Ἡ ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ Πασχάλιου κανόνα στὸ πνεῦμα τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (1923)
Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή
ὑπ. δρ. στὸν Τομὲα Πατερικῶν Σπουδῶν, Ἱστορίας Δογμάτων καὶ Συμβολικῆς Θεολογική Σχολή Ε.Κ.Π.Α.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΤΙΣ 01.02.25 ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ OTEACADEMY ME ΘΕΜΑ:
ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: ΟΡΟΣ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἡ ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ Πασχάλιου κανόνα στὸ πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (1923)
Ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὑπῆρξε ἀναμφίβολα τὸ κύριο καὶ πρώτιστο ἔργο ὅλων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως δέ τῶν Οἰκουμενικῶν, οἱ ὁποῖες συγκλήθηκαν ἀκριβῶς γιά νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἰτίες τῆς διαβρωτικῆς διάσπασης καὶ νὰ ἐπέλθει ἡ θεοφιλής εἰρήνευση.
Ἡ ἐκκλησιαστική εἰρήνη, ὅμως, ἀσφαλῶς καὶ δέν ἀναφέρεται σὲ μία εἰρήνη κοινωνικοῦ τύπου, πού βασίζεται στήν ὅποια συμβιβαστική συμφωνία, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἐν πίστει δογματικῆς ἑνότητας. Καὶ αὐτὸ λέγεται, διότι εἶναι δυνατὸν πολλάκις νὰ γίνεται λόγος γιά «θεραπεία – ἑνότητα – εἰρήνευση», παρά ταῦτα νὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό, ἕως καὶ ἀντίθετο, τὸ περιεχόμενο τῶν παραπάνω ὅρων στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ στὸν “νού” τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα κατά τήν ἀποτύπωσή του στήν διαχρονία τῆς συνοδικῆς πράξης. Ἡ διαφοροποίηση αὐτή μάλιστα ἐκφράζεται ἀπό τὸν ἴδιο τὸν Θεό, διά τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «οὐ γάρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν, οὐδ᾿ ὥσπερ αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοί μου, λέγει Κύριος. ἀλλ᾿ ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου»[1].
Στή βάση τῶν ἀνωτέρω εἰσαγωγικῶν προτάσεων γίνεται κατανοητὸς ὁ θεραπευτικός χαρακτήρας, ἐν προκειμὲνῳ, τοῦ ἔργου τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σὲ ὅλα τά ἐπίπεδα ἐπί τῶν ὁποίων ἐπιλήφθηκε, ὄχι μὲ ὅρους κοινωνικῆς εἰρήνης ἀλλά ἀληθοῦς ὁμολογίας καὶ ἀποκοπῆς ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὅλων τῶν ἐμμενόντων στήν αἵρεση. Παρενθετικά νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, θεμελιωμὲνη ἀπαραιτήτως στήν μία ἀληθεύουσα πίστη, ἐκφράζεται σὲ τρία ἀλληλένδετα καὶ ἀλληλεξαρτώμενα ἐπίπεδα: ἅ. δογματικό, β. διοικητικό, γ. ἐορτολογικό, «πρὸς τὸ πάντας ἐν μιᾷ ἡμὲρᾳ ὁμοφώνως ἀναπέμπειν τὰς εὐχὰς τῇ ἁγίᾳ ἡμὲρᾳ τοῦ πάσχα»[2], προκειμὲνου νὰ μήν συναντᾶται πλέον τὸ φαινόμενο ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες νὰ ἑορτάζουν πανηγυρικά τήν Ἀνὰσταση καὶ ἄλλες νὰ νηστεύουν, ἀλλά καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ἡ πλήρης συμπόρευση τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὶς κινητές καὶ ἀκίνητες ἑορτές καθώς καὶ στὶς προβλεπόμενες νηστεῖες ἀποτελεῖ τήν ἐξωτερική ἔκφραση τῆς ὑπαρχούσης ἑνότητας ἐν τῇ πίστει, ὡς ἐν τὸπῳ φανερώσεις τῆς Μίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς πρός τήν θεραπεία τῶν σχισμάτων εἶναι ἀνὰγκη νὰ τονιστεῖ ὅτι εἶχε χαρακτήρα ὄχι συμφιλιωτικό, ὅπως φερ’ εἰπείν συνέβη κατά τίς ἡμὲρες μας στήν περίπτωση τοῦ οὐκρανικοῦ σχίσματος, ὅπου οἱ σχισματικοί καὶ ἀχειροτὸνητοι ἁπλῶς μετονομάστηκαν, μὲ πράξεις κενές χαρισματικοῦ περιεχομὲνου, σὲ κανονική Ἐκκλησία, ἀλλά θεραπευτικό, στή βάση τῆς ἑνότητας τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς κανονικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημειώνεται, καθώς συγκαλύπτοντας καὶ ὄχι ἐξαλείφοντας τίς ἀντιθέσεις, συντηρεῖται ἡ δυνατὸτητα μελλοντικῶν συγκρούσεων, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στήν ἀλλοίωση καὶ στήν ἐκ νέου διαίρεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἐξ’ ὅλων τῶν ἀνωτέρω γίνεται σαφές ὅτι ἡ διοικητική καὶ ἡ ἐορτολογική ἑνότητα ἀποτελοῦν τίς ἄμεσες δευτερογενεῖς ἐκφράσεις τῆς ὑπαρχούσης ἑνότητας ἐν τῇ πίστει, πράγμα πού σημαίνει ὅτι, ἀφενός, ἄν δέν ὑφίσταται τὸ θεμὲλιο τῆς δογματικῆς ἑνότητας, εἶναι φαιδρό, ὀξύμωρο καὶ θεολογικῶς ἄτοπο τὸ νὰ ἐπιζητεῖται διοικητική ἤ ἐορτολογική ἑνότητα καὶ συμπόρευση, ἐνῶ ἀφετέρου, ὑπαρχούσης τῆς δογματικῆς ἑνότητας, ἀποτελεῖ ζήτημα πού χρήζει θεραπείας ἡ διάσπαση τῆς διοικητικῆς καὶ ἐορτολογικής ἑνότητας.
Τὸ πνεῦμα τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἡ ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ πασχάλιου κανόνα, ἀποτυπώνονται ἔκδηλα στὸν 3ο “Λόγο κατὰ Ἰουδαίων” τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστὸμου, πού τιτλοφορεῖται «εἰς τοὺς τὰ πρῶτα πάσχα νηστεύοντας»[3], στήν προσπάθειά του νὰ θεραπεύσει, ὡς γνήσιος ποιμὲνας, τήν «ἄκαιρη φιλονεικία», ὅπως τήν ὀνομάζει, σὲ ὅσους δέν ἀποδέχθηκαν τὸν πασχάλιο κανόνα καὶ συνέχιζαν νὰ ἑορτάζουν τὸ Πάσχα μὲ διαφορετικό τρόπο, βάσει -ὑποτίθεται- ἀστρονομικῆς καὶ ἡμερολογιακῆς ἀκρίβειας, ὁ ὁποῖος ὅμως τούς διαφοροποιοῦσε καὶ τούς ξεχώριζε λατρευτικά ἀπό τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. «Σὺ δὲ οὐ προτιμᾷς τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας τὴν συμφωνίαν, ἀλλ’ ἵνα δόξῃς ἡμὲρας παρατηρεῖν, εἰς τὴν κοινὴν ἁπάντων ἡμῶν ἐμπαροινεῖς μητέρα, καὶ τὴν ἁγίαν διατέμνεις σύνοδον;»[4] θά ρωτήσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Συνεχίζοντας, θά προσθέσει ὅτι ἀκόμη κι ἄν ἀστρονομικῶς ἡ Ἐκκλησία σφάλλει, πράγμα ἐντελῶς ἀδιάφορο, πού δέν ἀγγίζει καὶ δέν ἐπηρεάζει τὸν σωτηριώδη καὶ ἁγιαστικό της χαρακτήρα, τὸ γεγονός αὐτὸ σὲ καμία περίπτωση δέν εἶναι δυνατὸν νὰ θεμελιώσει αἰτία διαίρεσης. Θά πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι τὸ κατ’ ὑπόθεσιν σφάλμα τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ στὸ ἐπίπεδό της ἀστρονομικῆς ἀκρίβειας καὶ μόνον, καὶ σὲ καμία περίπτωση στὸ δογματικό ἐπίπεδο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλλει δογματικά, καθώς τὸ συγκεκριμὲνο χαρακτηριστικό της δογματικῆς ἀσφάλειας εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς, πού διακρίνει τήν Μία Ἐκκλησία ἀπό τίς ἑτερόδοξες ἤ αἱρετικές κοινότητες, ἐνῶ ἀφετέρου, ἡ ἀστρονομική ἀκρίβεια, ἀποτελώντας ἕνα συμβατικό καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀτελές μὲγεθος, ἁπλῶς διευκολύνει, δίχως προφανῶς νὰ ὁρίζει τήν Ἐκκλησία: «Εἰ γὰρ καὶ ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατὸρθωμα ἀπὸ τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπὸ τῆς διαιρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος τούτου»[5]. Ενώ αμὲσως μετά εκφράζει συμπυκνωμὲνα αυτὸ ακριβώς το νόημα και τον σκοπό του πασχάλιου κανόνα: «ἓν μόνον ζητῶ, ὅπως ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ ἅπαντα ποιῶμεν, ὅπως μὴ, νηστευόντων ἡμῶν καὶ τοῦ δήμου παντὸς, καὶ τῶν ἱερέων τὰς κοινὰς ποιουμὲνων ὑπὲρ τῆς οἰκουμὲνης ἱκετηρίας, σὺ μὲνῃς μεθύων ἐπὶ τῆς οἰκίας»[6]. Ἡ ἐορτολογική διάσπαση προκαλεῖ τήν ἀναίρεση αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ γεγονότος, τὸ ὁποῖο ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει ὡς «ἅπαντα ποιῶμεν ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ». Κάποιοι νηστεύοντες νὰ προσφέρουν τήν λατρεία καὶ τίς δεήσεις στὸν μόνο τριαδικό Θεό, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι, τηρώντας ἄλλο πασχάλιο, νὰ παραμὲνουν «μεθύοντες ἐπὶ τῆς οἰκίας». Η σημειούμενη διαφοροποίηση μὲσα στὸ ίδιο προσευχόμενο εκκλησιαστικό σώμα «ἐννόησον πῶς διαβολικῆς ἐστιν ἐνεργείας»[7], τονίζει ὁ Χρυσόστομος. Ἡ κοινή προσφορά τῆς λατρείας, ἡ ἐορτολογική συμπόρευση τῶν τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀλλά καὶ ἡ ξεκάθαρη διαφοροποίηση ἀπό τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, προκειμὲνου νὰ μήν προκαλεῖται σύγχυση καὶ ἄμβλυνση τοῦ δογματικοῦ αἰσθητηρίου τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦν τήν, μὲ ἄλλες λέξεις, ἔκφραση τοῦ γράμματος καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ πασχάλιου κανόνα. Ἡ ὁμωνυμία τοῦ ὄρου «Πάσχα» καὶ στούς Ἰουδαίους ἀλλά καὶ στούς χριστιανούς, εἶναι πιθανόν νὰ δημιουργοῦσε λανθασμὲνα τήν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιά τήν αὐτή ἑορτή, σύγχυση ἡ ὁποία ἀσφαλῶς θά χειροτέρευε ἔτι περαιτέρω στήν περίπτωση ἑνός κοινοῦ ἑορτασμοῦ, ὡς φέροντος στοιχεῖα συγκρητισμοῦ. Γιά τὸν λόγο αὐτὸ ἡ σοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας θέσπισε δικλείδα ἀσφαλείας τὸ «μή μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα»[8], φανερώνοντας ὅτι οἱ ἑορτές, ἔχοντας χαρακτήρα λατρευτικό καὶ ὄχι κοινωνικό, ἀφοροῦν ἀποκλειστικά τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποφεύγοντας ρητά πράξεις ἤ κινήσεις πού θά προκαλοῦσαν σύγχυση ἤ διχόνοια.
Ὁ πασχάλιος κανόνας ἔφερε μάλιστα δυό καὶρια χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀπό μόνα τους θά ἔπρεπε νὰ πείσουν ἅπαντες ὡς πρός τήν ἄμεση ἀποδοχή καὶ τήρησή του. Πρῶτον, θεσπίστηκε μὲ πανορθόδοξη συμφωνία καὶ στὸχο τήν πανορθόδοξη ἑνότητα, καὶ δεύτερον, οἱ θεσπίσαντες αὐτὸν εἶχαν δώσει ὅλα τά προηγούμενα χρόνια, λόγω καὶ ἔργω, ἀψευδῆ ἐχέγγυα κατά τήν διάρκεια τῶν σκληρῶν διωγμῶν ὅτι εἶναι ἀδιαπραγμάτευτα ἀληθινοί ἐπίσκοποί της Ἐκκλησίας καὶ ὄχι λύκοι βαρεῖς πού παρασιτοῦν εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Συνεπῶς μόνη τους ἐπιδίωξη εἶναι ἡ εἰρήνευση καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω στὸ στέρεο θεμὲλιο τῆς ζώσας παράδοσης: «…πανταχόθεν ἐπανῄεσαν τὸτε τῶν Ἐκκλησιῶν οἱ προστάται τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ βαστάζοντες, καὶ πολλὰς ἔχοντες ἀριθμεῖν τιμωρίας, ἃς διὰ τὴν ὁμολογίαν ὑπέμειναν. Οἱ μὲν γὰρ εἶχον εἰπεῖν μὲταλλα καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς ταλαιπωρίαν, οἱ δὲ δημεύσεις τῶν ὄντων ἁπάντων, οἱ δὲ λιμοὺς, οἱ δὲ πληγὰς συνεχεῖς· καὶ οἱ μὲν τὰς πλευρὰς κατεξεσμὲνας, οἱ δὲ τὰ νῶτα συντριβέντα, οἱ δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξορυγέντας, οἱ δὲ ἄλλο τι τοῦ σώματος μὲρος ἀφῃρημὲνους ἑαυτοὺς διὰ τὸν Χριστὸν ἐπιδείκνυσθαι εἶχον. Καὶ ἀπὸ τῶν ἀθλητῶν τούτων ἡ σύνοδος ἅπασα συγκεκρότητο τὸτε, καὶ μετὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦτο ἐνομοθέτησαν, ὥστε κοινῇ καὶ συμφώνως τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐπιτελεῖν»[9]. Θέλοντας ὁ Χρυσόστομος νὰ ἀποδείξει καὶ ἁγιογραφικῶς ὅτι οἱ κανονικές προβλέψεις πού θέσπισαν οἱ Πατέρες, φέρουν μὲ ἀσφάλεια τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ, προσθέτει καὶ τοῦτο: «Εἰ δὲ ὅπου δύο ἢ τρεῖς, μὲσος ἐστὶν ὁ Χριστὸς, ὅπου τριακόσιοι καὶ πολλῷ πλείους παρῆσαν, πολλῷ μᾶλλον παρῆν, καὶ πάντα ἐτύπου καὶ ἐνομοθέτει»[10], πράγμα τὸ ὁποῖο δέν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιβολίας καὶ ἀπιστίας περί τοῦ αἰώνιου κύρους τοῦ πασχάλιου κανόνα.
Σύμφωνα μὲ ὅλα τά ἀνωτέρω, ἄν συμβατικά θελήσουμε νὰ ἀποδώσουμε μὲ μία φράση ὅλο τὸ πνεῦμα τοῦ πασχάλιου κανόνα, αὐτή δέν θά ἦταν ἄλλη ἀπό τήν «διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας σὲ ὅλα τά ἐπίπεδα».
Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου τὸ ἔτος 1582 ἀπό τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ ἀποτελεῖ τήν πρώτη θεσμική ἀκύρωση τῶν κριτηρίων, πού θέτει ὁ πασχάλιος κανόνας, ἐφόσον εἶναι δυνατὸν τὸ Πάσχα τῶν Λατίνων νὰ ἑορτάζεται καὶ πρό καὶ μαζί καὶ μετά τὸ Ἰουδαϊκό Πάσχα. Ἔκτοτε ἔγιναν πολλές προσπάθειες καὶ ἀσκήθηκαν πολλές πιέσεις ἀπό τήν Δύση, προκειμὲνου τὸ Γρηγοριανό ἡμερολόγιο νὰ γίνει ἀποδεκτὸ καὶ στήν Ἀνατολή, ἤ ἔστω στὶς Ἐνετοκρατούμενες περιοχές, οἱ ὀρθόδοξοι νὰ συνεορτάζουν τὸ Πάσχα ἀπό κοινοῦ μὲ τούς Λατίνους, πλήν ὅμως τά ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα σταθερά ἀρνοῦνταν νὰ συμπράξουν σὲ κάτι τέτοιο.
Πέραν ὅλων τῶν λοιπῶν προβλημάτων πού θά δημιουργοῦσε ἡ ἀποδοχή τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, οἱ τοπικές ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔθεσαν εὐθέως τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ ἡμερολόγιο ἀποτελεῖ ἐπιπρόσθετα καὶ ζήτημα δηλωτικό καὶ ταυτοτικό τοῦ ἀνήκειν ἀντίστοιχα στήν Δύση ἤ στήν Ἀνατολή. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἡμερολόγιο ἀποτελοῦσε μία ἀσφαλιστική δικλείδα ἀναγνώρισης καὶ προστασίας τῶν ὀρθοδόξων λαῶν[11] ἀπέναντι στὶς συνεχεῖς καὶ ὕπουλες προσηλυτιστικές ἐνέργειες τῶν Δυτικῶν, Λατίνων καὶ Προτεσταντῶν καὶ μάλιστα «ὥς τις ἰδιαίτερος δεσμὸς τονώνων ἐπὶ πλέον τὴν ἑνότητα αὐτῶν ὡς ἰδιαιτέρας χριστιανικῆς ὁλότητος»[12]. Γιά νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ συγκεκριμὲνο γεγονός, τὸ αὐτὸ ἰσχύει σήμερα στήν Οὐκρανία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπό τίς πρῶτες ἀλλαγές πού ἀκολούθησαν μετά τήν ἀπόδοση τοῦ Τὸμου αὐτοκεφαλίας, ἦταν ἡ ἀλλαγή τοῦ ἑορτολογίου, μὲ ἀποτέλεσμα ὅσοι ἀνήκουν στὸν κανονικό Μητροπολίτη Ὀνούφριο νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παλαιό ἑορτολόγιο, ἐνῶ ὅσοι τάχθηκαν μὲ τήν μερίδα τοῦ Ἐπιφανίου νὰ ἀκολουθοῦν τὸ νέο Γρηγοριανό. Τὸ ἡμερολόγιο στήν Οὐκρανία ἀποτελεῖ δηλωτικό χαρακτηριστικό της ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, στήν ὁποία ἀνήκει ὁ καθένας. Ἀξιοσημείωτο ἐπίσης τυγχάνει τὸ γεγονός ὅτι τὸ ἡμερολόγιο ἀναφέρθηκε, ἤδη ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἵ., ὡς μία ἀπό τίς μεθόδους προσὲγγισης Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, ἐνῶ λίγα χρόνια ἀργότερα, παύει νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπί 4 αἰῶνες πάγια ἄρνηση τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ ἀποδεχθεῖ ἤ ἔστω νὰ συζητήσει τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου «διότι τὸ τοιοῦτον δὲν θὰ ἦτο ἄνευ ἐπιρροῆς καὶ ζημιῶν καὶ διὰ τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα τῶν ἡμετέρων χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ καθόλου διὰ τὸ συμφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας»[13].
Στὶς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1923, στήν πατριαρχική ἐπιστολή πού ἀποστέλλει ὁ πολυτάραχος καὶ ταραχώδης Μελέτιος Μεταξάκης, ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πρός τούς προέδρους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀναφέρει τήν ἀνὰγκη ρύθμισης τοῦ ἡμερολογίου ὡς ζητήματος πού ἐξόχως προέχει, «προσλαβὸν μείζονα ἐφ’ ἡμῶν τὴν σπουδαιότητα»[14] πρός ἐξυπηρέτηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, μὲ σκοπό νὰ ὁριστεῖ «ὁ ἐν τῇ αὐτῇ ἡμὲρᾳ ἑορτασμὸς τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ πάντων τῶν εἰς αὐτὸν πιστευόντων»[15]. Καὶ ἐνῶ ὁ ταυτὸχρονος συνεορτασμός ἀφορᾶ πάγια τήν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐδῶ διευρύνονται τά ὅρια συνεορτασμοῦ καὶ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλους ὅσοι δηλώνουν ἐν γένει χριστιανοί, προκειμὲνου νὰ ἐπιτευχθεῖ «προσὲγγισις τῶν δύο χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἐν τῷ ἑορτασμῷ τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν»[16].
Στήν φράση αὐτή, ἡ ὁποία ἔρχεται ἐκκλησιολογικῶς ὡς συνέχεια τῶν δυό ἐγκυκλίων του 1902[17] και 1920[18], ὅπου πρώτη φορᾶ οἱ αἱρέσεις καλοῦνται “ἐκκλησίες καὶ ἀναδενδράδες τοῦ χριστιανισμού”, ὑποκρύπτεται ἡ ἐκκλησιολογική διαφοροποίηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρός τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πράγμα τὸ ὁποῖο θά ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ λίγους μῆνες ἀργότερα, στούς διαλόγους πού ἔλαβαν μὲρος στὸ λεγόμενο “Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινούπολης”, τὸν Μάιο τοῦ 1923. Καὶ ἐνῶ δέν ὑφίστατο τὸ ὁποιοδήποτε ἐνδοορθόδοξο πρόβλημα πού νὰ σχετίζεται μὲ τὸ ἡμερολόγιο, ἐν τούτοις οἱ ἀποφάσεις πού ὑπεγράφησαν, δημιούργησαν τὸ ἡμερολογιακό πρόβλημα, πού καὶ αὐτὸ μὲ τή σειρά τοῦ προκάλεσε τήν διάσπαση τῆς ἐορτολογικῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν κατά τὸπους ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διάσπαση ἡ ὁποία ὑφίσταται ἕως καὶ σήμερα ὡς ἄλυτο πρόβλημα, καὶ ὑποτίθεται -ἐδῶ καὶ ἕναν αἰώνα- ἐπίδικο πρός μία πανορθόδοξη συνοδική ἐπίλυση.
Τὸ ἐν λόγῳ Συνέδριο, παρότι αὐτοαποκαλεῖται ὡς «Πανορθόδοξο» καὶ προϊδεάζει ἴσως γιά κάτι μεγαλειῶδες, ἐν τούτοις ἀποτελοῦνταν ἀπό 7 ἀρχιερεῖς καὶ 3 λαϊκούς (2 καθηγητές καὶ 1 γερουσιαστής). Οὐσιαστικά ἦταν μία συνὰντηση ὑπό τὸν Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, χωρίς τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, τήν κανονικότητα τῆς ὁποίας ἀμφισβήτησε ἐκ τῶν ὑστέρων ἀκόμη καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στή σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς 27-12-1923. Ὡς πρός τήν ὀνομασία αὐτῆς τῆς συνὰντησης ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀρχική της ὀνομασία ἦταν «Διορθόδοξος Ἐπιτροπή», πλήν ὅμως, στήν Γ΄ Συνεδρία αὐτῆς, ἔλαβε τὸν λόγο ὁ Δυρραχίου Ἰάκωβος, προτείνοντας τήν μετονομασία αὐτῆς σὲ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» διότι ὅπως αἰτιολόγησε, «αὔριον θὰ καταλήξωμεν εἰς ἀποφάσεις....πλήν, ἄλλο κῦρος θὰ ἔχωσι ἐξαγγελόμεναι ὡς ἀποφάσεις Πανορθοδόξου Συνεδρίου καὶ ἄλλο ὡς ἀποφάσεις Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[19], πρόταση ἡ ὁποία ἔγινε ὁμόφωνα δεκτή.
Στήν Β΄ Συνεδρία ἀκολούθησε μία συζήτηση, στήν ὁποία κατατίθεντο προτάσεις γιά τὸν καταρτισμό ἑνός καταλόγου διαφόρων θεμάτων πρός ἐπίλυση, θεματολογία πού, ἄν μή τί ἄλλο, προδίδει τὸ θεολογικό ἐπίπεδο, τὸν χαρακτήρα καὶ τίς στοχεύσεις τοῦ ἐν λόγῳ συνεδρίου. Στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ὅπου γινόταν ἡ συζήτηση γιά τήν γενόμενη ἀποδοχή τοῦ ἐγκύρου τῶν Ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν, τέθηκε ἀνοικτά τὸ ζήτημα ἀπό τὸν Μητροπολίτη Νικαὶας Βασίλειο «ὅπως ὑπὸ τῆς Πανορθοδόξου Ἐπιτροπῆς γένηται σκέψις καὶ περὶ ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομὲνης καὶ τῆς Ρωμαϊκῆς»[20]. Γιά τὸν Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, ἄλλωστε, ὅπως προκύπτει ἀπό τά Πρακτικά, δέν ὑφίστατο δογματική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων. Κατά τὸν Μεταξάκη «ἡ κυρία αἰτία, ἥτις ἐπέφερε τὸ σχίσμα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, συνίσταται πρωτίστως ἐν τῇ ἀντιλήψει τοῦ τρόπου περὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ λύσεως τῶν ἐν αὐτῇ ζητημάτων»[21].
Στήν Ἔ΄ Συνεδρία παρευρίσκετο ἐκ δεξιῶν του Πατριάρχη, ὡς ἀκροατής, ὁ Ἀγγλικανός ἐπίσκοπος, τέως Ὀξφόρδης, Gore, μὲ τὸν ὁποῖο ἔλαβε χώρα ἕνας ἀποκαλυπτικός διάλογος. Στήν προσφώνηση πού ἔκανε ὁ Πατριάρχης, μεταξύ ἄλλων, εἶπε καὶ τά ἑξῆς: «Σεβασμιώτατε...μεταξύ τῶν ζητημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἀπασχολήσωσιν, ἔχομεν καταγράψη καὶ τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν ἕνωσιν ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἕνωσιν τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας. Ἰδοὺ διατὶ χαιρετίζομεν μὲ ἰδιαιτέραν ὅλως χαράν την Ὑμ. Σεβασμιότητα, ὡς πρόεδρον τῆς ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἐργάζεται ἐν Λονδίνῳ πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν. Γνωρίζομεν τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ὅτι ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὴν ἕνωσιν καὶ ὅτι ἐργάζεται ἀνενδότως δι’ αὐτὸ, θὰ χαρῇ δὲ ἀναμφιβόλως πληροφορουμὲνη ἐπὶ συνεδρίας τοῦ Πανορθοδόξου Συνεδρίου ὅτι ὁ πόθος τῆς ἑνώσεως καὶ ἡ πίστις εἰς τὸ δυνατὸν αὐτῆς ἐν μὲλλοντι προσεχεῖ ἠύξησε σημαντικῶς εἰς ὅλας ἐν γένει τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας....Εάν ἡ Ὑμετέρα Σεβασμιότης ἐνδιαφέρεται νὰ πληροφορηθῇ εἰς ποῖον σημεῖον εὑρισκόμεθα θὰ τὴ εἴπω ὅτι ἀπεφασίσαμεν νὰ ἐφαρμόσωμεν τὸν κανόνα της α΄ ἐν Νικαὶᾳ Συνόδου ἐπιστημονικῶς....Μὲνει ἡ διαφορὰ ὡς πρὸς τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα. Ἵνα συμφωνήσωμεν πρέπει καὶ σεὶς νὰ διορθώσητε καταλλήλως τὸ ἡμερολόγιόν σας»[22], ενώ λίγο αργότερα εκφράστηκε η ευχή εκ μὲρους όλης της ομήγυρης «ὅπως ἐξευρεθῇ ἐπιστημονικῶς ἡ Κυριακή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνέστη ὁ Κύριος ἡμῶν»[23], φράση πού ἴσως ὑποδηλώνει τήν πρόθεση θέσπισης σταθερῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Ὁ ἀγγλικανός Gore ἀπάντησε: «Τὸ ζήτημα τοῦτο ἀφορᾶ ὅλους. Ὑπάρχει ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ ἡμερολογίου ἐργαζομὲνη ἐν τῷ Βατικανῷ. Μοὶ εἶπον ὅτι ὁ Πάπας εἶνε διατεθειμὲνος νὰ προβῇ εἰς μεταρρυθμίσεις τοῦ ἡμερολογίου. Δὲν γνωρίζω ἐὰν ἡ ἐπιτροπὴ τοῦ Βατικανοῦ κατέληξεν εἰς ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ θὰ ἦτο καλὸν νὰ ἐπιτευχθῇ μία διαρρύθμισις ἡμερολογιακὴ τοιαύτη, ἡ ὁποία νὰ συντελέση ὥστε ὅλοι οἱ χριστιανοὶ νὰ ἑορτάζωμεν ταυτοχρόνως τὸ ἅγιον Πάσχα»[24].
Ἕνα ἐπιπρόσθετο στοιχεῖο πού προκύπτει ἀπό τά Πρακτικά τοῦ Συνεδρίου ἦταν ὅτι ὑπῆρχε ὁ σχεδιασμός γιά δυό ἔτη ἀργότερα, δήλ. γιά τὸ ἔτος 1925, στήν ἐπέτειο τῶν 1600 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νὰ λάβει χώρα Πανορθόδοξη Οἰκουμενική Σύνοδος. Μάλιστα σχετικῶς μὲ αὐτὸ, ἀναφέρθηκε ὅτι θά ἀποτελοῦσε εὐχή ὄλου τοῦ Συνεδρίου νὰ ἀποσταλοῦν προσκλήσεις πρός ὅλες τίς Ἐκκλησίες πού ἀποδέχονται τὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας, πράγμα πού σημαίνει ὄχι μόνον πρός τίς ὁμολογίες τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ ἀλλά καὶ πρός τούς μονοφυσίτες, νεστοριανούς καὶ λοιπούς ἀντιχαλκηδόνιους τῆς Ἀνατολῆς. Πρός τοῦτο τοποθετήθηκε συναφῶς καὶ ὁ Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Ἀγαθάγγελος, ἀπευθυνόμενος πρός τὸν Πατριάρχη: «Παναγιώτατε...δεόμεθα τοῦ εἰρηνοδότου Θεοῦ ὅπως κατὰ τὸ 1925, ἤτοι 1600 ἀκριβῶς ἔτη μετὰ τὴν πρώτην ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανικὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν Νικαὶᾳ τὸ 325, συγκληθῇ διὰ τῶν θεοπειθὼν Ὑμῶν εὐχῶν, ὄχι μόνον Πανορθόδοξος Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ καὶ Παγχριστιανικὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀναντιρρήτως θρησκευτικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἐργαζομὲνη θὰ συντελέση ἀναμφιβόλως ὑπὲρ τῆς εὐκταίας καὶ ἐφετῆς ὑπὸ πάντων τῶν τῆς ὑφηλίου εὖ φρονούντων ἀνθρώπων, καὶ πραγματικῶς κοινωφελεστάτης εἰρήνης τοῦ σύμπαντος Κόσμου»[25]. Καὶ παρότι ἡ ἀρχική δήλωση τοῦ Μεταξάκη, ἡ ἀφορώσα τὸν χαρακτήρα τοῦ Συνεδρίου τοῦ 1923 ὑποστήριζε ὅτι «ἡμεῖς δὲν εἴμεθα συγκεκροτημὲνοι εἰς Σύνοδον, ᾖς αἱ ἀποφάσεις θὰ ἠξίουν νὰ ἐφαρμοσθῶσιν ὡς κανονικαὶ διατάξεις. Ἐργαζόμεθα ὡς Ἐπιτροπὴ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ᾖς αἱ ἀποφάσεις θὰ λάβωσι κῦρος πρὸς ἐφαρμογὴν εἴτε ἀπὸ Συνόδου Πανορθοδόξου εἴτε ἀπὸ τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν ὑπὸ τῶν Συνόδων μιᾶς ἑκάστης τῶν ἐπὶ μὲρους Ἁγίων Ἐκκλησιῶν»[26], ἐν τούτοις τά ἱστορικά γεγονότα πού ἀκολούθησαν καὶ ὁ τρόπος πού αὐτά ἐξελίχθηκαν, διαψεύδουν τὸν ἀνωτέρω ἰσχυρισμό. Ἡ ἐπιβολή τετελεσμὲνων καὶ μάλιστα ἄνευ προηγούμενης ἐξασφάλισης τῆς Πανορθόδοξης συμφωνίας, δημιούργησε κλίμα ψυχρότητας καὶ καχυποψίας. Εἶναι χαρακτηριστική, ἀλλά καὶ ἐνδεικτική του διαμορφωθέντος κλίματος, ἡ διευκρίνηση πού ἐπίμονα ζητᾶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὅταν, ὡς Μητροπολίτης Ἀχρίδος συμμετεῖχε στήν «Προκαταρκτική Ἐπιτροπή τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», στήν Ἱερά Μονή Βατοπεδίου τὸν Ἰούνιο τοῦ 1930: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾶ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχη σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου εὐχαριστεῖ καὶ αὔθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου.... ἡ Ἐκκλησία της Σερβίας εὐχαρίστως ἀπέστειλεν Ἀντιπροσωπείαν εἰς αὐτὸ καὶ ἐκ τῶν Ἀποφάσεων αὐτοῦ ἱκανοποιήθη, ἐξεπλάγη ὅμως, ἰδοῦσα ταύτας τιθεμὲνας εἰς πρᾶξιν καὶ ἐφαρμογήν…Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ μείνη τί σκοτεινὸν ἐξ ὅσων ἐλάλησα πρὸ ὀλίγου. Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης Συσκέψεως, ἐν ἢ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους, ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶναι γνωστὸν ὅτι αἱ Ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καὶπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδος τί σχίσματος....Διό καὶ παρακαλοῦμεν εὐλαβῶς ὅπως ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως βεβαιώση ἡμᾶς ὅτι αἱ Ἀποφάσεις τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς θὰ θεωρηθῶσιν ὡς προπαρασκευαστικαὶ καὶ οὐχὶ ὡς Ἀποφάσεις μὲλλουσαι νὰ τεθῶσιν ἀμὲσως εἰς ἐφαρμογήν»[27].
Μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ αὐτοπροσδιοριζόμενου “Πανορθοδόξου Συνεδρίου” τοῦ 1923 συναντᾶ κανείς δυό ἀντίθετες μεταξύ τούς ἐκκλησιολογικές προθέσεις. Στήν Ἅ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὁμολογεῖται ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διατυπώνεται ρητά διά τοῦ «ὁμοουσίου», ἐνῶ καθαιροῦνται καὶ ἀναθεματίζονται ὅσοι στέκονται διαιρετικά, ἐμμὲνοντες σὲ αἱρετικές ἑρμηνεῖες τῆς αὐτῆς πίστης. Θεμελιώδης ἄξονας πού διαπερνᾶ ὅλα τά συνοδικῶς ἐκφρασθέντα, εἶναι ἡ πανορθόδοξη συμφωνία καὶ ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν oρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπί τῇ βάσει τῆς μίας πίστεως, βάση ἡ ὁποία μὲ τρόπο διαυγῆ δείχνει τίς δογματικές διαφοροποιήσεις ὅσων ἐξέπεσαν λόγω αἱρέσεως ἐκ τῆς κοινωνίας καὶ ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ αὐτὸ πνεῦμα κινεῖται ἀσφαλῶς καὶ ὁ πασχάλιος κανόνας, διακρίνοντας σαφῶς τήν Μία Ἐκκλησία, γιά τήν ὁποία ἄλλωστε ὁρίζει τά περί ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀπό τίς ἀρειανικές καὶ ἰουδαϊκές κοινότητες.
Στὸ Συνέδριο τοῦ 1923, ὄχι μόνον δέν ὑπάρχει ἡ βούληση γιά ἐπιδίωξη καὶ τὸνωση τῆς πανορθόδοξης συμφωνίας καὶ ἑνότητας, ἀλλά ἀντίθετα, τίθεται ὡς κατά προτεραιότητα στὸχευση ἡ παγχριστιανική ἑνότητα μὲ τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, εἰς βάρος τῆς πανορθόδοξης εἰρήνης καὶ κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, τή στιγμή μάλιστα πού ἦταν ἤδη γνωστὸ, ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οἱ ἀποφάσεις περί τοῦ ἡμερολογίου θά προκαλέσουν ἀρνητικές συνέπειες στὶς σχέσεις κοινωνίας μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πράγμα τὸ ὁποῖο, ἄλλωστε, ἱστορικά συνέβη. Τὸ γεγονός αὐτὸ ὅμως δέν ἄλλαξε τίποτα στά ἀποφασισθέντα.
Πίσω ἀπό τίς δυό, ἀντίθετες μεταξύ τους, θέσεις καὶ προθέσεις περί πασχαλίου, ὑποκρύπτονται, ἀντιστοίχως, δυό ἀντίθετες ἐκκλησιολογικές θεωρήσεις περί τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἅ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐκφράζεται ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ ἑνός σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τὸ ὁποῖο ἐξέπεσαν οἱ αἱρετικοί, ἐνῶ στούς διαλόγους τοῦ 1923 ὑποβόσκει ἡ λεγόμενη «περιεκτική ἐκκλησιολογία», κατά τήν ὁποία ὑφίστανται, μὲ διαβάθμιση ἐκκλησιαστικῆς πληρότητας, περισσότερές της Μίας Ἐκκλησίας, στὸ πλαίσιο τῆς μή ταύτισης τῶν χαρισματικῶν καὶ τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς ἀποδοχῆς συναφοῦς δογματικῆς ποικιλίας. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ «περιεκτική ἐκκλησιολογία», τῆς ὁποίας ἐπιγεννήματα ἀποτελοῦν ἡ βαπτισματική καὶ ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία ὑπό ἕναν “Πρῶτο”, διατρέχει ὅλα τά κείμενα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου, ἐνῶ δυστυχῶς τά ἀποτυπώματά της ἐντοπίζονται καὶ σὲ τουλάχιστον 3 κείμενα τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τοῦ 2016. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα, οἱ διάφορες χριστιανικές ὁμολογίες ἀποτελοῦν τίς ἰδιαίτερες ἐκφράσεις τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν, οἱ ὁποῖες μετέχουν τῆς μίας Ἐκκλησίας, ἐπί τῇ βάσει ἑνός δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ μὲ ἀπόλυτη προτεραιότητα τήν μεταξύ τούς κοινωνία, ὑπό τὸ σύνθημα τοῦ Y. Congar, «ἑνότητα στήν πίστη καὶ ἑτερότητα στὶς διατυπώσεις». Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ὅρος «μετέχουν», ἀποτελεῖ τὸν ὄρο “κλειδί” τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας», διά τοῦ ὁποίου ὀρθοδοξία καὶ ἑτεροδοξία καθίστανται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, ὡς ἐκφράσεις διαφορετικότητας τῆς Μίας Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μὲ ὅλα τά ἀνωτέρω προκαλεῖται ἔντονος προβληματισμός, στὸ ἐάν οἱ ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καὶ 1920, οἱ μονομερεῖς ἀποφάσεις τοῦ Πανορθοδόξου Συνεδρίου τοῦ 1923, ἡ Σύνοδος τοῦ 2016 μὲ τήν προσπάθεια διεύρυνσης τῶν ἐκκλησιολογικῶν ὁρίων, ἡ ἀναγνώριση ἱερωσύνης ἐκτὸς Ἐκκλησίας στήν περίπτωση τοῦ οὐκρανικοῦ σχίσματος, καὶ ἐσχάτως ἡ εὐχή παγίωσης τρόπου συνεορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μὲ κοινότητες αἱρετικῶν, ἀποτελοῦν ἄσχετα μεταξύ τούς γεγονότα ἤ γεγονότα συνεργαζόμενα, ἐν εἴδει ἀναβαθμῶν, διά τῶν ὁποίων ἐπιδιώκεται ἡ ἐπιβολή μίας νέας ἐκκλησιολογίας περιεκτικοῦ χαρακτήρα, ἡ ὁποία, ἔχοντας ἀπροσδιόριστα διευρυμὲνα ἐκκλησιολογικά ὅρια, καθίσταται μία «βολική» ἐκκλησιολογία τῆς «παγχριστιανικῆς ἑνότητας».
Συμπερασματικά καὶ ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, τὸ Συνέδριο τοῦ 1923 βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τοῦ ἐνοποιοῦ καὶ θεραπευτικοῦ χαρακτήρα τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπιδιώκοντας ὡς προτεραιότητα τὸν ἀπροϋπόθετο συνεορτασμό μὲ τίς αἱρετικές κοινότητες τῆς Δύσης, εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, φέρει χαρακτήρα ἀναιρετικό της ἐορτολογικῆς ἑνότητας τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τοῦ ἐν γένει πνεύματος τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Ἀθανὰσιο, «διὰ τὴν ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ πάσχα συνήχθη»[28].
Ἡ ἐκκλησιολογικὴ διάσταση τοῦ Πασχάλιου κανόνα στὸ πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (1923)
Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα: "Πασχάλιος Κανόνας: Ὅρος ἀμετακίνητος ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" (ΟΤΕ Academy, 01-02-2025, Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν)
Ὑπὸ τοῦ Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή
ὑπ. δρ. στὸν Τομὲα Πατερικῶν Σπουδῶν, Ἱστορίας Δογμάτων καὶ Συμβολικῆς,
Θεολογικὴ Σχολὴ Ε.Κ.Π.Α.
Ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὑπῆρξε ἀναμφίβολα τὸ κύριο καὶ πρώτιστο ἔργο ὅλων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως δὲ τῶν Οἰκουμενικῶν, οἱ ὁποῖες συγκλήθηκαν ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ αἰτίες τῆς διαβρωτικῆς διάσπασης καὶ νὰ ἐπέλθει ἡ θεοφιλὴς εἰρήνευση. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ εἰρήνη, ὅμως, ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἀναφέρεται σὲ μία εἰρήνη κοινωνικοῦ τύπου, ποὺ βασίζεται στὴν ὅποια συμβιβαστικὴ συμφωνία, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τῆς ἐν πίστει δογματικῆς ἑνότητας. Καὶ αὐτὸ λέγεται, διότι εἶναι δυνατὸν πολλάκις νὰ γίνεται λόγος γιὰ «θεραπεία – ἑνότητα – εἰρήνευση», παρὰ ταῦτα νὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό, ἕως καὶ ἀντίθετο, τὸ περιεχόμενο τῶν παραπάνω ὅρων στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ στὸν "νοῦ" τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἀποτύπωσή του στὴν διαχρονία τῆς συνοδικῆς πράξης. Ἡ διαφοροποίηση αὐτὴ μάλιστα ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, διὰ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «οὐ γὰρ εἰσιν αἱ βουλαὶ μοῦ ὥσπερ αἱ βουλαὶ ὑμῶν, οὐδ᾿ ὥσπερ αἱ ὁδοὶ ὑμῶν αἱ ὁδοί μου, λέγει Κύριος. ἀλλ᾿ ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδὸς μοῦ ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου»[29] .
Στὴ βάση τῶν ἀνωτέρω εἰσαγωγικῶν προτάσεων γίνεται κατανοητὸς ὁ θεραπευτικὸς χαρακτῆρας, ἐν προκειμὲνῳ, τοῦ ἔργου τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐπιλήφθηκε, ὄχι μὲ ὅρους κοινωνικῆς εἰρήνης ἀλλὰ ἀληθοῦς ὁμολογίας καὶ ἀποκοπῆς ἐκ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὅλων τῶν ἐμμενόντων στὴν αἵρεση. Παρενθετικὰ νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, θεμελιωμὲνη ἀπαραιτήτως στὴν μία ἀληθεύουσα πίστη, ἐκφράζεται σὲ τρία ἀλληλένδετα καὶ ἀλληλεξαρτώμενα ἐπίπεδα: α. δογματικό, β. διοικητικό, γ. ἑορτολογικό.
Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι ὡς πρὸς τὸ δογματικὸ ἐπίπεδο ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁμολόγησε τὸν Υἱὸ ὡς ὑπόσταση ὁμοούσια, συναΐδια καὶ ὁμότιμη μὲ τὸν Πατέρα, καθαιρῶντας καὶ ἀναθεματίζοντας τοὺς ἀμετανόητους ἀρειανοὺς ἐπισκόπους. Ὡς πρὸς τὸ διοικητικὸ ἐπίπεδο, θεράπευσε, μὲ αὐστηρὲς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις, τὰ σχίσματα ποὺ ἕως τὸτε ὑφίσταντο (Μελιτιανοί, Κολλουθιανοί, Παυλιανίσαντες, Νοβατιανοί), ἐνῷ ὡς πρὸς τὸ ἑορτολογικό, ἐξέδωσε τὸν πασχάλιο κανόνα, βάσει τοῦ ὁποίου ὁριζόταν συγκεκριμὲνος τρόπος ὑπολογισμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, «πρὸς τὸ πάντας ἐν μὶᾷ ἡμὲρᾳ ὁμοφώνως ἀναπέμπειν τὰς εὐχὰς τῇ ἁγὶᾳ ἡμὲρᾳ τοῦ πάσχα»[30] , προκειμὲνου νὰ μὴν συναντᾶται πλέον τὸ φαινόμενο ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες νὰ ἑορτάζουν πανηγυρικὰ τὴν Ἀνὰσταση καὶ ἄλλες νὰ νηστεύουν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ἡ πλήρης συμπόρευση τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὶς κινητὲς καὶ ἀκίνητες ἑορτὲς καθὼς καὶ στὶς προβλεπόμενες νηστεῖες ἀποτελεῖ τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση τῆς ὑπαρχούσης ἑνότητας ἐν τῇ πίστει, ὡς ἐν τὸπῳ φανερώσεις τῆς Μίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς πρὸς τὴν θεραπεία τῶν σχισμάτων εἶναι ἀνὰγκη νὰ τονιστεῖ ὅτι εἶχε χαρακτῆρα ὄχι συμφιλιωτικό, ὅπως φὲρ’ εἰπεῖν συνέβη κατὰ τὶς ἡμὲρες μας στὴν περίπτωση τοῦ οὐκρανικοῦ σχίσματος, ὅπου οἱ σχισματικοὶ καὶ ἀχειροτὸνητοι ἁπλῶς μετονομάστηκαν, μὲ πράξεις κενὲς χαρισματικοῦ περιεχομὲνου, σὲ κανονικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ θεραπευτικό, στὴ βάση τῆς ἑνότητας τῆς δογματικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς κανονικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημειώνεται, καθὼς συγκαλύπτοντας καὶ ὄχι ἐξαλείφοντας τὶς ἀντιθέσεις, συντηρεῖται ἡ δυνατὸτητα μελλοντικῶν συγκρούσεων, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀλλοίωση καὶ στὴν ἐκ νέου διαίρεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἐξ’ ὅλων τῶν ἀνωτέρω γίνεται σαφὲς ὅτι ἡ διοικητικὴ καὶ ἡ ἑορτολογικὴ ἑνότητα ἀποτελοῦν τὶς ἄμεσες δευτερογενεῖς ἐκφράσεις τῆς ὑπαρχούσης ἑνότητας ἐν τῇ πίστει, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ἀφ' ἑνός, ἂν δὲν ὑφίσταται τὸ θεμὲλιο τῆς δογματικῆς ἑνότητας, εἶναι φαιδρό, ὀξύμωρο καὶ θεολογικῶς ἄτοπο τὸ νὰ ἐπιζητεῖται διοικητικὴ ἢ ἑορτολογικὴ ἑνότητα καὶ συμπόρευση, ἐνῷ ἀφ' ἑτέρου, ὑπαρχούσης τῆς δογματικῆς ἑνότητας, ἀποτελεῖ ζήτημα ποὺ χρήζει θεραπείας ἡ διάσπαση τῆς διοικητικῆς καὶ ἑορτολογικῆς ἑνότητας.
Τὸ πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἡ ἐκκλησιολογικὴ διάσταση τοῦ πασχάλιου κανόνα, ἀποτυπώνονται ἔκδηλα στὸν 3ο "Λόγο κατὰ Ἰοὐδαίων" τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστὸμου, ποὺ τιτλοφορεῖται «εἰς τὸὺς τὰ πρῶτα πάσχα νηστεύοντας»[31] , στὴν προσπάθειά του νὰ θεραπεύσει, ὡς γνήσιος ποιμὲνας, τὴν «ἄκαιρη φιλονεικία», ὅπως τὴν ὀνομάζει, σὲ ὅσους δὲν ἀποδέχθηκαν τὸν πασχάλιο κανόνα καὶ συνέχιζαν νὰ ἑορτάζουν τὸ Πάσχα μὲ διαφορετικὸ τρόπο, βάσει -ὑποτίθεται- ἀστρονομικῆς καὶ ἡμερολογιακῆς ἀκρίβειας, ὁ ὁποῖος ὅμως τοὺς διαφοροποιοῦσε καὶ τοὺς ξεχώριζε λατρευτικὰ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. «Σὺ δὲ οὐ προτιμᾷς τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας τὴν συμφωνίαν, ἀλλ’ ἵνα δὸξῃς ἡμὲρας παρατηρεῖν, εἰς τὴν κοὶνὴν ἁπάντων ἡμῶν ἐμπαροινεῖς μητέρα, καὶ τὴν ἁγίαν διατέμνεις σύνοδον;»[32] θὰ ρωτήσει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Συνεχίζοντας, θὰ προσθέσει ὅτι ἀκόμη κι ἂν ἀστρονομικῶς ἡ Ἐκκλησία σφάλλει, πρᾶγμα ἐντελῶς ἀδιάφορο, ποὺ δὲν ἀγγίζει καὶ δὲν ἐπηρεάζει τὸν σωτηριώδη καὶ ἁγιαστικό της χαρακτῆρα, τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεμελιώσει αἰτία διαίρεσης. Θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι τὸ κατ’ ὑπόθεσιν σφάλμα τῆς Ἐκκλησίας ἀφορᾶ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀστρονομικῆς ἀκρίβειας καὶ μόνον, καὶ σὲ καμία περίπτωση στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλλει δογματικά, καθὼς τὸ συγκεκριμὲνο χαρακτηριστικὸ τῆς δογματικῆς ἀσφάλειας εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς, ποὺ διακρίνει τὴν Μία Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς ἑτερόδοξες ἢ αἱρετικὲς κοινότητες, ἐνῷ ἀφ' ἑτέρου, ἡ ἀστρονομικὴ ἀκρίβεια, ἀποτελῶντας ἕνα συμβατικὸ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀτελὲς μὲγεθος, ἁπλῶς διευκολύνει, δίχως προφανῶς νὰ ὁρίζει τὴν Ἐκκλησία: «Εἰ γὰρ καὶ ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατὸρθωμα ἀπὸ τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπὸ τῆς διαιρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος τούτου»[33] . Ἐνῷ ἀμὲσως μετὰ ἐκφράζει συμπυκνωμὲνα αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ νόημα καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ πασχάλιου κανόνα: «ἓν μόνον ζητῶ, ὅπως ἐν εἰρὴνῃ καὶ ὁμονοὶᾳ ἅπαντα ποιῶμεν, ὅπως μὴ, νηστευόντων ἡμῶν καὶ τοῦ δήμου πάντὸς, καὶ τῶν ἱερέων τὰς κοὶνὰς ποιουμὲνων ὑπὲρ τῆς οἰκουμὲνης ἱκετηρίας, σὺ μὲνῃς μεθύων ἐπὶ τῆς οἰκίας»[34] . Ἡ ἑορτολογικὴ διάσπαση προκαλεῖ τὴν ἀναίρεση αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ γεγονότος, τὸ ὁποῖο ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὡς «ἅπαντα ποιῶμεν ἐν εἰρὴνῃ καὶ ὁμονοίᾳ». Κάποιοι νηστεύοντες νὰ προσφέρουν τὴν λατρεία καὶ τὶς δεήσεις στὸν μόνο τριαδικὸ Θεό, ἐνῷ κάποιοι ἄλλοι, τηρῶντας ἄλλο πασχάλιο, νὰ παραμὲνουν «μεθύοντες ἐπὶ τῆς οἰκίας». Ἡ σημειούμενη διαφοροποίηση μὲσα στὸ ἴδιο προσευχόμενο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα «ἐννόησον πῶς διαβολικῆς ἐστιν ἐνεργείας»[35] , τονίζει ὁ Χρυσόστομος. Ἡ κοινὴ προσφορὰ τῆς λατρείας, ἡ ἑορτολογικὴ συμπόρευση τῶν τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀλλὰ καὶ ἡ ξεκάθαρη διαφοροποίηση ἀπὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, προκειμὲνου νὰ μὴν προκαλεῖται σύγχυση καὶ ἄμβλυνση τοῦ δογματικοῦ αἰσθητηρίου τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦν τήν, μὲ ἄλλες λέξεις, ἔκφραση τοῦ γράμματος καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ πασχάλιου κανόνα. Ἡ ὀμωνυμία τοῦ ὅρου «Πάσχα» καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ στοὺς χριστιανούς, εἶναι πιθανὸν νὰ δημιουργοῦσε λανθασμὲνα τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν αὐτὴ ἑορτή, σύγχυση ἡ ὁποία ἀσφαλῶς θὰ χειροτέρευε ἔτι περαιτέρω στὴν περίπτωση ἑνὸς κοινοῦ ἑορτασμοῦ, ὡς φέροντος στοιχεῖα συγκρητισμοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ σοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας θέσπισε δικλείδα ἀσφαλείας τὸ «μὴ μετὰ τῶν Ἰοὐδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα»[36] , φανερώνοντας ὅτι οἱ ἑορτές, ἔχοντας χαρακτῆρα λατρευτικὸ καὶ ὄχι κοινωνικό, ἀφοροῦν ἀποκλειστικὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποφεύγοντας ρητὰ πράξεις ἢ κινήσεις ποὺ θὰ προκαλοῦσαν σύγχυση ἢ διχόνοια.
Ὁ πασχάλιος κανόνας ἔφερε μάλιστα δύο καὶρια χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα ἀπὸ μόνα τους θὰ ἔπρεπε νὰ πείσουν ἅπαντες ὡς πρὸς τὴν ἄμεση ἀποδοχὴ καὶ τήρησή του. Πρῶτον, θεσπίστηκε μὲ πανορθόδοξη συμφωνία καὶ στὸχο τὴν πανορθόδοξη ἑνότητα, καὶ δεύτερον, οἱ θεσπίσαντες αὐτὸν εἶχαν δώσει ὅλα τὰ προηγούμενα χρόνια, λόγῳ καὶ ἔργῳ, ἀψευδῆ ἐχέγγυα κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σκληρῶν διωγμῶν ὅτι εἶναι ἀδιαπραγμάτευτα ἀληθινοὶ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι λύκοι βαρεῖς ποὺ παρασιτοῦν εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Συνεπῶς μόνη τους ἐπιδίωξη εἶναι ἡ εἰρήνευση καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω στὸ στέρεο θεμὲλιο τῆς ζώσας παράδοσης: «...πανταχόθεν ἐπανῄεσαν τὸτε τῶν Ἐκκλησιῶν οἱ προστάται τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ βαστάζοντες, καὶ πὸλλὰς ἔχοντες ἀριθμεῖν τιμωρίας, ἃς διὰ τὴν ὁμολογίαν ὑπέμειναν. Οἱ μὲν γὰρ εἶχον εἰπεῖν μὲταλλα καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς ταλαιπωρίαν, οἱ δὲ δημεύσεις τῶν ὄντων ἁπάντων, οἱ δὲ λιμοὺς, οἱ δὲ πλὴγὰς συνεχεῖς· καὶ οἱ μὲν τὰς πλεὺρὰς κατεξεσμὲνας, οἱ δὲ τὰ νῶτα συντριβέντα, οἱ δὲ τὸὺς ὀφθαλμοὺς ἐξορυγέντας, οἱ δὲ ἄλλο τί τοῦ σώματος μὲρος ἀφῃρημὲνους ἑαυτοὺς διὰ τὸν Χρὶστὸν ἐπιδείκνυσθαι εἶχον. Καὶ ἀπὸ τῶν ἀθλητῶν τούτων ἡ σύνοδος ἅπασα συγκεκρότητο τὸτε, καὶ μετὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦτο ἐνομοθέτησαν, ὥστε κοὶνῇ καὶ συμφώνως τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐπιτελεῖν» . Θέλοντας ὁ Χρυσόστομος νὰ ἀποδείξει καὶ ἁγιογραφικῶς ὅτι οἱ κανονικὲς προβλέψεις ποὺ θέσπισαν οἱ Πατέρες, φέρουν μὲ ἀσφάλεια τὴν σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ, προσθέτει καὶ τοῦτο: «Εἰ δὲ ὅπου δύο ἢ τρεῖς, μὲσος ἐστὶν ὁ Χρίστὸς, ὅπου τριακόσιοι καὶ πὸλλῷ πλείους παρῆσαν, πὸλλῷ μᾶλλον παρῆν, καὶ πάντα ἐτύπου καὶ ἐνομοθέτει» , πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιβολίας καὶ ἀπιστίας περὶ τοῦ αἰώνιου κύρους τοῦ πασχάλιου κανόνα.
Σύμφωνα μὲ ὅλα τὰ ἀνωτέρω, ἂν συμβατικὰ θελήσουμε νὰ ἀποδώσουμε μὲ μία φράση ὅλο τὸ πνεῦμα τοῦ πασχάλιου κανόνα, αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν «διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα».
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου τὸ ἔτος 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη θεσμικὴ ἀκύρωση τῶν κριτηρίων, ποὺ θέτει ὁ πασχάλιος κανόνας, ἐφόσον εἶναι δυνατὸν τὸ Πάσχα τῶν Λατίνων νὰ ἑορτάζεται καὶ πρὸ καὶ μαζὶ καὶ μετὰ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα. Ἔκτοτε ἔγιναν πολλὲς προσπάθειες καὶ ἀσκήθηκαν πολλὲς πιέσεις ἀπὸ τὴν Δύση, προκειμὲνου τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο νὰ γίνει ἀποδεκτὸ καὶ στὴν Ἀνατολή, ἢ ἔστω στὶς Ἐνετοκρατούμενες περιοχές, οἱ ὀρθόδοξοι νὰ συνεορτάζουν τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς Λατίνους, πλὴν ὅμως τὰ ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα σταθερὰ ἀρνοῦνταν νὰ συμπράξουν σὲ κάτι τέτοιο.
Πέραν ὅλων τῶν λοιπῶν προβλημάτων ποὺ θὰ δημιουργοῦσε ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, οἱ τοπικὲς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔθεσαν εὐθέως τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ ἡμερολόγιο ἀποτελεῖ ἐπιπρόσθετα καὶ ζήτημα δηλωτικὸ καὶ ταυτοτικὸ τοῦ ἀνήκειν ἀντίστοιχα στὴν Δύση ἢ στὴν Ἀνατολή. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἡμερολόγιο ἀποτελοῦσε μία ἀσφαλιστικὴ δικλείδα ἀναγνώρισης καὶ προστασίας τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπέναντι στὶς συνεχεῖς καὶ ὕπουλες προσηλυτιστικὲς ἐνέργειες τῶν Δυτικῶν, Λατίνων καὶ Προτεσταντῶν καὶ μάλιστα «ὥς τις ἰδιαίτερος δὲσμὸς τονώνων ἐπὶ πλέον τὴν ἑνότητα αὐτῶν ὡς ἰδιαιτέρας χριστιανικῆς ὁλότητος» . Γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ συγκεκριμὲνο γεγονός, τὸ αὐτὸ ἰσχύει σήμερα στὴν Οὐκρανία. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀλλαγὲς ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ Τὸμου αὐτοκεφαλίας, ἦταν ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου, μὲ ἀποτέλεσμα ὅσοι ἀνήκουν στὸν κανονικὸ Μητροπολίτη Ὀνούφριο νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παλαιὸ ἑορτολόγιο, ἐνῷ ὅσοι τάχθηκαν μὲ τὴν μερίδα του Ἐπιφανίου νὰ ἀκολουθοῦν τὸ νέο Γρηγοριανό. Τὸ ἡμερολόγιο στὴν Οὐκρανία ἀποτελεῖ δηλωτικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, στὴν ὁποία ἀνήκει ὁ καθένας. Ἀξιοσημείωτο ἐπίσης τυγχάνει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἡμερολόγιο ἀναφέρθηκε, ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἱ., ὡς μία ἀπὸ τὶς μεθόδους προσὲγγισης Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, ἐνῷ λίγα χρόνια ἀργότερα, παύει νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπὶ 4 αἰῶνες πάγια ἄρνηση τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ ἀποδεχθεῖ ἢ ἔστω νὰ συζητήσει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου «διότι τὸ τοιοῦτον δὲν θὰ ἦτο ἄνευ ἐπιρροῆς καὶ ζημιῶν καὶ διὰ τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα τῶν ἡμετέρων χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ καθόλου διὰ τὸ συμφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας» .
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1923, στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ ποὺ ἀποστέλλει ὁ πολυτάραχος καὶ ταραχώδης Μελέτιος Μεταξάκης, ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πρὸς τοὺς προέδρους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀναφέρει τὴν ἀνὰγκη ρύθμισης τοῦ ἡμερολογίου ὡς ζητήματος ποὺ ἐξόχως προέχει, «προσλαβὸν μείζονα ἐφ’ ἡμῶν τὴν σπουδαιότητα» πρὸς ἐξυπηρέτηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, μὲ σκοπὸ νὰ ὁριστεῖ «ὁ ἐν τῇ αὐτῇ ἡμὲρᾳ ἑορτασμὸς τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ πάντων τῶν εἰς αὐτὸν πιστευόντων» . Καὶ ἐνῷ ὁ ταυτὸχρονος συνεορτασμὸς ἀφορᾶ πάγια τὴν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐδῶ διευρύνονται τὰ ὅρια συνεορτασμοῦ καὶ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλους ὅσοι δηλώνουν ἐν γένει χριστιανοί, προκειμὲνου νὰ ἐπιτευχθεῖ «προσὲγγισις τῶν δύο χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἐν τῷ ἑορτασμῷ τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν» .
Στὴν φράση αὐτή, ἡ ὁποία ἔρχεται ἐκκλησιολογικῶς ὡς συνέχεια τῶν δύο ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ 1920 , ὅπου πρώτη φορὰ οἱ αἱρέσεις καλοῦνται "ἐκκλησίες καὶ ἀναδενδράδες τοῦ χριστιανισμοῦ", ὑποκρύπτεται ἡ ἐκκλησιολογικὴ διαφοροποίηση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρὸς τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ λίγους μῆνες ἀργότερα, στοὺς διαλόγους ποὺ ἔλαβαν μὲρος στὸ λεγόμενο "Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινούπολης", τὸν Μάϊο τοῦ 1923. Καὶ ἐνῷ δὲν ὑφίστατο τὸ ὁποιοδήποτε ἐνδοορθόδοξο πρόβλημα ποὺ νὰ σχετίζεται μὲ τὸ ἡμερολόγιο, ἐν τούτοις οἱ ἀποφάσεις ποὺ ὑπεγράφησαν, δημιούργησαν τὸ ἡμερολογιακὸ πρόβλημα, ποὺ καὶ αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του προκάλεσε τὴν διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας μεταξὺ τῶν κατὰ τὸπους ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διάσπαση ἡ ὁποία ὑφίσταται ἕως καὶ σήμερα ὡς ἄλυτο πρόβλημα, καὶ ὑποτίθεται -ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα- ἐπίδικο πρὸς μία πανορθόδοξη συνοδικὴ ἐπίλυση.
Τὸ ἐν λόγῳ Συνέδριο, παρ' ὅτι αὐτοαποκαλεῖται ὡς «Πανορθόδοξο» καὶ προϊδεάζει ἴσως γιὰ κάτι μεγαλειῶδες, ἐν τούτοις ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 7 ἀρχιερεῖς καὶ 3 λαϊκοὺς (2 καθηγητὲς καὶ 1 γερουσιαστής). Οὐσιαστικὰ ἦταν μία συνὰντηση ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, χωρὶς τὴν συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, τὴν κανονικότητα τῆς ὁποίας ἀμφισβήτησε ἐκ τῶν ὑστέρων ἀκόμη καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στὴ σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς 27-12-1923 . Ὡς πρὸς τὴν ὀνομασία αὐτῆς τῆς συνὰντησης ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀρχική της ὀνομασία ἦταν «Διορθόδοξος Ἐπιτροπή», πλὴν ὅμως, στὴν Γ΄ Συνεδρία αὐτῆς, ἔλαβε τὸν λόγο ὁ Δυρραχίου Ἰάκωβος, προτείνοντας τὴν μετονομασία αὐτῆς σὲ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» διότι ὅπως αἰτιολόγησε, «αὔριον θὰ καταλήξωμεν εἰς ἀποφάσεις....πλήν, ἄλλο κῦρος θὰ ἔχωσι ἐξαγγελόμεναι ὡς ἀποφάσεις Πανορθοδόξου Συνεδρίου καὶ ἄλλο ὡς ἀποφάσεις Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» , πρόταση ἡ ὁποία ἔγινε ὁμόφωνα δεκτή.
Στὴν Β΄ Συνεδρία ἀκολούθησε μία συζήτηση, στὴν ὁποία κατατίθεντο προτάσεις γιὰ τὸν καταρτισμὸ ἑνὸς καταλόγου διαφόρων θεμάτων πρὸς ἐπίλυση, θεματολογία πού, ἂν μή τι ἄλλο, προδίδει τὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο, τὸν χαρακτῆρα καὶ τὶς στοχεύσεις τοῦ ἐν λόγῳ συνεδρίου. Στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ὅπου γινόταν ἡ συζήτηση γιὰ τὴν γενόμενη ἀποδοχὴ τοῦ ἐγκύρου τῶν Ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν, τέθηκε ἀνοικτὰ τὸ ζήτημα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νικαὶας Βασίλειο «ὅπως ὑπὸ τῆς Πανορθοδόξου Ἐπιτροπῆς γένηται σκέψις καὶ πὲρὶ ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομὲνης καὶ τῆς Ρωμαϊκῆς» . Γιὰ τὸν Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, ἄλλωστε, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ Πρακτικά, δὲν ὑφίστατο δογματικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων. Κατὰ τὸν Μεταξάκη «ἡ κυρία αἰτία, ἥτις ἐπέφερε τὸ σχίσμα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, συνίσταται πρωτίστως ἐν τῇ ἀντιλήψει τοῦ τρόπου πὲρὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ λύσεως τῶν ἐν αὐτῇ ζητημάτων» .
Στὴν Ε΄ Συνεδρία παρευρίσκετο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατριάρχη, ὡς ἀκροατής, ὁ Ἀγγλικανὸς ἐπίσκοπος, τέως Ὀξφόρδης, Gore, μὲ τὸν ὁποῖο ἔλαβε χώρα ἕνας ἀποκαλυπτικὸς διάλογος. Στὴν προσφώνηση ποὺ ἔκανε ὁ Πατριάρχης, μεταξὺ ἄλλων, εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «Σεβασμιώτατε...μεταξύ τῶν ζητημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἀπασχολήσωσιν, ἔχομεν καταγράψη καὶ τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν ἕνωσιν ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἕνωσιν τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας. Ἰδὸὺ διατὶ χαιρετίζομεν μὲ ἰδιαιτέραν ὅλως χαράν την Ὑμ. Σεβασμιότητα, ὡς πρόεδρον τῆς ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἐργάζεται ἐν Λονδὶνῳ πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν. Γνωρίζομεν τὴν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ὅτι ἐπιθυμεῖ διακαῶς τὴν ἕνωσιν καὶ ὅτι ἐργάζεται ἀνενδότως δι’ αὐτὸ, θὰ χὰρῇ δὲ ἀναμφιβόλως πληροφορουμὲνη ἐπὶ συνεδρίας τοῦ Πανορθοδόξου Συνεδρίου ὅτι ὁ πόθος τῆς ἑνώσεως καὶ ἡ πίστις εἰς τὸ δυνατὸν αὐτῆς ἐν μὲλλοντι προσεχεῖ ἠύξησε σημαντικῶς εἰς ὅλας ἐν γένει τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας....Εάν ἡ Ὑμετέρα Σεβασμιότης ἐνδιαφέρεται νὰ πληροφορηθῇ εἰς ποῖον σημεῖον εὑρισκόμεθα θὰ τὴ εἴπω ὅτι ἀπεφασίσαμεν νὰ ἐφαρμόσωμεν τὸν κανόνα της α΄ ἐν Νικαὶᾳ Συνόδου ἐπιστημονικῶς....Μὲνει ἡ διαφορὰ ὡς πρὸς τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα. Ἵνὰ συμφωνήσωμεν πρέπει καὶ σὲὶς νὰ διορθώσητε καταλλήλως τὸ ἡμερολόγιόν σας» , ἐνῷ λίγο ἀργότερα ἐκφράστηκε ἡ εὐχὴ ἐκ μὲρους ὅλης τῆς ὁμήγυρης «ὅπως ἐξευρεθῇ ἐπιστημονικῶς ἡ Κυριακή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνέστη ὁ Κύριος ἡμῶν» , φράση ποὺ ἴσως ὑποδηλώνει τὴν πρόθεση θέσπισης σταθερῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Ὁ ἀγγλικανὸς Gore ἀπάντησε: «Τὸ ζήτημα τοῦτο ἀφορᾶ ὅλους. Ὑπάρχει ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ ἡμερολογίου ἐργαζομὲνη ἐν τῷ Βατικανῷ. Μὸὶ εἶπον ὅτι ὁ Πάπας εἶνε διατεθειμὲνος νὰ πρὸβῇ εἰς μεταρρυθμίσεις τοῦ ἡμερολογίου. Δὲν γνωρίζω ἐὰν ἡ ἐπιτροπὴ τοῦ Βατικανοῦ κατέληξεν εἰς ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ θὰ ἦτο κὰλὸν νὰ ἐπιτευχθῇ μία διαρρύθμισις ἡμερολογιακὴ τοιαύτη, ἡ ὁποία νὰ συντελέση ὥστε ὅλοι οἱ χριστιανοὶ νὰ ἑορτάζωμεν ταυτοχρόνως τὸ ἅγιον Πάσχα» .
Ἕνα ἐπιπρόσθετο στοιχεῖο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τοῦ Συνεδρίου ἦταν ὅτι ὑπῆρχε ὁ σχεδιασμὸς γιὰ δύο ἔτη ἀργότερα, δηλ. γιὰ τὸ ἔτος 1925, στὴν ἐπέτειο τῶν 1600 ἐτῶν ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νὰ λάβει χώρα Πανορθόδοξη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Μάλιστα σχετικῶς μὲ αὐτὸ, ἀναφέρθηκε ὅτι θὰ ἀποτελοῦσε εὐχὴ ὅλου τοῦ Συνεδρίου νὰ ἀποσταλοῦν προσκλήσεις πρὸς ὅλες τὶς Ἐκκλησίες ποὺ ἀποδέχονται τὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὄχι μόνον πρὸς τὶς ὁμολογίες τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μονοφυσίτες, νεστοριανοὺς καὶ λοιποὺς ἀντιχαλκηδόνιους τῆς Ἀνατολῆς. Πρὸς τοῦτο τοποθετήθηκε συναφῶς καὶ ὁ Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Ἀγαθάγγελος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Πατριάρχη: «Παναγιώτατε...δεόμεθα τοῦ εἰρηνοδότου Θεοῦ ὅπως κατὰ τὸ 1925, ἤτοι 1600 ἀκριβῶς ἔτη μετὰ τὴν πρώτην ἐν τῷ κὸσμῳ Χριστιανικὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν Νικαὶᾳ τὸ 325, συγκληθῇ διὰ τῶν θεοπειθὼν Ὑμῶν εὐχῶν, ὄχι μόνον Πανορθόδοξος Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ καὶ Παγχριστιανικὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀναντιρρήτως θρησκευτικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἐργαζομὲνη θὰ συντελέση ἀναμφιβόλως ὑπὲρ τῆς εὐκταίας καὶ ἐφετῆς ὑπὸ πάντων τῶν τῆς ὑφηλίου εὖ φρονούντων ἀνθρώπων, καὶ πραγματικῶς κοινωφελεστάτης εἰρήνης τοῦ σύμπαντος Κόσμου» . Καὶ παρ' ὅτι ἡ ἀρχικὴ δήλωση τοῦ Μεταξάκη, ἡ ἀφορῶσα τὸν χαρακτῆρα τοῦ Συνεδρίου τοῦ 1923 ὑποστήριζε ὅτι «ἡμεῖς δὲν εἴμεθα συγκεκροτημὲνοι εἰς Σύνοδον, ᾖς αἱ ἀποφάσεις θὰ ἠξίουν νὰ ἐφαρμοσθῶσιν ὡς κανονικαὶ διατάξεις. Ἐργαζόμεθα ὡς Ἐπιτροπὴ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ᾖς αἱ ἀποφάσεις θὰ λάβωσι κῦρος πρὸς ἐφαρμογὴν εἴτε ἀπὸ Συνόδου Πανορθοδόξου εἴτε ἀπὸ τῆς ἀποδοχῆς αὐτῶν ὑπὸ τῶν Συνόδων μιᾶς ἑκάστης τῶν ἐπὶ μὲρους Ἁγίων Ἐκκλησιῶν» , ἐν τούτοις τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν καὶ ὁ τρόπος ποὺ αὐτὰ ἐξελίχθηκαν, διαψεύδουν τὸν ἀνωτέρω ἰσχυρισμό. Ἡ ἐπιβολὴ τετελεσμὲνων καὶ μάλιστα ἄνευ προηγούμενης ἐξασφάλισης τῆς Πανορθόδοξης συμφωνίας, δημιούργησε κλίμα ψυχρότητας καὶ καχυποψίας. Εἶναι χαρακτηριστική, ἀλλὰ καὶ ἐνδεικτικὴ τοῦ διαμορφωθέντος κλίματος, ἡ διευκρίνηση ποὺ ἐπίμονα ζητᾶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὅταν, ὡς Μητροπολίτης Ἀχρίδος συμμετεῖχε στὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου τὸν Ἰούνιο τοῦ 1930: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾶ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχη σχέσιν τὶνὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου εὐχαριστεῖ καὶ αὔθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου.... ἡ Ἐκκλησία της Σερβίας εὐχαρίστως ἀπέστειλεν Ἀντιπροσωπείαν εἰς αὐτὸ καὶ ἐκ τῶν Ἀποφάσεων αὐτοῦ ἱκανοποιήθη, ἐξεπλάγη ὅμως, ἰδοῦσα ταύτας τιθεμὲνας εἰς πρᾶξιν καὶ ἐφαρμογήν...Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ μείνη τί σκοτεινὸν ἐξ ὅσων ἐλάλησα πρὸ ὀλίγου. Ἔχοντες πὶκρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης Συσκέψεως, ἐν ἢ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους, ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶναι γνὼστὸν ὅτι αἱ Ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καὶπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδος τί σχίσματος....Διό καὶ παρακαλοῦμεν εὐλαβῶς ὅπως ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως βεβαιώση ἡμᾶς ὅτι αἱ Ἀποφάσεις τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς θὰ θεωρηθῶσιν ὡς προπαρασκευαστικαὶ καὶ οὐχὶ ὡς Ἀποφάσεις μὲλλουσαι νὰ τεθῶσιν ἀμὲσως εἰς ἐφαρμογήν» .
Μεταξὺ τοῦ πνεύματος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ αὐτοπροσδιοριζόμενου "Πανορθοδόξου Συνεδρίου" τοῦ 1923 συναντᾶ κανεὶς δύο ἀντίθετες μεταξύ τους ἐκκλησιολογικὲς προθέσεις. Στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁμολογεῖται ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διατυπώνεται ρητὰ διὰ τοῦ «ὁμοουσίου», ἐνῷ καθαιροῦνται καὶ ἀναθεματίζονται ὅσοι στέκονται διαιρετικά, ἐμμὲνοντες σὲ αἱρετικὲς ἑρμηνεῖες τῆς αὐτῆς πίστης. Θεμελιώδης ἄξονας ποὺ διαπερνᾶ ὅλα τὰ συνοδικῶς ἐκφρασθέντα, εἶναι ἡ πανορθόδοξη συμφωνία καὶ ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς μίας πίστεως, βάση ἡ ὁποία μὲ τρόπο διαυγῆ δείχνει τὶς δογματικὲς διαφοροποιήσεις ὅσων ἐξέπεσαν λόγῳ αἱρέσεως ἐκ τῆς κοινωνίας καὶ ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ αὐτὸ πνεῦμα κινεῖται ἀσφαλῶς καὶ ὁ πασχάλιος κανόνας, διακρίνοντας σαφῶς τὴν Μία Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία ἄλλωστε ὁρίζει τὰ περὶ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀπὸ τὶς ἀρειανικὲς καὶ ἰουδαϊκὲς κοινότητες.
Στὸ Συνέδριο τοῦ 1923, ὄχι μόνον δὲν ὑπάρχει ἡ βούληση γιὰ ἐπιδίωξη καὶ τὸνωση τῆς πανορθόδοξης συμφωνίας καὶ ἑνότητας, ἀλλὰ ἀντίθετα, τίθεται ὡς κατὰ προτεραιότητα στὸχευση ἡ παγχριστιανικὴ ἑνότητα μὲ τὶς ἑτερόδοξες ὁμολογίες, εἰς βάρος τῆς πανορθόδοξης εἰρήνης καὶ κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἦταν ἤδη γνωστὸ, ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οἱ ἀποφάσεις περὶ τοῦ ἡμερολογίου θὰ προκαλέσουν ἀρνητικὲς συνέπειες στὶς σχέσεις κοινωνίας μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ἄλλωστε, ἱστορικὰ συνέβη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅμως δὲν ἄλλαξε τίποτα στὰ ἀποφασισθέντα.
Πίσω ἀπὸ τὶς δύο, ἀντίθετες μεταξύ τους, θέσεις καὶ προθέσεις περὶ πασχαλίου, ὑποκρύπτονται, ἀντιστοίχως, δύο ἀντίθετες ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐκφράζεται ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέπεσαν οἱ αἱρετικοί, ἐνῷ στοὺς διαλόγους τοῦ 1923 ὑποβόσκει ἡ λεγόμενη «περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία», κατὰ τὴν ὁποία ὑφίστανται, μὲ διαβάθμιση ἐκκλησιαστικῆς πληρότητας, περισσότερες τῆς Μίας Ἐκκλησίας, στὸ πλαίσιο τῆς μὴ ταύτισης τῶν χαρισματικῶν καὶ τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς ἀποδοχῆς συναφοῦς δογματικῆς ποικιλίας. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ «περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία», τῆς ὁποίας ἐπιγεννήματα ἀποτελοῦν ἡ βαπτισματικὴ καὶ ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ὑπὸ ἕναν "Πρῶτο", διατρέχει ὅλα τὰ κείμενα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου, ἐνῷ δυστυχῶς τὰ ἀποτυπώματά της ἐντοπίζονται καὶ σὲ τοὐλάχιστον 3 κείμενα τῆς Συνόδου του Κολυμπαρίου τοῦ 2016. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα, οἱ διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες ἀποτελοῦν τὶς ἰδιαίτερες ἐκφράσεις τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν, οἱ ὁποῖες μετέχουν τῆς μίας Ἐκκλησίας, ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ μὲ ἀπόλυτη προτεραιότητα τὴν μεταξύ τους κοινωνία, ὑπὸ τὸ σύνθημα τοῦ Y. Congar, «ἑνότητα στὴν πίστη καὶ ἑτερότητα στὶς διατυπώσεις». Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ ὅρος «μετέχουν», ἀποτελεῖ τὸν ὅρο "κλειδὶ" τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας», διὰ τοῦ ὁποίου ὀρθοδοξία καὶ ἑτεροδοξία καθίστανται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, ὡς ἐκφράσεις διαφορετικότητας τῆς Μίας Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μὲ ὅλα τὰ ἀνωτέρω προκαλεῖται ἔντονος προβληματισμός, στὸ ἐὰν οἱ ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καὶ 1920, οἱ μονομερεῖς ἀποφάσεις τοῦ Πανορθοδόξου Συνεδρίου τοῦ 1923, ἡ Σύνοδος τοῦ 2016 μὲ τὴν προσπάθεια διεύρυνσης τῶν ἐκκλησιολογικῶν ὁρίων, ἡ ἀναγνώριση ἱερωσύνης ἐκτὸς Ἐκκλησίας στὴν περίπτωση τοῦ οὐκρανικοῦ σχίσματος, καὶ ἐσχάτως ἡ εὐχὴ παγίωσης τρόπου συνεορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μὲ κοινότητες αἱρετικῶν, ἀποτελοῦν ἄσχετα μεταξύ τους γεγονότα ἢ γεγονότα συνεργαζόμενα, ἐν εἴδει ἀναβαθμῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἐπιδιώκεται ἡ ἐπιβολὴ μίας νέας ἐκκλησιολογίας περιεκτικοῦ χαρακτῆρα, ἡ ὁποία, ἔχοντας ἀπροσδιόριστα διευρυμὲνα ἐκκλησιολογικὰ ὅρια, καθίσταται μία «βολικὴ» ἐκκλησιολογία τῆς «παγχριστιανικῆς ἑνότητας».
Συμπερασματικὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, τὸ Συνέδριο τοῦ 1923 βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τοῦ ἑνοποιοῦ καὶ θεραπευτικοῦ χαρακτῆρα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπιδιώκοντας ὡς προτεραιότητα τὸν ἀπροϋπόθετο συνεορτασμὸ μὲ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες τῆς Δύσης, εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, φέρει χαρακτῆρα ἀναιρετικὸ τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τοῦ ἐν γένει πνεύματος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Ἀθανὰσιο, «διὰ τὴν ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ πάσχα συνήχθη» .