Περὶ τῶν ἀληθινῶν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ προσκυνητῶν: Σχολιασμὸς στὴν «Περὶ Ἐκκλησίας» μελέτη τοῦ ἐν Ἀγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ Θαυματουργοῦ.

Πρεσβυτέρου Ἀθανασίου Μηνᾶ

Περὶ τῶν ἀληθινῶν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ προσκυνητῶν:
Σχολιασμὸς στὴν «Περὶ Ἐκκλησίας» μελέτη τοῦ ἐν Ἀγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ Θαυματουργοῦ.

 

Θεολογικ πάντηση στν νεοποχίτικη ποψη τι να Θε λατρεύουν λοι ο νθρωποι κα τι λοι βαπτισμένοι κα βάπτιστοι χουν πατέρα τὸν Θεό.

 

 

Στὶς ἡμέρες μας ἀκούγεται ἀπὸ τοὺς θιασῶτες τῆς Νέας (=Ἀντιχρίστου) Ἐποχῆς συνεχῶς βλασφημία ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν θρησκειῶν πιστεύουν σὲ ἕναν Θεό, ἐπομένως πρέπει, καταὐτούς, νὰ ἐνωθοῦν ὅλοι σὲ μία θρησκεία καὶ νὰ δημιουργηθεῖ μία πανθρησκεία, μὲ ὅλες τὶς πλάνες τῶν δαιμόνων τῶν ἀνθρώπων, στὴν ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ συμμετέχει καὶ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἑκκλησία, δηλαδὴ Ὀρθόδοξος, Μοναδικὴ Κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας - ἄπαγε τῆς βλασφημίας!

Σὲ ἀντίκρουση καὶ ἀναίρεση αὐτῶν ἀξίζει πραγματικὰ τὸν κόπο νὰ μελετήσει κανεὶς τὴν Μελέτη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τοῦ «ἐσχάτοις χρόνοις» φανέντος ὅπως λέει καὶ τὸ Ἀπολυτίκιόν του, τὴν «Περὶ Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε, τὸ πρῶτον, τὸ 1919 εἰς τὸν Πανυγηρικό Τόμο ἐπὶ τῇ ἑβδομηκονταπενταετηρίδι τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς ὑπὸ τοῦ Καθηγητικοῦ Συλλόγου αὐτῆς, Ἀθήναις 1920, σσ. 334-349, καὶ τὴν ὁποία ἐκδίδει στὶς ἡμέρες μας ἡ Βαρβάρα Χ. Γιαννακοπούλου, (Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως,  Περὶ Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1997, σς. 62), ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ παραπέμπουμε.

Ἄς παρακολουθήσουμε λοιπὸν τὴν Τριαδολογική, Χριστολογικὴ καὶ Ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πατρός, εἰδικὰ σὲ ὅ, τι ἀφορᾷ τὰ Ὁρθόδοξα κριτήρια τῆς διακρίσεως τῶν ἀληθινῶν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ προσκυνητῶν ἀπὸ τῶν ψευδῶν ψεύτικου (-ων) Θεοῦ (-ῶν) προσκυνητῶν.

 

1.       Τριαδολογική ἑρμηνεία-προϋπόθεση

 

Στὸ τρίτο κεφάλαιο τῆς μελέτης μὲ τίτλο «Περὶ τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν. – Τίνες εἰσιν οἱ άληθινοὶ προσκυνηταί;» (ἔνθ.ἀνωτ., σ. 43) διαβάζουμε:

«Περὶ τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν ὁ Κύριος εἶπεν. ‘ Ὅτι οὗτοι θέλουσι λατρεύουσι τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ’. Ἀλλὰ ποῖοι οὗτοι; Πόθεν γινωσκόμενοι; Πάντως ἀληθινοὶ προσκυνηταί εἰσιν οἱ τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινὸν γινώσκοντες.» (αὐτόθι, σ. 43, ὑπογραμμίσεις Π. Ἀθανασίου Μηνᾶ). Στὴν τελευταία αὐτὴ φράση διαπιστώνουμε ἤδη τὸ πρῶτο κριτήριο: εἶναι ἡ γνῶσις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.  Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Ἀλλὰ πόθεν οὗτοι ἔγνωσαν τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ; διότι [sic] περὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ Πατρὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Σωτὴρ εἶπε, προσκυνήσουσι τῷ Πατρί, ἤτοι τῷ ἀληθινῷ Θεῷ,  ὅν αὐτοῖς ἀποκαλύπτει.», (Αὐτόθι, ὑπογραμμίσεις ὑπὸ Π. Ἀθανασίου Μηνᾶ).  Εὐθὺς τίθεται λοιπὸν ὠς κριτήριο τῆς ἀληθοῦς προσκυνήσεως ἡ Ὁρθόδοξος Τριαδολογία, ἡ ὁμολογία τοῦ Ἑνὸς Τρισυποστάτου Θεοῦ, Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἀγίου Πνεύματος ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος περὶ άληθινοῦ Θεοῦ, οὔτε περὶ τῆς ἐπιγνώσεως Αὐτοῦ.  Ὁ ἀληθινὸς δηλαδὴ Θεὸς εἶναι ὁ Τριαδικός, καὶ περὶ τῆς γνώσεως Αὐτοῦ μόνον γίνεται λόγος. Ἂς πάψουν λοιπὸν οἱ βλασφημίες ἐκεῖνες ποὺ θέλουν νὰ κατατάξουν τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, καθώς σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι  Ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνος, εἶναι τρισυπόστατος, (Πατὴρ, Υἱὸς καὶ Ἁγιον Πνεῦμα) καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς δοξασίες τῶν λοιπῶν μονοθεϊστικῶν – καὶ ὄχι μόνο - θρησκειῶν.

 

2        Χριστολογικὴ ἑρμηνεία-προϋπόθεση

 

Εἶναι ὅμως ἐπόμενο νὰ τεθεῖ ἀπὸ τὸν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο τὸ ἐρώτημα, ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ προέλευση αὐτῆς τῆς γνώσεως, πρᾶγμα ποῦ δείχνει καὶ ἐρώτησις τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου. Καὶ ἰδοῦ ἡ ἀπάντησις: « Ὁ Κύριος περὶ τῶν γινωσκόντων τὸν Θεὸν εἶπεν: ‘Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.’ (Ματθ. ια΄ 27).» (Αὐτόθι). Στὸ συγκεκριμένο χωρίο ἔχουμε ῥητὴ καὶ κατηγορηματικὴ δήλωση τοῦ Κυρίου ὅτι Αὐτὸς Μόνος γνωρίζει τὸν Πατέρα καὶ ὅτι Αὐτὸς Μόνος ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα στοὺς ἀνθρώπους, ἐπομένως Αὐτὸς εἶναι ἡ Μοναδικὴ Πηγὴ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Καὶ αὐτὸ βεβαίως ὄχι ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προαίρεση καὶ τὸ φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἐπιζητεῖ τὴν σωτηρία του καὶ ποὺ ὁ Χριστός, ὡς Πάνσοφος Θεὸς προγνωρίζει. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει στὴν πρὸς Φιλιππησίους: «τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», (Φιλ. 2, 5). Εὐθὺς γεννᾶται τὸ ἐρώτημα: Ποῦ μπορεῖ νὰ στηρίζεται ἡ πλάνη τῆς Νέας Ἐποχῆς ὅτι ὅλοι δῆθεν οἱ ἀνθρωποι ἔχουν γιὰ Πατέρα τὸν Θεόν, ἀνεξάρτητα σὲ ποιὸν Θεὸν πιστεύουν, ἐφ’ ὅσον δὲν γνωρίζουν ἣ ἀπορρίπτουν τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος Μόνος ἀποκαλύπτει τὸν Θεὸν Πατέρα; Ποῦ βρίσκει στήριγμα ἡ βλασφημία τῶν βλασφημιῶν ὅτι δῆθεν ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι, ποὺ ὁδηγοῦν στὸν Θεό, καὶ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν σὲ ἕνα ἀληθινὸ Θεό;

 

3.       Ἐκκλησιολογικὴ ἑρμηνεία-προϋπόθεση

 

Στὸν στίχο αὐτὸ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, καὶ σὲ ἀναφορὰ μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, γίνεται λόγος λοιπὸν ἀπὸ τὴν μία πλευρά γιὰ τὸν Χριστόν, ὡς τὴν μοναδικὴ πηγὴ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ταυτόχρονα ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, διδασκόμεθα γιὰ τὸν μοναδικὸ φορέα αὐτῆς τῆς Θεογνωσίας, ποῦ εἶναι οἱ ’Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.  Ίδοὺ τὰ ὅσα γράφει ὁ Μέγας Πατήρ:  « Ὥστε οὐχὶ πάντες ἐπιγινώσκουσι τὸν Πατέρα Θεόν, ἀλλὰ μ ό ν ο ι  ἐκεῖνοι, οἷς ἀπεκάλυψε τὸν Θεὸν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· διότι αὐτῷ μ ό ν ῳ  παρεδόθη πάντα ὑπὸ τοῦ Πατρός ἔτι καὶ αὐτὸ τὸ ἀποκαλύπτειν τὸν Θεὸν Πατέρα τοῖς ἀνθρώποις. Μ ό ν ο ι ἄρα οἱ πιστοί, οἱ διὰ τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ ἐπιγνόντες τὸν Θεὸν Πατέρα, μόνοι οὗτοι ἀληθῶς γινώσκουσι τὸν Θεὸν καὶ ἀληθῶς λατρεύουσι καὶ προσκυνοῦσι Θεὸν τρισυπόστατον νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀληθεῖς τοῦ Θεοῦ γνῶσται, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ καὶ οὗτοι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνοῦσι τῷ Θεῷ· διότι ἔχουσιν ἀληθινὴν γνῶσιν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅν ἀπεκάλυψεν αὐτοῖς ὁ Υἱὸς τοὺ Θεοῦ καὶ διότι καταλλαγέντες δι’ αὐτοῦ πρὸς τὸν Πατέρα Θεόν, ἔχουσι παρρησίαν πρὸς αὐτὸν καὶ διότι γενόμενος μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων μεσιτεύει πάντοτε πρὸς τὸν Πατέρα ὑπὲρ αύτῶν· ὥστε οἱ μὴ παρὰ τοῦ Υἱοῦ μαθόντες τὸν Θεὸν Πατέρα προσκυνοῦσι Θεόν, ὄν ούκ οἴδασιν, ἡ δὲ προσκύνησις αὐτῶν οὔτε ἐν πνεύματί ἐστιν οὔτε ἐν ἀληθείᾳ· ἄρα οὔτε ἀληθινοὶ εἰσί προσκυνηταί, ἄρα ἀνάγκη ἐπιβαλλομένη ἐστὶ νὰ ἐπιγνώσονται πρῶτον τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, νὰ πιστεύσωσι αὐτῷ ὅπως ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸν Πατέρα, λάβωσιν ἐπίγνωσιν αὐτοῦ, γίνωσιν ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ καὶ τότε προσκυνήσωσι διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐν πνεύματι καὶ άληθείᾳ τῷ άποκαλυφθέντι Θεῷ.» (Αὐτόθι, σσ 43-44, ὑπογραμμίσεις ὑπὸ Π.  Ἀθανασίου).

Εἶναι περιττὴ ἡ διαπίστωσή μας ὅτι σὲ αὐτὴν τὴν ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του ὁ Ἅγιος Πατὴρ καλεῖ σὲ μετάνοια ὅλους ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἐπίγνωση τοῦ Μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλους ὅσους δηλαδὴ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Έκκλησία, ἡ Ὁποία, ὅπως ἀποδεικνύεται εἶναι ὁ μοναδικὸς φορέας αὐτῆς τῆς ἀληθείας. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο καταγγέλει καὶ τοὺς Οἰκουμενιστές τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν στὸ νὰ μὴν ὁμολογοῦν στοὺς ἀλλόθρησκους, ἀθέους, αἱρετικοὺς τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀρέσκονται σὲ «διαλόγους», ποὺ μόνο σκοπὸ ἔχουν τὴν ἔνταξη τῆς πίστεώς μας στὴν θεήλατη Πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.  Καὶ κλείνοντας τὸ μνημονευθὲν κεφάλαιο ὁ θεῖος Πατὴρ ἐπιφέρει μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο τὴν  Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν περὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ:

«Οὐδεὶς μὴ ἐπιγινώσκων τὸν Υἱόν ἐστιν ἀληθινὸς προσκυνητής.» (Αύτόθι, σ 44 ὑπογραμμίσεις ὑπὸ Π. Ἀθανασίου).