Μεγάλο Ἀπόδειπνο καί δάκρυα μετανοίας

Tήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μας μεταξύ ἄλλων ἀκολουθιῶν ἔχει καθιερώσει καί τό Μεγάλο Ἀπόδειπνο κάθε ἀπόγευμα περίπου στίς 5 με 6μ.μ.

Στήν πρώτη εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου λέει «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας ἡμῶν, καί νέκρωσον τά μέλη ἡμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, ἵνα καί ἐν τῇ καθ’ὕπνον ἡσυχίᾳ ἐμφαιδρυνώμεθα τῇ θεωρίᾳ τῶν κριμάτων σου». 

Μέ τήν εὐχή αὐτή παρακαλοῦμε τόν Θεό καί τοῦ λέμε :« Κατάργησε καί μηδένισε τό σαρκικό μας φρόνημα, ὥστε καί κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας νά μήν περάσει αὐτός ὁ χρόνος ὡς μηδενικός, νά μήν εἶναι χρόνος ἄχρηστος στή ζωή μας , νά μήν εἶναι χρόνος πού θα περάσει χωρίς ψυχική καί πνευματική ὠφέλεια ἀλλά νά ἔχουμε τή δυνατότητα κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας νά ἀναλογιζόμαστε καί νά μποροῦμε νά ἔχουμε τή θεωρία, νά ἔχουμε τήν πνευματική θεωρία, νά ἔχουμε τό νοῦ μας στραμμένο στόν Θεό , νά ἔχουμε εὐαισθησία στή συνείδησή μας, ὥστε νά λειτουργεῖ καί ἡ προσευχή.

Καί ὅλη αὐτή ἡ διάρκεια τοῦ ὕπνου, νά μήν εἶναι χρόνος παθητικός ἀλλά χρόνος ἐνεργητικός, χρόνος μέσα ἀπό τόν ὁποῖο, καλλιεργουμένης τῆς προσευχῆς, καί μέσα στήν ἡσυχία τῆς νύχτας καί μέσα στή χαλαρότητα τῶν ὑπολοίπων πνευματικῶν καί σωματικῶν δυνάμεων, νά ὑπάρχει αὐτή ἡ βαθύτερη ἀφοσίωση στά σχέδια καί τίς βουλές τόῦ Θεοῦ.

Μετά ἀπό ἕξι ψαλμούς πού ἀκολουθοῦν, ἔχουμε τούς στίχους οἱ ὁποῖοι μᾶς φέρνουν μπροστά μας  ὅλη τή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.  Μᾶς φέρνουν μπροστά στόν Χριστό μας, στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους ,τούς ὁποίους ἐπικαλούμαστε, ζητοῦμε τή βοήθειά τους, ὥστε αὐτό τό διάστημα πού ἀρχίζει μετά τό δεῖπνο - καί φυσικά μέσα σ’αὐτό περιλαμβάνεται ὁ περισσότερος χρόνος ὡς ὕπνος - νά ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐκκλησιολογική συνείδηση, νά κοιμηθοῦμε πιστεύοντας ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι, ὅτι δέν εἴμαστε ἀπομονωμένοι.  Καί ἐφ’ὅσον ἐρχόμαστε κοντά στύς Ἁγίους μας καί ζητοῦμε τή βοήθειά τους ἀσφαλῶς φεύγει ὁ παράλογος φόβος πού προκαλεῖ ἡ νύχτα καί ἀρχίζει πλέον μιά χαρισματική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἅγιο Ἄγγελο τῆς ζωῆς μας , μέ τούς Ἁγίους μας, μέ τόν τιμώμενο Ἅγιο πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει νά γιορτάζει ἀπό τόν ἑσπερινό πού προηγήθηκε τῆς Ἀκολουθίας τόῦ Ἀποδείπνου, καί ἑπομένως κοιμόμαστε ὄχι μέ αὐτό τό αἴσθημα τῆς μοναξιᾶς, τοῦ ὅτι εἶμαι μόνος καί ἔρημος στόν κόσμο, ὅτι δέν μέ καταλαβαίνει κανείς,  δέν μέ καταλαβαίνει ὁ σύντροφός μου, δέν μέ καταλαβαίνουν οἱ συνεργάτες μου, εἶμαι ἀπόλυτα μόνος.  Ἀλλά κοιμόμαστε ἀφημένοι στήν ἀγκαλιά τῶν Ἁγίων μας!

Μετά ἀπό κάποιες ἄλλες ἀριστουργηματικές  εὐχές καί κυρίως τόῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἔχουμε τόν Ν΄ Ψαλμό, ὁ ὁποῖος συνοψίζει καί ὅλο τό ἱερό ψαλτήριο καί μόνο αὐτός ὁ Ν΄ Ψαλμός μπορεῖ νά καθαρίσει τήν ψυχή μας.  Εἶναι μιά προσωπική μυστική ἐξομολόγηση σέ καθημερινή βάση, καί δέν ἔχουν ἄδικο ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς λένε πολλές φορές, ὅτι ἐγώ, Πάτερ, πηγαίνω στήν εἰκόνα καί ἐξομολογοῦμαι τίς ἁμαρτίες μου καί εἰρηνεύω.  Πράγματι τί καλύτερο ἀπ’αὐτό.  Εἶναι πράγματι πάρα πολύ σπουδαία αὐτή ἡ ἐμπειρία, ἀρκεῖ φυσικά νά εἶναι ἐπικοινωνία, νά μήν εἶναι μιά αἰτιολογία , νά μήν εἶναι ἕνα ἄλλοθι, γιά νά ἀποφύγει κανείς τήν ἱερά ἐξομολόγηση.  Καί μακάρι αὐτό νά τό κάνουμε καθημερινά καί συνειδητά.  Δηλαδή μέσα σ’αὐτόν τό χῶρο τῆς προσευχῆς μας νά ὑπάρχει καί μιά μυστική ἐσωτερική ἐξομολόγηση πρός τόν Κύριό μας, ὅπως ἔκανε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος κάθε βράδυ ἔλουζε τό στρῶμα του καί τό μαξιλάρι του μέ τά δάκρυά του καί μετά ἀπό μιά τέτοια μυστική ἐξαγόρευση,  προσωπική, ἐσωτερική ὅλων τῶν κριμάτων του, καθαριζόταν ἡ συνείδησή τόυ, καί πλέον κοιμόταν ἥσυχος, ἤρεμος, ἀναπαυμένος, καί  μποροῦσε τότε ἀπό ἐκεῖ καί πέρα νά ἔχει μυστικές πνευματικές ἐσωτερικές ἀναβάσεις.

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ μᾶς διδάσκει ὅτι τά δάκρυα εἶναι φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς πεσμένης ἀνθρωπίνης φύσεως.  Πρίν ἀπό τήν προπατορική πτώση, ἡ φύση μας δέν γνώριζε τά δάκρυα.  Γνώριζε μόνο τήν ὁλοκάθαρη ἀπόλαυση τῆς παραδείσιας μακαριότητας.  Ἀλλά τήν ἔχασε αὐτή τή μακαριότητα.  Καί τῆς ἔμειναν τά δάκρυα ὡς ἔκφραση τοῦ πόθου της γιά τή μακαριότητα, ὡς μαρτυρία τῆς πτώσεώς της, ὡς ἀπόδειξη τῆς παραδόσεώς της στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ὡς ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς ἐπιστροφῆς της στή μακαριότητα.  Ἀξιόπιστη εἶναι αὐτή ἡ ἐλπίδα, ἐπειδή τή θλίψη γιά τήν ἀπώλεια τῆς οὐράνιας μακαριότητας δέν μπορεῖ νά τήν ἀποδιώξει καμιά πρόσκαιρη ἀπόλαυση.  Παραμένοντας ἀνικανοποίητη ἡ φύση μας, προσμένει ἱκανοποίηση.  Στά δάκρυά της ζεῖ μυστικά ἡ παρηγοριά καί στό πένθος της ἡ χαρά.  Ὁ ἄνθρωπος ὅποια ἐπίγεια εὐημερία κι ἄν ἀπολαμβάνει, σ’ὅποια ὕψη δόξας κι ἄν βρίσκεται, σ’ ὅποια εὐτυχία κι ἄν κολυμπᾶ, συναντᾶ καί βιώνει στιγμές, ὧρες καί μέρες τέτοιες, πού μή βρίσκοντας ἀνακούφιση σε καμιά ἄλλη παρηγοριά, καταφεύγει σ’αὐτή πού τοῦ προσφέρουν τά δάκρυα.

Κάποιες φορές συμβαίνει νά ἔχει κάποιος ἀπό τή φύση του ἰδιαίτερη προδιάθεση πρός τά δάκρυα.  Ἔτσι δακρύζει σέ κάθε εὐνοϊκή περίσταση.  Τέτοια δάκρυα ὀνομάζονται φυσικά.  Ὑπάρχουν ὅμως καί δάκρυα ἁμαρτωλά.  Εἶναι ἐκεῖνα πού προέρχονται ἀπό ἐμπαθεῖς κινήσεις τῆς ψυχῆς.  Τέτοια δάκρυα πληθωρικά καί εὔκολα χύνουν οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι παραδεδομένοι σέ κάθε λογῆς φιληδονία.  Τέτοια δάκρυα χύνουν ἐπίσης ὅσοι βρίσκονται στήν πλάνη.  Ἄφθονα δάκρυα ὀφείλονται σέ κενοδοξία, σέ ὑποκρισία, σέ προσποίηση, σέ ἀνθρωπαρέσκεια καί σέ κακότητα.

Σύμφωνα μέ τίς νουθεσίες τῶν Ἁγίων Πατέρων τόσο τά φυσικά ὅσο καί τά ἁμαρτωλά δάκρυα, μόλις αὐτά ἐμφανίζονται , πρέπει νά τά στρέφουμε σέ θεάρεστα, σέ πνευματικά, ἀλλάζοντας τήν αἰτία τους. Νά φέρνουμε δηλαδή στό νοῦ μας τά ἁμαρτήματα πού διαπράξαμε, τόν ἀναπόφευκτο θάνατο πού θά ἔρθει σέ ἄδηλη ὥρα, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί νά κλαῖμε γιά τίς αἰτίες τῶν ἁμαρτημάτων μας.

Ἐκεῖνοι πού ἀπό φυσική κλίση χύνουν ποτάμια τά δάκρυα, καθώς κι ἐκεῖνοι πού τά χύνουν ἀπό κάποια ἁμαρτωλή παρόρμηση, ὅταν θά θελήσουν νά κλάψουν θεάρεστα, διαπιστώνουν ὅτι μέσα τους ὑπάρχει μιά ἀσυνήθιστη ξηρασία.  Ἀπό τά μάτια τους δέν μπορεῖ νά τρέξει οὔτε ἕνα δάκρυ.  Αὐτό δείχνει ὅτι τά δάκρυα τά πνευματικά εἶναι θεϊκά δῶρα.  Καί γιά νά τά ἀποκτήσει κανείς πρέπει πρῶτα ν’ἀποκτήσει τό φόβο τοῦ Θεοῦ καί τή μετάνοια.

Αἰτία τῶν δακρύων εἶναι ἡ διαπίστωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας .

Αὐτός πού βρίσκεται συνεχῶς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἄν κόβει τό θέλημά του καί δέν ἐξετάζει τά πταίσματα τῶν ἄλλων,  αὐτός ἀποκτᾶ τό πένθος.  Καί τό πένθος τόν βοηθᾶ νά συγκεντρώνει τούς λογισμούς του.  Καί ὅταν συναχθοῦν καί ἐλεγχθοῦν οἱ λογισμοί, γεννοῦν τήν κατά Θεόν λύπη.  Καί ἡ λύπη γεννᾶ τά δάκρυα.  Γράφει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι τά δάκρυα πού παρουσιάζονται κατά τήν προσευχή εἶναι σημεῖο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἀξιώθηκε ἡ ψυχή μέ τή μετάνοιά της, καί σημεῖο τοῦ ὅτι ἡ μετάνοια ἔγινε δεκτή καί ἄρχισε νά εἰσέρχεται μέ τά δάκρυα στήν πεδιάδα τῆς καθαρότητας.  Ἄν οἱ λογισμοί δέν ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πρόσκαιρα πράγματα, καί δέν πετάξουν ἀπό πάνω τους τήν ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ἄν δέν περιφρονήσουν τό κοσμικό φρόνημα καί δέν ἀρχίσουν νά ἑτοιμάζουν ἀγαθά ἐφόδια γιά την ἔξοδό τους ἀπ αὐτόν τόν κόσμο, ἄν δέν ἀρχίσουν νά κινοῦνται στήν ψυχή λογισμοί γιά τά ἐκεῖ πράγματα, τά μάτια δέν μποροῦν νά δακρύσουν.  Τά δάκρυα πού χύνονται γιά τίς ἁμαρτίες, στήν ἀρχή εἶναι πικρά.  Σιγά – σιγά τά πικρά δάκρυα ἀρχίζουν νά ἀνακατώνονται μέ δάκρυα παρηγοριᾶς πού χαρίζουν ἕνα αἴσθημα ἰδιαίτερης ἠρεμίας, πραότητας καί ταπεινοφροσύνης.

Γιά νά θρηνήσει κανείς θεάρεστα πρέπει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, νά μείνει ὁλομόναχος ὡς πρός τό νοῦ καί τήν καρδιά.  Ὁ μέγας Βαρσανούφιος ἔλεγε ὅτι τό νά μήν ἔχεις καμιά μέριμνα εἶναι ἐκεῖνο πού σέ κάνει νά προσεγγίσεις τήν ἡσυχία. Καί τό νά μή σέ λογαριάζουν οἱ ἄνθρωποι γιά τίποτε εἶναι ἐκεῖνο πού σέ κάνει νά παραμένεις μέσα στήν ἡσυχία.  Καί τό νά πεθάνεις γιά κάθε ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνο πού σέ κάνει κληρονόμο τῆς ἡσυχίας καί τῶν θησαυρῶν της.

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέει ὅτι δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας ἐπειδή δέν κάναμε θαύματα ἤ ἐπειδή δέν θεολογήσαμε ἤ ἐπειδή δέν φθάσαμε στή θεία θεωρία.  Ὁπωσδήποτε ὅμως θά δώσουμε λόγο στόν Θεό ἐπειδή δέν πενθήσαμε ἀδιάλειπτα, δέν παραμείναμε στή διαρκή σωτήρια λύπη γιά τήν ἁμαρτωλότητά μας.