Περί τῆς παρουσίας μή Ὀρθόδοξων κατά τή διάρκεια τῆς προσευχῆς στά ἑλληνικά σχολεῖα
Περί τῆς παρουσίας ἀλλοθρήσκων, ἑτεροδόξων ἤ σχισματικῶν κατά τή διάρκεια τῆς Ὀρθόδοξης προσευχῆς στά ἑλληνικά σχολεῖα.
Φρονοῦμε ὅτι τό θέμα συνδέεται μὲ τὸ γενικότερο ζήτημα τῆς παρακολουθήσεως τοῦ σχολείου καὶ τῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν ὀρθοδόξων τέκνων. Σπεύδουμε ἐξ ἀρχῆς νὰ τονίσουμε ὅτι ὑφίσταται κανονικὴ διδασκαλία αὐστηροῦ δικαίου ποὺ ἐπιτάσσει οἱ ὀρθόδοξοι γονεῖς νὰ φροντίζουν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν τέκνων τους, μὲ τὴν ὁποία ὅμως νοεῖται εὐρύτερα ἡ ἐπιμέλειά τους. Στὴν ἔννοια τῆς ἐπιμέλειας ὑπάγεται καὶ ἡ ἐκπαίδευση.
Ὁ 15ος κανόνας τῆς ἐν Γάγγρᾳ συνόδου προειδοποιεῖ μὲ αὐστηρὸ δίκαιο: «Εἴ τις καταλιμπάνοι τὰ ἑαυτοῦ τέκνα, καὶ μὴ τεκνοτροφοῖ, καὶ τὸ ὅσον ἐπ' αὐτῶ πρὸς θεοσέβειαν τὴν προσήκουσαν ἀνάγοι, ἀλλὰ προφάσει τῆς ἀσκήσεως ἀμελοίη, ἀνάθεμα ἔστω.»
Ὁ σκοπὸς τῆς προσελεύσεώς μας στὸ σχολεῖο δὲν εἶναι ἡ συμμετοχὴ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἑτεροθρησκείας, ἀλλὰ ἡ ἐκπαίδευση, ἡ ἀπόκτηση ἀπαραιτήτων γνώσεων γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία μας ὡς προσώπων καὶ ὡς πιστῶν. Τὰ γνωστικὰ ἀντικείμενα δὲν ἀνήκουν σὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἶναι δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν δικαιοῦται κανεὶς νὰ μᾶς τὰ στερήσει, ἀκόμη καὶ αἱρετικός· οὔτε καὶ ἐμεῖς ὅμως δικαιούμαστε νὰ τὰ στερήσουμε στοὺς ἑαυτούς μας, καθὼς ἀποτελεῖ αὐτὸ καταρχὴν ἄρνηση τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπιπλέον καὶ ἄρνηση μίας, θὰ λέγαμε, ἀποστολῆς ποὺ δίδεται σὲ κάθε πιστό, μέσα ἀπὸ τὰ ἐφόδια ποὺ θὰ ἀποκτήσει, νὰ ὁμολογήσει τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια στὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του. Τὸ ὅτι διαχειρίζονται αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ἑτερόδοξοι καὶ ἑτερόθρησκοι δὲν δημιουργεῖ πρόβλημα, ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτοὶ τελοῦν σωστὰ τὴν ἀποστολή τους χωρίς, βέβαια, νὰ πραγματοποιοῦν ἀπόπειρες προσηλυτισμοῦ.
Ὡς παράδειγμα ἔχουμε πολλοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸν Μ. Βασίλειο, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ ἄλλους, ποὺ σπούδασαν ὄχι σὲ σχολεῖα, στὰ ὁποῖα ἴσχυε, ὅπως ἰσχύει στὰ σύγχρονα ἑλληνικὰ - ἔστω καὶ τυπικὰ - ἡ γενικὴ συνταγματικὴ ἀρχὴ ὅτι ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ σὲ καθαρὰ εἰδωλολατρικὲς σχολὲς μὲ συνειδητοὺς εἰδωλολάτρες διδασκάλους.
Ἑπομένως, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ εἰδικότερο ζήτημα, δὲν ὑφίσταται πρόβλημα παραμονῆς στὸ σχολεῖο, ἀκόμη καὶ ἐὰν τελεῖται προσευχὴ ὄχι ὀρθόδοξη, ἐφ’ ὅσον ὁ ὀρθόδοξος μαθητὴς δὲν συμμετέχει σὲ αὐτὴν μὲ κανένα τρόπο, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν παρουσία του, κατὰ τὴ διάρκειά της.
Προτιμητέο βέβαια θὰ εἶναι, ἐὰν αὐτὸ δύναται νὰ ἀποτελέσει ἀντικείμενο ἐπιλογῆς, λ. χ. στὴν περίπτωση ἐπιλογῆς ἑνὸς ἰδιωτικοῦ σχολείου, νὰ μὴν ἐπιλέγουν οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ τέκνου, γονεῖς, κηδεμόνες, θετοὶ γονεῖς, ἐπίτροποι κ.λπ., τὴν παρακολούθηση μαθημάτων σὲ ἕνα σχολεῖο εἰδικῶν συνθηκῶν, ὅπου δὲν ἐπικρατοῦν γενικὰ οἱ ἀρχὲς τῆς ὀρθόδοξης κοσμοθεωρίας, ποὺ ἰσχύουν ἀντίθετα, θεωρητικὰ τουλάχιστον, στὰ ἑλληνικὰ δημόσια σχολεῖα.
Ἐὰν τελεῖται ὀρθόδοξη προσευχή, ἡ ταυτόχρονη παρουσία ἀλλοδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων καθ’ ἑαυτὴν δὲν γεννᾷ ζήτημα, ἐκτὸς καὶ ἔχει δηλωθεῖ ῥητὰ ἀπὸ ἐπίσημα χείλη ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τέλεση τῆς προσευχῆς (καθηγητές, διευθυντής), ὅτι ἕνα τέτοιο γεγονὸς ἔχει πανθρησκειακὴ φύση, δηλαδὴ ὅτι ἀποτελεῖ συμπροσευχὴ σὲ ἕναν «κοινὸ» Θεό, τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι πολὺ δύσκολο, τουλάχιστον ὅσο γνωρίζουμε, νὰ ἰσχύει.
Τὸ ἀντικειμενικὸ δηλαδὴ γεγονὸς τῆς παρουσίας ἀλλοθρήσκων καὶ ἑτεροδόξων σὲ προσευχὴ ὀρθοδόξων καὶ ἡ ἀποδοχὴ μίας τέτοιας καταστάσεως ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους δὲν ὑποστασιοποιεῖ ἄδικο γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους μαθητές, ἐκτὸς ἐὰν οἱ ἀλλόδοξοι ἔχουν δόλο νὰ συμπροσευχηθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἕναν «κοινὸ» Θεό, καὶ ἐφ’ ὅσον αὐτὸς ἔχει δηλωθεῖ ῥητά, ὥστε τὸ ὀρθόδοξο μέρος νὰ ἔχει γνώση. Αὐτὴ ἡ δήλωση δὲν ἀρκεῖ νὰ γίνεται πρὸς τὸ μαθητή, ἀλλὰ πρέπει, γιὰ νὰ ὑπάρχει ἔγκλημα ἐκ μέρους του, νὰ ἔχει δηλωθεῖ πρὸς τοὺς ὑπευθύνους γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῆς προσευχῆς, δηλαδὴ στοὺς καθηγητές, στὸν διευθυντή, καὶ αὐτοὶ νὰ ἐπιδεικνύουν ἀμέλεια ἢ δόλο γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν μαθητῶν καὶ τοῦ ὀρθοδόξου περιεχομένου τῆς προσευχῆς καὶ τῶν προϋποθέσεών της. Ἐὰν μία τέτοια δήλωση γίνει πρὸς τὸ μαθητή, αὐτὸς ὀφείλει νὰ τὴ γνωστοποιήσει στοὺς ἁρμοδίους, ἀλλιῶς ἐνέχεται γιὰ ἀμέλεια ἢ καὶ δόλο, ἐὰν τελικὰ ταυτισθεῖ μὲ τὰ φρονήματα τοῦ ἀλλοδόξου. Πρέπει δηλαδὴ νὰ ἀποδεικνύεται πρόθεση, ἐκ μέρους τῶν ἀλλοδόξων, ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν· ἐπιπλέον, πρέπει νὰ μὴν ἀπαγορευθεῖ μία τέτοια συμπεριφορὰ ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους ποὺ ἀναφέρθηκαν.
Ἐπίσης, ἡ πεποίθηση τῶν ἀλλοδόξων ὅτι μποροῦν νὰ προσεύχονται στὸν θεό τους, ἀκόμη καὶ ὅταν τελεῖται προσευχὴ Ὀρθοδόξων (ἀκούγεται μερικὲς φορὲς ἡ φράση «τὸ ἴδιο εἶναι»), παρ’ ὅτι ἀποτελεῖ πλάνη, δὲν συνιστᾷ ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα τοῦ Ὀρθοδόξου ποὺ προσεύχεται, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει δηλωθεῖ κάτι τέτοιο ῥητὰ ἀπὸ τὰ ἀλλόδοξα πρόσωπα, καὶ μάλιστα στὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν τέλεση τῆς προσευχῆς πρόσωπα, ποὺ εἶναι οἱ καθηγητὲς τοῦ σχολείου ἢ ὁ διευθυντής. Πρέπει πρωτίστως δηλαδὴ οἱ τελευταῖοι νὰ γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν τέτοιες προθέσεις συμπροσευχῆς, καὶ ἐφ’ ὅσον αὐτοὶ παραβλέπουν παράνομα κάτι τέτοιο, χωρὶς νὰ τὸ ἀπαγορεύουν, τότε δημιουργεῖται ζήτημα γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μαθητή, ἐὰν αὐτὸς παραμένει σὲ μία τέτοια προσευχή. Κατὰ τὰ ἄλλα ἡ παρουσία τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν εἶναι ὑποχρεωτική.
Θὰ μπορούσαμε νὰ συνοψίσουμε λέγοντας, ὅτι σὲ περιπτώσεις δημοσίας προσευχῆς, τὴν εὐθύνη τῶν προϋποθέσεων τελέσεώς της φέρουν οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν ὀργάνωσή της καὶ ὄχι οἱ συμπροσευχόμενοι σὲ αὐτήν, ἐφ’ ὅσον οἱ τελευταῖοι τελοῦν σὲ ἄγνοια προϋποθέσεων ἀντιθέτων μὲ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας· ἡ ἄγνοια ὅμως αὐτὴ εἶναι συγγνωστή, ἐὰν δὲν ἔχουν ἐπιδείξει ἀμέλεια γιὰ αὐτὴν τὴν ἄγνοια, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ ὑφίσταται συγγνωστὴ πραγματικὴ πλάνη. Νομικὴ πλάνη, δηλαδὴ ἄγνοια τοῦ νόμου τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς δὲν εἶναι συγγνωστή.
Συνιστοῦμε ἀνεπιφύλακτα τὸ λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» (PG 31, 564 - 589, BEΠ 54, 199 - 211, προσιτὸ καὶ στὸ διαδίκτυο μὲ νεοελληνικὴ μετάφραση:http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_de_legendis_gentilium_libris.htm) ποὺ ἀποτελεῖ προτροπὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου στοὺς νέους νὰ παρακολουθοῦν τὰ μαθήματα ποὺ διδάσκονταν ἀπὸ εἰδωλολάτρες δασκάλους καὶ εἶχαν περιεχόμενο τὴν ἀρχαιελληνικὴ κοσμοθεωρία, σὲ σχολεῖα μὲ συμμαθητὲς συνειδητοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει τὰ μέγιστα στὴν κατανόηση καὶ τοῦ παρόντος ζητήματος ἀναλογικά. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος διδάσκει τοὺς χριστιανοὺς νέους νὰ παρακαλουθοῦν αὐτὰ τὰ μαθήματα καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν ἀπὸ τὰ γνωστικὰ ἀντικείμενα τῆς ἐποχῆς ὅ, τι συμβάλλει στὴν ἠθικοποίησή τους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καὶ ἐὰν προέρχεται ἀπὸ εἰδωλολάτρες συγγραφεῖς, ἀκόμη καὶ ἐὰν διδάσκεται ἀπὸ εἰδωλολάτρες. Πρέπει ἐπιπλέον νὰ σημειωθεῖ ἡ πραγματολογικὴ πληροφορία ὅτι ὁ τότε νεοειδωλολάτρης αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης (361 – 363 μ. Χ.) εἶχε ἀπαγορεύσει στοὺς Χριστιανοὺς νὰ διδάσκουν σὲ σχολὲς ποὺ διδάσκεται ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ γενικότερα τὸ κλασικὸ πρόταγμα πολιτισμοῦ.
Ἐὰν δηλαδὴ ἐπιτρέπει ὁ ἅγιος τὴν παρουσία τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν σὲ σχολεῖα ἀλλοθρήσκων μὲ γνωστικὰ ἀντικείμενα ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀλλοθρήσκους, καὶ ποὺ διδάσκονται ἀπὸ ἀλλοθρήσκους, παρόντων κατὰ πλειοψηφία καὶ ἀλλοθρήσκων συμμαθητῶν, κατὰ μείζονα λόγο πρέπει νὰ ἐπιτρέπεται ἡ παρακολούθηση τῶν μαθημάτων στὰ σύγχρονα ἑλληνικὰ σχολεῖα, τὰ ὁποῖα μαθήματα, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἔχουν μία οὐδέτερη, θὰ λέγαμε φύση, διότι προέρχονται ἀπὸ τὸν οὐδέτερο θρησκειολογικὰ χῶρο τῶν ἐπιστημῶν· μάλιστα, δὲν θὰ ἦταν λάθος ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι τὰ γνωστικὰ ἀντικείμενα, σὲ θεωρητικὸ τουλάχιστον ἐπίπεδο, φέρουν τὴν ἐπίδραση τοῦ χριστιανικοῦ προτάγματος πολιτισμοῦ στὸ ἐπίπεδο κυρίως τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, ποὺ ἀνάγεται σὲ βαθειὲς ἱστορικὲς ῥίζες. Ἐπίσης, κατὰ μείζονα λόγο θὰ πρέπει νά ἐπιτρέπεται ἡ παρουσία καὶ παρακολούθηση τῶν μαθημάτων στὰ σύγχρονα ἑλληνικὰ σχολεῖα, πού τελοῦν, ἔστω καὶ τυπικὰ, ὑπὸ τὴ γενικὴ συνταγματικὴ ἀρχὴ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Στὰ σχολεῖα, τέλος, αὐτὰ ἐπιτρέπεται κατὰ μείζονα λόγο ἡ συμμετοχή, ἑπομένως καὶ στὴ συμπροσευχή, ἐφ’ ὅσον αὐτὴ ἔχει ὀρθόδοξο περιεχόμενο καὶ τύπο, καθὼς ἡ πλειοψηφία τῶν μαθητῶν εἶναι Ὀρθόδοξη.
Ἐπίσης, εἰδικὰ γιὰ τὸ ζήτημα τῆς γνώσεως τῆς κανονικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς, ἀπαραίτητη εἶναι καὶ ἡ μελέτη τοῦ συγγράμματος τοῦ πρεσβυτέρου Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου, «Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς», ἐκδόσεις Θεοδρομίας, Θεσσαλονίκη 2009.