«Ἡ θεολογική τεκμηρίωση τῆς ἀπόκρυψης τῶν τελουμένων στό ἱερό κατά τόν ὅσιο Νικήτα τόν Στηθᾶτο»
Πρεσβ. Γεώργιος Διαμαντόπουλος, διδάκτωρ φιλοσοφίας (Dr.phil.) – μεταδιδακτορικός ἐρευνητής
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ:
ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ: ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εὐχαριστῶ τὴν Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν γιὰ τὴν πρόσκληση ποὺ μοῦ ἀπηύθυνε νὰ ἐκφωνήσω τὴν παροῦσα ὁμιλία.
Εἰσαγωγὴ
Τὸ ζήτημα τῆς ἀπόκρυψης τῆς θέας τοῦ ἱεροῦ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό. Θὰ παρουσιάσω ἀπόψε σχετικὲς διδασκαλίες τοῦ ὁσίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου ὡς μία συμβολὴ στὴν προβληματικὴ αὐτή. Ἡ παρουσίαση συνίσταται κυρίως σὲ ἕνα σχολιασμὸ τῶν σχετικῶν κειμένων καὶ θεολογικῶν θέσεών τους. Γιὰ μία πιὸ συστηματικὴ ἀνάλυση παραπέμπω στὴ διδακτορική μου διατριβὴ μὲ θέμα τὴν ἑρμηνευτικὴ τοῦ Στηθάτου.[1]
Ὁ Στηθᾶτος γεννήθηκε στὰ 990 καὶ ἄκμασε τὸν ἐνδέκατο αἰῶνα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὑπῆρξε μοναχός, ἱερομόναχος καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Στουδίου.[2] Εἶναι γνωστὸς κυρίως ὡς μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικὸ ῥόλο στὰ γεγονότα τοῦ Μεγάλου Σχίσματος τοῦ 1054 ὑπερασπιζόμενος τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Συνέγραψε πολλὰ ἄλλα ἔργα καλύπτοντας σχεδὸν ὅλους τοῦς τομεῖς τῆς θεολογίας. Ἀπεβίωσε κατὰ τὸ 1080.[3] Δὲν ἔχει ἀγιοκαταταγεῖ ἐπίσημα, ὅμως ἀναγνωρίζεται ὡς ἅγιος στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.[4]
Στὴν ἔρευνα ὑφίσταται διχογνωμία, ἐὰν ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Στηθάτου προϋποθέτει ὕπαρξη τέμπλου, εἰδικὰ στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἐμποδίζει τὴ θέα τοῦ ἱεροῦ στοὺς λαϊκούς. Προσωπικὰ δέχομαι ὅτι ἡ θεολογική του τεκμηρίωση ἀπαιτεῖ τέμπλο, ποὺ ἀποκρύπτει τὴ θέα. Τουλάχιστον ἔθεσε τὰ θεολογικὰ θεμέλια γιὰ τὴν πανορθόδοξη ἐπικράτησή του.[5]
Τὴν ἐκκίνηση γιὰ νὰ διατυπώσει τὶς θέσεις του ἔδωσαν διδασκαλίες του στὸ σύγγραμμά του Θεωρία εἰς τὸν παράδεισον.[6] Ἐκεῖ ὁ ὅσιος Νικήτας ἀναφέρθηκε ἀλληγορικὰ στὰ τῆς ἀπαγόρευσης βρώσης ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσης. Συγκεκριμένα, δίδασκε ὅτι ἡ ἀπαγόρευση συμβολίζει τὴ μὴ ἐπιτρεπόμενη θεωρία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τελικὰ τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν. Ἔπρεπε δηλαδὴ ὁ Ἀδὰμ πρῶτα νὰ σταθεροποιηθεῖ στὴν ἀρετή, στὴ θεωρία τῶν ὄντων καὶ στὴ συνέχεια νὰ στραφεῖ σὲ αὐτὴ τὴν ἐξέταση. Ἐάν, ἀντίθετα, δοκίμαζε παράκαιρα τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου, θὰ ἐγκλωβιζόταν στὴν ἡδονὴ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀκόμη καὶ τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων, καὶ θὰ ἔχανε τὸν οὐράνιο προσανατολισμό του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις διαδραματίζουν κεντρικὸ ῥόλο. Δηλαδὴ ὁ Στηθᾶτος ἔθετε τὸ ζήτημα τῆς προσοχῆς τῶν αἰσθήσεων, ὡς μέρος τῆς ἐντολῆς πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους.
Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἐπεκαλεῖτο τὴ λειτουργικῆ φράση «τὰς θύρας, τὰς θύρας, πρόσχωμεν», τὴν ὁποία ἑρμήνευε ἀναγωγικά: Ὁ ἀναδιπλασιασμὸς τῆς φράσης «τὰς θύρας» συμβολίζει ὅτι πρέπει νὰ προσέχουμε κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία ὄχι μόνο τὶς αἰσθητὲς θύρες τοῦ Ναοῦ, ὥστε νὰ μὴν εἰσέρχονται ἄπιστοι, ἀλλὰ καὶ τὶς νοητὲς θύρες, δηλαδὴ τὶς αἰσθήσεις μας. Ἐὰν δὲν συμβαίνει αὐτό, τότε ὁ ἄνθρωπος πίπτει σὲ αὐτὸ ποὺ ὑπέστησαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα: Οἱ πρωτόπλαστοι νικήθηκαν ἀπὸ τὴν πρόκληση τῶν αἰσθήσεων καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἀναγκῶν του. Τότε εἰσέρχεται μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις ὁ νοητὸς θάνατος.[7]
Στὴ διδασκαλία αὐτὴ ἀντιτάχθηκε ὁ φιλόσοφος Γρηγόριος[8] στέλνοντας ἐπιστολὴ στὸν Στηθᾶτο, ἡ ὁποία δὲν σώζεται. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν τέταρτη ἐπιστολή του πρὸς αὐτόν,[9] μέσω τῆς ὁποίας μποροῦμε νὰ ἀνακατασκευάσουμε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Γρηγορίου. Ὁ φιλόσοφος ἀπέρριπτε τὴν ἀνάγκη προσοχῆς τῶν αἰσθήσεων καθ’ ὅλη τὴ ζωή μας. Θεωροῦσε δηλαδὴ ὅτι ἡ λειτουργικὴ φράση «τὰς θύρας, τὰς θύρας, πρόσχωμεν» σημαίνει ὅτι ἡ προσοχὴ τῶν αἰσθήσεων ἀφορᾷ μόνο τὸν χρόνο τῆς λατρείας. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἑρμήνευε τὴν ἐν λόγῳ φράση σὰν μία προτροπὴ οἱ πιστοὶ νὰ δίνουν ὅλη τους τὴν προσοχὴ μὲ ὅλον τους τὸν ἑαυτὸ στὰ τελούμενα ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας στρέφοντας τὸ βλέμμα τους πρὸς ἐκεῖ.[10] Θεωρῶ ὅτι ὁ φιλόσοφος ἀπαιτοῦσε ταυτόχρονα τὴν προσέγγιση τοῦ ἱεροῦ καὶ τὴν εἴσοδο σὲ αὐτό.[11]
Μὲ προσεκτικότερη ἀνάγνωση τῶν ἀναφορῶν τοῦ Στηθάτου διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Γρηγόριος δὲν ὑπονοοῦσε μία ἁπλῶς εὐλαβικὴ ἐνατένιση, ἀλλὰ κυρίως μία διανοητικὴ ἐξέταση.[12] Διαπιστώνεται ἐπίσης μία ἀξίωση τοῦ φιλοσόφου νὰ δίνουν οἱ λαϊκοὶ ὅλον τὸν ἑαυτό τους σὲ αὐτὴ τὴ διερεύνηση. Αὐτὸ ὑποδεικνύει ὅτι ἡ θέα τῶν τελουμένων στὸ ἱερό ἀπαιτοῦσε μία ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση σὲ ἕνα εὐρύτερο σκοπό. Θὰ μποροῦσε δηλαδὴ νὰ ὑποτεθεῖ ὡς ἀπαιτούμενο ἕνας φιλοσοφικὸς τρόπος ζωῆς, ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένος στὴ φιλοσοφικὴ ἔρευνα.
Πρόκειται γιὰ τὴν εὐρύτερη προβληματικὴ τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁμάδα λαϊκῶν λογίων μὲ ἀρχηγὸ τὸν Μιχαὴλ Ψελλὸ[13] ἐπιδίωκε τὴν κυριαρχία τῆς φιλοσοφικῆς μεθόδου σὲ κάθε πεδίο.[14] Προφανῶς αὐτὸ ἴσχυε καὶ στὸν χῶρο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Ἡ τελευταία, ἰδιαίτερα τὴν περίοδο ἐκείνη, βρισκόταν στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς θεολογικὴ καὶ πολιτικὴ γλῶσσα μὲ τεράστια συμβολικὴ ἀξία.[15]
Τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Στηθάτου
Πρῶτο ἐπιχείρημα: Βιβλικὸ - μυστικὸ
Στὸ πλαίσιο αὐτὸ διατυπώθηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Στηθάτου. Τὰ ἐπιχειρήματά του διαρθρώνονται στὶς τέσσερις πρῶτες παραγράφους τῆς ἐπιστολῆς. Στὴν πρώτη παράγραφο τίθεται ἡ οὐσία τοῦ προβλήματος, ποὺ βασίζεται σὲ μία ἑρμηνευτικὴ ἀντιπαράθεση. Ὁ Στηθᾶτος θεωρεῖ ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Γρηγορίου εἶναι τελείως ἀνοίκεια σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση τοῦ τελευταίου. Ἐξηγεῖ ὅτι ἡ παρατήρηση καὶ ἡ θέα στὸ ἱερὸ ἔχει ἀφιερωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους μόνο στοὺς ἱερεῖς. Πρὸς τοῦτο παραπέμπει ἔμμεσα σὲ ἀποστολικὲς διδασκαλίες καὶ ἄμεσα στὸν Ἴδιο τὸν Θεό.[16] Ἡ παραπομπὴ αὐτὴ συνιστὰ τὴ γέφυρα τῆς πρώτης παραγράφου μὲ τὴ δεύτερη.
Στὴ δεύτερη κυριαρχοῦν δύο ἐπιχειρήματα. Στὸ πρῶτο ὁ Στηθᾶτος θεμελιώνει βιβλικά τὴν ἀπαγόρευση,[17] στὴν ὁποία ἀναφέρθηκε στὴν πρώτη παράγραφο. Συγκεκριμένα, ἐπικαλεῖται ἕνα ἄγραφο καὶ τρία ἁγιογραφικὰ χωρία. Τὸ ἄγραφο εἶναι λόγιο πού, παρ’ ὅτι θεωρεῖται βιβλικό, δὲν μαρτυρεῖται στὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σύμφωνα μὲ αὐτό: «τὸ μυστήριον μου ἐμοὶ καὶ τοῖς ἐμοῖς»,[18] δηλαδὴ ὁ Θεὸς διδάσκει ὅτι τὸ μυστήριό Του ἀνήκει μόνο στὸν Ἴδιο καὶ στοὺς δικούς Του. Κατὰ τὸν Στηθᾶτο, ἡ ἀποφθεγματικὴ αὐτὴ ἐντολὴ ἀφορᾷ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Συνεπῶς, ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ἐντέλλεται τὸ Μυστήριο αὐτό, δηλαδὴ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ Τοῦ ἀνήκει, νὰ ἀνήκει, δηλαδὴ κατὰ τὸν Στηθᾶτο νὰ γίνεται ἀντικείμενο θέας, πέρα ἀπὸ Αὐτόν, μόνο στοὺς δικούς Του. Μὲ αὐτὸ ἐννοεῖ τοὺς κληρικούς. Προφανῶς κατὰ τὸν ἅγιο Νικήτα οἱ κληρικοὶ μποροῦν νὰ χαρακτηρίζονται ὡς οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ὅτι ἀγγίζουν, ἱερουργοῦν τὰ ἅγια, βρίσκονται πολὺ κοντά Του κατὰ τὴ Θεία Ευχαριστία, τουλάχιστον σωματικά. Ἡ ἐγγύτητα αὐτὴ προβάλλει καὶ μία συμβολική, ὅπως θὰ δείξω.
Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὰ τρία ἁγιογραφικά χωρία. Τὸ πρῶτο ἀφορᾷ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅτι μόνο σὲ αὐτοὺς δόθηκε νὰ γνωρίζουν τὰ Μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ στοὺς λοιποὺς δίνονται παραβολές.[19] Ὁ Στηθᾶτος ἀποδέχεται ὅτι αὐτὴ ἡ διδασκαλία ἀναφέρεται συμβολικὰ καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Βασίζεται στὴν ἔννοια τῆς ἄμεσης γνώσης τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία συνδέει μὲ τὴ θέα τοῦ ἱεροῦ. Δέχεται ὅτι, ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔλαβαν τὴ δυνατότητα πνευματικῆς θέας καὶ κατανόησης τῶν οὐράνιων μυστηρίων, δηλαδὴ τῶν πνευματικῶν διδασκαλιῶν, ἔτσι καὶ οἱ διάδοχοί τους, οἱ κληρικοί, ἔχουν λάβει τὴ δωρεὰ τῆς θέας τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Αὐτὸ ἐπιτρέπεται ὅμως μόνο σὲ αὐτούς, ὅπως μόνο στοὺς Ἀποστόλους ἡ ἄμεση γνώση.
Εἶναι σημαντικὸ τὸ ὅτι ἡ ὁρατὴ θέα τῶν τελουμένων παραλληλίζεται μὲ τὴν πνευματικὴ θέα τῶν μυστηρίων τῆς οὐράνιας βασιλείας. Αὐτὸ ὑπαινίσσεται μία μυστικὴ θέα, τὴν ὁποία συμβολίζουν οἱ κληρικοί, ὅπως θα δοῦμε στὴ συνέχεια.
Ὁ ὅσιος Νικήτας κατὰ τὴ δεύτερη βιβλικὴ παραπομπή του θεωρεῖ ὅτι ἐφαρμογὴ τῆς ἀναφερθείσας διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε ἡ παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ποὺ ἔλαβε χώρα καὶ θεάθηκε ἐνώπιον μόνο τῶν δώδεκα Ἀποστόλων καὶ ὄχι ἄλλων μαθητῶν.[20] Σύμφωνα με τὸν Στηθᾶτο αὐτὸ εἶναι πάλι μία εἰκόνα, ἕνα σύμβολο. Ἐδὼ ἡ παράδοση, σύσταση καὶ θέα τοῦ Μυστηρίου συνδέεται μὲ τὴ θέα αὐτοῦ κατὰ τὴν τέλεσή του. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔδωσε μόνο στοὺς Ἀποστόλους τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἔτσι καὶ κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας τὸ Μυστήριο παραδίδεται μόνο στοὺς ἱερουργούς, δηλαδὴ εἶναι ἄμεσα προσιτὸ μόνο σὲ αὐτοὺς ὡς πρὸς τὴ θέα του στὸ ἱερό. Αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι οἱ λοιποὶ πιστοὶ δὲν ἔχουν πρόσβαση στὴ θέα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπως δὲν παραδόθηκε στοὺς λοιποὺς πιστούς τὸ Μυστήριο κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ μυστικὸς θεολόγος βασίζεται ὄχι μόνο στὴν ἔννοια τῆς σύστασης τοῦ Μυστηρίου, ἀλλὰ κυρίως στὸν μυστικὸ χαρακτῆρα τοῦ Δείπνου, ποὺ ἄλλωστε ἐπισημαίνει καὶ ἡ ὀνομασία του (Μυστικὸς Δεῖπνος). Εἶναι ἐνδιαφέρον τὸ ὅτι ἀξιοποιεῖ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο μεταφέροντάς το στὴν προβληματικὴ τῆς θέας τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῆς διάκρισης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδὴ θέτει ἕνα ζήτημα ἀπόκρυψης τῶν μυστηρίων ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς μὲ βάση τὴν πράξη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπέκρυπτε διδασκαλίες καὶ πράξεις Του ἀπὸ τὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ ὅτι ἡ ἀπόκρυψη ἀφορᾷ μαθητές, ὄχι δηλαδὴ ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς διαπιστώνεται μία διάκριση χωρὶς ἀπόρριψη στὴ βιβλικὴ διήγηση ποὺ μεταφέρεται στὴν προβληματικὴ τῆς θέας τῆς Λειτουργίας. Αὐτὸ διαπιστώθηκε καὶ στὰ προηγούμενα βιβλικὰ χωρία, ὅμως ἐδῶ γίνεται σαφέστερο, καθὼς στὸ ἐπίκεντρο τῆς βιβλικῆς διήγησης τίθεται τὸ ἴδιο τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Κατὰ τὴν τρίτη ἁγιογραφικὴ παραπομπὴ ὁ Χριστὸς στὸ ὅρος Θαβὼρ ἔδειξε τὸ ἄκτιστο Φῶς Του μόνο σὲ τρεῖς Ἀποστόλους, στὸν Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, ὄχι σὲ ἄλλους Ἀποστόλους.[21] Συνεπώς, καὶ αὐτὴ ἡ βιβλικὴ διήγηση συνιστᾷ ἕνα σύμβολο. Ὁ περιορισμὸς τῶν θεατῶν τῆς θείας δόξας ἐξεικονίζει τὸν περιορισμὸ τῆς θέας τῶν τελουμένων στὸ ἱερὸ μόνο στοὺς ἱερουργούς. Στὸ βιβλικὸ αὐτὸ παράδειγμα προβάλλεται τὸ ζήτημα τῆς θέας μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια.
Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ἡ σκέψη τοῦ Στηθάτου δείχνει μία κλιμάκωση καὶ κορυφώνεται στὸ ζήτημα τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτὴ ἡ κορύφωση ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό;
Πρέπει νὰ ἐπισημάνω ὅτι ὁ Στηθᾶτος γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν ἀνάγκη να ὑφίσταται ἡ ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ, ἐπικαλεῖται τὸ μνημονευθὲν ἄγραφο καὶ βιβλικὰ θεμέλια ποὺ ἀνάγονται σὲ θέματα μυστικῆς θεολογίας. Δὲν χρησιμοποιεῖ βιβλικὰ παραδείγματα μὲ σαφὴ ἀναφορὰ στὴν ἱερατικὴ ἐξουσία καὶ τὴν ἀποκλειστικότητά της, μὲ ἐξαίρεση ἴσως τὴ διήγηση περί τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Καὶ ἐκεῖ ὅμως, ὅπως εἴδαμε, ἑστιάζει στὸ μυστικὸ - ἀπόκρυφο στοιχεῖο τοῦ Δείπνου. Αντίθετα, παραθέτει διηγήσεις, διδασκαλίες καὶ ἐντολές ποὺ θέτουν στὸ προσκήνιο τὴ μυστικὴ ἐμπειρία καὶ κορυφώνονται στὴ μυστικὴ θέα, στὴν ὕψιστη μορφή της (Θαβώριο Φῶς).
Ἐπιλέγει συνεπῶς νὰ συσχετίζει τὴν ἱερατικὴ ἐξουσία καὶ τὸν περιορισμὸ τῶν λαϊκῶν μὲ ἕνα εὐρύτερο ζήτημα, ποὺ ἀφορᾷ στὴ θεοπτία, δηλαδὴ στὴ θέωση, στὴ θεολογία καὶ στὶς προϋποθέσεις της, συνεπῶς στὴ θεολογικὴ μέθοδο. Στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, πνευματικοῦ πατρὸς τοῦ ἁγίου Νικήτα, ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὡς προϋπόθεση τῆς θεολογίας, συνιστᾷ τὸν πυρήνα τῆς θεολογικῆς μεθόδου. Τὸ ζήτημα τῆς θέας τοῦ ἱεροῦ ἀπέκτησε ἰδιαίτερη συμβολικὴ σημασία τὴν περίοδο ἐκείνη καὶ συνδέθηκε μὲ τὴ μεθοδολογικὴ ἀντιπαράθεση, καθὼς ἐπισημάνθηκαν κοινὰ σημεῖα ἀναφορᾶς, δηλαδὴ ἡ θέα τῶν ἱερῶν πραγματικοτήτων καὶ οἱ προϋποθέσεις της.
Θὰ ἀναφερθῶ ἐκτενέστερα στὸ ζήτημα παρακάτω. Θὰ ἤθελα ὅμως νὰ ἐπισημάνω ἐδῶ ὅτι ἡ μυστικὴ θεώρηση ἀποτελεῖ θεμέλιο καὶ γιὰ τὶς δογματικὲς καὶ ἱεροκανονικὲς ἀναφορὲς τοῦ Στηθάτου ποὺ θὰ ἐκθέσω ἀμέσως τώρα.
Δεύτερο ἐπιχείρημα: Ἐκκλησιολογικὸ - ἱεροκανονικὸ
Πράγματι, στὴ δεύτερη παράγραφο ἀκολουθεῖ ἕνα δεύτερο ἐπιχείρημα ποὺ ἔχει ἕνα ἐκκλησιολογικὸ καὶ ἱεροκανονικὸ προσανατολισμό. Σύμφωνα μὲ αὐτό, βάσει τῶν ἀνωτέρω βιβλικῶν χωρίων, μυστικῆς θεολογίας, συνάγεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἔδωσε στοὺς πιστοὺς ὑπόδειγμα εὐταξίας. Κατὰ αὐτὸ τὸ παράδειγμα κάθε πιστὸς ὀφείλει νὰ μένει στὰ ὅριά του, δηλαδὴ στὴν τάξη τῆς ἐπίγειας ἱεραρχίας στὴν ὁποία ἔχει κληθεῖ. Κατὰ τὸν Στηθᾶτο, αὐτοὶ ποὺ δὲν τηροῦν αὐτὴν τὴν τάξη, βουλόμενοι ὡς λαϊκοὶ νὰ βλέπουν τὰ τοῦ ἱεροῦ, εἶναι τελείως έκφρονες.[22]
Ἐδῶ ὁ ἅγιος δείχνει ὅτι δὲν ἀρκεῖται στὸ ἐπιχείρημα τοῦ ὅτι πρέπει ὁ πιστὸς νὰ εἶναι κληρικός, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέπεται ἡ θέα τῆς Θείας Λειτουργίας. Εἰσάγει, ἐπιπλέον, τὸ ζήτημα τῆς διάκρισης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀνάγκης νὰ τηρεῖται ἡ ἱεραρχία τους. Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία προβλέπει μέλη μὲ διαφορετικὰ χαρίσματα, σὲ διαφορετικὲς τάξεις. Συνεπῶς, ἡ ἀξίωση θέας τῶν λαϊκῶν συνιστᾷ ἀπόπειρα διασάλευσης τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰσάγει μία ἐκκλησιολογικὴ ἐξίσωση ἀντίθετη μὲ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια. Εἶναι προσπάθεια νὰ καταργηθοῦν τὰ ὅρια, ὥστε πλέον νὰ μὴν εἶναι δυνατὴ ἡ διάκριση σὲ κλῆρο καὶ λαό. Συνεπῶς, ἡ γνώση τῶν Μυστηρίων του Θεοῦ, ἡ παράδοση της Θείας Εὐχαριστίας, τὸ Θαβώριο Φῶς, ὡς θέματα μυστικῆς θεολογίας, δὲν ἀποδεικνύουν μόνο τὴν προϋπόθεση τῆς ἱερατικῆς ἰδιότητας, ἀλλά εἶναι καὶ μία ὑπόμνηση τῆς ανάγκης νὰ διαφυλάσσεται ἡ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ τὸ ὅτι ὁ Στηθᾶτος ἀποδέχεται τὴν ἔνταξη σὲ μία ἀπὸ τὶς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐδῶ τῶν λαϊκῶν, ὡς μία θεϊκὴ κλήση. Συνεπῶς, ἡ τήρηση τῶν ὁρίων δὲν συνιστᾷ πειθαρχία σὲ μία ἄτεγκτη ἀπρόσωπη τάξη πραγμάτων, ἔστω θεϊκῆς προέλευσης, ἀλλὰ ἀνταπόκριση στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κάθε πιστοῦ ὡς ἀνεπανάληπτου προσώπου. Προϋποθέτει τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια ἑνὸς προσωπικοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπευθύνεται στὰ δημιουργήματά Του ὡς τέκνα Του. Αὐτὸ συνιστᾷ ἕνα ἐπιπλέον οὐσιῶδες θεμέλιο τῆς ἀπαγόρευσης τῆς θέας.
Συνεχίζοντας τὸν συλλογισμό του, στὴ δεύτερη παράγραφο,[23] ἐπικαλεῖται ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ προσεγγίζει τὸ κανονικὸ δίκαιο: Στὸν λαϊκὸ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μιλᾷ ἢ νὰ διδάσκει δημόσια στὴν ἐκκλησία, πολὺ περισσότερο νὰ παρατηρεῖ μὲ τὰ μάτια του τὴ Θεία Λειτουργία στὸ ἱερό. Βασίζει αὐτὴ τὴ σκέψη σὲ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ πάλι εἶναι ἄγραφον: «Λαϊκὸν δὲ οὐκ ἐπιτρέπομεν ἐν ἐκκλησίᾳ διδάσκειν».[24] Ἐπιπλέον, ἐπικαλεῖται τὸν 64ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου,[25] ποὺ ἀπαγορεύει τὴ διδασκαλία τῶν λαϊκῶν. Εδώ ο Στηθᾶτος αναφέρεται μᾶλλον στὴ λειτουργικὴ διάσταση τοῦ κηρύγματος. Ἐπιπλέον, εἶναι σημαντικὸ τὸ ὅτι ἀξιολογεῖ τὴ θέα τῶν τελουμένων ὡς πιο σοβαρὴ πτυχὴ τῆς ἱερατικής ἐξουσίας σὲ σχέση μὲ τὸ κήρυγμα.
Στὴν τρίτη παράγραφο ἐπεκτείνει τὸ κανονολογικό ἐπιχείρημα.[26] Ἐπικαλεῖται τώρα τὴν ἀπαγόρευση εἰσόδου στὸ ἱερό, παραπέμποντας ἀόριστα στὸν 69ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.[27] Τὸ σκεπτικό τοῦ Στηθάτου βασίζεται σὲ ἐπιχείρημα ἐκ τοῦ ἐλάσσονος στὸ μεῖζον, ὅπως καὶ πρίν: Ἐὰν δὲν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στὸ ἱερὸ στοὺς λαϊκούς, πῶς θὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ τὸ νὰ πλησιάζουν στὸ θυσιαστήριο, νὰ θέτουν ἄναγνο ὅμμα καὶ νὰ παρατηροῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια; Ὁ μυστικὸς θεολόγος ἐπισημαίνει τὴν οἰκονομία ποὺ προβλέπει ὁ κανόνας, ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται μόνο στὴν περίπτωση τοῦ αὐτοκράτορα, ὅταν προσφέρει τὰ Τίμια Δῶρα.
Ἐδῶ διαπιστώνεται ὅτι στὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Νικήτα ἡ θέα τῶν τελουμένων στὸ ἱερὸ εἶναι κάτι πολὺ πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὸ ἱερό. Ἀναφερόμενος σὲ ἄναγνο ὄμμα ἐννοεῖ τὴν ἔλλειψη ἱερατικῆς ἰδιότητας. Ὅμως καὶ ἐδῶ πρόκειται γιὰ ὑπαινιγμοὺς τῆς μυστικῆς θεολογίας.
Ὁ Στηθᾶτος στὴ συνέχεια τοῦ κανονολογικοῦ σκεπτικοῦ του ἐπανέρχεται στὴν ἀναλογία μὲ τὴ διδασκαλία:[28] Ἔχει δοθεῖ ἡ θέα καὶ ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν μόνο στοὺς ἱερεῖς, στοὺς ὁποίους ἔχει χαριστεῖ καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς διδασκαλίας. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἐπιφέρει ἕνα βιβλικὸ χωρίο πρὸς θεμελίωση, ἀπὸ τὴν Α΄ Ἐπιστολῆ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεο: «μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου.»[29]
Ἐπισημαίνω τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς διδασκαλίας, ἄρα καὶ τῆς θέας, ὡς χαρίσματος, ποὺ διαπιστώνεται καὶ στὶς προηγούμενες παραγράφους. Αὐτὸ γεννᾷ αὐξημένη εὐθύνη γιὰ τὸν κληρικό, ἐνῶ ἀποκλείει κάθε σκέψη αὐτοδικαίωσης. Δείχνει ὅτι ἀποτελεῖ δωρεά, στὴν ὁποῖα καλεῖται νὰ ἀνταποκριθεῖ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς λοιπὲς ἱεροπραξίες, τὴ διδασκαλία καὶ τὴν εἴσοδο στὸ ἱερό.
Τρίτο ἐπιχείρημα: Τοπολογικὸ - ἱεραρχικὸ - μυστικὸ
Στὴ συνέχεια τῆς τρίτης παραγράφου ὁ Στηθᾶτος προβάλλει ἕνα ἐπιπλέον ἐπιχείρημα, ποὺ συνδυάζει στοιχεῖα μυστικῆς θεολογίας τῆς ἱεραρχίας, ἐκκλησιολογίας, κανονικοῦ δικαίου καὶ ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ Ναοῦ.[30] Ἐπισημαίνει στὸν φιλόσοφο Γρηγόριο ὅτι ὁ τόπος τῶν λαϊκῶν κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὑχαριστίας εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο, διότι τὰ ἐντὸς τοῦ βήματος ἀνήκουν στοὺς ἀνώτερους κληρικούς, ἐπίσης στοὺς ὑποδιακόνους. Τὰ ἐκτὸς καὶ πλησίον τοῦ βήματος ἀνήκουν στοὺς μοναχοὺς καὶ στὰ λοιπὰ τάγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Τὰ ὅσα ἀφοροῦν τοὺς χώρους πίσω αὐτῶν καὶ τοῦ ἄμβωνα, ἀνήκουν στοὺς λαϊκούς. Ὁ Στηθᾶτος ἀναφέρεται στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῆς βασιλικῆς τῆς πρώιμης περιόδου, ἐδῶ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅπου ὁ ἄμβωνας βρισκόταν ὡς μία ὑπερμεγέθη κατασκευὴ στὸ κέντρο τοῦ Ναοῦ, ἐμποδίζοντας μάλιστα τὴ θέα.[31] Ἐπισημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ ἱεράρχηση τῶν τόπων τοῦ Ναοῦ ἀνάγεται στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ καταγράφηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη[32] καὶ τὸν ἅγιο Κλήμεντα Ῥώμης.[33] Κατακλείει τὴ σκέψη του μὲ τὸ ἐρώτημα ὅτι, ἐφ’ ὅσον πρέπει νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ τάξη στὸν Ναό, πῶς θὰ μπορεῖ νὰ παρατηρεῖ ὁ λαϊκὸς τὰ τελούμενα στὸ ἱερό, λόγω τῆς μεγάλης ἀπόστασης;
Ὁ ἅγιος Νικήτας ἐπιμένει στὴ συγκεκριμένη τάξη, λόγῳ τῆς ἀναφερθείσας ἀντιπαράθεσης μὲ τοὺς φιλοσόφους: Ἡ θέση τοῦ κάθε μέλους σὲ συγκεκριμένο τόπο τοῦ Ναοῦ συμβολίζει μία μυστικὴ ἱεραρχία, ποὺ καταλήγει στὴ θέα τοῦ Θεοῦ.[34] Ὁ τόπος τῶν λαϊκῶν στὸ πιὸ πίσω μέρος τοῦ Ναοῦ εἶναι σύμβολο τῶν ἀρχαρίων, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη κάθαρσης. Ἡ ἀπαγόρευση εἰσόδου καὶ θέας στὸ ἱερὸ τῶν λαϊκῶν ἐξεικοινίζει ἀκριβῶς τὸ ὅτι οἱ ἀρχάριοι ἔχουν ἀνάγκη ἄσκησης γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν τῆς θέας τῆς θείας Δόξας. Οἱ λοιπὲς θέσεις, πλησίον καὶ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ, ὅπου καὶ ἡ θέα εἶναι δυνατή, λιγότερο ἢ περισσότερο, συμβολίζουν τοὺς πιὸ προχωρημένους πνευματικὰ πιστούς, ποὺ βρίσκονται στὸ δεύτερο στάδιο τῆς φυσικῆς θεωρίας ἢ στὸ ἀνώτατο ἐπίπεδο τῆς μυστικῆς θεολογίας, δηλαδὴ τῆς θέωσης καὶ μυστικῆς ἕνωσης μὲ τὸν Θεό. Ἡ θέα τῶν τελουμένων στὸ ἱερὸ ἐξεικονίζει ἀκριβῶς τὴ θέα τὴς θείας Δόξας, ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο στοὺς φωτισμένους καὶ θεουμένους. Γιὰ αὐτὸ καὶ τὰ μέλη τῆς ἀνώτερης ἐκκλησιαστικὴς ἱεραρχίας λαμβάνουν πλησιέστερες θέσεις ἢ καὶ μέσα στὸ ἱερό, ὡς σύμβολα τῶν προχωρημένων.
Οἱ φιλόσοφοι μὲ τὴν ἀξίωση νὰ βλέπουν ἀνεμπόδιστα ὡς λαϊκοὶ τὴ Θεία Λειτουργία προσπαθοῦσαν ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀντιπαρέλθουν τὸ κανονικὸ δίκαιο καὶ τὴν ἐκκλησιολογία, ἀλλὰ νὰ ἀνατραπεῖ ἡ συμβολικὴ τῶν τόπων τοῦ Ναοῦ, δηλαδὴ ἡ μυστικὴ ἱεραρχία. Ἀξίωναν ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ ὕψιστη πνευματικὴ θέα χωρὶς νὰ περάσει κανεὶς τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ἄσκησης, ποὺ συμβόλιζε ἡ θέση τῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ μόνο μέσω τῆς διανοητικῆς ἐνασχόλησης καὶ ὀρθολογιστικῆς ἔρευνας. Ἡ τοποθέτηση τῶν λαϊκῶν στὶς πλησιέστερες θέσεις, ἐξεικόνιζε τὴν ἐξύψωση ὄχι τῆς ἄσκησης, ἀλλὰ τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὑπερβατικὴ ἐμπειρία σήμαινε διανοητικὴ διερεύνηση καὶ ὄχι μυστικὴ θεωρία τῶν ὄντων, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κάθαρσης. Γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν χρειάζονται στὴν ἱεραρχία κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ὡς σύμβολά της. Ἐπιδίωκαν δηλαδὴ τὴν πλήρη κυριαρχία τῶν λαϊκῶν ὡς συμβόλων τῆς φιλοσοφίας. Πίσω ἀπὸ τὴν ἀξίωση νὰ ἀλλάξουν θέση οἱ λαϊκοί, ὥστε νὰ βλέπουν τὴ Θεία Λειτουργία, μάλιστα νὰ εἰσέλθουν στὸ ἱερό, ὑπέβοσκε ἡ ἀντιπαράθεση περὶ τῆς θεολογικῆς μεθόδου, δηλαδὴ ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν πρώιμο ἀντιησυχασμό.[35]
Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἔμφαση ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Νικήτας στὴ μυστικὴ βιβλικὴ θεολογία, τὴν ὁποία, ὅπως εἴδαμε, χρησιμοποιεῖ ὡς βάση γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν ἀπαγόρευση, μάλιστα σὲ πλαίσιο δογματικὸ καὶ ἱεροκανονικό. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ξεκινᾷ τὴν ἐπιχειρηματολογία του μὲ αὐτὴ τὴ βάση.
Ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία;
Στὸ τέλος τῶν σκέψεών του, στὴν τέταρτη παράγραφο, ὁ Στηθᾶτος ἀπορρίπτει τὴν ἀξίωση τοῦ Γρηγορίου γιὰ ἄσκηση κανονικῆς οἰκονομίας.[36] Ὁ τελευταῖος ἔγραφε στὴν ἐπιστολή του ὅτι ἡ θέα τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπιβαλλόταν ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἰδιωτικός του ναὸς ἦταν μικρῶν διαστάσεων, γεγονὸς ποὺ ἀνάγκαζε τοὺς λαϊκοὺς νὰ πλησιάζουν στὸ ἱερό. Ὁ ἅγιος Νικήτας ἀρνεῖται αὐτὴν τὴν ἀξίωση παραπέμποντας καὶ πάλι στοὺς ἱεροὺς κανόνες, τώρα αὐτοὺς ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ ἰδιωτικοὺς ναούς.[37] Τονίζω ὅτι ὁ Στηθᾶτος ἐπισημαίνει τὴν οἰκονομία γιὰ τὸν αὐτοκράτορα, ἐνῶ σὲ ἄλλα συγράμματά του ἐμφανίζεται ὡς θερμὸς ὑποστηρικτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.[38]
Αὐτὸ καταδεικνύει τὴ σημασία ποὺ ἀπέδιδε στὴν τήρηση αὐτῆς τῆς τάξης, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀναφερθεῖσα θεολογικὴ μεθοδολογικὴ προβληματική. Ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Ψελλὸς ἐπιδίωκαν νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς θέωσης.
Ἐπίλογος
Ὅπως εἶναι φανερό, οἱ τότε συνθῆκες σχετίζονται καὶ μὲ τὴν προβληματικὴ τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου τείνει νὰ κυριαρχήσει ὁ ὀρθολογισμός. Καὶ σήμερα παρόμοιες ἀξιώσεις φαίνεται ὄχι μόνο νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐκκλησιολογικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ ἰσοπέδωση, ἀλλὰ τὴ φαλκίδευση τῆς ὀρθόδοξης θεολογικῆς μεθόδου. Ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος μὲ τὰ βιβλικά, ἐκκλησιολογικά, ἱεροκανονικὰ καὶ λοιπὰ ἐπιχειρήματά του εἶναι πάντα ἐπίκαιρος καὶ μᾶς δείχνει τὴν ὀρθόδοξη ὀδό.
Σᾶς εὐχαριστῶ.