29 Μαίου 1453. «Ἑάλω ἡ Πόλις».
Ν. Κωστάρας [ΠΗΓΗ: http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=2395]
Φρικιαστικότερη κραυγή δέν ἀκούστηκε ποτέ σέ πόλη ἀνθρώπου ὡσάν νά ἔφτανε ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ πτώση τῆς Βασιλεύουσας ἐπεσφράγισε τό τέλος τοῦ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἔνδοξης πολιτείας, πού ἵδρυσε χίλια διακόσια χρόνια ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί τοῦ «Λεωνίδα» τοῦ Βυζαντίου, τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορα, τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τοῦ «μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ». Μία μαύρη σελίδα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας γραμμένη μέ τό αἷμα τῶν Βυζαντινῶν. Ἡμέρα πένθους γιά τόν Ἑλληνισμό. Ἀλλά καί ἡμέρα μνήμης.
Κι ὅμως τό πέπλο ἱστορικῆς λησμονιᾶς ἔχει σκεπάσει τήν ἑλληνική μνήμη μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνεύουμε μέ ἐθνικό ἀποχρωματισμό, διαπιστώνοντας τήν ἀρνητική εἰκόνα πού παρουσιάζει, τόπος καί λαός, σέ ὅτι ἔχει σχέση μέ αὐτά πού ὀνομάζουμε «Ἐθνικά θέματα». Ἔτσι ἐπιχειρεῖται ἐπί δεκαετίες τώρα ἡ διάβρωση τῆς ταυτότητας τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων μέσω τῆς ἱστορικῆς ἀγνωσίας καί παραπλάνησης τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας. «Ἡ Ἱστορία ἐκδικεῖται αὐτούς πού τήν ἀγνοοῦν» (Κ. Τσάτσος). Ὑπάρχουν ὅμως ἀντισώματα πού τιμοῦν τή μνήμη τοῦ «Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ» θυμοῦνται τήν Ἅλωση καί τούς θρύλους της κι ἔτσι ἐνοχλοῦν καί ἀναταράσσουν τά λιμνάζοντα νερά τῆς ἱστορικῆς μνήμης κάθε χρόνο.
Ἡ 29η Μαίου 1453 φέρει στήν Ἐθνική μνήμη τά θλιβερά γεγονότα τῆς πτώσης τῆς Βασιλεύουσας, γιατί κανένα γεγονός τῆς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας δέν εἶχε τό τραγικό μεγαλεῖο τῆς πτώσης καί κανένα μεγάλο γεγονός δέν σφράγισε τόσο βαθιά τήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας ὅσο ἡ Ἅλωση πού χαρακτηρίστηκε «συμφορά μεγίστη τῶν κατά τῶν οἰκουμένη γενομένων, ἀπό τόν Λαόνικο Χαλκονδύλη ἐνῶ ὁ Στέφαν Τσβάιχ χαρακτήρισε ὦς μοιραία στιγμή τῆς ἀνθρωπότητας». Ἕνα ἱστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας, ὄχι μόνο γιά τούς Ἕλληνες ἀλλά γιά τήν Παγκόσμια ἱστορία. Τό Βυζάντιο ἦταν πρόμαχος ὄχι μόνο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀλλά καί τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπί μία καί πλέον χιλιετία. Τό Βυζάντιο ὑψωνόταν ἀληθινό προπύργιο τῆς Δύσης, ἀσάλευτος κυματοθραύστης πάνω στόν ὁποῖο ξεσποῦσαν κάθε φορά τά ἄγρια στίφη τῶν βαρβάρων της Ἀνατολῆς.
Ἀλλά τό πρῶτο πλῆγμα κατά τῆς ἰσχυρῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καταφέρθηκε ἀρχικά ἀπό τή Δύση, τούς Σταυροφόρους τῆς Δ' Σταυροφορίας τό 1204 μ.Χ. Ὁ Ἄγγλος Βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν ἀναφέρει: «Ἡ δυνατότητα κατακτήσεως ὑπό τῶν Ὀθωμανῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὀφείλεται στό ἔγκλημα τῶν Σταυροφόρων τοῦ 1204... στίς 29 Μαίου 1453 ἕνας πολιτισμός σαρώθηκε ἀμετάκλητα». Μετά τό 1204 ἔπνεε τά λοίσθια. Ἔγινε μία τρεκλίζουσα αὐτοκρατορία. Περιορισμένη ἐδαφικά, ἐξαντλημένη οἰκονομικᾶ, διχασμένη θρησκευτικά σέ ἑνωτικούς καί ἀνθενωτικούς, προδομένη καί βαθιά πληγωμένη ἀπό τούς Δυτικούς, ἐξουθενωμένη ἀπό τίς ἐνδοδυναστικές διαμάχες περίμενε μοιρολατρικά «τόν Τοῦρκο νά τήν πάρει» (Κ. Παλαμᾶς).
Σ' αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή βρέθηκε στήν Βασιλεύουσα ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος μέ λεωνίδιο φρόνιμα γιά νά σταθεῖ ἀντάξιος τῶν πιό ἔνδοξων προκατόχων του. Γι' αὐτό ὅταν ὁ Σουλτάνος Μωάμεθ Β' τοῦ ἔκανε πρόταση νά παραδώσει τήν Πόλη, ἔδωσε ἀπάντηση θερμοπυλάχου: «Τό τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ' ἐμοῦ, οὔτε τῶν αὐτήν οἰκούντων. Κοινή γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἠμῶν». Ἦταν μία μακρινή ἀπήχηση τοῦ «Μολῶν λαβέ» καί πέρασε σάν ἄλλος Λεωνίδας στήν Ἱστορία. Ἔγινε θρύλος, σύμβολο καί τραγούδι. Ὁ Κωνσταντῖνος δέν πολέμησε γιά νά νικήσει, πολέμησε γιά νά μήν ἡττηθεῖ ἡ τιμή τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ πόλη κυριεύεται ἀλλά δέν παραδίδεται. Στάθηκε ἄγρυπνος, ἀκάματος, ἀκαταπόνητος. Μάχεται σάν τόν Ἀθανάσιο Διάκο μέ σπασμένο σπαθί. «Ἀπέθανε ἀπάνω στό σπαθί τοῦ» ὄπως λέει τό ποντιακό τραγούδι. Μπορεῖ νά σκοτώθηκε στήν Πύλη τοῦ Ρωμανοῦ ἀλλά ἀναστήθηκε στήν ψυχή τοῦ λαοῦ. Ὁ Γέρος τοῦ Μοριά ἔλεγε ὁ τελευταῖος ὑπερασπιστής δέν συνθηκολόγησε ἀλλά ἔπεσε πολεμώντας. Καί τό Γένος μας δέν δέχτηκε τό ζυγό της δουλείας, δέν συμβιβάστηκε μέ τόν κατακτητή καί σέ κάθε εὐκαιρία ἔπαιρνε τά ὄπλα γιά νά ἀνακτήσει τήν ἐλευθερία του. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἔμεινε ὁ Ἕλληνας μέ τό μύθο τοῦ «Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ», σύμβολο ἀθάνατο, ἐνσαρκωτής τοῦ ὀνείρου καί τῶν προσδοκιῶν του, πού κράτησε ἄσβεστη τή φλόγα τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιατί μέσα ἀπό τίς συμφορές βρίσκουμε τήν αὐτοσυνειδησία μας κι αὐτή ἔχουμε σήμερα ἀνάγκη γιά νά μήν ἀλλοτριωθοῦμε. «Ἡ πόλις ἑάλω! Ἀλλοίμονον, ὅμως, ἄν τήν ἀφήσωμεν νά ἀλωθεῖ ἐντός μας» (Κάθ. Ν. Τωμαδάκης). Ὄχι λησμονιά ἀλλά μνήμη γιά νά διατηρηθεῖ ἡ ἱστορική μας συνέχεια μέσα στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.
Ἀνθίππης Φιαμοῦ [ΠΗΓΗ: http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=2395]
Οἱ Ρωμιοί δέν θεώρησαν ποτέ ὁριστικό τό γεγονός τῆς Ἅλωσης τῆς Πόλης ἀπό τά «ἀγαρηνά σκυλιά». Γι' αὐτό ἀμέσως σχεδόν μετά τήν πτώση τῆς Βασιλεύουσας ἄρχισαν νά δημιουργοῦνται θρύλοι καί παραδόσεις πού συντηροῦσαν τήν ἐλπίδα τοῦ Γένους,ὄχι μόνο γιά τήν ἀνάκτηση τή Κωνσταντινούπολης ἀλλά ὅλης της παλιᾶς Αὐτοκρατορίας ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό. Παραθέτουμε ἐδῶ μερικούς.
Τά δισκοπότηρα τῆς Ἁγιά Σοφιᾶς
Τήν ὥρα πού ἀκούονται ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Σοφία φωνές «οἱ Τοῦρκοι! - οἱ Τοῦρκοι!», ὁ πρωτόπαπας βγαίνει ἀπό τήν στοά τῆς ἐξομολογήσεως. Ἀποβραδίς κοινώνησε τόν Αὐτοκράτορα κι ὦς τό πρωί ἐξομολογοῦσε. Ὄπως βγῆκε ψηλός, ἡλιοκαμένος, μ' ἄσπρα γένια καί φρύδια παχιά, νόμιζες πώς ἕνας ἅγιος ξεκόλλησε ἀπό τόν τοῖχο. Καί γιά μία στιγμή, ὅταν εἶδε τό πλῆθος γονατιστό νά τρέμει, κιτρίνισε σάν τό φλουρί, σάν νά τόν κτύπησε βόλι. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τά δάκρυα καί προχώρησε στήν ἐκκλησία. Ὁ ναός, ὁ ἄμβωνας, ὁ σωλέας καί τά περιστύλια ἦταν γεμάτα κόσμο. Τά φῶτα, οἱ πολυέλαιοι, οἱ κανδῆλες ἦταν ἀναμμένα...
Γιά τελευταῖα φορᾶ ἔλαμπε στήν Ἀνατολή τό μεγαλεῖο τῆς Χριστιανοσύνης. Ἔλαμπε ἡ θαυμάσια ἀρχιτεκτονική τοῦ Ἀνθέμιου καί Ἰσιδώρου. Ἔλαμπε ὁ ἀφάνταστος πλοῦτος, πού ἐσκόρπισεν ὁ Ἰουστινιανός, γιά νά νικήσει τόν Σολομώντα. Κι ἀπό μακριά ἔφταναν τοῦ τρόμου οἱ φωνές:
«Οἱ Τοῦρκοι! Οἱ Τοῦρκοι!»...
Οἱ πολυέλαιοι ἀπό κρύσταλλα ἀσημοδεμένα, τά πελώρια μανουάλια, σάν γίγαντες φωτοβόλοι, οἱ ποικιλόχρωμες κολόνες, τά χρυσά μωσαϊκά, ὅλα ἔλαμπαν γιά τελευταῖα φορᾶ. Καί ψηλά οἱ ἐλαφρύτατες γραμμές, γεμάτες εὐγένεια, γεμάτες χάρη, ἀγκάλιαζαν, σάν σχέδιο ἐνάερης κολόνας, τόν πελώριο τροῦλο. Ὤ! ὄπως ἦταν ὁ τροῦλος θαυμάσιος στούς γύρους, νόμιζες πώς ζητοῦσε νά πλανέψει σ' ἕναν ἄλλο κόσμο τούς χριστιανούς τήν ὥρα τῆς θυσίας!
Ὁ πρωτόπαπας ἔκαμε τρεῖς σταυρούς καί μπῆκε στό ἱερό. Ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, σά νά ἦταν κρεμαστός οὐράνιος θόλος, τό Κιβώτιο. Στήριζε τά τέσσερα χρυσά του πόδια στίς τέσσερις γωνίες καί ἀπ' ἐμπρός πρόβαλε ἕνα ὡραῖο τόξο. Ἕνας σταυρός χρύσιζε στήν κορυφή του καί μέσα ἀπό τόν θόλο τοῦ κατέβαινε ἄσπρο περιστέρι, ἡ Περιστερά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ πρωτόπαπας βγάζει ἀπό τά σπλάχνα τῆς Περιστερᾶς τά Δισκοπότηρα, τά σκέπασε μέ μεταξωτό, πού λέγεται Ἀέρας, τά πῆρε κι ἔφυγε. «Μή δότε τά Ἅγια τοίς κυσίν», σκέφτηκε...
Σάν ἀρχαῖο ἑλληνικό ἀγγεῖο, ὅλο ἀπό χρυσάφι, λίγο κοντό, μέ δυό ὄμορφα χερούλια καί μέ πλευρές καμπύλες, τέτοιο ἦταν τό Ἱερόν Ποτήριον. Τό στόμα τοῦ τριγύριζε διπλή γραμμή σέ ρυθμό μαιάντρου. Καί στήν πρόσοψη εἶχε τό Χριστό σέ κολυμπήθρα, ἀπό παράσταση ἀρχαία.
Ὁ ἱερός Δίσκος ἦταν ἀπό χρυσάφια καλοδουλεμένο. Στό κέντρο ὁ Μυστικός Δεῖπνος τοῦ Κυρίου. Καί γύρω πολύτιμα πετράδια. Ὁ πρωτόπαπας ἔριξε μία ματιά στή θάλασσα, ἀνασκουμπώθηκε κι ἔσπρωξε μέ τέτοια δύναμη τό καραβάκι, πού γλίστρησε ὦς τόν γιαλό. Μπῆκε μέσα, ἄνοιξε πανί καί κράτησε τό τιμόνι γραμμή γιά τήν Βιθυνική παραλία. Ὁ ἀντίλαλος τῆς Πόλης ἐξακολουθοῦσε...
«Οἱ Τοῦρκοι! Οἱ Τοῦρκοι!... ».
Μία τρικυμία σηκώθηκε τρανή. Τό καραβάκι σάν τσόφλι χοροπηδοῦσε στά κύματα ἐπάνω. Στήν Πόλη φλόγες καί καπνοί παντοῦ. Στ' αὐτιά ὁ ἀέρας ἔφερνε μία ἄγρια ἀντήχηση ἀπό τρόμο, ἀπό δαρμούς, ἀπό παρακάλια, ἀπό ξεψυχημό, ἀπό βογκητά θανάτου...
Ὤ! Πόλη, μέ τά βασιλικά σου, μέ τούς ἱπποδρόμους σου, μέ τίς ἀκαδημίες τῶν τεχνῶν σου! Χριστιανοσύνη πού ἐδίδαξες στόν κόσμο τήν ἀλήθεια. Χιλιόχρονη ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ πού σβήνεις. Ἐργάτες τοῦ νοῦ πού γενήκατε φυγάδες καί δοῦλοι.
Ἀνθρώπινα ἔργα, πού ζηλέψατε ἀθανασία καί γενήκατε ἐρείπια. Μεγαλεία περασμένα. Ἅρματα νίκης πού περνούσατε τήν Χρυσόπορτα. Βασιλεῖς μέ τίς χρυσές κορόνες. Γεννήσεις καί θάνατοι σβησμένοι γιά τήν πρόοδο. Μνημεῖα, πού μέσα στήν καταστροφή ἐμείνατε χωρίς μορφή, χωρίς ὄνομα. Ἄπειρες μέρες ἐκμηδενισμένες. Νά! παίρνει τή σκόνης σας ἕνας ἀνθρώπινος ἀνεμοστρόβιλος καί τήν σκορπίζει στούς τέσσερις ἀνέμους!
Ἡ Δύση τοῦ ἡλίου χρωμάτισε τόν οὐρανό κόκκινο, σάν αἷμα. Σημάδι τῆς φρίκης. Ὁ ἄνεμος ἐξακολουθοῦσε νά φυσᾶ κι ὁ ἀνεμοστρόβιλος σάρωνε τήν Προποντίδα.
Σκοτείνιασε. Τό σκοτάδι σκέπασε τόν οὐρανό, τήν Πόλη. Κι ἀπό τή θάλασσα μακριά ἀνέβαινε αἱμοσταγμένος τοῦ φεγγαριοῦ ὁ δίσκος. Κόκκινος, σάν τά μάτια τοῦ φονιά.
Ὁλόρθος στό καράβι ὁ πρωτόπαπας κάρφωσε στόν οὐρανό τά μάτια του καί εἶδε - ὤ φρίκη! - τό φονικό φεγγάρι νά στέκεται ἀκίνητο στόν τροῦλο τῆς Ἁγίας Σοφίας. Καί εἶδε νά μαυρίζει, νά μαυρίζει ὁ μισός δίσκος. Ἀρχαία προφητεία ἔλεγε: «θά εἶναι πανσέληνος. Ἔκλειψη θά γίνει. Καί ἡ Πόλη θά πέσει!»...
Ὁ πρωτόπαπας περιχύθηκε μέ κρύο ἱδρώτα. Ἔβλεπε μία τόν σταυρό στόν τροῦλο τῆς Ἁγίας Σοφίας καί μία τό μισοφέγγαρο. Τό καραβάκι χοροπηδοῦσε στά κύματα τῆς θάλασσας. Χίλια κομμάτια ἔγινε τό μικρό πανί του. Κι ὁ ἀέρας βούιζε σά θρῆνος στό κατάρτι του. Ὁ πρωτόπαπας ἔβαλε τίς τελευταῖες του προσπάθειες. Στό στῆθος τοῦ κρατοῦσε σφιχτά τά Δισκοπότηρα. Κι ἐνῶ θωροῦσε πέρα τήν Ἁγία Σοφία, δέ βλέπει τό σταυρό... Βλέπει μισοφέγγαρο...
Ἀμέσως ἄνοιξαν τά μεσουράνια. Ἕνα φῶς γλυκύτατο ἁπλώθηκε. Ἄγγελος Κυρίου φάνηκε κι ἅρπαξε τά Δισκοπότηρα.
Μήν ἦταν θαῦμα; Ἡ θάλασσα ἄνοιξε στόμια καί κατάπιε τόν πρωτόπαπα. Γαλήνη! Τό τρομερό στοιχεῖο ἡσύχασε. Καί σάν νά ἦταν Φῶτα κι ἅγιασε τήν θάλασσα σταυρός...
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ.
Οἱ περισσότεροι τοπικοί θρύλοι γιά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σέ ἕνα σημεῖο: ὅλοι δείχνουν ὅτι ὁ χρόνος σταμάτησε μέ τήν κατάληψη τῆς ἱερῆς πόλης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς ἄπιστους Τούρκους καί ὅτι ἡ τάξη στόν κόσμο θά ἐπανέλθει μέ τήν ἀνακατάληψη τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τούς Ἕλληνες. Ἔτσι, καί στήν Ἤπειρο ὑπάρχει μία ἀντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ἕνα πουλί φέρνει τήν ἀναγγελία τῆς πτώσης τῆς Πόλης σέ μία ὁμάδα βοσκῶν πού ἐκείνη τή στιγμή ποτίζουν τά κοπάδια τους σέ ἕνα ποτάμι, Ὁ θρύλος λέει ὅτι στό ἄκουσμα τῆς φοβερῆς εἴδησης τά νερά τοῦ ποταμίου σταμάτησαν νά κυλᾶνε, ἀφοῦ καί τό φυσικό στοιχεῖο θεώρησε ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν κάτι τό ἀνήκουστο. Τό ποτάμι θά συνεχίσει καί πάλι νά κυλάει, μόλις ἀπελευθερωθεῖ ἡ Πόλη, συνεχίζει ὁ λαϊκός θρύλος...
ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ
Ἕναν ἀπό τούς πύργους τῶν τειχῶν τῆς Πόλης τόν ὑπεράσπιζαν τρία ἀδέρφια, ἄρχοντες Κρητικοί πού πολεμοῦσαν μέ τό μέρος τῶν Βενετῶν (ἡ Κρήτη τότε ἦταν κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Βενετῶν). Μετά τήν πτώση τῆς πόλης τά τρία ἀδέρφια καί οἱ ἄντρες τούς ἐξακολουθοῦσαν νά πολεμοῦν καί παρά τίς λυσσώδεις προσπάθειες τούς οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν κατορθώσει νά καταλάβουν τόν πύργο. Γιά τό περιστατικό αὐτό ἐνημερώθηκε ὁ Σουλτάνος καί ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τήν παλικαριά τους. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά τούς ἐπιτρέψει νά φύγουν μέ ἀσφάλεια ἀπό τόν πύργο καί νά πάρουν ἕνα καράβι μέ τούς ἄντρες τους καί νά γυρίσουν στήν Κρήτη. Πραγματικά ἡ πρόταση τοῦ ἔγινε δεκτή μέ τή σκέψη ὅτι ἔπρεπε νά μείνουν ζωντανοί γιά νά πολεμήσουν νά ξαναπάρουν τή Βασιλεύουσα πίσω ἀπό τούς ἀπίστους. Ἔτσι οἱ Κρητικοί ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο τους καί ξεκίνησαν γιά τό νησί τους. Τό πλοῖο δέν ἔφτασε ποτέ στήν Κρήτη καί ὁ θρύλος λέει ὅτι περιπλανιοῦνται αἰώνια στό πέλαγος μέχρι τή στιγμή πού θά ξεκινήσει ἡ μάχη γιά τήν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπό τούς Ἕλληνες. Τότε τό πλοῖο τῶν Κρητικῶν θά τούς ξαναφέρει στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά πάρουν καί αὐτοί μέρος στή μάχη καί νά ὁλοκληρώσουν τήν ἀποστολή τους καί τό ἑλληνικό ἔθνος νά ξανακερδίσει τήν Πόλη.
ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΝ
Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στήν Πόλη ξεκίνησαν νά καταστρέφουν τίς ἐκκλησίες καί τά μοναστήρια. Στήν Ἁγία Σοφιά εἶχε καταφύγει πολύ λαός, κυρίως γυναικόπαιδα, γιά νά ἀποφύγουν τόν θάνατο. Ὅμως ἡ παρουσία τούς ἐκεῖ δέν τούς ἔσωσε, καθώς φανατισμένοι ἀπό τούς δερβίσηδες μωαμεθανοί μπῆκαν στήν ἐκκλησία καί ἄρχισαν νά σφάζουν ἀδιακρίτως ὅποιον ἔβρισκαν μπροστά τους. Ὁ σωρός τῶν πτωμάτων ἔφτασε τά δέκα μέτρα. Ὅταν μάλιστα ὁ Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε νά μπεῖ στό ναό τό ἄλογο τοῦ σκόνταψε πάνω στά πτώματα, Μέ τήν ὁπλή τοῦ τό ἄλογο ἄφησε ἕνα σημάδι στήν κορυφή ἑνός στύλου, τό ὁποῖο σώζεται μέχρι σήμερα. Τίς πιό πολλές εἰκόνες καί τοιχογραφίες τῆς Ἁγία Σοφιᾶς τίς κατέστρεψαν οἱ Τοῦρκοι. Ὅταν, ὅμως, οἱ ἄπιστοι εἰσβολεῖς ἔφτασαν στόν ἐξώστη - γυναικωνίτη καί ἕνας τσαούσης (Τοῦρκος ἀξιωματικός) προσπάθησε μέ ἕναν πέλεκυ νά καταστρέψει μία τοιχογραφία τῆς Παναγίας πού κρατᾶ στά χέρια τῆς τόν Ἰησοῦ μωρό, ἔγινε τό θαῦμα ! Τή στιγμή πού ὁ Τοῦρκος προσπάθησε νά καταφέρει τό πρῶτο χτύπημα στήν τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι ἔπεσε νεκρός. Τή θέση τοῦ πῆρε ἕνας ἄλλος Τοῦρκος, ἀλλά τήν ἴδια στιγμή κι ἐκεῖνος εἶχε τήν ἴδια τύχη. Οἱ ὑπόλοιποι βάρβαροι πανικοβλήθηκαν ἀπ' τό πρωτόγνωρο γι' αὐτούς θαῦμα καί γεμάτοι τρόμο, ἀλλά καί σεβασμό ἐγκατέλειψαν τήν ἀνόσια προσπάθειά τους. Ἡ συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στόν δεξιό ἐξώστη τῆς Ἁγία Σοφιᾶς.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στή Βασιλική Ἐκκλησία, ἕνας ἱερέας τελοῦσε τή θεία Λειτουργία. Βλέποντας τούς ἄπιστους νά μπαίνουν, δέ σκεπτόταν παρά πώς νά σώσει ἀπό τή βεβήλωση τόν ἱερό ἄρτο καί τό πολύτιμο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀνέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στόν Ἄμβωνα, κρατώντας τ' Ἅγιο Δισκοπότηρο κι ἐξαφανίστηκε σέ μία μικρή πόρτα. Τήν ἔκλεισε πίσω του, μά δυστυχῶς οἱ Τοῦρκοι τόν εἶχαν δεῖ κι ἔτρεξαν νά τόν προφτάσουν. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στό σημεῖο πού θά ἔπρεπε νά βρίσκεται ἡ πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δέν εἶδαν παρά μόνο μία γυμνή, λεία ἐπιφάνεια χωρίς τό παραμικρό σημάδι ἀνοίγματος. Ἀγριεμένοι, προσπάθησαν νά γκρεμίσουν τόν τοῖχο, ἀλλά ἔσπασαν τά ὄπλα τους, χωρίς νά καταφέρουν τίποτε! -Ἅς φέρουν τούς χτίστες τοῦ στρατοῦ μας, ἀποφάσισε ὁ Σουλτάνος. Ἔτσι θά δοῦμε τί εἶναι πίσω ἀπ' αὐτόν τόν τοῖχο. Οἱ χτίστες ἦρθαν μέ τά ἐργαλεῖα τους κι ἄρχισαν νά χτυποῦν τόν τοῖχο. Παρ' ὅλες τους τίς προσπάθειες ὅμως, δέν μπόρεσαν οὔτε νά τόν τρυπήσουν κι ὁμολόγησαν πώς σίγουρα ὑπῆρχε κάποιο τεχνικό μέσο, πού τούς ἦταν ἄγνωστο. -Εἶστε ἀνίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ὁ Σουλτάνος καί θά τιμωρηθεῖτε! Νά φέρουν βυζαντινούς χτίστες! Τότε ἔφεραν βιαστικά ὅσους μπόρεσαν καί ἀπειλώντας τους μέ θάνατο, τούς πρόσταζαν νά ρίξουν αὐτόν τόν τοῖχο! Μά, οὔτε κι αὐτοί δέν τά κατάφεραν! Γιατί, τό θέλημα τοῦ θεοῦ, πιό δυνατό ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δύναμη, κρατοῦσε αὐτές τίς πέτρες δεμένες γερά, γιά νά προστατεύει τόν ἱερέα. Ὅλους αὐτούς τούς αἰῶνες, ὁ ἱερέας ἀγρυπνεῖ, σφίγγοντας τό δισκοπότηρο, πού προστάτευσε ἀπό τούς ἄπιστους! Μά, ὅταν θά ξαναπάρουμε τήν Πόλη, ἡ πόρτα θά ξανανοίξει μόνη της, ὁ ἱερέας θά βγεῖ, θά ξαναμπεῖ στό ἱερό καί θά συνεχίσει τά λόγια της λειτουργίας, ἀπό κεῖ ἀκριβῶς πού εἶχε σταματήσει !