ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δημήτρης Μαυρόπουλος.

Ὁμιλία ποὺ ἐκφωνήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου 2016 στὸ Δημαρχεῖο Ἀμαρουσίου, ποὺ ὀργάνωσε ἡ «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν» (ὑπεύθυνος π. Σαράντης Σαράντος).

1
2
3
4
5
6

Mavrop2Ἂς ἀκούσομε τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη πῶς ξεκινάει τὰ σχόλιά του γι᾽ αὐτὸ τὸν εἱρμό: Ἀπὸ ποῖον ἄλλον πρέπει νὰ ζητοῦν ἄρτους οἱ χρείαν ἔχοντες τούτων, πάρεξ ἀπὸ τὸν ἀρτοπωλητήν; ἢ ἀπὸ ποῖον πρέπει νὰ λαμβάνουν οἶνον οἱ ἐστερημένοι τούτου, πάρεξ ἀπὸ τὸν οἰνοπόλιν; […] Οὕτω παρομοίως καὶ οἱ θέλοντες νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ ἐγκωμιάζουν τὰς τοῦ Χριστοῦ ἑορτάς, ἀπὸ ποῖον ἄλλον πρέπει νὰ ζητοῦν λόγους πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκώμια, πάρεξ ἀπὸ τὸν τούτων πανηγυριστὴν καὶ ἐγκωμιαστήν, τὸν μέγαν λέγω ἐν Θεολογίᾳ Γρηγόριον; § Διότι οὗτος ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν λεγόμενος Τριαδικὸς Θεολόγος, ὄχι μόνον ἐστόλισε τὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς μὲ τοὺς ἰδικούς του λόγους καὶ τὰ ἐγκώμια, ἀλλ᾽ ἔδωκεν ἄδειαν καὶ εἰς τοὺς μεταγενεστέρους νὰ κλέπτουν τὰ ἰδικά του λόγια καὶ ποιήματα μὲ μίαν κλεψίαν ἐπαινετὴν καὶ ἀκατηγόρητον… (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον , σελ. 66).

Ἀλλὰ καὶ ὁ εἱρμὸς τῆς α´ ὠδῆς τοῦ κανόνα τοῦ Πάσχα, σὲ α´ ἦχο ἐπίσης, ποίημα Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἀρχίζει μὲ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρυνθῶμεν λαοί· Πάσχα Κυρίου Πάσχα… Καὶ ἐπιφέρει πάλι στὰ σχόλιά του ὁ ἅγιος Νικόδημος: «… ἐλάμπρυνε τὴν Λαμπρὰν ὁ λαμπρὸς Μελῳδὸς μὲ τὰς λαμπρὰς ρήσεις τοῦ λαμπροτάτου πανηγυριστοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, […] καὶ τὸ θαυμαστὸν εἶναι, ὅτι ὄχι μόνον τὰς ὑποθέσεις ἐκ τοῦ Θεολόγου λαμβάνει, ἀλλὰ καὶ αὐτολεξεὶ τὰς ἐκείνου μεταχειρίζεται λέξεις· ὅρα γὰρ ὅτι εὐθὺς ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης ᾨδῆς ξηρὰ καὶ γυμνὴ ἀρύεται ἀπὸ τὰς θεολογικὰς ἐκείνου πηγάς· οὕτω γὰρ ἐν μὲν τῷ εἰς τὴν Βραδυτῆτα λόγῳ αὑτοῦ ταύτην ποιεῖται τὴν ἀρχήν· «Ἀναστάσεως ἡμέρα»· εἶτα φησί· “Καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει”· ἐν δὲ εἰς τὸ Πάσχα λόγῳ αὑτοῦ οὕτω γράφει αὐτολεξεί· “Πάσχα Κυρίου Πάσχα”» (ὅ.π. , σελ. 419).

Καὶ μιὰ ποὺ ἀναφέραμε τὸν ἅγιο Νικόδημο, ἂς ἀντλήσουμε ἀπὸ τὸν Συναξαριστή του ὅσα γράφει γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὡς συναξάριο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του: «Τῷ αὐτῷ μηνὶ [Ἰαννουαρίῳ] ΚΕ΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου.

Ὁ Μέγας οὗτος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος καὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τνδ΄ [354], καταγόμενος ἀπὸ τὴν δευτέραν Καππαδοκίαν. Οἱ γονεῖς δὲ αὐτοῦ ἦτον εὐγενεῖς καὶ δίκαιοι, Γρηγόριος καὶ Νόννα ὀνόματι, σεβόμενοι πρότερον τὰ εἴδωλα δι’ ἄγνοιαν. Ἀφ’ οὗ δὲ ἐγέννησαν τὸν Μέγαν τοῦτον Γρηγόριον, τότε ἀνεγεννήθησαν καὶ αὐτοὶ δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος, ἤτοι ἐβαπτίσθησαν. Καὶ ὁ πατήρ του ἔγινε γνήσιος Ἀρχιερεὺς τῆς Ναζιανζοῦ, ἡ ὁποία τώρα ὀνομάζεται τουρκιστὶ Σινασός. Φθάσας δὲ εἰς μέτρον ἡλικίας ὁ θεῖος Γρηγόριος, καὶ περάσας ὅλην τὴν ἐγκύκλιον παιδείαν, καὶ ὅλην τὴν ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν φιλοσοφίαν, ὡς ἄλλος οὐδείς, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινεν ἐξηγητὴς καὶ διδάσκαλος τῆς ἐδικῆς του ζωῆς.

Ταύτην γὰρ ἀναφέρει εἰς τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς καὶ ἐπιταφίους λόγους ὁποῦ συνέγραψεν εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον καὶ εἰς τὸν Γρηγόριον τὸν ἐδικόν του πατέρα, καὶ εἰς τὸν ἀδελφόν του Καισάριον, καὶ εἰς τὴν ἀδελφήν του Γοργονίαν. Ὅθεν ὅσοι συνέγραψάν τι περὶ τοῦ Θεολόγου τούτου,

1ὅλοι δὲν ἔλαβον ἀπὸ ἄλλον τὰς ἀφορμάς, πάρεξ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του λόγους.

Τόσον δὲ μόνον εἶναι ἀναγκαῖον νὰ εἰποῦμεν ἐδῶ περὶ τοῦ μεγάλου τούτου Πατρός, ὅτι ἀνίσως ἔπρεπε νὰ γένῃ ἕνας στύλος ἔμψυχος καὶ ζωντανός, συνθεμένος ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετάς, τοῦτο ἦτον ὁ Μέγας οὗτος Γρηγόριος. Ὑπερνικήσας γὰρ μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του, τοὺς εὐδοκιμοῦντας κατὰ τὴν πρᾶξιν, εἰς τόσην ἀκρότητα τῆς θεωρίας ἀνέβη, ὥστε ὁποῦ ὅλοι ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σοφίαν ὁποῦ εἶχε, τόσον εἰς τοὺς λόγους, ὅσον καὶ εἰς τὰ δόγματα. Ὅθεν καὶ ἀπόκτησε κατ’ ἐξαίρετον τρόπον τὸ νὰ ἐπονομάζεται Θεολόγος. Ἦτον δὲ κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ σώματος, μέτριος μὲν κατὰ τὸ μέγεθος, ὀλίγον δὲ κίτρινος, ὁμοῦ καὶ χαρίεις. Εἶχε κολοβὴν καὶ πλατεῖαν τὴν μύτην. Τὰ ὀφρύδιά του ἦτον ἴσια. Ἔβλεπεν ἥμερα καὶ καταδεκτικά. Εἶχε τὸ δεξιὸν ὀμμάτι ξηρότερον ἀπὸ τὸ ἀριστερόν, ἐφαίνετο δὲ καὶ ἕνα σημάδι πληγῆς εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὀφθαλμοῦ του. Εἶχε τὸ γένειον, δασὺ μὲν ἀρκετά, ὄχι δὲ καὶ μακρόν. Ἦτον φαλακρὸς καὶ ἄσπρος εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ ἔδειχνεν ὅτι ἦτον τὰ ἄκρα τοῦ γενείου του, ὡσὰν καπνισμένα» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ , τόμ. Β´, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθῆναι 2005, σελ.134135).

Θὰ ἐπιχειρήσω ἐν συνεχείᾳ νὰ προσθέσω μερικὰ στοιχεῖα, ὅσα θεωρῶ σημαντικά, γιὰ τὸν μέγα αὐτὸν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Γεννήθηκε στὴ Ἀριανζό, κοντὰ στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας, τὸ 329, καὶ πέθανε ἐπίσης στὴν Ἀριανζό, τὸ 391, δηλαδὴ σὲ ἡλικία 62 ἐτῶν, ἂν καὶ σὲ ὁρισμένες πηγὲς ἡ γέννησή του τοποθετεῖται νωρίτερα, ὁπότε θεωρεῖται ὅτι πέθανε 90 ἐτῶν. Ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλολάτρης, πείσθηκε ὅμως ἀπὸ τὴ χριστιανὴ μητέρα του Νόννα καὶ βαπτίστηκε Χριστιανὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἀργότερα ὁ πατέρας του ἔγινε ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ.

Ὁ Γρηγόριος σπούδασε στὴν Καισάρεια Καππαδοκίας, στὴν Καισάρεια Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια (ὅπου γνώρισε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο), καὶ τελικὰ στὴν Ἀθήνα, φιλοσοφία καὶ ρητορική.

Στὴν Ἀθήνα ἔφτασε καὶ ὁ Βασίλειος, μὲ τὸν ὁποῖο εἲχε γνωριστεῖ ἀπὸ τὴν Καισάρεια Καππαδοκίας. Ἡ σχέση τους ἀναπτύχθηκε καὶ ἔμεινε παροιμιώδης: Τὰ πάντα μὲν δὴ κοινὰ καὶ ψυχὴ μία, / δυοῖν δέουσα σωμάτων διάστασιν (Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον 229, PG 37,1045). Παραδίδεται ὅτι δύο μόνον δρόμους γνώριζαν στὴν Ἀθήνα οἱ δύο νεαροὶ φοιτητές,, αὐτὸν ποὺ ὁδηγοῦσε στὴ σχολὴ καὶ αὐτὸν ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ ναΐδριο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, στοὺς πρόποδες τοῦ Λυκαβηττοῦ. Στὸν ναὸ πήγαιναν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ λάβουν μέρος στὴ θεία Λιτουργία γιατὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη βαπτισθεῖ.

Μετὰ τὸ τέλος τῶν σπουδῶν του στὴν Ἀθήνα, τοῦ ἀνατίθεται καθηγητικὴ ἕδρα, ἀλλὰ μετὰ ἕνα ἔτος τὴν ἐγκαταλείπει (πρώτη φυγή) καὶ ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό, ὅπου καὶ βαπτίζεται σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν.

Σὲ κτῆμα τοῦ Βασιλείου, ποὺ καὶ αὐτὸς βαπτίστηκε σὲ ἀνάλογη ἡλικία, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, διέτριψαν οἱ δύο (360) μελετώντας θεολογία, κυρίως τὸν Ὠριγένη, καὶ συνέταξαν τὴ Φιλοκαλία μὲ ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου τοῦ τελευταίου.

Χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο φεύγει στὴν ἐρημία τοῦ Πόντου (δεύτερη φυγή), κοντὰ στὸν Βασίλειο. Ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζὸ καὶ ἐργάζεται ὡς ἱερέας κοντὰ στὸν πατέρα του ἐπὶ δεκαετία.

Τὸ 372 ἐκλέγεται «βιαίως» ἐπίσκοπος τῆς μικρῆς πόλεως Σάσιμα τῆς Καππαδοκίας, κατὰ ἐπιθυμία τοῦ Βασίλειου ποὺ ἦταν ἤδη ἐπίσκοπος Καισαρείας, τὴν ὁποία ὅμως οὐσια

2στικῶς δὲν ἐποίμανε καὶ τὴν ἐγκατέλειψε (τρίτη φυγή): Πάλιν φυγάς τις καὶ δρομαῖος εἰς ὄρος, / κλέπτων φίλην δίαιταν, ἐντρύφημ᾽ ἐμόν (Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον 490, PG 37, 1063).

Τὸ 374, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔρχεται στὴ Ναζιανζὸ καὶ ποιμένει τὴν Ἐκκλησία ὡς προσωρινὸς ἐπίσκοπος, ἀλλὰ ἐπειδὴ καθυστεροῦσε ἡ ἐκλογὴ νέου ἐπισκόπου, ἀποφασίζει νὰ φύγει στὴ Σελεύκεια (τέταρτη φυγή): Ἦλθον εἰς Σελεύκειαν φυγάς (Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον 574, PG 37, 549). Μένει στὴ Μονὴ τῆς ἁγίας Θέκλας γιὰ πέντε ἔτη.

Ἐκεῖ μαθαίνει τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου.

Τὸ 379 μεταβαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη, μᾶλλον ὕστερα ἀπὸ ἀπόφαση συνόδου τῆς Ἀντιόχειας, γιὰ νὰ ἐργαστεῖ ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν ποὺ ἐπὶ 40 ἔτη εἶχαν ἐπικρατήσει.

Ἐντὸς δύο ἐτῶν κατώρθωσε νὰ μεταστρέψει τὸν λαὸ καὶ τοὺς ἄρχοντες στὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ εὐκτήριος οἶκος, ὁ μόνος ποὺ διέθεταν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ ἀπὸ ὅπου ἔδρασε ὁ Γρηγόριος, ἐπεκτάθηκε καὶ ὀνομάστηκε «Ἀναστασία». Σ᾽ αὐτὸν τὸν ναὸ ἐκφώνησε πέντε λόγους, οἱ ὁποῖοι ὀνομάσθηκαν «θεολογικοί» καὶ οἱ ὁποῖοι ἀνήγαγαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο σὲ κατ᾽ ἐξοχὴν θεολόγο τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τὸ 381 συνεκλήθη ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ ἐξελέγη ὁ Γρηγόριος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἄρα καὶ πρόεδρος τῆς Συνόδου. Ἀμφισβητήθηκε ὅμως ἡ θέση του, καὶ ὁ ἴδιος παραιτήθηκε, καὶ ἀναχώρησε στὴν πατρίδα του (πέμπτη φυγή). Ὀνομαστὸς παραμένει μέχρι σήμερα ὁ ἀποχαιρετηστήριος λόγος του.

Ἔκτοτε ἀναχώρησε στὸ χωριό του Ἀριανζό, ὅπου θὰ ζήσει ἀσκητικὰ δίπλα στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας μέχρι τὸ θάνατό του. Εἶναι ἤδη 52 ἐτῶν.

Στοιχεῖα γιὰ τὸν βίο του ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ ἐκτενὲς ποίημά του μὲ τὸν εὔγλωτο τίτλο Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον , καὶ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ πρεσβυτέρου Γρηγορίου, Βίος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου , ποὺ συντάχθηκε τὸν 7ο αἰώνα (PG 35, 243304).

Μέχρις ἐδῶ παρέθεσα τὰ τῆς ἱστορίας. Συνεχίζω μὲ τὰ τῆς θεολογίας.

Πρώτη ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πρόσθεσε στὸ κυριώνυμο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τὸν προσδιορισμὸ «Θεολόγος» καὶ ἔκτοτε αὐτὸ παραμένει ὡς ἔνδοξο προσδιοριστικό του ὄνομα. Μέχρι τότε ὁ προσδιορισμὸς «Θεολόγος» ἀποδιδόταν στὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, προφανῶς γιατὶ ὕμνησε μὲ τὰ ἔργα του τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ μάλιστα μὲ ἐξόχως ποιητικὸ λόγο. Ἀργότερα, μετὰ τὸν 11ο αἰώνα, ἡ προσωνυμία θὰ ἀποδοθεῖ καὶ στὸν ἅγιο Συμεών, ὁ ὁποῖος θὰ μείνει γνωστὸς ὡς Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος. Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ὁ τίτλος αὐτὸς ἀποδόθηκε στὸν ἅγιο Συμεὼν ὡς σκωπτικὸ προσωνύμιο ἀπὸ τὸν ἀντίπαλό του ἐπίσκοπο Νικομηδείας Στέφανο, ἀλλὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τὸν μετέτρεψε σὲ τιμητικὸ τίτλο.

Γιατί ὅμως «θεολόγος» ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός; Μὰ γιατὶ, ὅπως καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, μᾶς ἔμαθε ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός, καὶ μᾶς τὸ ἔμαθε ὄχι ἀντλώντας ἀπὸ τὶς ἐπαρκέστατες σπουδές του ἢ τὶς γνώσεις του, ὄχι ἀπὸ τὶς συλλογιστικὲς τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ρητορικῆς, ποὺ πάντως κατεῖχε ὅσο ἐλάχιστοι στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μυσταγωγικὴ γνώση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ἀναφέρεται σὲ μυσταγωγικὴ θεοφάνια, ἴδιου μάλιστα περιεχομένου μὲ αὐτὴν τοῦ Μωυσῆ: «Τί μοῦ συνέβη, φίλοι μου καὶ συνεραστὲς τῆς ἀλήθειας; Ἔτρεχα νὰ συναντήσω τὸν Θεό, καὶ ἔφτασα στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους καὶ εἰσῆλθα στὴ νεφέλη, μακριὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ ἔχοντας εἰσέλθει στὸν ἑαυτό μου μόλις καὶ εἶδα τὰ ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ μοῦ συνέβη ἐπειδὴ σκεπάστηκα κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα, δηλαδὴ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό. Κι ὅταν λίγο ἔσκυψα γιὰ νὰ

3δῶ, κατάλαβα ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ γνώση τῆς πρώτης καὶ καθαρῆς φύσης, δηλαδὴ τῆς τριαδικῆς θεότητας, ποὺ παραμένει κρυμμένη μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ γιὰ γνώση ποὺ φτάνει σ᾽ ἐμᾶς ὡς ἐνέργειες.

Τί τοῦτο ἔπαθον, ὦ φίλοι καὶ μύσται καὶ τῆς ἀληθείας συνερασταί; ἔτρεχον μὲν ὡς θεὸν καταληψόμενος, καὶ οὕτως ἀνῆλθον ἐπὶ τὸ ὄρος, καὶ τὴν νεφέλην διέσχον, εἴσω γενόμενος ἀπὸ τῆς ὕλης καὶ τῶν ὑλικῶν, καὶ εἰς ἐμαυτὸν ὡς οἷόν τε συστραφείς. Ἐπεὶ δὲ προσέβλεψα, μόλις εἶδον θεοῦ τὰ ὀπίσθια· καὶ τοῦτο τῇ πέτρᾳ σκεπασθείς, τῷ σαρκωθέντι δι᾽ ἡμᾶς θεῷ Λόγῳ· καὶ μικρὸν διακύψας, οὐ τὴν πρώτην τε καὶ ἀκήρατον φύσιν, καὶ ἑαυτῇ, λέγω δὴ τῇ τριάδι, γινωσκομένην, καὶ ὅση τοῦ πρώτου καταπετάσματος εἴσω μένει καὶ ὑπὸ τῶν χερουβὶμ συγκαλύπτεται, ἀλλ᾽ ὅση τελευταία καὶ εἰς ἡμᾶς φθάνουσα (Λόγος 28 , Περὶ Θεολογίας, 3, PG 36, 29).

Αὐτὴ ἡ θέση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου θὰ διατυπωθεῖ ἀρκετὲς φορές, καὶ θὰ γίνει θεμελιώδης θέση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Στὸν Β´ Θεολογικὸ Λόγο του θὰ διατυπωθεῖ μὲ ἀξιωματικὸ τρόπο: [Θεὸν] φράσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον (Λόγος Θεολογικὸς Β´ , 4,5), ἐνῶ στὸ περίφημο ποίημά του «Ὕμνος εἰς Θεόν», θέλοντας νὰ βρεῖ ἕνα ὄνομα γιὰ νὰ ὑμνήσει τὸν Θεό (Πῶς λόγος ὑμνήσει σε;), αὐτὸν ποὺ περικλείει ὅλα τὰ ὀνόματα (πανώνυμε), καταλήγει ὅτι δὲν ὑπάρχει κατάλληλο ὄνομα γιατὶ εἶναι πέραν τῶν ὀνομάτων (Τὸν μόνον ἀκλήϊστον), καὶ ἀρκεῖται στὴ δοξολογία: Ὦ ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἐπέκεινα πάντων, πῶς ἀλλιῶς νὰ σὲ τραγουδήσω (Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;) Ὦ πάντων ἐπέκεινα τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν; / Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; σὺ γὰρ λόγῳ οὐδενὶ ῥητόν. / Πῶς νόος ἀθρήσει σε; σὺ γὰρ νόῳ οὐδενὶ ληπτός. / Μοῦνος ἐὼν ἄφραστος· ἐπεὶ τέκες ὅσσα λαλεῖται. / Μοῦνος ἐὼν ἄγνωστος· ἐπεὶ τέκες ὅσσα νοεῖται. / Πάντα σε καὶ λαλέοντα, καὶ οὐ λαλέοντα λιγαίνει. / Πάντα σε καὶ νοέοντα καὶ οὐ νοέοντα γεραίρει. / Ξυνοὶ γάρ τε πόθοι, ξυναὶ δ᾽ ὠδῖνες ἁπάντων / Ἀμφὶ σέ· σοὶ δὲ τὰ πάντα προσεύχεται· εἰς σὲ δὲ πάντα / Σύνθεμα σὸν νοέοντα λαλεῖ σιγώμενον ὕμνον. / Σοὶ ἑνὶ πάντα μένει· σοὶ δ᾽ ἀθρόα πάντα θοάζει. / Καὶ πάντων τέλος ἐσσὶ, καὶ εἷς, καὶ πάντα, καὶ οὐδείς, / Οὐχ ἓν ἐών, οὐ πάντα· πανώνυμε, πῶς σε καλέσσω, / Τὸν μόνον ἀκλήϊστον; Ὑπερνεφέας δὲ καλύπτρας / Τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; Ἵλαος εἴης, / Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν; (Ἕπη δογματικά , 29, Ὕμνος εἰς Θεόν, PG 37, 507).

Μιὰ τέτοια ἀποφατική, ὅπως τὴν ὀνομάζουμε, προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἀπροσπέλαστο: Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ δυσθεώρητον· καὶ τοῦτο πάντη καταληπτὸν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία (Λόγος 45 , Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, PG 36, 625). Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μιὰ τέτοια προσέγγιση θὰ ὁδηγοῦσε σὲ ἕνα εἶδος ἀγνωστικισμοῦ ἢ ὑπερβατισμοῦ, ἂν δὲν γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ πραγματικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται ὡς σχέση. Γνωρίζουμε τὸν Θεὸ κατὰ τὸν τρόπο τῆς σχέσης μαζί του, καὶ μάλιστα μιᾶς σχέσης ποὺ ἱδρύεται καὶ ἐνεργεῖται λόγῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱὸς ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς γνωρίζει τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὁδηγώντας μας στὸ μυστήριο τῆς θείας υἱοθεσίας. Σχέση μὲ τὸν Χριστό, καὶ μάλιστα ὡς ὑπαρκτικὴ

4κοινωνία (ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ), σημαίνει σχέση μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, δηλαδὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

Τὶς θέσεις αὐτὲς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου θὰ ἀκολουθήσουν καὶ ὅλοι οἱ μετέπειτα Πατέρες, ἐξόχως μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος παραμένει ὁ συνεπέστερος συνεχιστής του, κυρίως στὸ θεμελιῶδες ἔργο του Ἔκθεσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως , ἐπαναλαμβάνοντας μάλιστα ἐκτενῆ χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα του. Π.χ., γνωστὴ εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ Δαμασκηνοῦ ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα περὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, σχεδὸν αὐτολεξεὶ ἀντλημένη ἀπὸ τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου: Ἄπειρον τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως , 4,2).

Αὐτὴ ἡ θέση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου θὰ ὁδηγήσει τὴν Ἐκκλησία, ἑξήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, νὰ διατυπώσει τὸν ὅρο τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ὥστε νὰ διασωθεῖ ἡ δυνατότητα σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῆς σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἂν ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς δὲν προσέλαβε ἀληθῶς ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, αὐτὴ θὰ ἔμενε ἀθεράπευτη – ἡ πραγματικὴ ἕνωση θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης στὸ ἕνα πρόσωπο καὶ στὴ μία ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τὴ σωτηρία στὸν ἄνθρωπο: τὸ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὃ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται (Ἐπιστολὴ ρα΄, Πρὸς Κληδόνιον , PG 37, 181C).

Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ εἶχε κινηθεῖ ἡ προηγούμενη Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καθιερώνοντας τὸ ἐπίθετο Θεοτόκος γιὰ τὴν Παρθένο Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴ διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου: Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστι τῆς θεότητος (Ἐπιστολὴ ρα΄, Πρὸς Κληδόνιον , PG 37, 177C). Ἤδη, μάλιστα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο εἶχε γνωρίσει ὁ ἅγιος Γρηγόριος καὶ τοῦ ἀφιέρωσε ἕναν θαυμάσιο ἐπιμνημόσυνο λόγο, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ἀντλήσει πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὶς διατυπώσεις τοῦ δικοῦ θεολογικοῦ λόγου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λοιπὸν ἐπεσήμανε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἐκπροσωπεῖ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος: Ἀδελφὴ ἡμῶν ἡ Μαρία, ἐπεὶ καὶ πάντες ἐκ τοῦ Ἀδάμ ἐσμεν (Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐπίκτητον Κορίνθου , PG 26, 1061B), γιὰ νὰ συμπεράνει ἐκ τούτου ὅτι [ὁ Υἱὸς] υἱοποίησεν ἡμᾶς τῷ Πατρί, καὶ ἐθεοποίησε τοὺς ἀνθρώπους γενόμενος αὐτὸς ἄνθρωπος. [καὶ] Γέγονεν ἄνθρωπος, ἵνα μᾶλλον ἡμᾶς θεοποιήσῃ (Κατά Ἀρειανῶν 1, 38 καὶ 39, PG 26, 92B καὶ C).

Παρεπιμπτόντως ἀναφέρω ὅτι στὰ Πρακτικὰ τῆς Γ´ καὶ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς περιέχονται σχεδὸν ὁλόκληρα τὰ κείμενα τῶν δύο Πρὸς Κληδόνιον τὸν πρεσβύτερον ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ φράση ποὺ περιέχεται στὰ Πρακτικὰ τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς: … ὡς οἰκείαν τὴν πρὸς Κληδόνιον Γρηγορίου ἐπιστολὴν περιφέρομεν (Mansi, 7, 464).

Ἰδιαίτερα πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ συμβολή του στὴ διατύπωση τοῦ ὅρου τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381) ὅσον ἀφορᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἐκ τούτου τὴ συμπλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως μὲ τὸν ὅρο περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου περιέχονται ὁλόκληρα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Ε´ Θεολογικὸ Λόγο του ποὺ εἶναι ἀφιερωμένος στὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Λόγος 31 , 26, PG 36, 161). Ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο ἀντλοῦνται καὶ πολλὲς διατυπώσεις ποὺ περιέχονται στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, κυρίως μάλιστα στὰ ἰδιόμελα Ἐξαποστειλάρια.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος θὰ ἐπισημάνει ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἰκονομεῖ διαρκεῖς ἐξελίξεις ἐντὸς τῆς ἱστορίας, καὶ μάλιστα ὡς θεῖες ἀποκαλύψεις. Αὐτὴ ἡ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει ἀπάντηση καὶ στὸ ἐρώτημα περὶ παραδόσεως καὶ

5ἀνανεώσεως. Μὴν ξεχνᾶμε τὴν ἐξαιρετικὴ διατύπωση ποὺ συναντᾶμε ὡς σχόλιο σὲ λειτουργικὰ βιβλία: «Οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες…», διατύπωση ποὺ συνδέει τὸ παρελθὸν (παράδοση) μὲ τὸ ἑκάστοτε παρόν (ἀνανέωση), ἐξαιτίας τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀναφέρθηκα ἤδη στοὺς πέντε Θεολογικοὺς Λόγους ποὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐκφώνησε τὸ 379 στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία οἱ ὁπαδοὶ τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου εἶχαν ἐπιβληθεῖ, ἔχοντας τὴν ὑποστήριξη τοῦ βασιλέως. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτελοῦσαν μιὰ μικρὴ μειοψηφία, καὶ μάλιστα χωρὶς κανονικὸ ναό – ὑπῆρχε μόνον ἕνα ναΐδριο, περισσότερο εὐκτήριος οἶκος, ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος ὀνομάζει «Ἀναστασία», ἀφοῦ ἐκεῖ ἀναστήθηκε ἡ ἀλήθεια τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἐκφώνηση αὐτῶν τῶν Λόγων μετέστρεψε τὴν κατάσταση καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἔλαμψε καὶ πάλι στὴν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἀκοῦστε πὼς ὁ ἴδιος περιγράφει τὶς συνθῆκες στὶς ὁποῖες βρισκόταν ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς καὶ τὴν αξιολόγηση ποὺ καταθέτει: Ἔχουσιν οὗτοι τοὺς οἴκους, ἡμεῖς τὸν ἔνοικον· οὗτοι τοὺς ναοὺς, ἡμεῖς τὸν Θεόν· καὶ τὸ ναοὶ γενέσθαι Θεοῦ ζῶντος καὶ ζῶντες, ἱερεῖα ἔμψυχα, ὁλοκαυτώματα λογικὰ, θύματα τέλεια, θεοὶ διὰ Τριάδος προσκυνουμένης. Οὗτοι δήμους, ἡμεῖς ἀγγέλους· οὗτοι θράσος, πίστιν ἡμεῖς· οὗτοι τὸ ἀπειλεῖν, ἡμεῖς τὸ προσεύχεσθαι· οὗτοι τὸ βάλλειν, ἡμεῖς τὸ φέρειν· οὗτοι χρυσὸν καὶ ἄργυρον, ἡμεῖς λόγον κεκαθαρμένον (Λόγος 33 , Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς ἑαυτόν , ΙΒ´, PG 36, 232).

Πραγματικά, οἱ λόγοι αὐτοί, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ διαμάντι τοῦ θεολογικοῦ λόγου τῶν Πατέρων, ἀναπτύσσουν τὴν τριαδικὴ θεολογία, μὲ βάση τὴ βιβλικὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, καὶ μάλιστα ὄχι μόνον ὡς θέση, ἀλλὰ περιγράφοντας καὶ τὶς συνέπειες γιὰ τὸν βίο τῶν πιστῶν. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδὴ εἶναι πλασμένος νὰ πραγματοποιεῖ τὸν τριαδικὸ τρόπο ζωῆς, νὰ ὑπάρχει κατὰ τὸ τριαδικὸ πρότυπο τῆς θεότητας, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης.

Ἰδιαιτέρως θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ στὴν ἀνάπτυξη ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅσον ἀφορᾶ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀνθρώπου: δημιουργία, πτώση, ἀναδημιουργία, σωτηρία. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ διατυπώνεται κυρίως σὲ δύο Λόγους του, α) Εἰς τὰ Θεοφάνια καὶ β) Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα , διαχέεται ὅμως καὶ σὲ ἄλλα ἔργα του. Κατὰ τὴ διδασκαλία λοιπὸν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τὴν ὁποία αὐτούσια ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἕναν δεύτερο κόσμο μέσα στὴ δημιουργία. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου προέρχεται ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν ὕλη λαμβάνει τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του παρέχει τὴν πνοή, δηλαδὴ τὴ νοερὴ ψυχὴ καὶ τὴν εἰκόνα του, ὥστε νὰ προέλθει ἕνας νέος κόσμος, ἐν μικρῷ μέγας, ἕνας ἄλλος ἄγγελος, προσκυνητὴς μικτός, ἐπόπτης τῆς ὁρατῆς κτίσεως καὶ μύστης τῆς νοουμένης, βασιλιὰς τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενος ἄνωθεν, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος, πρόσκαιρος καὶ ἀθάνατος, ὁρατὸς καὶ νοούμενος. Ὅταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔθεσε στὸν παράδεισο, ὅποιος κι ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ παράδεισος, καὶ τὸν τίμησε μὲ τὸ αὐτεξούσιο, θέτοντας ἐνώπιόν τὰ δένδρα, δηλαδὴ τὶς θεῖες ἔννοιες, ὥστε διὰ τοῦ αὐτεξουσίου νὰ προοδεύσει. Μάλιστα, τὸ δέντρο τῆς γνώσεως ἀπετέλεσε καὶ τὸν καταλύτη αὐτῆς τῆς προόδου. Ἡ γνώση, ὡς καρπὸς ἀσκήσεως, δὲν περιεῖχε κακόν (οὔτε φυτευθὲν ἀπ’ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθο

6νερῶς), ἀλλὰ κατάλληλο μόνον σὲ πνευματικὰ ὥριμους καὶ ὄχι πνευματικὰ νήπιους (ἀλλὰ καλὸν μὲν εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον). Ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἐξαιτίας τοῦ φθόνου καὶ τῆς διαβολῆς τοῦ ἀρχικάκου ὄφεος, στερήθηκε τελικὰ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ βρέθηκε μακρὰν τοῦ τόπου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, κουβαλλώντας τώρα τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, δηλαδὴ τὴν παχύτερη καὶ θνητὴ σάρκα. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνταρσία προκύπτει, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, ὡς κέρδος ὁ θάνατος: Κερδαίνει μέν τι κἀνταῦθα· τὸν θάνατον καὶ τὸ διακοπῆναι τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν. Καὶ γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία (Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Ζ΄ , PG 36, 632CD633AB. Τὸ ἴδιο ἀπόσπασμα παρατίθεται καὶ στὴν ὁμιλία του Εἰς τὰ Θεοφάνια , ΙΑ΄, 324BD).

Ἀντιλαμβάνεται, νομίζω, καθένας ὅτι μιὰ τέτοια προσέγγιση μᾶς προφύλαξε ἀπὸ τὴ δυτικὴ διαστροφὴ μιᾶς δικανικῆς ἑρμηνείας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ γεννάει συγχρόνως μιὰ δικανικὴ σχέση μὲ τὸν, κατὰ τὰ ἄλλα, φιλάνθρωπο Θεό. Καταλαβαίνουμε γιατί στὴ δική μας παράδοση λυτρωτικὴ συνθήκη εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ὄχι ἡ συναλλακτικὴ προϋπόθεση γιὰ ἀποπληρωμὴ χρέους ἢ μιὰ κατάσταση ποὺ ἐγκαθιστᾶ ἐνοχές.

Ἰδιαίτερη θέση στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἔχει ἡ ποιητική του παραγωγή, ἡ ὁποία στὸ μεγαλύτερο μέρος της καταρτίσθηκε κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὅταν εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸ κτῆμα τῆς Ἀριανζοῦ. Μιλᾶμε γιὰ 18.000 περίπου στίχους. Διαιρεῖται σε τρεῖς ὁμάδες: α) Ἔπη, β) Ἐπιτάφια, γ) Ἐπιγράμματα. Εἰδικὰ τὰ Ἕπη περιλαμβάνουν δύο διακριτὲς ἑνότητες: α) Θεολογικά, μὲ ὑποδιαιρέσεις τὰ Δογματικὰ καὶ τὰ Ἠθικά, καὶ β) Ἱστορικά, μὲ ὑποδιαιρέσεις Εἰς ἑαυτὸν καὶ Εἰς ἄλλους, Τὸ ποιητικό του ἔργο ἔχει μιὰ γλωσσικὴ ἰδιομορφία· εἶναι γραμμένο σὲ προσωδιακὸ μέτρο καὶ χρησιμοποιεῖ ἀρχαϊκὸ λεξιλόγιο. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι τὸ Η´ βιβλίο τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας περιέχει 254 ἐπιγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου.

Στὰ ποιητικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν τραγωδία Χριστὸς Πάσχων (2640 στίχοι), γραμμένη κατὰ τὸν τρόπο τῶν τραγωδιῶν τοῦ Εὐριπίδη.

Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τελειώνει μὲ τὴν Ἀνάσταση. Πρόσωπα: Χριστός, Παναγία, Ἰωσὴφ Ἀριμαθαίας, Ἰωάννης Θεολόγος, Μαγδαληνή, Νικόδημος, Ἄγγελος, Πιλάτος, Ἀρχιερεῖς, χορὸς παρθένων.

Σημειώνω ὅτι ὁ γνωστὸς Οἶκος τῆς Ἀκολουθίας τῶν Παθῶν τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, χρησιμοποιεῖ στίχους ἀπὸ τὴν τραγωδία Χριστὸς Πάσχων : Ἀναφέρομαι στὸ ἀπόσπασμα […] Ποῦ πορεύῃ τέκνον; τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; Μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ κἀκεῖ νῦν σπεύδεις, ἵν᾽ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς; Συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον; Δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με […]. Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ στοὺς στίχους τοῦ Γρηγορίου: Πῇ πῇ πορεύου, Τέκνον; ὡς ἀπωλόμην· / ἔκητι τίνος τὸν ταχὺν τελεῖς δρόμον; / μὴ γάμος αὖθις ἐν Κανᾷ κἀκεῖ τρέχεις, / ἵν᾽ ἐξ ὕδατος οἰνοποιήσῃς ξένως; / Ἐφέψομαί σοι, Τέκνον, ἢ μενῶ σ[ε] ἔτι; / Δὸς δὸς λόγον μοι, τοῦ Θεοῦ Πατρὸς Λόγε, / μὴ δὴ παρέλθῃς σῖγα δούλην μητέρα.

Ἐπίσης, τὸ δημῶδες ποίημα Θρῆνος τῆς Παναγίας («Σήμερα μαῦρος οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα») ἀντλεῖ μορφικὰ στοιχεῖα ἀλλὰ καὶ περιεχόμενο ἀπὸ τὴν τραγωδία Χριστὸς Πάσχων.

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀναφορὰ στὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, θὰ ἤθελα νὰ σχολιάσω τὴ

7σχέση του μὲ τὴ γλώσσα. Νομίζω ὅτι ἰσχύει στὴν περίπτωσή του ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὸν π. Διονύσιο τῆς Σκιάθου: «Ἦτο δὲ δόκιμος ἑλληνιστὴς ὁ ἀνήρ, καὶ τοσοῦτον ὥστε τὰς πρὸς λογίους ἐπιστολὰς αὐτοῦ ἔγραφεν ἐν ἀνθηρῷ Ἕλληνι λόγῳ» («Ὁ πατὴρ Διονύσιος», Ἅπαντα , τόμος 5, σελ. 328). Πράγματι, ἡ γνώση καὶ ἡ χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὡς διαχρονικῆς πραγματικότητας, παραμένει ἀπαράμιλλη στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, ἡ γλώσσα τοῦ Δημοσθένη καὶ τοῦ Εὐριπίδη, ἡ γλώσσα τῶν Ο´ καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἡ γλώσσα τῆς πρώιμης ἐκκλησιαστικῆς ποίησης, διατρέχουν ἰσότιμα τὸν λόγο του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔχει κάτι πολὺ σημαντικὸ νὰ πεῖ στοὺς ἀκροατές του καὶ στοὺς ἀναγνῶστες του, ἔχει νὰ πεῖ γιὰ τὴ ζωή, τὴν πραγματικὴ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτὸ εἲναι τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι ἐγκλωβισμένος σὲ ἰδεοληπτικὲς ἀγκυλώσεις, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα καὶ μᾶς στραμπούληξαν τὴ γλώσσα μας, πλήττοντας συγχρόνως τὴν ἑνότητά της.

Μέχρι τώρα εἴδαμε πῶς αὐτὸς ὁ μέγας πατὴρ ἐξέφρασε τὸν θεολογικό του λόγο καὶ ποιὲς σημαντικὲς συνέπειες εἶχε αὐτὴ ἡ ἀνάπτυξη στὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅμως, ἂν ἐξετάσουμε τὴν ἱστορική του πορεία, θὰ δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο γεμάτο ἀπὸ ἀντιφάσεις. Ὁ μόνος σταθερὸς ἄξονάς του ἦταν ὁ θεῖος ἔρωτας – ἐντελῶς παραδομένος στὸν Χριστό. Δὲν ἦταν ἄνθρωπος τῆς δράσεως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀδελφικό του φίλο Μέγα Βασίλειο. Συνήθως ἐκβιαζόταν νὰ δράσει, ἀνελάμβανε εὐθύνες καὶ γρήγορα ἐγκατέλειπε, ἂν καὶ ὅποτε κλήθηκε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἐπιτέλεσε σπουδαῖο ἔργο, ἰδιαίτερα στὴν ἐκκλησία τῆς Ναζιανζοῦ δίπλα στὸν πατέρα του, ἢ στὰ χρόνια ποὺ διοίκησε αὐτὴ τὴν ἐκκλησία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ὑπῆρξε ὁ μέγας φυγὰς στὴν ἱστορία – καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς εἶναι δικός του. Μποροῦμε νὰ μετρήσουμε πέντε τέτοιες φυγές, ὅπως σημείωσα ἤδη, φυγὲς ποὺ ἐπισυνέβαιναν γιὰ νὰ ζήσει τὸν μονήρη καὶ ἀσκητικὸ βίο. Ἦταν ἀσφαλῶς ἄνθρωπος τῆς νήψης, τῆς ἡσυχίας, τῆς ἐρημίας. Τὸ καταγράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Βασίλειο: Ἐμοὶ δὲ μεγίστη πρᾶξίς ἐστιν ἡ ἀπραξία. Καὶ ἵνα εἰδῇς τι τῶν ἐμῶν καλῶν, τοιοῦτον τῇ ἀπραγμοσύνῃ φιλοτιμοῦμαι (Ἐπιστολὴ 49 , Βασιλείῳ , PG 37, 101). Οἱ διώξεις ποὺ ὑπέστη τὸν πλήγωναν, ἔνιωθε μιὰ ἐρημιὰ γύρω του. Ἐνδεικτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐρημία, ὅπως τὴν περιγράφει σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς φίλο του: Ἐρωτᾷς πῶς τὰ ἡμέτερα. Καὶ λίαν πικρῶς. Βασίλειον οὐκ ἔχω, Καισάριον οὐκ ἔχω, τὸν πνευματικὸν ἀδελφὸν καὶ τὸν σωματικόν. Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, μετὰ τοῦ Δαυῒδ φθέγξομαι. Τὰ τοῦ σώματος πονηρῶς ἔχει, τὸ γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς, φροντίδων ἐπιπλοκαί, πραγμάτων ἐπιδρομαί, τὰ τῶν φίλων ἄπιστα, τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τὰ καλά, γυμνὰ τὰ κακά, ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσὸς οὐδαμοῦ, Χριστὸς καθεύδει. § Τί χρὴ παθεῖν; Μία μοι τῶν κακῶν λύσις, ὁ θάνατος. Καὶ τὰ ἐκεῖθέν μοι φοβερά, τοῖς ἐντεῦθεν τεκμαιρομένῳ [= Ρωτᾶς πῶς τὰ πάω. Λοιπόν, πίκρα μεγάλη. Στεροῦμαι τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Καισάρειο, τὸν πνευματικὸ ἀδελφὸ καὶ τὸν σωματικό. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα μὲ ἐγκατέλειψαν, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ. Ἡ ὑγεία μου πάσχει, γερνάω· οἱ ὑποχρεώσεις μπερδεμένες, τὰ προβλήματα συσσωρευμένα· οἱ φίλοι μὲ προδίδουν· ἡ Ἐκκλησία βαδίζει χωρὶς ποιμένες. Χάθηκαν τὰ καλά, κυριαρχοῦν τὰ κακά. Πλέω μέσα στὸ σκοτάδι, πουθενὰ φῶς, ὁ Χριστὸς κοιμᾶται. Τί μοῦ μέλλεται νὰ πάθω; Ἡ μόνη λύση τῆς δυστυχίας εἶναι ὁ θάνατος. Φοβᾶμαι ὅμως τὰ μετὰ θάνατον ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ παρόντα.] (Ἐπιστολὴ 80 , Εὐδοξίῳ ρήτορι , PG 37, 153).

8Στὶς 30 τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου ἄγεται ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος. Γιατί αὐτοὶ οἱ τρεῖς εἰδικά; Πέραν τῆς γνωστῆς διαμάχης τοῦ 11ου αἰώνα, τὴν ὁποία ἀνέλαβε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης Μαυρόπους θεσπίζοντας τὴν κοινὴ ἑορτὴ τῶν τριῶν αὐτῶν Ἱεραρχῶν, ὑπάρχει καὶ ἕνας εἰδικὸς λόγος. Καθένας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀντιπροσωπεύει ἕναν ἰδιαίτερο δρόμο θεογνωσίας. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀνυψώνει τὸν κοινοβιακὸ βίο, εἴτε ὡς σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς τρόπο ζωῆς τοῦ μοναχισμοῦ, σὲ οὐσιώδη ἄξονα ζωῆς· ὁ ἅγιος Γρηγόριος προτείνει ὡς δρόμο θεογνωσίας τὴ θεολογία καὶ τὴ νήψη· ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξυψώνει τὸν δρόμο τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἔμπρακτης ἀρετῆς. Ἡ σύνθεση αὐτῶν τῶν τριῶν δρόμων μᾶς προστατεύει ἀπὸ αὐτονομήσεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ μονομέρειες καὶ στρεβλώσεις.

Ὅσον ἀφορᾶ τώρα τὴν ἰδιαίτερη συμβολή τους στὸ ἔργο τῆς παιδείας τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κατὰ Χριστὸν ἀνθρώπου, θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμήσουμε ὅτι χαριτώθηκαν μὲ ἱκανότητες ποὺ τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ διερευνήσουν σὲ βάθος τὰ μυστήρια καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μποροῦμε ὅσοι ἀκολουθοῦμε τὴ διδασκαλία τους νὰ βρίσκουμε τοὺς δρόμους ποὺ ὁδηγοῦν σ᾿ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται πνευματικὴ ἐνηλικίωση. Συνεχῶς μᾶς ὑπενθυμίζουν μὲ τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἄφησαν ὅτι κάθε σπουδή, κάθε ἐνδιάθετη κατάσταση, κάθε πράξη πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τρεῖς ἀρχὲς καὶ σὲ αὐτὲς νὰ ἀναφέρεται: α) Τριαδικότητα, β) Θεανδρικότητα, γ) Πνευματικότητα.

Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Τριαδικότητας μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πραγματώσει τὸ εἶναι του μόνο διὰ τῆς σχέσεως μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ στὴν εὐαγγελικὴ γλώσσα ὀνομάζεται ἀγάπη (καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀτομικότητα, τὸν ἀνταγωνισμό, ἢ τὴν ἐπιλεκτικὴ καὶ ἰδιοτελὴ συναλλαγή). Οἱ ἀγῶνες τους ἐναντίον αἰρετικῶν γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἦταν ἀγῶνες ποὺ πρωτίστως ἀπέβλεπαν στὸ νὰ διασώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, νὰ δείξουν στὸν ἄνθρωπο τὸν ἀληθὴ τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ νὰ ὑποδείξουν τὴν ὁδὸ τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχουμε ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, μία φύση καὶ μύρια πρόσωπα, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι μία φύση καὶ τρία πρόσωπα, καὶ καλούμαστε νὰ πραγματοποιήσουμε αὐτὴν τὴν κλήση ὡς κοινωνία προσώπων, ποτὲ ἀτομικὰ καὶ ἐγωιστικά. Ἡ ἐπιτυχία αὐτῆς τῆς κοινωνίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ παράδοσή μας στὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸς ἐνδυναμώνει τὴ βούλησή μας καὶ ὡς μέλη τοῦ σώματός του συνδεδεμένα μεταξύ μας μᾶς ὁδηγεῖ στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας υἱοθεσίας. Αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τὴν διατυπώνει ὁ ἴδιος στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ μιλώντας γιὰ τοὺς μαθητές του, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Καὶ παρακάτω: Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, […], ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἓν ἐσμέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν (Ἰωάν . 17,11 & 20).

Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Θεανδρικότητας, τὴ διδασκαλία δηλαδὴ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἀνοίγουν τὴν ἱστορία σὲ μιὰ προοπτικὴ διαρκοῦς σχέσης τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ζοῦμε μὲ συγκεκριμένη ἀναφορὰ τὴ δυνατότητα ἐγχρίστωσης τοῦ καθενός. Ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πραγματικὰ φέρει τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση ποὺ φέρει ὁ καθένας μας, τότε ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ γίνει υἱὸς τοῦ ἴδιου Πατέρα.

Ὅμως, ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ διέρχεται διὰ τῆς κοινῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας. Τὸν Χριστὸ τὸν μιμεῖσαι ὡς ἀγάπη, δη

9λαδὴ ὡς κοινωνία σχέσεων.

Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Πνευματικότητας μᾶς διαφυλάσσουν ἀπὸ τὴ σύγχυση μιᾶς ἀπροσδιόριστης ἀντίληψης γιὰ τὴν ἱστορία καὶ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς εἰσάγουν σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἀναφορὰ καὶ πορεία ποὺ πραγματοποιεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἕνωσή μας μὲ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐπαφίεται στὶς ἰδιομορφίες τοῦ χαρακτήρα ἑκάστου ἀνθρώπου ἢ στὶς φυσικές του ἱκανότητες, ἀλλὰ καθίσταται ἐφικτὴ μὲ τὴν ἐνσωμάτωση καθενὸς σὲ μιὰ κοινότητα ποὺ συνέχεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τοὺς ποικίλους περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς μας φύσεως. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα μᾶς ὁδηγεὶ στὸν Υἱὸ ὁ ὁποῖος μᾶς καθιστᾶ υἱοὺς τοῦ Πατρός του.

Μὲ αὐτοὺς τοὺς ἄξονες καὶ αὐτὲς τὶς ἀρχὲς δίνουν νόημα στὴν παιδεία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία μάλιστα ἀντιλαμβάνονται ὡς παιδεία διὰ βίου. Εἶναι μάταιο καὶ ἄσχετο, ἔχοντας τὴν πνευματικὴ περιουσία αὐτῶν τῶν τριῶν μειζόνων δασκάλων νὰ θέλουμε νὰ ὀργανώσουμε τὴν παιδεία μας μὲ ὅρους ἐπικαιρικῆς σκοπιμότητας, πολὺ περισσότερο μὲ ἀπουσία ἑνὸς ἱεροῦ ἢ μεταφυσικοῦ ἄξονα.

Κλείνω μὲ τὴν ὑπενθύμιση ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνέβαλε ὅσο λίγοι ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὴ διαμόρφωση ἑνὸς θεολογικοῦ λόγου συνδεδεμένου μὲ τὴ ζωή, ἑνὸς λόγου ποὺ ἀναδύει ζωὴ ὑμνώντας τὸν χορηγὸ τῆς ζωῆς, ἑνὸς λόγου ἐπίσης ποὺ δοξάζει καὶ ἀνυψώνει τὰ πράγματα ὡς πράγματα τοῦ Θεοῦ. Ἐπηρέασε τὴ θεολογικὴ σκέψη ὅλων σχεδῶν τὼν μετὰ ἀπὸ αὐτὸν Πατέρων, ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀναφέρουν ὡς πηγὴ τοῦ λόγου τους, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (τὸν μνημόνευσα ἤδη), ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα, ἂν θέλουμε ἕνας θεολογικὸς λόγος νὰ εἶναι ἔγκυρος, θὰ πρέπει νὰ ἀναπαύεται στὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Δημήτρης Μαυρόπουλος Ὁμιλία ποὺ ἐκφωνήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου 2016 στὸ Δημαρχεῖο Ἀμαρουσίου, ποὺ ὀργάνωσε ἡ «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν» (ὑπεύθυνος π. Σαράντης Σαράντος).

Υποκατηγορίες