Ὁ Γάμος καί ἡ Οἰκογένεια κατά τό ἄρθρο 21 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος
Γεώργιος Ποταμιᾶς,
Σύμβουλος τῆς Ἐπικρατείας
Ι. Κατά τή Θεωρία:
1.- Στό ἄρθρο 21 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975 ὁρίζεται ὅτι: «1.Ἡ οἰκογένεια, ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους καθώς καί ὁ γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τίθενται ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους».
Ἡ ἐν λόγῳ διάταξη περιλαμβάνει τόσο ἕνα ἀτομικό δικαίωμα, ὅσο καί μία θεσμική ἐγγύηση. Πρόκειται γιά μία διάταξη ὑπό τήν ἔννοια τῶν βασικῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στήν προστασία τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας ἀπό ἐξωτερικές ἐπεμβάσεις ἐκ μέρους τοῦ Κράτους. Μέ βάση τή διάταξη αὐτή κάθε φυσικό πρόσωπο ἔχει ἕνα δικαίωμα ἀμύνης κατά προσβλητικῶν καί βλαπτικῶν προσβολῶν ἐκ μέρους τοῦ Κράτους. Ἀναμφίβολα ἡ συνταγματική αὐτή διάταξη περιλαμβάνει καί μία θεσμική ἐγγύηση. Ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ διάταξη αὐτή προστατεύει ὡς πρός τήν οὐσιαστική τους δομή τόν γάμο καί τήν οἰκογένεια. Ἡ προστατευτική λειτουργία τῆς διάταξης αὐτῆς ἐγγυᾶται τόν πυρήνα τῶν διατάξεων τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας ὅπως αὐτές εἶναι διαμορφωμένες στό Ἀστικό Δίκαιο, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν μποροῦν νά καταργηθοῦν οὔτε νά ὑποστοῦν οὐσιώδη μεταβολή ὅποτε ἡ διάταξη αὐτή λειτουργεῖ προστατευτικά ἔναντι κρατικῶν μέτρων τά ὁποία θά ἔθιγαν συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς οἰκογένειας πού ἀποτέλεσαν τήν βάση τῆς συνταγματικῆς διατάξεως.
2.- Κατά τόν γνωστό ὁρισμό τοῦ Μοδεστίνου, ὁ γάμος εἶναι «Ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός καί συγκλήρωση τοῦ βίου παντός θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Ὁ ὁρισμός αὐτός τονίζει ἰδιαίτερα τόν ἠθικό χαρακτήρα τοῦ γάμου καί χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα.
3.- Ἀπό καθαρή νομική ἄποψη ὁ γάμος εἶναι σύμβαση τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου μεταξύ δυό ἑτερόφυλων προσώπων, μέ τήν ὁποία δημιουργεῖται κοινωνία βίου τῶν προσώπων αὐτῶν πού διέπεται ἀπό κανόνες ἀναγκαστικοῦ δικαίου. Μέ τόν ὅρο «γάμος» ἐννοοῦμε τόσο τή συστατική πράξη τοῦ γάμου ὅσο καί τήν οἰκογενειακή σχέση (ἔγγαμη σχέση) πού δημιουργεῖται μέ τή συστατική αὐτή πράξη.
Κατά τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ γάμος εἶναι μυστήριο. Αὐτό ἀναφέρεται κυρίως στή συστατική πράξη τοῦ γάμου, ἀλλά καί στήν ἔγγαμη σχέση. Σύμφωνα μέ τήν Ἑλληνική θεωρία (βλ. Ι. Σπυριδάκη, Ἐγχειρίδιο Οἰκογενειακοῦ Δικαίου, σελ. 46 ἑπ.), ὁ γάμος ἀποτελεῖ θεσμό, τόσο μέ τή νομική ἔννοια τοῦ θεσμοῦ, ὅσο καί μέ τή γενικότερη (φιλοσοφική – κοινωνιολογική) ἔννοια τῆς ἐλεύθερης ὑπαγωγῆς δυό ἑτερόφυλων προσώπων σέ μία ἕνωση (κοινωνία βίου»), ἡ ὁποία ρυθμίζεται ἀπό κανόνες ἀναγκαστικοῦ δικαίου καί παράγει ἀποτελέσματα (ἔννομες σχέσεις) ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν τό ἤθελαν ἤ ὄχι τά μέρη.
4.- Σκοπός τοῦ γάμου εἶναι ἡ δημιουργία μίας μόνιμης συμβίωσης μεταξύ δυό ἑτερόφυλων προσώπων πού θά διέπεται ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἀμοιβαιότητας καί τῆς συντροφικότητας. Ἡ τεκνοποιΐα εἶναι συνήθης σκοπός τοῦ γάμου, ὄχι ὅμως ἀπαραίτητος.
Πρέπει νά παρατηρηθεῖ, ὅτι ὁ σκοπός τοῦ γάμου μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί μέ ἐλεύθερη (χωρίς γάμο, ἐξώγαμη) ἕνωση. Ἐντούτοις, γιά πολλούς λόγους, ἡ ἔννομη σχέση δέν παρεῖχε μέχρι τόν ν.3719/2008 στήν ἐλεύθερη ἕνωση τήν προστασία πού παρέχει στήν ἕνωση ἡ ὁποία στηρίζεται σέ γάμο. Τό δίκαιο τοῦ γάμου διέπεται ἀπό εἰδικότερες ἀρχές ὅπως: Ἡ ἀρχή τῆς μονογαμίας (κώλυμα τοῦ ἄρθρου 1354 Α.Κ.), Ἡ ἀρχή τῆς ἐλευθερίας συνάψεως γάμου. Τό πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο νά συνάψει ἤ νά μή συνάψει γάμο. Ἡ ἀρχή, ὅτι, γάμος μόνο μεταξύ ἑτερόφυλων προσώπων εἶναι δυνατός. Ἡ ἀρχή τῆς συναινετικῆς λύσεως τοῦ γάμου. Ἡ ἀρχή αὐτή καθιερώθηκε στό δίκαιό μας μέ τό ν.1329/1983 (συναινετικό διαζύγιο, νέο ἄρθρο 1441 Α.Κ.).
Σέ σύγκριση μέ τίς ἄλλες ἀστικές συμβάσεις ἡ σύμβαση τοῦ γάμου παρουσιάζει πολλές ἰδιορρυθμίες, τόσο ὡς πρός τούς λόγους ἀκυρότητας ἤ ἀκυρωσίας, ὅσο καί ὡς πρός τίς συνέπειες τῆς μή τηρήσεως τῶν ὑποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτή.
α) Διαφορετική εἶναι ἡ ρύθμιση τῆς δικαιοπρακτικῆς ἱκανότητας γιά σύναψη γάμου. β) Διαφορετική εἶναι ἡ ρύθμιση τῆς ἀκυρωσίας τοῦ γάμου. γ) Δέν ἀναγνωρίζεται ἀκυρότητα τοῦ γάμου λόγω εἰκονικότητας, ἐνδιάθετης ἐπιφύλαξης, ἀντιθέσεως στά χρηστά ἤθη. δ) Λύση τοῦ γάμου εἶναι δυνατή μόνο μέ θάνατο ἑνός τῶν συζύγων ἤ μέ διαζύγιο. ε) Οἱ κυρώσεις γιά μή ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τή σύμβαση τοῦ γάμου εἶναι τελείως διαφορετικές ἀπό τίς γενικές κυρώσεις γιά παραβίαση ἐνοχικῆς συμβάσεως. Πρόκειται γιά ἰδιορρυθμίες πού δικαιολογοῦνται ἀπό τόν ἰδιόμορφο χαρακτήρα τῆς συμβάσεως τοῦ γάμου.
5.- Μέ τόν νόμο 1250/1982 εἰσήχθη ὁ πολιτικός γάμος, μέ τόν νόμο 1329/1983 εἰσάγεται ἡ ἰσονομία τῶν φύλων στήν Οἰκογένεια, καθιερώνεται τό συναινετικό διαζύγιο καί ἀποσυνδέεται τό διαζύγιο ἀπό τήν ὑπαιτιότητα, θεσπίζεται νομική ἐξίσωση τῶν τέκνων, ἄσχετα ἀπό τό ἄν ἡ πατρότητά τους θεμελιώνεται στήν καταγωγή ἀπό γάμο ἤ στήν ἀναγνώριση (ἑκούσια ἤ δικαστική). Μέ τόν νόμο 3089/2002 ρυθμίστηκε ἡ ἰατρική ὑποβοήθηση στήν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή καί καθορίστηκαν οἱ συνέπειές της στό δίκαιο τῆς συγγένειας. Μέ τόν νόμο 3719/2008 καθιερώνεται γιά πρώτη φορά στήν Ἑλλάδα τό «σύμφωνο συμβίωσης» ἐνηλίκων ἑτερόφυλων προσώπων. Τέλος, μέ τόν νόμο 4356/2015 προβλέπεται ἡ δυνατότητα συνάψεως «συμφώνου συμβίωσης» μεταξύ ὁμόφυλων προσώπων, δηλ. ὁμοφυλοφίλων.
6.- Τό Οἰκογενειακό Δίκαιο, περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους κλάδους τοῦ δικαίου, ἔχει χαρακτήρα ἐθνικό. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι τό Οἰκογενειακό Δίκαιο περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους κλάδους Δικαίου, ἐπηρεάζεται ἀπό τά ἤθη καί τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ καί γενικότερα ἀπό τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες καί τά ἰδιαίτερα ἐθνικά καί φυλετικά γνωρίσματά του. Στή διαμόρφωση τοῦ Οἰκογενειακοῦ Δικαίου τοῦ Α.Κ. ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονη ἡ ἐπίδραση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
ΙΙ. Τό ἄρθρο 21 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος σύμφωνα μέ τή νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας.
1.- Παλαιότερη νομολογία τοῦ ΣτΈ.
Στήν ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΣτΈ 867/1998 τό Δικαστήριο εἶχε νά κρίνει τή νομιμότητα ἀποφάσεως τοῦ Ἀναπληρωτῆ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Ἄμυνας, μέ τήν ὁποία ἀπορρίφθηκε ἀναφορά παραπόνων Ὑπολοχαγοῦ Στρατολογίας τοῦ Στρατοῦ Ξηρᾶς κατά ἀποφάσεως τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ ΓΕΣ, ὁ ὁποῖος ἐπέβαλε στό συγκεκριμένο ἀξιωματικό πειθαρχική ποινή δέκα ἡμερῶν φυλάκισης γιά τόν λόγο ὅτι ἐτέλεσε γάμο χωρίς προηγούμενη ἄδεια τῆς ὑπηρεσίας του σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 65 τοῦ ΝΔ 1400/1973. Τό Δικαστήριο παρέθεσε τό περιεχόμενο τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 21 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος καθώς καί τίς ἄλλες διατάξεις τοῦ Συντάγματος πού εἴλκοντο σέ ἐφαρμογή καί ἔκρινε ὅτι:
«Ἀπό τίς παρατεθεῖσες διατάξεις τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, προκύπτει ὅτι τοῦτο ἀναγνωρίζει τόν ἄνθρωπο ὡς ὑπέρτατη ἀξία, χάριν τῆς ὁποίας ὑφίσταται καί ὀργανώνεται ἡ ἔννομη τάξη καί θεσπίζει τά ἐπί μέρους ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα γιά τήν διασφάλιση τῆς ἐπί ἴσοις ὅροις ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας τοῦ καθενός καί τήν ἀπόλαυση τῶν ἐννόμων ἀγαθῶν πού ἀντιστοιχοῦν στό περιεχόμενο τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ κοινός νομοθέτης δέν μπορεῖ κατά τήν ρύθμιση τῶν ὅρων ἀσκήσεως τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν νά θεσπίσει γενικῶς ἤ γιά ὁρισμένες κατηγορίες πολιτῶν διατάξεις οἱ ὁποῖες ἀποδυναμώνουν κατ' οὐσία τά ἐν λόγῳ δικαιώματα ἤ προβλέπουν προϋποθέσεις καί τύπους γιά τήν ἄσκησή τους, πού συνεπάγονται τήν μείωση τῆς προσωπικότητας τοῦ ὑποκειμένου τους. Εἰδικότερα, γιά τόν θεσμό τοῦ γάμου, νοουμένου ὡς ἀβιάστως συναπτομένου ἠθικοῦ καί πνευματικοῦ δεσμοῦ μεταξύ προσώπων ἀντιθέτου φύλου πρός πραγμάτωση κοινοῦ βίου καί ἑπομένως ἀποτελοῦντος βασικό στοιχεῖο τῆς ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητας ἑκάστου ἀφ'ἑνός καί τῆς ὀργανώσεως τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀφ'ἑτέρου, γιά τόν ὁποῖο τό Σύνταγμα ρητῶς καθιερώνει ὑποχρέωση τοῦ κράτους πρός λήψη μέτρων γιά τήν προστασία του, καθώς καί τῆς οἰκογενείας πού δημιουργεῖται ἀπό αὐτόν, ἐπιτρέπεται μέν στόν κοινό νομοθέτη νά θεσπίσει γενικούς καί ἀντικειμενικούς ὅρους καί προϋποθέσεις γιά τήν σύναψή του, ἤ νά καθορίσει τόν τύπο τῆς τελέσεώς του σέ συνάρτηση κατά τήν κρίση του καί πρός τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις τῶν ἐρχομένων σέ γάμου κοινωνία, δέν εἶναι ὅμως συνταγματικά ἀνεκτή ἡ ἀπό τόν νόμο ἐπιβολή ὅρων συνεπαγομένων κοινωνικές, οἰκονομικές, φυλετικές κλπ. διακρίσεις ἤ ὑποχρεώσεις καί λήψεως προηγούμενης διοικητικῆς ἀδείας γιά τήν τέλεσή του. Ἀκόμα καί ἄν πρόκειται γιά πρόσωπα τά ὁποῖα βρίσκονται ἑκουσίως σέ ἰδιαίτερη σχέση ἐξουσιάσεως πρός τό κράτος, ὅπως οἱ στρατιωτικοί ὑπάλληλοι, ὁ κοινός νομοθέτης μπορεῖ νά προβλέψει ὡς ὑποχρεωτική τήν προηγούμενη γνωστοποίηση τοῦ μέλλοντος νά τελεστεῖ γάμου ἤ τήν ὑποβολή σχετικῆς δηλώσεως τοῦ στρατιωτικοῦ πρός τήν προϊσταμένη ἀρχή, περιοριζόμενη στήν διαπίστωση τῆς συνδρομῆς τῶν γενικῶν τυπικῶν ὅρων τελέσεως τοῦ γάμου κατά τόν ἀστικό κώδικα, δέν εἶναι ὅμως συνταγματικά ἐπιτρεπτό νά προβλέψει πρόσθετες οὐσιαστικές καί τυπικές προϋποθέσεις καί, νά θεσπίσει κριτήρια συνδεόμενα πρός τό πρόσωπο ἑνός τῶν μελλονύμφων καί δή ἀναγόμενα σέ διαφορετικό ὅριο ἡλικίας, στήν ἰθαγένεια ἤ τό γένος του, στό θρήσκευμα, τήν ἠθική ἤ πνευματική του ὑπόσταση, τήν κοινωνική του θέση ἤ τήν οἰκονομική του κατάσταση. Ἐπί πλέον, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅτι ἡ ἔγγαμη κατάσταση τοῦ στρατιωτικοῦ ὑπαλλήλου δέν μπορεῖ νά ἐπηρεάσει καθ΄οἱονδήποτε τρόπο τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐκ τῆς ἰδιότητάς του αὐτῆς καί τῆς ἐμπεπιστευμένης σ'αὐτόν ὑπηρεσίας ἀπορρεουσῶν ὑποχρεώσεων, οὔτε νά ἐπιφέρει ὁποιαδήποτε διαφοροποίηση ὡς πρός τήν ἔκταση καί τόν τρόπο ἐκπληρώσεως τῶν ὑποχρεώσεων αὐτῶν, σέ σχέση μέ τούς μή ἐγγάμους συναδέλφους του, ὁ κοινός νομοθέτης δέν μπορεῖ νά ἐξαρτήσει τήν σύναψη γάμου ἀπό τήν προηγούμενη λήψη εἰδικῆς διοικητικῆς ἀδείας, συνδεόμενης πρός ἔλεγχο ἤ ἐκτίμηση τῶν παραπάνω μή θεμιτῶν προσθέτων οὐσιαστικῶν καί τυπικῶν προϋποθέσεων. Ἡ ἐπιβολή τοῦ καθεστῶτος τῆς προηγουμένης διοικητικῆς ἀδείας μέ τήν παραπάνω ἔννοια καί ἡ θέσπιση τέτοιων εἰδικῶν κριτηρίων καί προϋποθέσεων, μέ τίς ὁποῖες περιορίζεται ἔστω καί ἔμμεσα τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης καί ἀβίαστης ἐπιλογῆς τοῦ προσώπου μετά τοῦ ὁποίου ὁ στρατιωτικός ἐπιθυμεῖ νά συνάψει γάμο, καθώς καί ἡ ἀνάθεση τοῦ ἐλέγχου τῆς συνδρομῆς αὐτῶν στήν προϊσταμένη τοῦ ἐνδιαφερομένου ἀρχή ἡ ὁποία χορηγεῖ τήν σχετική ἄδεια, συνιστᾶ οὐσιαστική ἀποδυνάμωση τοῦ δικαιώματος συνάψεως γάμου καί ἔντονη ἐπέμβαση στήν ἰδιωτική ζωή τοῦ στρατιωτικοῦ ὑπαλλήλου, ἔτι δέ ἀποτελεῖ ἠθική μείωση τοῦ ἰδίου καί τῆς μέλλουσας συζύγου του καθώς καί προσβολή τῆς προσωπικότητάς τους, πού δέν συμβιβάζονται πρός τίς παραπάνω μνημονευθεῖσες συνταγματικές διατάξεις καί πρός τίς ἀρχές τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἐφ’ὅσον, συμφώνως πρός αὐτό, δέν νοεῖται ἡ ὕπαρξη ἰδιαιτέρων κοινωνικῶν τάξεων, οὔτε ἐπιτρέπονται διακρίσεις μεταξύ τῶν Ἑλλήνων βάσει τῆς κοινωνικῆς τους θέσεως, τῶν φρονημάτων ἤ τῆς περιουσίας τους, ἤ ἄλλων ὑποκειμενικῶν λόγων οἱ ὁποῖοι θά ἐμπόδιζαν τήν σύναψη γάμου μέ στρατιωτικό ὑπάλληλο. Μία τέτοια ἐπέμβαση τοῦ νομοθέτη εἶναι, ἐξ ἄλλου ἀντίθετη καί πρός τό διαληφθέν ἄρθρο 12 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως περί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου ὅτι τό ἄρθρο αὐτό, παραπέμπον στούς ἐθνικούς νόμους γιά τήν ρύθμιση τοῦ δικαιώματος συνάψεως γάμου μεταξύ ἐνηλίκων, ἀναφέρεται σέ γενικούς κανόνες πού θεσπίζουν κωλύματα ἤ θετικές προϋποθέσεις γιά τήν σύναψη ἐγκύρου γάμου καί δέν ἐπιτρέπει τήν ἐξάρτηση τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἐν λόγῳ δικαιώματος ἀπό τήν προηγούμενη οὐσιαστική κρίση διοικητικῆς ἀρχῆς, καθισταμένης ἁρμοδίας πρός χορήγηση σχετικῆς ἀδείας μετά ἀπό στάθμιση ἠθικῶν, κοινωνικῶν ἤ οἰκονομικῶν κριτηρίων, ξένων πρός τήν κατ’ἀρχήν νομική ἱκανότητα, τήν κατάσταση τῆς ὑγείας καί τήν ἐλεύθερη καί ἐν συνειδήσει διαμορφούμενη βούληση τῶν μελλονύμφων, εἴτε ὑπό τήν μορφή τῆς θεωρήσεως τοῦ τελουμένου χωρίς τίς προϋποθέσεις αὐτές γάμου ὡς ἀκύρου, εἴτε ὑπό τήν μορφή τῆς θεσπίσεως ὑπό τῆς οἰκείας ἐθνικῆς νομοθεσίας ἄλλων ἐπιζημίων συνεπειῶν σέ βάρος τῶν κατά παράβαση τῶν σχετικῶν ὅρων τελούντων γάμο προσώπων.
2.-Σχετικά μέ διατάξεις τοῦ φορολογικοῦ δικαίου καί ἄλλων κλάδων τοῦ δικαίου.
Ἐνόψει τῆς συνταγματικῆς προστασίας τοῦ γάμου εἶναι ἀντισυνταγματικές νομοθετικές διατάξεις μέ τίς ὁποῖες θεσπίζεται ἀδικαιολόγητη δυσμενής φορολογική μεταχείριση τῶν ἐγγάμων ἔναντι τῶν ἀγάμων. Μέ βάση τίς συνταγματικές διατάξεις τῶν ἄρθρων 4 παρ. 5 καί 21 παρ. 1, τοῦ Συντ/τος κρίθηκε μέ τήν ἀπόφαση 4912/1987 τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΣτΈ ὅτι οἱ διατάξεις τῶν παρ. 3 καί 4 τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ν.11/1975 εἶναι ἀνίσχυρες ὡς ἀντικείμενες στίς ἐν λόγῳ συνταγματικές διατάξεις, καθόσον ἐπιβάλλουν τόν συνυπολογισμό στήν ἀξία τῆς ἀκίνητης περιουσίας τοῦ ἐγγάμου ἄνδρα καί πατέρα τῆς ἀξίας τῆς ψιλῆς κυριότητας τῆς προικώας ἀκίνητης περιουσίας τῆς γυναίκας καί τῶν ἀκινήτων τῶν ἀνηλίκων παιδιῶν. Τό Δικαστήριο ἔκρινε ὅτι ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια δέν δύνανται νά ἀποτελέσουν κριτήρια δυσμενοῦς γιά τούς ἔγγαμους διαφοροποιήσεως ἔναντι τῶν ἀγάμων. Τά αὐτά κρίθηκαν καί μέ τήν ΣΕ 1154/1983.
Μέ τήν ΣΕ Ὁλομ. 3805/2001 κρίθηκε ὅτι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 11 παρ. 6 τοῦ ν.1505/1984, ἡ ὁποία ἀπαγορεύει τή διπλή καταβολή οἰκογενειακοῦ ἐπιδόματος σέ περίπτωση πού καί οἱ δυό σύζυγοι εἶναι ὑπάλληλοι τοῦ δημοσίου ἤ ΝΠΔΔ ἤ ΟΤΑ ἤ ὅταν ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι ὑπάλληλος τῶν ὑπηρεσιῶν αὐτῶν καί ὁ ἄλλος ὑπάλληλος τοῦ εὐρύτερου δημόσιου τομέα ἤ μέρους τοῦ ἰδιωτικοῦ, ἀντίκειται στίς πιό πάνω συνταγματικές διατάξεις μεταξύ αὐτῶν καί στή διάταξη τοῦ ἄρθρου 21 παρ. 1 τοῦ Συντ/τος καί, συνεπῶς, εἶναι ἀνίσχυρη καί μή ἐφαρμοστέα. Κατόπιν αὐτοῦ, ἰσχύει ἐν προκειμένῳ καί εἶναι ἄμεσα ἐφαρμοστέος ὁ γενικός κανόνας τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 1505/1984, κατά τόν ὁποῖο οἱ ἔγγαμοι ὑπάλληλοι λαμβάνουν ὁλόκληρο τό οἰκογενειακό ἐπίδομα, προσαυξανόμενο ἀνάλογα μέ τόν ἀριθμό τῶν τέκνων, χωρίς τίς διακρίσεις στίς ὁποῖες προβαίνει ἡ κρινόμενη ὡς ἀντισυνταγματική, κατά τά ἐκτεθέντα, παράγραφος.
Περαιτέρω, μέ τήν ΣΕ Ὁλομ. 314/2007 κρίθηκε ὅτι: ἡ διάταξη τῆς παρ. 6 ἄρθρ. 63 ν. 1892/1990, καθ' ὅ μέρος μέ αὐτήν δέν προβλέπεται ὅτι σέ περίπτωση θανάτου τῆς δικαιούχου τῆς ἰσοβίας συντάξεως μητέρας, τήν σύνταξη δύναται νά λάβει ὁ ἐπιζῶν σύζυγός της, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν μετά τόν θάνατο εὐθύνη διατροφῆς τῶν τέκνων, δέν εἶναι σύμφωνη μέ τίς παραπάνω συνταγματικές διατάξεις. Τοῦτο δέ διότι τό ἄρθρο 21 τοῦ Συντάγματος ἐπιβάλλει τήν προστασία τῆς πολύτεκνης οἰκογένειας, τήν ὁποία ἀποτελοῦν, πλήν τῶν τέκνων, καί οἱ δυό σύζυγοι. Συνεπῶς, δέν εἶναι συνταγματικῶς ἀνεκτό νά χορηγεῖται μόνον στόν ἕναν ἀπό τούς συζύγους (στήν μητέρα) παροχή, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ πολύτεκνου συζύγου, σέ περίπτωση δέ θανάτου νά μήν λαμβάνει ὁ ἐπιζῶν τήν παροχή αὐτή, ἀπομειουμένης, μέ τόν τρόπο αὐτόν, τῆς πρός τήν πολύτεκνη οἰκογένεια προστασίας, ἐφ' ὅσον καί οἱ δυό σύζυγοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς συνταγματικῶς προστατευόμενης οἰκογενείας. Ἐξ ἄλλου, σύμφωνα καί μέ τήν εἰσηγητική ἔκθεση τοῦ ν. 1892/1990, οἱ παροχές τοῦ νόμου αὐτοῦ, δηλαδή τόσο τό ἐπίδομα, ὅσο καί ἡ ἰσόβια σύνταξη, ἔχουν προσέτι, τόν χαρακτήρα κινήτρου πρός τούς νέους γονεῖς γιά τήν δημιουργία πολύτεκνων οἰκογενειῶν, μέ στόχο τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ὀξέος δημογραφικοῦ προβλήματος τῆς Χώρας. Ἡ δέ χορήγηση τῆς συντάξεως ἀποτελεῖ ἐπί πλέον κίνητρο πρός τούς γονεῖς, δεδομένου, ὅτι ἡ οἰκονομική ἐνίσχυση πρός αὐτούς δέν θά παύσει νά χορηγεῖται, λόγω τῆς ἡλικίας τῶν τέκνων. Συνεπῶς, γιά νά εἶναι πλήρης καί λυσιτελής ἡ συνταγματικῶς ἐπιβαλλόμενη προστασία τῆς πολύτεκνης οἰκογένειας, ἡ ἰσόβια σύνταξη θά πρέπει νά καταβάλλεται καί στόν ἐπιζῶντα σύζυγο (πατέρα), σέ περίπτωση θανάτου τῆς συζύγου του.
Περαιτέρω, μέ τήν ΣΕ Ὁλομ. 3590/2013 ἀπόφαση κρίθηκε ὅτι, ἀπό τό ἄρθρο 21 τοῦ Συντάγματος πού ἀποσκοπεῖ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ὀξυμένου δημογραφικοῦ προβλήματος τῆς χώρας καί θέτει τήν μητρότητα καί τήν παιδική ἡλικία ὑπό τήν προστασία τοῦ κράτους, ἀπορρέει ὑποχρέωση τοῦ κοινοῦ νομοθέτη νά θεσπίζει ρυθμίσεις γιά τή χορήγηση ἄδειας μέ σκοπό τήν ἀνατροφή τῶν τέκνων τῶν ἐργαζομένων, μεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονται καί οἱ δικαστικοί λειτουργοί. Ἐνόψει τῶν ἀνωτέρω, ἡ διάταξη τῆς πάαρ. 21 τοῦ ἄρθρου 44 τοῦ Κώδικα Ὀργανισμοῦ Δικαστηρίων καί Κατάστασης Δικαστικῶν Λειτουργῶν, ὅπως ἰσχύει μετά τήν ἀντικατάστασή της μέ τό ἄρθρο 89 τοῦ ν. 4055/2012, κατά τό μέρος πού προβλέπει ὅτι ἡ χρονική διάρκεια τῆς ἄδειας ἀνατροφῆς τέκνου γιά τούς δικαστικούς λειτουργούς, εἶναι πέντε μῆνες, ἀντίκειται στό ἄρθρο 21 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος.
Περαιτέρω, μέ τήν ΣΕ Ὁλομ. 1087/2017 ἀπόφαση κρίθηκε ὅτι:
«Ἐπειδή, οἱ ἀνωτέρω συνταγματικές διατάξεις (ἄρθρο 21 παρ. 1 καί 2) ἔχουν, κατά βάση, κατευθυντήριο χαρακτήρα καί ἀφήνουν στόν νομοθέτη τήν εὐχέρεια νά προσδιορίσει κατά τήν ἐκτίμησή του τό εἶδος καί τήν ἔκταση τῆς εἰδικῆς φροντίδας γιά τούς πολύτεκνους καί τά μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους. Εἰδικότερα, μέ τήν διάταξη τῆς παραγράφου 2 τοῦ ὡς ἄνω ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγματος, τῆς ὁποίας ἡ θέσπιση ἀποσκοπεῖ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ δημογραφικοῦ προβλήματος τῆς χώρας (πρακτικά Βουλῆς ἐπί τοῦ Συντάγματος, Συνεδρίαση ΟΘ’/26.4.1975, σελ. 479 καί 486), τό Σύνταγμα ἀπευθύνει στόν κοινό νομοθέτη ἔντονη ὑπόδειξη γιά τή λήψη κατάλληλων μέτρων φροντίδας ὑπέρ τῶν πολύτεκνων οἰκογενειῶν ἐπί τῇ βάσει τῶν κρατουσῶν συνθηκῶν καί ἐντός τῶν ὁρίων πού διαγράφουν οἱ ἄλλες συνταγματικές διατάξεις καί ἀρχές (βλ. ΣτΈ 986-988/2014 Ὁλομ., 4237/2005, 12/1999 ἐπτ. κ.ἄ). Ὡστόσο, ἀπό τή διάταξη αὐτή οὐδόλως συνάγεται ὅτι ἐπί πολυτέκνων οἰκογενειῶν δέν μπορεῖ νά ἐπιβληθεῖ φορολογική ἐπιβάρυνση ἐν γένει (πρβλ. ΣτΈ 1702/2014, 2975/2011 κ.ἄ) οὔτε προκύπτει ὅτι ὁ νομοθέτης ὑποχρεοῦται νά θεσπίζει εἰδικό ἀφορολόγητο ὅριο κατά τή φορολόγηση τοῦ εἰσοδήματος αὐτῆς τῆς κατηγορίας τῶν φορολογουμένων. Διότι, ὁ εἰδικότερος τρόπος ἐκπληρώσεως τῆς ὑποχρεώσεως πού ἀπορρέει ἀπό τό ἄρθρο 21 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος ἀνήκει στήν εὐχέρεια τοῦ νομοθέτη. Συνεπῶς, εἶναι δυνατόν νά προβλεφθεῖ γιά τήν ἀνωτέρω κατηγορία τῶν φορολογουμένων εἴτε ἡ θέσπιση ἀφορολόγητου ὁρίου, εἴτε ἡ παροχή ἐκπτώσεως ἐπί τοῦ ἀναλογοῦντος φόρου, εἴτε ἡ παροχή εἰδικῶν ἐπιδομάτων, ἀπαλλασσομένων ἐνδεχομένως ἀπό φόρο, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αὐξημένων οἰκογενειακῶν δαπανῶν, εἴτε ἄλλη μορφή μέτρων, εἴτε συνδυασμός τῶν ἀνωτέρω. Οἱ σχετικές δέ ἐκτιμήσεις, σταθμίσεις καί ἐπιλογές τοῦ νομοθέτη ὑπόκεινται σέ ἔλεγχο ὁρίων ἀπό τά δικαστήρια (πρβλ. ΣτΈ 2738/2010, 2016/2007 κ.ἄ.). Ὁ τρόπος, τόν ὁποῖο ἐπέλεξε ὁ νομοθέτης κατά τό ἐν προκειμένῳ κρίσιμο οἰκονομικό ἔτος 2014 (ἡμερολογιακό ἔτος 2013) νά καταστρώσει τήν κρατική μέριμνα γιά τίς πολύτεκνες οἰκογένειες συνίσταται, κυρίως, στήν παροχή ἐπιδομάτων στήριξης τῶν τέκνων πολύτεκνων οἰκογενειῶν. Ὅπως ἐκτέθηκε ἀναλυτικά σέ προηγούμενη σκέψη, τά ἐπιδόματα παραμένουν ἀφορολόγητα καί εἶναι βελτιωμένα σέ σχέση μέ τό προϋφιστάμενο καθεστώς. Οἱ σχετικές περί ἐπιδομάτων διατάξεις, σέ συνδυασμό μέ τίς γενικές διατάξεις τῆς νομοθεσίας περί φορολογίας εἰσοδήματος, οἱ ὁποῖες θεσπίζουν, ἀντί ἀφορολόγητου ποσοῦ, τήν ἔκπτωση δαπανῶν ἀπό τό ποσό τοῦ ἑκάστοτε ὀφειλομένου φόρου, συνθέτουν ἕνα σύστημα ρυθμίσεως τῆς κρατικῆς μέριμνας ὑπέρ τῶν πολυτέκνων, τό ὁποῖο, λαμβανομένης ὑπ' ὄψη καί τῆς δυσμενέστατης δημοσιονομικῆς συγκυρίας κατά τό ἐπίμαχο ἔτος, δέν ὑπερβαίνει τά συνταγματικά ὅρια ἐντός τῶν ὁποίων ἔχει τήν εὐχέρεια νά κινηθεῖ ὁ νομοθέτης. Συνεπῶς, οἱ διατάξεις πού συγκροτοῦν τό σύστημα αὐτό δέν ἀντιβαίνουν πρός τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 καί 21 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος. Κατ' ἀκολουθίαν, εἶναι ἀπορριπτέοι ὡς ἀβάσιμοι οἱ περί τοῦ ἀντιθέτου προβαλλόμενοι ἰσχυρισμοί τοῦ προσφεύγοντος, οἱ ὁποῖοι ἐκκινοῦν ἀπό ἀντίθετη, καί μή ὀρθή κατά τ' ἀνωτέρω, ἑρμηνευτική ἐκδοχή τοῦ Συντάγματος, ὅτι δηλαδή ὁ κοινός νομοθέτης εἶναι ὑποχρεωμένος νά θεσπίσει ἀφορολόγητο ποσό ὑπέρ τῶν πολύτεκνων οἰκογενειῶν, ἄλλως ὅτι ἡ φορολογική νομοθεσία καθιερώνει μαχητό (καί, ἄρα, ἀνατρέψιμο μέ ἀνταπόδειξη) τεκμήριο φοροδοτικῆς ἱκανότητας.
3.-Ἡ συνταγματικότητα τοῦ ν.4356/2015 ὡς πρός τό σύμφωνο συμβίωσης ὁμοφύλων προσώπων.
Σχετικά μέ τή συνταγματικότητα τοῦ νόμου 4356/2015 ὡς πρός τό σύμφωνο συμβίωσης ὁμοφύλων προσώπων μέ τήν ὑπ’ἀριθ. 203/2018 ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας κρίθηκε ὅτι:
«Μέ τόν ν.4356/2015 κατοχυρώνεται, σέ συμφωνία πρός τίς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί τῆς Ε.Σ.Δ.Α. περί ἰσότητας καί ἀπαγόρευσης τῶν διακρίσεων, ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας καί σεβασμοῦ τῆς ἰδιωτικῆς καί οἰκογενειακῆς ζωῆς κάθε πολίτη, τό δικαίωμα ἐνηλίκων προσώπων, ἑτεροφύλων ἤ ὁμοφύλων, νά ἀναλαμβάνουν, μέ τή σύνταξη συμβολαιογραφικοῦ ἐγγράφου, πού καταχωρίζεται στά προβλεπόμενα ληξιαρχικά βιβλία, ἀμοιβαία δέσμευση σέ μόνιμη κατ' ἀρχήν συμβίωση, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν ἔννομη τάξη καί ρυθμίζεται ἐν μέρει κατ' ἐνάσκηση τῆς συμβατικῆς ἐλευθερίας τῶν συναινούντων μερῶν καί ἐν μέρει βάσει κανόνων ἀναγκαστικοῦ δικαίου, κατ' ἀνάλογη ἐφαρμογή διατάξεων νόμου περί γάμου, σχέσεων τῶν συζύγων καί πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους. Ἡ θέσπιση καί ρύθμιση κατά τά ἀνωτέρω τῆς ἐναλλακτικῆς αὐτῆς μορφῆς καταχωρισμένης συμβίωσης δέν θίγει τόν συνταγματικῶς προστατευόμενο θεσμό τοῦ γάμου, ἀπό τόν ὁποῖο διαφοροποιεῖται σημαντικά, δεδομένου ὅτι στοχεύει στήν κάλυψη διαφορετικῶν κοινωνικῶν ἀναγκῶν καί, συγκεκριμένα, στήν ἀναγνώριση καί προστασία de facto συντροφικῶν σχέσεων, πού ἐνῶ ἀποτελοῦν μέρος τῆς σύγχρονης πραγματικότητας, παραμένουν ἐκτός τῶν πλαισίων τῆς ἔννομης τάξης, εἴτε ἐπειδή τά συμβιοῦντα μέρη δέν ἐπιθυμοῦν, εἴτε ἐπειδή δέν ἔχουν τή νομική δυνατότητα (ὁμόφυλα ζευγάρια) νά ὑπαγάγουν τή σχέση τους στό σύστημα ρυθμίσεων καί προστασίας τοῦ γάμου. Ἡ θέσπιση, εἰδικότερα, τοῦ συμφώνου συμβίωσης ὁμοφύλων στό ὁποῖο, ἀποκλειστικά, ἀναφέρεται ἡ ὑπό κρίση αἴτηση, προδήλως δέν ἀνταγωνίζεται τόν θεσμό τοῦ γάμου, ἐφόσον ἀπευθύνεται σέ πρόσωπα ὁμόφυλου σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, στά ὁποῖα καί παρέχει τή μόνη δυνατότητα ἐπίσημης ἀναγνώρισης τῶν ὑπ' αὐτῶν συναπτομένων σταθερῶν συναισθηματικῶν σχέσεων συμβίωσης. Ἡ δέ ἀναγνώριση οἰκογενειακῶν δεσμῶν μεταξύ τῶν μερῶν τοῦ ἐν λόγῳ συμφώνου, μέ συνέπειες ὡς πρός τίς σχέσεις καί τά δικαιώματα αὐτῶν ἀνάλογες πρός τά ἰσχύοντα ἐπί συζύγων -ὅπως τό κληρονομικό δικαίωμα τοῦ ἐπιζῶντος συντρόφου-, ἡ ὁποία αἰτιολογεῖται ἀπό τή στενή οἰκειότητα καί ἀμοιβαία ὑποχρέωση ὑποστήριξης καί φροντίδας, πού χαρακτηρίζουν καί τίς ἐν λόγῳ συντροφικές σχέσεις, δέν θίγει, μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, τήν διά τοῦ γάμου ἱδρυόμενη καί συνταγματικῶς προστατευόμενη οἰκογένεια (πρβλ. ἀνωτ. ἀπόφαση τῆς 17.7.2002 τοῦ Γερμανικοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου [BVerfG, Urteil des Ersten Senats, BvF 1/01]). Tό αὐτό ἰσχύει καί ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀναγνώριση «ἐξ ἀγχιστείας» συγγένειας μεταξύ ἑκάστου μέρους τοῦ συμφώνου συμβίωσης ὁμοφύλων καί τῶν ἐξ αἵματος συγγενῶν τοῦ ἑτέρου (ἡ ὁποία δέν ἔχει, μάλιστα, ἄλλη συνέπεια ἀπό τήν ἵδρυση κωλύματος -διατηρουμένου καί μετά τή λύση τοῦ συμφώνου, μέ τό ὁποῖο ἱδρύθηκε- γιά τή σύναψη μελλοντικοῦ γάμου ἤ συμφώνου συμβίωσης μεταξύ τῶν ἐν λόγῳ κατ' εὐθεία γραμμή συγγενῶν ἐξ ἀγχιστείας). Δέν στοιχειοθετεῖται, συνεπῶς ἡ προσβολή, μέ τίς διατάξεις τοῦ ν. 4356/2015 περί συμφώνου συμβίωσης ὁμοφύλων, τοῦ γάμου καί τῆς δι' αὐτοῦ ἱδρυόμενης οἰκογένειας, καί, ἑπομένως, οὔτε καί ἡ βλάβη, τήν ὁποία οἱ Ἱερές Μητροπόλεις, Μητροπολίτες καί λοιποί κληρικοί ἐπικαλοῦνται ὡς ἐκ τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, στά πλαίσια τοῦ θεσμικοῦ της ρόλου, νά μεριμνᾶ γιά τήν προστασία καί ἐξύψωση τῶν θεσμῶν αὐτῶν».
Ἀθήνα 14 Μαΐου 2019
Γεώργιος Ποταμιᾶς
Σύμβουλος τῆς Ἐπικρατείας