Μικρό ἀφιέρωμα στόν ἡρωϊσμό καί τό ἦθος τῶν Ἑλλήνων τοῦ '40.
Θαυμάζει κανείς τό ρωμαίϊκο ἦθος, τή λεβεντιά καί τήν περιφρόνηση τοῦ θανάτου τῶν στρατιωτῶν τῆς ἱστορίας πού ἀκολουθεῖ καί πρό πάντων τοῦ ἱερέως χάριν τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν. Σήμερα ὄχι μόνο ἀτιμάζουν κάποιοι τήν πατρίδα μας καί καλλιεργοῦν τόν κακομοίρικο βόλεμα, ὄχι μόνο καταφρονοῦν τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ἀλλά καί προπαγανδίζουν χωρίς ντροπή τήν καύση τῶν νεκρῶν σάν νά πρόκειται γιά ἄχρηστα σκουπίδια. Ἄς ἀναβαπτισθοῦμε νοερά ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς ἀληθινῆς αὐτῆς ἱστορίας.
Ὁ παπᾶς - Τοῦ Π. Πετιμεζᾶ
( Σημ. τοῦ περιοδικοῦ «Ζωή τοῦ Παιδιοῦ», τεύχ. 946, ἔτος1990, σελ.192-196). Στό κείμενο αὐτό κρατήσαμε τή γλώσσα, τήν ὀρθογραφία καί τόν τονισμό τοῦ συγγραφέα, σάν ἕνα δεῖγμα γραφῆς, πού πολύ συχνά συναντᾶμε στήν ἑλληνική γλῶσσα).
Ἦταν ἐννέα. Τούς διεκρίνομεν καθαρά ἀπό τά θέσεις μας, ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τοῦ λόφου, ἐξηπλωμένους εἰς διαφόρους στάσεις. Ὁ ἕνας πρηνής, ὁ ἄλλος ὕπτιος, κάποιος ἄλλος στηριζόμενος εἰς ἕνα κομμένον κορμόν δένδρου. Ὅλοι μέ τήν παγεράν ἀκαμψίαν τοῦ θανάτου εἰς τά μέλη ἔμενον ἐκεῖ ἐπί δύο ἡμέρας ἄταφοι...
Εἶχον μείνει καί οἱ ἐννέα κατά τήν πεισματώδη συμπλοκήν, ἡ ὁποία ἐγένετο ἐπί τοῦ λόφου δύο ἡμέρας πρίν. Ἔκτοτε ὁ λόφος ἐκρίθη ἀπό ἡμᾶς καί ἀπό τούς ἄλλους ὡς μή δυνάμενος νά κρατηθῇ καί ἐγκατελείφθη μέ τούς ἐννέα νεκρούς εὐζώνους ἐπί τῆς γυμνῆς βραχώδους κορυφῆς του.
Μετά τήν ἡμέραν τῆς μάχης, κατόπιν διαρκοῦς βροχῆς καί ὁμίχλης, εἶχεν ἐπικρατήσει αἰθρία καί ἕνας γλυκύτατος καί γαλήνιος οὐρανός ἐστέγαζε τούς ἐξακολουθοῦντας νά μάχωνται διαρκῶς ἡμέραν καί νύκτα ἀπό τῶν ἰδίων θέσεων ἑκατέρωθεν τοῦ λόφου.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι νεκροί εἶχον περισυλλεχθῆ μέσα εἰς τάς χαράδρας, τάς πλαγιάς τῶν λόφων, ἀπό ὅλα τά δασώδη μέρη, καί εἶχαν ταφῆ τήν παραμονήν μέ τάς εὐχάς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλ΄ἐκεῖνοι οἱ ἐννέα; Δίς καί τρίς ἐπεχείρησαν οἱ τραυματιοφορεῖς ἕρποντες νά τούς τραβήξουν κάτω, καί τήν αὐταπάρνησίν των τήν ἐπλήρωσαν ἀκριβά ˙ οἱ ἐννέα εἶχαν γίνει δώδεκα!
- Καί ὅμως πρέπει νά ταφοῦν! Έγώ δέν τούς ἀφίνω στά ὄρνια, ἠκούσθη ἡ φωνή τοῦ διοικητοῦ. Νά ταφοῦν ἐκεῖ ἐπάνω! Νά ταφοῦν ἐπί τόπου. Νά πάῃ ἐκεῖ καί ὁ παπᾶς.
Νά πάῃ ἐκεῖ καί ὁ παπᾶς! Ὁ ἀγαθώτατος παπα-Γεώργης, ἀπό ἁπλοῦς καί εἰρηνικός ἐφημέριος κάποιου ὀρεινοῦ χωριοῦ τῆς Ρούμελης εὑρέθη ἕνα πρωΐ ἱερεύς εὐζωνικοῦ τάγματος ἀπό ἐνθουσιασμόν μεγάλον, ἀλλά καί ἀπό κάτι ἄλλο ἀκόμη : Οἱ περισσότεροι ἀπό τό τάγμα ἦσαν ἀπό τήν ὀρεινήν περιοχήν τῆς πατρίδος του. Τούς ἐγνώριζε μέ τά ὀνόματά των. Ἤξευρε τάς μητέρας των, τάς γυναῖκας των, τάς ἀδελφάς των. Καί ὅλαι αὐταί τόν εἶχον προτρέψει νά δεχθῆ, διά νά προστατεύῃ τά παιδιά μέ τό σχῆμα του καί νά ἀποτρέπῃ τόν κίνδυνον μέ τήν δύναμιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχεν ὑπερνικήσει τούς δισταγμούς του καί πρό πάντων εἶχε κατορθώσει νά πείσει τήν παπαδιά ὅτι αὐτό, πού κάμνει, εἶναι θέλημα καί εὐχή Θεοῦ.
Ἔκτοτε ἐπί δέκα συνεχεῖς μῆνας καί εἰς τούς δύο πολέμους ἠκολούθει τό τάγμα, ἐσυνήθισεν εἰς τάς στερήσεις μἐ ὅλα τά πενήντα ἔτη του, εἰς τάς κακουχίας, εἰς τήν πεῖναν εἰς τό ψῦχος ὑπό τό ἀντίσκηνον.
Εἰς ἕν πρᾶγμα δέν ἠδύνατο νά συνηθίσῃ :
Τοῦτο ἦτο, νά συγκρατῆ τά δάκρυά του καί μίαν φρικίασιν, ὅταν τόν ἐκάλουν νά εἴπῃ τάς εὐχάς τῶν νεκρῶν ἐπάνω εἰς κάποιαν τάφρον ἀπό τάς ἀνοιγμένας εἰς κορυφήν ἤ χαράδραν καί μέσα εἰς τήν ὁποίαν ἐτοποθετοῦντο μεθοδικώτατα, ὁ εἷς παραπλεύρως τοῦ ἄλλου, παραμορφωμένοι καί ἀγνώριστοι οἱ γνωστοί του τῆς χθές, διά τούς ὁποίους τήν ἰδίαν νύκτα ἔγραφεν εἰς τήν πατρίδα του τό σύνηθες καί τακτικόν του «νά πῆς μέ τρόπον στή γυναῖκα τοῦ τάδε ὅτι πάει αὐτός καί στή μάνα τοῦ δεῖνα πώς δέν θά τόν ξαναϊδῆ».
- Νά πάῃ καί ὁ παπᾶς ἐκεῖ, εἶχεν ἐπαναλάβει ὁ ταγματάρχης.
Πολύ πρίν ὁ ἥλιος ἀνατείλη ἐξεκίνησαν οἱ ἄνδρες τῆς ἀγγαρείας ἕκαστος μέ ἕνα πτύον καί μίαν σκαπάνην ἐπ' ὤμου. Διέβησαν κάτω ἀπό τήν δασώδη χαράδραν βαδίζοντες ἀραιά, ὁ εἷς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου καί ἐπλησίασαν τήν πλαγιάν τοῦ ἀπαισίου λόφου. Τελευταῖος ἠκολούθει μέ ἕνα μικρόν σκοῦφον φέροντα τό στέμμα, χωρίς κάπαν μέ τά ξεθωριασμένα καί σχισμένα ράσα ὁ ἱερεύς, κρατώντας εἰς τό ἕνα χέρι τόν σταυρόν καί εἰς τό ἄλλο ὑπό μάλης διπλωμένον τό πετραχήλι του.
Ὅπως κάθε πρωΐ, πυκνή ὁμίχλη ἐκάλυπτεν ἀκόμη τήν κορυφήν τοῦ λόφου. Ὅλοι ἐτάχυναν τό βῆμα, διά νά ἐπωφεληθοῦν. Ἐβάδιζαν κατ΄ ἀρχάς ὄρθιοι. Μετ΄ ὀλίγον ὁ πρῶτος ἐγονυπέτησε, τόν ἐμιμήθησαν ἀμέσως καί οἱ ἄλλοι, καθώς καί ὁ παπᾶς.
Ὅταν ἔφθασαν τέλος εἰς τό μικρόν πλάτυσμα τῆς κορυφῆς, ἔπεσαν ὅλοι πρηνεῖς, ἄλλοι εἰς τά πλάγια, καί βοηθούμενοι μέ τάς χεῖρας, μέ τά γόνατα, ἕρποντες ἐπλησίασαν τούς νεκρούς, καί τούς ἔσυραν ἕνα-ἕνα ὀπίσω ἀπό μίαν προεξοχήν βραχώδη, ἡ ὁποία ἠδύνατο νά τούς προκαλύψῃ γονυπετεῖς τοὐλάχιστον. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἤρχισαν νά σκάπτουν μερικοί πλαγιασμένοι, ἄλλοι πρηνεῖς, ἕκαστος ὅπως ἠδύνατο τήν τάφρον...
Ἡ ὁμίχλη εἶχεν ἀραιώσει ὀλίγον καί ἤρχισε νά διαφαίνεται ἕνας ἥλιος κατέρυθρος, μόλις ἀνατέλλων. Πότε-πότε ἐσφύριζε καμμιά σφαῖρα τυχαία καί τούς ἔκαμνε νά σκύβουν ἀκόμη περισσότερον.
Ἀφοῦ ἐτοποθέτησαν τόν ἕνα πλησίον τοῦ ἄλλου, ἐκάλεσαν ὅλοι μαζί τόν παπᾶν :
- Ἐμπρός, τώρα πατεράκι, ἡ δουλειά ἡ δική σου.
Ἕρπων καί αὐτός εἶχεν ἀνέλθει εἰς τήν κορυφήν τοῦ λόφου καί ἐκαλύφθη ὄπισθεν ἑνός τεμαχίου κορμοῦ κομμένης δρυός. Δύο τρεῖς ἀπό ἡμᾶς παρηκολούθουν περίεργοι μέ τά δίοπτρα ἀπό τόν ὄπισθεν λόφον.
Μὀλις ἤκουσεν τήν φωνήν, ἐσύρθη σιγά – σιγά μέ μυρίας προφυλάξεις καί ἐπλησίασεν εἰς τό χεῖλος τῆς τάφρου. Ἐκεῖ ἐστάθη πρός στιγμήν, ὡσάν νά ἐσκέπτετο κάτι, ὡσάν νά ἐδίσταζεν, ἐξεδίπλωσε τό πετραχήλι του καί τό ἐφόρεσε. Οἱ ἄλλοι ἀπεκαλύφθησαν, ἔκαμαν τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ, πάντοτε κρυμμένοι ὀπίσω ἀπό τήν προεξοχήν τοῦ βράχου.
Ἔξαφνα διακρίνομεν ἕνα μαῦρο ράσον νά σηκώνεται ὄρθιον καί τό χρυσίζον πετραχήλι νά λαμποκοπᾶ εἰς τάς ἀκτῖνας ἑνός λαμπροῦ ἡλίου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαλύσει τήν ὁμίχλην καί, ὡς ἐάν τοῦτο ἦτο σύνθημα ἀναμενόμενον, ἤρχισε καί ἀπό τά δύο μέρη γενικόν πῦρ. Αἱ βολίδες συρίζουν καί τά μικρά νέφη τῶν διαρρήξεων τῶν ὀβίδων σχίζουν τόν γλαυκόν οὐρανόν.
- Κάθισε κάτω παπᾶ ! Θά μᾶς ἰδοῦν! ἐφώναξαν οἱ ἄλλοι. Ἀλλ΄ αὐτός, ὡς νά μή ἦτο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐκείνην τήν στιγμήν. Ἀνεστύλωσε περισσότερον τό μικρόν του ἀνάστημα, ὕψωσεν ὅσον ἠδύνατο ὑψηλά μέ τό δεξιόν του χέρι τόν σταυρόν καί ἡ λευκάζουσα γενειάς του ἤρχισε νά κινῆται, διότι ἐξήρχοντο ἀπό τό στόμα του ἀργά-ἀργά αἱ εὐχαί τῆς ἐκκλησίας...
Οἱ ἄνδρες τῆς ἀγγαρείας, ἀφοῦ ἐσκέπασαν ταχέως τούς νεκρούς, ἤρχισαν νά τρέχουν εἰς τήν κατωφέρειαν καί ἐξηφανίσθησαν κάτω εἰς τήν χαράδραν.
Αὐτός ἀτάραχος, ἀναστυλωμένος, ἐξηκολούθει νά μένῃ εἰς τήν στάσιν ἐκείνην, ἕως ὅτου καί ἡ τελευταία λέξις τῆς ἀκολουθίας τῶν νεκρῶν ἐξῆλθεν ἀπό τό στόμα του. Ἀφοῦ ἐτελείωσεν, ἔκαμε τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ, συνέπτυξε τό πετραχήλι του ὑπό τήν μασχάλην καί μέ βῆμα βραδύ καί σταθερόν κατῆλθε τήν κλιτύν, πάντοτε ὄρθιος, ρίπτων ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἥσυχον βλέμμα πρός τάς ἐχθρικάς θέσεις, ἕως ὅτου ἔφθασε κάτω εἰς τήν χαράδραν ἀσφαλής καί ἐκτός κινδύνου.
Ὅταν τό βράδυ μετά τήν μάχην ἐπῆγα νά ἐκφράσω τόν θαυμασμόν μου, τόν εὕρον νά κάθεται σταυροπόδι εἰς τό ἀντίσκηνόν του καί νά γράφῃ τό συνηθισμένο πρός τήν παπαδιά :
- Νά εἰπῆς μέ τρόπον στή γυναῖκα τοῦ τάδε ὅτι πάει αὐτός, καί στή μάνα τοῦ δεῖνα πώς δέν θά τόν ξαναϊδῆ».