Ἡ Δαιμονοπληξία τοῦ Καζαντζάκη.
Ἰωάννου Δ. Κορδορούμπα.
ΣΧΟΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ:
Ἀπό τά ἐξευρωπαϊσμένα, προοδευτικά καί ψευτοκουλτουριάρικα πολυπολιτισμικά σχολεῖα μας, γιά νά μήν ἔχουν κόμπλεξ καί ἐνοχές, ἔχουν ἀφαιρέσει ἀπό τά σχολικά ἐγχειρίδια τούς παλιούς καλούς λογοτέχνες καί ποιητές. (Παπαδιαμάντη, Κόντογλου...)
Ὁ Καζαντζάκης ὅμως ἀκόμη καλά κρατεῖ!! Γιατί ἄραγε;
Οἱ μαθητές μαθαίνουν κείμενά του στά ὁποῖα καί διαγωνίζονται. Εἶναι συγκλονιστικό τό κείμενο πού ὁ ἴδιος τό εἶχε καταγράψει. Δέν εἶναι δικές μας καχύποπτες σκέψεις.
Ἡ Δαιμονοπληξία τοῦ Καζαντζάκη - Ἰωάννου Δ. Κορδορούμπα.
Καί τώρα ἔρχομαι σ’ ἕνα κεφάλαιο πού σίγουρα θά δώση ἀρκετή τροφή στά εἰρωνικά σχόλια τῶν ὀρθολογιστῶν.
Τί τό παράξενο ὅμως νά μήν πιστεύουν στήν ὕπαρξη πνευματικῶν ὀντοτήτων, ἀφοῦ ἀμφισβητοῦν τόν ἴδιο τους τόν Δημιουργό;
Οἱ ταπεινές ὅμως ψυχές πού πιστεύουν στό Θεό καί στή διδασκαλία Του, ἡ ὁποία ἐκτίθεται στίς θεόπνευστες Γραφές του, δέχονται ἀναντίρρητα καί τήν ὕπαρξη πνευμάτων πονηρῶν.
Ὁ ἴδιος ὁ Καζαντζάκης ἐκστασιάζεται μέ τά πνευματιστικά φαινόμενα, πού τά «βεβαιώνουν σοβαροί ἐπιστήμονες», καί διερωτᾶται: «Πῶς συμβαίνει τό Μέντιουμ πού δέ γνωρίζει ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί Λατινικά οὔτε καμμιά ξένη γλώσσα νά συντάσσει ἐπιστημονικές πραγματεῖες;» (Γράμμα πρός Στεφανίδη — «Ἀμάλθεια» 1906).
Ἀλλά καί σέ διάφορα ἄλλα γραψίματά του κάνει τόσο σαφεῖς νύξεις πού, σέ συνδυασμό μέ τό ὅλο ἀντιχριστιανικό του ἔργο, σχηματίζεται μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τοῦ ἀναγνώστη ἡ σιλουέττα τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Γράφει στή γυναίκα του:
«Πρός τί ὅλη ἐτούτη ἡ ἀγωνία, ἡ ἀγέλαστη ζωή, ἡ ἀσκητική τῆς ψυχῆς μου; Σά νά’ μαι ὄργανο ἑνός ἀνώτερού μου κάνω πράγματα πού δέ θέλω, ἀκολουθῶ ἐντολές πού εἶναι ἀνώτερες ἀπό μένα. Εἶμαι ἕνα παιχνίδι στά χέρια ἑνός Ἄγνωστου πού εἶναι μέσα μου καί πού εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος, ἡ οὐσία μου, ἡ πέρα ἀπ’ τήν ἐφήμερη ὕπαρξή μου οὐσία τοῦ κόσμου» (Βρέτ. 74).
Σέ γράμμα του στόν Πρεβελλάκη:
«Κάθε μέρα διαπιστώνω βαθύτερα πώς μέσα μου ὑπάρχει κάποιος πού μετατρέπει τίς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες σέ κάτι σκοτεινό, σκληρό, ἀπελπισμένο... μία ἄγρια χαρά νιώθω ὅταν ἀντικρύζω τήν ἰδέα τοῦ θανάτου» (Γράμμα 54).
Ἀλλά δέν εἶναι τά μοναδικά αὐτά γράμματα πού ἀναφέρονται στόν ἐπισκέπτη πού νιώθει μέσα του, καί δέ σκοπεύω νά τά παραθέσω ὅλα, ἀλλά τά πλέον χαρακτηριστικά καί ἐν πολλοῖς ἀκατανόητα γιά ἕναν ἄπιστο:
«...Καταλαβαίνω πώς μέσα μου εἶναι κάποιος ἄλλος πού σφυρίζει σάν τό χάρο μέ στραβά τό φέσι του. Θά ’ναι κανένας πρόγονος ἤ ἀπόγονος, σίγουρα ὄχι ἐγώ...» (Ποιητ. 258).
Ἤδη στό κεφάλαιο τῆς ἐλευθερίας καταχωρήθηκε καί τό γράμμα του στό Φανουράκη, γιά τόν Αφέντη του σέ ἄλλο πάλι γράμμα του (τό 93) γράφει πώς: «δέν εἶναι ἄνθρωπος, μά τέρας, κάτι μεταξύ δαιμόνου καί θεριοῦ ζώντας τίς πιό μεγάλες χαρές, πίκρες, ἰδέες μέ τέσσαρες διαστάσεις».
Ὁμολογεῖ λοιπόν καί τό βροντοφωνάζει ὅτι δέν εἶναι ὁ ἴδιος ἀλλά ἐκεῖνος ὁ Κάποιος, ὁ Ἀφέντης, ὁ Ἄγνωστος (τά κεφαλαῖα δικά του) πού εἶναι μέσα του, ὁ ἀνώτερός του πού αὐτός εἶναι ἀπλῶς τό ὄργανό του.
Ἀλλά ὅλα τά παραπάνω θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν σάν ἰδιόρρυθμες ψυχικές καταστάσεις τῆς στιγμῆς, σάν ἁπλή φιλολογία γιά τόν ἐντυπωσιασμό τῶν θαυμαστῶν του, ἄν ἔλειπε τό συγκλονιστικό ἐκεῖνο περιστατικό πού ὁ ἴδιος ἀφηγεῖται στήν «Ἀναφορά» του (σελ. 28,29) ὅταν περπατώντας μ’ ἕνα φίλο του σ’ ἕνα χιονισμένο βουνό νυχτωθήκανε καί χάσανε τό δρόμο:
«Ἀμίλητο ἀπό πάνω μας τό φεγγάρι, ἀσυννέφιαστος ὁ οὐρανός. Πηχτή, ἀνησυχαστική ἡσυχία, ἀβάσταχτη·τέτοιες θά ’ταν οἱ φεγγαρόλουστες νύχτες, χιλιάδες αἰῶνες, προτοῦ ὁ Θεός... νά πιάσει λάσπη καί νά πλάση τούς ἀνθρώπους. Ἀλλόκοτη ζάλη τύλιγε τό μυαλό μου, προχωροῦσα λίγα βήματα πιό μπροστά, παραπατοῦσα σά μεθυσμένος· μοῦ φαίνουνταν σά νά περπατοῦσα στό φεγγάρι ἤ σέ μία χώρα παμπάλαιη, ἀκατοίκητη, πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο μά γνώριμη πολύ· ἄξαφνα σ’ ἕνα γύρισμα τοῦ βουνοῦ διέκρινα μακρυά πολύ, βαθιά στή λαγκαδιά μερικά χλωμά φωσάκια·θά ’ταν κανένα χωριουδάκι κι’ ἀγρυπνοῦσε ἀκόμα. Καί τότε μοῦ συνέβη ἕνα πράγμα καταπληκτικό· τό θυμοῦμαι κι’ ἀνατριχιάζω ἀκόμα·στάθηκα ἕσφιξα τή γροθιά μου καί φώναξα ἀγριεμένος, δείχνοντας μέ τή γροθιά μου τό χωριό:
“Θά σᾶς σφάξω ὅλους”. Μία φωνή βραχνή πού δέν ἦταν δική μου. Κι’ ὦς νά τήν ἀκούσω τή φωνή αὐτή τρόμαξα· ὅλο μου τό κορμί ἄρχισε νά τρέμει. Ἔτρεξε ὁ φίλος μου ἀνήσυχος, μ’ ἔπιασε ἀπ’ τό μπράτσο: — Τί ἔπαθες; ποιούς θά σφάξεις; Τά γόνατά μου εἶχαν κοπεῖ... Δέν ἤμουν ἐγώ μουρμούρισα… δέν ἤμουν ἐγώ· ἦταν ἕνας ἄλλος...».
Καί εἶναι μία ἀπ’ τίς ἐλάχιστες φορές πού λέει τήν ἀλήθεια. Ἀσφαλῶς δέν ἦταν ὁ ἴδιος, ἀλλά ἐκεῖνος στήν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου ἐθήτευσε σέ ὅλη του τή ζωή.
Ὁ Πρεβελλάκης, πού μᾶς ἀποκαλύπτει καί τό ὄνομα τοῦ φίλου του — Γιάννη Σταυριδάκη —, γράφει γι’ αὐτό τό περιστατικό: «...Παράδοξο βίωμα θρησκευτικῆς προέλευσης κατά τή γνώμη μου...» (Γράμ. σελ. μ').
Ἀσφαλῶς στήν περίπτωση αὐτή μία καθαρή καί τίμια ὁμολογία ἀπ’ τούς «σιδερένιους» ὀρθολογιστές θά ἐστοίχιζε τήν ταπείνωση τοῦ ὑπερήφανου μυαλοῦ τους, γι’ αὐτό καί προσπαθοῦν μ’ ἄλλα λόγια νά ἑρμηνεύσουν τό φαινόμενο.
Ὁ ἴδιος ὁ Καζαντζάκης, ἀφοῦ μονολογώντας ἐπαναλάβη τό «Ἦταν ἕνας ἄλλος». Ποιός; Θά τό ἀποδώση στίς «πολλές πατωσιές σκοτάδια, στίς βραχνές φωνές καί στά μαλιαρά πεινασμένα θεριά πού εἶναι μέσα μας». κι’ ὅταν λέει σκοτάδια καί τέρατα, ἐννοεῖ τή ματωμένη πορεία τῆς ζωτικῆς ὁρμῆς πού ἀγκομαχώντας καί πολεμώντας ἀνέβηκε σιγά - σιγά ἀπ’ τό φυτό στό σκουλήκι, στόν πίθηκο, στόν ἄνθρωπο.
Καί βέβαια, ἄν καί αἰσθανόντανε ὁλοφάνερη μέσα του τήν παρουσία του, δέν θά καταδεχτῆ νά ἀναφέρη τό ὄνομά του, γιατί, ὄπως θά πῆ στόν Ἰβᾶν κι’ ὁ τζέντλεμαν τοῦ γίγαντα ἐκείνου τῆς πίστης καί τῆς σκέψης Ντοστογιέφσκυ στούς Ἀδελφούς Καραμαζώφ, «ἡ λογική — ἡ πιό ἄτυχη ἱκανότητά τους — τούς συγκρατεῖ στά ὅρια τῆς ἀξιοπρεπείας».
Γιά φανταστῆτε ἀλήθεια ἕναν Καζαντζάκη νά παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ Διαβόλου καί νά ἔχη τό θάρρος νά τό ὁμολογῆ, πηγαίνοντας ἔτσι κόντρα σέ ὅλους τούς πραγματιστές!...
Ἀλλά τότε, δέ θά ἦταν ὁ Καζαντζάκης πού γνωρίσαμε, ἴσως μάλιστα νά μή μαθαίναμε ποτέ οὔτε τό ὄνομά του, πού τώρα μέ τά γραψίματά του τόν ξέρει ὅλη ἡ γῆ κι’ ὁ οὐρανός ἀκόμα.
Ἀνεξάρτητα πάντως ἀπ’ τή γνώμη τῶν ἀπίστων, στήν παραπάνω περίπτωση, ἡ ἐξήγηση τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ γιά ἕναν πιστό εἶναι ἁπλή, ἄν μάλιστα συνδυαστῆ μέ τά «Κάποιος», «Ἀφέντης, Ἄγνωστος» καθώς καί μέ τά διάφορα ὄνειρα τοῦ Καζαντζάκη πού ἔχουν σάν ἀντικείμενο πτώματα, κρανία, σκουλήκια καί γενικά θεάματα μακάβρια.
Καί διερωτᾶται εὐλόγως ὁ ἀπλῶς σκεπτόμενος ἄνθρωπος:
Ὁ ξαφνικός αὐτός παροξυσμός τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ δέν εἶχε προηγηθῆ κανένα σχετικό ἐρέθισμα πού νά τόν ὠθήση σέ μία τέτοια ἔκρηξη πάθους, πῶς μπορεῖ νά ἑρμηνευτῆ ἀλλιῶς, παρά μόνο μέ ἀπόχρωση μεταφυσική; ὁ τρόμος, ἡ βραχνή φωνή, ἡ ἀνείπωτη κούραση πού ἔνιωσε, εἶναι γνώριμες καταστάσεις δαιμονοπληξίας.
(Γιά ὅσους ἀμφιβάλλουν, ἅς παρακολουθήσουν ἐξορκισμούς σέ γυναῖκες, γιά νά ἀνατριχιάσουν ὅταν ἀκούσουν τά βραχνά ἀντρικά οὐρλιαχτά πού βγαίνουν ἀπ’ τά στήθη των).
Ἅς βροῦν λοιπόν οἱ ὀρθολογισταί καί ἄπιστοι καί ἅς μᾶς δώσουν τή δική τους ἐξήγηση, ἀφοῦ λάβουν προηγουμένως ὑπ’ ὄψιν τους καί τήν ἐκτεθεῖσα πιό πάνω γνώμη τοῦ Πρεβελλάκη.
Ἐκεῖνος βέβαια, ἐξιδανικεύοντας τόν Καζαντζάκη, προσπαθεῖ νά τόν παρομοιάση καί τόν συνταυτίση μέ τούς Ἑβραίους προφῆτες, ἀκόμα καί μέ τόν ἴδιο τό Χριστό, παραλληλίζοντας τό ἐντελῶς ξεκάρφωτο καί ἀλλόκοτο αὐτό περιστατικό μέ τίς ἐκρήξεις τῶν προφητῶν γιά τήν ἐπικρατοῦσα στήν ἐποχή τους ἀδικία καί τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὅταν μέ τό μαστίγιο ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ Ναοῦ τούς πωλοῦντας καί ἀγοράζοντας κ.λπ. Ἀλλά μία τέτοια ἐξήγηση γιά τόν ὀξυνούστατο Πρεβελλάκη καί ἀτυχής εἶναι καί ἐντελῶς ἄστοχη, ἀφοῦ ἐγνώριζε πολύ καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον — καί τό γράφει ἄλλωστε κι’ ὁ ἴδιος — ὅτι «εἶχε μάτια στεγνά γιά τή μοίρα τῶν θνητῶν».
Πῶς λοιπόν θά ἐξανίστατο ἡ συνείδησή του; Ἀλλά καί ἄν ἔτσι ἔχη τό πράγμα, δέν ἀντίκρυσε καμμιά μεγάλη πολιτεία ὅπου πιθανώτατα θά κατοικοῦσαν οἱ μεγαλοκαρχαρίες πού ρουφοῦν τό αἷμα τοῦ λαοῦ γιά νά τούς... σφάξη!
Φωσάκια εἶδε, χωριουδάκι εἶδε, πού τό κατοικοῦσαν φτωχοί μεροκαματιάρηδες ἀγρότες..
Ἅς ἀφήσουν λοιπόν τούς βέβηλους αὐτούς παραλληλισμούς κι’ ἅς βροῦν μέ τή σοφία τους τίποτε ἄλλες ἐξηγήσεις ἀληθοφανέστερες.
[ΠΗΓΗ - ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (σελ. 273-279) Copyright Ἀδελφότης «Ὁ Σταυρός», Ζωοδ. Πηγῆς 44, 10681 Ἀθήνα»]