Ἱεραποδημία στήν Ἀμερική

Γράφτηκε από τον/την Ἀρχιμανδρίτου Σαράντη Σαράντου.

ArizonaΞαναγράφουμε ἀπό τήν πολύ μακρινή Ἀριζόνα γιά τήν Ἀριζόνα, μολονότι μικρή παρέα Ἑλλήνων νέων θεολόγων μᾶς εἰρωνεύτηκαν, ὅταν μετά ἀπό προηγούμενή μας ἐπίσκεψη, γράφαμε μέ ἐνθουσιασμό τίς λαμπρές ἐντυπώσεις μας. Ὑποθέτω ὅτι, ἐπειδή εἶναι σύγχρονοι νέοι, ἐν τῷ μεταξύ θά πληροφορήθηκαν ὅτι ἡ Ἀρι­ζόνα, δηλαδή τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ, εἶναι τό δεύτερο μέρος τῆς Ἀμερικῆς σέ ἐπισκεψιμότητα μετά τό ξακουστό φαράγγι Grand Canyon (ἕνα ἀπό τά θαύματα τῆς Ἀμερικανικῆς φύσης).

 

Νά εἶναι εὐλογημένοι οἱ νέοι αὐτοί!

Ἀπό τό ἀεροδρόμιο «Φοῖνιξ» μᾶς παρέλαβε ἕνας νέος μοναχός τῆς ἱερᾶς Μονῆς, ὁ π. Ἀντώνιος. Τεράστια πόλη ὁ «Φοῖνιξ».

Πέντε ἑκατομμύρια κάτοικοι σέ ἔκταση τουλάχιστον τετραπλάσια τῶν Ἀθηνῶν. Λίγη βλάστηση καθότι βρίσκεται στίς παρυφές τῆς ἐρήμου τῆς Ἀριζόνας. Πλατεῖα ἡ λεωφόρος μέ ἕξι λωρίδες. Μετά ἀπό μιά ὥρα φθάσαμε στήν ἱερά Μονή.

Ὡραιότατη εἴσοδος χωρίς σιδερένια ἤ ξύλινη πόρτα ἀσφα­λείας. Ἕνα μικρό στηθαῖο πού τό ὕψος του φθάνει στό στῆθος σου χωρίζει τήν ἱερά Μονή ἀπό τήν ὑπόλοιπη γύρω ἔρημο. Ὅταν ὁ ἅγιος Γέροντας, ὁ π. Ἐφραίμ ἀνίχνευε τήν περιοχή, φθάνοντας στό συγκεκριμένο σημεῖο ἀκούγονταν κωδωνοκρουσίες σάν τῆς ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τίς ἄκουσε καί ὁ συνοδός του, γηραιός π. Ἀντώνιος. Κατάλαβαν ὅτι ἄνωθεν σημεῖο τούς ὑπεδεί­κνυε τόν τόπο πού θά στηνόταν τό μοναστήρι. Μέ εἰδικές προσευχές τοῦ ἁγίου Γέροντος μετά ἀπό γαιώτρηση βρέθηκε νερό.

Μέ τίς εὐχές τοῦ ἁγίου Γέροντος ὁ ἄνυδρος κατάξερος καί γεμᾶτος κάκτους τόπος ἔγινε ὄαση. Οἱ κάκτοι ἔγιναν τά ἐπιβλητικά ὅρια ἐντός τῶν ὁποίων σπάρθηκαν, φύτρωσαν, ἄνθισαν καί καρποφόρησαν ἐλιές, πορτοκαλιές, γκρέϊπ φρούτ, μῆλα γκόλντεν, μπανάνες, ζαρζαβατικά, φυστικιές καί διάφορα ἄλλα καλλωπιστικά λουλούδια διαφόρων χρωμάτων καί ποικιλιῶν.
Ἀφοῦ περάσουμε τήν ἁπλῆ πέτρινη εἴσοδο, τό ἀρχονταρίκι, ἕνα εὐρύχωρο ξύλινο κιόσκι σέ ξεκουράζει μέ τή σκιά του, τό δροσερό νερό καί τό λουκούμι πού σοῦ προσφέρει εὐγενικά ὁ π. Μάρκελλος μέ τά καλά Ἑλληνικά του.

Ἕνας μοναχός ἀπό τό ἀρχονταρίκι σέ συνοδεύει στά πολύ κοντινά δροσερά δωμάτια σέ προκατασκευασμένα σπιτάκια, χαμηλά, ταπεινά καί συμβατά μέ τό περιβάλλον τῆς ἐρήμου.
Στό κέντρο τοῦ πολύ εὐρύχωρου συγκροτήματος μπροστά σου, τό καθολικό, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Καθόλου ἐπιβλητικός, συγκαταβαίνει στό ὕψος μας, στόν κόπο μας, στή ζέστη, στόν πόνο μας, στή δίψα τῆς ἄνυδρης, πληγωμένης καί ματωμένης ψυχῆς μας. Στήν ἁπλῆ εἴσοδό του δυό πέτρινα λιοντάρια σοῦ θυμίζουν εὔκολα τό τροπάριο τῆς Μ. Παρασκευῆς «... ἐκοιμήθης ὡς λέων...» καί ἀμέσως αἰσιοδοξεῖς συνειρμικά ὑποθέτοντας ὅτι μπορεῖ νά συμβεῖ καί σέ σένα τό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εὐλογώ­ντας γιά τελευταία φορά τούς κοινωνημένους πιστούς, τούς ἔλεγε: Ξέρετε πῶς σᾶς βλέπω τώρα; Ὡς λέοντας πῦρ πνέοντας (σάν λιοντάρια πού σκορπίζετε ἀπό τά ρουθούνια σας φωτιά), τό πῦρ τῆς θεότητος, τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Ὁ ναός ἐσωτερικά σοῦ δίνει τήν αἴσθηση ὅτι φιλοξενεῖσαι στό πιό οἰκεῖο καί φιλικό σπίτι. Δέν αἰσθάνεσαι χαμένος στό χάος μεγαλειωδῶν διαστάσεων οἴκου τοῦ Θεοῦ πελώριου, ἀσύλληπτου, ἀπρόσιτου. Σέ ἔχει προκαταλάβει καί ἡ διακριτικά φιλική καί εὐ­προσήγορη ὑποδοχή τοῦ μικροσκοπικοῦ ἁγίου Γέροντος, ὁ ὁποῖος ἐξ ἀρχῆς σέ ξεναγεῖ δι' εὐχῶν του στό θεῖο χῶρο τῆς μοναδικῆς ὀρθοδόξου λατρείας μας.

Ὁ πρόναος, μέ τήν εἰκόνα τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἁπλᾶ καί μυστι­κά σέ εἰσάγει στόν ἄνετο, χαρούμενο, φωτεινό κυρίως ναό. Ἀμέσως ἑλκύει τό βλέμμα σου τό πέτρινο ἐπιχρυσωμένο τέμπλο μέ τίς ἐξαι­ρετικές μεγάλες ἁγιογραφίες. Λίγο πιό πρίν μπροστά σου δύο μεγά­λα προσκυνητάρια, δεξιά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθημένου ὡς Ἀρχιερέως μέ τήν ἀρχιερατική Του στολή σέ ἀνάλογο πεποι­κιλμένο θρόνο καί ἀριστερά τῆς ἀρχόντισσας Παναγίας τῆς Ἀριζονί­τισας, βαστάζουσας τόν Κύριο, ὄχι βρέφος, ἀλλά σχημα­τισμένο παλληκαράκι. Ἀσημένια ὄχι βαρειά καλύμματα στολίζουν τά περιθώρια τῆς εἰκόνας. Τό πρόσωπο τῆς Ἀριζονίτισας σοβαρό καί χα­ρῆεν ἐκφράζει τή θεία πληρότητα τῆς Παναγίας Μητέρας ἀλληλο­περιχωρούμενης μέ Τόν σαφῶς ἀκτινοβολοῦντα Υἱό καί Θεό της.

Ἐμεῖς οἱ προσκυνητές ἔχουμε τίς πρῶτες ἐντυπώσεις μας ἀπό τόν ἱερό Ναό καί τίς πρῶτες ἐμπειρίες μας μέσα στό σκοτάδι. Τά μεσάνυχτα, στή 1 ἡ ὥρα ἀρχίζει ἡ πρωϊνή ἀκολουθία.
Δώδεκα καί σαρανταπέντε τά μεσάνυχτα ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ μικροῦ ἀξιοπρεποῦς διαμερίσματος, στό ὁποῖο μᾶς φιλοξενοῦσαν στήν ἱερά Μονή. Ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ π. Νεκταρίου. Μᾶς φωνάζει: Father Sarantis, get up! Father Gregorios, ger up! Father Abraam, get up! Παπᾶ... Ἐκκλησία. Διαπιστώνει ὅτι ξυπνήσαμε, βάζει μετάνοια στούς ἱερεῖς καί ἀπέρχεται γιά νά συνεχίσει τό διακόνημά του ξυπνώντας καί καλώντας τούς προσκυνητές στό ναό.

Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ἔχει πρίν ἀπό λίγα λεπτά καταλάβει τή θέση του κοντά στό δεξιό ἀναλόγιο. Ἕνας ἕνας οἱ προσκυνητές καί οἱ προσκυνήτριες ἀφοῦ κατά τό τυπικό, ἀσπαζόμαστε τίς ἱερές εἰκόνες, καταλήγουμε στήν ἔμψυχη εἰκόνα, ἀσπαζό­μενοι εὐλαβικά τό λιπόσαρκο χέρι τοῦ μικρόσωμου ἁγίου Γέροντος π. Ἐφραίμ, ἐνῷ τόν ἀκοῦμε ψιθυριστά νά λέγει «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ... ἐλέησόν με».

Οἱ σαρανταπέντε – πενήντα μοναχοί καί ἱερεῖς καταλαμβάνουν τά μπροστινά καί πλαϊνά στασίδια τοῦ μισοῦ ἐμπρόσθιου ναοῦ. Οἱ ἄλλοι ἑκατό περίπου ἤ διπλάσιοι ἐπισκέπτες τακτοποι­οῦνται στά στασίδια στό ἄλλο μισό ὀπίσθιο μέρος τοῦ ναοῦ. Ὅλοι ἔχουν δυνατότητα θέας τῶν ἱερῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου, τῶν προσκυνηταριῶν καί τῶν ἀναλογίων. Κίονες δέν ὑπάρχουν στό μέσον γιά νά ἐμποδίζουν τή θέα τῶν δρωμένων καί τό ἄκουσμα τῶν ψαλλομένων.

Ὁ ναός σκοτεινός φωτίζεται μόνο μέ τά τέσσερα καντήλια δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης καί τά τέσσερα ἀριστερά μαζί μέ τά καντήλάκια τῶν λοιπῶν προσκυνηταριῶν κρεμασμένων μπροστά στίς ὁλοζώντανες, ἕτοιμες νά σοῦ μιλήσουν ἅγιες εἰκόνες. Κάποια κεράκια ἐναλλάξ φωτίζουν τά ἀναλόγια τόσο, ὅσο νά βλέπουν τά ἱερά βιβλία καί νά ψέλνουν οἱ μοναχοί ψάλτες.

Στή μία ἡ ὥρα ἀκριβῶς ἀρχίζει τό μεσονυκτικό τελούμενο στό ὀπίσθιο μέρος τοῦ ναοῦ ἐκεῖ πού στέκονται οἱ προσκυνητές, ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Ἁγιορείτικο κατανυκτικό περιβάλλον. Καθημερινά διακόσια κατά μέσον ὅρο ἄτομα εὐχαριστοῦν, δοξολογοῦν καί ἱκετεύουν τόν ἐν Τριάδι Κύριο μέ μιά καρδιά, μέ ἕνα ἄηχο στόμα, μέ μιά κατανενυγμένη ψυχή. Εἶναι τόσος ὁ σεβασμός ὅλου τοῦ σώματος τῶν ἐκκλησιαζομένων ἐπί τρίωρο, πού νομίζεις μερικές στιγμές ὅτι βρίσκεσαι μόνος σου στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἀθόρυ­βοι σάν ἀνύπαρκτοι.

Οἱ ψάλτες καί οἱ ἱερεῖς ἄκρως ταπεινοί ὡς ἀνύπαρκτοι καί αὐτοί σέ βοηθοῦν νά συναισθάνεσαι τό μεγαλεῖο τοῦ Ἐσταυρωμένου πρῶτα καί ὕστερα Ἀναστάντος Κυρίου. Χαίρεσαι γιατί συνειδητοποιεῖς ἐμπειρικά, ἐκεῖ μέσα, ὅτι πιστεύεις σ' Ἕνα Θεό Πατέρα πού δέν σέ πιάνει ἀπό τό σβέρκο ἤ ἀπό τό λαιμό γιά νά Τόν πιστέψεις, στόν Υἱό Του πού συγκαταβαίνει, κλίνει οὐ­ρανούς καί καταβαίνει κάθε μέρα γιά νά γίνει βρωτός καί μεθεκτός ἀπό τόν οἱονδήποτε καί στό Ἅγιο Πνεῦμα πού ὅπου θέλει πνεῖ, ἔρχεται καί σέ παρηγορεῖ ὅτι ὅπου νἆναι τελειώνει τό μικρό ἤ μεγαλύτερο μαρτύριό σου. Ζεῖς μέ τό φῶς Του ὅλη τή χαρά τῆς θεϊκῆς παναλήθειας, θεᾶσαι τούς θησαυρούς τῶν ἐν Χριστῷ πνευματικῶν ἀγαθῶν καί περιμένεις ὑπομονετικά τά παρόντα νά γίνουν μόνιμα... μέλλοντα, αἰώνια, σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις.

Μπροστά στήν Ἀριζονίτι­σα δέν μπορεῖς νά μή λυγίσεις, ὅσο σκληρός, ὅσο ἀγέρωχος, ὅσο ἄσπλαχνος καί νἆσαι. Δέν μπορεῖς νά μή θυμηθεῖς, ἐνώπιόν Της, τούς δικούς σου καί τούς ξένους. Σοῦ θυμίζει ὀνόματα, προβλήματα, καϋμούς, κρίσεις, κατα­κρίσεις, ἀχαριστίες, ἀγνωμοσύνες, ἁμαρτίες, ἀνάγκες, ἀντιθέσεις, ἀδιέξοδα. Ἔπειτα τά μαζεύει ὅλα κοντά Της... ἡ Ἀριζονίτισα. Τά καταθέτει μπροστά στό παιδάκι Της καί Ἀφέντη Χριστό. Καί ὅλα μεταβάλλονται, μαζί μέ τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, ὅλα γίνονται ἐλπίδα, χαρά, ἀγάπη, πίστη, μεγαλεῖο καρτερικότητας καί ἀπόφαση νέων ἀγώνων μυστικῶν, φανερῶν, μαρτυρικῶν, καθημερινῶν, γιά τόν ἄρτο τόν ἐπιούσιο, τό μεροκάματο καί γιά αἰώνια μαζί Της καί μαζί Του ζωή.

Κάθε φορά πού ἤμουν ὑποχρεωμένος ὡς μή λειτουργός νά εἶμαι στό ἴδιο στενάχωρο στασίδι, γύρευα νά βρῶ ἕνα ἄλλο, πιό εὐρύχωρο. Τελικά καλά πού δέν ἔφυγα. Ἴσως θά ἔχανα ὅ,τι κέρδι­σα. Αὐτές τίς τρεῖς ὧρες πού βρίσκεσαι ἐγκλωβισμένος στό στασίδι σου τά βλέπεις ὅλα. Βλέπεις τήν ἄβυσσο τῆς ἀναξιότη­τάς σου καί τῶν κριμάτων σου. Δέν ξέρεις ἀπό ποῦ νά φύγεις. Μολονότι βάσει τοῦ αὐστηροῦ ἀμερικάνικου νόμου ὑποχρεοῦνται νά ἔχουν κόκκι­νες φωτεινές ἐπιγραφές ἐξόδου γιά λόγους ἀσφαλείας τοῦ κοινοῦ, EXIT καί μπορεῖς νά βρεῖς τήν ἔξοδο, τελικά δέν φεύγεις. Οἱ εὐχές τοῦ Γέροντα καί τῆς Οὐρανίου Ἐκκλησίας πού ταυτόχρο­να συλλει­τουργοῦν, σέ κρατοῦν αἰχμάλωτο τῆς θείας ἀγάπης τοῦ Γέροντος πού εὔχεται γιά ὅλους καί γιά ὅλα «κατά πάντα καί διά πάντα». Τελικά τό στασίδι ἐνῷ ἀρχικά σέ περιορίζει, δέν σοῦ ἀφήνει περιθώρια νά μετακινηθεῖς, γίνεται ἀναβατόριο πού κάθετα ἀνεβάζει τήν ψυχούλα σου ἀπό τήν ἀσφυξία τοῦ ἐδῶ καί τοῦ τώρα, στήν ἄνω ζωή πού δέν σταματάει, ἀλλά σοῦ προσθέτει γλυκιά κατάνυξη, μικρή χαρά σταδιακά ὀγκούμενη, εἰρήνη, ἀγάπη, κατανόηση στόν κάθε πλησίον καί ἐλπίδες ζωῆς αἰωνίου.

Εἶναι τοῖς πᾶσι πλέον γνωστό ὅτι ὅλες οἱ ἱερές Ἀκολουθίες καί οἱ θεῖες Λειτουργίες τελοῦνται σύμφωνα μέ τό Ἁγιορείτικο Τυπικό. Βυζαντινή μουσική ὅπως στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα, ὅπως λέγεται καί διαβάζεται καί στό Ἅγιον Ορος, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς πατρίδος μας. Αὐτή ἡ τάξη ἐπικρατεῖ καί στά δεκαεννέα Μοναστήρια, πού ἔχει ἱδρύσει ὁ Γέροντας Ἐφραίμ θαυματουργικῶς στήν Ἀμερική. Δέν εἶναι θαῦμα τό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές πού δέν εἶχαν ἰδέα ἀπό ἀρχαῖα ἑλληνικά σήμερα μιλοῦν καί ψάλλουν στήν ἑλληνική γλῶσ­σα! στήν τελειότερη γλῶσσα τῆς οἰκουμένης;

Ὁ χρόνος τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι σύντομος. Ὁ Λειτουργός καί ὁ Διάκονος ψέλνουν εἱρμολογικά, ἁπλᾶ καί ἀπροσποίητα. Οἱ εὐχές δέν ἀκούγονται καθόλου γιατί ὡς μυστικές, κατά τήν ἁγία Ἀποστολική καί μετέπειτα μέχρι σήμερα Παράδοσή μας, δέν πρέπει νά ἀκούγονται ἀλλά νά κρατοῦν τό εἰδικό μυστικό χαρισματικό βάθος τους. Ὅπως στό σῶμα τό ἀνθρώπινο δέν γίνονται ἀντιλη­πτές οἱ κυριότερες λειτουργίες, ὅπως τοῦ ἀναπνευστικοῦ συστήματος, τοῦ πεπτικοῦ, καί κυρίως τῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος καί ἄλλες, ἔτσι καί οἱ μυστικές εὐχές λειτουργοῦν μυστικῶς, ἀφώνως, ἀθεάτως ἀπό τούς πιστούς, ὅπως ἀθέατες καί μυστικές ἀλλά συνεχεῖς εἶναι οἱ παραπάνω λειτουργίες τοῦ σώματός μας. Ὁ θεοφώτι­στος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό βιβλίο του «Ἄνθρωπος καί θεάνθρωπος» ἐκφράζεται μέ πολύ θαυμασμό γιά τίς θαυμαστές λειτουργίες τοῦ τέλεια δημιουργημένου ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπου. Δέν θά μποροῦσε κανείς ἄλλος παρά μόνο ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά ποιήσει, νά δημιουργήσει ἕνα τέλειο σῶμα χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς καί μιά ἀθάνατη ψυχή γιά τήν κατασκευή τοῦ ἄρχοντος τοῦ Παραδείσου. Ἄν θελήσουμε νά προεκτείνουμε τό λόγο, τί νά ποῦμε γιά τίς πολύπλοκες λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου μαζί μέ ὅλο τό νευρικό σύστημα. Παύει νά λειτουργεῖ ἡ καρδιά μας ἤ ὀ ἐγκέφαλος, ὅταν κοιμώμαστε; Λειτουργοῦν χωρίς νά ἔχει ἄμεση συνείδηση ὁ ἄνθρωπος τῶν λειτουργιῶν αὐτῶν. Οὔτε καί διερωτᾶται, οὔτε καί ἀπασχολεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἄν λειτουργεῖ ἡ καρδιά του, οἱ πνεύμονές του, ὁ ἐγκέφαλός του. Ἀρχίζει νά διερωτᾶται καί νά ἀνησυχεῖ ἄν κάποια συμπτώματα τόν προκαλοῦν σέ ἐξετάσεις καί ἔλεγχο τῆς λειτουργίας τῶν συστημάτων. Γιατί στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία μας, νά μή λειτουργοῦν ἀντιστοίχως καί ἀναλογικῶς τά μυστήριά της; Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, συγγραφέας τῆς θείας Λειτουργίας, λειτουργοῦσαν πάντοτε μέ τό μυστικό τρόπο τῶν μυστικῶν εὐχῶν καί μέ τόν ἐμμελῆ εὐανάγνωστο τρόπο ἐκφορᾶς τῶν ὑπολοίπων.
Αὐτήν τήν παράδοση ἔφερε ὁ ἅγιος Γέροντας καί στήν Ἀμερική, ἐπειδή ἔχει ἐμπειρία τῆς μυστικῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς ἐκφραζομένης σέ πολλές πτυχές τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἀλλά καί στήν κορυφαία τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἰδιαιτέρως πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τό μόνο πού λέγεται στίς καθημερινές λειτουργίες χορωδιακά, μεγαλόπρεπα, ἀλλά κατανυκτικά καί σεμνά εἶναι ὁ «Χερουβικός Ὕμνος» ψαλλόμενος ἀπό ἕξι νέους μοναχούς ἀγγελικῆς φωνῆς. Ὁ «Χερουβικός Ὕμνος» ἀνοίγει καί τίς πιό σκληρές καρδιές καί φωτίζει τά σκότη τοῦ πιό σαλεμένου μυαλοῦ. Ἄνθρωποι χαμένοι, μπερδεμένοι, ναρκωμένοι, τσακισμένοι, ξύπνησαν, σηκώθηκαν, ἔκλαψαν, μετάνοιωσαν ὅταν «τυχαῖα» βρέθηκαν ἀνάμεσα σ' αὐτούς τούς ἰσαγγέλους ἀνθρώπους, ψάλλοντας τόν «Χερουβικό Ὕμνο» καί τό «Ἅξιον ἐστί» μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων.

Ὅταν φθάνει ἡ στιγμή τοῦ «Χερουβικοῦ Ὕμνου» μέχρι καί τό «τά Σά ἐκ τῶν Σῶν» καί τό «Ἄξιον ἐστί» καί τῆς Θείας Κοινωνίας βεβαιώνεσαι ὅτι αὐτά πού εἶδε, πιστεύει καί γράφει ὁ θεϊκός ἱερός Χρυσόστομος, δέν εἶναι φαντασίες, ἀλλά πραγματικότητες ἐπανα­λαμβανόμενες κάθε μέρα στή μακρινή Ἀριζόνα, ἀλλά καί σέ κάθε διπλανή ἐνορία μας. Ἀνοιχτά αὐτιά χρειάζονται «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω», ἀνοιχτά μάτια, ἀνοιχτή καρδιά, τό πιό δύσκολο, κατορθωτό ὅμως μέ τό ταπεινό φρόνημα. Ὅλα ἔτσι ἀντιμετω­πίζονται, λέγει, πιστεύει, φρονεῖ, διακηρύσσει ὅλο τό θαυμαστό ἔργο τοῦ ἁγίου Γέροντος.

Ὁ ἅγιος γέροντας ὅλες τίς ὧρες στέκεται ἀκλόνητος, ἄφωνος, ἀφοῦ πιά δέν λειτουργεῖ. Εἶναι ὑπέργηρος, 84 ἐτῶν. Λειτουργεῖ μυστικά. Μόνο στό «Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, Σοί εὐχαρι­στοῦμεν Κύριε καί δεόμεθά Σου ὁ Θεός ἡμῶν» ἀκούγεται ἡ ἰσχνή φωνούλα του μαζί μέ τό νεαρό καλλίφωνο εὐλαβικό μοναχό πού σιγοντάρει γιά νά μή χαθεῖ τό κεντρικότατο αὐτό μέλος τῆς Θείας Εὐχαριστίας τοῦ ἱεροῦ Χρυστοστόμου, ἐνῷ μυστικῶς, ἀφράστως τελεσιουργεῖται ἡ μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων.

Δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τά λίγα λεπτά τῆς θείας Κοινωνίας τῶν ἱερέων μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Ἀνείπωτες ἐμπειρίες. Ἡσυχία μοναδική... «ἱερή σιγή», ἡ φωνή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρα­νῶν, μυστικότητα, κατάνυξη, μεγαλειότητα, θεϊκότητα. Πρῶτος ὁ λειτουργός νέος, ἁπλός, λιτός, εὐλαβής. Δεύτερος ὁ Ἅγιος Γέροντας μέ κινήσεις ἁπλούστατες ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως τῶν Βασιλευόντων. Ὕστερα οἱ λοιποί ἱερεῖς μιμούμαστε τόν ἅγιο Γέροντα ζητῶντας πρῶτα τίς εὐχές του γιά νά γίνουμε μέτοχοι τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Στό «Μετά φόβου» προσέρχονται οἱ μοναχοί, ἄγγελοι ἤ ἄνθρωποι; Δέν τούς ξεχωρίζεις. Τίποτα προσποιητό. Ὅλοι εὐλαβεῖς, ἁπλοῖ, λιτοί. Τό αὐτό φρόνημα, ἡ ἴδια εἰκόνα σ' ὅλους τούς λαϊκούς, ἄνδρες καί γυναῖκες.

Εἶναι φοβερή ἡ στιγμή ἐκείνη πού πρίν ἀπό τό «Δι' εὐχῶν» ὅλοι οἱ μοναχοί στρέφονται πρός ἀλλήλους, πέφτουν κάτω πρηνεῖς στό ἔδαφος κάνοντας βαθιά μετάνοια καί ζητώνας συγχώρεση ὁ καθένας πρός ὅλους γιά τυχόν ἐμπαθεῖς λογισμούς ἤ κάποιες μικροπαρεξηγήσεις. Σιχαίνεται ὁ διάβολος τούς ταπεινούς ἀνθρώ­πους, τούς ἀποστρέφεται. Αὐτό δέν θέλουμε;

Πότε τελειώνει ἡ θεία λειτουργία δέν τό καταλαβαίνουμε. Ἡ Παναγία ἡ Ἀριζονίτισα μᾶς εἰσάγει στό λειτουργικό χρόνο. Τρέχει, περνάει γρήγορα. Μᾶς ὁδηγεῖ στά ἔσχατα. Τελειώνουν τά βάσανά σας, σάν νά μᾶς λέγει.

Ἔρχεται... ἔρχεται ἐν δόξῃ ὁ Κύριος.

Εἶναι 4 ἡ ὥρα, ξημερώματα! Μόλις ἔχω βγεῖ ἀπό τόν ἱερό ναό καί κατευθύνομαι λίγα μέτρα ἀπέναντι πρός τήν ὑλική τράπεζα. Ἀκούγονται δυνατά οὐρλιαχτά σάν γαυγίσματα σκύλων. Οἱ μοναχοί μέ πληροφοροῦν, ὅτι εἶναι τσακάλια πού τό βράδυ πλησιάζουν μήπως καί βροῦν τροφή. Μέ τίς εὐχές τοῦ ἁγίου Γέροντος ποτέ μέχρι σήμερα ἄγρια ζῷα δέν ἔχουν πατήσει ὅλο αὐτό τό μοναστηριακό συγκρότημα μολονότι δέν ὑπάρχουν προστατευτικές ὑψηλές μάνδρες.

Ἡ ὑλική τράπεζα ἀνοιχτή γιά πρωινό καί στή συνέχεια ἀνάπαυση καί ἐλεύθερος χρόνος μέχρι τίς 11.30 π.μ. γιά κανονική μεσημβρινή τράπεζα μοναστηριακή μαζί μέ ὅλους τούς ἐπισκέπτες.
Φαγητά καλομαγειρεμένα. Ἀνάγνωσμα ὥστε μαζί μέ τήν ὑλική τροφή νά λαμβάνεται καί ἡ πνευματική. Τρέφεται καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή. Ἐλεύθερη ὥρα μέχρι τίς 3.30 μ.μ. γιά τόν Ἑσπερι­νό καί τήν Παράκληση. Στίς 4.30 μ.μ. τράπεζα βραδυνή μέ ἐπίσης ἀνάγνωσμα πνευματικό. Ἀμέσως τό Ἀπόδειπνο μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Ὑπάρχει λίγος χρόνος γιά νά κάνει κανείς ἕνα περίπατο στόν περιβάλλοντα πανέμορφο χῶρο καί ἴσως νά φωτογραφίσει κάποια ἀπό ὅλα τά ἀξιοθέατα πού συναντᾶ γύρω του.
Πέριξ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί σέ ἀκτίνα ἑκατό περίπου μέτρων θά προσκυνήσει ὁ ἐπισκέπτης ἄλλους ἕξι περικαλλέστατους ναούς, πού μέ τούς ἀντιστοίχους ἁγίους σκορπίζουν ἀσύλληπτες εὐλογίες στήν ἀπέραντη ἔρημο, ἀλλά καί εἰς ἅπασαν τήν οἰκουμένην ἀφοῦ οἱ ἅγιοί μας ἔχουν πλέον γίνει καθολικά πρόσωπα σκορπώντας τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ ὅπου γῆς.

Ἡ φήμη τῶν ἀνδρῴων καί γυναικείων ἱερῶν Μονῶν τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ ἐκτείνεται σέ ὅλη τήν Ἀμερική καί στούς κοσμικούς ἀκόμα ἀνθρώπους. Κάποιος ἐκ τῶν ἐπωνύμων ἀνδρῶν τῆς Ἀριζό­νας ἔμαθε γι' αὐτό τό ἄνθος τῆς ἐρήμου, γιά τόν ἅγιο Ἀντώνιο καί γιά τή μετατροπή τῆς ἐρήμου σέ περικαλλέστατη ὄαση καί πῆγε γιά νά ἔχει ἄμεση ἐποπτεία καί γνώση τοῦ ἐγχειρήματος. Περιηγήθηκε, θαύμασε καί ρώτησε: Ποιόν ἀρχιτέκτονα ἐπιστρατεύσατε γιά τή διαμόρφωση αὐτῆς ἐδῶ τῆς ὀάσεως; Μετά ἀπό λίγο ὁ ἐπισκέπτης ξαναρώτησε: Ποιός ἐν πάσει περιπτώσει ἔδωσε τά σχέδια καί τίς ἰδέες; Καί ὁ μοναχός ἀπάντησε: Ὁ Γέροντας εἶναι ὁ σχεδιαστής ὅλου τοῦ χώρου. Καί ποῦ ξέρει ὁ Γέροντας ἀρχιτεκτονική; Εἶναι ἀρχι­τέ­κτονας; ξαναρώτησε. Καί ἡ ἀποστομωτική ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ἦταν: Ὁ Γέροντας ἔχει ἐμπειρία Παραδείσου.

Ἐπιτρέψατέ μου νά τονίσω, ὅτι ἕνα ἀνθρωπάκι σάν τόν Γέρο­ντα, μέ λίαν ἰσχνή φωνή, χωρίς κἄν νά ἔχει τελειώσει τό Γυμνάσιο, ἴσως οὔτε τό Δημοτικό, χωρίς καλή γνώση τῆς ἀγγλικῆς ἤ ἀμερι­κάνικης γλώσσας, χωρίς χρήματα, μόνο μέ τά ἐν Χριστῷ πνευματικά προσόντα του ἀπετόλμησε ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα, αὐτό δέν ἀποτε­λεῖ ἕνα μέγιστο θαῦμα; Καί τό γεγονός ὅτι ὅλα αὐτά τά μοναστήρια ἔγιναν ἐνθουσιωδῶς ἀποδεκτά ἀπό τό πλήρωμα τῶν ὀρθοδόξων, ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων πού προσέρχονται στήν Ὀρθοδοξία μέσῳ τῶν καθαρά πνευματικῶν ἐν Χριστῷ ἀγκίστρων πού ἔχει ἁπλώσει ὁ Γέροντας, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, δέν ἐπιβεβαιώνουν τή δίψα τῶν ἀνθρώπων γιά ἕνα θεανθρώπινο ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς; Καί ὁ Κύριος εὐλογεῖ, αὐξάνει καί κραταιώνει αὐτή τήν ἁγία ἱεραποστολή μέσα στή νέα ἤπειρο.
Τί νά ποῦμε τώρα γιά τή χριστοαγρευτική ἱκανότητα τοῦ ἁγίου Γέροντα! Αὐτή ἀποκαλύπτεται καί ἀναδεικνύεται ἀπό τά ἀποτελέσματα πού εἶναι κραυγαλέα στόν ἀμερικάνικο λαό.
Πληροφοροῦνται ἑκατοντάδες χιλιάδες ἄνθρωποι ἀπό τῆς νεαρᾶς μέχρι καί μεγαλυτέρας ἡλικίας τήν ἐν Χριστῷ ἁγιότητα καί ἀγάπη τοῦ Γέροντα καί ἔρχονται γιά νά οἰκοδομοῦν νέα ἐν Χριστῷ οἰκοδομή πνευματική, νέο πανευτυχῆ τρόπο ζωῆς.

Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη του ὁ Γέροντας αἴρει, σηκώνει τά βάρη τῶν παγιωμένων ἁμαρτιῶν καί διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου ὀνόματος τοῦ Θεανθρώπου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει,τρέφει καί ἀνδρώνει συνειδητούς χριστιανούς καί μέσα στίς οἰκογένειες καί μέσα στά μοναστήρια πού ἔχει ἱδρύσει ὡς φάρους ὁλοφώτεινους σ' ὁλόκληρη τήν Ἀμερική.
Ἄπειρα θαύματα διηγοῦνται οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές γιά τίς νεκραναστάσεις ἀνθρώπων ἀπό τή ζωή τῆς ἁμαρτίας πρός τή μετάνοια, τό φωτισμό καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναστημένη ζωή ἀνθρώπων καί ἀνθρώπων.
Ἀσφαλῶς αὐτή τήν ἐμπειρία περί ὅλων τῶν ἐν Χριστῷ πνευματικῶν θεμάτων τοῦ χάρισε ὁ Ὕψιστος μέσῳ τῆς τέλειας τυφλῆς καί πολυχρόνιας ὑπακοῆς του στό Γέροντά του Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή καί τῆς ἀσίγαστης ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ διά τῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

Αὐτήν τήν ἐμπειρία μεταγγίζει ὁ ἅγιος Γέροντας ὡς θείῳ ζήλῳ πεπυρωμένος μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τῆς Παναγίας Τριάδος στίς μύριες ἀνήμπορες ψυχές πού εὐλαβικά τόν προσεγγίζουν.