι οἱ τηλεμεταφορές, οἱ προγνώσεις καί τά ἐξωσωματικά ταξίδια ὑπάρχουν μέ διαφορετική ὀνομασία καί στήν Ὀρθοδοξία.

Στήν 396 ταυτίζεται ἡ θέωση μέ τήν ἐπίτευξη σταδίων συνειδητότητας καί τό ἄκτιστόν Φῶς μέ τό φῶς τοῦ “Ἀπολύτου Πνεύματος”.

Στις 408-409 συγκρίνεται ἡ παρουσία τῶν ἁγίων καί ἡ ἐμφανισή τους στούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους μέ τήν ἐμφάνιση UFO στούς ἀμερικανούς καί θεωροῦνται ἀμφότερα ὡς μηνύματα τοῦ Θεοῦ στήν γλῶσσα πού ὁ καθένας κατανοεῖ.

Στήν 411 ἑρμηνεύεται ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου ὡς ἐπιστροφή στό γίν καί τό γιάνγκ.

Στήν 414 κατηγορεῖται ὁ χριστιανισμός ὅτι κατήντησε σύστημα ἠθικῶν κανόνων, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ὁ Ναζωραῖος εἶναι “ἐνσάρκωση τοῦ παν-Συμπαντικοῦ Λόγου”.  Στήν ἑπόμενη  σελίδα οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τόν φωτισμο καί τήν θέωση ταυτίζονται μέ αὐτές τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν.

Τέλος ὁ συγγραφέας τελειώνει τό βιβλίο μέ τήν ἐπανάληψη τῆς κύριας θέσης του ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται παντοῦ καί ὅτι ἁπλῶς ὁ καθένας ὁδηγεῖ τήν θρησκεία πού τοῦ ταιριαζει στό κοινονικοπολιτιστικό ὑπόβαθρο καί τήν καταγωγή του.

Στό τελευταῖο αὐτό βιβλίο λοιπόν του Μαρκίδη γράφεται ὅ,τι καί στά προηγούμενα, ἁπλῶς μέ ἕναν πιό ξεκάθαρο τρόπο.  Σκοπός τοῦ βιβλίου δέν εἶναι ἁπλῶς νά μᾶς μυήσει στή Νέα Ἐποχή, τόν πνευματισμό, τόν συγκρητισμό κλπ, ἀλλά νά μᾶς καταφέρει νά ἑρμηνεύσουμε τήν Ἐκκλησία ὡς διεπόμενη ἀπό τέτοιο πνεῦμα.  Δέν θέλει ὁ Ἀντίχριστος, τοῦ ὁποίου τούς σκοπούς ἐξυπηρετεῖ ὁ συγγραφέας, εἴτε ἐκουσίως εἴτε ἀκουσίως, ὁ Θεός οἶδε,  νά φύγουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλλά ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ τήν μεγάλη του ἐπιτυχία εἶναι νά παραμείνουμε σέ αὐτήν καί στήν οὐσία νά λατρεύουμε τόν διάβολο καί ὄχι τόν Θεό.  Θέλει νά κάτσει στόν ἴδιο θρόνο καί νά προσκυνηθεῖ ἀπό τούς ἴδιους ἀνθρώπους.  Θέλει νά μεταβάλει τήν ἀγάπη καί τήν πίστη πρός τόν Θεό σέ ἀγάπη καί πίστη πρός αὐτόν.  Θέλει νά κηλιδώσει καί ἀπο ϊεροποιήσει ὅ,τι τό Ἱερό καί Ἅγιο.

Θά κλείσουμε τήν σύντομη αὐτή κριτική μέ τήν διαπίστωση ὅτι δυστυχῶς στίς μέρες μας λείπει τό κριτικό πνεῦμα ἀπό τούς πιστούς καί γι’ αὐτό εὔκολα έπικρατεῖ ἡ πλάνη.  Βέβαια τό γεγονός αὐτό δεν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ τόσο ἁπλοικά ἀλλά ὀφείλεται σέ μια σειρά παραγόντων, ὅπως ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τά μυστήρια πού καθαίρουν καί φωτίζουν τό νοῦ, ἡ ὑπερηφάνειά μας, πού μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἄλλα ἀναγνώσματα πιό ὑψηλά, ὅπως πιστεύουμε, ἀπό τήν Γραφή καί τούς Πατέρες, ἡ ἀνάγκη πού μᾶς ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός για πρωτοτυπία κλπ.  Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δουλεύει καλά καί ἐμεῖς συνεχῶς τοῦ δίνουμε χῶρο.

Τέλος ὀφείλουμε, με πολύ σεβασμό γιά μιά ἀκόμη φορά νά ζητήσουμε τήν γνώμη τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ γιά τα τρία αὐτά βιβλία καθώς ἡ ἀγάπη καί οἱ ἐμπιστοσύνη που τρέφουν οἱ πιστοί στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί σέ ὅλο τόν κόσμο πρός τό πρόσωπό του εἶναι μεγάλη καί αὐτό ὁδηγεῖ πρός τό παρόν αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν νά πέφτουν θύματα τοῦ Μαρκίδη.  Πρέπει ὁ Σεβασμιώτατος νά κατανοήσει ὅτι ἡ γνώμη του βαραίνει εἴτε ὑπέρ, ὅσο δέν διατυπώνεται ἀντίθεση, εἴτε κατά τῶν πλανῶν τοῦ συγγραφέα καί προκαλεῖ ἐρωτηματικά τό πῶς θά ἦταν δυνατόν ἔνας τόσο ἔξυπνος, παραδοσιακός καί διακριτικός γέροντας νά δίνει, ὅπως ὁ συγγραφέας ὑποστηρίζει, τόσο εὔκολα τήν ἄδεια σέ ἕναν τόσο μπερδεμένο περί τήν πίστη, σέ ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀποκρυφιστικές ἰδέες νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων (σελ. 303 τοῦ τρίτου βιβλίου).  Γεννᾶ πολλά ἐρωτηματικά ἡ εὔνοια που ὑποτίθεται ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ἔδειξε στόν συγγραφέα.  Ζητοῦμε λοιπόν τή γνώμη του Σεβασμιωτάτου, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου ἐκμεταλλεύεται ὁ συγγραφέας γιά νά γκουρουοποιήσει τήν Ἐκκλησία καί τήν πίστη.  Ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἀποδοχή πού ἔχει το βιβλίο ἀνάμεσα στούς πιστούς ὁδηγεῖ στήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου ὅτι θά ἔρθει καιρός πού ναί μέν οἱ ἐκκλησίες θά γεμίζουν ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποίοι ἀντί νά προσεύχονται θά διαλογίζονται. ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ!



[1] Σελιδοδείκτης μρποστινοῦ ἐξωφύλλου.

[2] Σημείωμα τοῦ συγγραφέα σελ. 13

[3] σελ. 20,135,140

[4] σελ. 23,82

[5] σελ. 25, 26,44,296

[6] σελ. 38,70,84,96.102,129, 157,162,165,166,179,180,181,196,224,236,240,310,336

[7] σελ. 95,96,98,99, 160,173,197,218,300,306,378

[8] σελ. 69,94,107

[9] σελ. 147,187,326

[10] 20,151,179,244,248,268

[11] 201,292,299

[12] 218