Νά κάνουμε τόν σταυρό μας καί... "τρέλα Kολοκοτρωναίικη", συνάδελφοι !
Δημητρίου Νατσιοῦ
Νά κάνουμε τόν σταυρό μας καί... "τρέλα κολοκοτρωναίικη", συνάδελφοι.
«Ἡ πρώτη μέρα στό σχολεῖο» τιτλοφορεῖται ἕνα κείμενο πού περιέχεται στό «Ἀνθολόγιο Λογοτεχνικῶν Κειμένων Α΄ καί Β΄ Δημοτικοῦ», σέλ. 30-31. Στό κείμενο αὐτό «προσφέρονται», ἀνεπιγνώστως προφανῶς ἀπό τούς συγγραφεῖς, ὅλα τά τρέχοντα ἰδεολογήματα καί τά κρανιοκενῆ στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τό «Νέο Σχολεῖο», τό προοδευτικό, πού κόβει ΣΥΡΙΖΑ τά ριζιμιά λιθάρια τοῦ Γένους.
Ἕνας μικρός μαθητής, πρωτάκι, διηγεῖται τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν πρώτη μέρα στό σχολεῖο. Μετά τίς γνωστές ἀγωνίες, τόν φόβο τοῦ ἀγνώστου, τίς σπαραξικάρδιες «ἀπαγκιστρώσεις» ἐκ τῆς μητρικῆς ἀγκάλης καί τά συναφῆ τῆς παρθενικῆς «ἀκαδημαϊκῆς» σταδιοδρομίας, διαβάζουμε στόν ἐπίλογο: «Ἡ δασκάλα μας ἦταν ἡ κυρία Μεταξά. Ἤθελε νά τή φωνάζουμε Γεωργία καί κυρίως ὄχι δασκάλα. Ὁ Κυριάκος πού καθόταν δίπλα μου, εἶπε: – Δασκάλα, μπορῶ… Σταμάτησε. Ἡ δασκάλα μας χαμογέλασε. Μετά εἴπαμε ὅλοι τά ὀνόματά μας. Φανῆ, Γιάννης, Ἰουλία, Ἀναστασία…. Μέ τί θέλετε νά ἀρχίσουμε; ρώτησε ἡ κυρία μας.
Ὁ Κωστής σήκωσε τό χέρι.
– Μέ τήν τουαλέτα κυρία».
(Στό παλιό Ἀνθολόγιο, πρό τοῦ 2006, διάβαζε ὁ μαθητής στήν πρώτη σελίδα μία ἐξαιρετική προσευχή:
"Πέφτω κάνω τόν σταυρό μου
καί ἄγγελο ἔχω στό πλευρό μου
δοῦλος τοῦ Θεοῦ λογιοῦμαι
καί κανέναν δέν φοβοῦμαι"
καί στήν ἴδια σελίδα τό περίφημο "φεγγαράκι μου λαμπρό".
Τώρα φτάσαμε στά καντιποτένια τοῦ ὑπουργείου μέ τίς ἀνεπρόκοπες δασκάλες πού θέλουν νά τίς προσφωνοῦν οἱ μαθητές μέ τό... καλλιτεχνικό τους ὄνομα).
Τί ἀχνοφέγγει πίσω ἀπό τίς χαζοχαρούμενες αὐτές ἀράδες, ὁπωσδήποτε ἀ(κατα)νόητες γιά νεοεισερχόμενο στό σχολεῖο μαθητή, ἀπαξιωτικές καί προσβλητικές γιά τόν δάσκαλο; Ἐδῶ ἔχουμε μία «προοδευτικιά» δασκάλα, πού ἀποποιεῖται τήν ἀποστολή της. Ἐφ’ ὅσον ἀπορρίπτει τόν σεβασμό πού περιέχει ἡ προσφώνηση «κυρία», δημιουργεῖ τήν δῆθεν οἰκειότητα, ἡ ὁποία παρερμηνεύεται ἀπό τούς μαθητές καί καταντᾶ ἡ μητέρα τῆς καταφρονήσεως καί τῆς ἀπειθαρχίας. Πολλοί ἐκπαιδευτικοί πράττουν τό ἴδιο, ἔχοντας θολά ἐντυπωμένη στό νοῦ τους τήν θεωρία τῆς ἀντιαυταρχικῆς ἤ ἀντιαυθεντικῆς ἀγωγῆς. Καλλιεργοῦν μία «ἀνάρμοστη» σχέση μέ τούς μαθητές τους, δῆθεν φιλική. Ὅμως ὅταν ὁ ἐκπαιδευτικός παρουσιάζεται ὑπερβολικά ἐπιεικής σημαίνει ἤ ὅτι δέν μπορεῖ νά διαδραματίσει σωστά τόν ἡγετικό ρόλο του ἤ ὅτι δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ ἐπιείκεια ἀποτελεῖ τήν χειρότερη μορφή ἀδιαφορίας. (Κάτι παρόμοιο ἰσχύει καί μέ τούς γονεῖς, πού προσπαθώντας νά κερδίσουν τήν ἐκτίμηση τῶν παιδιῶν τους, διαβάζοντας καί κάποια «βίπερ», περί «δημοκρατικῆς» οἰκογενειακῆς ἀγωγῆς, πού κυκλοφοροῦν καί σέ μπακάλικα, λένε στά παιδιά τους: «μή μέ βλέπεις σάν πατέρα. Ἐγώ θέλω νά εἶμαι φίλος σου». Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση καί ὁ γονέας εἶναι ἕνα ἀνώριμο παιδί πού παραιτεῖται ἀπό τήν πατρική ἤ τήν μητρική του εὐθύνη καί δημιουργεῖ στό παιδί αἴσθημα ἀνασφάλειας, πού θά φτάσει ὡς τόν πανικό. Τά παιδιά θά βροῦν εὐκαιρίες στήν ζωή τούς ν’ ἀποκτήσουν φίλους, εἶναι ὅμως ἀμφίβολο ἄν θά βροῦν κάποιον ἄλλο πατέρα ἤ ἄλλη μητέρα). Ἡ δασκάλα τοῦ κειμένου, πού ἤθελε νά τήν προσφωνοῦν οἱ μαθητές της – καί μάλιστα τῆς πρώτης τάξης – Γεωργία (καί γιατί ὄχι, Γωγώ), αὐτοακυρώνεται καί ταυτόχρονα, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, «διδάσκει» στά παιδιά ὅτι δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ εὐλογημένη ἀπόσταση μεταξύ δασκάλου καί μαθητή, τό μυστικό ὑφάδι πού συνέχει αὐτή τή σχέση, πού ὀνομάζεται σέβας. Μέ τά καλοπιάσματα καί τίς κολακεῖες δέν βγάζεις γερούς μαθητές. «Δεῖ δ’ αὐτούς μηδέ τοῖς ἐγκωμίοις ἐπαίρειν καί φυσᾶν· χαυνοῦνται γάρ ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων καί θρύπτονται», δηλαδή, πρέπει νά μήν παινεύουμε ὑπερβολικά καί φουσκώνουμε τά παιδιά μέ τά ἐγκώμια, γιατί μέ τίς ὑπερβολές τῶν ἐπαίνων γίνονται ματαιόδοξα καί κακομαθημένα». (Πλούταρχος, «περί παίδων ἀγωγῆς», ἔκδ. «Κάκτος», σελ. 69).
Καί ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι, ἔλεγε κάτι σημαντικό: «Στά παιδιά ὁ ἔπαινος κάνει κακό. Τί λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; "Λαός μου οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς καί τήν τρῖβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ταράσσουσιν".
Ὅποιος μᾶς ἐπαινεῖ, μᾶς πλανάει καί μᾶς χαλάει τούς δρόμους τῆς ζωῆς μας. Πόσο σοφά εἶναι τά λόγια του Θεοῦ! Ὁ ἔπαινος δέν προετοιμάζει τά παιδιά γιά καμιά δυσκολία στή ζωή. Καί βγαίνουν ἀπροσάρμοστα καί τά χάνουν καί τελικά ἀποτυγχάνουν. Τώρα ὁ κόσμος χάλασε. Στό μικρό παιδάκι λένε ὅλο ἐπαινετικά λόγια. Μήν τό μαλώσουμε, μήν τοῦ ἐναντιωθοῦμε, μήν τό πιέσουμε τό παιδί. Μαθαίνει, ὅμως, ἔτσι καί δέν μπορεῖ νά ἀντιδράσει σωστά καί στήν πιό μικρή δυσκολία. Μόλις κάποιος τοῦ ἐναντιωθεῖ, τσακίζεται, δέν ἔχει σθένος. Οἱ γονεῖς εὐθύνονται πρῶτοι γιά τήν ἀποτυχία τῶν παιδιῶν στή ζωή καί οἱ δάσκαλοι καί καθηγητές μετά. Τά ἐπαινοῦν διαρκῶς. Τούς λένε ἐγωιστικά λόγια. Δέν τά φέρνουν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τ’ ἀποξενώνουν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία. Ὅταν μεγαλώσουν λίγο τά παιδιά καί πᾶνε στό σχολεῖο μ’ αὐτό τόν ἐγωισμό, φεύγουν ἀπ’ τή θρησκεία καί τήν περιφρονοῦν, χάνουν τό σεβασμό πρός τό Θεό, πρός τούς γονεῖς, πρός ὅλους. Γίνονται ἀτίθασα καί σκληρά καί ἄπονα, χωρίς νά σέβονται οὔτε τή θρησκεία, οὔτε τόν Θεό. Βγάλαμε στή ζωή ἐγωιστές καί ὄχι χριστιανούς».(Γέροντος Πορφυρίου, «Βίος καί Λόγοι»», ἔκδ. Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, σελ. 427).
Τό κείμενο τοῦ σχολικοῦ βιβλίου τελειώνει μέ τήν ὀμορφότατη καί παιδαγωγικότατη «ἐπιθυμία» τοῦ μαθητῆ νά ἀρχίσει ἡ σχολική χρονιά, ἡ διδαχή, μέ τήν….τουαλέτα. Σαφές τό μήνυμα, ἐλήφθη. Εὖγε στούς ἰθύνοντες, τά σαΐνια τοῦ ἁμαρτωλοῦ πρώην Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου. Παιδεία, ἀγωγή, σμίλευση ψυχῶν, προσιδιάζουσα…στίς τουαλέτες. Αὐτό τό μνημειῶδες κείμενο βρῆκαν, γιά νά ὑποδεχτοῦν τούς νιόβγαλτους μαθητές στό γοητευτικό ταξίδι τῆς γνώσης. Ἀντί γιά ὀσμή πνευματικῆς εὐωδίας, ἕνα κείμενο ἀπό τά μυρίπνοα ἄνθη τῆς παράδοσής μας, ἡ δυσωδία τοῦ βόθρου, ἡ διά βίου ἐκπαίδευση πού ὁραματίζονται οἱ Γραικύλοι τῆς σήμερον. Δευτέρα, ἡ πρώτη μέρα στό σχολεῖο. Οἱ ἀποδομητές ἄς ἀρχίσουν «μέ τήν τουαλέτα». Ἐμεῖς θά ἀρχίσουμε μέ τίς ἁγιαστικές εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπερήφανοι γιατί εἴμαστε Ἕλληνες δάσκαλοι καί Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι, γιατί τιμιότερα δέν ὑπάρχουν στήν Οἰκουμένη. «Ἀπ’ ἔξω μαυροφόρα ἀπελπισιά», ἀλλά μές στήν τάξη Κρυφό Σχολειό. Κάνουμε τόν σταυρό μας καί "τρέλα κολοκοτρωναίικη", συνάδελφοι. Καί κανείς νά μήν φοβᾶται τούς μυρμηγκολέοντες, "πρόσκαιροι εἰσί".
(Παραθέτω τρία κείμενα τῆς ρωμαίικης... τρέλας. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή, ἀκόμη θά προσκυνούσαμε τούς Μωχαμετάνους.
«Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς. Ἐμεῖς ἄν δέν εἴμεθα τρελοί, δέν ἐκάναμε τήν Ἐπανάσταση», μᾶς ὁρμηνεύει ὁ Γέρος τοῦ Μοριά.
«Νοικοκυριοί καί φρόνιμοι
Δέν ζοῦν στόν Ψηλορείτη
Οἱ κουζουλοί τήν κάνανε
Ἀθάνατη τήν Κρήτη»,
διαλαλεῖ καί ἡ κρητική λεβεντομαντινάδα.
Μονολογοῦσε, περίλυπος καί καταντροπιασμένος, Νικόλαος Ἰβανώφ, ἀρχιστράτηγος τῶν Βουλγάρων στήν μάχη τοῦ Κιλκίς, μετά τήν συντριβή του ἀπό τούς ἀθάνατους Κιλκισιομάχους: «Ὅλα τά εἶχα προβλέψει, τά εἶχα σκεφτεῖ ὅλα, ἐκτός ἀπό τήν τρέλα τῶν Ἑλλήνων»).
Κλείνω μέ ἕνα ἐξαίρετο κείμενο, ἀντάξιο γιά δασκάλους κυρίως γιά νέους.
«Ἐσύ πού πῆρες τήν ἀπόφαση νά γίνεις δάσκαλος, ἔτσι κι ἔτσι ἔχεις δώσει, ὡς τώρα, πολλές ἐξετάσεις. Θυμήσου, προτοῦ ν’ ἀρχίσεις τήν δουλειά σου, νά κάμεις καί μία τελευταία ἐξέταση, ὄχι μπροστά σέ ἐπιτροπές καί καθηγητές, παρά μονάχος, ὁλομόναχος μέ τόν ἑαυτό σου. Ρίξε μία ματιά στήν ψυχή σου καί κοίταξε: Καίει ἐκεῖ μέσα ἄσβηστη κι ἀσάλευτη ἡ λαχτάρα γιά τόν ἄνθρωπο; Τότε πάει καλά κι εὐλογημένη ἡ ἀπόφασή σου.
Ἄν ὅμως βρεῖς πώς ὅλος ὁ πόθος σου εἶναι πότε νά ἐλευθερωθεῖς ἀπ’ αὐτόν καί συλλογίζεσαι μόνον πῶς καί πότε θά πλουτίσεις, τότε ἄλλαξε τό ταχύτερο ἀπόφαση, ἐν ὅσῳ εἶσαι ἀκόμη νέος, γιατί βρίσκεσαι σέ στραβό δρόμο. Ὅ,τι ἐλπίζεις, δέν θά σοῦ τό φέρει τό ἐπάγγελμά σου. Κι ὁ ἴδιος τό βλέπεις, ἡ Πολιτεία δέν εἶναι γενναία στούς μισθούς της…
Ἄν ὅμως ἡ ψυχή σου μοιάζει κάπως μέ τήν ψυχή τῆς Μάνας, πού κι ὅταν τό γεννήσει τό παιδί ἐξακολουθεῖ, μέ τήν ἀδιάκοπη τρεμούλα καί λαχτάρα, ὁλοένα νά τό δημιουργεῖ καί νά τό φτιάχνει, τότε νά εἶσαι βέβαιος, πώς δέν θά γκρεμισθεῖς ἀπό τά ὕψη, πού ἀνέβασες τόν ἑαυτό σου μέ τήν ἀπόφασή σου νά γίνεις δάσκαλος καί τή ζωή σου θά περάσεις ἀνθρωπινά… Σάν τήν ψυχή τῆς Μάνας πρέπει κι ἡ δική σου ψυχή νά εἶναι ὑπό ἀδιάκοπη λαχτάρα φλογισμένη. Τότε πήγαινε μέ θάρρος μπροστά, ἀλλιῶς γύρισε πίσω, ἐπειδή ἡ ζωή σου θά εἶναι πάντα δυστυχισμένη».
(Τό ὡραῖο αὐτό κείμενο ἀνήκει στόν φιλόλογο καί κριτικό Γιάννη Ἀποστολάκη καί γράφτηκε πρίν ἀπό 85 περίπου χρόνια).
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς