ΦΩΤΟ - ΗΜΕΡΙΔΑ 11-ΙΟΥΝ-2023 : ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

  • Estia Anatarakseis Afisa

  • Undefined

  

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Leit 26Παναγιώτη Κοσμοπούλου
ἐκπ/κοῦ Α΄βθμιας ἐκπ/σεως,καθηγητῆ στό Σχολεῖο Ψαλτικῆς  καί MS θεολογίας,
ὑποψηφίου διδάκτορος Βυζαντινολογίας τοῦ  Freie Universität Berlin

(ἀπόσπασμα τῆς ὑπό συγγραφήν ἐργασίας του μέ τίτλο: Στοιχεῖα Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη).
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ:
ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ: ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

Τό 1928, ὁ φιλόλογος καί σημαντικός ἐρευνητής τοῦ Παπαδιαμάντη Ὀκτάβιος Μερλιέ, ἐπισκέπτεται τήν Σκιάθο. Θέλοντας νά ἐμπλουτίσει τίς μελέτες του καί προσπαθώντας νά ἀφουγκραστεῖ τό περιβάλλον τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐν μέσῳ μάλιστα Μεγάλης Ἑβδομάδος, πηγαίνει σέ πολλά σημεῖα τοῦ νησιοῦ. Στή μικρή ἐκκλησία τῆς Ἀπάνω Ἐνορίας, σημειώνει τά ἑξῆς: «Τὰ ὀστᾶ του [δηλ. τοῦ Παπαδιαμάντη] πάρθηκαν μέσῳ ἐκταφῆς τρία χρόνια μετά τό θάνατό του, καὶ τὰ φυλᾶνε σὲ μιὰ μικρὴ θήκη πού περιέχει τὸ κρανίο, ἕνα μικρὸ κίτρινο κρανίο, καὶ μερικὰ ὀστᾶ.»[1] Μία ἡλικιωμένη γυναίκα τοῦ  δείχνει «τά φτωχά λείψανα»[2]  καί ἐν συνεχείᾳ τά ἀφήνει ἀνεπιτήδευτα στό πρεβάζι τοῦ παραθύρου τῆς ἐκκλησίας. Πάνω στή μικρή ξύλινη λειψανοθήκη ὁ Μερλιέ παρατηρεῖ ἕνα τετράστιχο, γραμμένο ἀπό τόν φίλο τοῦ Παπαδιαμάντη, Μιλτιάδη Μαλακάση:  

«Ὁ κάθε στοχασμός σου ἀσμάτων ἆσμα Στὸν κόσμο τὸν δικό σου κόσμος τὸ κάθε πλάσμα».[3]

Ποιός εἶναι αὐτός ὁ κόσμος τοῦ Παπαδιαμάντη πού ἀναφέρει ὁ Μαλακάσης; Τί ἔχει αὐτός ὁ κόσμος νά ἐπισημάνει καί νά ὑπενθυμίσει στή σημερινή λειτουργική πραγματικότητα; Σέ αὐτά τά ἐρωτήματα θά προσπαθήσω συνοπτικά νά ἀπαντήσω, στηρίζοντας τρεῖς ἐπιμέρους ὑποθέσεις ἐργασίας:

Ὑπόθεση 1η: Ὁ λόγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη μπορεῖ νά ἔχει βαρύνουσα σημασία στή λειτουργική πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

 Προτοῦ κάποιος προχωρήσει στή συναγωγή τῶν λειτουργικῶν στοιχείων τοῦ ἔργου τοῦ Παπαδιαμάντη, πρέπει πρῶτα νά θέσει τά κριτήρια ἐκεῖνα πού τά καθιστοῦν ἔγκυρα καί ἀξιόπιστα στόν ὅποιο κριτικό ἔλεγχο.

 Στά θέματα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τό ἀντίθετο τῆς γνώσης εἶναι ὄχι ἡ ἄγνοια, ἀλλά ἡ γνώμη. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Δέν μπορεῖ καθένας νά φιλοσοφεῖ περί τοῦ Θεοῦ. Τό θέμα δέν εἶναι τόσο φθηνό καί κατώτερο.»[4] Ἐπισημαίνει ἀκόμη πώς γιά τά θέματα αὐτά ἀποφαίνονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, κι’ ἄν ἀκόμη  δέν ἔχουν φθάσει στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, «ἔχουν καθαρίσει ἤ τουλάχιστον καθαρίζουν τήν ψυχή καί τό σῶμα»[5] . Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἡ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος εἶναι τό καλύτερο ἐχέγγυο καί γιά ὅποιον προσεγγίζει τήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀρκεῖ  κανείς ἁπλῶς νά ἀποφαίνεται στά τῆς λατρείας, ἀλλά πρωτίστως ὀφείλει νά ἐμφορεῖται ἀπό τό πνεῦμα καί τήν ἐμπειρία πού θά καθιστοῦν τόν λόγο του ἐπαρκῆ καί ἄξιο προσοχῆς.

Ὁ Παπαδιαμάντης, ἐναρμονίζει τήν ζωή του μέ τά παραπάνω, καθώς ἦταν διαρκής μέτοχος στή λειτουργική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μεγαλώνει καί ἀναπτύσσεται συγγραφικά ἀπό τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα ἕως καί τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 20ου (1851-1911)[6] , περίοδο πού ἡ παρουσία τῶν Κολλυβάδων εἶναι πολύ ἔντονη στή γενέτειρά του. Τά λειτουργικά του βιώματα ἄρχονται ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί ἀποτελοῦν, ἐκτός ἀπό τήν βασική πρώτη ὕλη τοῦ ἔργου του, σπουδαιότατες λειτουργικές πηγές γιά τήν κολλυβαδική παράδοση καί τήν μετάδοσή της στά λαϊκά στρώματα τῆς Σκιάθου, μέ κατάλοιπά της νά ἐπιβιώνουν καί ἐπί τῶν ἠμερῶν μας. Υἱός τοῦ ἱερέα Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, βρισκόταν συχνά μαζί του στίς διάφορες ἀκολουθίες, παρατηρώντας πώς ὁ πατέρας του ἦταν «κόσμημα περικαλλὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν πανηγύρεων, ὅτε ἡ παρουσία τοῦ ἐθεωρεῖτο ἀπαραίτητος. Διότι στολισμένος μὲ καθαρὰν ἀπαγγελίαν, ἁπλοῦς καὶ ἀπέριττος τοὺς τρόπους, καθαρὸς καὶ σεμνὸς ἐν τῇ περιβολῇ προσέδιδεν ἀφελῆ μεγαλειότητα εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἀκολουθίας»[7].   Ἡ παιδεία του στά ἐκκλησιαστικά, ἐντείνεται ἀκόμη περισσότερο ἀπό τήν ἐπαφή μέ τόν λόγιο Κολλυβά Διονύσιο Ἐπιφανιάδη, μέ τόν ὁποῖον ἦταν καί συγγενεῖς. Ὁ Γέρων Διονύσιος (1808 -1887)[8]  ἦταν μία ἀπό τίς ἐξέχουσες μορφές τῶν λογίων Κολλυβάδων ἀσκητῶν, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπό τήν Σκιάθο, διῆλθε πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἐπανδρώνοντας μοναστήρια, διδάσκοντας καί καθοδηγώντας τόν λαό, γιά νά καταλήξει ξανά στό νησί του, ὅπου ἵδρυσε τό μονύδριο τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ποικίλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πώς ἐκεῖ, ἐκτός ἀπό τό πλῆθος πού προσερχόταν, εἰδικά στίς πολύωρες ἀγρυπνίες[9] , «ἀνέβαινον συχνὰ καὶ ἐπεσκέπτεντο τὸν θεῖον των, οἱ δύο μετέπειτα ἅγιοι τῶν Νεοελληνικῶν Γραμμάτων [Παπαδιαμάντης –   

Μωραϊτίδης]. Ἄν καὶ οἱ ἴδιοι λόγιοι, ἐκάθηντο κι ἐμαθήτευον παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Λογιωτάτου Γέροντα. Ἐφάνη δὲ ἡ ἐπίδρασις ὅλων αὐτῶν τῶν σοφῶν ὑποδείξεων, συμβουλῶν καὶ ἐλέγχων ἐπὶ τῶν δύο μαθητῶν.»[10] Μέ τή σχέση τοῦ αὐτή ὁ Παπαδιαμάντης  υἱοθέτησε τήν ἀγάπη γιά τήν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ, ὥστε καί ἀργότερα ὡς ψάλτης,  ὅταν ὑπῆρχε κάποια παρεκτροπή στό Τυπικό ἤ κάποιος θόρυβος πού παρασάλευε τήν τάξη, ἐκεῖνος «μετεβάλλετο εἰς αὐστηρότατον ἐπιτιμητὴν καὶ ἐπεφώνει καὶ ἐπετίμα καὶ ἐκραύγαζεν»[11],   ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ σύγχρονός του συγγραφέας, Γεράσιμος Βῶκος. Ἐκτός ὅμως ἀπό «τό τελετουργικόν τῆς ἐκκλησίας», ὁ Παπαδιαμάντης διδάχθηκε ἀπό τόν π. Διονύσιο καί τήν «κατά τήν παράδοσιν τῆς ἐκκλησίας ὑμνωδίαν». Μέ αὐτόν τόν τρόπο, γράφει ὁ Παναγιώτης Ἐπιφανιάδης, «ἐκτός τῆς αὐστηρῆς καί τυπικῆς διατάξεως, διετηρήθησαν καί διεσώθησαν μέχρι σήμερον μακρά μελωδικά.

καί ἰδιόρρυθμα μέλη, τά ὁποῖα ἄλλως θά ἐχάνοντο.» [12] Συμπληρωματικά μέ τήν παράδοση τοῦ νησιοῦ του, καί ἡ ἐπίσκεψή του στό Ἅγιον Ὅρος, συνετέλεσε σημαντικά στίς λειτουργικές του καταβολές.[13]  

Σαφέστατη μαρτυρία γιά τή σχέση τοῦ Παπαδιαμάντη μέ τήν λειτουργική ζωή, ἀποτελεῖ καί τό ἴδιο τό συγγραφικό του ἔργο. Ἀπαντώντας στόν «σοφό ἐπικριτή»[14] τῶν θέσεών του, στό διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης»[15],  ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, [...] νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾽ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη.»[16]  Ὁ Παπαδιαμάντης δέν ἀπαντᾶ στίς κατηγορίες πολλῶν λογίων τῆς ἐποχῆς περί ἀναχρονισμοῦ καί προγονοπληξίας, μέσα ἀπό κάποιο αὐτόνομο ἄρθρο, ἀλλά ἀπαντᾶ ἀπευθείας μέσα ἀπό τό ἴδιο του τό ἔργο. Σέ μία ἐποχή, πού ἡ ἐπαιτεία στίς δυτικές ἐπιδράσεις καί τά πρότυπα στήν τέχνη, τόν πολιτισμό καί τήν λατρεία εἶναι κυρίαρχα στόν ἑλληνικό βίο, ἐκεῖνος προτιμᾶ νά προβάλλει τά ἑλληνικά καί χριστιανικά ἤθη. Ἀπό τά διηγήματά του, μέχρι τά ἄρθρα καί τά ποιήματά του, ὅλο τό ἔργο του βρίθει λειτουργικῶν ἀναφορῶν καί ἀποτελεῖ ὕμνο στή χριστιανική λατρεία καί ζωή. Ὁ ἴδιος ἔχει τόσο ἐντρυφήσει στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὥστε προχωρᾶ καί στήν σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν ὑμνογραφημάτων γιά λειτουργική χρήση, διορθώνοντας καί συμπληρώνοντας ἀκολουθίες ἤ ἀκόμη καί συνθέτοντας ἐξ ὁλοκλήρου νέες.[17] Χαρακτηριστικά εἶναι καί τά σατιρικά του συνθέματα. [18]                                                     

 Ἡ λεπτομερέστατη περιγραφή τῶν ἀκολουθιῶν σέ πλεῖστα διηγήματά του, δείχνει καί τήν βαθιά λειτουργική του παιδεία. Ἀναφέρει ὁ μακαριστός ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Λογγοβάρδας Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, γιά τόν ζῆλο καί τήν προσοχή πού ἀπέδιδε στήν ἐκκλησιαστική τάξη: «Ἐπειδὴ δὲ ἔψαλλον [ἐνν. ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης] μετὰ συνέσεως καὶ εὐλαβείας, δὲν ἐπέτρεπον εἰς ψάλτας ποὺ ἤρχοντο διὰ νὰ ψάλωσι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, ἐὰν καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἔψαλλον συνετῶς καὶ μετεχειρίζοντο ὄχι τὰς φυσικάς των φωνάς, ἀλλὰ θυμελικάς, προσποιητὰς καὶ ἀτάκτους φωνάς. Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅστις ἦτο καὶ εὐέξαπτος, τοὺς ἐδίωκε. – Φύγετε, τοὺς ἔλεγε, ἐδῶ εἶναι τόπος προσευχῆς. Πηγαίνετε νὰ τραγουδήσετε εἰς τὰ θέατρα. Πολλάκις καὶ ἐμὲ ὅστις ἤμην βοηθός του καὶ μαθητής, ὅταν ἔκανα καμμίαν παραφωνίαν ἢ παρατονίαν, μὲ ἐδίωκεν. – Φύγε, μοὶ ἔλεγε, παῦσε, κλεῖσε τὸ στόμα σου, ἀπρόσεκτε»[19] , χωρίς ὅμως νά παραλείπει στό τέλος νά τόν ξανακαλέσει στό ἀναλόγιο, ζητώντας συγγνώμη. Ὁ Παπαδιαμάντης, δέν κάνει ἄσκοπους λόγους «περί λατρείας», οὔτε ἀναλώνεται σέ θεωρητικολογίες. Ἀντίθετα, ζεῖ τή λειτουργική ζωή ἔντονα καί τρέφεται ἀπό αὐτήν.

  Κάνοντας κανείς μία ἀνασκόπηση στή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, διαπιστώνει πώς ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ τύπο ἐκκλησιαστικοῦ ἀνθρώπου, μέ ὄντως αὐθεντική ἐκκλησιαστική παιδεία καί φρόνημα, ἐπικυρώνοντας τά λόγια τοῦ Βαγγέλη Σκουβαρᾶ πώς: «Ἡ κάθε λεπτομέρεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξης ἦταν γιά αὐτόν δέος μέ πρωτόφαντη χαρά κι ἡ τήρησή του χρέος ἀπαρασάλευτο.» [20]

Ὑπόθεση 2η: Οἱ λειτουργικές ἀναφορές στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη ἀποτελοῦν λειτουργικές πηγές[21]  γιά ὅλο τό φάσμα τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας.

 

Ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀξιοποιεῖ ὡς βασικό του ἄξονα τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἀπό τό πλῆθος τῶν στοιχείων, θά ἀναφερθοῦν ἐνδεικτικά κάποια, τόσο ἀπό τό διηγηματικό ὅσο καί ἀπό τό ἀρθρογραφικό του ἔργο, τά ὁποῖα παρουσιάζουν ἐπαρκῶς τίς τοποθετήσεις του, γιά τή λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Στό διήγημά του «Στό Χριστό, στό Κάστρο»[22],  οἱ «κατάκοποι» ἀπό τό περιπετειῶδες ἐν μέσῳ τρικυμίας ταξίδι πανηγυριστές, φθάνοντας μεσάνυκτα παραμονή τῶν Χριστουγέννων στό Κάστρο, ἀρχίζουν ἀμέσως νά εὐτρεπίζουν τόν ναό, ὥστε οὔτε ἐκεῖνος νά  μείνει «ἀλειτούργητος» ἀλλά οὔτε καί οἱ λιγοστοί βοσκοί πού ζοῦσαν ἐκεῖ. Παρά τίς δύσκολες συνθῆκες, ἡ ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων θά γίνει πανηγυρικά μέ τά τροπάρια τῆς λιτῆς, τά ἀναγνώσματα καί πλήρη τήν τάξη τῆς χριστουγεννιάτικης παννυχίδος: ««[...] ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των». [23]  Καθώς συνεχίζει τήν περιγραφή τῆς ἀκολουθίας ὁ Παπαδιαμάντης παρεμβάλλει καί τό ἑξῆς σχόλιο: «(Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!)»[24],  καυτηριάζοντας τήν πρακτική παράβλεψης, ἤδη ἀπό ἐκείνη τήν περίοδο (1904), τῆς ἀνάγνωσης τῶν καθισμάτων τοῦ ψαλτηρίου, ὡς κάτι τό ἀνιαρό, τό ὁποῖο ὅμως οἱ τόσο ταλαιπωρημένοι ἥρωές του δέν ἐπρόκειτο νά ἀμελήσουν. Παρομοίως, καί στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, θά διαβαστεῖ  τό «Εὐλογήσω τόν Κύριον»[25] , ψαλμός πού μέχρι καί σήμερα καταλιμπάνεται ἀκόμη καί στά περισσότερα μοναστήρια, πλήν τῆς περίπτωσης τῆς προηγιασμένης θείας Λειτουργίας.

Στήν «Ντελησυφέρω»[26] , ἕτερο χριστουγεννιάτικο διήγημα, δίνονται ἐπίσης  πολύτιμες πληροφορίες. Μέσα στή ζωηρή περιγραφή τῶν συνθηκῶν τῆς ἀκολουθίας, μέ ὅλο τό μικροκλίμα καί τά εὐτράπελα πού λαμβάνουν χώρα, γίνεται σαφής ἀναφορά καί στή λειτουργική πρακτική τοῦ κανοναρχήματος. Οἱ νεαροί ὑποψήφιοι ««ἐκ  τῶν μαγκῶν καὶ μαθητῶν τοῦ

Ἑλληνικοῦ σχολείου»[27], ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τούυ ποιός θά πρωτοκανοναρχήσει. Ὁ «νικητής» ἀπαγγέλει καταλογάδην τόν εἱρμό καί τά τροπάρια τῶν κανόνων, ἀποκομίζοντας μάλιστα καί κάποιο φιλοδώρημα, τό ὁποῖο τοῦ ἔρριχναν μέσα στό Μηναῖο πού κρατοῦσε, στήν κατάληξη τοῦ κάθε τροπαρίου. Ἡ προκειμένη ἀναφορά εἶναι ἀξία προσοχῆς διότι, ὅπως καί σέ ἄλλα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, πιστοποιεῖ τήν ἐνεργή συμμετοχή τῶν νέων παιδιῶν στό ἀναλόγιο ἤ μέσα στό ἱερό. Πρακτική πού ἐκείνη τήν περίοδο ἀπαντᾶται στόν πατριαρχικό ναό καί ἀλλοῦ [28], μέ ἀναφορές στούς μικρούς «κανόναρχους» καί «παραδομέστικους». Ἄλλωστε, ὁ λαμπαδάριος τοῦ Παπαδιαμάντη στίς κατανυκτικές ἀγρυπνίες τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, «παραπονεῖται» λίγα χρόνια πρίν σέ ἄρθρο του[29]  γιά τήν ἔλλειψη κανοναρχῶν καί ψαλτῶν στούς ναούς τῆς ὑπαίθρου σημειώνοντας πώς: «Εἰς τοὺς παλαιοτέρους χρόνους ἐθεωρεῖτο τιμὴ μεγάλη τὸ ψάλλειν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ ἀναγινώσκειν τὸ ψαλτήριον, τὸ ἀπαγγέλειν τὸν Ἀπόστολον, τὸ συλλειτουργεῖν ἐν γένει τὸν ἱερέα, καθότι ἡ ἐκπαίδευσις τότε καὶ ἐν γένει ἡ μόρφωσις ἐγίνετο μόνον διά τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ παιδία ἐπρογυμνάζοντο εἰς τὸ σχολεῖον εἰς τὴν Ὀκτώηχον καὶ κληρούμενα ὑπὸ τοῦ διδασκάλου ἐκανονάρχουν ἢ ἔλεγον τὸν Ἀπόστολον ἕως οὗ, αὐξανομένης τῆς ἡλικίας των ἐκγυμνασθῶσι καὶ εἰς τὸ ψάλλειν. Ποῖα παρετηρεῖτο ἅμιλλα τῶν νέων [...] Ποῖος εὐγενὴς ἀνταγωνισμός, ὅστις ηὐτρέπιζε καὶ ἐκαλλώπιζε τὰς ἱεροτελεστίας. Τὸ νὰ γίνει ὁ υἱὸς ἑνὸς προύχοντος "ἀναγνώστης" ἐθεωρεῖτο μέγά τι καὶ ἱεροπρεπές. [...] ἐθεωρεῖτο ὡς δίπλωμα ἐντίμου προσαγωγῆς εἰς προύχοντα τοῦ τόπου περιζήτητον. Αὐτὰ τὰ πρῶτα πρόσωπα τῆς μικρᾶς κωμοπόλεως κωμοπόλεως μετ᾽ ἰδιαιτέρας χαρᾶς ἐλησμόνουν τὸ βαπτιστικόν των ὄνομα, ὑπογράφοντας καὶ προσφωνούμενα "Ἀναγνώστης". Πολλοὶ δὲ διέπρεψαν ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινοτικῶν "κυρ Ἀναγνῶσται"». Τά στοιχεῖα αὐτά ἐπικυρώνονται ἀκριβῶς καί ἀπό μία τυπική «παπαδιαμαντική» ἀκολουθία, μέ τή σημαντική κοινωνική θέση τῶν ψαλτῶν νά εἶναι ἐπίσης πολύ συνηθισμένη.

Ἀναμφίβολα, ἀξία προσοχῆς καί καθόλου τυχαία εἶναι καί ἡ ἀναφορά στόν γερο-Φραγκούλα, στό γνωστό διήγημα «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου»[30].  Ὁ ἥρωας «ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του», ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του.» Ἀφοῦ πρῶτα χτύπησε τό αὐτοσχέδιο ξύλινο τάλαντο, ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας [...] ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ [...]».  Ἀκολουθεῖ ἡ περιγραφή τῆς δομῆς τῆς ἀγρυπνίας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου,  ὡς ἑξῆς: «Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, [...]  ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν

ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ Προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ.»[31] . Ἐκτός ἀπό τήν λειτουργική πανδαισία, ἰσάξια ἁγιορειτικῆς ἀγρυπνίας, πού ἔλαβε χώρα στόν ἁπλό ναΐσκο, εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα καί ἡ χρονική διάρκεια τῆς ἀκολουθίας:  «ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος»[32],  χωρίς νά προσμετρηθεῖ καί ὁ Μικρός Ἑσπερινός τῆς ἑορτῆς, πού ἔγινε πρίν τό λιτό σαρακοστιανό γεῦμα. Ὅλα αὐτά πραγματοποιήθηκαν, ὄχι ἀπό πολυμελεῖς μοναστικές ἀδελφότητες, ἀλλά ἀπό τόν ἁπλό λαό, τόν μπολιασμένο μέ τό μοναστικό ἦθος, ἀπό τούς Κολλυβάδες πατέρες.

Κρυμμένος συχνά πίσω ἀπό τοῦ ἥρωές του, ὁ σκιαθίτης συγγραφέας, ἐκθέτει μέσα ἀπό τά παθήματά τους, δικές του ἀπόψεις καί προβληματισμούς. Ὁ παραμελημένος  μπαρμπα-Μάρκος τοῦ διηγήματος «Ἅλλος τύπος»[33], «Ἐθύμωνεν ἂν ἡ λειτουργία ἐτελείωνε γρήγορα. Ἐπέπληττε τοὺς ψάλτας, τὸν τυπικάρην, καὶ αὐτὸν τὸν λειτουργὸν ἱερέα. - Ἑσπερίδες κάνετ᾽ ἐδῶ; ἔλεγε.»[34]  Αὐτά διότι «Ἤθελε νὰ ἔλθῃ ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ἡμέραν»[35] , νά τελειώσει δηλαδή ἡ ἀγρυπνία τίς πρῶτες πρωινές ὧρες. Ἐν ἀντιθέσει μέ τό ἦθος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, ἄσχημη ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ αὐτοπροβολή, ὁ θεατρινισμός καί ἡ ἐπιδεικτική τάση πού παρουσιάζει ὁ ἐπίσκοπος ἄλλου διηγήματος, [36] ὁ ὁποῖος ἐκνευρίζεται ὅταν δέν ἀκούει τό «Δι᾽ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου Δεσπότου» καί ἐπιπλήττει « Εἰς τὸ «Πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί», τόν πρεσβύτερο καί πλέον ἐγγράμματο τῶν ἱερέων, «τὸν ὁποῖον ἔπιασεν ἀποτόμως ἀπὸ τὸν βραχίονα, βαστάζοντα τὸ Ἅγιον Ποτήριον, καὶ τὸν ἐβίασε νὰ σταθῇ ἐπὶ ἓν λεπτὸν εἰς τὰ βημόθυρα, διὰ νὰ εἴπῃ τὸ «Πάντοτε» - ὡς νὰ ἐπρόκειτο, κατόπιν τοῦ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», νὰ γίνῃ καὶ δευτέρα Μετάληψις». «Καὶ ὅμως», σχολιάζει ὁ συγγραφέας, «τὸ Εὐχολόγιον γράφει μόνον ὅτι «βλέπει ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν λαὸν» καὶ ὄχι, ἵσταται εἰς τὴν Ἁγίαν Πύλην.  Ὅ,τι δὲ περιττὸν γίνεται, μαρτυρεῖ μόνον τάσιν πρὸς τὸ πομπῶδες καὶ θεατρικὸν - ὅπως συνηθίζουν μάλιστα οἱ Ρῶσοι.»

Σέ ἄλλο πάλι διήγημα, ὁ καλός ἄγγελος πού ἐπισκέπτεται τήν πόλη του παραμονή Χριστουγέννων, μέ πόνο θά παρατηρήσει τήν ἔμφαση πού δινόταν σέ ἀνούσια σημεῖα, ἔναντι τοῦ βασικοῦ κορμοῦ τῆς ἀκολουθίας, ἡ ὁποία ἄλλαζε κατά τό δοκοῦν. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατικῆς θείας Λειτουργίας «(ὁ ἄγγελος) ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!».[37]

Ἐκτός ἀπό τά διηγήματά του ὁ Παπαδιαμάντης, θά γράψει συχνά διάφορα «θρησκευτικά» καί «μουσικολογικά» ἄρθρα, παρουσιάζοντας στό ἀνυποψίαστο ἀναγνωστικό κοινό τά τεκταινόμενα σέ πολλές δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές, ἀλλά καί στηλιτεύοντας πολλά ἐκ τῶν κακῶς κειμένων στή λειτουργική ζωή. Δέ θά ἀναπαυτεῖ σέ μία πρόχειρη παρουσίαση. Τόν ἐνδιαφέρει ὄχι μόνο ἡ λειτουργική δομή, ἀλλά καί ἡ λογική πού τήν διαμορφώνει, σχολιάζοντας λ.χ. πῶς τήν Μ. Παρασκευή θεία Λειτουργία δέν τελεῖται ἀφοῦ, «Ἡ λειτουργία εἶναι ἀνάμνησις τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ σήμερον (Μ. Παρασκευή) ἑορτάζομεν αὐτὴν τὴν Σταύρωσιν, [...]· ὥστε ἀνάμνησιν θὰ ἦτο ἄτοπον νὰ τελῶμεν.» [38]

Τά ἄρθρα αὐτά παρουσιάζουν γλαφυρά τήν τυπική διάταξη τῶν ἀκολουθιῶν, μέ τίς ὑμνογραφικές, μουσικολογικές καί λειτουργιολογικές ἀναφορές τους νά εἰσάγουν πλήρως τόν ἀναγνώστη στό πνεῦμα τῆς ἑκάστοτε ἑορτῆς. Ἀπό τίς λεπτομέρειες στό Τυπικό καί τήν λειτουργική, μαθαίνει κανείς ἀκόμη καί γιά τήν τάξη ἀνάγνωσης τοῦ Εὐαγγελίου τήν Μ. Πέμπτη: «Τὸ πρῶτον Εὐαγγέλιον κατὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ τυπικὰ ἀναγινώσκει ὁ ἀρχιεπίσκοπος, τὰ λοιπὰ οἱ ἱερεῖς κατὰ τάξιν, καὶ τὸ τελευταῖον ὁ ἀρχιδιάκονος ἀπ᾿ ἄμβωνος.»[39] Δέν περνᾶ ἀπαρατήρητος οὔτε καί ὁ ἀναλυτικός σχολιασμός τῶν κανόνων τοῦ ὄρθρου καί τῆς δομῆς τους, ἀνά τριώδια ἤ ἐννέα ὠδές[40] , ὥστε νά ἀντιλαμβάνεται κανείς τό βάθος τῆς πολύπλευρης γνώσης τοῦ Παπαδιαμάντη γύρω ἀπό τά ζητήματα αὐτά. Ὅσα γράφει, δέν εἶναι μία εὔκολη κριτική ἀπό καθέδρας, ἀλλά προέρχονται ἀπό τό οὐσιαστικό ἐνδιαφέρον καί τόν πόνο ψυχῆς πού τόν χαρακτηρίζουν γιά τόν λειτουργικό βίο. Φανερώνοντας πάντοτε τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό του φρόνημα, ξεκαθαρίζει πώς δέν αὐτονομεῖται ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: «πείθομαι ὑποκλινῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ εἶμαι πρόθυμος ν᾿ ἀποσύρω πᾶσαν παρακεκινδυνευμένην γνώμην.»[41]

Ὁ ἴδιος δέ θά διστάσει νά θίξει τήν ἀταξία τῶν ἀθηναϊκῶν ναῶν καί τῶν ἐκεῖ ἐπιτρόπων:  «Συνιστῶμεν τῷ κλήρῳ τάξιν εἰς τὴν ἀκολουθίαν, τῷ δὲ λαῷ εὐλάβειαν. Τοῖς δ᾿ ἐπιτρόποις τῶν ναῶν ὀλιγωτέραν, εἰ δυνατόν, ἀνησυχίαν καὶ δραστηριότητα εἰς τὴν ὑπὲρ τοῦ ναοῦ χρηματολογίαν!». Προτιμώντας ὅσους εἰλικρινά ἔχουν διαρρήξει τήν σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία ὡς ἐλεύθεροι στοχαστές (libres penseurs)[42], δέν ἀνέχεται ὅσους δέ μετέχουν συνειδητά στή λατρεία ἀλλά «ἐξακολουθοῦσιν νὰ πιθηκίζωσιν [...] ἄνευ πίστεως καὶ χρηστοῦ συνειδότος.» [43]

Ταυτόχρονα, δέν παραβλέπει τίς ἀντικειμενικές δυσκολίες πού ὑπάρχουν στά ἀστικά κέντρα, ὥστε στούς ναούς «τάξις πολλὴ καὶ ἀκρίβεια ἀδύνατον νὰ τηρηθεῖ». Παρατηρεῖ μάλιστα πώς, μπορεῖ οἱ περισσότεροι ψάλτες νά ἑρμηνεύουν μέ ζῆλο τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, δέν γνωρίζουν ὅμως ἐπαρκῶς  τά τριώδια τοῦ Κοσμᾶ τοῦ ὑμνογράφου, τά ὁποῖα ἀπό ὀλιγωρία «δὲν ἠξίωσαν ποτὲ νὰ μελετήσωσιν».[44] Γιά ἐκεῖνον, ἔχοντας ἀνδρωθεῖ λειτουργικά σέ μοναστικό περιβάλλον,  ὁ κανόνας, ἐκτός ἀπό κορυφαῖο ὑμνογραφικό εἶδος, ἦταν καί κεντρικότατο καί ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ἀκολουθίας, ἀνεπίδεκτο παράλειψης: «Τὰ [...] τροπάρια (του κανόνα), συντομώτατα ὄντα, καὶ εἱρμολογικῶς ψαλλόμενα, δὲν ἀπαιτοῦσιν ἢ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας»[45],  γεγονός πού ἔχει πολλά νά καταδείξει, ὅταν μάλιστα στή σημερινή λειτουργική πράξη, ὁ κανόνας ἄν δέ παραλειφθεῖ ἐντελῶς, στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων ψάλλεται στοιχειωδῶς μόνο ἀπό τήν α΄ καί γ΄ ὠδή. Εἰδικά στήν περίπτωση τῆς Μ. Ἑβδομάδος, ὁ Παπαδιαμάντης θεωρεῖ ἀπαράδεκτο νά λέγεται τό «Δόξα Πατρί» ἀπευθείας μετά τόν εἱρμό, καθότι «Ἡ Μ. Ἐκκλησία προεῖδε πάντα καὶ περιέκοψεν ἐκ τοῦ Τυπικοῦ ὅ,τι ἦτο δυνατὸν νὰ περικοπῇ, παρέλιπε τὰς στιχολογίας καὶ τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ἠλάττωσεν ἀπὸ ιβ´ εἰς Ϛ´ τὰ τροπάρια ἑκάστης ᾠδῆς τοῦ Κανόνος.»[46]  Ἡ ὑπακοή στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι βασικός ἄξονας γιά τή λατρεία, μέ ἐγωιστικές αὐθαιρεσίες νά ἀποδομοῦνται ὡς ἑξῆς: «Ὅστις δὲ ἄλλως θεσπίζει, αὐθαιρέτως πράττει καὶ σφετερίζεται ξένα δικαιώματα, ἀνώτερον τῆς Μ. Ἐκκλησίας ἑαυτὸν ποιῶν.»[47]

Ἀναπολώντας τίς λειτουργικές ἐμπειρίες του στήν ἥσυχη Σκιάθο, θά καταφύγει τό 1887 στά περίχωρα τῆς Ἀττικῆς, γιά νά ἑορτάσει τό Πάσχα μακριά ἀπό τόν θόρυβο τῆς πρωτεύουσας καί τήν τυραννική παρουσία τῶν ἐπιτρόπων τῶν ἐνοριῶν. Οἱ τελευταῖοι, ἄν καί θά ἔπρεπε νά παραμείνουν στήν πρακτική διακονία τους, ἐπειδή ἀποσκοποῦν κυρίως στό χρηματικό κέρδος καί «ἐλλείψει ἐκκλησιάρχου ἢ τυπικάρη», ἀναμειγνύονται στό Τυπικό καί ἐπιβάλλουν στόν ἐφημέριο εἴτε  «νὰ παραλίπῃ τὴν Ἐκτενῆ, [...], καὶ νὰ ἐκφωνήσῃ εὐθὺς «Ὅπως ὑπὸ τοῦ κράτους σου»[48],  εἴτε ἀκόμη τοῦ ἀπαγορεύουν νά κηρύξει. [49] Στά ἀθηναϊκά περίχωρα λοιπόν, θά βρεῖ «ἱερέα ὅστις ἤξευρε καλῶς τὴν τάξιν τῆς Ἀκολουθίας, οὐδεμίαν δὲ ἀταξίαν ἢ χασμωδίαν ἐπέτρεπεν». Καί ὁ λαός ὅμως, «ἦταν λογικὸν ποίμνιον εὐλαβῶς ἀκροαζόμενον τῆς Ἀκολουθίας.»[50]  Ἀπό τήν παραμονή του ἐκεῖ, ἀντλοῦμε καά ἄλλες πολλές πληροφορίες γιά τήν εὐταξία πού διασωζόταν ἀκόμη στά προάστια: «(Τήν Μεγάλη Παρασκευή), ὁ ἱερεύς, ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν Τυπικῶν, διέταξε πρότερον ν᾿ ἀναγνωσθῇ ὁ Ἄμωμος, [...] (ὁ ὁποῖος) οὐχ ἧττον ἀναγινώσκεται, καὶ πρέπει ν᾿ ἀναγνωσθῇ»[51] , μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου νά διαρκεῖ τρεῖς ὧρες, διότι στήν ἐπαρχία «οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀνυπομονοῦσι πολύ»[52].  Ὁ ἁπλός ἐκεῖνος ἱερέας, ἐφάμιλλος τῶν ἱερέων τῆς   

Σκιάθου, «δὲν ἐννόει νὰ παραλίπῃ ἐκ τοῦ Τυπικοῦ οὐδὲ κεραίαν», καί τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, «εἰσελθὼν μόνος εἰς τὸν ναὸν ἀπὸ τῆς ὀγδόης καὶ ἡμισείας, ἔμεινεν ἀναγινώσκων τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων»[53],  παράδοση πού ἐπικρατεῖ ἀκόμη στίς ἁγιορείτικες μονές, πρίν τήν ἔναρξη τῆς ἀναστάσιμης παννυχίδος.

Οἱ προαναφερθεῖσες θέσεις, κομίζουν ὄχι μόνο τίς ἀπόψεις τοῦ συγγραφέα γιά τήν λατρευτική ζωή, ἀλλά καί ἀντικειμενικές μαρτυρίες γιά τόν λειτουργικό τρόπο τοῦ 19ου καί τοῦ 20ου αἰώνα.

 Ὑπόθεση 3η: Τά κείμενα καί οἱ ἥρωες τοῦ Παπαδιαμάντη λειτουργοῦν ὡς τύπος συμμετοχῆς κλήρου καί λαοῦ στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

 

Οἱ ἱερεῖς στόν Παπαδιαμάντη, παρά τά ἀνθρώπινα πάθη τους, εἶναι πάντοτε δίπλα στό λαό, ἀλλά καί ἄοκνοι στά λειτουργικά τους καθήκοντα, χωρίς φτιασιδώματα καί ἐπίδειξη. Ὁ ἱερέας τοῦ διηγήματος «« Ἄλλος Τύπος»[54], ἄν καί φιλοχρήματος, «δὲν ἔπαυεν ὅλον τὸν χρόνον νὰ ἔχῃ ἀγρυπνίας εἰς τὰ πολυάριθμα ἐξωκκλήσια τῶν περιχώρων τῆς πόλεως, ἠγείρετο πρωί, τρεῖς ὥρας πρὶν φέξῃ, κ᾽ ἐδιάβαζεν ὅλην τὴν Ἀκολουθίαν κατ᾽ οἶκον, ἀπὸ τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, μέχρι τῶν Ὡρῶν, ἐνώπιον τοῦ εἰκονοστασίου περιμένων νὰ φανῇ τὸ πρῶτον γλυκοχάραγμα τῆς αὐγῆς, διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἐξωκκλήσιον.»[55]   Ὅλοι οἱ ἱερεῖς τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅσο ἀγράμματοι καί ἄν εἶναι, ἀποτελοῦν ἐγγυητές τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, ζώντας ἔντονα τήν λειτουργική ζωή. Αὐτό εἶναι ἑπόμενο, καθώς «πάντες οἱ ἀρχαιότεροι τῆς νήσου ἐφημέριοι ἐδιδάχθησαν τὴν τῶν μυστηρίων τέλεσιν παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, οἵτινες εἶχον ἱδρύσει κατὰ τὸ τέλος τοῦ παρελθόντος αἰῶνος τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ [...], φυτώριον γενομένην τῶν σεμνῶν τῆς νήσου μας ἱερέων τότε, οἵτινες φιλακόλουθοι, ἁπλοῖ, ἐνάρετοι ἀπέλαυον τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῶν κατοίκων, οὐδεμίαν προσποίησιν ἢ ὑπόκρισιν ἢ ἐπιδεικτικὴν κενότητα ἐμβλεπόντων εἰς τὸν ἱερατικὸν βίον των.»[56]  

Ἡ ἄρρηκτη σύνδεση τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ μέ τόν μοναχισμό τήν ἐποχή τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀποτελεῖ ἕνα σημεῖο πού χρήζει ἰδιαίτερης προσοχῆς, λόγω τῶν  συχνά ἀποτυχημένων ἀπομιμήσεων αὐτῆς τῆς σχέσης στά νεότερα χρόνια.  Εἰδικότερα, μετά τήν δεκαετία τοῦ ’60 διαμορφώνεται ἕνα νέο ρεῦμα ἐπιστροφῆς στόν μοναχισμό. Ἡ ἐπιστροφή αὐτή ὅμως, δέν συνέβη πάντοτε μέ διακριτικά κριτήρια, δημιουργώντας συγχύσεις. Ἀντίθετα μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ Παπαδιαμάντη καί τῆς ἐποχῆς του, πολλές ἐνορίες καί συνάξεις νέων, ἐπισκέπτονται τά μοναστήρια, συχνά ὅμως ὄχι γιά νά διδαχθοῦν ἀπό τήν παρουσία τῶν μοναχῶν καί τά λειτουργικά τους ἤθη,  ἀλλά γιά νά ἐπικυρώσουν δικές τους ἀντιλήψεις ἤ ἀκόμη χειρότερα γιά νά «διδάξουν» τούς λιγοστούς «κολλυβαδικούς ἀπόμαχους» .[57] Ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ φαινομένου, ἔχουμε τήν ἄκριτη ἀντιστοίχιση τῆς σχέσης  γέροντος - ὑποτακτικοῦ, μέ αὐτή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καί τοῦ ἐξομολογουμένου. Ἡ συνθήκη αὐτή δημιουργεῖ μία νέου τύπου, ἐπικίνδυνη, ψευδο-μοναχική ἀντίληψη, μέ προεκτάσεις καί στή λατρεία. Εἶναι στήν οὐσία μία ναρκισσιστική πρόσληψη τῆς παράδοσης, χωρίς καμία σχέση μέ τόν παπαδιαμαντικό κόσμο.

  Ἡ  ἄκριτη υἱοθέτηση μοναχικῶν συνηθειῶν, μέ ἐξωτερικό τρόπο καί ἀπουσία συνέπειας στόν ὑπόλοιπο βίο, δημιουργεῖ μία ἀντίληψη βιτρίνας γιά τήν εὐσέβεια, τήν τάξη καί τό Τυπικό. Μακριά ἀπό τήν ἀληθινή μαθητεία στό μοναχικό πνεῦμα, ἱερεῖς καί λαός, χάνουν τήν οὐσία τῶν τυπικῶν διατάξεων καί ἀναλώνονται σέ θεωρητικά σχήματα καί ἐφαρμογές. Ὁ καθηγητής Ἀνέστης Κεσελόπουλος σχολιάζει ἐπ’ αὐτοῦ: «Ἡ σκιαθίτικη λατρευτική κοινότητα [...] δέν στηρίζεται σέ ἰδεολογικά κριτήρια. Οἱ ἱερεῖς προέρχονται ἀπό τόν λαό καί ζοῦν σέ στενή σχέση μαζί του. Οἱ λαϊκοί δέν ἀποτελοῦν [...] ἁπλό διάκοσμο, ἀλλά βασικά κύτταρα γιά τή λειτουργία τῆς κοινότητας».[58] Νεοπαγεῖς καί προσωποληπτικές ἀντιλήψεις δέν χωροῦν στόν κόσμο αὐτό. Ἀντιθέτως, ἰσχύει αὐτό ἀκριβῶς πού παρατηρεῖ κανείς διαβάζοντας τίς αἰτήσεις τῆς θείας Λειτουργίας.  Ἐκεῖ ὅσοι μνημονεύονται (λαϊκοί – ἐπίσκοπος – κληρικοί), ἀντιμετωπίζονται ὡς συλλειτουργοί καί σύν-διακονητές, μέ διακριτά ὅρια καί χωρίς αὐθαιρεσίες μέσα στή λατρεία.

Ὁ Παπαδιαμάντης, γνωρίζει ὅτι «ἕνας ἀπό τούς δρόμους πού εἰσδύει ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὁδός τῆς τέχνης».[59]  Γιά αὐτό ἀκριβῶς ἦταν θερμός θιασώτης τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί κάθετα ἀντίθετος στίς καινοτομίες. Προέβαλλε μάλιστα καί ἐπικριτική στάση, σέ κάθε προσπάθεια ἐπιβολῆς τῶν δυτικῶν πολυφωνικῶν χορωδιῶν[60]  καί ἀλλοτρίωσης τῶν παραδεδομένων τρόπων ψαλμώδησης. Ὑποστηρίζει, πώς γιά νά εἶναι κανείς ἱκανός νά αἰσθανθεῖ καί νά ἐκτιμήσει τήν ψαλτική τέχνη, πρέπει νά ἔχει ἤ ἁπλότητα ἤ λεπτότητα .[61] Οἱ περισσότεροι διακονητές στά ἀναλόγια τῶν διηγημάτων του, κατέχουν σέ μέγιστο βαθμό καί τά δυό παραπάνω χαρακτηριστικά. Παραδειγματικά, γιά τόν ψάλτη τοῦ διηγήματος «Στό Χριστό, στό Κάστρο» διαβάζει κανείς: «Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾽ εὐλαβῶς καὶ μετ᾽ αἰσθήματος», σχολιάζοντας πώς ἀνῆκε σέ «ἐκεῖνον τόν τύπο τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς».[62] Ἦταν δηλαδή ἐμπειρικός ψάλτης ἀλλά συνάμα «λειτουργικός»,  ζυμωμένος μέ τήν διαρκῆ συμμετοχή στίς ἀκολουθίες, καί ἔχοντας ὅλα τά χαριτωμένα καί ἁπλοϊκά ἐκεῖνα χαρακτηριστικά τῶν παπαδιαμαντικῶν ἡρώων, τῶν ὁποίων ὁ ναός ἦταν ὁ φυσικός τους χῶρος καί οἱ ὁποῖοι μετεῖχαν  στή λατρεία μέ ἁπλότητα καρδιᾶς. Ἐξ ἀφορμῆς ἐκείνου, θά γράψει πώς «προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας »[63] , καλύτερη δηλαδή ἡ ἐπιμονή στά παραδεδομένα, παρά ἡ εὔκολη κριτική καί ἡ ἄκοπη θεωρητική ἀποδόμηση τῶν λειτουργικῶν παραδόσεων.

Εἶναι γνωστό, πώς καί ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἐνεργός ψάλτης σέ πολλά ἐξωκλήσια τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ μουσικολόγος Κωνσταντῖνος Ψάχος  γράφει χαρακτηριστικά: «Ὁ Παπαδιαμάντης, [...], γνωρίζει ἀπὸ στήθους ὅλα τὰ κείμενα, ὅπως καὶ τὴν μουσικὴν ὅλων τῶν κανόνων, εἰς τοὺς ὁποίους πρὸ πάντων εἶναι ἀμίμητος. Εἶναι εἰδήμων τῶν τυπικῶν διατάξεων τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ ὅλων ἐν γένει τῶν ἱερῶν ἀκουλουθιῶν, ψάλλει δὲ μὲ ὅλως ἀτομικόν του ἰδίωμα τοὺς πολυελέους τῶν ἀγρυπνιῶν πάσης ἑορτῆς Δεσποτικῆς, Θεομητορικῆς καὶ τῶν Ἁγίων».[64]  Ἰδιαιτέρως σήμερα, μέ τήν ἐπιστημονικότερη ἀνάπτυξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς  μουσικῆς, δέν πρέπει τά παραπάνω νά ἀντιμετωπίζονται ρομαντικά, μέ ἀνώφελες μιμήσεις, ἀλλά οὔτε καί ὑποτιμητικά, στό πλαίσιο μίας «λογιότερης» νοοτροπίας πού εἶναι ὑπεράνω κάθε μαρτυρίας γιά τήν παράδοση. Ἡ ἀναβίωση σήμερα τῶν «παπαδιαμαντικῶν» ἀκολουθιῶν, προϋποθέτει κόπο καί μελέτη, καί πρέπει νά βασίζεται στήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄλλωστε, ὅπως καί ὅλοι οἱ μεγάλοι παραδοσιακοί ψάλτες, ἔτσι καί οἱ ἥρωες τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχουν ὡς κοινή ἀφετηρία τήν ἐνεργή καί ἀδιάκοπη παρουσία τους στίς λατρευτικές συνάξεις.

Γράφοντας γιά τόν Παπαδιαμάντη καί τούς ἥρωες τοῦ ἔργου του, ἕνας ἀπό τούς σπουδαιότερους ἐκφραστές τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς, σημειώνει τά ἑξῆς: «(Οἱ ἁπλοί καί ταπεινοί) ἄνθρωποι τοῦ ἔργου του, εἶναι λυτρωμένοι ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἰ δ έ α ς … [τά κενά ἐκ τοῦ πρωτοτύπου]».[65] Ἀκριβῶς αὐτή ἡ παρατήρηση, εἶναι ἐν τέλει καί ἡ σημαντικότερη συμβολή τοῦ «ἁγίου» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στήν ὀρθόδοξη λειτουργική. Ἐκεῖνος καί οἱ ἥρωές του, ζοῦν γιά τή λατρεία καί ζοῦν ἀπό τήν λατρεία, μακριά ἀπό μίζερους ἀκαδημαϊσμούς καί στεῖρες θεωρίες τῶν καιρῶν μας.  

 

 

 

 

 

 

 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) ΠΗΓΕΣ 

Μωραϊτίδης Ἀλέξανδρος, «Ψάλται καί κανονάρχαι», περ. Φόρμιγξ, ἔτος Α΄, φύλ. 1., 1.10.1901.

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος, Ἅπαντα, τ. Α΄-Ε΄, ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Δόμος, Ἀθήνα 1981, 1982, 1984, 1985, 1988 ἀντιστοίχως.

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος, Ἀλληλογραφία, ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Δόμος, Ἀθήνα 1992.

Β) ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Βαλέτας Γ., «Ἀνέκδοτα ἐκκλησιαστικά χειρόγραφα τοῦ Παπαδιαμάντη», περιοδικό Νέα Ἑστία, Ἀφιέρωμα στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ἀθήνα, Χριστούγεννα 1941.

Βῶκος Γ., «Ἀγρυπνία εἰς τόν ἅγιον Ἐλισσαῖον», στό Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1979.

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Θεολογικός Λόγος, Ι. (Gregorius Theologus, Patriarcha Constantinopoleos, 329-381), LEXICON IN ORATIONES GREGORII NAZIANZENI,   ἔκδ. Migne PG, τόμ. 35, πηγή: users.uoa.gr.

Ζερβάκος π. Φιλόθεος, «Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδην», περιοδικό Κιβωτός, τόμ. Β ΄, Φεβρουάριος 1953, σ. 45-46.

Ἐπιφανιάδης Π., Ὁ Γέροντας Διονύσιος, Ἀθήνα 1983.

Κεσελόπουλος Ἀ., Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000.

Κοσμόπουλος Π., Στοιχεῖα Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς στό ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ὑπό ἔκδοση.

Μαρτζοῦχος π. Θεοδόσιος, Ἐπικήδειος Μητροπολίτη Μελετίου, Πρέβεζα 25.6.2011. πηγή: διαδίκτυο.

Παλαμάς Κ., «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στὸ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1979.

Σκουβαράς Β., Τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, Αθήνα 1960.

Τριανταφυλλόπουλος Δημ. Δ., «Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος». Ἀρχαιολογικὰ στὸν Παπαδιαμάντη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999.

Ρωμανίδης π. Ἰω., Κριτικὸς ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Θεολογίας, σελ. 488.

Ψάχος Κ., «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», περ. Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1934. 

Merlier Οct., Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ἡ ζωή καὶ τὸ ἔργο του, Δόμος, Ἀθήνα 2016. (Tίτλος πρωτοτύπου: Skiathos, île grecque, Paris 1934).

Ouspensky Leo., Theology of the icon, Crestwood - N. York 1978. [Ἑλληνικὴ μετάφραση: Λεων. Οὐσπένσκυ, Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόμοι 2, μτφρ. Σπ. Μαρίνης, Ἁρμός, Ἀθήνα 1993 (καὶ ἐπανεκδόσεις μονότομες).

Γ) ΣΥΠΜΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαρελάς Λαμπρ., «Γιὰ τὸν «σοφὸ ἐπικριτή» στὸν πρόλογο τοῦ «Λαμπριάτικου Ψάλτη» του Παπαδιαμάντη, Νέα Ἑστία, τχ. 1844, Αθήνα, Μάϊος 2011. 

Βιολάκης Γ., Τυπικόν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Κωνσταντινούπολη 1888.

Καλογερόπουλος Α., «Ὁ θρούς τοῦ δέρατος». Ἡ μουσικὴ στὸν Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1990.

Ρήγας π. Γεώργ. (Οἰκονόμος), Τυπικόν, Λειτουργικά Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1994.

Φαράσογλου π. Σ., Τάξη καί Ψαλμωδία στόν Πατριαρχικό Ναό Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθήνα 1988.


[1] Merlier Οct., Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ἡ ζωή καὶ τὸ ἔργο του, Δόμος, Ἀθήνα 2016. (Τίτλος πρωτοτύπου: Skiathos, île grecque, Paris) σελ. 70-71.
[2] Αὐτόθι. 
[3] Αὐτόθι.
[4] Γρηγορίου Θεολόγου,  Θεολογικός Λόγος, Ι, 3, εκδ. Migne PG.: «Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τὸ περὶ θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός· οὐχ οὕτω τὸ πρᾶγμα εὔωνον καὶ τῶν χαμαὶ ἐρχομένων. προσθήσω δέ, οὐδὲ πάντοτε, οὐδὲ πᾶσιν, οὐδὲ πάντα, ἀλλ᾿ ἔστιν ὅτε, καὶ οἷς, καὶ ἐφ᾿ ὅσον. οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων καὶ διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, καὶ πρὸ τούτων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα κεκαθαρμένων, ἢ καθαιρομένων, τὸ μεριώτατον», πρβλ. στο: Ρωμανίδου π. Ιω., Κριτικὸς ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Θεολογίας, σελ. 488.
[5] Ὅ. π.
[6] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Χρονολογικός δείκτης τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη», Ἅπαντα, τ. Α΄, φιλολ. ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος,  ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992., σελ. λγ΄.
[7] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Παπα-Ἀδαμάντιος Οἰκονόμος» , Ἅπαντα, ό.π., τ. Ε΄, σελ. 332–333. 
[8] Ἐπιφανιάδη Π., Ὁ Γέροντας Διονύσιος, Ἀθήνα 1983.
[9] Αὐτόθι.
[10]Αὐτόθι, σελ. 177-178.
[11]Βώκου Γ., «Ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισαῖον», στὸ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1979., σελ. 19.
[12] Ἐπιφανιάδη Π., Ὁ Γέροντας Διονύσιος, Ἀθήνα 1983.
[13] Αὐτοβιογραφικό σημείωμα στόν Ιωάννη Βλαχογιάννη. Ἡ ἐπίσκεψή του ἔγινε τό 1870, πρβλ. στό Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Βιογραφία Ἀλ. Παπαδιαμάντη», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 319.
[14]Γιά τό ποιός ἦταν «ὁ σοφός ἐπικριτής»  πρβλ. στό Βαρελάς Λ., «Γιὰ τὸν «σοφὸ ἐπικριτή» στὸν πρόλογο τοῦ «Λαμπριάτικου Ψάλτη» τοῦ Παπαδιαμάντη, Νέα Ἑστία, τχ. 1844, Ἀθήνα, Μάϊος 2011., σελ. 795-828.
[15] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Λαμπριάτικος Ψάλτης» , Ἅπαντα, ό.π., τ. Β΄, σελ. 515-517.
[16] Αὐτόθι.
[17]α) Κανὼν ἱκετήριος εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον τὴν Γοργοεπήκοον β) Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀντίπα, ἐπισκόπου Περγάμου, μὲ μικρὸ καὶ μεγάλο ἑσπερινό, Λιτή, Καθίσματα, ὁλόκληρο ὀκταώδιο κανόνα, Αἴνους καὶ Δοξαστικό, γ) Ἀπόστιχα τοῦ μικροῦ ἑσπερινοῦ του Προφήτου Ἠλιοῦ καὶ δ) Κανὼν ἱκετήριος εἰς τὸν ὅσιον Διονύσιον, τον ἐν Ὀλύμπῳ., πρβλ. μαρτυρία Οικονόμου Γ. Ρήγα, στο άρθρο «Ἀνέκδοτα ἐκκλησιαστικὰ χειρόγραφα τοῦ Παπαδιαμάντη», περιοδικὸ Νέα Ἑστία, του Γ. Βαλέτα, Νέα Εστία, τχ. χριστουγεννιάτικο, Ἀφιέρωμα στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αθήνα 1941, σελ. 94-95.
[18]  Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Σατιρικά», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 63.
[19] Ζερβάκου π. Φιλοθέου, «Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδην», περ. Κιβωτός, τ. Β΄, Φεβρουάριος 1953, σ. 45-46.
[20]Σκουβαρᾶ Β., Τὸ ὑμνογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, Αθήνα 1960, σελ. 26.
[21] Ἡ πλήρης συλλογή τῶν στοιχείων, μέ ἔμφαση σέ ὅσα σχετίζονται μέ τήν ψαλτική τέχνη, θά παρατεθεῖ   στήν ὑπό συγγραφή ἐργασία μας: Κοσμόπουλος, Π., Στοιχεῖα ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς στό ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
[22] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Στό Χριστό, στό Κάστρο», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Β΄, σελ. 275
[23] Αὐτόθι, σελ. 295.
[24] Αὐτόθι.
[25] Πρβλ. στό π. Γεωργίου Ρήγα (Οἰκονόμου), «Τυπικόν»  Λειτουργικά Βλατάδων. Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 131-132.
[26]  Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἡ Ντελησυφέρω», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Γ΄, σελ. 641..
[27]  Αὐτόθι.
[28] Πρβλ. στό Γεωργίου Βιολάκη, Τυπικόν τῆς ΜΤΧΕ, σελ. ιη΄: «ἐκλογὴ ἰσοκρατῶν καὶ κανοναρχῶν, τοὐλάχιστον τριῶν ἐκατέρωθεν, γυμναζομένων δὶς ἡ τρὶς καθ' ἑβδομάδα», Κωνσταντινούπολη 1888, πρβλ. λεπτομερέστερα στόν π. Σερ. Φαράσογλου, Τάξη καί Ψαλμωδία στόν Πατριαρχικό Ναό Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθήνα 1988, σελ. 37, 90 καί ἀλλοῦ. 
[29] Μωραϊτίδη Αλ., «Ψάλται καί κανονάρχαι», περιοδικό Φόρμιγξ, ἔτος Α΄, φυλ. 1., 1.10.1901.
[30] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», Ἅπαντα, ὅ.π. τ. Δ΄, σελ. 92-93.
[31] Αὐτόθι. 
[32] Αὐτόθι.
[33] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἅλλος τύπος», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Γ΄, σελ. 591-592.
[34] Αὐτόθι.
[35] Αὐτόθι.
[36] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἡ Ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Δεσπότη», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Δ΄, σελ. 131.
[37]   Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Τὰ Πτερόεντα Δῶρα», Ἅπαντα, ό.π. τ. Δ΄, σελ. 191.
[38] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 88..
[39] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἡ ἑβδομὰς τῶν Ἁγίων Παθῶν», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 74.
[40] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 99.
[41] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ὀλίγαι σημειώσεις εἰς τὸ Τριώδιον», περιοδικό Φόρμιγξ, έτος Α΄, περίοδος Β΄., 28.2.1906..
[42] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις», Ἅπαντα, ό.π., τ. Ε΄, σελ. 96.
[43]Αὐτόθι.
[44]Αὐτόθι.
[45]Αὐτόθι.
[46] Αὐτόθι.
[47] Αὐτόθι.
[48] Αὐτόθι.
[49] Αὐτόθι.
[50] Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ὁ Ἐπιτάφιος καὶ ἡ Ἀνάστασις εἰς τὰ χωρία», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 121.
[51] Αὐτόθι..
[52]  Αὐτόθι.
[53]  Αὐτόθι.
[54]  Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ἅλλος τύπος», Ἅπαντα, ό.π., τ. Γ΄, σελ. 591.
[55]  Αὐτόθι.
[56]  Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Παπα-Ἀδαμάντιος Οἰκονόμος», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 332-333.
[57]  Μαρτζούχου π. Θεοδοσίου, Ἐπικήδειος Μητροπολίτη Μελετίου, Πρέβεζα 25.6.2011. πηγή: διαδίκτυο.
[58]   Κεσελόπουλου Α., ., Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 71.
[59]   Ouspensky Leo., Theology of the icon, Crestwood - N. York 1978, σελ. 126, [Ἑλληνικὴ μετάφραση: Λεων. Οὐσπένσκυ, Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόμοι 2, μτφρ. Σπ. Μαρίνης, Ἁρμός, Ἀθήνα 1993 (καὶ ἐπανεκδόσεις μονότομες), πρβλ. στον Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, «Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος». Ἀρχαιολογικὰ στὸν Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα 1999, σελ. 76..
[60] Πρβλ. ἐνδεικτικά σημ. 17 καί στό «Ὁ θροῦς τοῦ δέρατος». Ἡ μουσικὴ στὸν Παπαδιαμάντη, Καλογερόπουλος Ἀ., ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1990.
[61]   Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Ὁ ἐθνικός χορός καί ἡ μουσική», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Ε΄, σελ. 240.
[62]  Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, «Στό Χριστό, στό Κάστρο», Ἅπαντα, ὅ.π., τ. Β΄, σελ. 295.
[63]  Αὐτόθι.
[64] Ψάχου Κ., «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης»,  περ. Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1934, σελ. 54.
[65] Παλαμᾶ Κ., «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στὸ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στόν Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ἐκδ. Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1979, σελ. 27.
 

Υποκατηγορίες