Ο κοινός εορτασμός προϋποθέτει κοινή πίστη! Υφίσταται;
κ. Λέων Μπράνγκ,
Δρ. Θεολογίας, Ἀντιπρόεδρος ΠΕΘ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΤΙΣ 01.02.25 ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ OTEACADEMY ME ΘΕΜΑ:
ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: ΟΡΟΣ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί χριστιανοί,
Ευχαριστώ την Εστία Πατερικών Μελετών για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στην σημερινή ημερίδα με τίτλο «Πασχάλινος Κανόνας: Όρος αμετακίνητος ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Τελευταία υπάρχουν πολλές αναφορές τόσο του Πάπα Φραγκίσκου όσο και του Πατριάρχου Βαρθολομαίου στο θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα[1].
Τα σημεία αναφοράς τους είναι:
Η κοινή τους επιθυμία, να ανταποκριθούν στο μεγάλο ζήτημα «της των πάντων ενώσεως»
Η τιμή προς τους Πατέρες της «εν Νικαία Α´ Οικουμενικής Συνόδου». Και η καλύτερη μορφή μνήμης τους φέτος με την επέτειο των 1700 ετών από τη Σύνοδο είναι ο καθορισμός κοινού εορτασμού του Πάσχα για όλους τους χριστιανούς.
Ο Πατριάρχης δείχνει να επιμένει στην επιστροφή των Δυτικών στο Πασχάλιο του Ιουλιανού ημερολόγιου. Ο Πάπας δέχεται κοινό εορτασμό σε μία ημερομηνία κοινής αποδοχής από όλους.
Να σταματήσουν οι φανατισμοί, μικροψυχίες και προκαταλήψεις. Ο Θεός μας είναι Θεός της αγάπης.
Δεν είναι απόλυτα ώριμα τα πράγματα ακόμα «δια το κοινόν Ποτήριον», αλλά αυτό προφανώς είναι ο στόχος, στον οποίο θα βοηθήσει ο κοινός εορτασμός του Πάσχα του 2025 και ο καθορισμός κοινού υπολογισμού για το μέλλον.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένας έντονος αντίλογος, τον οποίο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο εκφράζει η μεγάλη πατερική μορφή του π. Επιφανείου Θεοδωροπούλου ήδη πριν από 50 χρόνια. Για το ενδεχόμενο καθιέρωσης κοινού εορτασμού τονίζει τον μεγάλο κίνδυνο για την δογματική και ιδίως την εκκλησιολογία της Ορθοδοξίας. Επίσης υπογραμμίζει, ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδο θέσπισε κοινό εορτασμό μόνο για τα μέλη της Εκκλησίας και όχι για τη σχέση με τους αιρετικούς της εποχής[2].
Α. "Ανωτερότητα" της δυτικής Θεολογίας
Ο βασικός λόγος αρχικά της απομάκρυνσης και στη συνέχεια της απόσχισης της δυτικής χριστιανοσύνης από την Ορθοδοξία πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαίτερη υπεροψία έναντι των Πατέρων της Εκκλησίας. Το Φραγκικό βασίλειο που αναδύεται στη Δύση, ιδίως με την κεντρική μορφή του Καρλομάγνου, ο οποίος τα Χριστούγεννα του έτους 800 στέφθηκε στη Ρώμη από τον πάπα Λέοντα Γ΄ αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, θέλει να αποτελέσει τον φορέα και γνήσιο εκφραστή του Χριστιανισμού με τον βασιλέα του ως αυτοκράτορα και προστάτη της πίστης όλων των χριστιανών. Ως νέο πολιτιστικό και πολιτικό μέγεθος στην ιστορία και με βασικό αντίπαλο την Ορθόδοξη Ανατολή ξεκίνησε, κυρίως με την προβολή του filioque από τον 9ο αιώνα, μια εκστρατεία διαβολής της Ορθοδοξίας ως αιρετικής[3]. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν η επιβολή του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως της Εκκλησίας της Ρώμης το 1014 και έπειτα το Μεγάλο Σχίσμα του 1054. Λίγο αργότερα ακολούθησαν οι Σταυροφορίες με ουσιαστικό στόχο την κατάκτηση της Ρωμιοσύνης[4].
Κατά την παπική αντίληψη η περίοδος των Πατέρων της Εκκλησίας σταματάει στη Δύση με τον Ισίδωρο της Σεβίλλης (560-636) και στην ορθόδοξη Ανατολή με τον άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό (περ. 675-749). Για την Ανατολή αυτή η θέση γίνεται σχετικά εύκολα κατανοητή, επειδή από το 2ο ήμισυ του 9ου αιώνα, όπως είδαμε ήδη λίγο παραπάνω, η ορθόδοξη Ανατολή αντιμετωπίζεται από τους Φράγκους όλο και περισσότερο ως αίρεση. Γιατί όμως για τον Παπισμό σταματάει η πατερική περίοδος και στη Δύση κατά τον 7ο αιώνα; Πρώτον, επικράτησε προοδευτικά η πεποίθηση ότι ο Παπισμός όχι μόνο είναι απόλυτα εναρμονισμένος με την πατερική παράδοση, αλλά ότι με την θεολογία που αναπτύσσει μέσω του Σχολαστικισμού, της επίσημης παπικής θεολογίας του Μεσαίωνα, υπερβαίνει τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Οι Φράγκοι ήταν θεολογικά απαίδευτοι. Είχαν επιβληθεί στις χριστιανικές περιοχές της επικράτειάς τους, αντικαθιστώντας την ηγεσία της Εκκλησίας (επισκόπους και ηγουμένους) με δικούς τους ευγενείς, διαμορφώνοντας αυτές τις περιοχές σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις για την κοινωνία, την Εκκλησία και τον Θεό. Έτσι η αίσθηση και εικόνα του ποιμένα και πατέρα και η αντίστοιχη καλλιέργεια των πιστών άρχισε να σβήνει σταδιακά, ώσπου τελικά να απολεσθεί πλήρως η πατερικότητα στον Παπισμό. Το κενό των Πατέρων, των Θεολόγων της Εκκλησίας, καλύφθηκε προοδευτικά από μία διανοητική-εγκεφαλική θεολογία. Η άνωθεν σοφία της θεολογίας των Πατέρων που έχει ως βασικά στάδια την κάθαρση από τα πάθη, το φωτισμό και ως τελικό στάδιο τη θέωση, αντικαταστάθηκε από την καθαρά ανθρώπινη σοφία της σχολαστικής, της μεσαιωνικής θεολογίας του Παπισμού. Αντί για την κάθαρση από τα πάθη τοποθετείται ένα σύστημα ηθικών αξιών, στο οποίο ο πιστός, εάν ανταποκριθεί, δικαιώνεται πλήρως. Τώρα μόνο ένα βήμα απέχει πλέον από την κατ’ αυτόν απόλυτη πληρότητα: Αξιοποιώντας ο άνθρωπος του δυτικού Μεσαίωνα τις διανοητικές του ικανότητες διακατέχεται από τη βεβαιότητα, ότι η σωστή δόμηση των συλλογισμών του τον ανάγει σε ύψη θεολογίας και του παρέχει μια γνώση με αντικειμενικό υποχρεωτικό χαρακτήρα. Έτσι μέσα από το βαθύ σκοτάδι, μέσα από το σκοτάδι των παθών του, χωρίς έστω την παραμικρή όραση και αντίληψη της δικής του κατάστασης, δημιουργείται στον άνθρωπο αυτό η αίσθηση ότι διεισδύει στο μυστήριο του Θεού. Γεννιέται δηλαδή, κατά τη δυτική αντίληψη, μια ανώτερη θεολογία, ένα ανυπέρβλητο θεολογικό σύστημα, πέρα από οτιδήποτε προηγούμενο[5], στην υπηρεσία της Φράγκικης «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» όπως και της παντοδυναμίας του παπικού θρόνου. Αναδύεται ένας νέος ανώτερος άνθρωπος, ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος με τις διανοητικές του δυνάμεις είναι σε θέση να φθάσει στην κατάληψη του Θεού, ώστε να ταιριάξει απόλυτα στο νέο πολιτιστικό και πολιτικό μέγεθος που είχε εγκατασταθεί με αρχή τον Καρλομάγνο. Για να θεμελιωθεί αυτή η ανώτερη θεολογία σε μία στέρεα και ακλόνητη βάση, από εδώ και στο εξής δεν εμφανίζονται πλέον στον Παπισμό Πατέρες αλλά doctores ecclesiae universalis (διδάσκαλοι της καθολικής Εκκλησίας), ένας θεσμός που ισχύει επίσημα στους Παπικούς από το 1295. Μόνο στον Πάπα εναπόκειται το δικαίωμα να αναγορεύσει σημαίνοντα εκκλησιαστικά πρόσωπα σε doctores ecclesiae, συνολικά 37 ως σήμερα.
Β. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος
Βασικό στοιχείο της κατανόησης της σχέσης Θεού και ανθρώπου εκ μέρους της σχολαστικής θεολογίας των Παπικών είναι η πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος με την πτώση των πρωτοπλάστων ως προς τη φύση του δεν υπέστη κάποια φθορά. Γιατί, άλλωστε, να επηρεάζεται η φύση του από κάτι που είναι θέμα ηθικής, δηλ. σωστής συμπεριφοράς, ένα σύμφωνα με την αντίληψή τους καθαρά εξωτερικό στοιχείο του ανθρώπου; Εφ’ όσον οι σχέσεις νοημόνων όντων, όπως είναι ο Θεός και ο άνθρωπος, απαιτούν κατά την κοινή εμπειρία όλων των ανθρώπων έναν ρυθμιστικό παράγοντα, προσφέρεται για τον σκοπό αυτό η δικαιοσύνη – φυσικά έτσι, όπως την κατανοεί ο άνθρωπος. Αυτή ανάγεται σε ύψιστο κριτήριο της συσχέτισης Θεού και ανθρώπου.
Επομένως μοιάζει απόλυτα λογικό, ο Θεός να προσβάλλεται απείρως από τη συμπεριφορά του ανθρώπου, αφού με την πρώτη ευκαιρία, παρότι δημιούργημά Του, στρέφεται με θρασύτητα εναντίον Του. Ως παιδαγωγός του ανθρώπου, για να εξασφαλίσει την υπακοή του, ο Θεός εξ αρχής τον είχε απειλήσει λέγοντας, ότι στην περίπτωση που δεν θα ήταν υπάκουος θα είχε να υποστεί την τιμωρία του θανάτου. Έτσι, με την παράβαση της εντολής του Θεού ο θάνατος εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου. Φυσικά του στέρησε ο Θεός και εκείνο που ο άνθρωπος είχε επί πλέον, την υπερφυσική Του χάρη και την αγιότητα. Στο πλαίσιο αυτής της αποκλειστικά νομικιστικής θεώρησης του προπατορικού αμαρτήματος είναι λοιπόν για τους Παπικούς απόλυτα λογικό ότι η φύση του ανθρώπου μένει άθικτη μετά την πτώση των πρωτοπλάστων.
Δεν μπορούν να κατανοήσουν το εξής βασικό δεδομένο: Στον άνθρωπο ναι μεν δόθηκε από τον Θεό η δυνατότητα, αφού έλαβε το αυτεξούσιο, να λειτουργήσει τον εαυτό του διαφορετικά απ’ ότι είχε ορίσει ο Δημιουργός του, η απόκλιση όμως από τη φυσική λειτουργία, η παρά φύσιν λειτουργία του εαυτού του, είχε επιπτώσεις πάνω στη φύση του ανθρώπου, οδήγησε στην εξασθένηση αυτής της ίδιας της φύσης του, στην αμαύρωση του κατ’ εικόνα. Στο αυτεξούσιο παρατηρείται φθορά, πρώτα βέβαια με τα αδιάβλητα πάθη που εισέρχονται στη ζωή του. Αλλά επίσης ο νους του ανθρώπου, αντί ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος να στρέφεται προς την Εικόνα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, το πρότυπό του, στρέφεται προς τις αισθητές ηδονές που του είναι εγγύτερες και που από την αρχή της ζωής του είναι πλήρως ανεπτυγμένες και ισχυρές[6]. Αυτό ισχύει για όλους τους ανθρώπους με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, όπως κατ’ εξοχήν το πρόσωπο της Παναγίας, αλλά και εκείνο του άγ. Ιωάννη του Προδρόμου[7]. Επίσης δεν μπορούν να κατανοήσουν οι Παπικοί ότι ο Θεός δεν απείλησε τον άνθρωπο με τον θάνατο, αλλά τον προειδοποίησε, όπως κάνει κάθε σωστός παιδαγωγός, επειδή απευθύνεται σε λογικά όντα.
Το δεδομένο για τους Παπικούς, ότι η ανθρώπινη φύση μένει άθικτη μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η δυνατότητα αθανασίας σύμφωνα με την αντίληψή τους δεν αποτελούσε αρχικά στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Προφανώς ήταν και αυτή ένα επί πλέον δώρο του Θεού στον άνθρωπο, ακριβώς στον ίδιο βαθμό με την υπερφυσική χάρη του Θεού και την αγιότητα. Άρα, σύμφωνα με την παπική διδασκαλία, ο θάνατος δεν εισχωρεί στην ίδια την ανθρώπινη φύση, μένει έξω από αυτήν. Αποτελεί απλώς τη στέρηση ενός πολύτιμου δώρου, η οποία επιβάλλεται ως τιμωρία για την παράβαση της θείας εντολής.
Για την ορθόδοξη κατανόηση του μεταπτωτικού ανθρώπου τα αδιάβλητα πάθη περιορίζουν το αυτεξούσιο, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να μη πεινάει, να μη διψάει, να μη κουράζεται και πάνω απ’ όλα να μη πεθάνει. Σ’ αυτά τα αδιάβλητα πάθη προστίθενται στη συνέχεια στον αμαρτωλό άνθρωπο τα διαβλητά πάθη, τα πάθη εκείνα για τα οποία έχει ακέραια την ευθύνη, όταν συγκατατίθεται σε αυτά το λογικό του στοιχείο.
Η λουθηριανή εκδοχή του μεταπτωτικού ανθρώπου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την παπική, εκείνην της απόλυτης υγείας του ανθρώπου, ότι το προπατορικό αμάρτημα δεν τον έθιξε στην ουσία, στην φύση του. Για τον Λούθηρο, ο οποίος είναι η αρχική έκφραση του Προτεσταντισμού και αποστρέφεται μετά μανίας τη παπική θεολογία των έργων και των αφέσεων, το κατ’ εικόνα έχει καταστραφεί. Άρα σύμφωνα με το λουθηρανό ανθρωποείδωλο δεν υφίσταται η ανάγκη της κατανίκησης της αμαρτίας, διότι αυτή είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. Αυτό που απαιτείται είναι η στροφή με βάση την Αγία Γραφή μέσω της πίστης μόνο στον Χριστό και η προσδοκία της χάριτος του Θεού[8].
Γ. α) Λύτρωση στον Παπισμό-Προτεσταντισμό
Όπως είδαμε ήδη παραπάνω, σύμφωνα με την "ανώτερη" θεολογία του Παπισμού, τη σχολαστική θεολογία, η παρακοή των πρωτοπλάστων και η αποστροφή του Θεού εκ μέρους τους πρέπει να θεωρείται ως καθαρά δικαστική υπόθεση. Δεν αγγίζει την ανθρώπινη φύση[9]. Άρα και η σωτηρία γίνεται με τον ίδιο τρόπο αντιληπτή. Και αυτή περιγράφεται ως δικαστική διαδικασία μέσα στο πλαίσιο της προσβολής του Θεού, της τιμωρίας του ανθρώπου και στη συνέχεια της ικανοποίησης της δικαιοσύνης του Θεού για την προσβολή αυτή. Το αποτέλεσμα: ο Θεός ξεπερνάει τα εμπόδια που έχει με τον άνθρωπο και του χαρίζει πάλι τα επί πλέον δώρα που του είχε στερήσει. Τελικά, το μόνο που έχει σημασία είναι η αποπληρωμή εκείνου που χρεωστούσε ο άνθρωπος στον Θεό. Άρα η αξία των παθών και του θανάτου του Χριστού εντοπίζεται σύμφωνα με την πεποίθηση αυτή αποκλειστικά στο δεδομένο, ότι αποτελούν το απαραίτητο αντίτιμο που είχε να δώσει ο άνθρωπος, προκειμένου να αρθεί η τιμωρία. Η ανάσταση του Χριστού ως αποτέλεσμα της άρσης της τιμωρίας αποτελεί επομένως απλώς μια φυσική συνέχεια. Αφού δόθηκε το αντίτιμο και μάλιστα με τρόπο που, λόγω της θυσίας του Θεανθρώπου, υπερβαίνει ασύγκριτα την αρχική προσβολή, ο Θεός των Παπικών παρέχει την ανάσταση όχι μόνο στον Χριστό αλλά και σε όλους τους ανθρώπους.
Επομένως το πρόσωπο του Χριστού για την παπική θεολογία δεν βρίσκεται σε υπαρξιακή σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου. Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί: Εφόσον δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στη φύση, δεν χρειάζεται καμία αποθεραπεία της ανθρώπινης φύσης. Όλα εκτελούνται στην σφαίρα της ηθικής. Όπως σε ένα μικρό παιδί: Κάνει κάτι κακό και του στερούμε κάτι ως τιμωρία. Έπειτα, όταν επανέρχεται η συμφιλίωση μαζί του, του το χαρίζουμε πάλι. Το ίδιο πράττει και ο Θεός με τη βοήθεια του Μονογενούς Υιού Του. Συμφιλιώνεται με τον άνθρωπο και του χαρίζει πάλι την αθανασία. Το βασικό είναι η αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας του Θεού, ο Θεός να μπορέσει να συμφιλιωθεί πάλι με τον άνθρωπο.
Με το δεδομένο αυτό σχεδόν αποκλειστική βαρύτητα στη σωτηρία αποκτάει η Σταύρωση του Χριστού, επειδή με αυτήν δίνεται το αντίτιμο για την προσβολή του Θεού εκ μέρους των πρωτοπλάστων. Έτσι ο Σταυρός του Χριστού που μέχρι την εμφάνιση της σχολαστικής θεολογίας αποτελούσε σύμβολο νίκης και ζωής προοδευτικά χάνει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Εδώ βλέπετε αυτόν τον Σταυρό θριάμβου, όπως ονομάζεται. Εκφράζει την περίοδο της ρομανικής τέχνης (από τις αρχές του 11ου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα). Ο Εσταυρωμένος παρουσιάζεται ως ο απομακρυσμένος Θεός, ο οποίος βρίσκεται μεν στο Σταυρό, αλλά έχει ξεπεράσει το θάνατο και απεικονίζεται χωρίς πόνους. Ο Σταυρός της ρομαντικής τέχνης αποτελεί σύμβολο θριάμβου, νίκης και ζωής. Αυτός ο Σταυρός αντικαταστάθηκε από το σταυρό που φέρει την λυγισμένη από τον πόνο μορφή του Χριστού, για να τονίζεται έτσι η εκ μέρους του Χριστού πλήρης εξόφληση του χρέους της ανθρωπότητας προς τον Θεό-Πατέρα. Βλέπουμε τον Εσταυρωμένο της γοτθικής τέχνης (από τα μέσα του 12ου μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα). Με τη γοτθική τέχνη εισάγεται ένας Θεός με εντονότατους πόνους στο Σταυρό. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο με το πέρασμα από τα τέσσερα στα τρία καρφιά. Δηλαδή τα πόδια του Εσταυρωμένου δεν παρουσιάζονται πια το ένα δίπλα στο άλλο, το κάθε ένα περασμένο από ένα καρφί, αλλά τώρα τα πόδια τοποθετούνται το ένα πάνω στο άλλο, καρφωμένα με ένα μόνο καρφί, και έτσι το σώμα του Εσταυρωμένο παρουσιάζεται ακόμα πιο βασανισμένο, λυγισμένο από τον φρικτό πόνο[10].
Ο Λούθηρος από την πλευρά του στην πάλη εναντίον του Ρωμαίου Ποντίφικα τοποθετεί δίπλα στον άτεγκτο Θεό της λατινικής παράδοσης, ο οποίος ζητεί την ικανοποίηση για την προσβολή Του και τη λαμβάνει πλήρως με το έργο του Χριστού και τη θυσία Του, τον δικό του Θεό, ο οποίος επίσης προσβάλλεται αλλά ικανοποιείται όχι απλώς με το έργο του Χριστού αλλά με τη θυσιαστική αγάπη Του για τον άνθρωπο. Έτσι ο Λούθηρος δεν μένει μόνο στα πάθη του Χριστού στο Σταυρό, αλλά ζωγραφίζει με έντονα χρώματα τη διακινδύνευση του Χριστού, η οποία κατ’ εξοχήν φανερώνει την αγάπη Του προς τον άνθρωπο. Πώς όμως εννοεί την διακινδύνευση του Χριστού; Ερμηνεύοντας ο Λούθηρος τα λόγια του Χριστού στον Σταυρό «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46) καταλήγει να πει: οι σταυρωτές του, όταν του έλεγαν με σαρκασμό, ότι «πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός» (Ματθ. 27,43) του έλεγαν με άλλα λόγια ότι ανήκει στην κόλαση, ότι δεν είναι εκλεκτός του Θεού, ότι έχει αιωνίως καταδικαστεί. Τελικά κλόνισαν στον Χριστό την πίστη στον Πατέρα. Και γι’ αυτό έκραζε παρομοίως με έναν κλονισμένο το «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;»[11]. Όχι μόνο στα μάτια του κόσμου και των μαθητών «αλλά και στα ίδια τα δικά του μάτια ο Χριστός είδε τον εαυτό απολυμένο, εγκαταλελειμμένο από τον Θεό, αισθάνθηκε στην συνείδησή του καταραμένος από τον Θεό, στο βάσανο των κολασμένων που αισθάνονται την αιώνια οργή του Θεού …»[12]. Στη λουθηρανή δικαίωση υφίσταται πια μόνο ένα έργο, εκείνο του Χριστού, ο οποίος το προσφέρει στη θέση όλων των ανθρώπων. Είναι η διδασκαλία του Λουθήρου για το solus Christus - μόνο ο Χριστός[13]. Στη δική του εκδοχή ο Χριστός δεν αναλαμβάνει απλώς την πληρωμή των ποινών των αμαρτιών όλων των ανθρώπων, αλλά ο ίδιος κατεβαίνει στον πυθμένα της κόλασης, για να επιτελέσει αυτή την πληρωμή με απόλυτη συνέπεια. Και είναι αναγκαίο αυτό για τον Λούθηρο, επειδή ο άνθρωπος δεν καλείται να προσφέρει κανένα έργο. Όλα πρέπει να επιτελούνται από τον Χριστό.
Έτσι η Ανάσταση τόσο στον Παπισμό όσο και στον Προτεσταντισμό υποβαθμίζεται, σχεδόν εξαφανίζεται. Γι’ αυτό η δυτικής έμπνευσης εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου παρουσιάζει τον Χριστό με ένα λάβαρο να βγαίνει από τον τάφο. Απεικονίζει μια ιστορική στιγμή χωρίς προεκτάσεις για το ανθρώπινο γένος[14]. Μάλιστα, εάν ακριβολογούμε, ούτε αυτήν την ιστορική στιγμή απεικονίζει σωστά. Διαστρέφει το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην υμνολογία μας, η οποία ακολουθεί πιστά την περιγραφή των Αγίων Ευαγγελίων, πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάποιον πού είδε τον Χριστό να εξέρχεται από τον τάφο. Αντίθετα υπογραμμίζεται σύμφωνα με την περιγραφή που δίνει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ότι ύστερα από μεγάλη σεισμική δόνηση ένας άγγελος, κατεβαίνοντας από τον ουρανό, απομάκρυνε τον λίθο από την είσοδο του τάφου, ο οποίος ήταν κενός.[15] Έτσι και η υμνολογία υπογραμμίζει τα παράλληλα σημεία της Ανάστασης του Κυρίου με τη Γέννηση Του[16] και τονίζει μ’ αυτό, ότι έγινε κεκλεισμένου του μνημείου, ότι κανείς δεν αντιλήφθηκε την Ανάσταση του Χριστού, ούτε οι στρατιώτες που φύλασσαν τον τάφο. Επομένως η δυτική εικόνα της Ανάστασης, η οποία δυστυχώς είναι ευρέως διαδεδομένη και στους Ορθόδοξους, παρουσιάζοντας τον Χριστό να εξέρχεται θριαμβευτικά από τον τάφο και τους στρατιώτες πεσμένους κάτω από τον φόβο τους, είναι αφενός ανιστόρητη και αφετέρου διαστρέφει θεολογικά την ιστορική στιγμή αυτού του ύψιστου γεγονότος του Χριστιανισμού που έγινε μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ως ιστορική στιγμή η δυτική εικόνα της ανάστασης εκφράζει απλώς μια συνέχεια χωρίς ουσιαστική σημασία για την σωτηρία. Επιβεβαιώνει, ότι ο Θεός αναίρεσε την τιμωρία. Ο Λούθηρος επί πλέον συνδέει με την ανάσταση του Χριστού την επιβεβαίωση της δικαίωσης του ανθρώπου μέσα στην αμαρτία. Διότι ο Χριστός, ο οποίος κατέβει σύμφωνα με την αντίληψή του μέχρι τον πυθμένα του Άδη, προκειμένου να πληρώσει για την κάθε αμαρτία του κάθε πιστού, με την ανάστασή Του φανερώνει, ότι αυτό έχει όντως επιτελεστεί. Ταυτόχρονα όμως η ανάσταση του Χριστού παρέχει για τον Γερμανό μεταρρυθμιστή και την εγγύηση της τελικής αφαίρεσης της αμαρτίας. Το υλικό σώμα το οποίο ταυτίζεται με το σώμα της αμαρτίας, μετά το θάνατό του ανθρώπου διαλύεται στον τάφο και κατά την Δευτέρα Παρουσία θα αντικατασταθεί με νέο αναστημένο σώμα[17].
Γ. β) Λύτρωση στην Ορθοδοξία
Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε παραπάνω για τη κατανόηση της λύτρωσης στη δυτική θεολογία θα έπρεπε να θεωρείται παρωδία ο λόγος της Αγίας Γραφής, ότι ο Χριστός στον Σταυρό «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» (Ματθ. 27,50), όπως επίσης το χωρίο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου ο Χριστός «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ιω. 19,30). Και οι δύο περιγραφές μας δίνουν με σαφήνεια το εκούσιο του θανάτου του Κυρίου, το μυστήριο της κένωσης του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και τα δύο γεγονότα που μας λέει η Αγία Γραφή προϋποθέτουν, ότι ο Κύριος δεν έπαθε το Θάνατο αλλά τον ενήργησε. Διότι είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο στο Σταυρό να φωνάξει δυνατά και έπειτα να πεθάνει. Στο σταυρό πεθαίνει κανείς από ασφυξία, από έλλειψη οξυγόνου, που είναι αδύνατο να συμβαδίζει με δυνατή φωνή. Επίσης σε περίπτωση όρθιας στάσης το κεφάλι πέφτει ως αποτέλεσμα του θανάτου. Άρα ο Χριστός σύμφωνα και με τις δύο περιγραφές ενήργησε το θάνατο. Άρα ο θάνατος του Θεανθρώπου είναι όντως ύψιστο μυστήριο. Με την έννοια αυτή τον εκλαμβάνει και η υμνογραφία της Εκκλησίας μας. Μερικά δείγματα μόνο από τον επιτάφιο θρήνο: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος…», «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ …» κ.ά. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι το μεγάλο θαύμα εδώ είναι ο θάνατος του Χριστού. Η Ανάσταση επακολουθεί ως φυσική συνέπεια.
Βλέπουμε τον Κύριο που ένωσε την θεία Του φύση με την ανθρώπινη να προσλαμβάνει, να λαμβάνει επί πλέον τα αδιάβλητα πάθη, το αποτέλεσμα της πτώσης των πρωτοπλάστων. Τα ενεργεί όποτε και όπου κρίνει, δηλαδή μόνο με τη θέλησή Του και όχι αναγκαστικά ο Κύριος πεινούσε, διψούσε, κουραζόταν και τελικά μόνο με τη θέλησή Του, προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο από το έσχατο σημείο της κατάπτωσής του, την κατάσταση του θανάτου, ο Κύριος απέθανε[18]. Συνεπώς, όσα εκτίθενται από πλευράς δυτικής θεολογίας, παπικής και προστεσταντικής, περί αναγκαστικού θανάτου του Χριστού είναι εντελώς ανεδαφικά.
Η Ορθοδοξία επιμένει στην οντολογική πλευρά της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Όντως ο Κύριος «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»[19], ανέλαβε βέβαια της αμαρτίες όλων των ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα θανάτωσε και το «σώμα της αμαρτίας»[20], «δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ»[21], την έχθρα που οι άνθρωποι με τις αμαρτίες τους είχαν δημιουργήσει προς τον Θεό[22]. Τα λόγια που εκφωνεί θριαμβευτικά ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο και μαζί του τα μέλη της Εκκλησίας σε όλους τους αιώνες τη νύχτα της Αναστάσεως για τους Παπικούς δεν έχουν κανένα νόημα, αλλά μαρτυρούν σύμφωνα με τα δικά τους δεδομένα μια διαστρέβλωση της ανθρώπινης φύσης εκ μέρους της Ορθοδοξίας. Ο Λόγος αυτός φανερώνει τον θάνατο ως απτή πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, την οποία καταργεί ο Χριστός με την κάθοδο στον Άδη και την Ανάστασή Του. Περιγράφονται πέρα για πέρα υπαρξιακές καταστάσεις. Καταστρέφεται, καταλύεται, εξαφανίζεται ο θάνατος και ο Άδης. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθικές κατηγορίες και δικανικούς όρους. Δεν αναιρείται απλώς μια τιμωρία. Κυριαρχεί απόλυτα η καινή διάσταση της ανθρώπινης φύσης που έχει αναδυθεί στο πρόσωπο του Αναστημένου Χριστού: «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος. Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο»[23].
Στην Ορθοδοξία αμέσως με τη ταφή του άχραντου σώματος του Κυρίου αρχίζει η νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Αυτό φανερώνεται τόσο με την υμνογραφία[24] όσο και με την εικόνα της Αναστάσεως. Έτσι συμπυκνωμένα όλο το νόημα της Αναστάσεως μας δίνεται με το βασικό χαρμόσυνο πασχαλινό ύμνο το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, Θανάτω Θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»[25]. Το ίδιο κάνει και η καθαρά δογματική ορθόδοξη Εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου. Απεικονίζει στο κέντρο τον Αναστημένο Χριστό με αστραφτερά ενδύματα περιλουσμένο από φωτεινή δόξα. Γι’ αυτό και, ενώ βασικά απεικονίζει την κάθοδο στον Άδη, δικαίως φέρει τον τίτλο ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ. Συμπλέκονται επομένως τα δύο γεγονότα, όπως γίνεται ακριβώς και στην υμνογραφία, αλλά κυρίαρχος είναι ο θρίαμβος της Ανάστασης[26]. Σημαντικό είναι, στα χέρια και στα πόδια του Χριστού να φαίνονται καθαρά τα σημάδια από τα καρφιά, ώστε να επιβεβαιώνεται έτσι, ότι πρόκειται για το αναστημένο σώμα του Χριστού. Από το ένα χέρι κρατάει τον Αδάμ και από το άλλο την Εύα, τους γενάρχες της ανθρωπότητας, και τους ανασηκώνει από τα μνήματα. Μαζί τους μέσα στο φως του αναστημένου Χριστού απεικονίζονται και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Κάτω από τα πόδια του Χριστού στο σκοτάδι βρίσκονται οι «συντετριμμένες», δηλ. οι βγαλμένες από τη θέση τους πόρτες του Άδη. Και κάτω από αυτές τις πόρτες, που είναι πεσμένες η μία πάνω στην άλλη σε σχήμα σταυρού, βρίσκεται ο καταπλακωμένος διάβολος, ο οποίος αλυσοδεμένος ταυτίζεται με το θάνατο και τον Άδη, αφού είναι η αιτία του θανάτου. Όπως διαπιστώνουμε, αυτή η ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως αποδίδει με πιστότητα το κεντρικό αναστάσιμο τροπάριο, το «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, Θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Επίλογος: Δικαίωση της στάσης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
Όλα αυτά φανερώνουν τη διαμετρική αντίθεση της παπικής και προτεσταντικής Δύσεως και της Ορθόδοξης Ανατολής, το αγεφύρωτο χάσμα που άνοιξε ανάμεσα στις δύο παραδόσεις. Πώς, άλλωστε, να συμβιβαστεί η καθαρά ανθρωποκεντρική παράδοση, ο φανταστικός θεός της ανθρώπινης επινόησης, στον οποίο έχει καταλήξει η «χριστιανική» Δύση, με την θεανθρωποκεντρική παράδοση της Ορθοδοξίας; Και εφόσον αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα, η καθιέρωση ενός συνεορτασμού όχι μόνο δεν έχει τίποτε να προσφέρει, αλλά αντίθετα κρύβει μεγάλους κινδύνους. Άρα δικαιώνονται πλήρως οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι Εν Πνεύματι Αγίω καθιέρωσαν κοινό εορτασμό του Πάσχα μόνο για τα μέλη της Εκκλησίας και όχι για τα μέλη της Εκκλησίας μαζί με τους αιρετικούς.