Ἡ γλωσσική μεταρρύθμιση καί ὁ σύγχρονος μηδενισμός
Φώτης Σχοινάς
Δρ. φιλοσοφίας
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ:
ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ: ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
Τό 1976 καί τό 1982 ἔλαβαν χώρα δύο μοιραῖες γλωσσικές μεταρρυθμίσεις: Τό 1976 ἡ Κυβέρνηση τοῦ Κ. Καραμανλῆ μέ ὑπουργό παιδείας τόν Γ. Ράλλη ἀποσκοράκισε τήν λόγια/καθαρεύουσα γλῶσσα ἀπό τήν Παιδεία καί Δημοσία Διοίκηση καί καθιέρωσε τήν δημοτική ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ μεταπολιτευτικοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Τό 1982 ἡ νεοεκλεγεῖσα κυβέρνηση τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου μέ ὑπουργό Παιδείας τόν Ἐλευθέριο Βερυβάκη κατήργησε τό πολυτονικό σύστημα γραφῆς καί καθιέρωσε τό μονοτονικό.
Σημειωθήτω ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς ἐπεχείρησε κατά τή δεκαετία τοῦ ᾿70 νά ἐπιβάλει τό λατινικό ἀλφάβητο ἀντί τοῦ ἑλληνικοῦ στήν νεοελληνική γλῶσσα καί ἀντέδρασαν ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος καί ὁ Εὐάγγελος Παπανοῦτσος καί ἀπεσόβησαν τόν κίνδυνο αὐτό. Ἐπίσης ὁ Κ. Σημίτης προσπάθησε νά ἐπιβάλει τό λατινικό ἀλφάβητο ἀντί τοῦ ἑλληνικοῦ, ἀλλά ὁ ἀείμνηστος Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κωστῆς Στεφανόπουλος τοῦ διεμήνυσε ὅτι δέν πρόκειται νά ὑπογράψει τέτοια ἀπόφαση καί ἔτσι τήν ἀπέσυρε.
Οἱ δύο αὐτές γλωσσικές μεταρρυθμίσεις πανηγυρίστηκαν ἐνθέρμως ἀπό τούς Δημοτικιστές: ἐπιτέλους τό ἔθνος ἀπέβαλε τά βαρίδια τῆς ἀρχαίας καί καθαρεύουσας γλώσσας καί τῆς πολυτονικῆς γραφῆς καί εἰσερχόταν, κατ’αὐτούς σέ μία περίοδο παιδευτικῆς, ἐπιστημονικῆς, καλλιτεχνικῆς, οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς ἀνθίσεως. Ἄλλωστε αὐτή ἦταν ἡ ἐπαγγελία τοῦ Δημοτικισμοῦ τούς δύο τελευταίους αἰῶνες: ἡ γλωσσική μεταρρύθμιση θά ἐπέφερε παιδευτική/πνευματική ἀναγέννηση καί αὐτή θά συμπαρέσυρε ὅλους τούς θεσμούς καί ἐκφάνσεις τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας σέ πρωτόγνωρη καί πρωτόφαντη ἀκμή.
Ὁ ἀείμνηστος Χρῆστος Μαλεβίτσης πρό τεσσαρακονταετίας, ἐποχή κατά τήν ὁποία οὐδείς διενοεῖτο – πλήν ὁμολογουμένως ἐλαχιστοτάτων διανοουμένων − τήν τραγική καί οἰκτρή κατάντια τοῦ ἔθνους μας, ἔγραφε: «Ὕστερα ἀπό τή νίκη τῆς λεγόμενης δημοτικῆς γλώσσας οἱ δημοτικιστές ἄς ἔχουν ὑπ’ὄψη τους ὅτι δέν ἀνοίχτηκαν σέ λεωφόρο. Ἀλλά βρέθηκαν σέ σταυροδρόμι. Καί πρέπει νά ἐπιλέξουν κατεύθυνση. Εἶχαν ὑποσχεθεῖ, πώς μέ τή γενική καθιέρωση τῆς δημοτικῆς θά ἀκολουθήσει χωρίς προηγούμενο πνευματική ἄνθιση. Ὁ ἀγώνας τους δικαιώθηκε. Αὐτοί δέν δικαιώθηκαν ἀκόμη».[1]
Ἀκόμη ἕνας λησμονημένος, ἀλλά σημαντικός διανοούμενος, ὁ Βασίλειος Λαούρδας, ἔγραφε ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Τό πρῶτο σύνθημα πού ἔρριξε ἡ ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση ἦταν ὁ δημοτικισμός. Στά περιοδικά δημοσιεύματα καί στά βιβλία τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης ἡ δημοτική μορφή τῆς γλώσσας ἐμφανίζεται ὡς μαγικό κλειδί πού ἀνοίγει σέ κάθε της κάτοχο κόσμους παραμυθένιους. Ἡ ἀνάγκη τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς τονίστηκε ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά γίνουνε οἱ Ἕλληνες πιό ἔξυπνοι, πιό θετικοί, καί πιό πατριῶτες ἀπό ὅ,τι ἦταν στά περασμένα τά χρόνια. Τοῦτο, πού γυρίζει καί ξαναγυρίζει στά κείμενα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης, ἠχεῖ σήμερα ὡς παραδοξολογία. Ἡ δημοτική μορφή τῆς γλώσσας λίγο ἤ πολύ ἐπεκράτησε σήμερα, ἀλλά εἶναι ζήτημα ἄν οἱ Ἕλληνες ἔγιναν πιό ἔξυπνοι, πιό θετικοί καί πιό πατριῶτες ἀπό ὅ,τι ἦταν ἄλλοτε».[2] Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ Β. Λαούρδας ἔγραφε τά ἀνωτέρω τήν δεκαετία τοῦ ᾿70. Ἄν ζοῦσε σήμερα τί θά ἔγραφε γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως!
Σαράντα-πενήντα χρόνια ἀργότερα, στή σημερινή ἐποχή, ἀντί τῆς ἐπηγγελμένης ἀκμῆς διαπιστώνουμε μία γενικευμένη καί βαθιά παρακμή καί κατάρρευση τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας πού ἀγγίζει τά ὅρια τοῦ πλήρους κοινωνικοῦ καί ἠθικοῦ μηδενισμοῦ.
Καί φταίει ἡ Δημοτική γιά τήν τωρινή κατάντια; ἀναβλύζει αὐθόρμητα τό ἐρώτημα κάθε ἑνός. Ἀπάντηση: Ὄχι! (ἤ τουλάχιστον ὄχι μονομερῶς καί ἀποκλειστικῶς αὐτή). Ἀλλά δύο πράγματα ἔχουμε νά ἐπισημάνουμε: Πρῶτον αὐτό πού ἔχουμε ἤδη τονίσει, ὅτι ἡ καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς ὄχι μόνο δέν ἐπαλήθευσε τούς ὑποστηρικτές της πού ὑπόσχονταν πολύπλευρη ἀναμόρφωση καί ἀνάταση τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας, ἀλλά τούς διέψευσε οἰκτρά καί κατά τρόπο, ὄντως, τραγικό γιά τούς Ἕλληνες. Μετά ἀπό σαρανταπέντε χρόνια διαπιστώνουμε ὅτι τό ἀκριβῶς ἐναντίον συνέβη αὐτοῦ πού μεγαλόστομα ἐπαγγέλονταν! Δεύτερον ὅτι ἡ ἀφετηρία τῆς συνεχῶς διογκούμενης παρακμῆς τῆς Ἑλλάδος συμπίπτει μέ τή γλωσσική μεταρρύθμιση τοῦ Γ. Ράλλη καί κατόπιν τοῦ Ἐλευθ. Βερυβάκη. Ὑπάρχει χρονική συνάφεια μεταξύ τῆς προϊούσης παρακμῆς καί τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως. Ὑπάρχει ὅμως καί αἰτιώδης συνάφεια; Θεωροῦμε ὡς ἕνα βαθμό ναί! Ἡ ὅλη γλωσσική μεταρρύθμιση συνέβη, καί ἀπετέλεσε μέρος, τῆς γενικώτερης κατεδαφίσεως τῶν ἐρεισμάτων αὐτοῦ τοῦ ἔθνους ἀπό τή μεταπολίτευση καί δῶθε! Τῆς κατεδαφίσεως τῶν ἀξιῶν, τῶν ἀρχῶν, τῶν προτύπων, τῆς παραδόσεως (μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ καί ἡ γλωσσική παράδοση) αὐτοῦ τοῦ ἔθνους καθώς καί τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων πού συγκροτοῦν αὐτό τό ἔθνος. Καί στή θέση αὐτῆς τῆς γενικῆς κατεδαφίσεως ἡ πρόταξη τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ Νεοέλληνας μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τά πάντα ἄκοπα! Ὁ καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Yale Στάθης Καλύβας γράφει στήν Καθημερινή: «Ἡ πρόσβαση σέ μιά ἄνετη ζωή θεωρήθηκε αὐτονόητο δικαίωμα ἄσχετο μέ τήν προσπάθεια καί τίς ἱκανότητες τοῦ καθενός καί ἐντελῶς ξεκομμένο ἀπό τήν ἱκανότητα τῆς χώρας νά καινοτομεῖ καί νά ἀνταγωνίζεται, δηλαδή νά παράγει πλοῦτο».[3] Ὁ Ἕλληνας τῆς Μεταπολιτεύσεως θεώρησε, λοιπόν, αὐτονόητο δικαίωμα νά ἀπολαμβάνει, ἐπαναλαμβάνουμε, τά πάντα ἄκοπα. Ὄχι μόνο τά καταναλωτικά ἀγαθά – κυρίως βέβαια αὐτά −, ἀλλά καί τά πνευματικά ἀγαθά! Γιατί νά κοπιάζει ὁ Ἕλληνας μαθητής νά μάθει τά ὄντως ἐπίμοχθα γιά τήν ἀπόκτησή τους συντακτικό, γραμματική καί τονικό σύστημα τῆς λόγιας γλώσσας του; Ἄς καταργηθοῦν ἤ, ἔστω, ἄς περιορισθοῦν δραστικά, γιά νά μποῦν στή θέση τους δόκιμες μεταφράσεις καί γενικώτερα πιό παραγωγικά μαθήματα! Ἔτσι ὁ Νεοέλληνας μαθητής δέν θά ἀσχολεῖται μέ νεκρούς τύπους, π.χ. μέ τό ἀπαρέμφατο τοῦ οἶδα καί τοῦ εἶμι, ἀλλά μέ τό τί εἶναι τό τραγικόν στό ἀρχαῖο θέατρο, ἡ ἰδέα κατά τόν Πλάτωνα, ἡ οὐσία κατά τόν Ἀριστοτέλη! Μόνο πού χάσαμε καί τά μέν καί τά δέ! Ἀπωλέσαμε ὁριστικά τήν αἴσθηση τῆς συνέχειας τῆς γλώσσας μας, τήν δέ “οὐσία” τῆς κλασσικῆς μας παραδόσεως οὔτε κατ’ἐλάχιστη προσέγγιση ἐπετύχαμε (ὅπως διετείνοντο οἱ ὑποστηρικτές τῆς μεταρρυθμίσεως Ράλλη μέσῳ τῶν δοκίμων μεταφράσεων), τά δέ πιό παραγωγικά μαθήματα οὔτε σέ ἱκανοποιητικό βαθμό κατακτήσαμε! Μέ ἄλλα λόγια ἕνα πελώριο, ἕνα ἀδιανόητο Τίποτα!
Τό ἔθνος μας ἀφανίζεται. Ἀντιμετωπίζει γιά πρώτη φορά μετά ἀπό αἰῶνες/χιλιετίες ἱστορικῆς παρουσίας πρόβλημα ἐπιβιώσεως. Τό δημογραφικό πρόβλημα, τό μεταναστευτικό πρόβλημα, τό οἰκονομικό πρόβλημα (ἡ εὐρέως ἀπαντῶσα καί αὐξανομένη φτώχεια), τά ἐθνικά προβλήματα (κυρίως ὁ ἐξ ἀνατολῶν κίνδυνος), ἡ ἀξιακή ἔκπτωση, ἡ κατάπτωση τῶν ἠθῶν, ὁ πολιτισμικός μαρασμός, ἡ γλωσσική συρρίκνωση, ὁ γλωσσικός ἀκρωτηριασμός τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων μαθητῶν δημιουργοῦν ἕνα ἐκρηκτικό μίγμα πού θέτει σέ κίνδυνο αὐτή τήν ἴδια τήν ἐπιβίωση τοῦ ἔθνους μας. Ἤδη ἀπό τή δεκαετία τοῦ ᾿80 ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς εἶχε μιλήσει γιά τό τέλος τῆς Ἑλλάδος, finis Greciae! Ὡσαύτως ὁ Παναγιώτης Δρακόπουλος, μιά λησμονημένη, ἀλλά προφητική φωνή τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80, ἔγραφε στήν Ἐποπτεία (τεῦχος 77, Μάρτιος 1983, σελ. 249): «Μοναδικῆς ἐπικαιρότητος γιά τόν τόπο μας φιλοσοφικό ἐρώτημα συνιστᾶ ἡ παραίτηση τοῦ λαοῦ μας ἀπό ὁποιαδήποτε βούληση γιά ζωή. Σπεύδω νά παρατηρήσω ὅτι δέν ἔχουμε μπροστά μας αὐτοκτονικές διαθέσεις∙ αὐτό συνέβη – γιά τελευταία, φοβοῦμαι, φορά – κατά τή διάρκεια τοῦ ἔπους τοῦ ᾽40 καί τῆς κατοχῆς. Στίς μέρες μας, ὁ λαός πεθαίνει ἀπό ἀσιτία – χωρίς κἄν νά ἔχη ἐπιλέξει τό θάνατό του, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι πεθαίνει. Ὁ θάνατος ἔρχεται ἐρήμην μας. Ἐάν προσέξετε τά ὅσα ἀπασχολοῦν καί τά ὅσα δέν ἀπασχολοῦν τά αὐτοαποκαλούμενα “ἀνώτατα πνευματικά ἱδρύματά” μας − ὅλα, ἀκαδημία, πανεπιστήμια, λογῆς σχολές καί δῆθεν ἰνστιτοῦτα −, ἐάν παρακολουθήσετε τά ὅσα γράφουν καί τά ὅσα δέν γράφουν οἱ ἐφημερίδες μας, ὁ σωρός τῶν περιοδικῶν μας καί ἡ σορός τῆς τηλεοράσεώς μας, θά διαπιστώσετε ἀμέσως τήν ἀνατριχιαστικῆς ὡμότητος ἀντίστροφο μέτρηση, τό ἐπερχόμενο σημεῖο μηδέν. Εἶναι ἐξαιρετικά χαρακτηριστικός καί ἄξιος πολλῆς μελέτης ὁ τρόπος τοῦ θνήσκειν. (Εἶναι βέβαιον ὅτι θ’ἀποτελέση θέμα γιά τούς ἱστορικούς ἄλλων, ἀσφαλῶς, λαῶν). Ἐδῶ χρειάζονται μελέτες κοινωνιολογικές, ἱστορικές, φιλοσοφικές καί ἄλλες. Μέ τό σημείωμά μου αὐτό, θἄθελα νά ἐπισημάνω ἕναν ἀπό τούς ἐπί μέρους παράγοντες πού συναποτελοῦν τόν τρόπο τοῦ θνήσκειν: πρόκειται γιά τόν ἐγκλωβισμό μέσα σ’ἕνα “σήμερα” χωρίς διαστάσεις, χωρίς ἐξακτινώσεις στό χρονικό συνεχές. Ἐνῶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἔχουμε αὐτονόητο τό δικαίωμα ν’ἀποφασίζουμε γιά ὅλα, ἀκόμη καί γιά ὅσα μόνο σέ μεγάλες προοπτικές μποροῦν ν’ἀντιμετωπισθοῦν, οἱ ἀποφάσεις μας στεροῦνται οἱουδήποτε ἴχνους προοπτικῆς. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἀποφασίζουμε τήν κατάργηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (τοῦ τρόπου γραφῆς της, τῆς συντακτικῆς της δομῆς, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς σημασιολογίας πού διαφυλάσσεται ἐπί χιλιετίες!) μέ κριτήριο τό πόσο “κουράζεται” ὁ κάθε Παυλάκης κι ὁ κάθε Νικάκης στό καθ’ὑπόθεσιν λειτουργοῦν σχολεῖο του! Ἤ, ἄλλο παράδειγμα, βλέπουμε τόν λαό τῆς Ἰθάκης νά ἀποφαίνεται διά δημοψηφίσματος ὅτι πρέπει νά κατεδαφισθοῦν πάραυτα ὅλα τά κτίρια παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί ν’ἀντικατασταθοῦν μέ τριάρια καί τεσσάρια γιά νά βολεύεται ἡ κάθε κυρά-Κούλα (ἡ ὁποία, ὡς λαός καί αὐτή, ψήφισε “δαγκωτά”!)».
Κατ’ἀναλογίαν πολύ φοβούμεθα ὅτι οἱ ἐπαγγελίες τῶν συγχρόνων μεταρρυθμιστῶν τῆς λειτουργικῆς γλώσσας γιά γενικώτερη πνευματική ἀναγέννηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πιστῶν θά ἔχει τήν ἴδια κατάληξη μέ τή γλωσσική μεταρρύθμιση τοῦ ᾿76 καί ᾿82. Ἄλλωστε κατά τόν σύγχρονο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἅγιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ἡ μεταγλώττιση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας θά προκαλέσει «ἀνυπολόγιστον ζημίαν» στούς πιστούς: «Οἱ Ἕλληνες διά τῆς φιλοσοφίας ἔφθασαν εἰς τά ὑψηλότερα δυνατά ὅρια ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καί διά τῆς γλώσσης ἐπαρουσίασαν τήν τελειοτέραν δυνατήν μορφήν ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Τήν μορφήν ταύτην τῆς ἐκφράσεως προσέλαβε καί ἐχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεοῦ εἰς τήν λατρείαν ἐπί δύο χιλιετίες ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ…Ἡ ἐπί τοσοῦτον χρόνον χρησιμοποιηθεῖσα καί καθαγιασθεῖσα γλῶσσα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἥτις δύναται νά χαρακτηρισθῇ καί ὡς κατηγόρημα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντικατασθῇ, ἄνευ οὐσιώδους βλάβης αὐτῆς ταύτης τῆς λατρείας. Διά τούς λόγους τούτους εἴμεθα κατηγορηματικῶς πεπεισμένοι ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ χρῆσις τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ἀκολουθίαις∙ οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως αὐτῆς ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ᾿ἡμέραν ζωῆς, πρᾶγμα ὅπερ ἀναποφεύκτως θά καταβιβάσῃ τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί θά προξενήσῃ οὕτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν. Εἶναι ἄτοποι οἱ ἰσχυρισμοί περί τοῦ δῆθεν ἀκατανοήτου διά πολλούς συγχρόνους ἀνθρώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, μάλιστα δέ δι᾿ ἀνθρώπους ἐγγραμμάτους καί πεπαιδευμένους εἰσέτι. Διατί λοιπόν ἀναγκάζομεν τήν Ἐκκλησίαν νά ἀπολέσῃ γλῶσσαν ἀπαραίτητον διά τήν ἔκφρασιν ὑψίστων μορφῶν τῆς θεολογίας καί τῶν πνευματικῶν βιωμάτων; Πάντες, ὅσοι εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νά γίνουν κοινωνοί τῆς αἰωνοβίου παραδόσεως τοῦ Πνεύματος, εὐκόλως θά ἀνεύρουν τήν δυνατότητα νά ἐξοικειωθοῦν μετά τοῦ ἀτιμήτου θησαυροῦ τῆς ἱερᾶς λειτουργικῆς γλώσσης ἥτις κατά τρόπον ὑπέροχον προσιδιάζει εἰς τά μεγάλα μυστήρια τῆς λατρείας».[4]
Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἡ μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων θά συνεπιφέρει δραματική ἐκπτώχευση τῆς πρωτότυπης, ἁγιοτόκου λειτουργικῆς γλώσσας. Ἡ λειτουργική γλῶσσα εἶναι «ὑψηλοῦ ἐννοιολογικοῦ, εἰκονικοῦ, συμβολικοῦ καί βιωματικοῦ ἐπιπέδου γλῶσσα» (Παν. Δρακόπουλος) καί ἡ ἀλλοίωσή της θά ἔχει ὡς ἀναπόφευκτη συνέπεια τή συρρίκνωση καί ἐκπτώχευσή της. Ὁ Βασίλειος Μουστάκης εἶχε χαρακτηρίσει τήν λειτουργική γλῶσσα ὡς «τήν θέωσιν τῆς ἀνθρωπίνης γλώσσης»[5]. Ἡ ὁποιαδήποτε μετάφραση, ὅσο καλή καί ἄν εἶναι, μοιραῖα θά προδώσει καί θά ὑποβαθμίσει τήν ποιότητα, τό ὕψος καί τήν “σημαντική”/δηλωτική δύναμη τῆς πρωτότυπης λειτουργικῆς γλώσσας − ἐμεῖς πιστεύουμε, ἀκολουθοῦντες τίς ἀνωτέρω ἐκτεθεῖσες ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, καί τήν ἁγιαστική της δύναμη. Πέρα ἀπό κάθε ἀντίληψη περί “μαγικοῦ” χαρακτήρα τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, ὑφίσταται σ’αὐτήν μία ἐξαγιαστική δύναμη, μία δυνατότητα, ἡ ὁποία μετασκευάζει, μεταμορφώνει «ὑπέρ κατάληψιν» (ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής) τούς πιστούς. Ὅθεν θά μπορούσαμε νόμιμα νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει μία «ὀντολογία τῆς γλώσσας»[6], μακριά βέβαια ἀπό κάθε ὑπόληψη “μαγικῆς” λειτουργίας καί ἐπιδράσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας. Καί θά μποροῦσε νά ἀντείπει κάποιος θιασώτης τῆς μεταγλωττίσεως, αὐτή ἡ «ὀντολογία τῆς γλώσσας» θά ἀκυρωθεῖ στήν μεταφρασμένη λειτουργική γλῶσσα; Ἀπεριφράστως θά ἀπαντούσαμε, ὄχι! Θά διατηρηθεῖ καί στήν μεταφρασμένη λειτουργική γλῶσσα! Θά τοῦ ὑπενθυμίσουμε ὅμως τό ἀνωτέρω ρηθέν ὑπό τοῦ ἁγίου Σωφρονίου: «Ἡ ἐπί τοσοῦτον χρόνον χρησιμοποιηθεῖσα καί καθαγιασθεῖσα γλῶσσα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἥτις δύναται νά χαρακτηρισθῇ καί ὡς κατηγόρημα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, εἶναι ἀδύνατον νά ἀντικατασθῇ, ἄνευ οὐσιώδους βλάβης αὐτῆς ταύτης τῆς λατρείας».
Ἐξάλλου δέν πρέπει νά παραθεωροῦμε ὅτι ἡ γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων δέν εἶναι πολύ ἀπομακρυσμένη ἀπό τή σύγχρονη γλῶσσα−ἀντιθέτως εἶναι πολύ κοντά σ’αὐτήν. Αἴφνης ὁ Γάλλος ἑλληνιστής Humbert Pernot ἀποφαίνεται ὅτι «Τά Εὐαγγέλια εἶναι στήν πραγματικότητα τό πρῶτο νεοελληνικό κείμενο πού διαθέτουμε».[7] Καί ὁ Σεφέρης γράφει στίς Δοκιμές του πώς «βρίσκουμε στό Εὐαγγέλιο ἕνα ἀπό τά μνημεῖα τῆς σημερινῆς ζωντανῆς κοινῆς λαλιᾶς μας...».[8] Ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστής George Thomson γράφει ὅτι «Ἡ ἑλληνιστική κοινή βρίσκεται πιό κοντά στή σημερινή δημοτική παρά στή γλώσσα τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν»[9]. Ἀκόμη γιά νά καταδείξει ὁ Γ. Σεφέρης πόσο κοντά εἶναι ἡ σημερινή νεοελληνική μέ τήν ἑλληνιστική κοινή ἀναφέρεται στίς Δοκιμές σέ μία ἐπιστολή ἑνός ναύτη τοῦ 2ου αἰῶνα πρός τόν πατέρα του. Ἄς δοῦμε τί γράφει ὁ Γ. Σεφέρης: «Εἶχα πολύ πικρές σκέψεις ὅταν κάποτε διάβασα τό γράμμα ἑνός ναύτη στόν πατέρα του. Τελειώνει ἔτσι: “Ἐρωτῶ σε οὖν, κύριέ μου πατήρ, γράψον μοι ἐπιστόλιον πρῶτον μέν περί τῆς σωτηρίας σου, δεύτερον περί τῆς τῶν ἀδελφῶν μου, τρίτον, ἵνα σου προσκυνήσω τήν χέραν ὅτι μέ ἐπαίδευσας καλῶς καί ἐκ τούτου ἐλπίζω ταχύ προκόψαι τῶν θεῶν θελόντων. Ἄσπασαι Καπίτωνα πολλά καί τούς ἀδελφούς μου καί Σερηνίλλαν καί τούς φίλους μου. Ἔπεμψά σοι εἰκόνιν μου διά Εὐκτήμονος. Ἔστι δέ μου ὄνομα Ἀντώνιος Μάξιμος. Ἐρρῶσθαί σε εὔχομαι. ”Εἶναι ἡ “κοινή” τοῦ 2ου αἰώνα, δηλαδή πρίν χίλια ὀχτακόσια τόσα χρόνια. Καί σέ πιάνει λύπη μεγάλη ὅταν συλλογιστεῖς πώς ἡ ἑλληνική γλώσσα ἦταν ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη τόσο κοντά στή σημερινή∙ πώς θά μποροῦσε, ἀπό τότε, νά καλλιεργηθεῖ,νά πλουτιστεῖ καί νά ζήσει ὄχι τή φτωχή καί παραπεταμένη ζωή πού ξέρουμε, ἀλλά ὅπως μιά λαμπρή κιβωτός πού θά ἔσωζε ἕναν κόσμο συγκινήσεις καί αἰσθήσεις τῆς φυλῆς, βουλιαγμένες καί χαμένες γιά πάντα μέσα στό ἀπύθμενο βάθος τοῦ καιροῦ»[10]. Ἐπιπλέον δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι “θεολάλητη” γλῶσσα: ὅταν ρωτήθηκε ἡ μακαριστή Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου σέ ποιά γλῶσσα τῆς μίλησε ὁ Χριστός στίς ἐμφανίσεις Του σ’αὐτήν, ἀπάντησε στή γλῶσσα πού εἶναι γραμμένα τά Εὐαγγέλια[11].
Δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά προβοῦμε σέ πτώχευση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας προκειμένου αὐτή νά καταστεῖ τάχα κατανοητή. Στό Ἐκλογάδιον στή ρήση «μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσα σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λουκᾶ 11, 27), ἡ λέξη «μακαρία» μεταφράζεται ὡς «καλότυχη». Ἐπίσης ἕνας καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς μέ ρώτησε πῶς μεταφράζουν τή λέξη «μαστοί», τήν ὁποία δέν μεταφράζουν οἱ συγγραφεῖς τοῦ Ἐκλογαδίου καθόλου. Τό ἐρώτημα πού ἀναφύεται εἶναι, μά καλά, χρειάζονται μετάφραση αὐτές οἱ λέξεις; Τά παραδείγματα εἶναι πολλά. Ἀναφέρω ἀκόμη ἕνα ἐνδεικτικά: ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Πρεβέζης κ. Μελέτιος μεταφράζει τό φραστικό σύνολο «τούς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς» σέ «τά μάτια τοῦ μυαλοῦ». Χρειάζονται ἆραγε μετάφραση οἱ ἀνωτέρω λέξεις; Πρέπει νά φτωχύνουμε δραματικά τή λειτουργική γλῶσσα γιά νά εἴμαστε κατανοητοί, λές καί ὁ μέσης μορφώσεως πιστός ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τίς ἀνωτέρω λέξεις; Ὁ Γιάννης Καλλιόρης γράφει χαρακτηριστικά πώς στό φαντασιακό τῆς Μεταπολίτευσης ἐπικράτησε «ἡ διάχυτη – ὅσο κι ἀνομολόγητη – νοοτροπία, πώς ὅσο φτωχότερη εἶναι ἡ γλῶσσα, τόσο πιό κοντά στόν λαό βρισκόμαστε»[12].
Στή μετανεωτερικότητα ἔχουν σιγήσει ὅλες οἱ μεγάλες ἀφηγήσεις, ὅλες οἱ μεγάλες αὐθεντίες τοῦ παρελθόντος. Τά πάντα βρίσκονται σέ διαρκῆ ρευστότητα, ἀβεβαιότητα καί κίνηση. Ἄς μείνει κάτι σταθερό καί ἀμετακίνητο: ἡ Λειτουργική γλῶσσα. Τοῦτο θά εἶναι πρός ὠφέλεια τῶν πιστῶν. Τοὐναντίον ἡ ἀλλοίωση τῆς Λειτουργικῆς γλώσσας, θά ἐπιφέρει «ἀνυπολόγιστον ζημίαν» στούς πιστούς ὅπως γράφει, καί ἀνεφέρθη ἀνωτέρω, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ.
Θά ἀντιτείνει κανείς ὅτι ἡ λειτουργική γλῶσσα εἶναι ἀκατανόητη ἀπό τούς συγχρόνους πιστούς καί δή τούς συγχρόνους νέους. Τό θέμα αὐτό ἔχουμε πραγματευθεῖ στό βιβλίο μας Ἡ Ἐκκλησσιαστική γλῶσσα καί δή στό κεφάλαιο Ἡ Ἐκκλησιαστική γλῶσσα καί οἱ νέοι. Τό ζητούμενο εἶναι ἡ καταβολή μιᾶς μικρῆς προσπάθειας ἐκ μέρους τῶν νέων προκειμένου νά εἶναι εἰς θέση νά κατανοοῦν πλήρως καί τελείως τήν Λειτουργική γλῶσσα (Οὕτως ἤ ἄλλως κατά ἕνα μικρό ποσοστό ἤδη τήν κατανοοῦν). Τοῦτο συμβουλεύει καί σ᾿ αὐτό προτρέπει καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφοντας, ὅπως ἤδη ἔχουμε τονίσει ἀνωτέρω: «…Διά τούς λόγους τούτους εἴμεθα κατηγορηματικῶς πεπεισμένοι ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ χρῆσις τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ἀκολουθίαις· οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως αὐτῆς ὑπό τῆς γλώσσης τῆς καθ᾿ ἡμέραν ζωῆς, πρᾶγμα ὅπερ ἀναποφεύκτως θά καταβιβάσῃ τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί θά προξενήσῃ οὕτως ἀνυπολόγιστον ζημίαν. Εἶναι ἄτοποι οἱ ἰσχυρισμοί περί τοῦ δῆθεν ἀκαταλήπτου διά πολλούς συγχρόνους ἀνθρώπους τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης, μάλιστά δέ δι᾿ ἀνθρώπους ἐγγραμμάτους καί πεπαιδευμένους εἰσέτι. Δι᾿ αὐτούς ἡ ἐκμάθησις ἐντελῶς μικροῦ ἀριθμοῦ λέξεων, αἵτινες δέν εἶναι ἐν χρήσει εἰς τήν καθ᾿ ἡμέραν ζωήν, εἶναι ὑπόθεσις ὀλίγων ὡρῶν. Πάντες ἀνεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας διά τήν ἀφομοίωσιν πολυπλόκων ὁρολογιῶν διαφόρων τομέων τῆς ἐπιστημονικῆς ἤ τῆς τεχνικῆς γνώσεως, τῆς πολιτικῆς, τῆς νομικῆς καί τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν· γλώσσης φιλοσοφικῆς ἤ ποιητικῆς καί τά παρόμοια. Διά τί λοιπόν ἀναγκάζομεν τήν Ἐκκλησίαν νά ἀπολέσῃ γλῶσσαν ἀπαραίτητον διά τήν ἔκφρασιν ὑψίστων μορφῶν τῆς θεολογίας καί τῶν πνευματικῶν βιωμάτων;»[13]
Ἔχει τόσα νά μάθει ὁ νέος στή σύγχρονη κοινωνία πού ἡ προσπάθεια κατανοήσεως τῆς Λειτουργικῆς γλώσσας δέν ἀντιπροσωπεύει οὔτε τό ἕνα μυριοστόν τῶν ὅσων τοῦ ἐπιβάλλεται νά μάθει. Τό κλασσικό μοντέλο σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος σπούδαζε στήν παιδική καί (μετα)ἐφηβική ἡλικία, δούλευε στήν νεανική καί ὥριμη ἡλικία καί ἐσυνταξιοδοτεῖτο στήν γεροντική ἡλικία ἔχει παρέλθει ὁριστικά καί ἀμετακλήτως. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τῆς παγκοσμιοποιήσεως καί τῆς μετανεωτερικότητος καλεῖται νά καταρτίζεται καί ἐπανακαταρτίζεται συνεχῶς στήν ὥριμη καί ἕνα μέρος τῆς γεροντικῆς ἡλικίας του προκειμένου νά ἔχει πρόσβαση στήν – συνεχῶς μεταβαλλόμενη – ἀγορά ἐργασίας – βέβαια καί στή συνεχῶς ἐξελισσομένη τεχνολογία τῆς Πληροφορικῆς. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὡς ἐργαζόμενος θά ἀσκεῖ ἀρκετά περισσότερα τοῦ ἑνός ἐπαγγέλματα – τέσσερα-πέντε, ἴσως καί περισσότερα. Ἐπομένως θά τοῦ εἶναι ἐπιβεβλημένο νά ἀνανεώνει καί νά ἐπικαιροποιεῖ συνεχῶς τίς γνώσεις καί τίς δεξιότητές του σέ ἕνα περιβάλλον ὅπου οἱ γνώσεις ἀπαρχαιώνονται συνεχῶς καί οἱ δεξιότητες ἀχρηστεύονται συνεχῶς ἀπό μία ἀσταμάτητα ἐξελισσόμενη ἐπιστήμη καί τεχνολογία. Ἡ παγκοσμιοποίηση διαμορφώνει ἕνα ἐντελῶς καινούργιο κοινωνικό τοπίο, τό ὁποῖο στή φύση καί στή λογική του γέμει ἀπό συγκρούσεις σύμφωνα μέ τόν J.Delors ἀνάμεσα στό παγκόσμιο καί τό τοπικό ἐπίπεδο, στήν παράδοση καί τόν νεωτερισμό, στό μακροπρόθεσμο καί στό βραχυπρόθεσμο, στόν ἀνταγωνισμό καί στήν ἰσότητα εὐκαιριῶν, τό πνεῦμα καί τήν ὕλη, στήν τεράστια διεύρυνση τῆς γνώσεως καί στήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀφομοιώσει αὐτή στήν ἀκατάπαυστα διογκουμένη καινούργια γνώση.[14] Ἡ καινούργια γνώση τρέχει ταχύτερα ἀπό τήν ἀνθρωπίνη ἱκανότητα ἀφομοιώσεώς της. Δέν εἶναι καθόλου ὑπερβολή ὅτι ἡ προσπάθεια πού καλεῖται νά καταβάλει ὁ σύγχρονος νέος γιά νά κατανοήσει πλήρως καί τελείως τήν Λειτουργική γλῶσσα εἶναι ζήτημα ἄν ἀντιπροσωπεύει τό ἕν μυριοστόν τῶν ὅσων προσπαθειῶν θά κληθεῖ νά καταβάλλει στήν σχολική, φοιτητική καί – συνεχῶς μεταβαλλομένη – ἐπαγγελματική καρριέρα του. Ἑπομένως δέν χρειάζεται νά θυσιάσουμε μία τέτοιου ἀπαραμίλλου κάλλους καί πνευματικότητος γλῶσσα, προκειμένου νά “διευκολύνουμε” τούς νέους ἀνθρώπους. Σημειωθήτω ὡσαύτως ὅτι ὁ Τ. Ἔλιοτ γράφει στό δοκίμιό του Σκέψεις μετά τόν Λάμπεθ ὅτι δέν πρόκειται νά προσελκύσουμε τούς νέους στόν Χριστιανισμό κάνοντάς τον εὔκολο.[15]