ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΗ
Πρωτοδίκου Διοικητικῶν Δικαστηρίων, κάτοχος
μεταπτυχιακῶν διπλωμάτων στο Δημόσ
ιο Δίκαιο καί στήν Φιλοσοφα το Δικαου

( συγγραφέας τοῦ ἄρθρου, διπλωματοῦχος D.E.A. Δημοσίου Δικαίου καὶ D.E.A. Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου, ἔχει διατελέσει βοηθὸς Εὐρωβουλευτών, καὶ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν συνεργάτης τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, Ἀρχιγραμματέως τῆς ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων –“σεκτών”- Συνοδικὴς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Προτάσεις γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθὴ ἡ γλωσσικὴ Βαβὲλ τῆς Εὐρωπαϊκὴς Ἑνώσεως, εἶναι βεβαίως ἀναγκαῖες. Ἡ προταθεῖσα, ὅμως, εἰσαγωγὴ τῆς Ἀγγλικῆς, ὡς μόνης δεύτερης (“ἐπίσημης”) γλώσσας στὴν Ἑλλάδα, εἶναι τουλάχιστον ἀτυχής.

Ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν γλωσσικὴ Βαβὲλ στὴν μία γλῶσσα, γιὰ τὴν Εὐρώπη ἣ καὶ γενικώτερα, εἶναι πρωτίστως πνευματικὸ ζήτημα.

Πρέπει νὰ δοθῇ “τόπος” στὴν χαρῇ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήση διὰ τῆς ἐλευθέρας συγκαταθέσεως τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ἡ γλῶσσα ἣ οἱ γλῶσσές που τελικὼς θὰ ἐπικρατήσουν, νὰ διακονοὺν τὸν ἄνθρωπο καὶ  νὰ μὴν ἀσκοῦν χειραγώγησή του πρὸς μορφὲς δουλείας.

Γι’ αὐτό, ἡ γλωσσικὴ Βαβὲλ δὲν ἀντιμετωπίζεται τόσο μὲ νομοθετικὴ ῥύθμιση, ὄσο μὲ ἐλεύθερη καὶ μακροχρόνια κοινωνικὴ καὶ πολιτισμικὴ διεργασία.

Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ῥυθμισθὴ νομοθετικά, μὲ ἀπόλυτο τρόπο, τό τι γλῶσσα θὰ χρησιμοποιεὶ ἔνας λαὸς ἣ περισσότεροι λαοί. Τέτοιες ῥυθμίσεις, ὅπου συνέβησαν, λειτούργησαν εἴτε στρεβλωτικὰ εἴτε καὶ τυραννικά. 

Τὸ θέμα δὲν εἶναι τόσο ἐπιφανειακό, ὥστε νὰ λύνεται μὲ τό  τι γλῶσσα θὰ μιλοὺν τὰ Εὐρωπαϊκὰ Κοινοτικὰ ὄργανα. Τὸ θέμα εἶναι ποία γλωσσικὴ λύσῃ προσιδιάζει σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη.

Πρέπει νὰ ἀρθοῦμε στὸ ὕψος τῆς Οἰκουμένης, γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τέτοια ζητήματα. Ἔχουμε δέ, τὸ ἰστορικὸ παράδειγμα τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Στὴν Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, γλῶσσα τῆς Διοικήσεως καὶ τοῦ στρατοῦ, ἤταν ἡ λατινική, γλῶσσα ὅμως τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν ἐπιστημῶν ἤταν ἡ Ἑλληνική. Στὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (“Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία”), μέσα στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ δύο αὐτὲς γλῶσσες, ἀλληλοεπηρεαζόμενες γόνιμα, ἐπέζησαν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ αἰῶνες.

Στὴν Δύσῃ, ἀντίθετα, χάριν πολιτικο-θρησκευτικῶν ἐπιδιώξεων, θέλησαν νὰ λύσουν μὲ ἀνθρώπινα μέσα τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα τῶν πολλῶν λατινογενὼν καὶ γερμανικὼν διαλέκτων. Μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῆς λατινικῆς, τὸ πρόβλημα δὲν λύθηκε, ἁπλῶς συγκαλύφθηκε. Τελικά, ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ψευδο-ἑνότητα διελύθη εἰς τὰ ἐξ ὢν συνετέθη, ἀφοῦ  οὐδέποτε ἀπέκτησε ἀληθινὸ πνευματικὸ καὶ πολιτισμικὸ βάθος αὐτὴ ἡ “λύσῃ” τῶν συνεπειῶν τῆς Βαβέλ. Στὴν Δύσῃ, ἡ ἑνότητα αὐτοκαταλύθηκε λόγῳ τῶν ἐσωτερικῶν ἀντινομιῶν τῆς (πάπας-βασιλεύς, ἀτομικό-συλλογικό, κρατικό-κοινωνικό, λαϊκό-ἐκκλησιαστικό, κ.ὁ.κ.) καὶ ἀποστεώνεται πνευματικὼς ὁλοένα περισσότερο  (ἤδη, ἀφαίρεση δημοκρατικῶν κεκτημένων χάριν τῆς “ἀσφαλείας” καὶ τῆς εὐμαρείας).

Φρόνιμο εἶναι, νὰ μὴν ἐπαναληφθὴ σήμερα τὸ ἴδιο σφάλμα, γιὰ ὅλη τὴν Εὐρώπη, τῆς ἐπιβολῆς μιᾶς μόνο γλώσσας. Θὰ πρόκειται, αὐτὴ τῇ φορᾷ ἐν ὀνόματι τῆς “θρησκείας” τῆς τεχνολογίας, γιὰ ἐπανάλειψη τῆς ἐπιφανειακῆς γλωσσικῆς ὁμοιομορφίας καὶ ψευδο-ἑνότητάς που γνώρισε ἡ “παπική” μεσαιωνικὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Μιὰ τέτοια Εὐρώπη ὅμως, ἐλλείψει ἀληθινῆς λύσεως τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, ἐλλείψει ἄρα καὶ πολιτισμικὴς κοινῆς βάσεως, δὲν θὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ συμπεριλάβη τὰ ἐκτὸς αὐτῆς δεδομένα (λαούς, πολιτιστικὲς παραδόσεις). Θὰ εἶναι δὲ καὶ ἀνίκανη, νὰ χειρισθὴ σοβαρὲς κρίσεις, οἰκονομικές, κοινωνικές, πολιτικές.

Γνήσια λύσῃ τοῦ γλωσσικοῦ προβλήματος τῆς Εὐρώπης, θὰ ἤταν: 

α) Καθιέρωση δύο γλωσσῶν ὡς ἐπισήμων γιὰ τὰ Εὐρωπαϊκὰ ὄργανα, τὸ ἀντίστοιχο τῆς λατινικῆς στὴν Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ὡς πλέον κατάλληλες, θεωρῶ τὶς πλέον διαδεδομένες λατινογενεὶς γλῶσσες σήμερα, τὰ Γαλλικὰ καὶ τὰ Ἱσπανικά. Λειτουργοῦν ἄριστα ὡς γλῶσσες δημοσίας διοικήσεως καὶ μποροὺν νὰ συμβάλλουν δημιουργικὰ σὲ μία πιὸ ἀνθρωποκεντρικὴ ἀντιλήψη γιὰ τὰ κρατικὰ λειτουργήματα σὲ Εὐρωπαϊκὸ ἀλλὰ καὶ σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο.

β) Καθιέρωση δύο ἣ τριῶν γλωσσῶν, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ὡς δεύτερη γλῶσσα, θὰ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ σὲ Σχολὲς τῆς Εὐρώπης που διδάσκουν κλασσικὲς σπουδὲς (φιλοσοφία, φιλολογία, ἱστορία, κ.λ.π.), δηλαδὴ τὸ ἀντίστοιχο τῆς Ἑλληνικῆς στὴν Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ὡς πλέον κατάλληλες σήμερα πρὸς τοῦτο, θεωρῶ τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικά. Μία Εὐρώπη μὲ δασκάλους, καθηγητές, μὲ γνώση τῶν γλωσσῶν αὐτῶν, θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ συμπήξη δεσμοὺς ἀληθινῆς ἑνότητας γιὰ ὅλη τὴν Εὐρώπη, μὲ σκέψῃ που δὲν θὰ στερεῖται ὀντολογικὼν βάσεων, οὔτε θὰ κολυμπὰ στὰ θολὰ νερὰ ἑνὸς προχείρου ὀρθολογισμοὺ ἣ ἀπάνθρωπου  ἐμπειρισμού. Αὐτὴ ἡ ὀντολογικὼς στερεὰ σκέψῃ, θὰ εἶναι τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἀναπτύξεως τῶν τεχνολογικὼν ἐπιστημῶν, καὶ τῆς πολιτικῆς, ἣ καὶ διοικητικῆς, ἐνοποιήσεως τῆς Εὐρώπης.

γ) Καθιέρωση δύο ἣ τριῶν ἄλλων γλωσσῶν, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ὡς δεύτερη γλῶσσα, θὰ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ σὲ Σχολὲς τῆς Εὐρώπης, ποὺ διδάσκουν τεχνολογικὲς ἐπιστῆμες καὶ οἰκονομικὰ – τέτοιο ἀντίστοιχο δὲν ὑπῆρχε πράγματι στὴν Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἀφοῦ ἡ τεχνολογία δὲν εἶχε ἀποκτήσει τέτοια ἔκταση καὶ ἔνταση, ὅση ἔχει σήμερα. Ὡς πλέον κατάλληλες πρὸς τοῦτο, θεωρῶ τὰ Ἀγγλικὰ καὶ τὰ Γερμανικά.

 

Ἡ ἐλπίδα τῆς Εὐρώπης, δὲν μπορεὶ νὰ εἶναι κάτι λιγώτερο ἀπὸ τὴν ἀνασύσταση τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου κάθε τμῆμα εἶναι τὸ ὅλο, γιατὶ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ὅλου σὲ σμίκρυνση. Πρόκειται ἑπομένως, στὸ βάθος, γιὰ τὴν “καθολικότητα” τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί, σὲ μία ἀρχικὴ περίοδο, γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἑνιαία πολιτισμικὴ ταυτότητα μὲ τὸν “ἕλληνα λόγο” καὶ τὴν Res Publica - ἀλλοίως, μία ἀκόμη βαρβαρική, ἀποικιοκρατικοὺ τύπου, αὐταρχικὴ τυραννία, ἐν ὀνόματι τῆς τεχνολογικὴς ἐξελίξεως καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἐμπορίου, θὰ καταλάβῃ τὴν Εὐρώπη μας ἣ καὶ τὸν κόσμο.

Γι’ αὐτό, ἄν ποτε προχωρήση ἡ πολιτικὴ ἔνωση τῆς Εὐρώπης καὶ γίνη μέλος τῆς Εὐρωπαϊκὴς Ἑνώσεως ἡ Ῥωσσία (ἀφοῦ, χωρὶς τὴν Ῥωσσία, ἡ Ἐνωμένη Εὐρώπη θὰ εἶναι πράγματι ἀνολοκλήρωτη, οἰκονομικά, πολιτισμικά, καὶ πολιτικά), τότε νομίζω ὅτι θὰ πρέπει νὰ προστεθοὺν τὰ Ῥωσσικὰ ὡς μία ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω ἀναγκαῖες γλῶσσες κλασσικὴς παιδείας.

Ἄς μου συγχωρεθὴ ἡ διατύπωση τόσο μεγάλων γιὰ τὴν μικρότητά μου σκέψεων. Εἶναι διότι αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ ζήτημα τῆς γλώσσας, εἶναι ζήτημα λόγου ὑπάρξεως (γιὰ τὴν Εὐρώπη, καὶ γιὰ κάθε λαὸ τῆς). Ἴσως κάποιοι ἄλλοι, γλωσσολόγοι, ἱστορικοί, θεολόγοι, πολιτικοί, θελήσουν νὰ σκεφθοὺν καλλίτερα τὰ ζητήματα αὐτά, ὥστε οἱ ἐπιλογὲς νὰ γίνουν ὄχι εὐκαιριακὰ καὶ χρησιμοθηρικά, ἀλλὰ πολιτικά, δηλαδὴ μὲ οἰκονομικά, πολιτισμικά, ἱστορικὰ καὶ πνευματικά-θεολογικὰ κριτήρια.