ΗΜΕΡΙΔΑ 30-06-24 ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ: Ἐκκλησία καί Πολιτεία στήν ἐποχή τῆς Μεγάλης Ἐπανεκκίνησης

ΒΙΝΤΕΟ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 30ης ΙΟΥΝΙΟΥ

   Estia Great Reset Afisa

Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Ο ΝΕΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ 30-06-24 ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ: Ἐκκλησία καί Πολιτεία στήν ἐποχή τῆς Μεγάλης Ἐπανεκκίνησης

Μετά τον περιβόητο «γάμο ομοφύλων ζευγαριών» και την αναπόφευκτη αντίδραση της Εκκλησίας που προκάλεσε, ήρθε ξανά στο προσκήνιο ο  «διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». Ο εν λόγω στόχος επιδιώκεται από τις ελληνικές ελίτ εδώ και πολύ καιρό, αποτελώντας ένα είδος ιερού δισκοπότηρου για τον «εκσυγχρονισμό» και «εξευρωπαϊσμό» της χώρας.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα. Ότι δηλαδή δεν στοχεύει να επιλύσει κάποια υπαρκτή δυσλειτουργία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά γιατί «αυτό είναι το σωστό». Και είναι το σωστό γιατί «έτσι έκαναν οι Ευρωπαίοι». Άρα, έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς. Τελεία και παύλα. Στην πραγματικότητα, όμως, ο διαχωρισμός εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας προέκυψε για συγκεκριμένους λόγους στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι δεν ισχύουν στην περίπτωση της Ελλάδας.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Συγκεκριμένα, τα καθολικά ευρωπαϊκά κράτη όφειλαν να διαχωρίσουν την πολιτική εξουσία από αυτήν του Πάπα, γιατί μόνο έτσι θα γίνονταν Κράτη, δεδομένης της πολιτικής ισχύος του Βατικανού. Η καθολική Ισπανία δεν θα μπορούσε να προωθεί τις εθνικές της στρατηγικές έναντι της ανταγωνιστικής (αλλά επίσης καθολικής) Γαλλίας και το αντίστροφο, αν και στις δύο χώρες η πολιτική εξουσία ήταν συνδεδεμένη με τη θρησκευτική εξουσία, δηλαδή με τον Πάπα.

Στις δε προτεσταντικές χώρες, ο διαχωρισμός επιδιώχθηκε από τις ίδιες τις πολυπληθείς προτεσταντικές ομολογίες, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η προστασία τους από το Κράτος, το οποίο γινόταν αντιληπτό ως εν δυνάμει εχθρός. Επίσης, η ατομοκεντρική φύση του προτεσταντισμού αλλά και το γεγονός ότι χωρίστηκε σε πολλά παρακλάδια, αναγκαστικά οδηγούσε στον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, έτσι ώστε το Κράτος να παραμένει ουδέτερο.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως, τίποτε από τα παραπάνω δεν συνέβαινε. Για την ακρίβεια, αν για την Ισπανία ή τη Γαλλία ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας ήταν αναγκαία υπόθεση για να αναπτυχθεί η εθνική συνείδηση και η ίδια η κρατική τους δομή και υπόσταση, για την Ελλάδα ίσχυσε ακριβώς το αντίθετο. Η Ορθοδοξία ήταν βασικός παράγοντας που κράτησε ζωντανή την εθνική ταυτότητα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες, πάνω στον οποίο χτίστηκε το σύγχρονο ελλαδικό κράτος.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω είναι δεδομένο ότι φαντάζουν υπερσυντηρητικές και θρησκόληπτες εμμονές σε πολλούς, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται, κατ’ ανάγκην, για την εθνική ταυτότητα. Θεωρούν ότι δια της «εκκοσμίκευσης του κράτους» θα προκύψει μια πιο φιλελεύθερη κοινωνία και θα μειωθεί η παρεμβατικότητα της Εκκλησίας στα πολιτικά ή τα κοινωνικά ζητήματα.

Στην πραγματικότητα όμως, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ακριβώς τα αντίθετα.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μια χώρα όπου ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας αποτελεί θεμέλιο της πολιτικής της ταυτότητας, είναι οι ΗΠΑ. Και οι ΗΠΑ είναι μια από τις πιο θεοκρατικές και κοινωνικά συντηρητικές χώρες του πλανήτη, ιδιαίτερα η λεγόμενη «Ζώνη της Βίβλου», οι μεσοδυτικές και μεσοανατολικές πολιτείες.

Σε πολλά μέρη των ΗΠΑ η διδασκαλία του Δαρβίνου απαγορεύεται, ή συνδιδάσκεται με τον δημιουργισμό, σύμφωνα με τον οποίον ο κόσμος δημιουργήθηκε πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια. Στις «θρησκευτικά ουδέτερες» ΗΠΑ, ο θρησκευτικός φανατισμός εκλέγει κυβερνήτες, γερουσιαστές, βουλευτές, ακόμη και προέδρους.

Και, εν πάση περιπτώσει, αν ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας ήταν ένα λαϊκό αίτημα, θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί. Τώρα, όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει και το αίτημα αυτό μάλλον αποτελεί εμμονή κάποιων ιδεοληπτικών ελίτ, οι οποίες απλά πιθηκίζουν τη Δύση, χωρίς να εξετάζουν αιτίες και πιθανές συνέπειες. Όπως πιθηκίζουν και τη Δύση και στον αποκαλούμενο «γάμο των ομόφυλων ζευγαριών», αγνοώντας το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται τόσο αυτός όσο και η αποχριστιανοποίηση που έχει επιβληθεί στην Ευρώπη και επιχειρείται να επιβληθεί και στην Ελλάδα. Και το ευρύτερο πλαίσιο είναι η υπαρξιακή κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο Δυτικός Πολιτισμός, ο οποίος φαίνεται πως έχει κηρύξει έναν ανελέητο πόλεμο σε πάσης μορφής συλλογικές ταυτότητες, προωθώντας ως απόλυτα κυρίαρχο και ανεξέλεγκτο πολιτικό υποκείμενο το «απέραντο» άτομο. Δηλαδή, το άτομο που δεν αντιμετωπίζει κανενός είδους περιορισμούς, ούτε καν από την ίδια τη φύση και που δια των επιλογών του μπορεί να ορίζει τα πάντα, ακόμη και το φύλο του.

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΩΝ «ΟΜΟΦΥΛΩΝ ΖΕΥΓΑΡΙΩΝ» ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ

Η στοχοθέτηση, λοιπόν, δεν είναι η ισότητα στην κοινωνία και έναντι του νόμου ζευγαριών του ιδίου και του άλλου φύλου, αλλά η εξυπηρέτηση ενός ευρύτερου αφηγήματος. Αυτό είναι η άρνηση των βιολογικών διαφορών μεταξύ των φύλων και των ρόλων τους στην οικογένεια, ως πατέρας και μητέρα. Αυτό φαίνεται και από δηλώσεις (επωνύμων και μη) του τύπου ότι οι γυναίκες δεν είναι γυναίκες αλλά γενικά «άνθρωποι με μήτρα».

Επίσης έχουμε την εκδήλωση της επιθυμίας ανδρών να θηλάσουν τα παιδιά τους ή ακόμη και να τα κυοφορήσουν και μια σειρά από άλλα. Η τάση αποτυπώνεται σε σχετικές φωτογραφίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, απεικονίζοντας δύο άντρες όπως ένα παραδοσιακό ζευγάρι στο μαιευτήριο, με τον έναν να είναι ξαπλωμένος, ωσάν μόλις να έχει γεννήσει και να σφίγγει στο γυμνό του στήθος το μωρό, ενώ ο περήφανος πατέρας να χαμογελάει καθισμένος στο πλάι του κρεβατιού. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτά δεν είναι γραφικότητες κάποιων περιθωριακών. Είναι οι πιο επιφανειακές εκδηλώσεις μιας ευρύτερης αντίληψης –τείνει να γίνει κυρίαρχη σε συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους και στην Ελλάδα– σύμφωνα με την οποία το φύλο είναι ρόλος κι όχι βιολογική πραγματικότητα, ότι είναι θέμα επιλογής και μάλιστα όχι μόνιμης. Σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, δεν υπάρχουν δύο φύλα, έστω και ως διαρκώς εναλλάξιμη επιλογή, αλλά πολλά, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξάνεται, με αποτέλεσμα, εν τέλει, η ίδια η έννοια του φύλου να καθίσταται εκτός νοήματος.

Το φύλο μετατρέπεται σε κομμάτι της καθημερινής γκαρνταρόμπας την οποία αλλάζουμε ανάλογα με τη διάθεση μας. Άρα, παύουμε να θεωρούμε ότι υπάρχει φύση, καθώς και βιολογικοί περιορισμοί μεταξύ ανδρών και γυναικών. Για την ακρίβεια προωθείται η άποψη ότι στην ουσία δεν υπάρχουν άνδρες και γυναίκες παρά μόνον άτομα τα οποία διαρκώς και μη δεσμευτικά μπορούν να επιλέγουν άπειρους συνδυασμούς φύλων και να τους αλλάζουν όπως αλλάζουν τα ρούχα τους. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο αυτής της λογικής και οι άνδρες μπορούν να γίνουν μητέρες και να θηλάσουν κλπ. Αυτό ήλθε ως αποτέλεσμα μιας πολύχρονης, πολυεπίπεδης, επίμονης και συστηματικής προσπάθειας που έφθασε να επηρεάσει ακόμη και τη μόδα με τα ρούχα «ρευστού φύλου». Όμως, ήταν στις ακαδημαϊκές αίθουσες που οργανώθηκε αυτή η ολοκληρωτική επίθεση ενάντια στη φύση.

Για παράδειγμα, η διάσημη μετα-στρουκτουραλίστρια φιλόσοφος καθηγήτρια του Μπέρκλεϊ, Judith Butler, η επιρροή της οποίας είναι τεράστια και στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι το φύλο «είναι πράττειν» και διαμορφώνεται από πολιτισμικές επιταγές και όχι από τη φύση. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι δε, στις ΗΠΑ και αλλού, που εξέφρασαν την άποψη ότι υπάρχουν βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων, ή ακόμη ότι απλώς υπάρχουν βιολογικά φύλα, αντιμετώπισαν ακαδημαϊκή απομόνωση, χλεύη, απολύσεις, διώξεις, καθώς και ηθική ή και σωματική βία.

Άρα λοιπόν δεν μιλάτε για ισότητα ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων αλλά για άρνηση των φύλων. Όμως, το φύλο είναι ένα στοιχείο που διαμορφώνει αυτήν ταύτη την έννοια του ανθρώπου. Άρα, προκύπτει ένα βαρύ πλήγμα στην ίδια την οντολογία του ανθρώπου. Στο πώς δηλαδή ορίζουμε τον άνθρωπο. Κατά τα φαινόμενα, η κυρίαρχη αντίληψη στη Δύση είναι ότι δεν ορίζεται. Άνθρωπος τείνει πλέον να θεωρείται το «γυμνό» άτομο, χωρίς βιολογική ή άλλη υπόσταση και περιορισμούς, είτε από τη φύση είτε από συλλογικές ταυτότητες.

Η ρευστότητα του φύλου και περισσότερο η άρνηση του βιολογικού φύλου, δημιουργεί και μια ασάφεια για το τί είναι ο άνθρωπος και εν τέλει καταλήγει σε μια άτυπη άρνηση της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου. Από εδώ, είναι πολύ κοντά το βήμα στις απόψεις άλλων ακαδημαϊκών κύκλων και ακτιβιστικών ομάδων, που αρνούνται την ιδιαιτερότητα των ανθρώπων έναντι των άλλων έμβιων όντων και ζητούν την εξάλειψη του ανθρώπινου είδους, γιατί καταπιέζει την υπόλοιπη βιόσφαιρα.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική, αλλά όχι μοναδική εκπρόσωπος του κινήματος που καλεί στην αυτοεξάλειψη του Ανθρώπου, έτσι ώστε να «μην καταστρέφει τη φύση», είναι η Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Anglia Ruskin του Cambridge, Patricia MacCormack. Στο διαβόητο Ahuman Manifesto της επιχειρηματολογεί για την ανάγκη να τελειώσει η «ανθρωπόκαινος» εποχή (anthropocene) δια του εθελούσιου θανάτου του ανθρώπινου γένους μέσω παύσης της αναπαραγωγής.

Έχει ενδιαφέρον ο όρος που χρησιμοποιεί η MacCormack για να περιγράψει το θεμελιώδες αρνητικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, το οποίο αναφέρει ως «ανθρωπο-φαλλο-λογικοκεντρική» κουλτούρα (anthropophallologocentric culture). Δηλαδή, ο «φαλλοκεντρισμός», μαζί με τη λογική, αποτελούν ενιαίο κομμάτι της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου. Άρα, η εξάλειψη της «αρσενικότητας» (masculinity) πάνω στην οποία εδράζεται ο «φαλλοκεντρισμός» είναι απαραίτητη. Και η εξάλειψη της έννοιας του φύλου είναι αναγκαία για να εξαλειφθεί η «αρσενικότητα» και εν συνεχεία ο επικίνδυνος για τη φύση ανθρωποκεντρισμός, δια της συλλογικής αυτοκτονίας του ανθρώπινου γένους.

Η αποδόμηση της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου δεν σταματά εδώ. Το επόμενο βήμα είναι οι αντιλήψεις περί των δικαιωμάτων του «νοήμονος λογισμικού», οι οποίες κάθε άλλο παρά περιθωριακές είναι. Για παράδειγμα, ένα από τα πιο ευπώλητα βιβλία για θέματα επιστήμης των τελευταίων ετών, το LIFE 3.0 του Max Tegmark επιχειρηματολογεί υπέρ των δικαιωμάτων της τεχνητής νοημοσύνης και υποστηρίζει ότι το να αντιμετωπίζεις ένα λογισμικό σαν «σκλάβο», είναι ρατσιστικό, μιας και δεν μπορούν να μπουν όρια μεταξύ της ζωής που βασίζεται στον άνθρακα (δηλαδή της δικής μας) και αυτής που βασίζεται στο πυρίτιο (δηλαδή των υπολογιστών). Επίσης, ο Yuval Noah Harari, στο best seller του Homo Deus υποστηρίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι: «Οι οργανισμοί είναι αλγόριθμοι. Κάθε ζώο –συμπεριλαμβανομένου και του χόμο σάπιενς– είναι μια συναρμογή οργανικών αλγορίθμων».

Αυτά λοιπόν είναι τα ακρότατα (μέχρι στιγμής…) όρια των συνεπειών της άρνησης της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου, η οποία προέκυψε από την άρνηση των στοιχείων που συνθέτουν τον άνθρωπο. Και ένα από τα στοιχεία αυτά είναι η βιολογία. Και κομμάτι της βιολογίας είναι το φύλο. Και το ευρύτερο αφήγημα, μέσα στο οποίο εντάσσεται σήμερα η συζήτηση του γάμου ατόμων του ιδίου φύλου, είναι ότι οι ρόλοι πατέρα και μητέρας, ή ακόμη και οι βιολογικές τους λειτουργίες, είναι επιλέξιμοι. Άρα, προωθείται εμμέσως πλην σαφώς η άρνηση των φύλων. Άρα, η ισότητα δικαιωμάτων που προβάλλεται δεν είναι παρά το βελούδο που κρύβει μέσα του το σιδηρόπλεκτο γάντι της άρνησης των βιολογικών λειτουργιών του κάθε φύλου. Αυτό θα προκαλέσει ισχυρό πλήγμα στην ίδια την έννοια του ανθρώπου, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου στις δεκαετίες που έρχονται.

Η ΑΠΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι αυτή η αποδόμηση των συλλογικών ταυτοτήτων που καταλήγει με την άρνηση της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου, μέρος της οποίας είναι ο «γάμος ομόφυλων ζευγαριών», αποτελεί εκκοσμικευμένη έκφανση του φονταμενταλιστικού πυρήνα του Δυτικού Χριστιανισμού, ο οποίος εξ αρχής ήταν αλλοιωμένος σε σχέση με τον γνήσιο Χριστιανισμό των Πατέρων, τον αρχέγονο Χριστιανισμό που συνεχίζει να εκφράζει η Ορθοδοξία. Το ευρύτερο αφήγημα που υπηρετεί ο «γάμος ομόφυλων ζευγαριών» είναι η άρνηση των διαφορετικών ρόλων των δύο φύλων σε μια οικογένεια, αυτόν του πατέρα και της μητέρας. Και αυτή προκύπτει από την άρνηση της ύπαρξης βιολογικών διαφορών μεταξύ των φύλων και εν τέλει από την άρνηση της ίδιας της έννοιας του βιολογικού φύλου. Το φύλο θεωρείται ως μια αυθαίρετη «φαντασιακή» κατασκευή και τίποτε άλλο.

Όμως, αυτή η άρνηση της ίδιας της βιολογίας, η οποία θα ήταν αδύνατη για οποιονδήποτε άλλο πολιτισμό που έχει εμφανιστεί στην ιστορία της Ανθρωπότητας, καθίσταται δυνατή στην Ευρώπη εξαιτίας της τεράστιας αυτοπεποίθησης που έχει προσδώσει στον άνθρωπο της μετανεωτερικής Δύσης το κοσμοείδωλο του «ανθρωποθεού» (man-god), το οποίο εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα του Δυτικού Πολιτισμού και έλκει την καταγωγή του από εκκοσμικευμένα και αλλοιωμένα στοιχεία του Δυτικού Χριστιανισμού.

Αναλυτικότερα, η παρακμή του Χριστιανισμού στη Δύση και η άνοδος του Ανθρωπισμού ουσιαστικά οδήγησε στην αντικατάσταση του Θεού στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων από την πίστη στις δυνατότητες του ίδιου του Ανθρώπου. Δηλαδή, δημιουργήθηκε το κοσμοείδωλο του «ανθρωποθεού», όπως το περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι στο βιβλίο του οι Δαιμονισμένοι. Με απλά λόγια, ο άνθρωπος επιχείρησε να υποκλέψει τις αρμοδιότητες και τις δυνατότητες του θεού και να θεοποιηθεί ο ίδιος.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο καθηγητής John Gray στο βιβλίο του Αχυρένια Σκυλιά, «ο ανθρωπισμός δεν είναι επιστήμη αλλά θρησκεία». Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η θρησκειολόγος, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Κάρεν Άρμστρονγκ, η οποία στο διάσημο βιβλίο της Η Ιστορία του Θεού υποστηρίζει ότι «ο ουμανισμός είναι καθ’ εαυτόν μια θρησκεία δίχως θεό». Όμως, ο Ουμανισμός και ο Διαφωτισμός δεν ήταν προϊόν παρθενογένεσης. Πάτησαν πάνω στη νοησιαρχία του Δυτικού Χριστιανισμού, στην αυτολατρεία της ανθρώπινης διάνοιας που χαρακτηρίζει τον Χριστιανισμό της Δύσης.

Όπως γράφει ο καθηγητής Γιανναράς στο βιβλίο Ορθοδοξία και Δύση: «Από τα τέλη του 9ου αιώνα παγιώνεται στη Δύση η καινούργια εκδοχή της σημασίας του λόγου στη χρήση της λέξης ratio. Ratio είναι η ατομική νοητική ικανότητα (facultas rationalis), η επιτηδειότητα του νου να γνωρίζει τα πράγματα κατά την ουσία τους (per se), αφού εξ ορισμού ο ανθρώπινος νους είναι μικρογραφία της θείας διάνοιας, όπου εμπεριέχονται ως νοητικές συλλήψεις οι ουσίες όλων των όντων».

Εν συνεχεία, ο Διαφωτισμός «σκότωσε» φαντασιακά τον θεό, αλλά η αυτοθεοποίηση της ανθρώπινης διάνοιας, ως «μικρογραφία της θείας διάνοιας», παρέμεινε. Έτσι, οι άνθρωποι στη Δύση, από τα χρόνια του Διαφωτισμού και μετά, όταν «απελευθερώθηκαν» από τον Θεό, δεν θεώρησαν τον εαυτό τους ως ένα ακόμη πρωτεύον θηλαστικό με ανώτερη νοημοσύνη από τα υπόλοιπα, αλλά σαν ένα εντελώς ξεχωριστό ον που δεν έχει καμία σχέση με τους υπόλοιπους βιολογικούς συγγενείς του.

Κατά κάποιον τρόπο, η εξορία του θεού από τα ανθρώπινα πράγματα αντί να υποβιβάσει την αντίληψη του ανθρώπου από τον άνθρωπο στο επίπεδο του νοήμονος ζώου, την αναβάθμισε στο επίπεδο του θεού. Από δημιούργημα του Θεού ο άνθρωπος αυτο-αντιμετωπίστηκε σαν να ήταν θεός ο ίδιος ή έστω σαν ένα ον που μπορούσε να έχει απόλυτο έλεγχο της μοίρας του, του κόσμου και του εαυτού του. Και τον έλεγχο αυτό τον επετύγχανε δια της διάνοιας και της βουλήσεώς του. «Απελευθερώθηκε» φαντασιακά από τη φύση και θεώρησε ότι μπορεί να επιτύχει τα πάντα.

Όπως γράφει ο καθηγητής Ματσούκας στο βιβλίο του Ο Προτεσταντισμός: «Ο μεγάλος προτεστάντης θεολόγος του 20ου αιώνα K. Barth σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο 18ος αιώνας δεν χαρακτηρίζεται μόνο για τη λογική του, αλλά και για τη δαιμονική και μεφιστοφελική του ορμή. Αποθεώνει τον άνθρωπο, βάζοντάς μέσα του τον θεό. Έτσι, ο άνθρωπος αρχίζει να πιστεύει στην παντοδυναμία του. Έχει πια την πεποίθηση ότι θα τα κατορθώσει όλα, από την οργάνωση της προσωπικής του ζωής ως την οργάνωση των κρατών».

Η αυτολατρεία της διάνοιας του Δυτικού Ανθρώπου συνδυάστηκε με τη μεταφυσική πίστη στις δυνατότητες της θέλησής του. Έτσι, η βουλησιαρχία εμφανίστηκε ως ένα είδος υποκατάστατου των θεϊκών ικανοτήτων. Η νοησιαρχία της Δύσης χρειαζόταν τη μεταφυσική βουλησιαρχία, τη μετατροπή της ανθρώπινης θέλησης σε μια υπεράνθρωπη δύναμη, έτσι ώστε να έχει μια βάση ισχύος, πάνω στην οποία ο νεωτερικός άνθρωπος θα έδραζε την προσπάθεια του να ελέγξει τον κόσμο και την μοίρα του.

Έτσι, προέκυψε το νεωτερικό μεταχριστιανικό, βουλησιαρχικό άτομο, που με τη θέλησή του πιστεύει πως μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο γύρω του, όπως θεωρούσαν ότι μπορούσαν να πράξουν οι Ναζί, προβάλλοντας μια διεστρεβλωμένη ανάγνωση της έννοιας του νιτσεϊκού υπερανθρώπου. Ο υπεράνθρωπος, λοιπόν, είναι η πολιτισμική μήτρα που γεννά σήμερα τις θεωρίες περί ανυπαρξίας φύλων και των κοινωνικών παραγώγων τους, όπως είναι ο γάμος ομόφυλων, όπως στο παρελθόν γέννησε τον Ναζισμό.

Η διαφορά με τους Ναζί είναι ότι ο μετανεωτερικός υπεράνθρωπος στοχεύει στον έλεγχο του μικρού του εσωτερικού σύμπαντος, πιστεύοντας, με θρησκευτικό φανατισμό, ότι είναι σε θέση να επιλέξει ακόμη και το φύλο του, απαλλαγμένος από κάθε έννοια εξωτερικών δυνάμεων, όπως είναι η φύση και η βιολογία, τις οποίες αντιλαμβάνεται σαν αυθαίρετες «φαντασιακές κατασκευές». Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η αποδόμηση των ανθρώπινων ταυτοτήτων και γενικότερα η σχετικοποίηση της πραγματικότητας, που αποτελεί βασικό στοιχείο της λεγόμενης μετανεωτερικότητας, συνδέεται άμεσα με μισαλλόδοξες ιστορικές αναγνώσεις, όπως είναι η άρνηση του Ολοκαυτώματος. Για περισσότερα, μπορεί να δει κανείς το βιβλίο του Robert Eaglestone Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Το πρόβλημα, λοιπόν, με το ευρύτερο αφήγημα που υπηρετεί ο γάμος ομόφυλων δεν είναι η ισότητα απέναντι της κοινωνίας και του νόμου, αλλά η οντολογία του ανθρώπου. Το πώς ορίζεται ο άνθρωπος και αν έχει νόημα η ίδια η έννοια του ανθρώπου.

Και οι ιαχές για «Διαχωρισμό Κράτους Εκκλησίας» εντάσσονται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο. Όλες αυτές οι απόψεις εκφράζουν μια τρομακτική κρίση του ανθρωπολογικού, οντολογικού και πολιτισμικού παραδείγματος (paradigm) του αποχριστιανοποιημένου δυτικού πολιτισμού.

Η ΝΕΟΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Βέβαια, αντιλήψεις όπως αυτή της MacCormack, που εξετάστηκαν πιο πάνω, είναι ακραίες και (μάλλον) θα παραμείνουν μειοψηφικές. Όμως, δεν είναι παρά απλά η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από την επιφάνεια ελλοχεύει μια βαθιά κρίση ταυτότητας και μια αντιπάθεια, αν όχι μίσος, του ίδιου του μετανεωτερικού Δυτικού Ανθρώπου για τον εαυτό του. Και αυτό έχει μια πολύ επικίνδυνη επίδραση και στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή.

Συγκεκριμένα, ο μετανεωτερικός Δυτικός Άνθρωπος δεν πιστεύει πλέον ότι μπορεί να ελέγξει τη μοίρα του, δεν προσδοκά σε ένα λαμπρό μέλλον και σε μια διαρκή πορεία βελτίωσης και, το σημαντικότερο, δεν λατρεύει πλέον τον εαυτό του. Για την ακρίβεια, πιθανώς ούτε καν τον συμπαθεί. Τον φοβάται και τον μισεί. 
Όμως, επειδή είναι πολύ οδυνηρό και εξουθενωτικό να μισείς τον εαυτό σου, πολλές φορές, σε παρόμοιες περιπτώσεις, καταλήγεις να αναζητείς ένα σκοτεινό είδωλο, πάνω στο οποίο θα μεταφέρεις το μίσος σου και θα απαλλαγείς από αυτό το βάρος και κυρίως θα ορίσεις και θα αναγνώσεις θετικά την ύπαρξή σου ως αντίθετο αυτού του σκοτεινού ειδώλου.

Αυτή η πραγματικότητα, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα θεμέλια του διαμορφούμενου διεθνούς συστήματος ωθώντας προς την ανάπτυξη ενός νέου διπολισμού, όχι μόνο γιατί αυτό προκύπτει από «υλικές» γεωπολιτικές αιτίες, αλλά και γιατί αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη της Δύσης έτσι ώστε να μπορέσει να ορίσει και να ανεχθεί τον εαυτό της.

Δηλαδή, η Δύση προσπαθεί να αποκτήσει μια καινούργια ταυτότητα και μια νέα αποστολή, δημιουργώντας και δαιμονοποιώντας τον σκοτεινό «Άλλον» ή «Άλλους», έναντι των οποίων θα αυτοαναγνωστεί ως φωτεινή δύναμη. Και στο γεωπολιτικό επίπεδο, ένας εξ αυτών των «Άλλων» στις μέρες μας δείχνει να είναι η συσπειρωμένη Ευρασία με πυρήνα τα βασικά δύο συστατικά στοιχεία της. Την Κίνα και τη Ρωσία.

Άρα, η στρατηγική διαρκούς αποκοπής των δύο αυτών μεγάλων ευρασιατικών Δυνάμεων από τη Δύση, οι στρατηγικές για «ανάσχεσή» τους (containment) και οι θεωρίες για την «οργανική» επικινδυνότητά τους για τις «ανθρώπινες ελευθερίες», τη «δημοκρατία»  και τη «διεθνή σταθερότητα», οι οποίες είναι πολύ δημοφιλείς σήμερα, ενδέχεται να αποτελούν, εν πολλοίς, μια υπόγεια, άτυπη αλλά υπαρκτή, υπαρξιακή ανάγκη της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι οδηγούμαστε προς ένα νέο διπολικό διεθνές σύστημα με πολλά ανορθολογικά στοιχεία, γεγονός που το καθιστά δυνάμει πολύ πιο επικίνδυνο από αυτό που υπήρξε από τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Τότε, ακριβώς για να μην οδηγηθούμε σε θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα, δώσαμε τεράστια έμφαση σε μια ψυχρά ορθολογική διαχείριση των διεθνών δρώμενων που χαρακτήριζε ολόκληρη την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση.

Ο ΔΥΝΗΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΝΕΑ «ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ» ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

Βλέπουμε λοιπόν ότι η Δύση αντιμετωπίζει μια τεράστια πολιτισμική κρίση, η οποία την οδηγεί και σε επικίνδυνες γεωπολιτικές συμπεριφορές. Και η πολιτισμική αυτή κρίση πηγάζει από τον αποχριστιανισμό της Ευρώπης και την αλλοίωση θεμελιωδών χριστιανογενών κοσμοαντιλήψεων στον πυρήνα της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη, ο Δυτικός Πολιτισμός, χρειάζεται μια θεραπεία. Και τη θεραπεία αυτή μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα. Η Ελλάδα χάρη στην Ορθοδοξία, δηλαδή στον γνήσιο Χριστιανισμό και συνακόλουθα στο γνήσιο θεμέλιο του Δυτικού Πολιτισμού.
Και εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η Ελλάδα είναι μια εν υπνώσει πολιτισμική υπερδύναμη, η δυνητική ήπια ισχύς (soft power) της οποίας αποκτά ολοένα και σημαντικότερο, δυνητικά, παγκόσμιο ρόλο. Και αυτό ακριβώς γιατί ο σημερινός Δυτικός Πολιτισμός, ο οποίος εδράστηκε πάνω στην κληρονομιά των Αρχαίων Ελλήνων και του χριστιανογενούς ουμανισμού, έχει φθάσει σε ένα αδιέξοδο και χρειάζεται μια επαναφορά στις αρχές του. Χρειάζεται μια επανεκκίνηση που θα επιτρέψει στα πυρηνικά του στοιχεία (core elements) να αναδιαμορφώσουν την ταυτότητά του έτσι ώστε να τον προσαρμόσουν στα δεδομένα του 21ου αιώνα αλλά και να τον τοποθετήσουν σε μια τροχιά ορθολογικού και «παραγωγικού» ανταγωνισμού με την ανερχόμενη ευρασιατική συσπείρωση, αποτρέποντάς την ολίσθησή του σε μια παρανοϊκή, μισαλλόδοξη και (αυτο)καταστροφική αντιπαράθεση με αυτές. Και η Ελλάδα, η σημερινή Ελλάδα, ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, αποτελούν τον ζωντανό φορέα αυτών των πυρηνικών στοιχείων, το θησαυροφυλάκιο των αρχικών δομικών στοιχείων, των αόρατων θεμελίων, του Δυτικού Πολιτισμού. Και τα στοιχεία αυτά είναι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και ο γνήσιος Χριστιανισμός των Ελλήνων Πατέρων. Και με αυτά τα αρχέγονα «δομικά υλικά» μπορεί να ανανεωθεί και ο Δυτικός Πολιτισμός και η Δύση να αποκτήσει όργανα «δημιουργικής συνομιλίας» με τις υπόλοιπες γεωπολιτικές ενότητες του πλανήτη, περιορίζοντας τη μισαλλόδοξη συγκρουσιακή δυναμική που προκύπτει από τη δαιμονοποίηση του «Άλλου». Αυτή η ιστορική αποστολή, που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μια νέα Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού, μπορεί να λειτουργήσει και ως ένας γεωπολιτικός ελκυστής, ο οποίος θα τραβήξει την Ελλάδα προς έναν αναβαθμισμένο ρόλο στο μέλλον και θα την τραβήξει έξω από τον βάλτο της αυτοεξάλειψης που έχει βυθιστεί τις τελευταίες δεκαετίες.

Όμως, αυτή η λειτουργία της παγκόσμιας πολιτισμικής υπερδύναμης, με έναν πανανθρώπινο ρόλο, αποτελεί τον τελευταίο όροφο ενός γεωπολιτικού οικοδομήματος, το οποίο πρέπει να στηρίζεται πάνω σε μια πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας και αυτόνομης και αυτόφωτης γεωπολιτικής λειτουργίας. Ωστόσο, ο τελικός σκοπός πρέπει να είναι η διαμόρφωση ενός νέου πολιτισμικού, οντολογικού και ανθρωπολογικού παραδείγματος το οποίο θα δώσει διεξόδους στα αδιέξοδα της σημερινής Δύσης και θα αποτελέσει και τη γέφυρα με άλλους πολιτισμούς, ή έστω θα τοποθετήσει τον «παραγωγικό» ανταγωνισμό με τις νέες ευρασιατικές γεωπολιτικές δυνάμεις, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στη θέση της σημερινής μισαλλόδοξης καχυποψίας και του σκοτεινού μανιχαϊσμού.

Το πώς θα γίνει αυτό ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια τόσο αυτής της εργασίας και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας ευρύτερης μελέτης. Την αρχική βάση έδρασης μιας παρόμοιας προσπάθειας μας προσφέρει το τεράστιο έργο του Καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη, ο οποίος αντιπαραθέτει μια ολόκληρη ελληνική κοσμοθεωρία έναντι αυτής της Δύσης.

Εν κατακλείδι λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια έντονα μεταβατική φάση της παγκόσμιας Ιστορίας. Περνάμε από μια ιστορική περίοδο σε μια άλλη και σε αυτό το «ανοιγόκλειμα των ματιών» της Ιστορίας, η Ελλάδα, ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία έχουν μια τεράστια ιστορική ευκαιρία να έλθουν ξανά στο προσκήνιο και μια μεγάλη ιστορική ευθύνη έναντι της Ευρώπης, της Δύσης και της Ανθρωπότητας. Το θέμα είναι αν θα το τολμήσουν ή θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι στη γαλήνη και ασφάλεια του γεωπολιτικού φέρετρου που διαμορφώνουν οι αντιλήψεις περί «μικράς», «αδυνάμου», «κατακτημένης» κοκ Ελλάδας.

(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών και Διευθυντής του Τομέα Θεωρίας και Ανάλυσης Πολέμου στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.  

 

 

Υποκατηγορίες