«Τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων ἀλλότριον τῶν Ὀρθοδόξων»: Τά διαχρονικά μηνύματα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μὲσα ἀπό τόν καθορισμό τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου

Photo 65κ. Ἰωάννη Μαρκά,
Μ.Δ.Ε. Δογματικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΤΙΣ 01.02.25 ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ OTEACADEMY ME ΘΕΜΑ:
ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: ΟΡΟΣ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων ἀλλότριον τῶν Ὀρθοδόξων»: Τά διαχρονικά μηνύματα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μὲσα ἀπό τόν καθορισμό τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου

 Σεβαστοί Πατέρες

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καὶ φίλοι τῆς Ε. Π. Μ.

Χίλια ἑπτακόσια χρόνια μετά τὴ σύγκληση, ὑπό τοῦ ἁγίου βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου, τῆς Α' ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τῆς καταδίκης τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου ἀπό τούς 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τό πνεῦμα τοῦ ἀρειανισμοῦ συνεχίζει νά ἐπιβιώνει καὶ νά μεταλλάσσεται, καὶ σάν ἕνας καρκινικός ἱστός μὲ συνεχεῖς μεταστάσεις, νά τυραννᾶ τόν χριστιανικό κόσμο μὲ τὴν ἴδια ἀμείωτη ἔνταση, ὅπως καὶ στά χρόνια τοῦ γεννήτορά του.

Ἐτούτη ἡ ἀρχαία πάλη μεταξύ Θεανθρώπου καὶ ἀνθρώπου, ὅπως πολύ ὀρθά διέγνωσε ὁ χαρισματικός νοῦς τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς[1], ὑπῆρξε ἡ πρώτη μεγάλη παναίρεση, πάνω στὴν ὁποία θεμελιώθηκε καὶ ἡ νεώτερη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ κοινό χαρακτηριστικό πώς καὶ οἱ δυό ἑδράζονται στὴν ἀνυπακοή καὶ στὴν ἀνταρσία ἀπέναντι στό Θεῖο Θέλημα καὶ ἀποτελοῦν προετοιμασία γιά τὴν ἕνωση τοῦ κόσμου μὲ τόν Ἀντίχριστο.

Ὁ Ἄρειος λοιπόν μπορεῖ νά καταδικάστηκε τό 325 μ.Χ., τό πνεῦμα ὅμως τοῦ ἀρειανισμοῦ παραμὲνει ζωντανό μετά ἀπό τόσους αἰῶνες καὶ κατατρώγει τά σπλάχνα τοῦ σύγχρονου χριστιανικοῦ κόσμου, ἑνός κόσμου πού ἀντί νά στραφεῖ πρός τὴ μετάνοια καὶ τὴν παραίτηση ἀπό τὴν παθογένεια τοῦ ὑπερήφανου ἀτομικοῦ νοῦ, δείχνει νά ἔχει αὐτομολήσει γιά τά καλά στὴν ἀρειανική μεθοδολογία, μὲ ἀποτέλεσμα νά βυθίζεται μεταφυσικῶς στό σατανισμό καὶ ψυχολογικῶς στὸν ὀρθολογισμό[2]. Ἔχοντας προσλάβει ὡς δόγμα τό: «μὲτρον πάντων ὁ ἄνθρωπος», ἀδυνατεῖ νά διακρίνει τούς Λόγους τῶν ὄντων, ἐπανανοηματοδοτεῖ μὲ τρόπο ἑωσφορικό τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία, κάνοντας Λόγο γιά «μετανθρωπισμό», καὶ ὡς ἐκ τούτου καταδικάζει τό νοῦ του νά φυτοζωεῖ στό ἔρεβος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, καθώς δέν ἀναγνωρίζει καμμία πραγματικότητα μεγαλύτερη ἀπό τόν ἑαυτό του.

Ἐνάντια σέ αὐτὴ τὴν παρά φύσιν κατάσταση, τὴν ἀνταρσία τοῦ νοός, θά παρέμβει ὁ ἐμπειρογνώμων ὅσιος Ἰουστίνος· καὶ θά μᾶς ὑπενθυμίσει, ὅτι τὴν ἀπεμπλοκή τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ ἀπό τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τὴν διεκήρυξε πανηγυρικῶς μὲ τίς ἀποφάσεις της ἡ Ἀ' Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία ὅρισε ἅπαξ διά παντός τόν ρόλο τοῦ νοῦ στὴν ἑρμηνεία τῆς Προσωπικότητας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό ρόλο τῆς ὑπακοῆς[3]. Μὲ τὴν πνευματική αὐτὴ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ νοός, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, ὁ κορυφαῖος ἐμπειρικός δογματολόγος τοῦ 20ου αἰώνα, κατέδειξε κάτι πάρα πολύ σημαντικό - ὅτι εἶναι μεγίστης σωτηριολογικῆς σημασίας ἡ ἀπροϋπόθετη ὑπακοή τοῦ Ὀρθοδόξου πιστοῦ στίς ἀποφάσεις καὶ τούς ὅρους τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχουν ὡς κέντρο καὶ ἀναφορά τους, ὄχι κάποιον τυχαῖο ἄνθρωπο, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο (ἄλλως, « τό θεσμοθέτησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τό 'πε ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τέλος! »).

Μὲσα στό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀναδείξεως τοῦ Θεανθρωπίνου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό τελειότερο Ὑπόδειγμα στὴ ζωή τῶν πιστῶν, ἔρχονται παραλλήλως οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ρυθμίζουν ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ κάτι πού, ἐκ πρώτης ὄψεως, δείχνει κάπως ἄσχετο (ἀλλά προφανῶς δέν εἶναι!) ἐν σχέσει μὲ τό φλέγον ζήτημα τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ἡ ρύθμιση αὐτὴ ἀφοροῦσε τόν ἀκριβῆ καθορισμό τοῦ Πασχαλίου, ἐπαναλαμβάνουμε ἔξω ἀπό τό ἀρχικό πλαίσιο τῶν 25 Ἱερῶν Κανόνων! Γιά ποιό λόγο ὅμως ἡ ρύθμιση αὐτὴ συνέβη μὲ τόν τρόπο αὐτό (ἤτοι ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῶν Ἱ.K.); Ἦταν κάτι τό ἐσκεμμὲνο; -θά μποροῦσε νά ρωτὴσει κάποιος. Ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική· ναί, ἦταν μία ἐσκεμμὲνη ἀπόφαση, ἐκ μὲρους τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ τοῦτο ἐπειδή δέν εἶχαν ἁπλῶς σκοπό νά διατυπώσουν ἕναν κανόνα πού ἀντιμετωπίζει-κανονίζει μία παράβαση, πού μπορεῖ κάποτε νά ἐμφανιστεῖ, ἀλλά, μὲσα ἀπό τὴν πανσοφία τους, ἀναβάθμισαν τό πράγμα, ἐξυψώνοντας τόν καθορισμό τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου σέ «Ὅρο», πού ἐξισώνεται σέ ἀξία μὲ τούς ἀκαθαίρετους «Ὅρους τῆς Πίστεως», οἱ ὁποῖοι ἔλυσαν ἅπαξ διά παντός τά πλέον σπουδαῖα ζητὴματα τῆς καθ' ὅλου Ἐκκλησίας. Κατόπιν βέβαια, τούτη τὴν εὐφυέστατη σύλληψη τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς ἦρθε να τὴν τακτοποιήσει ἱεροκανονικά καὶ νά τὴν  ἐπικυρώσει, ὁ σχετικός Ἀ' Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ἡ διατύπωση τοῦ ὁποίου μαρτυρεῖ ἀκριβῶς αὐτό τό ἀνυπέρβλητο κύρος καὶ τόν μεγάλο σεβασμό πού ἀπελάμβανε ὁ Ὅρος αὐτός, μόλις 15 χρόνια μετά (341 μ. X.)[4].

Σέ τί ἀπέβλεπε ὅμως ἐπί τῆς οὐσίας αὐτός ὁ Ὅρος; Ὁ Ὅρος αὐτός ἀπέβλεπε στὸν κοινό ἑορτασμό τῶν ὁμοφρόνων στὴν πίστη κι ὄχι στὸν κοινό ἑορτασμό μετά τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς ἤ στὴν σχετική σύγχυση πού προκαλοῦσε ἕνα παλαιότερα νόμιμο Πάσχα, τό ἑβραϊκό, πού ὅμως ἦταν τύπος τοῦ χριστιανικοῦ καὶ πλέον δέν εἶχε καμμία θέση στὴ νέα πραγματικότητα, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε μετά τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, θωρακίζοντας κατ' αὐτόν τόν τρόπο τό χριστιανικό Πάσχα καὶ ἀπωθώντας τά κατάλοιπα τῶν ἰουδαϊκῶν τάσεων, πού προσπαθοῦσαν νά προκαλέσουν ρήγματα καὶ μὲσα ἀπό ἰουδαΐζουσες χριστιανικές αἱρέσεις. Ἔτσι λοιπόν ἡ πρώτη καὶ κυριότερη διαχρονική παρακαταθήκη πού μᾶς κληροδοτὴθηκε ἀπό τό σύνολο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, σχετικά μὲ τόν ἑορτασμό τοῦ Πασχαλίου, εἶναι ὅτι ἐδογμάτισαν ἐνάντια σέ κάθε εἴδους θρησκευτικό συγκρητισμό, δίδοντας ξεκάθαρη ἐντολή· «... μηκέτι παρατηρούμενοι μετά Ἰουδαίων ἑορτάζειν. Οὐδεμία γάρ κοινωνία ἡμῖν νῦν πρός αὐτούς πεπλάνηται γάρ καὶ αὐτὴν τὴν ψῆφον, ἥν νομίζουσιν ἐπιτελεϊν, ὅπως πανταχόθεν ὦσιν πεπλανημὲνοι καὶ τῆς ἀλήθειας ἀπεσχοινισμένοι...»[5].

Στό σημεῖο αὐτό ἐνδεχομὲνως νά πεῖ κάποιος, ὅτι ἐδῶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ἀπευθύνονται ἀποκλειστικῶς στούς Ἰουδαίους καὶ ὄχι γενικά σέ ἄλλες ὁμάδες ἑτεροδόξων. Ἡ ἔνσταση αὐτὴ σαφῶς εἶναι ἐπιπόλαιη καὶ ἐσφαλμὲνη. Καὶ τοῦτο διότι, στὴ συνάφεια αὐτὴ, οἱ Ἀπόστολοι μὲσα ἀπό τό παράδειγμα τῶν Ἰουδαίων, πού ἐκεῖνα τά πρῶτα χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν ὅ,τι πιό συγγενικό καὶ κοντινό σέ αὐτόν, θέτουν κάποιες αὐστηρές προϋποθέσεις ὡς πρός τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα. Καὶ ὅταν βλέπουν ὅτι αὐτές δέν ἰσχύουν, τόν ἀπαγορεύουν ρητῶς. Ποιες εἶναι αὐτές οἱ προϋποθέσεις; Πρῶτα πρῶτα, ἡ ὕπαρξη «κοινωνίας» μεταξύ ἐκείνων πού ἐπιθυμοῦν νά συνεορτάσουν ἔπειτα, αὐτό πού ἐπιβεβαιώνει το πρῶτο ὡς προαπαιτούμενο, δηλαδή ἡ κοινή ταυτότητα στὴν πίστη, πού διασφαλίζει ὅτι οὐδείς ἐκ τῶν ἑορταζόντων δέν ἔχει ἐκπέσει ἀπ' αὐτὴν, πράγμα πού πιστοποιεῖ ὅτι δέν ἔχει πλανηθεῖ καὶ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τὴν ἀλήθεια. Μὲ γνώμονα τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ζωή, τότε μόνο ἡ ἑορτὴ λαμβάνει τόν χαρακτὴρα τῆς δοξολογίας πρός τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό (ὅταν δηλαδή τηρεῖται ἀκέραια καὶ συμπίπτει ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν). Ἀντιθέτως, ἐάν δέν ἰσχύουν αὐτές οἱ προϋποθέσεις, σέ ὅσους δηλαδή ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό τό σῶμα τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σέ καμμία περίπτωση δέν δύνανται νά προσφέρουν δοξολογία, καθότι εὐρισκόμενοι στὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως ἐμμονικῶς καὶ ἀμετανοήτως, μεταβάλλουν τὴν δοξολογία σέ βλασφημία κατά τοῦ Ἅγίου Πνεύματος. Καὶ τοῦτο μᾶς τό βεβαιώνει ὁ Κύριος στὸν διάλογο μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, ὅταν μᾶς λέει ρητῶς ὅτι «οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί... ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».[6]

Ἐντός αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προσέλαβαν πλήρως αὐτά ἀκριβῶς τά ταυτοτικά κριτὴρια, σέ ἐπίπεδο λατρείας καὶ δόγματος, πού ἔθεσαν ὁ Χριστός καὶ οἱ Μαθητές Του, μεριμνώντας ὄχι μόνο νά ρυθμίσουν τό Πασχάλιο κατά τέτοιο τρόπο ὥστε να μή συμπίπτει μὲ το Ἰουδαϊκό Πάσχα, ἀλλά ἐπιπροσθέτως, ὅταν ὅρισαν τόν κοινό ἑορτασμό τῶν χριστιανῶν, δέν συμπεριέλαβαν σ' αὐτόν τούς ἑτεροδόξους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀδιαφορώντας φυσικά πλήρως για ἐκείνους. Ὅπως σαφῶς τό κατέγραψε ὁ διακριτικός καὶ φωτισμὲνος γέροντας τῶν καιρῶν μας, π. Ἐπιφάνειος Θεοδωρόπουλος, «... ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος ἠθέλησε νά θεσπίση κοινόν ἑορτασμόν, ἀλλά διά τά μὲλη τῆς Ἐκκλησίας, οὐχί διά τούς ἐκτός αὐτῆς εὑρισκομὲνους. Δέν συνεζήτησεν οὔτε μετά τῶν Γνωστικῶν, οὔτε μετά τῶν Μαρκιωνιτῶν, οὔτε μετά τῶν Μανιχαίων, οὔτε μετά τῶν Μοντανιστῶν, οὔτε μετά τῶν Δονατιστῶν, ἵνα εὕρη βάσιν συνεννοήσεως περί κοινῶν ἑορτασμῶν. Καὶ ὅτε βραδύτερον ἀπεκόπησαν ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἀρειανοί, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσῖται, οἱ Εἰκονομάχοι κλπ. [7].

Παρ' ὅλα αὐτά, ὅπως ἐλέχθη προηγουμὲνως, το ἀρειανικό πνεῦμα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ὡς γνήσιο πνεῦμα ἀντιλογίας καὶ ἀνυπακοῆς, ὄχι μόνο δέν καταλαγιάζει, ἀλλά ἀποπειρᾶται συνεχῶς στίς μὲρες μας νά υἱοθετηθοῦν, κυρίως στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τόν ὁποῖον βρίσκεται ἐπί 17 αἰῶνες σέ ἀντιμαχία, οἱ μὲθοδοι καὶ τά προτάγματα τῆς κατ' ἄνθρωπον φιλοσοφίας, ὡς μὲθοδοι καὶ μὲσα τῆς Χριστογνωσίας καὶ τῆς Θεογνωσίας, κατά τρόπο παραπλανητικό. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς στὴν ἐποχή τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐτούτη ἡ δόλια προσπάθεια, να ἀντικαταστὴσουν οἱ ὀρθολογιστικοί νόμοι τούς χριστιανικούς νόμους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος σέ ἀρκετούς «καλοθελητές» Ὀρθοδόξους, ἐκ τῆς «πνευματικῆς γενεᾶς» τοῦ Ἠσαῦ, οἱ ὁποῖοι, ὡς τρόφιμοι τοῦ Π.Σ.Ε., ἀπεμπολοῦν τά πρωτοτόκια τῆς δογματικῆς ἀκρίβειας καὶ ἐνστερνίζονται τὴν ἀνεπέρειστη θέση ὅτι ἡ ρύθμιση τοῦ Πάσχα ἀπό τὴν Ἀ' Οἰκουμενική Σύνοδο, δέν καθορίστηκε βάσει τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, ἀλλά βάσει τῆς ἰσημερίας καὶ τῆς πανσελήνου (χωρίς ὅμως νά ἀπαντοῦν στό ἐρώτημα, ἐφόσον ἰσχύει αὐτό πού ἰσχυρίζονται, γιά ποιό τότε λόγο ὁρίστηκε ὁ ἑορτασμός μετά τὴν πανσέληνο καὶ ὄχι πρίν). Λειτουργοῦν δηλαδή ἀποπροσανατολιστικά καὶ σέ βάρος τοῦ θεσμοῦ πού ὑποτίθεται πώς ἐκπροσωποῦν, προσπαθώντας νά μεταλαμπαδεύσουν στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο τὴν ἄποψη ὅτι ὁ καθορισμός τοῦ Πασχαλίου ἦταν μία ρύθμιση ἀποκλειστικῶς σχετική μὲ τό τότε Ἰουλιανό ἡμερολόγιο, ἄρα ἡ σχετική ἀπόφαση τῶν Πατέρων τῆς Ἀ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν ἔχει χαρακτὴρα δογματικό, ἀλλά ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, πού ἁπλῶς ἀπέβλεπε στὸν κοινό ἑορτασμό τῶν χριστιανῶν. Ἐπιπλέον, πολλοί ἐξ αὐτῶν δέν παραλείπουν να ἰσχυριστοῦν, μὲ πνεῦμα ἐπιστημονικοφροσύνης, ὅτι ὁ ὑπολογισμός τοῦ Πασχαλίου μὲ γνώμονα τὴν πανσέληνο εἶναι ἀπαρχαιωμὲνο κατάλοιπο τρόπου μετρήσεως τοῦ χρόνου καὶ πρέπει νά ἐγκαταλειφθεῖ, ἐνῶ ἄλλοι φτάνουν στό σημεῖο νά δηλώνουν ἀνερυθριάστως ὅτι ἔγινε παρανόηση καὶ παρερμηνεύτηκε τό «μή συνεορτάζειν μετά τῶν Ἰουδαίων».

Τί μᾶς λένε δηλαδή μὲ ὄρους «μεταπατερικότητας» οἱ ἰνστρούχτορες τοῦ «οἰκουμενιστικοῦ ρεύματος»; Ὅτι ἐμεῖς θά σᾶς διδάξουμε αὐτό πού εἶναι σωστό, ἐμεῖς θά «ἑρμηνεύσουμε» τούς Ἁγίους Πατέρες γιά ἐσᾶς καὶ ἐμεῖς θά σᾶς διδάξουμε τό «σωστό» δόγμα  ! Προσπαθοῦν μὲ ἄλλα λόγια, ὅπως συνηθίζουν νά κάνουν σέ ὅλα τά ζητὴματα πού «ἀνοίγουν» κάθε φορά, να ἐλέγξουν τό πεδίο τῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν, ἀπομειώνοντας ἤ καὶ κενώνοντας τό περιεχόμενο τῶν δογμάτων καὶ ὑποβιβάζοντας στό ἐπίπεδό τοῦ κτίστου, τόν ἄκτιστο χαρακτὴρα καὶ τό αἰώνιο κύρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ κατ' ἐπέκτασιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἶναι προφανές καὶ διαπιστωμὲνο πολλάκις ὅτι γιά τούς Οἰκουμενιστές, οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ἔχουν Ἁγιοπνευματικό καὶ ἄρα αἰώνιο κύρος, ἀλλά εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, τὴν θέσπιση τῶν ὁποίων ἐπέβαλαν οἱ κρατοῦσες συνθῆκες τῆς ὅποιας ἐποχῆς. Συναφῶς, ὑποβιβάζουν στό δικό τους ἐμπαθές ἐπίπεδο καὶ τούς Θεόπτες Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀγνοώντας αὐτό πού ἔλεγε κάποτε ὁ πάπα-Γιάννης Ρωμανίδης ὅτι «οἱ Πατέρες ἦταν Θεόπνευστοι ὄχι μόνον κατά τὴ διάρκεια κάποιας Συνόδου, ἀλλά καὶ πρίν  καὶ μετά ἀπό αὐτὴν». Ἐν ὀλίγοις, μὲσα  ἀπό αὐτὴ τὴν ἐσφαλμὲνη διαχείριση τῆς εἰκόνας πού συντηροῦν γιά τούς ἑαυτούς τους, φτάνουν στό σημεῖο, ὅταν πιέζονται ἀπό ἐξωθεσμικά -τῆς Ὀρθοδοξίας- κέντρα, νά μή σκέπτονται καθαρῶς καὶ, ὡς ἐκ τούτου, νά μή διστάζουν νά ἰσοπεδώσουν, ἐν συνόλῳ ἤ ἐν μὲρει, τὴν ἱεροκανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (ἄν χρειαστεῖ), χρησιμοποιώντας στίς περισσότερες τῶν περιπτώσεων τό τέχνασμα τῆς «μισῆς ἀλήθειας» [8] , ὅτι τάχα δηλαδή ἀπό τὴ μία σέβονται καὶ ὑπολήπτονται τίς αποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό τὴν ἄλλη ὅμως ἐντέχνως καὶ μὲ «τρόπο» τίς «ἀδειάζουν», Λέγοντας πώς χρήζουν «διόρθωσης», μή διστάζοντας ὁρισμὲνοι ἀθεόφοβοι νά τίς κατηγορήσουν ὡς ἀναχρονιστικές καὶ διχαστικές. Παραβλέποντας προκλητικῶς καὶ ἀφρόνως τόν A' Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ὁρίζει ρητά καὶ ἀδιαπραγμάτευτα ὅτι «οἱ Ἱεροί Κανόνες εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεσπισθέντες κατ' ἔμπνευσιν Αὐτοῦ» [9].

Ὅσον ἀφορᾶ λοιπόν, γιά νά ἐπιστρέψουμε στό πραγματευόμενο θέμα, τὴν ἐμμονή πού δείχνουν καὶ ἐπί τῶν ἡμερῶν μας νά θέσουν «ζήτημα ΠασχαΛίου», ἀκολουθοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν βλάσφημη τακτική τῆς ἀπομειώσεως τοῦ σχετικοῦ Ὅρου τῆς Ἀ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρακτικῶς δηλαδή, τί κάνουν; Ἐπιχειροῦν νά παρακάμψουν τό ζήτημα τῆς κοινῆς πίστεως καὶ ταυτότητας, κάτι πού ἐνδεχομὲνως στά δικά τους μάτια νά δικαιολογεῖται φαίνεται πολύ φυσιολογικό, ἀφοῦ ἡ μπαζωμὲνη δογματικῶς συνείδησή τους, τούς ὑπαγορεύει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι ἀποτελοῦν παρακλάδια τῆς «μίας καὶ διηρημὲνης» (γιά τὴν ὥρα) «ἀοράτου» Ἐκκλησίας (πού ἐπίκειται ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ νά ἐπανενωθεῖ καὶ ἄρα νά γίνει «ὁρατὴ»). Μὲ βάση λοιπόν αὐτό τό προτεσταντικό σκεπτικό, προσπαθοῦν πονηρά νά συμβιβάσουν τό λόγο τῆς πίστεως μὲ τό λόγο τῆς ἐπιστὴμης, ἑστιάζοντας στὴ γνωστὴ ἀτέλεια τοῦ ἡμερολογίου, εἰς τρόπον ὥστε να ἐπιτύχουν σέ πρώτη φάση τὴν εὐθυγράμμιση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μὲ τούς Δυτικούς, ὅπως συνέβη καὶ  μὲ τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές ἑορτές, ἕναν αἰώνα πρίν, μὲ τὴν «ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση» τοῦ 1924. Αὐτό τό καθοριστικό γιά αὐτούς ἐγχείρημα βέβαια, εἶναι τό ἀρχικό ρῆγμα στό ἀρραγές σύστημα τῆς ἱεροκανονικῆς Παραδόσεως, πού ἐφόσον πραγματοποιηθεῖ, εἶναι σχεδόν σίγουρο πώς κατόπιν θά ἀνοίξει τό δρόμο «πρός τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας», σύμφωνα μὲ τόν καθηγητὴ Γρηγόριο Λαρεντζάκη[10].

Πρός ἐπίρρωσιν αὐτῆς τῆς προσδοκίας τοῦ καθηγητοῦ Λαρεντζάκη, εἶναι πολύ προσδιοριστική καὶ ἐνδιαφέρουσα (γιά νά δοῦμε καὶ νά ἐξετάσουμε λίγο βαθύτερα, τό σκεπτικό πού διέπει τούς παράγοντες τοῦ Φαναρίου γύρω ἀπό αὐτό τό θέμα) ἡ προσέγγιση πού κάνει σέ σχετικό ἄρθρο του, τό 2021, ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ καὶ νῦν Μητροπολίτης Πισιδίας, Ἰώβ, ἐν ὄψει τῆς ἡμερολογιακῆς συμπτώσεως τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, γιά Ὀρθοδόξους καὶ Ρωμαιοκαθολικούς, τό 2025. Ἀφοῦ εἰσαγωγικά ἀναφέρεται καὶ ἐκεῖνος  στὴ διαφορά τοῦ ὑπολογισμοῦ τῶν ἡμερομηνιῶν τοῦ Πάσχα ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὴ συνέχεια ἀποφαίνεται μὲ ὅρους «ἐκκλησιολογικῆς συμπερίληψης», ὅτι αὐτὴ ἡ ἡμερολογιακή διάσταση «εἶναι ἕνα πραγματικό πρόβλημα πού χρειάζεται μία κατάλληλη λύση γιάα ὅλη τὴν Ἐκκλησία». Ἑπομὲνως ἐδῶ ἔχουμε μία πρώτη ἀπόπειρα ναρκοθέτησης τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ παρόλο πού ὑφίσταται ἐνεργός ὁ Ὅρος, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρθηκε ρητῶς στὴν ἀρχή τῆς παρούσης εἰσηγήσεως, καθόρισε ἅπαξ διά παντός τό «Πασχάλιο», στά γραφόμενά του ὁ Μητροπολίτης Ἰώβ ἀνακαλύπτει ὅτι ὑπάρχει «πρόβλημα», καὶ μάλιστα γιά «ὅλη τὴν Ἐκκλησία», ὅπως αὐτός ὁ ὅρος ἐκφράζεται ἀπό τὴν «ἐκκλησιολογία τοῦ Κολυμπαρἴου», ἡ ὁποία, ὡς γνωστὸν, προεξέτεινε τά ὅρια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ πρός τὴν πλευρά τῶν ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν[11]!

Προτοῦ προχωρήσουμε σέ κριτική ἀνάλυση γιά τό ἄν ἡ «ἡμερολογιακή διάσταση» μὲ τούς ἑτεροδόξους σχετικά μὲ τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, ἀποτελεῖ «πρόβλημα» γιά τὴν Ὀρθοδοξία, προσέξτε πῶς γίνεται ἡ ἐπεξεργασία αὐτοῦ τοῦ «προβλήματος», ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὄντως μπορεῖ νά ὑφίσταται κάποιο «πρόβλημα»: ὄχι ἀσφαλῶς σέ κανένα ἐπίπεδο «παρωχημὲνων» Ὀρθοδόξων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά σέ ἐπίπεδο ἐπιτροπῶν τοῦ Π.Σ.Ε. μὲ τὴ διοργάνωση διαχριστιανικοῦ συνεδρίου. Μᾶς πληροφορεῖ λοιπόν ὁ τέως Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ πώς ἡ πανσπερμία τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων συσκέπτεται μαζί μὲ μία ἐνδοτική μερίδα Ὀρθοδόξων, προκειμὲνου κυριολεκτικά «νά μᾶς ἀλλάξουν τά πασχάλια», διευκρινίζοντας πάντως μὲ εἰλικρίνεια ὅτι «ὁ σκοπός αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου δέν θά εἶναι νά μελετὴσει τὴν ἱστορία τῆς Συνόδου οὔτε νά μελετὴσει τὴ θεολογία της, ἀλλά μᾶλλον νά ἀναλογιστεῖ τί σημαίνει «ὁρατὴ ἑνότητα» σήμερα σέ διάφορες χριστιανικές ἐκκλησίες καὶ πῶς οἱ Χριστιανοί μποροῦν συλλογικά νά προωθήσουν, νά κηρύξουν καὶ νά ζήσουν τὴν ἀποστολική πίστη σήμερα στό πλαίσιο τόσων συγχρόνων προκλήσεων, ὅπως ἡ ἐκκοσμίκευση[12]καὶ ὁ θρησκευτικός πλουραλισμός» [13]!

Γιά τόν πρώην Ἀρχιεπίσκοπο Τελμησσοῦ ἑπομὲνως, ἡ ἀπάλειψη κάθε εἴδους θεολογικῆς ἀναφορᾶς εἶναι ἀρκετὴ γιά νά ἐξασφαλιστεῖ ἕνας κοινός ἑορτασμός τῆς Ἀνάστασης, προκειμὲνου, ὅπως ἀναφέρει, «νά ἐκδηλωθεῖ ἑνότητα στὴν πίστη». Μία ἑνότητα ὅμως, πού ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ συμμετέχοντες αὐτῶν τῶν συνεδρίων συνομολογοῦν δέν βασίζεται στὴν ἐπιστροφή τῶν πεπλανημὲνων ἑτερόδοξων χριστιανῶν στούς κόλπους τῆς Μίας, Ἁγίας, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά σέ μία ἄκρως προβληματική «δι-ὁμολογιακή ἑνότητα», περισσότερο ἰδεοληπτικοῦ-ἀκτιβιστικοῦ χαρακτὴρα, γιά μία «νέα πίστη» - «ἑτέρου γένους», πού ἁπλῶς θα κληθεῖ νά μεταδώσει τό καινοφανές μήνυμα ἑνός κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, ἄνευ δογματικῶν περιορισμῶν καὶ ἀγκυλώσεων ἤ ὅπως τό διατυπώνει πιό προσαρμοσμὲνα γιά τὴν περίσταση, ὁ ἔμπειρος σ' αὐτές τίς διατυπώσεις, καθηγητὴς Πέτρος Βασιλειάδης, «πέρα ἀπό ὁποιεσδήποτε προκαταλήψεις καὶ παρερμηνεῖες τῶν ἱστορικῶν καὶ κανονικῶν δεδομὲνων» [14].

Μόνο πού οἱ «προκαταλήψεις» καὶ οἱ «παρερμηνεῖες» τῶν ἱστορικῶν καὶ κανονικῶν δεδομὲνων, κατά τὴν γνώμη τοῦ καθηγητοῦ Βασιλειάδη, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τίς Θεόπνευστες ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού ἀναφέρουν ρητῶς ὅτι ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα μεταξύ Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων εἶναι ἀπαγορευμὲνος καὶ δέν ἐπιτρέπεται νά γίνει, γιά τόν ἁπλό λόγο ὅτι οἱ Δυτικοί στό σύνολό τους, Παπικοί καὶ Προτεστάντες, εἶναι αἱρετικοί, ἔχοντας προσβάλλει κατά συρροή καὶ κατ' ἐξακολούθηση «τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν»[15]. Τό θέμα λοιπόν το ἡμερολογιακό πού προβάλλουν στό σύνολό τους οἱ Οἰκουμενιστές, ὡς πρόσχημα γιά τὴν ἀνατροπή τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου, εἶναι κυριολεκτικά μία φτηνή πρόφαση πρός δικαιολόγηση τῆς ἐπιχειρούμενης πραξικοπηματικῆς ἀνατροπῆς τοῦ Πασχαλίου.

Ἐξἄλλου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δέν περίμεναν τούς «μεταπατερικούς» νόες τῶν ἐσχάτων χρόνων για νά τούς ἐνημερώσουν περί τῆς ἀστρονομικῆς ἀτέλειας τοῦ ἡμερολογίου. Γιά αὐτό καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐξανίσταται μὲ ὅλους αὐτούς τούς «παντός καιροῦ» λατινόφρονες, καὶ μὲ μία ἐλαφρά δόση εἰρωνείας, μὲσα ἀπό τά ἑρμηνευτικά σχόλια πού κάνει για τόν Ζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τούς ἁπαντᾶ περίπου ὡς ἑξῆς: -τί τάχα νομίζετε; Ὅτι αὐτούς τούς ὁποίους ἀποκαλοῦμε «Θεοφόρους» καὶ «πανσόφους», λέτε νά ἦσαν τόσο ἀνόητοι πού νά μήν γνώριζαν γιά τὴν ἀτέλεια τοῦ ἡμερολογίου; Ἀσφαλῶς καὶ τὴ γνώριζαν, πλήν ὅμως σκόπιμα ἐπέλεξαν νά μήν ἀκολουθήσουν τά ἀστρονομικά δεδομὲνα κάθε ἐποχῆς, ἀλλά νά διαφυλάξουν τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, μὲσα ἀπό τὴν ἀποφυγή κάθε εἴδους θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, διαφυλάσσοντας κατ' αὐτόν τόν τρόπο τὴν πραγματική (καὶ ὄχι εἰκονική) ἑνότητα τῆς πίστεως. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τὴν ἴδια τακτική υἱοθέτησαν καὶ ἀκολούθησαν οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού διαδέχθηκαν τὴν Α' , ὅπου παρόλο πού ἔβλεπαν καὶ αὐτοί, ὡς σοφοί πού ἦταν, πόσο «κατέβηκε» ἡμερολογιακά ἡ ἰσημερία καὶ στὴ δική τους ἐποχή, δέν θέλησαν, οὔτε ἔκριναν σκόπιμο νά παρέμβουν καὶ νά τὴ μεταθέσουν ἀπό τὴν 21η Μαρτίου (τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου), ὅπου τὴν «βρῆκε» ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος, προτιμώντας τὴ δογματική συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀγνοώντας πλήρως τὴν ἐπιστημονική-ἀστρονομική ἀκρίβεια τῆς ἰσημερίας[16].

Μὲ πανομοιότυπο σκεπτικό ἀντιμετώπισε τό ἐν λόγῳ ζήτημα καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ὡς ποιμὲνας εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τίς σχισματικές τάσεις ὁρισμὲνων ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν, πού ἐνέμεναν στανικά στά ἰουδαϊκά ἤθη καὶ ἀρνοῦνταν ἀνυποχώρητοι νά ἀκολουθήσουν τὴν ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅ,τι ἔχει νά κάνει κυρίως μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, τὴν ποιμαντική διαχείριση τῶν νηστειῶν καὶ ἄλλων παρόμοιων στρεβλώσεων. Προσεγγίζοντας τό εὐαίσθητο αὐτό θέμα μὲ σοφία καὶ σύνεση, ὁ ἱερός Χρυσόστομος τούς προέτρεψε να ἀκολουθοῦν παντοῦ μὲ ἀκρίβεια τὴνἘκκλησία, προτιμώντας πάνω ἀπό ὅλα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὴν χριστιανική διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κάνοντας αὐστηρή σύσταση νά ἀποφεύγονται αὐτοί πού προτιμοῦν νά τορπιλίζουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νά δημιουργοῦν σχίσματα καὶ διαιρέσεις[17].

Ἡ ποιμαντική αὐτὴ προσέγγιση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι λίαν ἐπίκαιρη στὶς μὲρες μας, διότι ὑποδεικνύει τὸν ὀρθὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ χειριστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ πέρα γιὰ πέρα παράλογο, ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς καὶ δογματικῆς ἀπόψεως, αὐτὸ αἴτημα, ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀνατροπὴ τοῦ Πασχαλίου. Ταυτοχρόνως, ἀπογυμνώνει τὰ ἕωλα ἐπιχειρήματα τῶν δυτικοφρόνων παραγόντων τοῦ Φαναρίου περὶ ἀναγκαιότητας διορθώσεως τοῦ Πασχαλίου χάριν τῆς ἐπιστημονικῆς ὀρθότητας, διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι μὲ κάτι τέτοιους διαχριστιανικοὺς τυχοδιωκτισμοὺς ρισκάρουν νὰ προκαλέσουν καινούρια σχίσματα ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βάσει λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ δογματικῶς ὀρθοῦ σκεπτικοῦ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἐφόσον ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», ὀφείλουμε νὰ παραμείνουμε ἑδραῖοι στὴν ἀκρίβεια τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ ἐπιστημονικῶς πλανᾶται, παρὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ἐπιστημονικὴ ὀρθότητα καὶ νὰ ἐκπέσουμε ἀπὸ τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας [18].

Εὐθυγραμμισμὲνος σ' αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ χρυσοστομική ἑρμηνεία, ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαὶου, Κωνσταντῖνος Μουρατίδης, πολλάκις τόνιζε ὅτι γιά τό συγκεκριμὲνο ζήτημα τοῦ Πασχαλίου δέν χωρεῖ κἄν πνεῦμα ἐπιείκειας καὶ συγκατάβασης, διότι πρόκειται περί ὑψίστου δογματικοῦ ζητὴματος, τό ὁποῖο δέν δύναται σέ καμμία τῶν περιπτώσεων νά μετατραπεῖ σέ ἀντικείμενο διαπραγμάτευσης μὲσω θεολογικῶν συμποσίων καὶ ἐργαστηρίων ἤ ἀκόμα καὶ ἀπολύτως ἐλεγχομὲνων, ὑπό τοῦ κλίματος τοῦ Φαναρίου, «πατριαρχικῶν συνόδων», ἀλλά μόνο μὲ μία Σύνοδο τοῦ αὐτοῦ κύρους μὲ τὴν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Κάθε ἄλλη μονομερής ἐνέργεια, ὅπως ἀποδείχθηκε κι’ ἀπό τὴν ὀδυνηρή κατάληξη τῆς «ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης», ἐνέχει τεράστιο κίνδυνο νέου σχίσματος στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ σπουδαῖος αὐτός Κανονολόγος, «τό πνεῦμα τῆς ἐπιείκειας δέον σαφῶς νά διακρίνεται ἀπό οἱανδήποτε θεώρηση τούτου, ὡς ἐπιτρέποντος ἤ ὁδηγοῦντος πρός τὴν ἀσυδοσία ἥτις βεβαίως σφόδρα ἀντιτίθεται πρόςτὴν Κανονική τῆς Ἐκκλησίας τάξη»[19].

Στά πλαίσια αὐτά ὅμως, πού μόλις περιγράφησαν ἀπό τόν καθηγητὴ Μουρατίδη, περί ἀδυνάτου οἰκονομίας στό ζήτημα τοῦ Πασχαλίου, οἱ συγκατανευσιφάγοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προβαίνουν, παρά ταῦτα, σέ ἕνα ἀκόμη ἀτόπημα, καθώς, δεδομὲνης τῆς δυσκολίας ἐπικράτησης αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος σέ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, λόγω τοῦ ἀνυπέρβλητου ἐμποδίου τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δέν διστάζουν νά ἐπιρρίψουν τὴν εὐθύνη καὶ νά προχωρήσουν στὴν κατασκευή ἐνοχικῶν συμπλεγμάτων πρός τὴν πλευρά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ πώς οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τό ζήτημα «τοῦ μή ἀπό κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα» εἶναι ἕνα «πρόβλημα» πού συντηρεῖ μὲ τὴν ἄκαμπτη στάση της ἡ Ὀρθοδοξία[20]κι ὄχι ἕνα δημιούργημα τῆς ἑτεροδοξίας, ἡ ὁποία κινεῖ παρασκηνιακά τά νήματα πρός αὐτὴ τὴν κατεύθυνση. Μὲ τὴν ἀνοίκεια αὐτὴ στάση ἀρνοῦνται ἤ ἀποφεύγουν νά ὁμολογήσουν τὴ μία καὶ μοναδική ἱστορική ἀλήθεια, ἤτοι ὅτι οἱ Παπικοί ἦσαν οἱ φυσικοί αὐτουργοί καὶ αὐτῆς τῆς πλάνης, ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πρῶτα ἀνέτρεψαν τό Πασχάλιο, ὅπως αὐτό ὁρίζονταν ἀπό τὴν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο, μὲσα ἀπό τὴν «ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση» τοῦ 1582, ξεκίνησαν νά ἑορτάζουν τό χριστιανικό Πάσχα πρίν ἀπό τό ἰουδαϊκό ἤ μαζί μ' αὐτό- καὶ σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, μὲσα ἀπό τόν τύφο τῆς πλάνης τους, αὐτοί ἦσαν πού ἔκτοτε ἄρχισαν νά πιέζουν γιά συνεορτασμό τῆς καινοτομίας τους μὲ τούς Ὀρθοδόξους, ἐπιθυμώντας νά καταστὴσουν συνενόχους της δικῆς τους ἀποστασίας καὶ τούς τελευταίους. Μὲ μία «παπική βούλα» τοῦ Γρηγορίου ΙΓ' κατέδειξαν μὲ ποιό τρόπο ἐννοοῦν τό θεσμό τῆς συνοδικότητας στὴ Δύση, ἀναδεικνύοντας τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ «πρωτείου ἐξουσίας» καὶ τοῦ «ἀλάθητου» excathedra. Τότε πού ὁ Πάπας, λειτουργώντας ὡς «Ὑπερσύνοδος», κατέλυσε ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ δόγματα καὶ ὅρους Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων τῆς πρώτης χιλιετίας.

Αὐτὴν συνεπῶς τὴν πλάνη τῆς «διορθώσεως τοῦ Πασχαλίου» ἐπί τῇ βάσει ἐπιστημονικῶν-ἡμερολογιακῶν κριτηρίων, καλεῖται νά διαχειριστεῖ ἡ Ὀρθοδοξία (καὶ) σήμερα. Ἐνδεχόμενη ἄστοχη διαχείριση καὶ ἀποδοχή τῆς παπικῆς καινοτομίας ὅσον ἀφορᾶ τό Πασχάλιο, ἀκόμη κι’ ἄν δέν υἱοθετηθεῖ πλήρως ἡ παπική μεταρρύθμιση περί Πασχαλίου, ἀλλά ὑποτεθείσθω υἱοθετηθεῖ μία σταθερή ἡμερομηνία γιά νά ἐπιτυγχάνεται ὁ σταθερός ἑορτασμός του ἀπό ὅλο τό χριστιανικό κόσμο (π.χ. ἡ β' ἤ ἡ γ' Κυριακή ἑκάστου Ἀπριλίου), ὅπως «μεγαλόψυχα» διεκήρυξε στίς 4 Δεκεμβρίου 1963 ἡ Β' Βατικανή Σύνοδος[21], τοῦτο αὐτομάτως θα ἀποτελέσει συντριπτική ἧττα ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων, καθότι γιά πρώτη φορά θά ἀποκηρυχθοῦν μετά κρότου οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ ὅροι μίας ὁλόκληρης σειρᾶς Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ θα ἀναγνωρισθοῦν de facto οἱ περί «πρωτείου» καὶ «ἀλαθήτου» αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ. Ταυτόχρονα δέ, μία τέτοια ἀβελτηρία ἐκ μὲρους ὁποιουδήποτε Ὀρθοδόξου Πατριάρχου, ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἀπό τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, θά νομιμοποιήσει ἐπισήμως τίς προαναφερθεῖσες παπικές κακοδοξίες καὶ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καθιερώνοντας γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν ἀπαράδεκτο καὶ λίαν καταχρηστικό ὅρο «primus sine paribus» (= «πρῶτος ἄνευ ἴσων»).

Συμπερασματικά λοιπόν, φτάνοντας στὸν ἐπίλογο τῆς παρούσας εἰσηγήσεως, καὶ ἔπειτα ἀπό ὅλα ὅσα ἐκτέθησαν ἀνωτέρω, γίνεται προφανές ὅτι, γιά τούς Οἰκουμενιστές τοῦ Φαναρίου, μὲσα ἀπό τὴν διακαῶς ἐπιδιωκόμενη (ἐδῶ καὶ ἕναν αἰώνα) μεταρρύθμιση τοῦ Πασχαλίου, ὁλοκληρώνεται. ἕνας κύκλος μίας «μεταρρυθμισμὲνης Ὀρθοδοξίας», ἡ ὁποία, κατά τό Λεκτικό πυροτέχνημα τῆς ἐποχῆς, βρίσκεται στὴ «σωστὴ πλευρά τῆς ἱστορίας», στὴν πραγματικότητα ὅμως κεῖται μακράν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τά δημιουργήματα τῆς ἀνθρώπινης Λογικῆς. Ἀπέναντι σ' αὐτόν τόν τρομερό κίνδυνο, μὲ τόν ὁποῖο ἔρχεται ἀντιμὲτωπη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι σημαντικό νά θυμόμαστε ἐκεῖνο πού τόνιζε πάντοτε ἡ ἁγιοπνευματική γραφίδα τοῦ π. Σεραφείμ Ρόουζ, ὅτι «καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας ὁ διάβολος δοκίμαζε διάφορα ἐργαλεῖα μὲ τά ὁποῖα θά μποροῦσε νά διαμορφώσει τὴν ἀποστασία. Ἕνα τέτοιο ἐργαλεῖο πού «λειτούργησε» ἦταν ἡ παπική νοοτροπία, ἡ ὁποία, ὡς νόμιμος διάδοχος τοῦ πνεύματος τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἀπό τὴν ὥρα πού ἀποκόπηκε ἀπό τὴν Ὀρθοδοξία ἔγινε πηγή μίας ὁλόκληρης νέας φιλοσοφίας, πού ἀναποδογύρισε στὴν ἐποχή μας, ὁλόκληρο τόν κόσμο»[22]. Τό νά πιστεύει κανείς πώς αὐτὴ ἡ νοοτροπία τοῦ «πρωτείου» καὶ τοῦ «ἀλαθήτου», πρόκειται να ἀποδομήσει τον ἑαυτό της, καὶ στὴν προκειμὲνη περίπτωση τοῦ Πασχαλίου, νά ἐγκαταλείψει τὴν ἐκκλησιολογική πλάνη τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου γιά νά ἐπιστρέψει στὴν δογματική ὀρθότητα τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ πρόσφατο «Ἀνακοινωθέν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[23], -αὐτός Λοιπόν πού τό πιστεύει- ἄς γνωρίζει ὅτι βρίσκεται τελείως ἐκτός πραγματικότητας.


[1] Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἹM.M. Βατοπαιδίου Ἅγιον Ὅρος 2010, σελ. 131
[2] Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Ἱ.Μ.Μ. Βατοπαιδίου Ἅγιον Ὅρος 2010, σελ. 126
[3] Ό.π., σελ. 130-131: «...Στόν Χριστό ὁδηγεῖ ἡ πίστη, ὁ δέ νοῦς ὁδηγεῖται- ἡ γνώση εἶναι καρπός τῆς πίστεως τῆς δι' ἀγάπης ἐνεργουμένης και ἐν ἐλπίδι ἐργαζομένης...»
[4]  Ἀ' Κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου: «Πάντας τούς τολμῶντας παραλύειν τόν ὄρον τῆς ἁγίας καί μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπί παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλέστατου βασιλέως Κωνσταντίνου, περί τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινώνητους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδογμένα, καί ταῦτα εἰρήσθω περί τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τίς τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, μετά τον δρόν τοῦτον τολμήσειεν ἐπί διαστροφή τῶν λαῶν καί ταραχή τῶν ἐκκλησιῶν διάξειν, καί μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεϊν τό Πάσχα- τοῦτον ἡ ἅγια σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλά πολλοϊς διαφθορᾶς και διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον- και οὗ μόνον τούς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλά καί τούς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετά την καθαίρεσιν. Τούς δέ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καί τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος κανών καί τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν.»
[5] Διαταγαί Ἀποστόλων, Ε' ΙΖ’, Ἀποστολικοί Πατέρες 1, ΕΠΕ, σελ. 260-261: «... καί νά μήν ἐμφανίζεστε νά γιορτάζετε μαζί μέ τούς Ἰουδαίους. Γιατί καμμιά ἐπικοινωνία δέν ὑπάρχει τώρα ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σ' αὐτούς· γιατί ἔχουν πλανηθεῖ καί σ' αὐτή τους τήν ἐντολή, πού νομίζουν ὅτι την τηροῦν, ὅπως ἔχουν σέ ὅλα πλανηθεῖ καί ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια...»
[6]Ἰω.δ’ 23-24
[7] Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανείου Θεοδωρόπουλου, Τά Δυό Ἄκρα -Οἰκουμενισμός και Ζηλωτισμός, Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, Τροιζήνα 2008, σελ. 39, πρβλ. «ΕΝΟΡΙΑ», φύλλον 549,10 Μαΐου 1974
[8]   Τό τέχνασμα τῆς ... «μισῆς ἀλήθειας»; σέ μία ἱστορία ἀπό τό Γεροντικό ἐμφανίζεται σέ ἕναν ἅγιο ἀσκητή ὁ διάβολος καί τόν ρωτά, «μέ γνωρίζεις;». «Ἀσφαλῶς καί σέ γνωρίζω, εἶσαι ὁ διδάσκαλος τοῦ ψεύδους». Γιά νά τοῦ ἀπαντήσει ὁ διάβολος, «κάνεις λάθος, διότι οὐδέποτε λέω γυμνά το ψεῦδος ἐνῶ παρουσιάζω πάντοτε τή  μισή ἀλήθεια»
[9]   Ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ἀ' Κανόνα τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «...Τούτων ὄν ὄντως ὄν τῶν, καί διαμαρτυρουμένων ἡμῖν, ἀγαλλιῶμεν ὁ ἐπ' αὐτοϊς, ὡς εἰ τίς εὕροι σκύλα πολλά, ἀσπασίως τούς θείους κανόνας ἐνστερνιξόμεθα,  καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν                                    πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καί τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν                                                                                                                                      ἐπί ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἠμῶν- Ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὤρισαν τά συμφέροντα...»
[10] Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Στήν πορεία πρός κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, βλ. σχετ.: https://fosfanariou.gi7index.php/2021/04/03/blog-post 47-3/
[11] Ἰωάννη Μαρκά, Ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο, Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 175-176:
«... Ἀπό τή στιγμή πού  ὀμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί Καθολική, ταυτοχρόνως ἀποκλείεται τό ἐνδεχόμενο νά εἶναι «μία καί διηρημένη», διότι κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἀντίφαση ἐν τοίς ὄροις.
Ἐπιπλέον, ἡ θέση πού ἐκφράζουν πολλοί σύγχρονοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τή μία "καθορίζει μόνη της τά ὅριά της, γι' αὐτό μπορεῖ καί αὐτοπροσδιορίζεται καί ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία", ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη "ἐκκλησιολογικά δέν μπορεῖ νά προσδιορίσει ἤ νά ἀπορρίψει καμμία ἄλλη ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἔξω ἀπό τά ἐκκλησιολογικά της ὄρια”, ἀποτελεῖ μία πέρα γιά πέρα ἀντιφατική θεωρία, ἐντελῶς ξένη ἰστορικοδογματικά προς την Ὀρθόδοξη Παράδοση. Τό πιστοποιεῖ ἄλλωστε ξεκάθαρα στίς μελέτες του ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος «ἑπόμενος τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», τονίζει μέ σαφῆ καί ἀπόλυτο τρόπο ὅτι ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός γιά παράδειγμα, ἐμμένοντας «καί ἐξελίσσοντας τήν καινοτομία τοῦ Πρωτείου ἐξουσίας, διασπᾶται ἀπό τήν ἑνότητα καί ἐξέρχεται τῆς Ἐκκλησίας».
Ἄρα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅταν ὁμιλεῖ μετά βεβαιότητας γιά τήν ταυτότητά της πώς εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δέν καθορίζει ἁπλῶς τά δικά της ὅρια, ἀλλά προσδιορίζει ρητῶς καί τήν ἀρμόζονσα θέση τῶν λεγομένων ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν, καταδεικνύοντας ὅτι αὐτές βρίσκονται ὀντολογικῶς ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Μίας καί Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. ..»
[12] Προσέξτε στο σημεῖοαὐτό, ἡ ἀντίφαση εἶναι τρομερή: ἡ ἐπιδιωκόμενη ἐκκοσμικευσητοῦ χαρακτήρα τοῦ Πασχαλίου ἔχει ὡς στόχο να ἀντιμετωπίσει ...τήν ἐκκοσμίκευση!!
[14] Πέτρου Βασιλειάδη, Ἡ ὀρθόδοξη κατανόηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί οἱ συνέπειές της γιά τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, βλ.σχετ.: https://fosfanariou.gi7index.php/2021/05/05/blog-post 5-3/
[15] Ἰουδ. 3
[16] Πηδάλιον, Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 9
[17] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά Ἰουδαίων, Λόγος Γ, Ε.Π.Ε. 34, σελ. 188: «Μή τοίνυν, τῶν τελειοτέρων ἐπανατρέχωμεν, μηδέ ἡμέρας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς παρατηρῶμεν, ἀλλαπανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ μετ’ ἀκρίβειας ἑπώμεθα, τήν ἀγάπην καί τήν εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκρίβειας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου»
[18] Δέον να ξεκαθαριστεῖ ὅτι αὐτή ἡ εἰδική διατύπωση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ΔΕΝ εἶναι γενικός κανόνας! Διότι δυστυχῶς στην ἐποχή μας, πολλοί Μητροπολίτες, τόσο Οἰκουμενιστές ὅσο καί ...ἀντί-Οἰκουμενιστές, ἔχουν κυριολεκτικά κακοποιήσει τή δήλωση αὐτή, τήν προβάλλουν αὐτονομημένη, διαστρέφοντας τό νόημά της ὁλοκληρωτικά πρός δικαιολόγηση ἐσφαλμένων θεολογικῶν τους ἀπόψεων καί ἐνεργειῶν.
[19] Κωνσταντίνου Μουρατίδου, Κανονικόν Δίκαιον, Ἀθῆναι 1960, σελ. 44-45 πρβλ. ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀρ. φύλλου 161,1972
[21] Βλ. σχετ., Πρακτικά «Β' Οἰκουμενικοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Συμποσίου», Ἀθήνα 11 Ἰουνίου 1969
[22] Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ, π. Σεραφείμ Ρόουζ- Ἡ ζωή καί τά ἔργα του, τόμ. Β', ἐκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 397
[23] Ἡ ἐπίμαχη διατύπωση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἕν τῷ πνεύματι τούτω, ἐκφράζεται ὁμοθυμαδόν ἡ εὐχή ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα κατά τό ἑπόμενον ἔτος ὑπό τῆς Ἀνατολικῆς και Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, νά μήν ἀποτελέση μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλά τήν ἀπαρχήν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑορτασμόν τόν κατ' ἔτος, συμφώνως πρός τό Πασχάλιον τῆς καθ’ ἡμᾶς ’Ορθοδόξου Ἐκκλησίας.» ΒΛ. σχετ. τό πλῆρες κείμενο τοῦ «Ἀνακοινωθέντος» τῆς Γ Συνάξεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐδῶ: https://www.romfea.gi7oikoumeniko-patriarxeio/65042- anakoinothen-i-synakseos-tis-ierarxias-tou-oikoumenikoy-thronou

Υποκατηγορίες