Περί ἐξομολογήσεως
ἐφημερίου Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Κατά τήν τελευταία ἐπίσκεψή μου στό ἁγιώνυμο Ὄρος ἄκουσα ἀπό τούς μοναχούς μιά πολύ σημαντική ἐμπειρία ἀπό τήν ἁγιορείτικη ζωή τους.
Μιλοῦσαν γιά τόν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο πού ἔζησε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου πολύ ἀσκητικά καί πνευματικά. Ἡ ποιμαντική του προσφορά στούς συγχρόνους του μοναχούς καί λαϊκούς ἦταν ποιοτικά ἀνάλογη τοῦ θεανθρωπίνου τρόπου τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Τελείωσε ὁσιακά τή ζωή του. Ὁ Γέροντάς του παρακαλοῦσε τό Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει κάτι ἀπό τή νέα μετά θάνατο ζωή του. Πράγματι, ὅταν τελείωνε τό σαρανταλείτουργο πού ἔκανε ὁ γέροντας «ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς» τοῦ ὑποτακτικοῦ ἱερομονάχου, παρουσιάστηκε ὁ ὑποτακτικός στόν ὕπνο τοῦ Γέροντα καί μέ τρόπο ἀποκαλυπτικό ἔδωσε ἀναφορά στό Γέροντά του. Ὁ Θεός, Γέροντα, μοῦ ζήτησε λόγο, εἶπε. Καί γιά μέν τά μοναχικά μου καθήκοντα ἰσοφάρισα μέ τό Θεό. Σχετικά μέ τίς ποιμαντικές μου ὅμως ὑποχρεώσεις ἦταν ἀδέκαστος, ἀνυποχώρητος καί ἀσυγκατάβατος.
Μέ καθαρό ὀρθολογικό κριτήριο δέν μποροῦμε βέβαια νά βασιστοῦμε σ’ ἕνα ὄνειρο γιά ἐξαγωγή συμπερασμάτων. Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες πάντως θεωροῦν τό ὄνειρο αὐτό «σημεῖο», γι’ αὐτό καί τό ἀναφέρουν. Σημάδια σχετικά μέ τό παραπάνω βρίσκουμε σκορπισμένα σ’ ὅλη τήν ἀσκητική φιλολογία, πού ἐκφράζουν τή γρηγοροῦσα ποιμαντική συνείδηση.
Ἄν σ’ ἄλλες ἐποχές καί σ’ ἄλλες γενιές ἡ ποιμαντική προσφορά ἀντιμετώπιζε δυσκολίες, πολύ περισσότερο σήμερα προσπαθοῦν νά τήν ἀδρανοποιήσουν καί νά τήν ἐξουδετερώσουν.
Τό κοσμικό φρόνημα καί ὁ διάχυτος θεωρητικός καί πρακτικός ὑλισμός ἐπηρεάζουν βαθιά καί ὅλο βαθύτερα τά ἀστικά περιβάλλοντα καί τούς «ποιμένες» πού ζοῦν μέσα σ’ αὐτό. Ποικίλες εἶναι οἱ δαιμονικές μεθοδεῖες πού ἀποσκοποῦν στήν ἐκμηδένιση τοῦ ποιμαντικοῦ λειτουργήματος μέσα στό σύγχρονο κόσμο.
Ὡστόσο μέ ἔκπληξη καί θαυμασμό παρατηροῦμε ὅτι ἀναδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στίς χαλεπές ἡμέρες μας, ὀρθόδοξα ποιμαντικά ἀναστήματα προικισμένα μέ τά ἀνάλογα χαρίσματα, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σήμερα αὐτή ἡ παρουσία χαρισματούχων ποιμένων συμπίπτει μέ τήν κορυφούμενη πολεμική κατά τοῦ σωτηριώδους ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία θέλει νά διαφυλάξει σῷο καί ἀκέραιο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Σήμερα «δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ» βρίσκονται πνευματικοί πατέρες πού ἀνταποκρίνονται πραγματικά στίς ἀδυσώπητες ὑπαρξιακές ἀνάγκες τῶν ἀλλοτριωμένων ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἐπιστρεφόντων στή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μας, ἀνθρώπων. Σήμερα ὅλη ἡ ποιμαντική ἐργασία ἑστιάζεται στό μεγάλο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, πού κατά τρόπο μοναδικό τελεῖται μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καθημερινά πληροφορεῖται μέ φανερές καί μυστικές ὑποδείξεις τούς ἀληθινούς ποιμένες, στούς ὁποίους καί ἀνεπιφύλακτα παραδίδεται ἀφοῦ ἔχει πάθει τά πάνδεινα ἀπό ξένα ψευτοπατροναρίσματα.
Τό Ὀρθόδοξο βάπτισμα, ὅσο κι ἄν ἔχει καταχωνιασθεῖ ἀπό τά κοσμικά καί ἁμαρτωλά ἐπικαλύμματα, κάποτε ἀναζωοπυρώνεται μέ τήν ἀκοίμητη καί προσωπική πρόνοια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί κατευθύνει τόν ἄνθρωπο ἄδηλα καί κρύφια στόν «πνευματικό πατέρα» πού θά τόν ὁδηγήσει «εἰς νομάς σωτηρίους». Ἔχει ἀφάνταστη θεοδυναμικότητα τό ὀρθόδοξο βάπτισμα! Δεμένο (αὐτό τό θεῖο Βάπτισμα) μέ τό ἅγιο Μῦρο σπρώχνει ἀόρατα, μά ἐντελῶς ἐλεύθερα, τόν «ξενιτεμένο» ἄνθρωπο στό χῶρο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως γιά νά ἀνταμώσει κατά πρόσωπο καί νά ἐπικοινωνήσει ἄμεσα μέ τόν «ἐν Τριάδι» Θεό.
Ὁ πνευματικός δέν εἶναι ὁ ἀπόμακρος ἀντιπρόσωπος ἑνός ἐντολοδόχου καί αὐστηροῦ Θεοῦ. Ὁ ὀρθόδοξος «πνευματικός πατήρ» δέν εἶναι ὁ δικανικός τηρητής διατάξεων ἤ νόμων ἤ ἀρχῶν πού ἔχει σπουδάσει καί προσπαθεῖ νά ἐφ-αρμόσει στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Οἱ κανόνες, οἱ ἐντολές, οἱ συμβουλές, ὁ διάλογος, ἡ ἐνθάρρυνση, ἡ ἐπιτίμηση, ἡ σιωπή, ἡ μακροθυμία, ἡ ὑπομονή καί μύρια ἄλλα ποιμαντικά τεχνάσματα εἶναι οἱ ἀλοιφές, τά ἔμπλαστρα καί τά φάρμακα, πού λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναῒτης γιά νά ἀναταχθεῖ ἡ ἀσταμάτηττη ἁμαρτωλή ροπή καί νά ἀνοιχθοῦν στόν πεπτωκότα οἱ ὁρίζοντες τῆς θείας εὐσπλαγχνίας.
Τήν ὥρα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως τελεσιουργεῖται τό παμμυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξαιρετικά μέσα σ’ αὐτό καταλαβαίνει, ὁ ἁμαρτωλός ὅτι ἀξίζει ἀνυπολόγιστα. Ἀρχίζει νά αὐτοεκτιμᾶται σωστά. Γι’ αὐτό ὅλα τά κομμάτια τῆς ζωῆς του τά θεωρεῖ ἀξιόλογα. Γι’ αὐτό καί ἀρχίζει νά θέλει νά τά ἀξιοποιήσει, νά τά καθαρίσει ἀπό τούς μολυσμούς καί νά τά θεανθρωποποιήσει.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος γράφει στά Ἀσκητικά του: «Ἄν ἕνας ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀρετές, πές του πώς τίς ἔχει. Μέ τήν ἐνθάρρυνση σπέρνεις στήν ψυχή του τίς ἀρετές πού δέν ἔχει». Ὁ σύγχρονος ἀρρωστημένος καί ἀπογοητευμένος ἄνθρωπος βρίσκει μέσα στήν «ἐν πνεύματι Ἁγίῳ» θεανθρώπινη ἐπικοινωνία μέ τόν πνευματικό του ὄχι ἁπλῶς τίς ἀρετές, ἀλλά τόν κτήτορά τους, τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ἔτσι ἡ ψυχή, καίτοι πολύ ἁμαρτωλή καί ἀποστασιοποιημένη ἀπό τόν Κύριο, βρίσκει τά θεόσωστα μέσα, βρίσκει τό μονοπάτι, βρίσκει τήν κλίμακα τῆς ἐπιστροφῆς «ἵνα μορφωθῇ ὁ Χριστός ἐν αὐτῇ».
Μέσα στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ὁ σημερινός καταταλαιπωρημένος ἄνθρωπος ξεφεύγοντας ἀπό τοῖς ἀνθρωπομάζες νιώθει, ὅτι κάτι εἶναι, ὅτι κάποιος εἶναι καί ἀρχίζει νά ἀναδύεται ἀπό τά χάη τῆς ἀνυπαρξίας πού τόν ὁδήγησε ἡ ψυχοκτόνος ἁμαρτία.
Γίνεται, ναί πραγματικά γίνεται ἕνα παρατεινόμενο θαῦμα καί στήν ἐποχή μας. Γίνεται αὐτό πού περιγράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναῒτης: Ὁ πνευματικός πατήρ μέ τήν ἀκακία του, τήν ἱερή ἀπάθεια, τίς εὐχές του πρός τόν Ὕψιστο ἀνασπᾶ ἀπό τήν ἄβυσσο τό ναυαγημένο καράβι καί τό κάνει ἱκανό νά πλέει πάνω στά κύματα Χάριτι καί μόνο Θεοῦ. Καθημερινά γινόμαστε ἄμεσοι αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες τέτοιων θαυμαστῶν μεταστροφῶν, πού ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποιεῖ μέσῳ τῶν ταπεινῶν, ἀλλά ζωντανῶν εἰκόνων του, «τῶν πνευματικῶν».
Μέσα στήν ἁγιασμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἱ. ἐξομολογήσεως συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, μέ τήν πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πέφτουν τά προσωπεῖα πού ἡ λανθασμένη κοσμική ἀγωγή κάρφωσε στό πολυτίμητο ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ξεκολλοῦν οἱ μάσκες πού οἱ διάφορες ἑκούσιες ἤ ἀκούσιες σκοπιμότητες κόλλησαν ἀσφυκτικά γύρω ἀπό τήν ἁπλῆ καί ἀνεπανάληπτη ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Μπροστά στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ ἀνοίγεται μέ ἱερό ἄφοβο φόβο ἡ ἁμαρτωλή ψυχή. Ἁμαρτωλοί λογισμοί, ἁμαρτωλά συναισθήματα, αἰσχρές καί κακές πράξεις πού ἔρχονται στό φῶς τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, πού ἀνακοινώνονται δηλαδή μέ μετάνοια, νεκρώνονται λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτή εἶναι καί ἡ ταπεινή προσωπική μας ἐμπειρία ἀπό τίς ἐξομολογήσεις τῶν πολλῶν ἐνοριτῶν μας καί ὅσων ἄλλων ἔρχονται στό ἱερό ἐξομολογητήριο.
Δόξα τῷ ἐν Τράδι Θεῷ πού θεσμοθέτησε αὐτόν τόν τρόπο συγχωρήσεως τῶν ἀνθρώπων καί ἐντάξεώς τους στήν ἁγία Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας μας. Δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ πού ἔδειξε καί ἀδιάκοπα δείχνει τό ἄμετρο ἔλεός Του καί προετοιμάζει τό φθαρτό πλάσμα του στήν αἰώνια προσωπική ἐπικοινωνία μαζί Του, ξεκινώντας ἀπό τό λυτρωτικό διάλογο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ἄνθρωποι στιγματισμένοι μέ ἠθικά, ψυχολογικά, νευρολογικά, κοινωνικά, συζυγικά καί οἰκογενειακά ἤ ἄλλα προσωπικά προβλήματα θεραπεύονται καί προοδευτικά ἑτοιμάζονται γιά νά συμμετάσχουν στή νέα ἀπέραντη οἰκογένεια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Δέν ὑπάρχει τρανότερη ἀπόδειξη τῆς ἀνεκτίμητης ἀξίας, πού δείχνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἀπόδειξη τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσως. Ὑπάρχει κάποια ἄλλη χριστιανική ὁμολογία (ἤ κάποια ἄλλη θρησκεία!) πού νά ἔχει θεσμοθετημένο, ἀλλά καί νά ἔχει σέ λειτουργία ἕνα τέτοιο μυστήριο πού μοναδικά καί ἀνεπανάληπτα καταξιώνει τή διαπροσωπική ἀνθρώπινη σχέση; Ποῦ ἀλλοῦ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα διασφαλίζεται,καλύπτεται καί σκεπάζεται μέ τό ἀπόρρητο, πού καί θεωρητικά καί στήν πράξη τηρεῖται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πνευματικούς;
Δικαιολογημένα ὁ ὀρθόδοξος εὐσεβής λαός μας ἀποκαλεῖ τούς πνευματικούς, Πατέρες. Τούς αἰσθάνεται πολύ κοντά του σάν στοργικούς πατέρες πού ψυχικά καί πνευματικά μοιράζονται τόν πνευματικό ἀγώνα τους καί συναγωνίζονται στόν ἴδιο στίβο τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς τελειώσεως. Τούς αἰσθάνεται ὁ λαός μας σάν πατέρες καρτερικούς πού ἔχουν μάθει νά περιμένουν καί νά ὑπομένουν τίς δοκιμασίες, τίς θλίψεις, τούς πειρασμούς καί τούς κανόνες πού ὁ Θεός ὁρίζει στούς δικούς του. Καί ἀφοῦ ἔμαθαν, ἔπαθαν τά θεῖα καί ἔφθασαν στήν καθαρή ἀγάπη πού εἶναι ἱερά μέθη ψυχῆς, κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τό Σῦρο.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γεννάει «ἀενάως» τέτοιους ἄνδρες «τελείους» πού δοκιμάστηκαν σκληρά στήν Ὀρθόδοξη ἄσκηση μέσα στό ἱερό Κοινόβιο τοῦ Μοναστηριοῦ πού ἀνδρώθηκαν μέσα στήν ὑπακοή καί ἀφοῦ ταπεινώθηκαν, ἀπόκτησαν «νοῦν Χριστοῦ» καί συνεπῶς θεοδιακριτικότητα, γιά νά «οἰκονομοῦν» θεοφιλάνθρωπα κάθε ἄνθρωπο, χωρίς νά ἀπορρίπτουν κανένα, μά κανένα ἁμαρτωλό.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας μέ θεσπέσιους ὄντως τρόπους χαριτώνει οἰκογενειάρχες πνευματικούς, πού ἀκάματα ἀθλοῦνται θεανθρώπινα μέ τίς παντοῖες οἰκογενειακές δοκιμασίες, μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν οἰκογένεια καί τήν ἀσίγαστη τροφοδοσία ἀπό τό ἱερό θυσιαστήριο. Μέ διαφορετικό τρόπο ἀποκτοῦν τήν ἴδια ταπείνωση, τήν ἴδια θεο-λογική μόρφωση καί τήν ἴδια διακριτικότητα γιά νά συμμερίζονται τά προβλήματα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί νά ἐξαντλοῦν μέ διακριτικότητα τήν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτοί οἱ ἄνδρες ἀγωνίζονται πνευματικά νά φθάσουν «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Ἀναγνωρίζονται λοιπόν σάν πνευματικοί πατέρες ἄν καί ἐσωτερικά ἐλεεινολογοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους καί δέν τολμοῦν νά βάλουν τήν «αὐθεντία» τῆς λογικῆς τους καί τῶν ἀτομικῶν τους ἐκτιμήσεων πάνω ἀπό τά ἱερά δόγματα καί τούς ἱερούς θεσμούς πού «εὐσχημόνως καί κατά τάξιν» ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτό καί καταξιώνονται νά γίνουν ζωντανοί φορεῖς τῶν ζωντανῶν δογμάτων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας καί στή συνέχεια ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς Ὀρθοδόξου Εὐχαριστίας καί ἰσόβια λειτουργοῦν σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Γι’ αὐτό καί γνωρίζουν «ὡς διδακτοί Θεοῦ» νά οἰκονομοῦν, ἀλλά καί νά μήν δίνουν «τά ἅγια τοῖς κυσί».
Εἶναι αὐτοί πού ἔχουν ἀποκτήσει τό χάρισμα νά κατέρχονται στά βάθη καί στίς ἀβύσσους τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού (ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ) ἔχουν ἀκριβῶς δίπλα τους. Δέν ἔχουν πραγματικά διαπράξει τίς ἀκατονόμαστες ἐγκληματικές πράξεις πού συχνά ἀκοῦνε στήν ἐξομολόγηση. Γιατί πῶς θά εἶχαν χειροτονηθεῖ κληρικοί, ἀφοῦ οἱ ἱεροί κανόνες ἀπαγορεύουν ρητά τήν ἱερωσύνη σ’ αὐτούς πού ἔχουν πέσει σέ σαρκικά ἁμαρτήματα καί σ’ αὐτούς πού ἔστω καί ἀκούσια ἔχουν διαπράξει φόνο; Ἐκπλήσσεται, λοιπόν, ὁ πνευματικός πατήρ γιά τήν κατάντια τοῦ ἐξομολογουμένου. Ἀπορεῖ καί ἐξίσταται γιά τά εἴδη καί τούς τρόπους τῶν ἁμαρτημάτων. Δέν μπορεῖ νά χωρέσει ἡ σκέψη του τό ποιόν τῶν ὀλισθημάτων, γιατί ὁ ἴδιος «ἐξ ὁρισμοῦ», «ἐκ τῆς χειροτονίας» εἶναι ἄπειρος τῶν ἁμαρτημάτων.
Ὅμως κρίνοντας ἀπό τόν αἱματηρό προσωπικό του ἀγώνα γιά τήν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν, γίνεται συγκαταβατικός καί γιά τόν ἁμαρτωλό. Στοχάζεται τά στάδια πού πέρασε καί ὁ ἴδιος μέχρι νά κόψει τά συγγνωστά πάθη του καί γίνεται ἐπιεικής στόν παρόμοια μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. Ξέρει πολύ καλά ὁ πνευματικός τό σκληρό πνευματικό ἀγώνα στό ὑπαρξιακό πεδίο. Ἔχει ἱδρώσει καί ἔχει πονέσει γιά νά ἀπαρνηθεῖ τό ἴδιο θέλημα. Γι’ αὐτό συμπονεῖ, λυπᾶται, «πάσχει καί συνωδίνει» μέ τό πνευματικό παιδί πού τοῦ στέλνει ὁ Θεός γιά νά οἰκονομήσει κατάλληλα.
Τό ἴδιο κάνει καί ὁ ἐξομολογούμενος. Προσπαθεῖ νά καταλάβει τόν πνευματικό του πατέρα. Νά ἐννοήσει τί ἀκριβῶς τοῦ λέγει. Παρεμβάλλεται τό σκληρό κάλυμμα τῆς ἁμαρτίας πού δυσχεραίνει τή συννενόηση. Τό πνεῦμα τό Ἅγιο ὅλο καί βοηθάει αὐτή τή συνεννόηση. Ὅλο καί τελειοποιεῖ αὐτή τήν ἐπικοινωνία. Ὁ πνευματικός πατήρ μάχεται γιά νά «προσλάβει» ὅλο τόν πνευματικό υἱό ἤ τήν πνευματική θυγατέρα. Γίνεται μιά ἀληθινή «ἀλληλοπεριχώρηση», ἀλληλοκατανόηση, ἀλληλοεπικοινωνία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νύκτα καί ἡμέρα ἀγωνιζόταν μέ ὠδῖνες σάν τῆς ἑτοιμόγεννης μητέρας καί μέ πολλά δάκρυα μέχρι νά ἀναγεννηθεῖ «ἐν Χριστῷ» ὁ νέος ἄνθρωπος. Τό ἴδιο συμβαίνει, σέ προσωπικές ἀναλογίες πάντοτε, καί μέ τούς σημερινούς πνευματικούς πατέρες καί τά πνευματικά τέκνα μέσα στόν ἱερό στίβο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὅλην αὐτή τή μυσταγωγία τῆς μετανοίας τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί τοῦ πνευματικοῦ παιδιοῦ τήν κατεργάζεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο σ’ αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν τήν κάθαρσή τους καί τήν ἐν Χριστῷ τελείωση.
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά στή μετανοοοῦσα ψυχή ἀλλά καί στόν πνευματικό πατέρα, ὅταν σχίζεται ὁ δερμάτινος χιτώνας τῆς πωρώσεως καί τῆς ἀναισθησίας καί ἀρχίζει νά ἀνθεῖ καί νά μεταλαμπαδεύεται ἡ νέα «ἐν Χριστῷ» ζωή.
Ὅλα τά παραπάνω, παρακαλῶ πολύ, νά μή θεωρηθεῖ ἀπό κανένα ἀδελφό ἀναγνώστη, ὅτι ἔχουν κάποια ἔμμεση ἔστω σχέση μέ τό δικό μου πρόσωπο ὡς πνευματικοῦ.
Ὅ,τι εὐτελές ἔχω ἀποτυπώσει σ’ αὐτές τίς σελίδες ἀποτελεῖ προσωπική ἐμπειρία μου ὡς ἐξομολογουμένου. Ἑπομένως τά γραφόμενα ἀπότελοῦν ἀδέξια ἀπόπειρα φόρου τιμῆς στούς ἀξίους πνευματικούς πατέρες πού στό τέλος τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἀφιερώνουν τή ζωή τους στήν Ὕψιστη αὐτή ποιμαντική θεανθρώπινη λειτουργία, σ’ αὐτό τό ὑπέρλαμπρο ἔργο παραδοσιακῆς Ἀγωγῆς.
Τέλος τά γραφόμενα συνιστοῦν ἔμμεση περιγραφή τοῦ «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» πολιοῦ πνευματικοῦ μου πατρός, μέ τήν εὐλογία τοῦ ὁποίου «τάς εὐχάς ἐξαιτοῦμαι» γιά κάθε «ἐν Χριστῷ» ἀδελφό ἀναγνώστη.