Ἡ στάση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί Θεολογίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου

Ἡ στάση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί Θεολογίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ πρώτη προσπάθεια ἐμπλοκῆς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας στόν  Οἰκουμενισμό διά τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1902 τοῦ οἰκουμενιστοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ ´ δέν εἶχε τά ποθούμενα ἀποτελέσματα.  Ὁ Ἰωακείμ ζητοῦσε ἀπ’  ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες νά γίνει προδιάσκεψη ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ὥστε νά προλειανθεῖ ἡ ὁδός γιά τήν ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς «δύο μεγάλες ἀναδενδράδες τοῦ Χριστιανισμοῦ», ὅπως ὀνόμαζε τούς παπικούς καί τούς διαμαρτυρομένους.

Ζητοῦσε μέσῳ αὐτῆς τῆς προδιασκέψεως νά βρεθοῦν κοινά σημεῖα συναντήσεως καί ἐπαφῆς, νά γίνουν «ἀμοιβαῖες θεμιτές παροράσεις»  δηλαδή νά γίνουν ἑκατέρωθεν συμβιβασμοί στήν πίστη καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἑτοιμαστεῖ ἔτσι ὁμαλό πεδίο φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως Ὀρθοδόξων - ἑτεροδόξων. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀρνητική. «...αἱ παροῦσαι ...περιστάσεις», ἀπάντησε ἡ περί τόν Μητροπολίτη Θεόκλητο Ἱ. Σύνοδος «  ὅλως ἀκατάλληλοί  εἰσί πρός ἐξέτασιν καί ἐπίλυσιν τοῦ ζητήματος τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν...»  διότι «καί ἐν τῷ παρελθόντι... πολλαί ἀπόπειραι πρός ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν ἐγένοντο...»  οἱ ὁποῖες «  οὐ μόνον δέν συνετέλεσαν εἰς πραγματοποίησιν τῆς ἐπιδιωκωμένης ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν...ἀλλά τοὐναντίον συνετέλεσαν εἰς μείζονα διάστασιν αὐτῶν πρός ἀλλήλας. Τά αἴτια » τῆς ἀποτυχίας «  ὑφίστανται ἔτι καί νῦν ἀλλά καί ἐφ’  ὅσον ἐν τῷ μέλλοντι ἐξακολουθήσωσι ὑφιστάμενα, πᾶσα σκέψις καί ἀπόπειρα εἰς πραγματοποίησιν τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποβήσεται ματαία».  Ἐπιπλέον ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀπαντώντας σ’  αὐτή τήν πρώϊμη οἰκουμενιστική ἀγαπολογία λέγει ὅτι ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν στηρίζεται «ἐπί τῆς εἰλικρινοῦς χριστιανικῆς ἀγάπης τῆς περιλαμβανούσης καί τήν ἀγάπην πρός τήν ἀλήθειαν τοῦ Χριστιανισμοῦ καί πάντων τῶν δογμάτων αὐτοῦ ὡς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως μετά τῆς ἀληθοῦς βάσεως τῆς λατρείας καί τῶν θεμελιωδῶν διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας». Ἔτσι βάζει τά πράγματα στή θέση τους, ἀποκαθιστώντας τό ἀληθινό νόημα τῆς ἀγάπης πού περιλαμβάνει πρώτιστα τήν ἀγάπη πρός τήν καθόλου ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή ἀγάπη στήν Πίστη καί τήν Παράδοσή Της. Παράλληλα ἀποκρούεται διά τῆς ἀπαντήσεως τῆς Συνόδου κάθε σκέψη γιά μεταρρύθμιση τοῦ ἡμερολογίου[1].

Οἱ ἑπόμενες προκλήσεις στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἔρχονται ἀπό τόν κατατεμαχισμένο «χριστιανικό» κόσμο τῆς Δύσεως, πού διψᾶ γιά ἀσφάλεια καί ἑνότητα. Τό προτεσταντικό Παγκόσμιο Συνέδριο Πίστεως καί Τάξεως προσκαλεῖ τό 1914 μέ ἐπιστολή του τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά ἀποστείλει ἀντιπροσώπους σ’ αὐτό γιά νά συζητήσουν περί χριστιανικῆς πίστεως μέ σκοπό τήν ἄρση ἐμποδίων γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Καμμιά ἐνέργεια δέν γίνεται ἐκ μέρους τῆς Συνόδου ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς ἄκρας συντηρητικότητος τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Θεοκλήτου καί τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως ἀδίκως γράφεται[2], ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας τῶν ἀνωτέρω.

Ὁ ὀλέθριος Μελέτιος Μεταξάκης ὡς Μητροπολίτης Ἀθηνῶν εἶναι ἐκεῖνος πού ἐγκαινιάζει ὁρμητικά στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν οἰκουμενιστική τακτική. Ἀρχικά ἐμποδίστηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο νά στείλει ἀντιπροσώπους στήν οἰκουμενική διάσκεψη τῆς Οὐψάλας τό 1918, ἀλλά ἀργότερα, τό 1920 μέ ἀλλεπάλληλες ἀγορεύσειςκαί πιέσεις κατάφερε νά στείλει  ἀντιπροσωπεία ἐκ τῶν Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀ. Ἀλιβιζάτου γιά νά συμμετάσχουν στήν Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή τοῦ Παγχριστιανικοῦ Συνεδρίου Πίστεως καί Τάξεως στή Γενεύη. Ἡ ἀντιπροσωπεία αὐτή κατάρτισε πρόγραμμα ἐργασίας πού ἐμφάνιζε τήν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς τόν τελικό σκοπό τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως ὀνόμαζε τή συνεύρεση Ὀρθοδόξων -αἱρετικῶν.

Μετά τήν ἀναρρίχηση τοῦ Μεταξάκη στόν Οἰκουμενικό θρόνο τήν οἰκουμενιστική σκυτάλη στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος παραλαμβάνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Πρῶτο του μέλημα ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, μιά ἀπαραίτητη παράμετρος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γράφει εἰδική ἐργασία δημοσιευμένη στόν Ἐκκλησιαστικό Κήρυκα (1918), συμμετέχει σέ εἰδική Ἐπιτροπή τῆς Συνόδου(1919) καί τέλος μέ ὑπόμνημά του στήν Ἱεραρχία καταφέρνει νά ληφθεῖ ἀπόφαση σχετική μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου(17-4-1923). Αὐτή τήν ἀπόφαση ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Μητροπολίτης Δυρραχίου Ἰάκωβος παρουσιάζει στό ὑπό τόν Μελέτιο ψευδο-Πανορθόδοξο Συνέδριο στήν Κωνσταντινούπολη τό Μάϊο τοῦ 1923, ὡς συγκεκριμένη πρόταση πού γίνεται δεκτή καί λαμβάνεται ἡ σχετική ἀπόφαση ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου. Στή συνέχεια ὁ Χρυσόστομος τό Μάρτιο τοῦ 1924 ἐπιβάλλει τό Νέο Ἡμερολόγιο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος παρά τήν Πανορθόδοξο ἀντίδραση.  Ἔτσι ἡ ὑπό τόν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στηρίζοντας τίς αὐθαιρεσίες τοῦ Μεταξάκη γίνεται ὁ κύριος ὑπαίτιος τῆς ἑορτολογικῆς διασπάσεως τῶν Ὀρθοδόξων ἀνοίγοντας τό δρόμο πρός τόν Οἰκουμενισμό καί παρασύροντας καί τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες χῶρες σέ οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα.

Τό 1927 μαζί μέ τίς περισσότερες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πλήν τῆς Ρωσίας καί τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας ἐκπροσωπεῖται καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στό Α´ Παγκόσμιο Συνέδριο Πίστεως καί Τάξεως στη Λωζάνη, ὅπου ἐν μέσῳ μιᾶς οἰκουμενιστικῆς θεολογίας οἱ ἕλληνες θεολόγοι διακηρύσσουν μέ χωριστή τους δήλωση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ δυνατή τήν ἕνωση μέ τούς ἑτεροδόξους μόνο διά τῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους τους τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀλλά ἤδη ἔχει ἀρχίσει ὁ οἰκουμενιστικός κατήφορος. Ἔστω κι ἄν ἀσκεῖται κριτική ἀπό ὡρισμένους θεολόγους ἡ συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά οἰκουμενιστικά συνέδρια συνεχίζεται. Τό 1948 συμμετέχει μαζί μόνο μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στή Α´ Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Ἄμστερνταμ, ἐνῷ τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας καί Ἀλεξανδρείας μαζί μέ τίς Σλαβικές Ἐκκλησίες στή Σύνοδο τῆς Μόσχας (8-10 Ἰουλίου 1948) ἀποφάσιζαν τή μή συμμετοχή τους ἐπειδή μεταξύ ἄλλων κατεπατοῦντο οἱ Ἱεροί κανόνες καί γίνονταν συμπροσευχές [3]καί ἐπειδή «ὁ σκοπός τοῦ ΠΣΕ διά τήν διαμόρφωσιν μιᾶς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας δέν ἀνταποκρίνεται εἰς τάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».[4]

Ἡ δήλωση τοῦ γραμματέως τοῦ Π.Σ.Ε. ὅτι διά τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι δυνατόν νά ἐκδηλωθεῖ ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἡ ἀπουσία τοῦ Τριαδικοῦ ὀνόματος στό Καταστατικό του προκάλεσε τίς ἔντονες ἀντιδράσεις τοῦ Μητροπολίτου Σάμου Εἰρηναίου, ὁ ὁποῖος μέ ἀλλεπάλληλες ἐκθέσεις, ὑπομνήματα καί παρεμβάσεις του στήν Ἱ. Σύνοδο ἐπέτυχε τό 1949 ἀπόφαση μή ἀποστολῆς ἁρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς ἀντιπροσώπων στό ΠΣΕ.  Ἔγραφε σέ κάποιο ὑπόμνημα του πρός τήν Ἱεράν Σύνοδο : «  Πῶς εἶναι δυνατόν ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς νά μετέχουν ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ ὅπου ἐξοβελίζεται ἡ Ἁγία Τριάς, οἱ δέ μετέχοντες πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θρυμματισμένη καί ὅτι κάθε αἵρεση εἶναι τεμάχιον της καί ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία εἶναι καί αὐτή ἕν τεμάχιον;» Ἀποτέλεσμα τῶν ἀγώνων του ἡ μή συμμετοχή ἀρχιερέων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στή Β´ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Ἔβανστον τοῦ Ἰλλλινόϊς το 1954, καθώς ἐπίσης στό Κοινωνιολογικό Συνέδριο τοῦ ΠΣΕ τό 1959 καί στή Σύνοδο Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς στή Ρόδο πάλι τό 1959[5]. Ἐνωρίτερα, τό 1951, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων εἶχε καλέσει ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα νά συμμετάσχουν στίς ἑορτές γιά τά 1900 χρόνια ἀπό τήν ἄφιξη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Ἑλλάδα, ἀλλά ἀρνήθηκαν γιατί τό Ἑλληνικό κράτος δέν εἶχε δεχθεῖ ἐγκατάσταση μονίμου ἀντιπροσώπου τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα.

Τό 1961 στην Γ´ Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Ν. Δελχί, μέ τήν πρόφαση ὅτι ἔστω καί συγκεκαλυμένα ἔγινε δεκτή ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος, συμμετέχει μέ πλήρη ἀντιπροσωπία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἄν καί ἐδόθησαν συγκεκριμένες ὁδηγίες ὑπό τῆς Συνόδου ἡ ἀντιπροσωπία οὔτε χωριστή δήλωση ἔκαμε μέ τίς ὀρθόδοξες θέσεις, οὔτε ὑπάκουσε στό νά μήν ψηφίσει ὑπέρ τῆς συγχωνεύσεως τοῦ προτεσταντικοῦ Διεθνοῦς Συμβουλίου Ἱεραποστόλων μέ τό ΠΣΕ.

Τό 1962 ἀνεβαίνει στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο ὁ Χρυσόστομος Β´ ὁ Παπασταύρου, ἕνας ἀκέραιος περί τήν Πίστη καί την Παράδοση ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν ἀποστολή παρατηρητῶν στή Β´ Βατικανή Σύνοδο καθώς καί τή συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Β´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου(1963) ἐπειδή γνώριζε ὅτι θά ἐλαμβάνετο ἀπόφαση περί Διαλόγου   « ἐπί ἴσοις ὅροις»  μέ τούς παπικούς. «Ὑπέστημεν... μακράν ἀπό τηλεφώνου πίεσιν (ἐννοεῖ ἐκ μέρους τοῦ Ἀθηναγόρα)», γράφει, «ἀλλά δέν ὑπεκύψαμεν.  Ἠρωτήσαμεν ἅπαντα τά μέλη τῆς σεπτῆς ἡμῶν Ἱεραρχίας καί ἐλάβομεν ὑπό πάντων, πλήν ἑνός, τήν ἀρνητικήν ἀπάντησιν». Ἐναντιώνεται ἐπίσης στη συνάντηση Ἀθηναγόρα - Πάπα εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀπαγορεύει σέ ἱεράρχες νά συνοδεύσουν τόν Πατριάρχη στη συνάντηση αὐτή καί στό πρωτοχρονιάτικο μήνυμα τό 1964 ἐπισημαίνει στούς πιστούς ὅτι «  διατρέχει σήμερον κίνδυνον σοβαρόν ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως», τούς προτρέπει μέ λόγους τοῦ Κυρίου νά μήν ἀπαρνηθοῦν τήν καλή ὁμολογία, νά φυλάξουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν ὀρθή πίστη καί νά ἵστανται στερεοί ἐναναντίον παντός ἐπιβουλευομένου αὐτήν. Παρά τίς πολιτικές, δημοσιογραφικές καί πανεπιστημιακές πιέσεις καί τό προχωρημένο γῆρας του μένει ἀκατάβλητος στίς θέσεις του.

Μετά τήν ἐκπαραθύρωση τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τό στρατιωτικό καθεστώς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος τόν Αὔγουστο τοῦ 1967, λίγο μετά τήν ἐνθρόνισή του ὁμιλεῖ στή Συνέλευση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ ΠΣΕ στό Ἠράκλειο Κρήτης λέγοντας ὅτι αἰσθάνεται ὑπερήφανος ἐν Κυρίῳ διότι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦτο μεταξύ τῶν ἰδρυτῶν τῆς «  περιφήμου παγκοσμίου ταύτης ὀργανώσεως»  καί ἐπειδή «διακεκριμένα μέλη της καταλέγονται μεταξύ τῶν καλυτέρων καί μάλιστα ἐπιτυχῶν πρωτοπόρων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».[6]  Στή Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στήν Οὐψάλα τό 1968 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά λόγους πολιτικούς  εὐτυχῶς, δέν συμμετέχει, ἀλλά συμμετέχει στη συνέλευση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς στην Adis Abbeba τό 1971.  Στήν ἔκθεσή της πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία λέγει ὅτι «  σκοπός τοῦ διαλόγου μετ’  ἀνθρώπων ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων»  (αὐτό ἦταν καί τό θέμα τῆς Κ.Ε.) «ἀποσκοπεῖ εἰς τήν δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σήμερον δέ εἰδικώτερον εἰς τήν ἀναζήτησιν μιᾶς παγκοσμίου κοινωνίας βασιζομένης ἐπι τῆς κοινῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν κοινῶν ἐκζητήσεων διά τόν Θεόν»[7].

Ἔχομε ὅμως ἐνωρίτερα μιά σθεναρή στάση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀποφάσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τό 1969 νά χορηγεῖ τά μυστήρια στούς Παπικούς, ἔγραψε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (1970) μεταξύ ἄλλων ὅτι « τά Ἅγια οὐχ ὡς Ἅγια ἡ κατά Ρωσσίαν Ἐκκλησία διεφύλαξε. Τά Ἅγια τοῖς Ἁγίοις διηνεκῶς κραυγάζουσα, ἔδωκε ταῦτα οἷς οὐκ ἔξεστι»  καί ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη νά ἐλέγξη τή Ρωσσική Ἐκκλησία γι’  αὐτό τό φοβερό ἀτόπημα[8].

Ἡ συμμετοχή τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στό ΠΣΕ παρά τίς παλαιότερες καί νεώτερες διαμαρτυρίες συνεχίζεται ὡς σήμερα. Παρά ταῦτα εἶναι σημαντική ἡ μή συμμετοχή της στήν 7η Ὁλομέλεια τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων-Παπικῶν στό Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου τό 1993 καί τό Γράμμα της πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τό ὁποῖο κρίνεται «ἀπαράδεκτον ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου» τό ἐκεῖ συμφωνηθέν κείμενο, ἐπειδή μέ αὐτό, ὅπως λέγει τό Γράμμα «ἐπιχειρεῖται κατά πρόληψιν καί ἄνευ ἄρσεως τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν ἡ πλήρης κοινωνία μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τἡς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας διά τῆς ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῆς Ἱερωσύνης καί τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελουμένων μυστηρίων»[9].

Τό μεγαλύτερο οἰκουμενιστικό ἄνοιγμα γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἡ μέ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ὑποδοχή τοῦ Πάπα στην Ἀθήνα τό Μάϊο τοῦ 2001 καί ἡ ὑπό τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας κάλυψη τῶν σχετικῶν πεπραγμένων τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἰδίου ἔτους. Αὐτό τό ἄνοιγμα τό ἀκολουθοῦν ἐπισκέψεις καρδιναλίων πού μεταφέρουν διάφορα « λείψανα» (;) στίς ἐν Ἑλλάδι ἐνορίες.

Ὅσον ἀφορᾶ στή στάση τῶν Ἑλλήνων ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἤδη πρίν τή δημιουργία τοῦ ΠΣΕ κυριαρχεῖ δυναστικά στό χῶρο τῆς Θεολογίας καί τῶν ποικίλων οἰκουμενιστικῶν ἐπιτροπῶν ἡ παρουσία τοῦ Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου. Ἰδού ἕνα ἐλάχιστο δεῖγμα τοῦ φρονήματός του: « Ἡ οἰκουμενική κίνησις», ἔλεγε ὁμιλώντας στό ναό τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου τῶν παπικῶν « δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἀναγνώρισις τοῦ σκανδάλου τῆς ὑφισταμένης διαιρέσεως καί ἄμεσος καί εἰλικρινής προσπάθεια ἄρσεως αὐτῆς». Βάζοντας στην ἴδια μοῖρα Ὀρθοδοξία καί Παπισμό μίλησε γιά « τό μεγάλο προφήτη τῆς Ρωμαικαθολικῆς Ἐκκλησίας τόν Πάπα Ἰωάννη ΚΓ´», γιά «δύο ἀντιμαχόμενες μέ μῖσος καί φανατισμό Ἐκκλησίες» καί γιά  τόν « ἀέρα τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως» πού σκοπεύει νά ἀπομακρύνει τήν ἀχλύν τοῦ μεσαίωνος καί νά προπαρασκευάσει τήν μεγάλην ἡμέραν τῆς χαρᾶς τῆς ἑνώσεως»[10]. Στό χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κυριαρχεῖ ἀργότερα μεταξύ ἄλλων καί ὁ Νικόλαος Νησιώτης, καθηγητής στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καί διευθυντής τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἰνστιτούτου  τοῦ Μποσαί. Ἰδού τί εἶπε στό Ν. Δελχί : « Δέν σκεπτώμεθα διαρκῶς καί δέν ἐνεργῶμεν ὡσάν ἡ Una Sancta , (δηλαδή ἡ Μία Ἁγία Ἐκκλησία) νά περιωρίζετο ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἰδικῆς μας Ἐκκλησίας ἤ Ὁμολογίας; Ἀλλ’ ἡ πεῖρα τῆς συναντήσεως εἰς συνελεύσεις καί συνέδρια ἐκκλησιαστικά ἀποσείει ἀφ’ ἡμῶν τήν αὐταρέσκειαν ταύτην...Ὀρθόδοξος δέν εἶναι τό ἐπίθετον ἤ ἡ ἰδιότης μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη ὅλων τῶν ἡμετέρων Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν...εἶναι...περιεκτικός ὅρος ἐπεκτεινόμενος πέραν τῶν ὁρίων τῶν Ἐκκλησιῶν αἱ ὁποῖαι χαρακτηρίζουν ἑαυτάς Ὀρθοδόξους. Περιλαμβάνει ὁ ὅρος ὅλας τάς Ἐκκλησίας καί ὅλους τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νά προσφέρωσι μίαν τιμίαν ὁμολογίαν... Ἐπιβάλλεται νά μή μεταχειρίζηται ἡ Ὀρθοδοξία τά συνθήματα: « Ἐπιστρέψατε εἰς ἡμᾶς», « ἄς ἐπανέλθωμεν ὀπίσω εἰς τούς πρώτους αἰῶνας», προσκαλοῦσα τούς ἄλλους νά ἀρνηθῶσι τάς παραδόσεις των, τοῦθ’ ὅπερ εἶναι ἀνορθόδοξον...ὀφείλει νά ἀναγνωρίζει θετικῶς τήν δρᾶσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρά τοῖε βεβαπτισμένοις χριστιανοῖς εἰς μακράς περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας»[11].

Εἶναι θλιβερό νά ποῦμε ὅτι οἱ ἀντιδράσεις τῶν ὀλίγων ἀκαδημαϊκῶν δασκάλων τῆς ἐποχῆς σ’ αὐτές τίς ἀθλιότητες ἦσαν ὄχι ὅσο ἔπρεπε σταθερές καί ξεκάθαρες ἀφοῦ ἀκόμη καί ὁ μαχόμενος καθηγητής Κων. Μουρατίδης θεωρεῖ τή Β´ Βατικανή Σύνοδο ὡς «τό σημαντικώτερο θεολογικό γεγονός τῆς ἐποχῆς» του καί τόν Πάπα Ἰωάννη ΚΓ ´  ὡς τόν « Ἀγγελικό Πάπα»[12].  Ἀντιδράσεις προῆλθαν ἐπίσης ἐν μέρει ἀπό τούς καθηγητές Παναγιώτη Τρεμπέλα καί Π. Μπρατσιώτη. Σημαντικώτερες ἦταν οἱ αντιοικουμενιστικές μάχες τοῦ Μητροπολίτου Αὐγουστίνου, τοῦ μακαριστοῦ προηγουμένου τῆς Μονῆς Πετράκη Χαραλάμπους Βασιλοπούλου μέ τήν ἀρθρογραφία του καί τό λαϊκό ὅσο καί οὐσιαστικό βιβλίο του «Οἰκουμενισμός χωρίς μάσκα», τοῦ μακαριστοῦ γέροντος μας Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου καί τοῦ κρυστάλλινου σάν γάργαρο νερό Φώτη Κόντογλου, πει τοῦ ὁποίου ὑπάρχει εἰδική εἰσήγηση.

Ἰδού στά πλαίσια τοῦ λίγου χρόνου μας μερικές φράσεις τους. Ὁ Αὐγουστῖνος : «  Οἱ προσβληθέντες ἐκ τοῦ μιάσματος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν πνευματικόν δαλτωνισμόν. Δέν διακρίνουν τά διαφοράς μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἑτεροδόξων, ἔτι δέ καί ἀλλοθρήσκων. Οὗτοι βλέπουν μόνον ὁμοιότητας. Καί χάριν τῶν ὁμοιοτήτων καλοῦν ὅλους νά ἑνώσουν ὅλας τάς πίστεις νά γίνουν ἕν! ...Ἐντός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ Ὀρθοδοξία χάνει τό χρῶμα καί τό ἄρωμά της, τό αἷμα καί τήν εὐωδίαν Χριστοῦ». Ὁ π. Χαράλαμπος : «  Σ’  αὐτό τό σαθρό στέγαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού στεγάζει ὅλες τίς αἱρέσεις καί τά ψεύδη, σ’  αὐτό τό τέρας, μέ τή δαιμονική διάρθρωση και τήν μασωνική ἐπιδίωξι...ξεγελάστηκαν καί προσέρχονται, δυστυχῶς καί ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας...Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ « Ἐκκλησία»  πού δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ « Ἐκκλησία» τῶν εἰδώλων...Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νά μείνουμε μακριά ἀπό τόν Οἰκουμενισμό, μακριά ἀπό τό ΠΣΕ. Πρέπει νά μείνουμε μέσα στό θεῖο σκάφος τῆς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἀπό τό π. Ἐπιφάνιο παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς του πρός τόν Ἀθηναγόρα, τό ὁποῖο θέσαμε καί ὡς προμετωπίδα στό βιβλίο μας «Θεανθρώπινη Καθολικότητα ἤ πανθρησκειακή παγκοσμιότητα;»:  «Ὑπό τόν ἐπάρατον Οἰκουμενισμόν δέν κρύπτεται ἁπλῶς μία αἵρεσις. Κρύπτεται αὐτή αὕτη ἡ ἄρνησις τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως...Κατά τοῦτο ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι χείρων πάσης αἱρέσεως...Πᾶσαι αἱ χριστιανικαί αἱρέσεις, καί αἱ πλέον βλάσφημοι, οὐδέ διενοοῦντο κἄν νά ἀμφισβητήσωσι τήν μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως...Ἐνῷ διά τόν Οἰκουμενισμόν πᾶσαι αἱ Θρησκεῖαι ἔχουσιν στοιχεῖα ἀληθείας καί στοιχεῖα  πλάνης, ὀ δέ Χριστιανισμός δέν ἀποτελεῖ εἰμή μίαν Θρησκείαν μεταξύ τῶν λοιπῶν...Πολλά τέρατα ἐγέννησεν ἐντοῖς καιροῖς ἡμῶν ὁ Ἅδης, ἀλλ’  ἰσομέγεθες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οὐδέν!».

Ἐρχόμενοι στίς ἡμέρες μας θά ἔλεγα ὅτι τό θεολογικό πεδίο μάχης κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει μεταφερθεῖ στήν παραδοσιακή Θεσσαλονίκη. Δυστυχῶς, καθηγητές τῆς Θεολογικῆς σχολῆς κρατοῦν ψηλά τή σημαία ὄχι μόνο τοῦ διαχριστιανικοῦ ἀλλά καί τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι λυπηρό τό γεγονός τῆς ἐγκρίσεως δύο διατριβῶν -γιά νά ποῦμε κάποια παραδείγματα- πού παρουσιάζουν ὡς ὀρθοδόξους τούς αἱρετικούς Διόσκορο καί Σεβῆρο μέ πρωτοβουλία τοῦ καθηγητοῦ Μαρζέλου, τά ἀπαράδεκτα διαθρησκειακά δημοσιεύματα στό περιοδικό «Καθ’  ὁδόν»  καί ἡ βλάσφημη θέση τοῦ καθηγητοῦ Π. Βασιλειάδη ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή καί τήν ὑπόστασή της..ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τό παρελθόν, ἀκόμη καί ἀπό τό γεγονός Χριστός (!!!) ἀλλά ἀπό τά ἔσχατα». Ἀπό τήν ἄλλη καθηγητές τῆς ἴδιας Σχολῆς ἀλλά καί ἀπό τή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν καθώς καί τά μέλη τῆς Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν μέ ὀρθόδοξο, ἀκέραιο φρόνημα, μέ σεμνότητα, ἦθος καί μαχητικότητα δίνουν διαρκῶς τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία  ἀδιαφορώντας γιά τήν ἀκατάσχετη, ἀντιχριστιανική, ἀντιδεοντολογική καί ἀντιεπιστημονική λασπολογία περί φανατισμοῦ, ἀπομονώσεως καί μισαλλοδοξίας.

Συνοψίζοντας θά ἔλεγα ὅτι ἡ στάση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί Θεολογίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διέρχεται διάφορες φάσεις, πότε ἀρνήσεως πρός τόν ἀποπνικτικό Συγκρητισμό, πότε μιᾶς ἠπιοτέρας τακτικῆς πού ἀποθρασύνει τούς ἀπανταχοῦ οἰκουμενιστές καί πότε μιᾶς φιλικῆς καί σχεδόν δουλικῆς στάσεως ἔναντι μιᾶς δῆθεν ἀνοικτῆς καί ἀνεκτικῆς παγκόσμιας κοινότητας. Αὐτά ὅσον ἀφορᾶ στήν κορυφή, στά κέντρα ἀποφάσεως Ἀλλά ἡ βάση, οἱ ἁπλοί ποιμένες καί τά συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας παραμένουν πιστοί στην ἀλήθεια της Ἐκκλησίας. Παρά ταῦτα τά τελευταῖα χρόνια οἱ διαρκεῖ πιέσεις, τά σφικταγκαλιάσματα τῶν ξένων καί ντόπιων οἰκουμενιστῶν προκαλοῦν ὁλοένα καί περισσότερη ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων αἰσθητηρίων τοῦ λαοῦ μας.

Γιά τό λόγο αὐτό κρίνεται καθ’ ἡμᾶς ἐπεῖγον μέ κάθε μέσο νά πείσουμε τούς ἀρχιποίμενες τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἀποχωρήσουν ἀπό τό ὀλέθριο ΠΣΕ.

Ἔχουμε μιά ακόμη τολμηρότερη πρόταση. Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ Παναίρεση, ἀπαιτεῖται, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο στ’ αὐτιά μας κι ἀδύνατο στίς σημερινές συνθῆκες, νά καλλιεργησουμε τό κλῖμα γιά μιά συνοδική καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Θά πρέπει μιά Πανορθόδοξος Σύνοδος , ὅπως ἀκριβῶς τό εἰσηγεῖται ὁ μακαριστός ὁμολογητής π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς καί ὁ ἅγιος πρώην Φλωρίνης, μέ νηφαλιότητα, κατά τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων νά ὁριοθετήσει τήν πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί νά τήν καταδικάσει, ὥστε νά ἀποκοπεῖ αὐτό τό φοβερό ἀπόστημα, αὐτή ἡ δαιμονική διδασκαλία πού γιά ἕνα περίπου αἰῶνα ταλαιπωρεῖ καί πληγώνει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν Μία Ἁγία Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.



[1] Ἀντ. Παπαδοπούλου, Κείμενα Διορθοδόξων καί διαχριστιανικῶν σχέσεων, Ἐκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη 1984 σελ. 42-43.

[2] Ἀντ. Παπαδοπούλου, Μαρτυρία καί Διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα ΙΙ, σελ. 82.

[3] Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ὁ Οἰκουμενισμός χωρίς μάσκα Ἐκδόσεις Ὀρθοδόξου Τύπου Ἀθῆναι 1995

[4] Βασ. Σταυρίδου, Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως σελ. 111-112

[5] Περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Π. Μπρατσιώτης) 1963 σ. 473-479

[6] ΕΚΚΛΗΣΙΑ (1967) σελ. 467-468

[7] ΕΚΚΛΗΣΙΑ (1971) σελ. 151-154

[8] Π. Γρηγορίου, Πορεία πρός τήν ἑνότητα τομ. Α´σελ. 372-374

[9] Ὑπόμνημα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη σελ.14

[10] Π. Γρηγορίου ἔνθα ἀνωτ. σελ. 223-228

[11] ΕΚΚΛΗΣΙΑ (1962) 338-341

[12] Παν. Μπούμη, Συνέπειες τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων Ρώμης-Κων/πόλεως, Ἀθῆναι 1976 σελ. 218