ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΕΚΝΑ
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ὡς πνευματικὸς πατέρας γράφω αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ σὰν ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα καὶ τὶς ἀνησυχίες σας. Μὲ ἐρωτᾶτε ἐὰν ὑπάρχουν σήμερα γνήσιοι τοῦ Χριστοῦ ποιμένες καὶ πῶς διακρίνονται ἀπὸ τοὺς λύκους καὶ τοὺς ψευδοπροφῆτες «οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.» (Ματθ. κεφ. 7, στ. 15.)
Ἀπαντῶ μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας ποὺ ἔπαθε ὑπὲρ ἡμῶν, «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ·» (Α΄ Καθολ. Πέτρου, κεφ. 2, στ. 21.) Λέει ὁ Κύριος Ματθ. κεφ. 7, στ. 16-20, «ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα; οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ. οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν. πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς.»
Γνήσιοι τοῦ Χριστοῦ ποιμένες ὑπάρχουν σήμερα καὶ θὰ ὑπάρχουν· ἀκολουθοῦν κατὰ πόδας τὸν Δεσπότην Χριστὸν καὶ ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι εἶναι διάκονοι οὐρανίων μυστηρίων, θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους δούλους Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ρωμ. κεφ. 1, στ. 1). Γνωρίζουν ἐπίσης ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα μὲ τὸν Θεόν. Ὁ λόγος τους εἶναι τὸ Ναὶ Ναὶ καὶ τὸ Οὔ Οὔ καὶ λείπει παντελῶς ἀπὸ αὐτοὺς ἡ διγλωσσία, ἡ ὑποκρισία. Ποιμαίνουν τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλὰ κηρύττοντες ἀκριβῶς τὴν μόνην ἀλήθειαν ὅτι: «Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!» (Ματθ. κεφ. 7, στ. 14) Προτρέπουν τὰ λογικὰ πρόβατα νὰ εἰσέρχονται διὰ τῆς στενῆς πύλης «ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι’ αὐτῆς.» (Ματθ. κεφ. 7, στ. 13.)
Εἶναι προφανὲς ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι προπορεύονται, ἐν μέσῳ θλίψεων καὶ διωγμῶν, ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦν στὸν ἀνηφορικὸ Γολγοθά. Καυχῶνται ἐν Κυρίῳ καὶ δὲν φοβοῦνται οὔτε ἐντρέπονται ποὺ σηκώνουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Θέλουν καὶ ἀνήκουν στὸ μικρὸ ποίμνιον ἐνθυμούμενοι πάντοτε τὸν λόγον τοῦ ἀρχιποίμενος καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτει: «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκᾶ, κεφ. 12, στ. 32.), και ακόμη, «ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει.» (Λουκᾶ, κεφ. 11, στ. 23.) Ἔτσι τοὺς εἶναι ἄγνωστες οἱ λέξεις ὅλοι μαζί, ὅλοι εἴμαστε τὸ ἴδιο. Τὸ κήρυγμά τους ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ τὴν μετάνοια, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρήσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.» (Ματθ. κεφ. 4, στ. 17.) Δὲν κάνουν καμμία ἔκπτωσιν σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὴν μοναδικότητα τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Μοναδικοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου, καθὼς καὶ σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μοναδικῆς κιβωτοῦ τῆς σωτηρίας καὶ ὅτι τὰ Ἄχραντα Μυστήριά Της ἀποτελοῦν τὸν μοναδικὸ φορέα βίωσης καὶ μετάδοσης τῆς Ἀκτίστου Χάριτος. Γίνεται λοιπὸν φανερὸν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὅτι οἱ ποιμένες αὐτοὶ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου κατὰ Χάριν, ἁλάτι πνευματικό χωρίς ψεύδη, ὑποκρισία καὶ δόλο, ποὺ δὲν δίδουν τὰ ἅγια τοῖς κυσὶ οὔτε τοποθετοῦν τοὺς μαργαρίτες ἔμπροσθεν τῶν χοίρων (Ματθ. κεφ. 7, στ. 6), δηλαδὴ Ὀρθοδοξία καὶ μόνον Ὀρθοδοξία.
Τώρα οἱ ἄλλοι, οἱ λύκοι, ὅπως τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος («ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου», Πράξεις, κεφ. 20, στ. 29) εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε πιὸ πάνω. Συναγελάζονται μὲ αἱρετικούς, παπικούς, προτεστάντες, ἀρχηγοὺς ἄλλων θρησκειῶν, τοὺς ὁποίους προβάλλουν ὡς δῆθεν εἰρηνοποιούς, καθὼς καὶ μὲ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἄμβωνα ἔχουν τὴν τηλεόραση, μέσω τῆς ὁποίας, βλασφημοῦντες τὸν Δημιουργὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ὃν ἀπέστειλεν Κύριον καὶ Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστὸν λέγοντες ὅτι ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι παραμύθι προπαγανδίζουν βίαια τὴν κατάπτυστη, ἀνόητη καὶ δαιμονικὴ διδασκαλία τοῦ Δαρβίνου μὲ συνεχῆ καθημερινὰ ντοκιμαντέρ, ὡς τάχα τὴν μόνη ἀλήθεια δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν βέβαια διδάσκουν καὶ σὲ βαθμίδες τῆς δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως.
Ἔτσι οἱ λυκοποιμένες αὐτοὶ μὲ τὴν ἀνοχή τους καὶ τὴν δειλία τους συμβάλλουν ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀρνοῦνται ἢ νὰ ἀμφισβητοῦν τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς ἅμα τῇ Δημιουργίᾳ καὶ τὴν ἀνάπλασιν διὰ τοῦ Ἰησοῦ, μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ὁποία ἐπετεύχθη διὰ τῶν παθημάτων, τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Οἱ ἄνθρωποι οἱ καημένοι κινδυνεύουν ἀπὸ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀπελπισία! Τοὺς σπρώχνουν νὰ πιστεύσουν ὅτι ἄθεος εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει τὸν ἑαυτόν του ὡς Θεό. Ἀνοίγουν μὲ αὐτὴν τὴν πλάνην ὄλες οἱ πύλες τῆς ἀβύσσου καὶ ὅλες οἱ πόρτες τῶν καταγωγίων ποὺ δροῦν ἀνενόχλητοι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου: Μέντιουμ, γκουροῦδες, χαρτορίχτρες, καφετζοῦδες, ψυχοθεραπευτὲς καὶ λοιποὶ ἀγύρτες. Ἀνοίγουν ἐπίσης οἱ πύλες γιὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ σαρκικὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ἡ Νέα Ἐποχὴ προβάλλει ὡς τρόπο ζωῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα πάθη ὅμως ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διδάσκει: «οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6, 9-10). Ἐθελοτυφλοῦν οἱ λυκοποιμένες αὐτοί, προσπαθοῦν μὲ σοφιστεῖες νὰ καταργήσουν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, καὶ κάνουν πὼς δὲν καταλαβαίνουν, ὅταν ἡ κατάθλιψη τείνει νὰ γίνει ἡ μάστιγα τῆς Νέας Ἐποχῆς τους. Ἀλοίμονο σὲ αὐτοὺς ποὺ τοὺς πιστεύουν! Τοὺς λείπει τὸ φρόνημα τῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης στὸν Δ΄ τόμο τῆς Φιλοκαλίας στὴν σελ. 207, στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ 137 κεφάλαια, ἤτοι τὸ 128, χαρακτηρίζοντάς τους λέει (σε μετάφραση): «Ἐκεῖνοι ποὺ γράφουν καὶ μιλοῦν καὶ θέλουν νὰ οἰκοδομοῦν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἔχουν τὸ Πνεῦμα, εἶναι ψυχικοὶ καὶ χωρὶς Πνεῦμα, ὅπως λέει κάπου ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Ἰούδα 19). Καὶ εἶναι ὑπόδικοι στὴν κατάρα ποὺ λέει: ‘Ἀλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι συνετοὶ κατὰ τὴ γνώμη τους καὶ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των ἐπιστήμονες.’ (Ἡσ. 5, 21.) Γιατὶ αὐτοὶ μιλοῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ αὐτὸ ποὺ μιλᾷ μέσα τους, σύμφωνα μὲ τον λόγο τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅσοι μιλοῦν ἀπὸ τοὺς δικούς τους λογισμοὺς πρὶν φτάσουν στὴν καθαρότητα, ἔχουν πλανηθεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς οἰήσεως. Γι’ αὐτοὺς λέει ὁ σοφὸς Σολομών: ‘Εἶδα ἄνθρωπο νὰ φαντάζεται ὅτι εἶναι σοφός, ἀλλὰ περισσότερο ἄξιζε ὁ ἀνόητος’ (Παροιμ. 26, 12)· ὁ ἴδιος πάλι μᾶς παραγγέλει: ‘μὴν ἔχετε τὴν πεποίθηση ὅτι εἶστε φρόνιμοι’ (Παροιμ. 3, 7). Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ πλήρης Πνεύματος θεῖος Ἀπόστολος ὁμολογεῖ καὶ λέει: ‘Δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ ἀπὸ μόνοι μας· ἡ ἱκανότητά μας προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό’ (Β΄ Κορ. 3, 5), καί: ‘Ὡς ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, μιλοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ’ (Β΄ Κορ. 2, 17). Οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀναφέραμε, εἶναι ἄνοστοι καὶ ἀφώτιστοι. Γιατὶ δὲ μιλοῦν ἀντλῶντας ἀπὸ τὴ ζωντανὴ πηγὴ τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ τρέφονται ἀπὸ τὴν καρδιά τους σὰν ἀπὸ βορβορώδη λίμνη γεμάτη βδέλλες καὶ φίδια καὶ βατράχια ἐπιθυμιῶν, ἐπάρσεως καὶ ἀκράτειας. Τὸ νερὸ τῆς γνώσεώς τους εἶναι δύσοσμο, θολὸ καὶ χλιαρό, κι ὅποιοι πίνουν ἀπὸ αὐτό, παθαίνουν καχεξία καὶ ἀηδία καὶ ἐμετούς.» Ὅποιος ἔχει πνευματικὰ μάτια ἂς διαβάσει προσεκτικὰ τὴν διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου ἀνδρὸς καὶ θὰ καταλάβει ἀπόλυτα τὸ νόημά της.
Αὐτὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου. Καλὴ μετάνοια, καλὴ ἀπολογία στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, καλὸ Παράδεισο.
Ἔγραψα 18 Ἰανουαρίου 2006Μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας.
Ἐλάχιστος ἐν Πρεσβυτέροις,
Πρεσβύτερος Ἀθανάσιος Μηνᾶς