ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ

Πρεσβυτέρου Ἀθανασίου Μηνᾶ

ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ


            «Ὅλον τῆς κατ’ ἄνθρωπον οἰκονομίας ἀνακεφαλαιοῦται τὸν σ κ ο π ὸ ν διὰ τῶν εἰρημένων… Πορεύσομαι δι’ ἐ μ α υ τ ο ῦ ποιῆσαι ὑ μ ῶ ν Π α τ έ ρ α τὸν     ἀ λ η θ ι ν ὸ ν Πατέρα οὗ ἐ χ ω ρ ί σ θ η τ ε· καὶ ποιῆσαι δι’ ἐ μ α υ τ ο ῦ   Θεὸν ὑ μ ῶ ν τὸν ἀ λ η θ ι ν ὸ ν Θεὸν οὗ ἀ π έ σ τ η τ ε· διὰ γὰρ τῆς ἀπαρχῆς ἥν ἀνέλαβον προσάγω ἅπαν τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ἐν ἐμαυτῷ τὸ ἀνθρώπινον». (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Β΄ §19, P.G. 45, 504, ὑπογραμμίσεις ὑπὸ π. Ἀθανασίου Μηνᾶ).

Μετάφρασις:

«Διὰ τῶν ὅσων ἔχει πεῖ, συγκεφαλαιώνει ὅλον τὸν σκοπὸν τῆς οἰκονομίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο (καὶ τῆς ἀνθρώπινης οἰκονομίας)… Θὰ πορευθῶ γιὰ νὰ καταστήσω διὰ τοῦ ἐαυτοῦ μου δικόν σας Πατέρα τὸν ἀληθινὸ Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔχετε χωρισθεῖ· καὶ νὰ καταστήσω διὰ τοῦ ἐαυτοῦ μου δικὸν σᾶς Θεὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔχετε ἀπομακρυνθεῖ· διότι διὰ τῆς ἀπαρχῆς [τῆς ανθρωπίνης φύσεως], τὴν ὁποίαν ἔλαβα ἐπάνω μου, ὁδηγῶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα μέσα σὲ μένα ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν".

 

Σκοπὸς τῆς Θείας Οἰκονομίας ἡ ἐν Χριστῷ Υἱοθεσία

            Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸ συγκεκριμένο χωρίο ἑρμηνεύει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, κεφ. 20, στίχ. 17 πρὸς τὴν Ἁγία Μαρία τὴν Μαγδαληνή, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στοὺς Μαθητές, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ δεχθοῦν αὐτὴν τὴν δωρεά, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασίν Του: «ἀναβαίνω πρὸς τὸν  Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν». Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία αὐτὴν ὁ Χριστὸς στὴν ἐν λόγῳ φράση συγκεφαλαιώνει, ὁλόκληρον τὸν σκοπὸν τῆς Θείας Οἰκονομίας, δηλαδὴ τῆς Ἐνανθρωπήσεως.  Εἶναι δηλαδὴ ὁ λόγος ὑψίστης δογματικῆς σημασίας. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ καταστῇ ὁ Θεὸς Πατὴρ τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ, Πατέρας τοῦ ανθρωπίνου γένους, κατὰ Χάριν, καθ’ ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος εὑρισκόταν σὲ κατάσταση πνευματικῆς ὀρφάνιας, εἶχε δέ, ἀντὶ τοῦ Θεοῦ, πατέρα του τὸν διάβολο, τὸ ἴδιον θέλημα, τὸ ὁποῖον τὸν ὁδηγοῦσε σὲ ἀπώλεια,  εξ’ αἰτίας τῆς πτώσεως , καὶ νὰ γίνει ὁ άληθινὸς Θεὸς Θεὸς τῆς ἀνθρωπότητας, ἐφ’ ὅσον βέβαια αὐτὴ πιστέψει καὶ ἐπιστρέψει σ’ Αὐτόν, καθὼς ὁ κόσμος ἐλάτρευε ψεύτικους θεούς, δημιουργήματα τῶν δαιμόνων ἢ τῶν ἄνθρώπων . Καταδεικνύεται ἔτσι τὸ μέγεθος τῆς πλάνης τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀλλὰ καὶ τῆς παραποιήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς θιασῶτες τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι δῆθεν ὑπάρχει μέρος ἀληθείας ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια του Χριστοῦ, καὶ μάλιστα στὶς θρησκεῖες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅμως μᾶς διδάσκει γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, «οὗ ἐχωρίσθητε», ἀπὸ τὸν Ὁποῖον δηλαδή τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔχει μετὰ τὴν πτῶσι χωρισθεῖ καὶ συνεπῶς ἔχει χωρισθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βεβαίως νὰ ἔχει καταστραφεῖ τὸ κατ’ εἰκόνα, ποὺ ἔχει ὅμως ἀμαυρωθεῖ, καὶ χρῄζει τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαταστάσεως.

 

Μόνη Πηγή τῆς Υἱοθεσίας ὁ Ἰησοῦς Χριστός

 Η Θεία Οἰκονομία ἀποσκοπεῖ στὴν Υἰοθεσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπὸ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, νὰ καταστῇ δηλαδὴ ὁ ἀνθρωπος ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ υἱὸς Θεοῦ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Υἱοθεσία, ὅπως εἴπαμε στὴν παραπάνω πρόταση, δίδεται μόνον ἀπὸ τὸν Χριστόν, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν χρήση τῆς αὐτοπαθοῦς ἀντωνυμίας. «Θὰ πορευθῶ», λέγει ὁ Κύριος, «γιὰ νὰ καταστήσω διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου Πατέρα σας τὸν ἀληθινὸν Πατέρα…». Ἑπομένως γιὰ νὰ εἶναι κάποιος υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ παιδὶ Του ἀληθινό, πρέπει νὰ ὁμολογεῖ ὅτι μοναδικὴ πηγὴ αὐτῆς τῆς δωρεᾶς εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀφ’ ἑνός, καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀποκηρύττει τὶς βλασφημίες ὅτι δῆθεν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα σὲ ποιὸν Θεὸν πιστεύουν, καὶ νὰ ἀρνοῦνται ἔτσι τὸν μόνον ἀληθινὸ Τριαδικὸν Θεόν, καὶ ὅν ἀπέστειλε Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν, μὲ τὶς πλανεμένες αὐτὲς δοξασίες.

 

Τρόπος καὶ Ὁδὸς τῆς Υἱοθεσίας ἡ Θεία Οἰκονομία

Τὸ πῶς ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος τέτοιας τιμῆς, ὁ τρόπος τῆς υἱοθεσίας, φαίνεται ἀπὸ τὴν  ἑπόμενη φράση, ὅπου ὁρίζεται ὅτι ὁ Κύριος διὰ τῆς Ἐνανθρωπήσεως καὶ ὅλου τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του, ὁδήγησε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, τὸ ὁποῖον καὶ συνιστᾷ καὶ τὴν ἐν Χριστῷ υἱοθεσία: «Διότι διὰ τῆς ἀπαρχῆς [τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως], τὴν ὁποίαν ἔλαβα ἐπάνω Μου, ὁδηγῶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα μέσα σὲ Μένα ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν», [Χριστολογία, Σωτηριῶδες ἔργον τοῦ Χριστοῦ]. Ἑπομένως ἡ μοναδικὴ ὁδὸς ποῦ ὁδηγεῖ στὸν Θεὸ Πατέρα εἶναι ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Θείας Οἰκονομίας Του, καὶ σὲ καμία περίπτωση κάτι ἔξω ἀπὸ Αὐτον. Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστὸν σὲ αὐτὴν τὴν μοναδικὴ ὁδὸ πρὸς τὴν Υἱοθεσίαν, ποὺ εἶναι τελικὰ αὐτὴ ἡ Θέωσις, πρέπει νὰ γίνει μέλος τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἀκριβῶς βιώνεται ὁλόκληρος ἡ Θεία Οἰκονομία διὰ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων Της, μέσω τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος συσταυροῦται, συνθάπτεται καὶ συνανίσταται μὲ τὸν Χριστόν. Αὐτὸ συγκεφαλαιώνει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ Ἀπόστολος στὸ Ἱερόν του Εὐαγγέλιον, ὁπού γράφει: «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτον, [τὸν Χριστόν] ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 12).