Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ 29 ΜΑΙΟΥ 1453

Γράφει ο Ιωάννης Κουζίου,  

Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας το 1453 ήταν ο Κωνσταντίνος  ΙΑ΄ Παλαιολόγος Δραγάσης ηλικίας τότε 49 ετών, υιός του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ήταν   άνθρωπος που τον χαρακτήριζέ η αγάπη για την χώρα του, το απαράμιλλο θάρρος η γενναιοδωρία και η τιμιότητα και παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην Πόλη, εργάστηκε με σθένος για να οργανώσει την άμυνα της και τον εφοδιασμό της με τρόφιμα. Επισκεύασε όσο ήταν δυνατό τα διπλά τείχη της Βασιλεύουσας, συγκέντρωσε στις αποθήκες όλη την παραγωγή σιτηρών που μπορούσε να συγκεντρωθεί και ασφάλισε τον Κεράτιο κόλπο με τεράστια σιδερένια αλυσίδα, οι άκρες της οποίας είχαν στερεωθεί στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη.

Για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών εκποιήθηκαν πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια με τα οποία αγοράστηκαν όπλα και πληρωθήκαν οι μισθοφόροι. Επίσης έγιναν προσπάθειες σε πολιτικό επίπεδο προς διάφορους χριστιανούς ηγεμόνες χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Κανένα χριστιανικό κράτος δεν συνέδραμε σε στρατιωτικό επίπεδο την επι κλίνης θανάτου ευρισκομένη αυτοκρατορία, κάποια από αυτά πραγματικά δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν, όχι όμως όλα. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, δυο πλοία με 700 γενουάτες πολεμιστές υπό την αρχηγία του Ιουστινιάνη έφθασαν στην Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ απένειμε στον Ιουστινιάνη τον τίτλο του πρωτομάστορα και του ανέθεσε την άμυνα της Πόλης, δίνοντάς του ως αντάλλαγμα το νησί της Λήμνου.

Οι διαφορές όμως σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο είχαν δημιουργήσει συνθήκες διαμάχης και απελπισίας στο εσωτερικό της Πόλης. Η μια παράταξη ήταν απρόθυμη να εναντιωθεί στους Τούρκους, όχι γιατί ήταν φιλοτουρκική αλλά γιατί ήταν αντιλατινική και επέλεγε το «μη χείρον βέλτιστον». Αυτή την άποψη εξέφρασε και ο Λουκάς Νοταράς που κατείχε το ύπατο αξίωμα μετα τον αυτοκράτορα, με την φράση του «Κρειττότερον εστιν ειδεναι εν μεσει τη πολην φακιολιον βασιλευον Τούρκων η κάλυπτραν λατινικήν». Η λατινική κυριαρχία ήταν όχι μόνο αδυσώπητη αλλά και επικίνδυνη για την ταυτότητα του Γένους και αυτό το γνώριζαν καλά οι χριστιανοί κάτοικοι των λατινακρατούμενων περιοχών. Απώτερος σκοπός του Πάπα δεν ήταν μόνο η ένωση των εκκλησιών αλλά η πολιτική κυριαρχία της αυτοκρατορίας, όπως και το 1204. Η άλλη παράταξη υποστήριζε σθεναρά την θρησκευτική ένωση με τους Λατίνους ως την μόνη ελπίδα σωτηρίας της αυτοκρατορίας. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η διαμάχη είχε αρνητικές συνέπειες για την τύχη της Πόλης.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Στις 7 Απριλίου 1453 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής,  κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Βασιλεύουσας. Από τον Μάρτιο του ίδιου έτους είχε φροντίσει να συγκεντρώσει τον πολυάριθμο τακτικό στρατό του που αριθμούσε τις 150.000 κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Σε αυτούς πρέπει να προστεθεί ένας τεράστιο πλήθος από άτακτους Τούρκους, απο Βαζιβουζούκους, πολυάριθμους Δερβίσηδες, Τούρκους ιερωμένους, καθώς επίσης και ένας μεγάλος αριθμός από τεχνίτες, σιτιστές, υπηρέτες και εργάτες. Ο Σουλτάνος είχε στήσει την σκηνή του απέναντι από την πύλη του Αγ. Ρωμανού, στο ίδιος ακριβώς σημείο που την είχε στήσει και ο πατέρας του το 1422, όταν προσπάθησε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Απριλίου έφθασε και ο τουρκικός στόλος από τελούμενος από 400 πλοία και αγκυροβόλησε στον Βόσπορο, στην περιοχή του Διπλοκιονίου. Την ίδια ημέρα άρχισε σφοδρός κανονιοβολισμός εναντίον των τειχών της Κωνσταντινούπολης, από τα τεράστια ορειχάλκινα κανονιά μεγάλου διαμετρήματος τα οποία εκτόξευαν σε μεγάλη απόσταση γιγάντια βλήματα, τα οποία κατέστρεφαν τα Θεοδοσιανά τείχη. Ο κανονιοβολισμός δεν σταμάτησε σε όλη την διάρκεια της πολιορκίας. Ανάμεσα στα κανόνια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν και το τεράστιο κανόνι που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος Ουρβανός, έναντι αδρά αμοιβής, ένα αρκετά εξελιγμένο για την εποχή του όπλο, με μπάλες διαμετρήματος 1 μέτρου και βάρους 400 κιλών, αποδείχτηκε όμως πως μεγαλύτερος ήταν ο θόρυβος που έκανε από τα αποτελέσματα που είχε.

Η αναμέτρηση ήταν άνιση. Η χιλιόχρονη Ανατολική Ρωμαϊκή Χριστιανική Αυτοκρατορία που πλέον είχε περιοριστεί εδαφικά στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, της Θράκης και σε ένα μεγάλο τμήμα της Πελοποννήσου, είχε προ πολλού απωλέσει την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική της ισχύ. Δεν θύμιζε σε τίποτα την ένδοξη αυτοκρατορία της εποχής του Ηράκλειου, του Νικηφόρου Φωκά, και της Μακεδονικής δυναστείας. Η Κωνσταντινούπολη είχε τότε πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε τις 50000, από αυτούς 5000 ήταν μάχιμοι και 2000 ξένοι, εκτός από τα πληρώματα των καραβιών που βρίσκονταν στον Κεράτιο. Τους ίδιος αριθμούς αναφέρει και ο Γεώργιος Φραντζής στο Χρονικό της Άλωσης, γράφει συγκεκριμένα «Μέσα στην Πόλη βρίσκονταν 4937 άντρες χωρίς να υπολογίσουμε τους ξένους που ήταν μόλις 2000. Αυτό το ξέρω καλά επειδή, σύμφωνα με την διαταγή του αυτοκράτορα, όλοι οι δήμαρχοι και στρατηγοί κατέγραψαν με ακρίβειά όσους λαϊκούς και κληρικούς μπορούσαν να φέρουν όπλα μέσα στα φρούρια… Τότε εκείνος (αυτοκράτορας) με κάλεσε και μου είπε … Πάρε λοιπόν τους καταλόγους και πήγαινε στο σπίτι σου να σημειώσεις πόσους άντρες έχουμε…Έτσι μόνο εκείνος και εγώ ξέραμε τον ακριβή αριθμό των στρατιωτών». 

  Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ πήρε θέση στην πύλη του Αγ. Ρωμανού απέναντι ακριβώς από την σκηνή του Μωάμεθ, στο πλευρό του αυτοκράτορα στάθηκε ο Ιουστινιάνης. Η άμυνα στην αρχή της πολιορκίας ήταν επιτυχής. Οι Έλληνες κρεμούσαν στην εξωτερική πλευρά των τειχών δέματα ενισχυμένα με μαλλιά, φύλλα και άλλα υλικά έτσι ώστε οι βολές να προκαλούν την μικρότερη δυνατή ζημιά. Ενίσχυσαν το δεύτερο τείχος με πιθάρια γεμάτα χώμα  και την νύχτα άνδρες γυναίκες και παιδιά επισκεύαζαν τα τείχη που είχαν υποστεί φθορές. Στις 18 Απριλίου έγινε η πρώτη γενικευμένη επίθεση των Οθωμανών η οποία αποκρούστηκε με επιτυχία από τους αμυνόμενους γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό τους. Δυο ημέρες αργότερα τρία πλοία Γενουάτικα και ένα βυζαντινό υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά  έφθασαν μπροστά στην Βασιλεύουσα φορτωμένα με τροφές. Ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε εναντίον τους, ακολουθήσε ναυμαχία την οποία παρακολούθησαν με κομμένη ανάσα τόσο οι τούρκοι όσο και οι βυζαντινοί. Ο σουλτάνος από την αγωνία του μπήκε έφιππος μέσα στην θάλασσα. Τελικά η ναυμαχία είχε αίσιο τέλος για τους βυζαντινούς, τους έδωσε ελπίδα και φυσικά πολύτιμες προμήθειες. Ο σουλτάνος πλήρης οργής για την αποτυχία θανάτωσε τον Βούλγαρο ναύαρχο και αντιλήφθηκε ότι με την δύναμη μόνο των κανονιών δεν ήταν δυνατό να καταλάβει την Πόλη. Έτσι την νύχτα στις 21/22 Απριλίου 1453, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του να μεταφέρει 70 πλοία στον κεράτιο κόλπο από την ξηρά πάνω σε μια δίολκο 12 χλμ. μεταξύ Βόσπορου και Κεράτιου κόλπου, τα οποία τραβούσαν τούρκοι δεμένοι με σχοινιά, γεγονός που αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για ηθικό των πολιορκημένων.  Από τότε έως και τις 21 Μαΐου οι επιθέσεις των τούρκων ήταν σφοδρές και αλλεπάλληλες, αλλά αποκρούονταν επιτυχώς. Ομοίως οι προσπάθειές τους να ανοίξουν υπονόμους κάτω από την Κωνσταντινούπολη δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Η άμυνα όμως είχε αρχίσει να εξασθενεί καθώς οι δυνάμεις των βυζαντινών είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, η έλλειψη τροφίμων είχε γίνει αισθητή και κάθε ελπίδα για έξωθεν βοήθεια είχε πλέον χαθεί. Τότε σύμβουλοι του αυτοκράτορα του πρότειναν να εγκατάλειψη την Πόλη με την ελπίδα πως η παρουσία του εκτός αυτής θα έφερνε την σωτηρία της. Ο αυτοκράτορας απέρριψε ευθαρσώς και άνευ δεύτερής σκέψης  την ταπεινωτική λύση της φυγής.

Στις 21 Μαΐου ο σουλτάνος μετα από τις φήμες που είχαν κυκλοφορήσει ότι στο Βυζάντιο έφθανε βοήθεια από την Δύση (ιταλικός στόλος και ουγγρικός στρατός υπό την αρχηγία του Ιάγκου), έστειλε πρέσβη στην αυτοκράτορα και ζητούσε την παράδοση της Πόλης υπό όρους. Έδινε την υπόσχεση του ότι ο αυτοκράτορας και όσοι ακόμα ήθελαν  μπορούσαν να διαφύγουν ασφαλής με τα υπάρχοντά τους. Αναγνώριζε ο σουλτάνος, τον αυτοκράτορα ηγεμόνα της Πελοποννήσου και διαβεβαίωνε ότι ο πληθυσμός που θα παρέμενε στην πόλη δεν θα εξαπονδριζόταν.  Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι ο Μωάμεθ ήθελε να κατακτήσει την Πόλη ακέραια, διότι γνώριζε την καταστροφή που θα ακολουθούσε σε περίπτωση που την έπαιρνε δια της βίας. Η απάντηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ήταν αποφασιστική και αξιοπρεπής «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν έστιν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη κοινη γάρ γνώμη πάντες αυτοπροεραίτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Μετά από αυτή την απάντηση ο Μωάμεθ αποφάσισε να προχωρήσει στην τελική επίθεση.

Στις 27 Μαΐου μετά την δύση του ηλίου, ο σουλτάνος κάλεσε τους στρατιώτες του και τους έβγαλε λόγο. Αφού πρώτα έκανε αναφορά στον Αλλάχ, τον προφήτη Μωάμεθ και το Κοράνι, στην συνέχεια τους εξήγησε την τεράστια σημασία που έχει η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης για τους Οθωμανούς, τους θησαυρούς που έχουν οι βυζαντινοί στα ανάκτορα και στις εκκλησίες. Τους εμψύχωσε στρατιωτικά  και τους υποσχέθηκε αφού νικήσουν να τους αφήσει επι τρείς ημέρες ελεύθερους να λεηλατήσουν την Πόλη. Οποιοδήποτε λάφυρο χρυσό ή αργυρό πάρετε, οποιονδήποτε σκλάβο πιάσετε άντρα η γυναίκα, μεγάλο ή μικρό σας ανήκει! Αφού τους πόρωσε και τους ορκίστηκε ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις του, οι Τούρκοι άρχισαν ενθουσιασμένοι να φωνάζουν «Λα ιλ Αλλάχ ιλ Αλλαχού, Μουχαμέντ ρουσούλ Αλλάχ», δηλαδή ένας είναι ο Θεός όλων των Θεών και ο Μωάμεθ ο προφήτης του και άρχισαν να ετοιμάζονται για την μεγάλη επίθεση.

Το ίδιο βράδυ ο αυτοκράτορας κάλεσε τους άνδρες του και τους απηύθυνε την τελευταία του ομιλία, ζητώντας τους να υπερασπιστούν την πίστη τους, την πατρίδα τους, τον Βασιλιά τους και τις οικογένειες τους. Ακολούθησε η τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία, στο τέλος της οποία μετέλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν ο αυτοκράτορας και οι στρατιώτες επέστρεψαν στα τείχη και έλαβαν θέσεις μάχης. Η τελική αναλογία ήταν 500 Τούρκοι προς ένα Έλληνα. Με διαταγή του αυτοκράτορα γυναίκες, ηλικιωμένοι, ιερείς και μοναχοί έκαναν λιτανείες με περιφορά των αγίων εικόνων στα τείχη της Βασιλεύουσας.

Η ΑΛΩΣΗ

Το ξημέρωμα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453 άρχισε σφοδρή επίθεση από τους τούρκους. Ο σουλτάνος πραγματοποίησε τρείς επιθέσεις εναντίων των Ελλήνων, με το κύριο βάρος των επιθέσεων να πέφτει στην πύλη του Αγ, Ρωμανού, την οποία υπερασπίζονταν ο αυτοκράτορας μαζί με τον Ιουστινιάνη. Αρχικά επιτέθηκαν άτακτα σώματα αποτελούμενα από βαζιβουζούκους και άπειρους πολεμιστές, έτσι ώστε να φθείρουν και να κουράσουν τους αμυνόμενους. Οι δυο πρώτες όμως επιθέσεις αντιμετωπίστηκαν σθεναρά και επιτυχώς από τους πολιορκημένους, δίνοντας μάχη σώμα με σώμα. Όταν η μέρα ξημέρωσε για τα καλά, ο σουλτάνος διέταξε την τρίτη επίθεση από στεριά και θάλασσα, χρησιμοποιώντας όλες του τις δυνάμεις και το ειδικό σώμα των γενιτσάρων. Ο ήλιος κι ο ουρανός σκεπάστηκαν από τα σύννεφά σκόνης και καπνού. Τα κανόνια πυροβολούσαν ασταμάτητα, οι τούρκοι επιτίθεντο αλαλάζοντας, ανέβαιναν στις σκάλες και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στα τείχη, οι αμυνόμενοι τους έκαιγαν με το υγρό πύρ και τους γκρέμιζαν πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Τρόμος και πανικός επικρατούσε παντού. Στις πύλες διεξάγονταν οι σκληρότερες μάχες σώμα με σώμα, με αμέτρητους νεκρούς. Τότε στην πύλη του Αγ. Ρωμανού τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, εγκατέλειψε την μάχη και η άμυνα άρχισε να υποχωρεί. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να τους συγκρατήσει αλλά ήταν μάταιο, η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι τούρκοι άρχισαν να εισβάλουν από τα γκρεμισμένα τείχη στην Πόλη. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνέχισε να αγωνίζεται με σθένος προσπαθώντας να σώσει την Πόλη του, οι επιθέσεις όμως ήταν αλλεπάλληλες, δίπλα του έπεφταν νεκροί  οι σύντροφοι του από τα ξίφη των Τούρκων και εκεί στην πύλη του Αγ. Ρωμανού έπεσε και ο ίδιος, ο τελευταίος αυτοκράτορας των Βυζαντινών Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος Δραγάσης σε ηλικία 49 ετών, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Το σώμα του αναγνωρίστηκε αργότερα από τις βασιλικές περικνημίδες και θάφτηκε με τιμές κατ’ εντολή του σουλτάνου.

Τις επόμενες τρείς ημέρες τα στίφη των τούρκων επιδόθηκαν σε φοβερές λεηλασίες, βανδαλισμούς, σφαγές και βιασμούς. Ανάκτορα, εκκλησίες, μοναστήρια, οικίες πλουσίων η φτωχών ισοπεδώθηκαν. Οι στρατιώτες έπαιρναν αιχμαλώτους όσους έβρισκαν για να τους πουλήσουν ως σκλάβους, όσοι αντιστέκονταν σφάζονταν ανηλεώς. Γυναίκες τις έσερναν από τα μαλλιά και τις βίαζαν. Τα λείψανα των αγίων και τις εικόνες τα πέταγαν στο δρόμο και τα έκαιγαν.  Μέσα στην Αγία Σοφία , πάνω στην Αγία Τράπεζα, βίαζαν γυναίκες και ανήλικα παιδιά, έτρωγαν και έπιναν. Κλαυθμός, οδυρμός και μοιρολόγια ακούγονταν παντού. Ο σουλτάνος μπήκε το βράδυ έφιππος στην Πόλη, πήγε στην Αγία Σοφία, ανέβηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα και προσευχήθηκε στον Αλλάχ. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Χριστιανική αυτοκρατορία είχε πλέον καταλυθεί!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ζαχαριάδου Ε., «Η πολιορκία και η άλωση και η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως», Βυζαντινός Ελληνισμός, Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί χρόνοι, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 21, εκδ. Παραπολιτικά Α.Ε., Αθήνα 2015.

Φραντζής Γ., «Η Πολις Εαλω» Το χρονικό της Πολιορκίας και της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, μτφρ. Κουσουνέλλος Γ., εκδ. Λιβανη Α.Ε., Αθήνα 1993

Vasilliev A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Σαβράνη Δ.,  εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2006.

Runsiman St. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα 2010.