Ἐκκοσμίκευση καί θεία Λατρεία
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἀπετέλεσε εἰσήγηση τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Σαράντη Σαράντου στό Λειτουργικό Συμπόσιο πού πραγματοποιήθηκε στό Βόλο 22-25 Ὀκτώβριου 2000 μέ τό γενικό τίτλο: “Λατρεύσωμεν τῷ Θεῷ εὐαρέστως”. Δημοσιεύθηκε στόν “Ὀρθόδοξο Τύπο”τό Σεπτέμβριο τοῦ 2001 σέ τρεῖς συνέχειες. Εδῶ ἐκδίδεται στήν πλήρη του μορφή μέ ὑποσημειώσεις καί συνοδευτικά Πατερικά κείμενα, πού τεκμηριώνουν τίς θέσεις τοῦ εἰσηγητοῦ.
Ἀρχιμανδρίτου Σαράντη Σαράντου
ἐφημερίου τοῦ Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Ἐκκοσμίκευση καί θεία Λατρεία
Προσπάθησα μέ τίς σεπτές εὐχές Σας Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατε ἃγιε Δημητριάδος καί λοιποί ἃγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί Πατέρες, ἀξιότιμοι κ.κ. Σύνεδροι νά θεμελιώσω τήν εἰσήγησή μου πάνω στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία μας καί στή φιλανθρωπότατη Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία μας, ὃπως ἀσύγχυτα, ἀχώριστα καί ὑποστατικά ἐκφράζονται στή Λατρεία μας.
Ἰσχνόφωνος, βραδύγλωσσος καί ἀνεπιστήμων αἰσθάνομαι, καί μάλιστα μπροστά σέ τόσους ἐκλεκτούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας μας. Περισσότερο ὃμως ἀνίκανος καί ἀνήμπορος εἰλικρινά, νιώθω μπροστά στό ὑμνολογικό καί Λειτουργικό μεγαλεῖο πού ἔχει συσσωρευθεῖ δύο χιλιάδες χρόνια τώρα κι ἀκόμα πιό πολλά χρόνια πρίν, γεμάτα ἀπό τήν ἰσόκυρη, ἰσοθεόπνευστη καί ἰσοστάσια Παλαιά Διαθήκη μέ τό δικό της ἐπίσης ὑμνολογικό χρυσορυχεῖο.
Γι᾿ αὐτό ἑπόμενος τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, ὃσο καταλαβαίνω, ἀφήνω σέ δεύτερη μοῖρα τήν ἐπιστημοσύνη, ἀφοῦ “ἡ γνῶσις φυσιοῖ” [1] κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀλλά κι ἀφοῦ εἶναι πολύ ἀνεπαρκές ἐργαλεῖο στή λειτουργική ἔρευνα. Προσπαθῶ χωρίς φόβο καί πάθος, ὃπως μπορῶ, νά κάνω κάποιες ἀξιολογήσεις καί νά ξεχωρίσω τήν Ὀρθόδοξη Λατρεία μας ἀπό τήν ἐκκοσμίκευσή της καί κατ᾿ οὐσίαν ἀλλοτρίωσή της.
Μέσα στήν Ἁγία Ὀρθoδοξία μας τά πάντα λειτουργοῦν Θεανθρώπινα. Ἀπό τότε πού “ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν” [2] ἑνώνεται τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο [3] , τό ὁρατό μέ τό ἀόρατο, τό γήϊνο μέ τό οὐράνιο, τό ἐν χρόνῳ μέ τό ἄχρονο, τό ἐ᾿δῶ μέ τό ἐκεῖ, τά θεῖα μέ τά ἀνθρώπινα.
Συγκεκριμένα μέσα στήν κάθε τοπική Ὀρθόδοξη λατρευτική σύναξη ὃλα τά παραπάνω “μεγέθη” ἀλληλοπεριχωροῦνται καί μέ μυστικό καί χαρισματικό τρόπο, γίνεται ὄντως ἡ φανέρωση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν(α). Ο ἃγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης φθάσας ἓως τρίτου οὐρανοῦ ὃπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στό θεοδημιούργητο σύγγραμμά του “Περί Εκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας” καί “Περί οὐρανίου ἱεραρχίας” μᾶς βεβαιώνει ὃτι ἡ οὐσία, ἡ μορφή καί τό περιεχόμενο τῆς ἐπιγείου λατρείας μας εἶναι εἰκόνα τῆς ἐν οὐρανοῖς καί ὁλοζώντανη ἐκτύπωσή της [4].
Ἡ συνοδική, συνολική Ὀρθόδοξη θεοπνευστία καί ἡ συνολική ἐκκλησιολογική ἐμπειρία ἔχουν θεσμοθετήσει ἓνα χριστοαριστουργηματικό σύστημα λατρείας- δοξολογίας, εὐχαριστίας καί παρακλήσεων- πρός τόν ἐν Τριάδι Θεό, πρός τήν Κυρία Θεοτόκο καί πρός τούς δοξασμένους Ἁγίους μας, σύστημα λατρείας χριστοποιητικό καί ἄκρως φιλάνθρωπο γιά τή σωτηρία καί τή θέωση κάθε ἀνθρώπου.
Οἱ ἱερές ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, ὃπως περιλαμβάνονται στό Ὡρολόγιο μαζί μέ τόν πλοῦτο τῶν τροπαρίων καί τῶν τελειοτάτων Κανόνων τῆς Παρακλητικῆς, τῶν Μηναίων, τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου ταξινομημένες “εὐσχημόνως καί κατά τάξιν” [5] σέ ὃλο τό χρόνο τῆς ζωῆς μας ὄχι μόνο μᾶς ἀνοίγουν παράθυρα πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά καί μᾶς μεταποιοῦν σέ ἀνθρώπους μετανοίας, κατανύξεως, ἀγάπης καί χριστοταπεινώσεως,(β) προκομμένους καί δημιουργικούς ἀκόμα καί μέσα στίς παροῦσες βιωτικές μας τρέχουσες ἀνάγκες.
Κυριότατα ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Μ. Βασιλείου ἀποτελοῦν πνευματική πανδαισία. Διά τῆς θείας Μεταλήψεως σκιρτιᾶ ἡ καρδιά, εὐφραίνεται ἡ ψυχή, εἰρηνεύει ὁ νοῦς, ἡμερεύει τό σῶμα, τρέφεται καί ἰσορροπεῖ ὃλη ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου κατά χάριν χριστοποιουμένη σταδιακά μέ τά Τίμια Δῶρα.
Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ παραπάνω στόχου, γιά τή θεανθρωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θεοφώτιστος συγγραφέας τῆς θ. Λειτουργίας χρυσορρόας ἱερός Χρυσόστομος, μαζί μέ τήν πλειάδα τῶν ὡρίμων πνευματικῶν πατέρων, ἔχουν συναρμόσει τήν ἔκφραση τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου μέ ὃρους θεολογικούς, ἀνθρωπολογικούς, ψυχολογικούς καί παιδαγωγικούς μέσα στήν πρός τόν ῾ὓψιστο λατρεία τους.
Κατά τή θεία Λειτουργία καί τίς ἄλλες φυσικά ἀπορρέουσες ἀπ᾿ αὐτήν ἱερές ἀκολουθίες ὑπάρχει ἄφθονος καί ἐμμελής ὁ τέλειος Ἑλληνικός λόγος. Λόγος αὐθεντικός πού ἐκφράζεται μέ τή μουσική καί τά πολλά της διαστήματα, τά ποικίλα θεανθρώπινα σύμβολα, τά ἱερά σκεύη, τίς ἃγιες εἰκόνες, τά ἱεροπρεπῆ ἀρχιτεκτονικά μνημεῖα (ἱεροί ναοί, ἱερές Μονές κ. λ.π.) ὃλα αὐτά δηλώνουν τό κτιστό μέρος τῆς ἐδῶ ὁρατῆς ἐν τῆ γῆ στρατευομένης Ἐκκλησίας καί τῆς φιλοκαλεστάτης παρουσίας της(γ).
Ὁ ἀναμφισβητήτου καί μεγάλης ἐμπειρίας λειτουργιολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ἃγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μᾶς τονίζει καί μεθοδικῶς ἀναλύει τή μυστική καί ὑπερβατική διάσταση τῆς θείας Λειτουργίας, πού σημαίνεται διά τῶν σοβαρῶν μυστικῶν εὐχῶν της. Στό 16ο Λόγο τῆς “Ἑρμηνείας τῆς θείας Λειτουργίας” ὁ ἃγιος Νικόλαος Καβάσιλας, κατα-γράφει τή μακρά λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας πού θέλει τίς εὐχές νά λέγονται μυστικῶς: “Ὁ ἱερεύς ἔνδον εὐχήν ποιεῖται ἡσυχιῆ καί καθ᾿ ἑαυτόν” [6](δ). Ἐνιῶ στόν 50ο λόγο του ἐξηγεῖ ἀναλυτικότερα τό γιατί εὔχεται καθ᾿ ἑαυτόν: “Ἀνάγνωσε ὃλες τίς εὐχές καί θά ἀντιληφθεῖς ὃτι ὃλα τά λόγια ἐκεῖνα εἶναι λόγια δούλων” [7]. Ποτέ ἓνας δοῦλος δέ φωνάζει στόν Κύριό του.Γιατί σ᾿ αὐτήν τήν τόσο σωστή σταυροαναστάσιμη λειτουργική ἐμπειρία ἀντιδροῦν κοσμικά κάποιοι ἱερεῖς; Γιατί φωνάζουν τίς μυστικές εὐχές πιό ἔντονα καί ἀπό τίς ἐκφωνήσεις; Δέν κοσμικοποιοῦν ὡς κτιστή τή θ. Λειτουργία;
Ὁ ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐπιμένει στή μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν[1] στηριζόμενος στόν ἃγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος στό Ζ΄ κεφάλαιο “περί Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας” λέγει: “Τάς δέ τελεστικάς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτόν ...ἐκ τοῦ κρυφίου πρός τό κοινόν ἐξάγειν”[8]. Ἀκόμα καί ὁ Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Brun ὑποστηρίζει ὃτι ὁ Κύριος μυστικῶς ἀνέπεμψε καθαγιαστική ἐπί τοῦ ἄρτου εὐχή, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τό πρότυπο τοῦ τρόπου μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν σέ μεταγενέστερους χρόνους [9].
Ἐπίσης ὁ ἄλλος διακεκριμένος λειτουργιολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἃγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἀναφέρει ὃτι οἱ εὐχές τῶν ἱερῶν Μυστηρίων ἔχουν διττό χαρακτήρα καί σημαίνουν “τόν διφυῆ Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἄληπτος ὤν, ἀσώματος καί ἄφραστος, ἔλαβε σῶμα” [10] . Ἐπέκταση καί ἑρμηνεία τῆς παραπάνω τοποθετήσεως τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης εἶναι ὃσα ἐκθέτει στίς σελίδες 348-349 [11]. Ἐκεῖ ἐξηγεῖ ὃτι ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή μυστική καί τέλεια ἐκφορά τῶν εὐχῶν της ἰσχυροποιεῖ τόν ἐνδιάθετο καί ἐσωτερικό καθαρό λόγο τοῦ πιστοῦ, ἔκφραση τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ σωστός λειτουργικός προφορικός λόγος καί ὁ καλλιεπέστατος γραπτός λόγος τῆς λατρείας(ε).
Διά τῆς μυστικῆς ἐκφορᾶς τῶν εὐχῶν οἱ πιστοί ὑποψιάζονται τό μυστικό τρόπο, τόν ἄρρητο ἤ ἀπόρρητο, τόν ἄνευ λέξεων τρόπο κοινωνίας τῶν Ἀγγέλων [12]. Ἐπίσης προϊδεάζονται καί προετοιμάζονται διά τῆς νοερᾶς καί ἄνευ λόγου μονολογίστου εὐχῆς, στή μέλλουσα ἐπικοινωνία τους μέ τούς Ἁγίους, μέ τήν πάντοτε ὀλιγόλογη Παναγία μας καί μέ τήν μετά μεγίστης αἰδοῦς καί εὐλαβείας κοινωνία μας μέ τό Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό.
Τό κοσμικό πνεῦμα καί ἡ κοσμική νοοτροπία εἴτε συνειδητά εἴτε ἀσυνείδητα ἐπιδιώκει τή σμίκρυνση τῶν ἀσυλλήπτων θεανθρωπίνων διαστάσεων τῆς λατρείας μας. Δυστυχῶς ἀπό κάποιους λειτουργούς ἡ ἐκφορά τοῦ λόγου τῶν μυστικῶν εὐχῶν εἶναι τόσο δυνατή, ὣστε καθόλου νά μή διακρίνονται ἀπό τίς ἐκφωνήσεις, οἱ ὁποῖες κατά τόν προαναφερθέντα μέγιστο λειτουργιολόγο Καβάσιλα, ἀποτελοῦν τή φυσική κατάληξη καί τῶν αἰτημάτων τῶν ἐκφωνουμένων ἐμμελῶς ἀπό τό Διάκονο καί τῆς μυστικῆς εὐχῆς τοῦ καθ᾿ ἑαυτόν προσευχομένου λειτουργοῦ [13]. Συνιστᾶ ἀνθρωπ-αρέσκεια ἐκ μέρους τοῦ λειτουργοῦ ἡ “μανιώδης” προσπάθεια νά ἀκούγεται ἀπό τούς πιστούς, δῆθεν γιά νά μετέχουν καλύτερα οἱ πιστοί, ἐνιῶ κατ᾿ οὐσίαν περιορίζεται καί συστέλλεται ἡ ὑπερβατικότητα τῆς θ. Λειτουργίας καί ἐκπίπτει στό κοινωνικό status καί στήν ἐνδοκοσμική, θρησκευτική, νοοκρατούμενη παθητικότητα καί στατικότητα.
Ἡ Ἁγιορείτικη ἀλλά καί ἡ Κωνσταντινουπολίτικη λειτουργική Παράδοση ἀντιστέκεται ταπεινῶς καί εὐθαρσῶς σ᾿ αὐτοῦ τοῦ ὓπουλου εἴδους τήν κοσμικοποίηση, μέ τήν ὁποία μυστική παράδοση, φαίνεται νά συμφωνεῖ καί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας, ἀφοῦ ζητοῦν, ἐπιδιώκουν καί θέλουν αὐτό τό ὑπερβατικό καί μυστικό βάθος τῆς Λειτουργίας μας,ἐνιῶ παράλληλα χαίρονται καί κατανύγονται καί μέ τά ἐξαίσια Ἱεροψαλτικά ποικίλα Βυζαντινά μέλη.
Συμβατό μ᾿ αὐτή τή μυστική νοοτροπία εἶναι καί τό κλείσιμο τῶν Βημοθύρων(στ), πού ἐπιμελῶς διατηρεῖται μέχρι σήμερα καί στά μοναστήρια μας καί ἀκόμα σέ πολλές κοσμικές ἐνορίες τῶν πόλεων. ἔτσι ὁ λαός μας παιδαγωγεῖται καί ἐξασκεῖται πολυμερῶς καί πολυτρόπως ὄχι μόνο στήν καταφατική θεώρηση τῆς λατρείας μας, ἀλλ΄καί στήν ἀποφατική, καλλιεργῶντας μέσα στόν ἱερότερο χῶρο τῆς λατρείας μας καί τίς προσθετικές του καί τίς ἀφαιρετικές του ἱκανότητες ἀπό τήν πιό μικρή ἡλικία μέχρι καί τήν ὡριμότερη, μέχρι καί τίς ἐσχατιές τοῦ παρόντος βίου.
Ἀπό αὐτή τή θεσμική, ἱεροπρεπῆ στάση τοῦ λειτουργοῦ προκύπτει καί κάτι ἄλλο περαιτέρω.
Σφυρηλατεῖται δηλαδή καί ἐμπεδώνεται καί μέσα μας, στήν ἱερατική μας συνείδηση, ἀλλά καί στό σῶμα τῶν πιστῶν, ἡ ὑψηλή διακονία τῆς γενικῆς ἱερωσύνης τῶν πιστῶν χωρίς νά δημιουργεῖται ἡ ἀντίθετη πρός αὐτήν κληρικαλιστική νοοτροπία τῶν ρωμαιοκαθολικῶν.
Ὁ Καβάσιλας ἐκφράζει μέ τόν καλύτερο τρόπο αὐτή τήν Ὀρθόδοξη θεανθρώπινη διακονία τοῦ ἱερέως ὡς λειτουργοῦ: “ἄλλωστε ὁ ἱερεύς μιμούμενος τόν πρῶτο ἱερέα(δηλ. τό Χριστό) πού εὐχαριστοῦσε τό Θεό καί Πατέρα προτοῦ παραδώσει στούς Ἀποστόλους τό μυστήριο τῆς κοινωνίας, κάμει κι αὐτός, πρόν ἀπό τήν τελεστική εὐχή μέ τήν ὁποία ἁγιάζει τά δῶρα, αὐτή τήν εὐχαριστία πρός τό Θεό καί Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, “ἄς εὐχαριστήσωμε τόν Κύριο” , καί ἀφοῦ συμφωνήσουν ὃλοι καί ἀναφω-νήσουν “αὐτό εἶναι ἄξιο καί δίκαιο”, αὐτός προσφέρει μόνος του τήν εὐχαριστία πρός τό Θεό. καί ἀφοὺ τόν δοξολογήση καί τόν ὑμνήση μαζί μέ ἀγγέλους καί ἀποδώση εὐγνωμοσύνη γιά ὃλα τά ἀγαθά πού μᾶς δόθηκαν ἀπ᾿ αὐτόν ἐξ ἀρχῆς, καί ἀφοῦ τέλος μνημονεύση αὐτή τήν ἀνέκφραστη καί ὑπέρ λόγο οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος γιά χάρι μας, τότε καθαγιάζει τά τίμια δῶρα καί συντελεῖται ὃλη ἡ θυσία” [14].
Ἀνάλογη καί μετρημένη, ἀλλά σαφής εἶναι ἡ ἐκτίμηση πού εἶχαν καί ἔχουν ὃλοι οἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἱερωσύνη, μέ τήν ὁποία ἀπείρῳ ἐλέει Θεοῦ ἔχουν τιμηθεῖ καί τῆς ὁποίας τή διακονία ἔχουν ἐπω-μισθεῖ.
Δυστυχῶς τό ἔντονο κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας κ α ί διά τῶν κοσμικῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως προσπαθεῖ νά κάμψει τό ἀσκητικό καί ἀγωνιστικό φρόνημα τῶν κληρικῶν τῆς πατρίδος μας, νά δημιουργήσει τρομοκρατία, ὣστε νά φιμωθεῖ παντελῶς ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία.
Μ᾿ αὐτήν τήν κοσμική νοοτροπία, ὡς μή ὤφειλε, συνεργάζονται καί κάποιοι θρησκευτικοί δημοσιογραφικοί παράγοντες χωρίς ἐκκλησιαστική συνείδηση, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ξένες θρησκευτικές οὑμανιστικές ἤ αἱρετικές σέκτες καί δυσχεραίνουν τό ἔργο τῶν μαχίμων ὀρθοδόξων ἱερέων πού ὀρθοδοξοῦν καί ὀρθοπρακτοῦν καί δέ συσχηματίζονται μέ τίς παγκοσμιοποιητικές ἀντίχριστες δυνάμεις τῆς “Νέας Ἐποχῆς”. Στήν πρώτη γραμμή βρίσκεται τό περιοδικό God & Religion καί οἱ δημοσιογράφοι τῆς T.V.
Μέ τά παραπάνω πρέπει νά προσθέσουμε καί κάποιες ἐπίσης “μοντέρνες” κοσμικές τάσεις κάποιων κληρικῶν πού ἀρνοῦνται τήν ἐμμελῆ ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί δέν ἐπιτρέπουν στούς ἱεροψάλτες τους τήν ἐμμελῆ ἀπόδοση τοῦ Ἀποστολικοῦ Ἀναγνώσματος. Πέραν τοῦ ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένου ὃτι ἀπό τοῦ ἓκτου αἰῶνος ὑπῆρχαν σημαδόφωνα πάνω στά Εὐαγγελιστάρια καί στά Ἀποστολικά Ἀναγνώσματα(ζ), εἶναι εὐκολότερη ἔτσι ἡ κατανόηση τῶν κειμένων, τό δέ μέλος, πού εἶναι τύπος τῆς Χάριτος τοὺ Ἁγίου Πνεύματος κατανύγει τήν καρδιά συνεργαζομένη μέ τίς νοητικές δυνάμεις γιά τήν ἀφομοίωση τοῦ περιεχομένου. Τά αὐτά ἰσχύουν καί γιά τό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα, τοῦ ὁποίου τά νοήματα εἶναι δυσκολότερα ὡς πυκνότερα καί εἶναι ἀπαραίτητος ὁ ἀργότερος ρυθμός, ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως, ὣστε μαζί μέ τή διεισδυτικότητα τοῦ μέλους νά ἐπιτυγχάνεται ἡ μεγίστη κατανόηση(η).
Ἐπιτρέψτε μου μιά παρατήρηση γιά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί γιά τό Πάτερ ἡμῶν. Ὁ νεοεισαχθείς τρόπος ἐκφορᾶς τους ἀπό ὃλο τό Ἐκκλησίασμα εἶναι ἀήθης καί μοιάζει κοσμικός. Ἀσφαλῶς εἶναι δάνειο ἀπό τίς θρησκευ-τικές ὀργανώσεις τῆς πατρίδος μας, οἱ δέ ὀργανώσεις ἔκαναν εἰσαγωγή ἀπό τίς ἐκκλησίες τῆς Δύσεως πού ἔχασαν τόν ἁπλό ἀλλά αὐθεντικό τρόπο ἐκφορᾶς τους ἀπό τόν προεστῶτα ἤ τήν προεστῶσα στά Μοναστήρια καί προπαγάνδισαν τό θρησκευτικό ὀχλοκρατικό λαϊκισμό.Μετά ἀπό δύο περίπου χρόνια δοκιμῆς σ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἐκφορᾶς, ταπεινῶς φρονοῦμε ὃτι διασπᾶ τούς πιστούς, ἀμβλύνει τήν ἱερότητα τοῦ λειτουργικοῦ χώρου καί ἀφαιρεῖ ἀπό τούς πιστούς τόν ἐσωτερικό, νοερό καί μυστικό τρόπο συμμετοχῆς στήν τόσο λεπτή καί μυστική, λογική καί πνευματική θεία Λειτουργία μας. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος περαιτέρω κοσμικοποιήσεως τοῦ ἱεροπρεπεστάτου λειτουργικοῦ μας χώρου, ἄν αὐτή ἡ λαϊκιστική νοοτροπία μαζικῆς ἐκφορᾶς ὓμνων ἐπεκταθεῖ διά τῆς ἓξεως [15].
Εἶναι δέ ἄξιον μεγίστης ἀπορίας γιατί οἱ ἰθύνοντες ἐπιτεταγμένοι διάκονοι ἤ ἱεροψάλτες κάθε φορά πού παρακινοῦν τό λαό νά ἀπαγγείλουν ὃ λ ο ι μ α ζ ί τό “ Πιστεύω” καί τό “Πάτερ ἡμῶν”, μά κάθε φορά, ἐπαναλαμβάνουν τή φράση “ὃλοι μαζί”. Τό, ὃλοι μαζί, ἐκτός τοῦ ὃτι δέν εἶναι καλόηχο, εἶναι καί σύνθημα ἀποκρυφιστικό, ὃπως εἶχε ἀποδείξει ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος. Γι᾿ αὐτό φυσικά ἀπάδει στόν ἱερό χῶρο τὴς Θ. Λειτουργίας.
Μόνο ἓνας, λοιπόν, “χῦμα” καί εὐκρινῶς, ἀπαγγέλλει τό τόσο σπουδαῖο γιά τήν περαιτέρω συμμετοχή μας στόν ἐπικείμενο καθαγιασμό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ὃλοι οἱ λοιποί, ὃλο τό Ἐκκλησίασμα, μέ πολλή προσοχή καί συνακροῶνται καί νοερῶς συμμετέχουν(θ).
Ὅσον ἀφοριᾶ τή γονυκλισία κατά τήν Κυριακή, ἡ λειτουργική μας παράδοση ἀπαιτεῖ “μή κλίνειν γόνυ”, βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων, 20οῦ τῆς Α΄Οἰκουμ. Συνόδου, τοῦ 90οῦ τῆς Πενθέκτης, τοῦ 15ου τοῦ Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ 91ου τοῦ Μ. Βασιλείου [16].
Ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καί ὁλόκληρη ἡ Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στόν Ἀναστάντα, ὁ οποῖος εἰδικά κατά τήν ἡμέρα αὐτή δέ μᾶς θέλει θλιμμένους, ἀλλά μετόχους στή μοναδική χαρά τῆς Ἀναστάσεώς του καί τῆς συναναστάσεώς μας μαζί Του.
Ἡ γονυκλισία ὄχι μόνο ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται κατά τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, κατά τίς ὁποῖες μέ μετάνοιες, ἀσκήσεις, νηστεῖες καί προσευχές ἐπιδιώκουμε τήν ὁριστική κοπή τῶν παθῶν καί τήν ἔνταξή μας ἀμετάκλητα στήν ἐν Χριστιῶ ζωή.
Τήν Κυριακή ὃμως ὁ Χριστός Ἀναστάς μᾶς θέλει συνδαιτημόνες στή χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του χωρίς κοπετούς, δάκρυα, μετάνοιες καί γονυ-κλισίες. Γιατί νά μή χαιρόμαστε ἁπλᾶ καί ὑπάκουα μαζί Του, στή χαρά Του καί στή χαρά μας, ἀλλά νά προτιμᾶμε τό δικό μας κοσμικό ἴδιο θέλημα; Ἀφοῦ τήν Κυριακή ὁ ἴδιος ὁ Ἀναστάς Χριστός μᾶς δίνει τήν εὐλογία νά ζοῦμε τήν υἱοθεσία Του, νά νιώθουμε κατά Χάριν υἱοί Του, γιατί νά συμπεριφερόμαστε ἀχάριστα, δουλικά καί ἀνυπάκουα μέ διάφορες εὐσεβοπροθέσεις;
Τό βασικό κοσμικό, κατά τήν ταπεινή μας ἐκτίμηση,ἐπιχείρημα, ὃσων ὑποστηρίζουν τή λειτουργική ἀνανέωση, εἶναι ὃτι ὁ λαός μας δέν καταλαβαίνει τά δρώμενα. Πῶς μποροῦμε νά διαγιγνώσκουμε σωστά τί ὁ λαός καταλαβαίνει καί τί δέν καταλαβαίνει; Μήπως ὑπάρχουν κάποια ὄργανα, ὃπως τά πιεσόμετρα, τά ἀκτινογραφικά μηχανήματα, τά μηχανήματα τῶν ὑπερήχων καί ἐγκεφαλογραφημάτων, τῶν καρδιογραφημάτων, οἱ ἀξονικοί τομογράφοι, τά ὁποῖα μποροῦν νά μετρήσουν τή νοητική ἤ συναισθηματική ἤ ψυχολογική ἤ πνευματική προσέγγιση τοῦ κάθε πιστοῦ μας στήν Ὀρθόδοξη λατρεία μας;
Οἱ πιστοί μας, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἦταν πάντοτε, καί ὑποθέτω καί τώρα, ἐλεύθεροι νά παρακολουθήσουν ἑκούσια ὁποιοδήποτε κομμάτι τῆς λατρείας μας καί νά ἀποκομίσουν ἓκαστος τό ἀντίδωρο τῆς δικῆς τους προσφορᾶς. Γιατί ἐμεῖς νά μεταβάλλουμε τό πολυδοκιμασμένο θεόπνευστο λειτουργικό σύστημα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, ἐπειδή ἐλάχιστοι πιστοί ἀμυδρά ἑκάστοτε καί ἑκασταχοῦ ζητοῦν “λειτουργική ἀνανέωση”; Στήν πραγματικότητα τό αἴτημα γιά λειτουργική ἀνανέωση δέν προέρχεται ἀπό τόν Ὀρθόδοξο λαό ἀλλά ἀπό κάποιους λίγους ἱερεῖς, εἶναι δηλ. αἴτημα χωρίς ἐκκλησιολογική ἀναγνώριση.
Οἱ λαοσυνάξεις πάντως ἀπέδειξαν, ἀντίθετα ἀπ᾿ ὃσους ὑποστηρίζουν τή μή κατανόηση ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ τῶν δρωμένων, ἓνα λαό ἐλεύθερα κατηχημένο, μοναδικά Ὀρθόδοξα βαπτισμένο καί σωστά Μυρωμένο πού ξέρει νά ἐκτιμιᾶ καιρούς καί καταστάσεις καί νά ἀνταποκρίνεται θετικά, ἐκκλησιολογικά, ὁμολογιακά.
Ὓστερα, καί ἀπό τίς λαοσυνάξεις ἔγινε αἰσθητή ἡ Ὀρθόδοξη Παιδεία τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.ἄν ὁ λαός μας ἦταν παθητικός δέκτης τῆς προσφερομένης λατρευτικῆς πνευματικῆς τροφῆς, δέ θά εἶχε ἀνταποκριθεῖ τόσο ἄμεσα στήν πρόσκληση τοῦ Μακαριωτάτου καί στίς δύο μεγάλες πόλεις τῆς πατρίδος μας, τήν πρωτεύουσα καί τήν συμπρωτεύουσα.
Ἡ ἔνθερμη συμμετοχή ὃλων τῶν τάξεων τοῦ λαοῦ μας, καί τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων καί τῶν μέσων ἀστῶν καί τῶν ἀνθρώπων ὑψηλῆς Παιδείας μαζί μέ τούς κληρικούς ὃλων τῶν βαθμῶν καί τούς μοναχούς καί τίς μοναχές δηλώνει τό ὁρατό ἀποτέλεσμα τῆς μυστικῶς λειτουργούσης λατρευτικῆς ἀγωγῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας σ᾿ ὃλο της τό σῶμα, τό σῶμα τῶν πιστῶν.
Τό αἴτημα γιά λειτουργική ἀνανέωση μοιάζει μέ τό ἀντίστοιχο ἐκσυγχρονιστικό αἴτημα τῶν πολιτικῶν μας. Εἶναι ἀσφαλῶς σκόπιμη καί μεθοδευμένη καί κατευθυνόμενη ἡ προπαγάνδα ὃλων τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, πού συνέχεια παρουσιάζουν τούς πολιτικούς μας ἄρχοντες νά κόπτονται γιά τόν ἐκσυγχρονισμό τοῦ λαοῦ μας, ὡς ἐάν αὐτός ὁ λαός νά εἶναι ἀπολίτιστος καί τριτοκοσμικός. Πρόκειται γιά βάναυση ἱστορική κακο-ποίηση τοῦ λαοῦ μας, γιά νά ἐνταχθεῖ ἀδιαμαρτύρητα στήν ἀντίχριστη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, ξεπουλῶντας τόν ὑπερτρισχιλιετῆ πολιτισμό του μαζί μέ τά ἱερά καί τά ὃσιά του. Τόν ὑποβάλλουν (τό λαό μας)σέ ἐπίμονη πλύση ἐγκεφάλου πειθαναγκάζοντάς τον νά ἀποδεχθεῖ τό σύνδρομο τοῦ πιό φτωχοῦ, τοῦ πιό ἀσθενικοῦ, τοῦ ὑπανάπτυκτου, μέσα στή σύγχρονη ἤ ἐκσυγχρονισμένη παγκόσμια κοινωνία. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὃτι ἡ σύγχρονη κοινωνία γεννάει ὃλο καί περισσότερους φτωχούς καί ἀστέγους, ἐνιῶ ὃλα τά οἰκονομικά ἐκσυγχρονιστικά συστήματα βοηθοῦν τούς πολύ πλουσίους νά γίνονται πλουσιότεροι καί νά μαζεύουν οἱ λίγοι τά χρήματα στά χέρια τους... “ἐκσυγχρονιστικά”.
Δυστυχῶς σ᾿ αὐτή τήν κοσμική, ἐκσυγχρονιστική νοοτροπία ἔχουν ἐμπλακεῖ καί κάποιοι ποιμένες ἀπό ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐφυσιώθησαν διά τῆς ψευδωνύμου κοσμικῆς γνώσεως καί δέν ἐκτιμοῦν τήν ἐλευθερία, τή χάρη, τή ζωντάνια τήν ἐν Χριστιῶ θεανθρώπινη δυναμικότητα πού προσφέρει ἀκατάπαυστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στό λαό ἰδίως μέ τή λατρεία της
Ὑπενθυμίζω ἀνώτατο ἐκκλησιαστικό ἄρχοντα τοῦ ἐξωτερικοῦ, πού μᾶς ἐχαρακτήρισε ὡς ἐπαρχιῶτες ἐπειδή δέν ἔχουμε τά ἀνοιχτά ἐκσυγχρονιστικά μυαλά τῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ κληρικῶν.
Ὑπενθυμίζω ἔγκριτο λαϊκό θεολόγο ἐν τιῆ ἡμεδαπιῆ, ὁ ὁποῖος ἐχαρακτήρισε ἀποίμαντη ἀγέλη τόν ὀρθόδοξο Ἑλληνικό λαό μας πού στεκόταν ὦρες καί ὦρες γιά νά προσκυνήσει τήν Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας μας.
Ὑπενθυμίζω ἐπίσης, ἐνδεικτικῶς ἄρθρο τοῦ Μητροπολίτου Κοζάνης κυροῦ Διονυσίου Ψαριανοῦ ὑπό τόν τίτλο “Μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας”, πού πρωτοδημοσίευσε ἡ ἱερά Μητρόπολις Ἑλβετίας καί πρόσφατα ἀναδημοσίευσε τό περιοδικό “Σύναξη” [17]. Σ᾿ αὐτό τό ἄρθρο ὁ συγγραφέας οὐσιαστικά πολυβολεῖ τή λειτουργική μας παράδοση, πιστεύοντας ὃτι πάνω της ἔχει ἐπικαθίσει πολλή σκουριά, ἀλλά καί ὑποτιμιᾶ τόν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικό λαό μας.Ἀναπαράγει δημοσίευμα τοῦ αἱρετικοῦ Ἀπόστολου Μακράκη, πού θεωρεῖ τό λαό μας ἀκατήχητο καί ἀπαίδευτο λατρευτικά καί ἐκκλησιαστικά.
Καί ἐρωτῶ:ἄν πράγματι ὁ λαός μας ἦταν ἀπαίδευτος καί ἀσυγχρόνιστος, θά μαζευόταν τόσο γρήγορα, μέ τόση λίγη προετοιμασία γιά νά διαδηλώσει τήν πίστη του καί νά συμπαρασταθεῖ στόν ἀγῶνα πού δίνει ὁ Μακαριώτατος; Θά στεκόταν μέ τέτοιο ἦθος πού τό ζήλεψαν καί οἱ ἀντίθετοι, κομματικοί μηχανισμοί;
Αὐτή ἡ ἐκσυγχρονιστική νοοτροπία εἰσάγει τήν ἐκκοσμίκευση στή λατρεία καί οὐσιαστικά τήν ἀλλοτρίωσή της.
Γιά νά μή πελαγοδρομοῦμε, ἔχουμε ὁδηγό στήν εἰσήγησή μας τό μεγάλο λειτουργιολόγο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἃγιο Νικόλαο Καβάσιλα. Ὁ δέκατος τέταρτος αἰώνας μέ τήν πολύ πλούσια θεολογική καί θύραθεν Παιδεία τοῦ Καβάσιλα ἀποτελεῖ ἓνα τεράστιο αὐθεντικό ὑλικό λειτουργικῶν ἐμπειριῶν, μέ συμπυκνωμένη κτιστή καί ἄκτιστη μυστική Ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Μαζί μέ τά ἃπαντα τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης ἔχουμε ἀνά πᾶσα στιγμή δίπλα μας ἀρίστους ἑρμηνευτές ὁδηγούς στήν πολύτιμη ποιμαντική ἑρμηνευτική μας διακονία πρός τόν περιούσιο Ἑλληνορθόδοξο λαό τοῦ Θεοῦ. Θά εἴμαστε οἱ καλύτεροι ἐκσυγχρονιστές λειτουργοί ἄν μάθουμε νά τούς συμβουλευόμαστε ὃλοι μας.
Ὅμως ὁ ὃρος “ἐκσυγχρονισμός” εἶναι κοσμικός καί τόν χρησιμοποιοῦν κατά κόρον οἱ πολιτικοί ἄρχοντες ὁλόκληρου τοῦ πολιτικοῦ χώρου. Γιά μᾶς τούς θεολόγους καί κληρικούς δοκιμότερος εἶναι ὁ ὃρος “ἐκκοσμίκευση”, τόν ὁποῖο καί κυρίως χρησιμοποιοῦμε.
Τό ὑπό τοῦ Μακαριωτάτου ἀνατεθέν στήν ἐλαχιστότητά μου θέμα εἶναι: “Ἐκκοσμίκευση καί θεία λατρεία”. Εἶναι εὐρύτατο τό θέμα καί μπορεῖ νά δηλώνει κατάφαση, ὃτι δηλ. ὑπάρχει, ἔχει ὑποστεῖ ἐκκοσμίκευση ἡ λατρεία μας, ἤ ὃτι ὑπάρχει κίνδυνος νά γίνει κάτι τέτοιο, ἤ ἴσως κατά τή γνώμη κάποιων ὃτι πρέπει νά γίνει ὑπό τό κλῖμα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ.
Κάτω ἀπ᾿ αὐτήν τήν ὑπονοούμενη προβληματική κάποιοι ἔσπευσαν γιά λόγους “ποιμαντικούς” νά προτείνουν ἐκσυγχρονισμό στή γλῶσσα τῆς λατρείας μας.(ι) Γιά παράδειγμα, κληρικός ἀρθρογράφος, στό περιοδικό “Σύναξη” ψυχολογικοποιῶντας τό θέμα ὑποστήριξε ὃτι ἡ συντήρηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στή λατρεία μας δημιουργεῖ ἀμυντικές ψυχολογικές ἀντιδράσεις, πού μᾶς ἐγκλωβίζουν σ᾿ ἓνα στεῖρο συντηρητισμό χωρίς νά μποροῦμε νά διαλεχθοῦμε μέ τό σύγχρονο ἄνθρωπο, πού εἶναι κλεισμένος στό καβούκι τοῦ ἐγώ του, μολονότι δέ θέλει νά εἶναι κλεισμένος ἑρμη`τικά στή μοναξιά του. Παραθέτει ὁ ἐν λόγῳ ἀρθρογράφος ὁμάδες λέξεων πού κατ᾿ αὐτόν ἀποδεικνύουν πόσο ἄσχετη εἶναι ἡ παραδοσιακή λατρεία μας μέ τό ζωντανό σύγχρονο λόγο τοῦ ἀνθρώπου [18].
Εἶναι σέ ὃλους γνωστό ὃτι ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ Γένους μας καί Ἰσαπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔχοντας μαζί του ὃλη τήν Ἁγιορείτικη καί ὃλη τήν Κωνσταντινουπολίτικη Παράδοση παρακινοῦσε τούς γονεῖς νά μαθαίνουν τά παιδιά τους Ἑλληνικά καί συγκεκριμένα ἐννοοῦσε ἐκμάθηση ἀπό τά ἱερά βιβλία: Ψαλτήρι, Παρακλητική, Ὡρολόγιο, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο κ.λ.π. Γιά νά πείσει τούς γονεῖς νά ἐμπιστεύονται τά παιδιά τους στούς παπάδες καί τούς μοναχούς δασκάλους πού θά τούς μάθαιναν τά Ἑλληνικά, τούς ἔλεγε: “Παίρνω πάνω μου ὃλες σας τίς ἁμαρτίες, ἄν μαθαίνετε στά παιδιά σας Ἑλληνικά...” [19]. Οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς ὃμως δέν ἤξεραν τά Ἑλληνικά γι᾿ αὐτό τούς παρέπεμπε σ᾿ αὐτούς πού κατεῖχαν τά ἐργαλεῖα, τά βιβλία τῆς πολύ πλούσιας θεανθρώπινης Παιδείας μας. ἄν θεωροῦσε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν Παιδεία ψυχοαμυντική, θά ἦταν τόσο κατηγορηματικός στήν ἐκμάθηση ὃλου τοῦ φάσματος τῶν Ἑλληνικῶν, ὁ ἐποπτικότατος καί ἁπλούσ-τατος στό ζωντανό του λόγο ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός;
Ἀλλά καί ὁ ἀντίθετός του ἰδεολογικά, ὁ οὑμανιστής Ἀδαμάντιος Κοραῆς ἐπίστευε ὃτι ἀφετηρία παντός ἐκσυγχρονισμοῦ εἶναι ἡ πρώτιστη καί ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσας μας [20]. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί ὁ Διονύσιος Σολωμός πού εἶχαν ἄμεση πνευματική κοινωνία μέ τό λαό μας, ἦσαν ἄριστοι γνῶστες τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ λόγου [21]. Ἐθεώρησαν ποτέ οἱ παραπάνω ἐξέχοντες ἄνδρες, ἀλλά καί ὃλοι οἱ διακεκριμένοι παιδαγωγοί ὃτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα καί γλῶσσα τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων εἶναι μόνο καί ξερά ψυχοαμυντική;
Ὁ π. Πορφύριος, σύγχρονος θεοφώτιστος ἃγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔλεγε ὃτι ὃταν πρωτοπῆγε στό ἁγιώνυμο ὄρος, παιδί δεκατεσσάρων ἐτῶν, δέν ἐγνώριζε τίποτα ἀπό τά κείμενα πού ἄκουγε. Ἐπεστράτευε ὃμως τή λεπτή προσοχή του, ἔτσι ὣστε νά γίνει τό μυαλό του καί ἡ καρδιά του ἓνα ζωντανό λεξικό, πού ἀπό τίς ἐλάχιστες ἀρχικά κατανοοούμενες λέξεις μποροῦσε σύν τιῶ χρόνῳ νά ἐννοεῖ καί νά ἑρμηνεύει καί τίς χιλιάδες μετέπειτα, γεμίζοντας ἀπό ἄρρητη ἔκπληξη, θαυμασμό καί χαρά γιά τό μεγαλεῖο τοῦ λειτουργικοῦ χαρισματικοῦ μας δυναμικοῦ. Πόσες φορές, γέρος, ἀνήμπορος καί ἄρρωστος ἔβαζε τόν ἐπισκέπτη του νά τοῦ διαβάσει ἓνα Ψαλμό ἤ ἓνα τροπάριο τῆς Παρακλητικῆς γιά νά τοῦ ἐμφυτεύσει τήν ὄρεξη καί τήν ἀγάπη στά ἀριστουργήματα τοῦ χριστοποιημένου ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ λόγου, πού κατά τόν ἃγιο Γέροντα εἶχαν καί μορφωτική ἀξία καί ψυχοθεραπευτική καί ὄχι ψυχοαμυντική ἀπαξία.
Τέτοιες φωνές ἀκούγονται ἀπό διαφόρους ἐνδοεκκλησιαστικούς παράγοντες πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν κοσμική νοοτροπία, ἡ ὁποία συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τούς ἀφελληνιστικούς καί ἀντορθόδοξους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Γνωρίζετε, γνωρίζει ἡ Ἑλληνική κοινωνία ὃτι μέχρι πρόπερσι διδάσκαμε ἑπτά ὦρες ἀρχαῖα Ἑλληνικά στή Β΄Λυκείου καί ἀπό πέρυσι δύο, καί μόνο στή θεωρητική κατεύθυνση διδάσκουμε τέσσερεις ὦρες;
Γιατί λοιπόν νά συσχηματισθοῦμε μέ τήν ἀφελληνιστική ἐκπαιδευ-τική νοοτροπία καί νά μή θεωρήσουμε μεγίστη τιμή μας ὃτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐκ τῶν πραγμάτων ἔχει ἀναλάβει τή μοναδική καί ἀπο-κλειστική διακονία νά διδάσκει ὁλόκληρο τό λόγο τῆς θεανθρωπίνης ἀληθείας μέ τόν ὡραιότερο καί τελειότερο λόγο τῆς οἰκουμένης, στόν ὁποῖο λόγο ἔδωσε τήν εὐλογία του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος; Γιατί ἐμεῖς νά πάψουμε νά εἴμαστε διδακτικοί;
Δόξα τιῶ Θειῶ τά παιδιά μας εἶναι τόσο ἔξυπνα καί ἱκανά ὣστε καί ξένες γλῶσσες μαθαίνουν, ἐν ἀντιθέσει πρός τά παιδιά τῆς Εὐρώπης πού δέν καταδέχονται εὔκολα νά μάθουν ἄλλη γλῶσσα ἐκτός ἀπό τήν ἐθνική τους καί τίς γλῶσσες τῶν κομπιοῦτερς.ἄν λίγο πατρικά καί φιλόστοργα τά βοηθήσουμε, θά ἀνακαλύψουν τούς παραδοσιακούς θησαυρούς τους, καί δέν θά ρέπουν στά διάφορα ναρκωτικά, ψυχοναρκωτικά καί ἄλλα ὑποκατάστατα τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας. Ἡ δοκιμασμένη μας χριστοϊαματική ἑλληνο-χριστιανική Παιδεία μπορεῖ, ἀκόμα καί τώρα, νά κάνει θαύματα καί νά κινητοποιήσει ἁρμονικά ὃλα τά ψυχοδυναμικά τους καί ὁλόκληρη τήν προσωπικότητά τους.
Ὁ ραδιοφωνικός σταθμός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Πειραϊκή Ἐκκλησία, οἱ ἑρμηνευτικές ἐκδόσεις λειτουργικῶν κειμένων βοηθοῦν ἄλλωστε μαζί μέ τήν ἐνυπάρχουσα στά λειτουργικά κείμενα Χάρη τούς πιστο`ύς νά καταλαβαίνουν, νά κατανύγονται, νά τά μαθαίνουν καί νά χαίρονται νά τά ἀποστηθίζουν, μά κυρίως ψέλνοντάς τα νά ἔχουν πνευματικές ἀναβάσεις.
῾Oϊ eή ταπεινή μας πρόταση πρός τό Μακαριώτατο:
Καλέστε ἀπό τηλεοράσεως, δημοσίως ἤ μέ προσωπικές προσκλήσεις τούς μαχίμους φιλολόγους καί θεολόγους ἤ τούς ἄρτι συνταξιοδοτηθέντας νά σᾶς βοηθήσουν στήν ἳδρυση φροντιστηρίων ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, γιά νά ἀνα-λύονται φιλολογικά καί θεολογικά τά λειτουργικά μας κείμενα, γιά νά κατανοοῦνται ἀπό τούς πιστούς καί νά ἀποκρυπτογραφοῦνται τά ὑψηλά τους θεανθρώπινα μηνύματα, χωρίς νά ἀθετοῦνται “ὃρια αἰώνια ἃ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἔθεντο” [22].
Ἡ κοσμική νοοτροπία μέσῳ κοσμικοποιημένων θεολόγων προτείνει παραγκωνισμό τοῦ μοναστηριακοῦ μας Τυπικοῦ καί προβολή τοῦ Ασματικοῦ κοσμικοῦ Τυπικοῦ [23].
Παρά ταῦτα ἡ κοσμική νοοτροπία πολεμάει καί τό Ἀσματικό Τυπικό, ἀφοῦ βάλλει κατά τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Γάμου, ἡ ὁποία ἀνήκει στο ἀσματικό Τυπικό.
Ἑπομένως ἡ κοσμική νοοτροπία μέ ξερή λογική προτείνει τήν καταστροφή ὃλου τοῦ λειτουργικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τό πρόσχημα τῆς μετατροπῆς τοῦ μοναστηριακοῦ Τυπικοῦ σέ ἀσματικό.
Εἶναι βέβαια γνωστό τοῖς πᾶσι πεπαιδευμένοις θεολόγοις ὃτι τό μοναστηριακό Τυπικό ἀποτελεῖ κορύφωση τῶν λειτουργικῶν ἐπιτευγμάτων μέ τίς σοφές παρεμβάσεις τῶν μεγάλων Ὑμνογράφων τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ. Στόν ἔγκριτο τόμο τῶν Ἁπάντων Συμεών Θεσσαλονίκης, στόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε, καί στίς σελίδες 245-291 φαίνεται πολύ καθαρά ἡ παράλληλη ἐκτίμηση τοῦ μεγάλου λειτουργιολόγου καί στό ἀσματικό Τυπικό καί στό μοναστηριακό, [24] ἡ πλεκτή χρήση τῶν ὁποίων ἦταν διαδεδομένη πολύ προγενέστερα ἀπό τήν δική του ἐποχή.(15ος αἰῶνας).Ἡ γλυκύτητα τοῦ ἀσματικοῦ Τυπικοῦ καί ἡ πνευματικότητα τοῦ Μοναστηριακοῦ τά καθιέρωσαν στίς συνειδήσεις ἀλλά καί στίς λατρευτικές συνάξεις καί τῶν μοναχῶν καί τῶν κοσμικῶν.
Τό μοναστηριακό Τυπικό καταξιώνει καί ἐμπλουτίζει καί ὁλοκληρώνει τό Ἀσματικό ἔτσι ὢστε ἀλληλοπεριχωρούμενα νά ἐκφράζουν οἰκουμενικά καί ἐκκλησιολογικά σύμπασαν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἢδη ἀπό τούς χρόνους τοῦ Μ. Βασιλείου τά μοναστήρια ἔδιναν τή λειτουργική τους ἐμπειρία καί στίς ἐν κόσμῳ λατρευτικές συνάξεις, πρᾶγμα πού ἐπικροτεῖ καί ἐγκωμιάζει ὁ Μ. Βασίλειος [25].
Ἑπομένως κάθε σύγχρονη ἀμφισβήτηση τοῦ μοναστηριακοῦ Τυπικοῦ ἀποτελεῖ ἐκκοσμικοποιητική παρέμβαση στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας σύστοιχη πρός τίς συγκρητιστικές παρεμβάσεις τῆς νέας παγκοσμιο-ποιητικῆς ἐποχῆς.
Ἡ ἐκκοσμίκευση ἤδη ἔχει ἐπηρεάσει τόν τρόπο μουσικῆς ἐκφορᾶς τῆς λατρείας μας σχεδόν σέ ὃλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Εὐρωπαϊκή πολυφωνική μουσική ἐκφράζει τήν πολυδιάσπαση καί τόν πολυμερισμό τῆς κοινωνίας μας σέ μύρια μεμονωμένα ἄτομα. Ἡ Βυζαντινή μονοφωνική μουσική ἐκφορά τῶν ὓμνων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκφράζει τήν ἑνότητα τῶν μυρίων προσώπων τῶν ἐν Χριστιῶ ἑνωμένων καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζώντων καί ὁδευόντων πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν [26]. Ἡ μονοφωνική Βυζαντινή Μουσική ἀντιμάχεται ἐπιτυχῶς σήμερα τήν Εὐρωπαϊκή, καθ᾿ ὃσον τό πλήρωμα τῶν πιστῶν, ἀνδρῶν, παιδιῶν καί γυναικῶν διαισθητικά καί πνευματικά ἀντιλαμβάνονται τή θεανθρώπινη λειτουργικότητά της, τήν ἀπόλυτη συμφωνία της μέ τό ἦθος καί τό ὓφος τῶν λειτουργικῶν κανόνων και τροπαρίων καί τήν ἑνοποιητική ἐκκλησιολογική της χαρισματικότητα.Ἀνάμεσα σέ μιά καλά ὀργανωμένη Βυζαντινή χορωδία καί σέ μιά καλά ὀργανωμένη Εὐρωπαϊκή πολυφωνική, ἡ κοινή ἐκκλησιολογική συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων δίνει προτεραιότητα στή Βυζαντινή, τήν ὁποία ὡς ἱεροπρεπῆ θεωρεῖ κατάλληλη γιά τή λατρεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μας [27]. Τήν κοσμική πολυφωνική μουσική τήν ἀφήνει γιά τά θέατρα καί τίς κοσμικές ἑορτές.
Ἀκόμα καί στά πιό κοσμικά περιβάλοντα ἡ δημοτική μας μονοφωνική μουσική παράδοση συγκινεῖ καί ἐνθουσιάζει. Ἀκόμα καί στούς πιό “χάϊ” σύγχρονους γάμους τό κέφι τῶν νέων καί τῶν μεγάλων ἀνάβει μέ τή συμβατή στήν ψυχολογία μας Δημοτική μας ἀσματική Παράδοση, ἡ ὁποία πάντοτε λειτουργεῖ ἑνοποιητικά.
Ἡ κοσμική νοοτροπία κάποιων κληρικῶν φαίνεται καί ἀπό τή μειωμένη ἐκτίμηση πού ἔχουν στήν ἱερά Ἀκολουθία τοῦ Γάμου. ἔχουν προτείνει δική τους ἀτομική, ἡ ὁποία φυσικά ἔχει ἀπορριφθεῖ ὡς ἄγνωστη καί ἀσύμφωνη μέ τή μυριοδοκιμασμένη, πασίγνωστη καί ἀποδεκτή ἀπό τίς μυριάδες τῶν εὐλογημένων ἀπ᾿ αὐτήν χριστιανικῶν ζευγαριῶν.
᾿Eπ᾿ εὐκαιρίᾳ πρέπει ὁπωσδήποτε νά τονίσουμε ὃτι τόσο ἡ ἀριστουργηματικά συντεθειμένη ἱερή Ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος καί τοῦ Γάμου, ὃσο καί ὁλόκληρο τό Σῶμα τῆς Λατρείας μας ἐπιδροῦν μεταποιητικά καί μεταπλαστικά στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὣστε νά πετυχαίνει ζευγάρια μέ πιστότητα ἀγάπη καί δημιουργικότητα, παιδιά καί νέους πού μποροῦν νά κρατήσουν τήν παρθενικότητά τους μαζί μέ τόν ἀγῶνα τους γιά προκοπή, ἐν Χριστιῶ ἀγάμους πού θά ἀποτελοῦν τό ὑπέρλαμπρο Φῶς γιά τούς κοσμικούς, μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας πού ἄν πέφτουν, ματώνουν, λαβώνονται, τραυματίζονται, μέσα σ᾿ αὐτό τό χῶρο τῆς Λατρείας μας μέ τή μετάνοιά τους μποροῦν νά ὀρθοποδήσουν, νά θεραπευθοῦν καί νά βροὺν τή θέση τους μέσα στό μακάριο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐπιτρέψτε μου ἐπίσης νά μεταφέρω ἐδῶ τή σπαρακτική κραυγή τῶν παιδιῶν τῶν χωρισμένων πού βασανίζονται ἀπεγνωσμένα μέσα στό λευκό θάνατο, τήν ὀργή τῶν γυναικῶν πού τίς ἄφησαν οἱ ἄνδρες τους καί τό μῖσος τῶν ἀνδρῶν πού τούς ἀπ᾿άτησαν οἱ γυναῖκες τους καί τά τραγικότατα ναυάγια ἀπό τίς χιλιάδες καί χιλιάδες δολοφονικές ἐκτρώσεις πού καθημερινά ἐκτελοῦνται δίπλα μας.
Εὐχηθεῖτε, Μακαριώτατε, νά μᾶς δίνει πολλή-πολλή διάκριση ὁ Κύριος γιά νά οἰκοδομοῦμε καί νά οἰκονομοῦμε σωστά τούς σπασμένους ἀνθρώπους καί νά μήν ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τήν κοσμική δαιμονοκίνητη νοοτροπία, ἀμνηστεύοντας τά ἐγκλήματα καί κουκουλώνοντας ἀθεράπευτα τίς καταρρακωμένες ψυχές.
Ἡ κοσμική νοοτροπία εἰσβάλλει καμουφλαρισμένα καί στό ἱερό ἐξομολογητήριο, θέλει νά ἀποσπάσει καί νά τρέψει τούς πιστούς, ὃπως συμβαίνει στίς ἀθεωμένες Δυτικές χῶρες, πρός τούς ψυχοθεραπευτές μέ τό πρόσχημα ὃτι οἱ “πνευματικοί πατέρες” δέ γνωρίζουν τά ψυχιατρικά θέματα. ἒτσι ὑποβάλλεται ἀπό τήν κοσμική νοοτροπία ἡ ἀναγκαιότητα νά τιθασσεύεται ἡ ἐλευθέρως δρῶσα ἄκτιστη Χάρη τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως ἀπό τούς κτιστούς ποικίλους ψυχοθεραπευτικούς μηχανισμούς, Ἀξίζει ἐδῶ νά ξαναθυμηθοῦμε τίς ὑποθῆκες τοῦ Ἐνταλτηρίου Γράμματος πρός τόν Πνευματικό Πατέρα:
“Ἡ μετριότης ἡμῶν διά τῆς χάριτος τοῦ παναγίου καί τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἀνατίθησι σοι τιῶ πανοσιοτάτῳ ἐν Ἱερομονάχοις (ἤ ἐν ἱερεῦσι) κυρίῳ (δεῖνι) ὡς ἀνδρί τιμίῳ καί εὐλαβείας ἀξίῳ, τό τῆς Πνευματικῆς πατρότητος λειτούργημα. ὃς δή ὀφείλεις ἀναδέχεσθαι τούς λογισμούς πάντων, τῶν ἐπί ἐξομολογήσει τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων προσερχομένων σοι, καί ἀνακρίνειν αὐτούς καί τά βάθη τῶν καρδιῶν αὐτῶν ἐρευνᾶν τά διανοήματα καί τάς πράξεις καταμανθάνειν: ἐφ ιὦ, τάς μέν ἀρχάς καί αἰτίας ὡς οἶον τε ἀναστέλλειν καί ἀνασπᾶν, τά δέ τέλη καί ἐνεργήματα τούτων εὐθύνειν κανονικῶς καί πρός τάς ἓξεις καί διαθέσεις τῶν προσερχομένων, καί τά φάρμακα τούτοις ἐπιτιθέναι καί γίνεσθαι τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἳνα πάντας κερδήσῃς, νῦν μέν ἐλέγχων, νῦν δέ ἐπιτιμῶν καί παρακαλῶν καί παντί τρόπῳ τήν σωτηρίαν τούτων πραγματευόμενος” [28].
Ἡ κοσμική νοοτροπία ἐπίσης φαίνεται ἀπό τή μειωμένη ἐκτίμηση πού ἔχουν κάποιοι μορφωμένοι θεολόγοι καί κληρικοί κατά τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μισογελοῦν ὃταν τούς βλέπουν νά τελοῦν Ἁγιασμούς, Εὐχέλαια, εὐχές στίς λεχῶνες, εὐχές σέ οἰκοδομές καί σέ διάφορες ἄλλες περιστάσεις, διακονία στά κοιμητήρια, ποιμαντικές εὐκαιρίες ἄριστα ἐπινοημένες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας πού ζητάει καί διψάει γι᾿ αὐτές ὁ λαός μας.
Ἂκουσα δύο κληρικούς συναδέλφους πού μιλοῦσαν πολύ ὑποτιμητικά γιά τίς εὐχές τῆς γεννήσεως, τῶν ὀκτώ ἡμερῶν(τῆς ὀνοματοδοσίας) καί τοῦ σαραντισμοῦ. Ἑβραϊκές, ἀναχρονιστικές, ὑποτιμητικές τῆς γυναίκας καί τοῦ ἀνθρώπου τίς θεωροῦσαν. Ἐμεῖς οἱ ἀνάποδοι, οἱ κοσμικοποιημένοι τά βλέπουμε ἀνάποδα ὃλα καί κοσμικά. Διά τῶν εὐχῶν αὐτῶν εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά τό νέο ἄνθρωπο πού ἔφερε στόν κόσμο, ὁμολογοῦμε τήν τραγικότητα τοῦ μεταπτωτικοῦ τρόπου γεννήσεως [29] πού ἐπιλέξαμε μετά τήν παρακοή καί εὐχόμαστε γιά τήσωματική καί ψυχική ὑγεία τοῦ παιδιοῦ καί τῆς μητέρας.Εἶναι τόσο πονεμένες, ἐξαντλημένες, κουρασμένες οἱ νέες μητέρες, πού ἔχουν πολλή μεγάλη ἀνάγκη ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας γιά νά στηριχθοῦν, πού μᾶς χιλιοευχαριστοῦν ὃταν φεύγουμε ἀπό τό σπίτι τους ἤ ὃταν σαραντισμένες, εὐλογημένες φεύγουν ἀνακουφισμένες μέ τό παιδάκι τους καί τό σύζυγό τους γιά τό σπίτι τους(ια).
Πάντως ἡ Παναγίτσα μας δέν αἰσθάνθηκε καθόλου ὑποτιμητικά νά πάει μέ τό παιδάκι της, μέ τό Χριστό μας, μέ τόν μνήστορα Ἰωσήφ, μέ τά δωράκια της, τά τρυγονάκια της στό Ναό καί νά δώσει τό βρέφος της στό γηραλέο προφήτη Συμεών τό θεοδόχο γιά νά σαραντίσει τόν Κύριο μας[30]. Ἐκεῖνοι τό αἰσθάνθηκαν ἀπαραίτητο νά εὐλογηθοῦν ἀπό τόν πρεσβύτη τοῦ Νόμου. Οἱ δικές μας νέες μητέρες ἐπίσης θεωροῦν ἀναγκαῖο νά εὐλογηθοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς Χάριτος. Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς τῆς Χάριτος ἀμφισβητοῦμε τή διακονία μας στό λαό τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα στίς καινούργιες μητέρες μέ τά νεογέννητα βράφη τους;
Τό κοσμικό φρόνημα παρεμβαίνει ἄλλοτε πρακτικά καί ἄλλοτε ἐπισημότερα γιά νά “ἐκσυγχρονίσει” τή λατρεία μας. Περικόπτει τά περίφημα ἀναγνώσματα τῶν πανηγυρικῶν ἑσπερινῶν καί τοῦ ὄρθρου, συντέμνει καί μικραίνει ἀκολουθίες κατά τό ἑκασταχοῦ ἑκάστοτε καί ὑπό ἑκάστου δοκοῦν, προτείνει τροποποιήσεις στίς θεσμοθετημένες νηστεῖες, “γάμους καί χαρές” στούς κληρικούς μετά τή χειροτονία, ἁπλούστευση τῆς διαδικασίας τοῦ Ὀρθοδόξου Βαπτίσματος, πολύ συχνή ἤ μή συχνή θεία Κοινωνία χωρίς προϋποθέσεις, καθορισμό ἑνός ἀποστολικοῦ καί ἑνός Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος στό ἱερό Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου καί διάφορα ἄλλα.
Ὃλα τά παραπάνω συζητοῦνται κατά καιρούς στά Συνέδρια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν χωρίς φυσικά τή συνολική Ορθόδοξη ἐμπειρία.Ἐπίσης οἱ παραπάνω κοσμικές προτάσεις-παρεμβάσεις ἔχουν γίνει διαδοχικῶς θέματα πρός συζήτηση τῆς μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου. Οἱ κατάλογοι ἔχουν ἀλλάξει ἐπανειλημμένα τά θέματα καί τοῦτο δείχνει ὃτι δέν εἶναι θέματα πού πραγματικά ἀπασχολοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά σχολαστικοπροτεσταντικοί κοσμικοί πόθοι κληρικῶν τοῦ εξωτερικοῦ μέ ὀλιγάριθμα ἤ ἀνύπαρκτα ποίμνια, οἱ ὁποῖοι μέ τή μοντέρνα λογική τῶν μειονοτήτων θέλουν νά ἐπιβάλουν τίς κοσμικές, ὀρθολογικές ἐκσυγχρονιστικές ἀπόψεις τους στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ὃμως πλέον ἤ βέβαιο ὃτι μιά τέτοια “Σύνοδος”, ἡ ὁποία δέν θά ἀπαρτίζεται ἀπό τό πλατύ φάσμα τῶν Ἱεραρχῶν ἀπ᾿ ὃλη τήν Οἰκουμένη, δέν πρόκειται νά τύχει τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν Ὀρθοδόξων σέ ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις της, ἀφοῦ μεθοδεύεται δειγματοληπτική μόνο ἐκπροσώπηση ἀπ᾿ ὃλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐντός περιορισμένης ᾿Επιτροπῆς καί ὄχι Συνό-δου μέ Ὀρθόδοξη Συνοδική Ἐκκλησιολογική συνείδηση.
Οἴκοθεν καί εὔκολα νοεῖται (γιά νά ἐπανέλθουμε στό θέμα τῆς Λατρείας) ὃτι ἓνα τέτοιο σύστημα Λατρείας μοναδικῆς καί ἀνεπανάληπτης στά παγκόσμια θρησκειολογικά δεδομένα μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἀνακατευθεῖ μέ ἑτερόδοξες προσευχοῦλες ἤ μέ ἀλλόθρησκες παραλογίες.Γι᾿ αὐτό καί οἱ παιδαγωγικώτατοι ἱεροί Κανόνες δέν ἐπιτρέπουν συμπροσευχές [31](ιβ).
Ἢδη ὑπάρχει πρόσφατη συγκλονιστική ὁμολογία ρωμαιοκαθολικοῦ Καρδιναλίου, ὁ ὁποῖος παραδέχτηκε ὃτι ἡ λειτουργική μεταρρύθμιση πού πραγματοποίησε ἡ ὀνομασθεῖσα Δευτέρα Βατικάνεια Σύνοδος γιά νά προσελκύσει τόν κόσμο καί νά ἐκσυγχρονίσει τό λειτουργικό σύστημα ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ της, γιατί ὃλα ἔγιναν “ἀπόντος τοῦ Παρακλήτου”.
Μετά ἀπό μιά τέτοια πικρή ἐμπειρία καί ἀπροκάλυπτη ὁμολογία ἀποτυχίας τῶν ἑτεροδόξων Δυτικῶν,ἐπιχειροῦμε κοσμικούς πειραματισμούς στό ζωντανό καί γενικῶς παραδεκτό σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μας;
Περιττεύει νά μνημονεύσουμε τίς καταλυτικές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις τῶν προτεσταντῶν στή λατρεία [32] , συνέπειες τραγικές τῶν ὁποίων εἶναι ἡ πλήρης ἀλλοτρίωσή της, ἡ πλήρης ἐκκοσμίκευσή της καί ἡ διάλυση κάποιων κοινοτήτων τους πού ἀναγκάζονται καί νά πουλήσουν ἀκόμα τούς ναούς τους ἤ νά ἐνοικιάσουν κάποιους ναούς τους γιά ἐκθέσεις αὐτοκινήτων ἤ πολυτελῆ μπάρ καί καφετέριες.
Ἐμεῖς, δόξα τιῶ Θειῶ, κτίζουμε περικαλλεστάτους ἱερούς Ναούς καί Μοναστήρια δισεκατομμυρίων χωρίς κρατικές χορηγίες καί μόνο μέ τόν ὀβολό τοῦ Λαοῦ μας πού πολλαπλασιάζει ἡ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, οἱ πολλές πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καί οἱ μεσιτεῖες τῶν Ἁγίων μας, μέ ἄφθαρτη καί ἀνεξάντλητη ζύμη τήν αὐθεντική ἀμετάβλητη Λατρεία.
Ἐπίμονη ἐπιδίωξη τῶν ἐκσυγχρονιστῶν πολιτικῶν τῆς πατρίδος μας εἶναι ἡ δημιουργία νέας Παραδόσεως. Ἡ πρόσφατη πρωθυπουργική ρήση εἶναι: Παράδοση σημαίνει νά δημιουργεῖς ἀπό τό μηδέν.(καί ἐννοεῖ, εὔκολα, μηδενίζοντας ὃλο τό ἔνδοξο γιά μᾶς, ἄδοξο γι᾿ αὐτόν παρελθόν). Ἡ Βάσω Παπανδρέου στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων δήλωσε εὐθαρσῶς: Γιά νά ἐπιβιώσουμε στήν ἑνωμένη Εὐρώπη πρέπει νά ξεχάσουμε αὐτό πού μέχρι σήμερα εἴμαστε. Ἀπροκάλυπτα δηλαδή ἡ παγκόσμια κοινωνία τῆς Νέας ἀντίχριστης ἐποχῆς, μᾶς θέλει ἄθεους, ἀπόλιδες καί ἀπάτριδες, ἀνέκφραστους, ἀνέραστους, δυστυχισμένους, ἀγέλαστους τεχνοκράτες.
Εἶναι πιθανόν οἱ ἀντίστοιχες ἐκσυγχρονιστικές, ἐκκοσμικευτικές μεταρρυθμίσεις στήν Ὀρθόδοξη θεανθρώπινη Λατρεία μας[33] νά γίνουν συνεργοί στήν αντίχριστη ισοπεδωτική παγκοσμιοποιητική Νέα εποχή. Αντίθετα αυτή η ορθόδοξη χριστοχαρισματική Λατρεία μας μπορει νά γίνει σωστικός χριστοκαταλύτης πού μπορει νά χριστοαναμορφώσει ολόκληρη τήν παγκόσμια κοινωνία μας, αφου μέσα στούς στοργικούς καί φιλάνθρωπους κόλπους της περικλείει τήν πιό χειροπιαστή θεοσθένεια.
Ὁ Ἃγιος Συμεών Θεσσαλονίκης πιστεύει ὃτι αυτή ἡ θεοσθένεια βρίσκεται στά σπλάχνα τῶν πνευματικῶν πατέρων, πού εἶναι ἐκάστοτε οι πιό σύγχρονοι καί πονετικοί ἄνθρωποι. Λέγει ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης: γιά αὐτό φοραμε τό πολύ φαρδύ ράσο πού δηλώνει τήν ἄφθονη καί αρχοντική ῦν Χριστῶ καί πρός ανθρώπους ἀγάπη. Κι ἒχει (αὐτό τό τίμιο ράσο) τό σχημα τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ σταυροῦ γιά νά ἐκφράζει τήν ἄδολη, ἀνυπόκριτη καί ινιδιοτελη χριστιανική ἀγάπη [34].
Αὐτή τή θεοσθενῆ Πατρική Τριαδολογική Ἀγάπη, εὐχηθεῖτε νά ἀντλοῦμε ἀπό τίς ζωηφόρες πηγές τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας μας, κάθε φορά πού Λειτουργοῦμε, γιά προσωπική μας ἄντληση, καί γιά ἄντληση τοῦ συγχρόνου παγκοσμιοποιητικά καταπιεζομένου ἀνθρώπου.
Τελικό συμπέρασμα:Λειτουργική ἀνανέωση, ναί! Ὡς νῦν καί ἀεί καί πάντοτε Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικό δεδομένο,ὄχι ὃμως ὡς ζητούμενο...!
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
α) Ἡ φανέρωση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν στή γῆ διά τῆς Θ. Λειτουργίας
Τί εἶναι ἡ θεία Λειτουργία; Εἶναι θεῖο δεῖπνο, κατά τό ὁποῖο ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μέ τίς ψυχές τῶν πιστῶν.
Τί εἶναι τό πανάγιο θυσιαστήριο; Εἶναι τό νέο Σιναῖο ὄρος τῆς θεοφανείας, στό ὁποῖο ἐμφανίζεται ὁ μέγας Νομοθέτης καί Κριτής τοῦ κόσμου. Ὁ ἱερεύς, ὃπως ὁ θεόπτης Μωϋσῆς, παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, συνομιλεῖ μαζί Του καί τελεῖ τό φρικτό μυστήριο τῆς συμφιλιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, προσφέροντας τήν ἐξιλαστήρια ἀναίμακτη θυσία “ὑπέρ ἑαυτοῦ καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων” (Ἐβρ.. 9, 7)Τό θυσιαστήριο εἶναι ὁ Γολγοθᾶς, στόν ὁποῖο σταυρώθηκε γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ....Τό θυσιαστήριο εἶναι θρόνος, ὁ θρόνος τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καί Κυρίου τῶν κυριευόντων...
Τί εἶναι τό ἃγιο Βῆμα; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, εἶναι ὁ παράδεισος πού ἄνοιξε γιά τούς ἀνθρώπους μέ τή σταυρική θυσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τί εἶναι ἡ ὡραία πύλη; Εἶναι ἡ θύρα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡ θύρα τοῦ παραδείσου. Νά γιατί στά βημόθυρα εἰκονίζεται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου: Γιατί μ᾿ αὐτόν ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας, γιά μᾶς ἄνοιξε τή θύρα τοῦ παραδείσου...Στά βημόθυρα τῆς ὡραίας πύλης εἰκονίζονται ἀκόμη οἱ θεῖοι εὐαγγελισταί, σάν ἀγγελιοφόροι τῆς σωτηρίας καί χειραγωγοί μας στό δρόμο γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.....
Θέλεις νά δῆς πόσο κοντά σου εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Θυμήσου πῶς ἀρχίζει ἡ θεία Λειτουργία: “Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. ἄκου! Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ!..Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ βασιλεία τοὺ Θεοῦ; Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Πανίερη, παμπόθητη, μεγαλειώδης θεία Λειτουργία! ὃταν τελῆται, ὁ ναός πράγματι γίνεται ἐπίγειος οὐρανός! Διότι τό Πανάγιο καί Τελεταρχικό Πνεῦμα κατέρχεται στήν ἁγία τράπεζα καί ἐπιτελεῖ τό μέγιστο θαῦμα καί τήν κορυφαία ἐκδήλωση τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, μεταβάλλει δηλαδή τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἶμα Κυρίου καί ἀξιώνει κατόπιν τούς πιστούς τῆς κοινωνίας των...
(Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, Ὁ Οὐρανός στή γῆ, ἔκδοσις Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου σ. 64_68)
β) Εἶναι διάχυτη στήν ὀρθόδοξη ὑμνολογία μας ἡ ἐκζήτηση καί ἡ καλλιέργεια τῆς μετανοίας, τῆς κατανύξεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινοφροσύνης.
Σταχυολογοῦμε ἐνδεικτικά μερικά τροπάρια :
Τῆς μ ε τ α ν ο ί α ς ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα
ὀρθρίζει γάρ τό πνεῦμα μου πρός Ναόν τόν ἃγιόν σου
ναόν φέρων τοῦ σώματος ὃλον ἐσπιλωμένον.
Ἀλλ᾿ ὡς Οἰκτίρμων κάθαρον
εὐσπλάγχνῳ Σου ἐλέει.
(Δοξαστικό Ἰδιόμελο ὄρθρου Κυριακῶν τοῦ Τριῳδίου)
Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον
ἀσώτως τόν ἐμόν κατηνάλωσα βίον,
εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν σου Σωτήρ.
νῦν πτωχεύουσαν, μή ὑπερίδῃς καρδίαν
σοί γάρ Κύριε, ἐν κ α τ α ν ύ ξ ε ι κραυγάζω.
ἣμαρτόν σοι σῶσόν με.
(Κάθισμα μετά τήν β΄ Στιχολογίαν, Ἦχος Α΄ Δευτέρα Πρωί, Παρακλητική)
Ἀναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει
καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα.
Εἴπωμεν ἀδελφοί καί τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς
συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει
καί οὓτω βοήσωμεν. Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...
(Δοξαστικό τοῦ ὄρθρου τοῦ Πάσχα, Ἦχος πλ. Πρῶτος)
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ χρυσός ἐκλάμψασα χάρις
τήν oἰκουμένην ἐφώτισεν,
ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο
τό ὓψος ἡμῖν τῆς τ α π ε ι ν ο φ ρ ο σ ύ ν η ς ὑπέδειξεν.
Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε,
πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
(Ἀπολυτίκιον τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου)
γ) Γιά τήν εὐπρέπεια καί φιλοκαλία τοῦ Ἁγίου Βήματος καί τοῦ Ναοῦ.
Οἱ ἱερεῖς ἀπαραίτητον χρέος ἔχουν νά φυλάττουν μέ πολλήν εὐκοσμίαν καί καθαρότητα τό ἃγιον Βῆμα, παστρεύοντες αὐτό συχνάκις καί φιλο-καλοῦντες. χρεωστοῦν νά σκεπάζουν τήν ἁγίαν Τράπεζαν, ὡς θρόνον Θεοῦ, μέ καθαρά τραπεζοφόρια καί κατασάρκια (τά ὁποῖα σημαίνουσι τά δυσθεώρητα καί ἀκατάληπτα μυστήρια, ὁποῦ τελοῦνται ἐπάνω εἰς αὐτήν) χρεωστοῦν ἐπάνω εἰς τήν ἁγίαν Τράπεζαν νά μήν ἐνθρονίζουν ἄλλο τι πάρεξ τό ἃγιον Ἀρτοφόριον...καί τό ἃγιον Εὐαγγέλιον...καί τό θεῖον Ἀντιμήνσιον...καί τήν φυλλάδα τὴς θείας Λειτουργίας...καί τά φῶτα ὁποῦ ἀνάπτουσι...αὐτά μόνα πρέπει νά εἶναι ἐπάνω εἰς τήν ἁγίαν Τράπεζαν....Οἱ ἱερεῖς χρεωστοῦν ἀκόμη νά μήν ἀφίνουν κοσμικούς νά ἐμβαίνουν μέσα εἰς τό ἃγιον Βῆμα, ἔξω μόνον ἄν εἶναι ἀναγνώστης τινας καί τότε διά χρείαν ἱερᾶς ὑπηρεσίας...Μέ τοιαύτην εὐκοσμίαν καί καθαρότητα πρέπει νά φυλάττουν οἱ ἱερεῖς τό ἃγιον Βῆμα, ὡσάν ὁποῦ αὐτό σημαδεύει τό ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος καί τήν ὑπερουράνιον ἐκείνην λαμπρότητα τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης Θεοῦ.Παρομοίως δέ χρεωστοῦν οἱ ἱερεῖς νά φυλάττουν κεκοσμημένον καί στολισμένον ὃλον τόν Ναόν, φιλοκαλοῦντες συχνῶς καί παστρεύοντες τόσον τό ἔδαφος, ὃσον καί τάς κανδήλας καί τάς λαμπάδας καί τά μανουάλια καί ἀναλογεῖα καί προσκυνητάρια καί στασίδια. ἐπειδή ὁ Ναός εἶναι Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, ὡς λέγει ὁ μέγας Παῦλος καί σκηνή ἐπουράνιος, ἐν ᾖ κατοικεῖ καί ἐμπεριπατεῖ ὁ Θεός, καθώς λέγει ὁ ἃγιος Γερμανός...Ἐάν μέ τοιοῦτον τρόπον λοιπόν οἱ ἱερεῖς κοσμῶσι τήν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν , θέλουν γένει ἄξιοι τῆς εὐχῆς ἐκείνης τῆς λεγούσης “Ἁγίασον Κύριε, τούς ἀγαπῶντας τήν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου σου”.
(Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔκδοσις “ Ὀρθόδοξος Κυψέλη” τόμος Τρίτος σελ. 197-198, ὑποσ. 57-58)
δ) Περί τῆς μυστικῆς ἐκφορᾶς τῶν εὐχῶν
Ὁ καθαρός καί ἃγιος ἱερεύς...ὃταν ἐμβαίνῃ εἰς τό ἃγιον Θυσιαστήριον... νά τελέσῃ τήν Θείαν Λειτουργίαν, τότε τόν περικυκλώνουν ἀοράτως οἱ ἀσώματοι καί θεῖοι ἄγγελοι, πλῆθος πολύ, οἱ ὁποῖοι τόν ὑπηρετοῦν εἰς ὃλην τήν Λειτουργίαν μέ ἄκραν εὐλάβειαν...Διότι οἱ ἄγγελοι εἰς τήν λειτουργίαν ἐπέχουν τόπον διακόνων, οἱ ὁποῖοι διάκονοι διακονοῦν μέν καί ὑπηρετοῦν τόν ἱερέα εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ὃμως αὐτοί καθ᾿ ἑαυτούς καί μόνοι τους δέν ἡμποροῦν νά ἐκτελέσουν τήν Θείαν Λειτουργίαν χωρίς τοῦ ἱερέως.Καθόσον ὁ ἱερεύς εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν εἰκονίζει τόν Χριστόν, οἱ δέ διάκονοι τούς Ἀγγέλους....
Δόξα τοῦ ἐπιγείου βασιλέως εἶναι οἱ στρατηγοί του καί οἱ στρατιῶται του. Δόξα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καί Κυρίου τῶν κυριευόντων εἶναι ἡ Ἱερωσύνη καί οἱ ἄγγελοί του...Καί καθώς ὁ ἐπίγειος βασιλεύς, ὃταν δώσει ἐξουσίαν καί κάποιο βασιλικόν ἀξίωμα εἴς τινα ἄνθρωπον, ὃλοι, οἱ ὑπήκοοί του τιμοῦν ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον ὃπως τιμοῦν τόν ἴδιο τόν βασιλέα, τοιουτοτρόπως καί ὁ οὐράνιος Βασιλεύς, ἀφοῦ ἐσφράγισε τήν ἱερωσύνην μέ τήν ἰδικήν του δόξαν, ἐτιμήθη καί ἐδοξάσθη ἡ ἱερωσύνη ὑπεράνω πάσης ἀγγελικῆς δόξης καί ὑπέρ πᾶσαν ἀγγελικήν τιμήν ὁ ἱερεύς.Καί τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί τούς ἀγαθούς καί εὐλαβεῖς χριστιανούς ὃπως τιμᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτό δέ εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὁ προφητάναξ Δαβίδ λέγει: “Ἐμοί δέ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαί αὐτῶν”....
Καί καθώς ἓνας ἀξιωματικός, ἄνθρωπος τοῦ ἐπιγείου βασιλεως, ὃταν εἰσέρχεται εἰς τά βασιλικά ἀνάκτορα, εἰσέρχεται μέ θάρρος καί πλησιάζοντας εἰς τόν βασιλέα τόν προσκυνεῖ μέ χαράν καί τόν ἀσπάζεται χαίρων τιῶ πνεύματι καί εὐφραινόμενος καί ἔπειτα καθήμενος πλησίον του συνομιλεῖ μέ αὐτόν τόν φίλον του καί βασιλέα στόμα μέ στόμα, αὐτί μέ αὐτί, ὄμμα μέ ὄμμα, ἀγάπη μέ ἀγάπην, πνοή μέ πνοήν, ὡσάν νά συνομιλοῦν δύο γνήσιοι καί πολυαγαπημένοι ἀδελφοί κατά σάρκα ὁ ἓνας μέ τόν ἄλλον...Βλέποντας δέ οἱ ὑπηρέται καί οἱ στρατιῶται τοῦ βασιλέως τόν βασιλέα των νά δείχνη τοιαύτην ἀγάπην εἰς τόν φίλον του τόν στρατηγόν...τόν ὑπακούουν καί αὐτοί καί τόν τιμοῦν καί τόν εὐλαβοῦνται
Διά τοῦτο, λοιπόν, εὐλαβοῦνται οἱ θεῖοι ἄγγελοι τόν ἱερέα καί τόν τιμοῦν λίαν ὡς φίλον Χριστοῦ ἠγαπημένον.Διότι ὁ ἱερεύς συντυχαίνει θαρρετά μέ τόν ἁπάντων βασιλέα Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τόν Ὁποῖον αὐτοί οἱ ῎Αγγελοι δέν ἀποτολμοῦν νά θεωροῦν, καθόσον εὐλαβοῦνται τό μεγαλεῖον τῆς δόξης Αὐτοῦ μή δυνάμενοι νά ἐνατενίζουν εἰς τήν ἄφραστον καί θείαν ἔλλαμψιν τοῦ προσώπου αὐτοῦ.
ὃμως ὁ ἄξιος ἱερεύς συντυχαίνει μέ αὐτόν τόν Χριστόν στόμα μέ στόμα, ὡσάν νά συτυχαίνη ῍ἓνας ἄδολος καί πολλά ἠγαπημένος φίλος μέ κανένα του φίλον.Καί καθώς ὃταν ἔχη θάρρος καί ἄκραν φιλίαν μέ κάποιον μέγα ἄνθρωπον πηγαίνει κοντά του καί τοῦ συντυχαίνει τόν λόγον μυστικά, τοιουτοτρόπως καί ὁ ἱ ε ρ ε ύ ς, ἔχ ο ν τ α ς θ ά ρ ρ ο ς ε ἰ ς τ ό ν Χρ ι σ τ ό ν δ ι ά τ ή ν χ ά ρ ι ν κ α ί τ ή ν ἀ ξ ί α ν τ ῆ ς ἱ ε ρ ω σ ύ ν η ς , σιμώνει εἰς αὐτόν καί τοῦ συντυχαίνει ὃλα του τά μυστικά μ έ μ υ σ τ ι κ ή ν ὁ μ ι λ ί α ν , ἤ γ ο υ ν μ έ π ο λ λ ά π ρ ο σ ε κ τ ι κ ή ν, ἣ σ υ χ ο ν α ί μ ε τ ρ ί α ν τ ή ν φ ω ν ή ν. Διότι τ ο ιο υ τ ο τ ρ ό π ω ς λ έ γ ε ι ὁ ἱ ε ρ ε ύ ς τ ά ς ε ὐ χ ά ς, τό ὁποῖον φανερώνει δύο πράγματα. ἓνα μέν τήν ἄκραν μεγαλειότητα ἐκείνου τοῦ προσώπου πρός τό ὁποῖον συντυχαίνει, ἄλλο δέ τήν καθαράν ἀγάπην καί τό πολύ θάρρος καί τήν παρρησίαν τήν ὁποίαν ἔχει πρός αὐτόν ὁ συντυχαίνων καί ὁ λαλῶν μετ᾿ αὐτοῦ.”
(Ἀνωνύμου τινός καί εὐλογημένου, Λόγοι δύο περί Ἱερωσύνης καί προσευχῆς, ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κωνσταμονίτου, Θεσσαλονίκη 1978)
ε) Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης
Περί τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου
Ὁ ἐνδιάθετος λόγος μᾶλλον ἐξαιρέτως λόγος ἐστίν, ὃς οἱονεί διά τοῦ γαργαρεῶνος καί τῆς γλώσσης καί τῶν χειλέων σαρκούμενος ἐν τιῆ κινήσει τοῦ ἐκτός τε καί ἔνδον πνεύματος προφορικός γίνεται, εἰκονίζων τήν σάρκωσιν καί διά σαρκός φανέρωσιν ἐν ἀνθρώποις τοῦ ζῶντος Λόγου τοῦ Θεοῦ.Πρώην μέν γάρ οὖτος ἀόρατος ὤν καί συνάναρχος τιῶ Πατρί καί ἐν αὐτιῶ μένων ἀεί, δι᾿ οὖ καί πάντα, ὃτε ἠθέλησεν, ἐποίησεν, ὓστερον Πνεύματι ἁγίῳ σαρκωθείς ἐκ Παρθένου, ἀληθῶς ἡμῖν πεφανέρωται. Καί ἐν τῷ Πατρί ὃλος ἦν, καί ἐν τιῆ Μητρί μετά σαρκός ὃλος, καί ἐν τῷ οὐρανῷ ἦν, καί τούς Ἀγγέλους ἐφώτιζε, καί ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη.Τοῦτο οὖν εἰκονίζει ἐν ἑαυτῷ καί ὁ ἄνθρωπος. Καί ἡ μέν ψυχή αὐτοῦ νοερῶς ἐν ἑαυτιῆ τίκτει τόν ἑαυτῆς λόγον. Διό καί λογική καλεῖται. Καί χωρίς φθόγγου καί γλώττης νοεῖ τε ἐν ἑαυτιῆ καί λέγει ἀύλως, καθά καί οἱ ἄγγελοι.ἀσωμάτως γάρ ἀλλήλοις τήν θείαν γνῶσιν διαπορθμεύουσι. καί ὁμιλοῦσιν ἀλλήλοις νοερῶς δίχα γλώττης, καί σχήματι δέ καί νεύματι ἡ ψυχή τόν αὐτῆς ἀπαγγέλει λόγον. Γλώττῃ δέ καί γράμματι παχυνόμενον καί οἶον σαρκούμενον, τοῖς ἄλλοις ἃπασι φανεροῖ ὃς καί ἐν αὐτιῆ πάλιν μένει καί οὐ διιΐσταται. Καί ὃλος ἐν πᾶσιν ἔστι τοῖς ἀκούσασι, καί ὃλος ἐστίν ἐν αὐτιῆ.Μᾶλλον οὖν τοῦ προφορικοῦ ὁ ἐνδιάθετος λόγος λόγος, μάλιστα δέ ὁ αὐτός οὖτός ἐστιν, εἰ καί τοῖς ἔξω σοφοῖς ἄλλος μέν ὁ ἐνδιάθετος δοκεῖ, ὃν καί διάνοιαν λέγουσιν, ἄλλος δέ ὁ προφορικός. Τιῆ ἀληθεία γάρ εἶς ἐστί. Καί οὖτος τόν μονογενῆ εἰκονίζει Λόγον. Καί ἐνδιάθετος μέν λόγος μένων ἐντός καί πολλοῖς μή νοούμενος. Παχυνόμενος δέ, καί ἤ τοῖς φθόγγοις ἤ τοῖς γράμμασι φανερούμενος ὁ προφορικός, εἰκονίζων τοῦ Λόγου τήν ἐνανθρώπισιν.ὓστερον γάρ ὁ Θεός Λόγος σαρκωθείς πεφανέρωται.
(P.G. 155, 848D-849B)
Μ ε τ ά φ ρ α σ η
Ὁ ἐνδιάθετος λόγος μάλιστα ἐξαιρέτως εἶναι λόγος, ὁ ὁποῖος διά τοῦ λάρυγγος καί τῆς γλώσσης καί τῶν χειλέων τρόπον τινά σωματούμενος μέ τήν κίνησιν τοῦ ἔξω καί ἔσω ἀτμοσφαιρικοῦ ἀέρος, προφορικός γίνεται καί εἰκονίζει τήν σάρκωσιν καί τήν φανέρωσιν διά σαρκός ἐν ἀνθρώποις τοῦ ζῶντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. Πρότερον αὐτός ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἀόρατος ὤν καί συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί εἰς αὐτόν μένων πάντοτε, διά τοὺ ὁποίου καί ὃλα , ὃσα ἠθέλησεν, ἐποίησεν. ὓστερον ὃμως διά Πνεύματος ἁγίου σαρκωθείς ἐκ Παρθένου ἀληθῶς εἰς ἡμᾶς ἐφανερώθη καί ἦτο ὃλος μέ τόν Πατέρα καί ὃλος ὁμοίως καί εἰς τόν οὐρανόν καί τούς Ἀγγέλους ἐφώτιζε καί ἐφάνη καί ἦτο καί ἐπάνω εἰς τήν γῆν καί μέ τούς ἀνθρώπους συνανεστράφη.
Τοῦτο λοιπόν εἰκονίζει ἐν ἑαυτιῶ καί ὁ ἄνθρωπος. ἡ μέν ψυχή αὐτοῦ γεννιᾶ νοερῶς εἰς ἑαυτήν τόν λόγον αὐτῆς, διά τοῦτο καί λογική λέγεται, καί χωρίς λαλιᾶς καί γλώσσης νοεῖ ἐν ἑαυτῇ καί λέγει ἀύλως, καθώς καί οἱ ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι ἀσωμάτως μεταδίδονται ἀλλήλοις τήν θείαν γνῶσιν καί ὁμιλοῦσιν ἐπίσης νοερῶς καί χωρίς γλώσσης.Καί μέ σχῆμα δέ καί μέ νεῦμα φανερώνει ἡ ψυχή τόν λόγον αὐτῆς, τόν ὁποῖον παχυνόμενον διά μέσου τῆς γλώσσης καί τοῦ γράμματος καί τρόπον τινά σαρκούμενον κάμνει φανερόν εἰς ὃλους, ἄν καί αὐτός πάλιν μένει εἰς αὐτήν καί δέν χωρίζεται καί εἶναι ὃλος εἰς ὃλους τούς ἀκούοντας καί ὃλος πάλιν εἰς αὐτήν τήν ψυχήν. Λοιπόν καί ἁρμοδιώτερον καί πρεπωδέστατον τοῦ προφορικοῦ λέγεται λόγος ὁ ἐνδιάθετος λόγος, μάλιστα δέ αὐτός εἶναι ὁ καθ᾿ ἑαυτό λόγος, καί ἄν εἰς τούς ἐξωτερικούς σοφούς ἄλλος μέν φαίνεται ὁ ἐνδιάθετος λόγος, τόν ὁποῖον καί διάνοιαν ὀνομάζουσιν, ἄλλος δέ ὁ προφορικός, ὃμως τιῆ ἀληθείᾳ εἶς μόνος εἶναι καί αὐτός εἰκονίζει τόν μονογενῆ Λόγον καί ἐνδιάθετος μέν λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μένει ἔσω καί εἰς τούς πολλούς δέν ἐννοε`ῖται ὁ παχυνόμενος δέ καί σωματούμενος καί ἤ διά τῆς φωνῆς ἤ ἐγγραμμάτως φανερούμενος ὁ προφορικός εἶναι λόγος καί εἰκονίζει τοῦ Θεοῦ Λόγου τήν ἐνανθρώπησιν, διότι καί ὓστερον ὁ Θεός Λόγος σαρκωθείς ἐφανερώθη.
( Ἐκ τῆς ἐκδόσεως Ρηγοπούλου σ.348-349)
στ) Περί τῶν βημοθύρων καί τῆς ὡραίας Πύλης
E . Eαθάπερ γάρ ἐπί τραπέζης παραγενομένου τοῦ Δεσπότου, οὐ δεῖ τούς προσκεκρουκότας τῶν οἰκετῶν παρεῖναι, ἀλλ᾿ ἐκποδών γίνονται,οὓτω δή καί ἐνταῦθα προσφερομένης τῆς θυσίας, καί τοῦ ἀμνοῦ τεθειμένου καί τοῦ προβάτου τοῦ δεσποτικοῦ, ὃταν ἀκούσῃς. δεηθῶμεν πάντες κοινιῆ, ὃταν ἴδης ἀ ν ε λ κ ό μ ε ν α τά ἀ μ φ ί θ υ ρ α, τότε νόμισον διαστέλλεσθαι τόν οὐρανόν ἄνωθεν καί κατιέναι τούς ἀγγέλους...”
( Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Γ΄Ὁμιλία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους)
Μ ε τ ά φ ρ α σ η
“...Καθώς ὃταν κύριος τις μέλλει νά ἔλθη εἰς τήν τράπεζαν δέν πρέπει νά εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ δοῦλοι, ὃσοι ἔσφαλαν, ἀλλά νά φεύγουσιν ἀπ᾿ ἔμπροσθέν του, οὓτω γίνεται καί ἐδῶ, ὃταν τελῆται ἡ λειτουργία, καί ὁ ἀμνός θυσιάζεται καί τό πρόβατον τό Δεσποτικόν.
ὃταν ἀκούης, ἄς παρακαλέσωμεν ὃλοι κοινῶς, ὃταν ἴδης ὃτι ἀ ν ο ί γ ο ν τ α ι α ἱ θ ύ ρ α ι τ ο ῦ β ή μ α τ ο ς, τότε νά νομίσης ὃτι ἀνοίγει καί ὁ οὐρανός, καί καταβαίνουν οἱ ἄγγελοι...”
(Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς Συνεχοῦς Μεταλήψεως,
Πόνημα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Ἀρχιεπ. Κορίνθου ἁπλοποιηθέν ὑπό τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου σ.50-52)
ΙΙ. (Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ εἶναι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κυρίλου ᾿Αρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, καί ἀναφέρεται στή διακονία τοῦ Ἀαρών καί τῶν Λευϊτῶν.Ὁ ἃγιος Κύριλλος θεωρεῖ τή διακονία αὐτή “προανα-τύπωσιν” τῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.)
“Οἱ μέν οὖν Λευῖται συνεργάται τρόπον τινά καί οἱονεί συλλήπτορες τοῖς ἱερουργοῖς ἐκνενέμηνται, φυλάξουσι γάρ τάς φυλακάς αὐτοῦ, δῆλον δέ ὃτι τοῦ Ἀαρών καί πάντα τά σκεύη τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καί τά φυλάγματα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. Καί μέχρι τούτων αὐτοῖς τῆς συνεργείας ὁ τρόπος.Ἐφίστησι δέ τιῆ σκηνιῆ τόν τε Ἀαρών καί τούς υἱούς σύν αὐτιῶ. καί “Φυλάξουσι” γάρ φησί, “τήν ἱερατείαν ἑαυτῶν καί πάντα κατά τόν βωμόν καί τά ἐσώτερα τοῦ καταπετάσματος” τοῦτ᾿ ἔστι τ ά ἀ π ό ρ ρ η τ ά τε καί μ υ σ τ ι κ ώ τ ε ρ α, κ α ί ὃ σ α δ ρ ᾷ ν ἔ θος τ ο ύ ς τ ῷ θ ε ί ῳ π ρ ο σ ε δ ρ ε ύ ο ν τ α ς θ υ σ ι α σ τ η ρ ί ῳ. καί ἔστι μέν ἀκραιφνῶς ὡς εἰς Χριστόν ὁ τύπος, ὃν κατέστησεν ὁ Πατήρ ἐπί τόν οἶκον αὐτοῦ, οὖ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς.Κατασημήνειαν δ᾿ οὐκ ἀσυμφανῶς οἱ τιῶ Ἀαρών συνιερατεύοντες, τῶν ἁγίων ἀποστόλων τόν ἐναγῆ τε καί ἀξιάγαστον χορόν, συνεργαζομένων ὣσπερ καί συλλειτουργούντων τιῶ Χριστιῶ.Θεοῦ γάρ γεγόνασι συνεργοί, ταμίαι τε καί οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ, καί μήν καί διάκονοι, δι᾿ ὦν πεπιστεύκαμεν. Εἰ δέ τις ἓλοιτο καί τῆς Ἐκκλησίας τήν τάξιν πολυπραγμονεῖν τήν ἐν νόμῳ προανατύπωσιν, καταθαυμάσειεν ἄν εἰκότως. Ἐ π ι σ κ ό π ο ι ς μέν γάρ, ἃτε δή τότε καθηγεῖσθαι λαχοῦσιν, καί μήν τοῖς ἐπί τήν μείω διέπουσι τάξιν, π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο ι ς δέ φημι, π ε π ί σ τ ε υ τ α ι τ ό θ υ σ ι α σ τ ή ρ ι ο ν καί τ ά ἔ σ ω τοῦ κ α τ α π ε τ ά σ μ α τ ο ς , οἶς ἄν πρέποι καί λέγεσθαι “Καί φυλάξουσι τήν ἱερατείαν αὐτῶν” διακόνους γε μήν, τό, “Φυλάξουσι τάς φυλακάς τῆς σκηνῆς, καί πάντα τά σκεύη αὐτῆς καί τά φυλάγματα τοῦ λαοῦ” ἤ οὐκ αὐτοί προστάττουσι διακεκραγότες ἐν ἐκκλησίαις, πότε μέν ὑμνολογεῖν ὃτι προσήκει λαοῖς...καί τῆς ἀναιμάκτου θυσίας ἐπιτελουμένης, αὐτοί προσκομίζουσι τά τῶν σκευῶν ἱερώτερα, καί λεπτήν ἐφ᾿ ἃπασι τοῖς ἀναγκαίοις ποιοῦνται τήν ἐπιτήρησιν;”
Μ ε τ ά φ ρ α σ η
Παραχωρήθηκαν λοιπόν οἱ Λευϊτες ὡς συνεργάτες κατά κάποιον τρόπο καί βοηθοί τῶν ἱερουργῶν, γιατί ἐπρόκειτο νά φυλάγουν στή θέση ἐκείνου, δηλαδή τοῦ Ἀαρών, καί ὃλα τά σκεύη τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καί ὃλα ὃσα πρέπει νά φυλάγουν οἱ Ἰσραηλίτες. Μέχρι αὐτά τά ἔργα φτάνει ὁ τρόπος τῆς συνεργασίας.Ὁρίζει ὃμως προϊσταμένους τῆς σκηνῆς τόν Ἀαρών καί τούς υἱούς του. γιατί λέγει. “Θά τελοῦν τά ἱερατικά τους καθήκοντα, καί ὃσα ἀναφέρονται στό θυσιαστήριο, καί ὃσα μέσα ἀπό τό καταπέτασμα”, δηλαδή τ ά ἀ π ό ρ ρ η τ α κ α ί π ι ό μ υ σ τ ι κ ά , καί ὃ σ α σ υ ν η θ ί ζ ε τ α ι ν ά κ ά μ ν ο υ ν ἐ κ ε ῖ ν ο ι π ο ύ ὑ π η ρ ε τ ο ῦ ν σ τ ό θ ε ῖ ο θ υ σ ι α σ τ ή ρ ι ο. Καί ἀναφέρεται βέβαια ὁ τύπος ὁλοκάθαρα στό Χριστό, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔθεσε ἐπιστάτη στόν οἶκο του, καί πού οἶκος του εἴμαστε ἐμεῖς. Καί οἱ συνιερουργοί τοῦ Ἀαρών μποροῦν νά ὑποδηλώσουν ὁλοκάθαρα τόν ἱερό καί ἀξιοθαύμαστο χορό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πού συνεργάζονταν κατά κάποιον τρόπο καί συλλειτουργοῦσαν μέ τόν Χριστό. γιατί ὑπῆρξαν συνεργάτες καί ταμίες καί οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί βέβαια καί διάκονοι μέσῳ τῶν ὁποίων πιστέψαμε. Κι ἄν ἤθελε κάποιος νά ἐξετάσει μέ λεπτομέρεια καί τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, θά θαύμαζε εὔλογα τήν προτύπωσή της μέσα στό νόμο.Πράγματι στούς ἐ π ι σ κ ό π ο υ ς, ἐπειδή τότε τούς ἔλαχε νά εἶναι ἡγέτες, κ α ί βέβαια καί σέ ἐκείνους πού κυβερνοῦσαν τήν κατώτερη τάξη, ἐννοῶ τ ο ύ ς π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ ς, ἐ μ π ι σ τ ε ύ θ η κ ε τ ό θ υ σ ι α σ τ ή ρ ι ο κ α ί τ ό ἐ σ ω τ ε ρ ι κ ό τ ο ῦ κ α τ α π ε τ άσ μ α τ ο ς, στούς ὁποίους καί ταιριάζει νά λέγεται “Καί θά φυλάξουν τό ἱερατικό τους ἔργο” ἐνῷ στούς διακόνους τό, “θά ἀναλάβουν τή φρούρηση τῆς σκηνῆς καί ὃλων τῶν σκευῶν της καί ὃλα ὃσα πρέπει νά φυλάει ὁ λαός” ἤ μήπως δέν δίνουν αὐτοί τά προστάγματα φωνάζοντας στίς ἐκκλησίες, ἄλλοτε ὃτι τά πλήθη πρέπει νά ἀναπέμπουν ὓμνο...καί ὃταν τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία δέν προσκομίζουν αὐτοί τά ἱερότερα σκεύη κι ἐπιτηροῦν προσεκτικά ὃλα ὃσα εἶναι ἀναγκαῖα;”
(Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνή-σεως, ΛόγοςΙΓ΄, ΜετάφρασηἸγνατίου Σακαλῆ Ἐκδ. οἶκος ᾿Ἐλευθερίου Μερετάκη “Τό Βυζάντιον”, τ. 3 σελ.102-105).
ΙΙΙ. Πότε ἀνοίγονται τά βημόθυρα καί ὑπό τίνος ;
῝Οταν λέγῃ ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός τό ἐκ τῆς ΣΤ῾ ὣρας : ¨Θεέ καί Κύριε τῶν δυνάμεων. . . ¨ ὁ ἐκκλησιαστικός ἔχει τό θυμιατόν καί ὁ ἡγούμενος ἤ ὁ ἐφημέριος ἀνοίγει τήν ὡραίαν πύλην καί τά βημόθυρα καί θυμιᾶ τήν ἀδελφότητα ἐκ τῆς ὡραίας πύλης ἀπαραλλάκτως, ὃπως έγράψαμεν ἐν τιῆ ἀρχιῆ το`῀ῦ ὄρθρου, κατόπιν τήν ἁγίαν τράπεζαν. Κρεμιᾶ τό θυμιατόν εἰς τόν τόπον του καί ἀρχίζει τήν θείαν ἱερουργίαν. Καί ἄν συλλειτουργιῆ ἱεροδιάκονος κλείει αὐτός τά βημόθηρα. Ἐάν δέν συλλειτουργ῀ὴ βάζει μετάνοιαν ὁ ἐκκλησιαστικός καί τά κλείει. ὃταν γίνεται μικρά εἴσοδος ἃπτουσι ἀμφότεροι οἱ ἐκκλησιαστικοί τά εἰσοδικά, προπορεύονται αὐτοί ὃταν λέγᾕ ὁ ἡγούμενος ῎ἤ ὁ ἐφημέριος τό ( εὐλογημένη ἡ εἴσοδος τῶν ἁγίων σου ), ἀνοίγει τά βημόθυρα ὁ Α ἐκκλησιαστικός, εἰσέρχεται ἐντός τοῦ βήματος, σβύνουσι τά εἰσοδικά καί τά θέτουσι εἰς τόν τόπον των. Κατόπιν βάζει μετάνοιαν ὁ Α ἐκκλησιαστικός και κλείει τά βημόθυρα. Ἐάν εἶναι ᾿ἀρχιερατική λειτουργία δέν τά κλείνουν παρά μόνον μετά τήν ἐκφώνησιν τοῦ “ὃπως ὑπό τοῦ κράτους σου. . .” ὃταν ἀνάψουν τά κουφοκέρια εἰς τήν τάξιν των, ὑπάγει ὁ Βος ἐκκλησιαστικός καί ἀνάπτει τό κατσίον. ὃταν ψάλλωνται μετά τήν εἴσοδον τά τροπάρια ἐξέρχεται ὁ Α κανονάρχης καί κρούει τό μικρόν σιδηροῦν τόξον, λέγων τό τάλαντον πολύ σύντομα. ὃταν ψάλλουσι τό τελευταῖον κοντάκιον, θυμιιᾶ ὁ ἐφημερεύων Α ἐκκλησιαστικός, τό ἱερόν σύνθρονον καί τήν ἁγίαν πρόθεσιν μέ τό κατσίον. ὃταν ψάλλουσι οἱ χοροί τόν τρισάγιον ὓμνον ἤ τό ¨ὃσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε. . . ¨ ἐξέρχεται, θυμιιᾶ καί οὖτος ὃπως ὁ ἑφημέριος εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ὄρθρου. Εἶναι δέ ὑποχρεωμένος νά ἔχῃ τελειώσει τό θυμίαμα μαζί μέ τήν τελείωσιν τοῦ τρισαγίου τοῦ βήματος. ὃταν συλλειτουργιῆ ἱεροδιάκονος, τοποθετεῖ τό τρισκέλιον ὁ Β ἐκκλησιαστικός κάτωθεν τοῦ πολυελαίου τῆς μέσης, διά τήν ᾿ἀνάγνωσιν τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ὑπό τοῦ ἱεροδιακόνου.Τελειωθέντος τοῦ Ἀποστόλου, οἱ ἐκκλησιαστικοί προπο-ρεύονται μέ τά εἰσοδικά, τοποθετοῦσι ταῦτα ὄπισθεν τοῦ τρισκελίου ( καί ἀπομακρύνονται ὀλίγον οἱ ἐκκλησιαστικοί φοροῦντες τό καλυμμαύχιον των ). Διότι ὁσάκις γίνεται μικρά εἴσοδος εἰς τήν ὣραν τοῦ εὐαγγελίου καί εἰς τήν μεγάλην εἴσοδον προπορεύονται ἀσκεπεῖς ἄνευ καλυμμαυχίου. Τελειωθέντος τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου, λαμβάνουσι οἱ ἐκκλησιαστικοί τά εἰσοδικά των καί ὑπάγουσι πρό τῶν ἱερῶν πυλῶν, ὁ δέ ἡγούμενος ἤ ὁ ἐφημέριος δίδει τό καλυμμαύχιον τοῦ ἱεροδιακόνου καί ἀρχίζει τό “εἴπωμεν πάντες. . .” Κλείει ὁ Α ἐκκλησιαστικός.
Πότε ἀνοίγει καί πότε κλείει ἡ ὡραία πύλη;
Ἀνοίγει ἀπό τήνἀρχήν το`ῦ ὄρθρου ἓως τό τέλος τῆς Α ὣρας. Εἰς μέν τήν ἀρχήν ὑπό τοῦ ἐφημερίου. Εἰς δέ τό τέλος τῆς μικρᾶς ἀπολύσεως ὑπό τοῦ Α ἐκκλησιαστικοῦ.ἔχομεν παραλάβει ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρας, ὁσάκις κλείει ὁ ἐκκλησιαστικός τά βημόθυρα ἤ τήν ὡραίαν πύλην νά ποιιῆ τό σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, μετάνοιαν μεγάλην πρό τῶν βημοθύρων καί κλείει τά βημόθυρα ἤ τήν ὡραίαν πύλην.Ἐάν δέ εἶναι Μεγ. Τεσσαρακοστή, τήν ἀνοίγει ὁ ἐφημέριος εἰς τό τέλος τοῦ ὄρθρου, πού λέγει: “ὁ ὤν εὐλογητός Χριστός ὁ Θεός...κ.λ.π.”, ἓως τό, “Στερεώσαι Κύριος ὁ Θεός...”, τήν ὁποίαν κλείνει ὁ ἐκκλησιαστικός.Ἐάν δέ εἶναι ἀγρυπνία, ἀπό τήν ἀρχήν τοῦ ἑσπερινοῦ ἓως τῆς μικρᾶς ἀπολύσεως τῆς Α΄ ὣρας.Εἰς δέ τάς λειτουργίας τήν ἀνοίγει ὁ ἡγούμενος, ὃταν ἐξέρχεται νά θυμιάσῃ εἰς τό τέλος τῆς ΣΤ΄ Ωρας καί τήν κλείει ὁ ἐκκλησιαστικός μετά τήν μεγάλην εἴσοδον ὁμοῦ μέ τά βημόθυρα.Ἀπό τήν μεγάλην εἴσοδον, ἐάν μέν εἶναι Χειροτονία ἱεροδιακόνου, τήν ἀνοίγει ὁ ἀρχιδιάκονος ἐν τιῆ ὣρᾳ τῆς Χειροτονίας .Ἐάν δέν εἶναι Χειροτονία, τήν ἀνοίγει ὁ ἐκκλησιαστικός ὁμοῦ μέ τά βημόθυρα εἰς τό. “Μετά φόβου, πίστεως καί ἀγάπης...”ὃθεν ἄς προσέχωσι καλῶς οἱ ἱερεῖς οἱ ἀνοίγοντες τήν ὡραίαν πύλην ἤ τά βημόθυρα καί λέγοντες: “Εἰρήνη πᾶσι” ἤ “ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας..” καί βλέπει τούτους ὁ λαός.Διότι λέγει ὁ ἱερός Νεκτάριος Ἱεροσολύμων ὃτι ὃποιος ἱερεύς πράττει τό τοιοῦτον ἔχει φρονήματα καί δοξασίας λατινικάς. Διότι ἡ λατινική ἐκκλησία μόνη, ἔρριψε τό τέμπλον καί θεωρεῖ ὁ λαός τά ἄδυτα, ὃπου καί αὐτοί οἱ ἄγγελοι φρίττουσι καί τρέμουσι ἐν τιῆ ὣρᾳ τῆς μυσταγωγίας καί δι᾿ αὐτήν καί μόνην τήν αἰτίαν παρατηροῦμεν ἐν τιῶ ἁγιωνύμῳ ὄρει τοῦ ἄθω νά φυλάττεται μετά μεγίστης ἀκριβείας τό πότε νά ἀνοίγωνται καί νά κλείωνται, ἄλλοτε μέν ὑπό τοῦ ἐφημερίου ἄλλοτε δέ ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Διά νά μή μετέχωσι οὔτε κἄν εἰς καμμίαν παράβασιν παραμικράν, οἱ ἐνασκούμενοι ἐν τιῶ ἁγίῳ ὄρει τοῦ ἄθω, πατέρες.
(Ἐκ χειρογράφου Τυπικοῦ Ἁγιαννανιτῶν Πατέρων)
ζ) Περί τῆς ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἀποστολικῶν Ἀναγνωσμάτων
(Τό ακόλουθο κείμενο εἶχε σάν ἀφορμή τό ἑξῆς γεγονός: Στά 1841 κάποιος “προύχοντας” στόν Πύργο τῆς Ἡλείας ἐπέβαλε στόν παπᾶ καί τόν ψάλτη μιᾶς Ἐκκλησίας νά διαβάζουν ὄχι “ἐμμελῶς” ἀλλά “χῦμα” τόν Ἀπόστολο καί τό Εὐαγγέλιο. Οἱ Πυργιῶτες ἐπαναστάτησαν, εἰδοποιήθηκε ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἡ ὁποία “διέταξε” τήν ἐκκλησιαστική Ἐπιτροπή Ἀχαΐας καί ἤλιδος νά ἐπιτιμήση κάθε κληρικό πού θά ἀκολουθοῦσε τέτοια καινοτομία. Στόν ἐν λόγῳ προύχοντα ἔστειλε γράμμα ὁ ἐπίσκοπος Σελλασίας Θεοδώ-ρητος, συντεταγμένο ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο,ἀπαντῶντας σέ δικό του προηγούμενο γράμμα.Παραθέτουμε ἀποσπάσματα τοῦ γράμματος αὐτοῦ μαζί μέ τό ἱστορικό, ὃπως καταχωρεῖται στά “Σωζόμενα ἐκκλησιαστικά συγγράμ-ματα” τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου. Τό ἱστορικό καί οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι τοῦ γιοῦ του καί ἐκδότου, Σοφοκλέους Οἰκονόμου.)
“ Κατά τάς ἀρχάς τοῦ 1841 ἔτους ἐγένετο καί ἄλλο τι τῆς ἐκ τῶν ᾿ἀλλοδόξων προσηλυτιστῶν ἐπηρείας τῶν ἀκαταρτίστων ψυχῶν μοχθηρόν γέννημα. Τῶν γάρ ἐν Πύργῳ τῆς Πελοποννήσου ἰσχυόντων τις, ζηλωτής τῶν τήν Ἑλλάδα περιαγόντων Ἱεραποστόλων...ἐκέλευσε τινα ἱερέα μή ἀναγινώ-σκειν τόν Ἀπόστολον καί τό Εὐαγγέλιον ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀκολουθίαις ὡς νενόμισται μελωδικῶς, ἀλλά χῦμα ἐπί τό προτεσταντικώτερον. Τοῦτο δέ κατετάραξε τούς χριστιανούς. Καί ἡ Σύνοδος εἰδοποιηθεῖσα διέταξε τήν τῆς Ἀχαϊας καί ἤλιδος Ἐκκλησιαστικήν ἐπιτροπήν, ἳνα ἐπιτιμήση αὐστηρῶς παντί κληρικιῶ κατακολουθήσαντι τῆ καινοτομίᾳ..Πρός δέ τόν καινοτόμον ἀσυστόλως ἀναγγείλαντα τό τόλμημα ἔγραψεν ὁ μακαρίτης Σελλασίας Θεοδώρητος ποιμαντορικήν ἐπιστολήν προσήκουσαν, ἣν συντεταγμένην ὑπό τοῦ ἀοιδίμου Συγγραφέως καταχωρίζομεν ἐφεξῆς.”῎Ελαβον τήν ἀπό 11 Ἰανουαρίου ἐπιστολήν σας καί εἶδον ὃσα, καθώς λέγουν, ἐγνωμοδοτήσατε περί τοῦ πῶς δεῖ ἀναγινώσκειν τόν Ἀπόστολον καί τό Εὐαγγέλιον ἐν τῆ ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ.Πρίν σοῦ ἀποκριθῶ περί τούτου, σᾶς λέγω, φίλε τέκνον, ἀλήθειαν εἰλικρινῆ καί βεβαίαν. ὃτι ὃλαι αἱ αἱρέσεις ἐγεννήθησαν ἀπό τήν ὑπερηφανίαν, ἣτις παρακινεῖ πολλάκις τόν ἄνθρωπον νά καταφρονῇ ῝ ο, τι καλῶς δέν γνωρίζει, καί νά τολμιᾶ νά διορθώνῃ ὃ, τι μέ τήν κρίσιν του(ἤ ἀκολουθῶν εἰς ἀκρισίας ἄλλων) τό εὑρίσκει στραβόν, καί καινοτομεῖ, διά νά ἐπαινεθῇ. ὃταν δέ κυριεύσῃ τόν νοῦν ἡ ὑπερηφανία, τότε δέν βλέπει πλέον ποῦ τρέχει. Ἐπιχειρεῖ τό πᾶν, καί νομίζει ὃτι γίνεται ὁ μέγιστος τῆς ἀνθρωπότητος εὐεργέτης, ἓως οὖ καταντᾷ καί αὐτός, σύρων καί τούς ἄλλους εἰς τῆς κοινοβλαβεστάτης καί ψυχολέθρου πλάνης τό βάραθρον [35].
Πρόσεχε, τέκνον, μή πως παρεδέχθης εἰς τήν χριστιανικήν σου καί εὐσεβόφρονα ψυχήν τοιαύτης οἰήσεως πειρασμόν.Λέγεις ὃτι εἰσήχθησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀ η δ ε ῖ ς τ ι ν ε ς κ α ί ἀ ν ω φ ε λ ε ῖ ς ε ἰ σ ά ξ ε ι ς. Τοιαῦτά τινα εἶπον κατά τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὃλοι οἱ πολέμιοι αὐτῆς, καί κατησχύνθησαν.Σύ δέ,τό ὀρθόδοξον αὐτῆς τέκνον, πόθεν ἐπληροφορήθης τ ά ς ἀ η δ ε ῖ ς ταύτας καί ἀνωφελεῖς ε ἰ σ ά ξ ε ι ς; καί πῶς τόσον εὐκόλως ὡς τοιαύτας τινάς ἀποδεχθεῖσαν καταδικάζεις τήν πνευματικῶς γεννήσασαν καί θρεψαμένην σε μητέρα; Πῶς δέν ἐνθυμήθης ὃτι τόσαι μυριάδες πολύ σοφώτεροί σου τοσούτους αἰῶνας ἤδη σέβονται καί προσκυνοῦσι φιλοστόργως τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ νύμφην, ὡς ἀμώμητον π ά σ η ς ὠ φ ε λ ε ί α ς κ α ί π ν ε υ μ α τ ι κ ή ν ε ὐ φ ρ οσ ύ ν η ς π η γ ή ν;
Λέγεις “ὃτι μία τῶν ε ἰ σ ά ξ ε ω ν εἶναι καί τό νά ἀναγινώσκωνται τά θεῖα λόγια τζ ι γ α ρ ι σ τ ά! Οἱ δέ ἀ δ ε λ φ ο ί (λέγε ἀ ν ε γ ί ν ω σ κ ο ν τάς ἐπιστολάς καί ὁ Σωτήρ ἐ δ ἰ δ α σ κ ε ν τό Εὐαγγέλιον”. Βέβαια ὁ Κύριος ἡμῶν ἐδίδασκε, καί οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἐκήρυττον τόν λόγον τῆς ἀληθείας μέ τήν συνήθη τῆς κοινῆς ὁμιλίας φωνήν, καθώς καί τώρα καί πάντοτε διδάσκουσιν οἱ διδάσκαλοι “τό κήρυγμα τοῦ λόγου τῆς ζωῆς”.ὣστε τό περί τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν παράδειγμα σου τοῦτο δέν ἔχει τόν τόπον του.ἄλλο ἔπρεπε νά ἐνθυμηθιῆς. ὃτι καί αὐτός ὀ Κύριος καί Θεός ἡμῶν καί οἱ Ἀπόστολοι προσευχόμενοι ἔψαλλον, ἤ ἐπρόφερον ε ὐ μ ε λ ῶ ς καί τινα χωρία τῆς θείας Γραφῆς.Οὓτω μετά τόν θεῖον δεῖπνον ἐκεῖνον “ὑ μ ν ή σ α ν τ ε ς ἐξῆλθον εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν” (Μαρκ.),τουτέστιν, εὐχαριστήριον ὓ μ ν ο ν ἤ ψ α λ μ ό ν ἐκφωνήσαντες εὐμελῶς.Καί Παῦλος δέ καί Σίλας ἐν τιῶ δεσμωτηρίῳ τῶν Φιλίππων “πρ ο σ ε υ χ ό μ ε ν ο ι ὓ μ ν ο υ ν τ ό ν Θ ε ό ν, ἐ π η κ ρ ο ῶ ν τ ο δ έ α ὐ τ ῶ ν οἱ δ έ σ μ ι ο ι (Πραξ. ιστ΄25), τουτέστι μεταξύ τῆς προσευχῆς καί ὓ μ ν ο υ ς τινάς ἐξεφώνουν, ὡδάς τινας δηλαδή μετά μέλους, ἢ δι᾿ εὐμελοῦς καί τορωτέρας ἀπαγγελίας.
῝Ωσαύτως καί εἰς τήν Συναγωγήν ἐσυνείθιζον ἐξ ἀρχῆς νά ἐκφωνῶσι πολλά τμήματα τῆς θείας Γραφῆς οὐ μόνον ψάλλοντες κυρίως καί μελωδοῦντες, ἀλλά καί ἀναγινώσκοντες μετά τινος ε ὐ μ ε λ ε ί α ς καί οἶον κ α τ α λ ο γ ά δ η ν, (τό ὁποῖον ἀστεϊζόμενος χαριέντως ὀνομάζεις τ ζ ι γ α ρ ι σ τ ά).Τοῦτο τό εἶδος τῆς ἀ ν α γ ν ώ σ ε ω ς, μήν ἀμφιβάλλῃς ἀγαπητέ, ὃτι αὐτοί οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι μετά τῆς θείας Γραφῆς παρέδωκαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί, καί οἱ θεῖοι Πατέρες ἡμῶν καί διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων(τούς ὁποίους σύ μέν ὀνομάζεις ἀ δ ε λ φ ο ύ ς, βέβαια κατά χριστιανικήν ἁπλότητα, μάθε ὃμως, ὃτι καί αὐτήν τήν ἁγίαν ἁπλότητα κατεμίαναν οἱ υἱοί τῆς ὑπερηφανείας. διότι ὑπάρχει ὁλόκληρος αἳρεσις ἀνθρώπων, οἳτινες ὀνομάζονται ἀ δ ε λ φ ο ί, και καυχῶνται ὃτι ἀνακαινίζουσιν εἰς ἑαυτούς τόν ἀποστολικόν αἰῶνα τῆς Ἐκκλησίας, διά νά κρημνίσωσιν τήν Ἐκκλησίαν!), καί αὐτοί λέγω οἱ θεῖοι Πατέρες ἡμῶν οὓτως ἀνεγίνωσκον τάς περικοπάς τῶν ἀποστολικῶν Ἐπιστολῶν καί τοῦ θείου Εὐαγγελίου. Καί ὁ λόγος εἶναι προφανής. Πολλά προφητικά ἀναγνώσματα καί ἄλλα τῶν ἁγίων Πατέρων ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ὃλα ψυχωφελῆ καί ἃγια. καί ταῦτα μέν ἀναγινώσκει μέ τήν συνήθη φωνήν. ἀλλ᾿ εἰς τήν ἀποστολικήν περιοχήν, καί τήν τοῦ θείου Εὐαγγελίου, θέλουσα νά διεγείρῃ τῶν πιστῶν αὐτῆς τέκνων ἐντονώτερον τήν προσοχήν, διέταξε νά ἀναγινώσκωνται ταῦτα μέ φωνήν γεγωνοτέραν καί εὐηχεστέραν.Διά τοῦτο καί πρό τοῦ Ἀποστόλου λέγει ὁ Διάκονος ἤ ὁ ἱερεύς “Π ρ ό σ χ ω μ ε ν. Σ ο φ ί α. Π ρ ό σ χ ω μ ε ν κτλ. καί πρό τοῦ Εὐαγγελίου, Σ ο φ ί α κτλ. καί “Ε ἰ ρ ή ν η π ᾶ σ ι “.Καί τό ν Κ ύ ρ ι ο ν ἱ κ ε τ ε ύ ομ ε ν “ὑπ έ ρ τ ο ῦ κ α τα ξ ι ω θ ῆ ν α ι ἡ μᾶ ς τ ῆ ς ἀ κ ρ οά σ ε ω ς τ οῦ ἀ γ ί ο υ Ε ὐ α γ γ ε λ ί ο υ”. Καί “ὀ ρ θο ύ ς, ἀ κ α τ α κ α λ ύ π τ ο υ ς, μ ε τ ά φ ό β ο υ κ α ί τ ρ ό μ ο υ ἀ κ ρ ο ᾶ σ θ α ι” διέταξαν ἡμᾶς οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι.
Σύ δέ λέγεις ὃτι ταῦτα εἰσήχθησαν πρός ε᾿ υ χ α ρ ί σ τ η σ ι ν (ὡσάν δηλαδή σ υ μ π ο τ ι κ ά τ ρ α γ ο ύ δ ι α!) καί ε ἰ ς τ ή ν δ ο υ λ ε ί α ν (ὡσάν νά ἐ δ ο υ λ ώ θ η ποτέ εἰς τυράννους κοσμικούς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, “ὃστις ἠ λ ε υ θ έ ρ ω σ ε ν α ὐ τ ή ν ε ἰ ς τ ό ν α ἰ ῶ ν α”). Ἀλλά βεβαίως δέν ἔγραφες, υἱέ μου, τοιαῦτα, ἄν προσεῖχες περισσότερον καί εἰς τά ἀνωτέρω ρηθέντα καί εἰς τά ἐφεξῆς: α) Ὑπάρχουσι χειρόγραφα τοῦ ὀγδόου αἰῶνος ἔχοντα τάς περικοπάς τοῦ Εὐαγγελίου τονισμένας μέ σημεῖα μουσικῶν φωνῶν. Καί τοῦτο δεικνύει ὃτι καί τότε καί ἔκπαλαι τά θεῖα ταῦτα λόγια ἀνεγινώσκοντο εὐμελῶς καί εὐφωνικῶς. β) Καί ἡ Δυτική καί πᾶσαι αἱ λοιπαί τῶν ἑτεροδόξων ἀρχαῖαι Ἐκκλησίαι (πλήν τῶν νεωτεριστῶν) οὓτως εὐμελῶς ἀναγινώσκουσι τάς περικοπάς τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἡμέρας. γ) Πᾶσα ἡ ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἡ ἀπό περάτων ἓως περάτων τῆς οἰκουμένης ὥσαύτως ἀναγινώσκει, καί ὃπου ἐπάτησαν καί ὃπου δέν ἐπάτησαν οὐδ᾿ ἠκούσθησαν Τοῦρκοι (τούς ὁποίους βέβαια νοεῖς μέ τό “δ ο υ λ ε ί α”) ἄν ὁ ἀναγνώστης ἀγνοεῖ τήν ἀπαγγελίαν, ἄν τζιγαρίζει (καθώς λέγεις) καί τερετίζει, τοῦτο εἶναι σφάλμα τοῦ ἀναγνώστου. αὐτός πρέπει νά διδαχθιῆ τήν προσήκουσαν ἀνάγνωσιν, ὄχι τῆς ἀναγνώσεως ὁ τρόπος νά καινοτομηθιῆ. Ἀρκοῦσι ταῦτα.
Εἰ δέ θέλεις καί ἄλλα παραδείγματα κοσμικά, παρατήρησον ὃτι ὃλα σχεδόν τά ἔθνη, καί αὐτά τά μή πιστεύοντα εἰς Χριστόν, ἔχουσί τινα ἀναγνώσματα, μέ λαμπροτέραν προφερόμενα φωνήν εἰς τάς προσευχάς των. Καί αὐτοί οἱ παλαιοί ῍ἓλληνες ἐγνώριζον τήν καταλογάδην προφοράν πολλῶν ἐμμέτρων ποιημάτων μεταβαίνοντες εἰς τοῦτο ἀπό τῆς ψαλμωδίας. Ἀλλά ταῦτα ὑπερβαίνουσι μέτρον ἐπιστολῆς.διά τοῦτο δέν ἐκτείνομαι περισσότερον. ῝ἓν μόνον σέ παραγγέλλω πατρικῶς καί φιλικῶς: “Μ ή γ ί ν ο υ σ ο φ ώ τ ερ ο ς τ ῆ ς Ἐ κ κ λ η σ ί α ς ”.
Ταῦτα σοί γράφω ἀγαπητέ, ἐπευχόμενος ἀπό ψυχῆς νά διαφυλάττῃς πάντοτε ἀδιάλυτον ἐν τιῆ καρδίᾳ σου τόν σύνδεσμον τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης τῆς πρός τ ο ύ ς γ ν η σ ί ο υ ς ἀ δ ε λ φ ο ύ ς σ ο υ , τούς ὀρθοδόξους υἱούς τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, ἣ τ ι ς ἐ σ τ ί σ τύ λ ο ς κ α ί ἑ δ- ρ α ί ω μ α τ ῆ ς ἀ λ η θ ε ί α ς καί τήν ἐν Χριστιῶ τ α π ε ί ν ω σ ι ν καί πειθαρχίαν εἰς τά διδάγματα καί τάς παραδόσεις τῶν θείων ἡμῶν Πατέρων. οἳτινές εἰσιν οἱ πρεσβύτεροί σου, ἐκεῖνοι, πρός οὓς ὁ θεῖος νόμος σέ ἀποστέλλει (“Ἐπερώτησον τούς πρεσβυτέρους σου, καί ἐροῦσί σοι”). Φύλαττε, φίλε τά π ά τ ρ ι α, φεῦγε πᾶσαν καινήν διδασκαλίαν, καί “μ έ ν ε ἐ ν ο ἶ ς ἔ μ α θ ε ς κ α ί ἐ π ι σ τ ώ θ η ς. Τοῦτο καί φρονῶ, καί εὔχομαι περί σοῦ καί μένω”.
(Κωνσταντίνου Πρεσβυτέρου καί Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Τά σωζόμενα ἐκκλησιαστικά συγγράμματα, Τόμος Β΄ Ἀθήνησι ΑΩΞΔ(1864), σελ.465-468)
η)Περί τοῦ ἢθους τῆς προσευχῆς τῶν Χριστιανῶν καί τῆς ἀποφυγῆς ἀπρεπῶν καί συγκεχυμένων κραυγῶν πού ταράσσουν τόν προσευχόμενο καί σκανδαλίζουν τούς συμπροσευχομένους ἀδελφούς.
(Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ εἶναι μέρος τῆς ΣΤ ΄Ὁμιλίας τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου.Τό ἦθος τῆς προσευχῆς πού προβάλλει ὁ ἃγιος Μακάριος δέν ἀφοριᾶ μόνο τήν κατ᾿ ἰδίαν προσευχή, ὃπως θά διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, ἀλλά καί τήν ἐπ᾿᾿ ἐκκλησίας προσευχή.Οἱ ἀπαιτούμενες “ἡσυχία, εἰρήνη καί κατάστασις” δέν εὐνοοῦνται ἀπό τή μαζική συμψαλμωδία ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπό συγκεχυμένες καί ἀπρεπεῖς κραυγές πού δέν εὐαρεστοῦν τό Θεό καί δέν οἰκοδομοῦν τούς ἀδελφούς.Ὁ ἔνδον προσευχόμενος, ἀντίθετα ἀπ᾿ ὂσα φρονοῦν οἱ εὐσεβιστές, εἶναι ἐκεῖνος πού οἰκοδομεῖ τούς ἀδελφούς. Αὐτή τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὃπως αὐτή τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψη της ἡ Ἐκκλησία πού καθόρισε τούς χορούς τῶν ψαλτῶν γιά τήν ψαλμωδία καί τόν προεστῶτα ἢ τόν ἀναγνώστη γιά τήν ἀνάγνωση τῶν ψαλμῶν καί τήν ἐκφορά τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί τοῦ “Πάτερ ἡμῶν”, ὣστε νά διαφυλαχθεῖ ὁ πνευματικός καρπός τῆς προσευχῆς).
M ε τ ά φ ρ α σ η
ὃσοι προσέρχονται στόν Κύριο ὀφείλουν νέ προσεύχονται μέ ἡσυχία, εἰρήνη καί πολλή (πνευματική) εὐταξία κι ὄχι μέ ἄπρεπες καί συγκεχυμένες κραυγές, ἀλλά μέ πόνο καρδίας κι ἄγρυπνους λογισμούς νά ἀφοσιώνονται στόν Κύριο. ἄς πάρουμε παράδειγμα ἀπό τούς ἀρρώστους.Συμβαίνει σέ κάποιον πού ἔχει πληγές νά καυτηριάζεται ἤ νά χειρουργεῖται κι ὃμως μέ ἀνδρεία καί ὑπομονή ὑποφέρει τόν πόνο χωρίς θόρυβο καί ταραχή συγκρατῶντας τόν ἑαυτό του. ὓπάρχουν ὃμως ἄλλοι πού περνοῦν τούς ἴδιους πόνους ἀλλά ἐνιῶ καυτηριάζονται ἢ χειρουργοῦνται ἀφήνουν ἀπρεπεῖς κραυγές.Στήν πραγματικότητα τόν ἲδιο πόνο ἔχουν κι αὐτός πού φωνάζει κι αὐτός πού δέ φωνάζει κι αὐτός πού ταράσσεται κι αὐτός πού δέν ταράσσεται. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μ᾿ αὐτούς πού ἐχουν θλίψη καί πόνο. Μερικοί παρά τή θλίψη καί τόν πόνο φέρονται εἰρηνικά κρατῶντας χωρίς ταραχή τό νοῦ τους στούς λογισμούς. Ὑπάρχουν ὃμως ἀλλοι πού ἔχοντας τήν ἲδια θλίψη φέρονται μέ ἀνυπομονησία κάνοντας τήν προσευχή τους μέ θόρυβο καί ταραχή ὣστε κι αὐτοί πού τούς ἀκοῦνε νά σκανδαλίζονται. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι πού δέν ἔχουν πόνο ὃμως ἀπό ἐπίδειξη ἤ ἀπό ἀνοησία φέρονται ἔτσι χρησιμοποιῶντας ἄτακτες κραυγές νομίζοντας ὃτι μ᾿ αὐτές μποροῦν νά εὐαρεστήσουν τό Θεό.
Ὁ δοῦλος ὃμως τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά εἶναι σέ τέτοια ἀκαταστασία ἀλλά νά χαρακτηρίζεται ἀπό ἡμερότητα καί σοφία, καθώς εἶπε ὁ προφήτης: “Σέ ποιόν θά ἐπιβλέψω εὐμενῶς παρά στόν πρᾶο καί τόν ἣσυχο κι αὐτόν πού τρέμει τούς λόγους μου;” (Ἠσαϊας 66,2). Ἀλλά καί σχετικά μέ τήν φανέρωση τοῦ Θεοῦ στό Μωυσῆ καί στόν Ἠλία βρίσκουμε στίς ἃγιες Γραφές ὃτι ἐνιῶ προηγοῦντο τῆς παρουσίας τοῦ Δεσπότου διακονῶντας τον πολλές σάλπιγγες καί δυνάμεις ἀγγελικές, ξεχώρισε ἀπό ὃλα ἐκεῖνα καί φανερώθηκε ὁ Κύριος μέσα σέ εἰρήνη καί ἡσυχία καί ἀνάπαυση. “Ἰδού” ἀναφέρει ἡ Γραφή “φωνή αὒρας λεπτῆς καί μέσα σ᾿ αὐτήν ὁ Κύριος”(᾿Γ΄ Βασ. 19,17). οδεικνύεται λοιπόν ὃτι ἡ ἀνάπαυση τοῦ Κυρίου βρίσκεται στήν εἰρήνη καί στήν (πνευματική) εὐταξία. ῝ Oποιο θεμέλιο βάζει ὁ ἄνθρωπος κι ὃποια ἀρχή κάμει, σ᾿ αὐτή μένει μέχρι τέλους. ἄν μέ φωνή καί ταραχή ἀρχίσει νά προσεύχεται, μέχρι τέλους κρατεῖ τήν ἴδια συνήθεια.Κι ἐπειδή ὁ Κύριος εἶναι φιλάνθρωπος καί σ᾿ αὐτόν δίνει βοήθεια.Αὐτοί λοιπόν (πού φωνάζουν στήν προσευχή) λόγῳ τῆς παρεχομένης Χάριτος μέχρι τέλους ἀκολουθοῦν τήν ἴδια συνήθεια. Ἀλλά βλέπουμε ὃτι ὁ τρόπος αὐτός εἶναι τῶν ἀφελῶν διότι καί τούς ἄλλους σκανδαλίζουν καί οἱ ἴδιοι προσεύχονται μέ ταραχή.
Τό ἀληθινό θεμέλιο τῆς προσευχῆς αὐτό εἶναι: Τό νά προσέχει κανείς τούς λογισμούς καί μέ πολλή ἡσυχία καί εἰρήνη νά προσεύχεται ὣστε νά μή σκανδαλίζονται καί οἱ ἄλλοι.Αὐτός ἄν δεχθεῖ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί προχωρήσει μέχρι τέλους στήν τελείωση μέ ἡσυχία, περισσότερο θά οἰκοδομήσει τούς πολλούς “γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός ἀκαταστασίας ἀλλά εἰρήνης”( Α΄ Κορ. 14,33).
Αὐτοί πού χρησιμοποιοῦν κραυγές μοιάζουν μέ τούς κελευστές πού δίνουν στούς κωπηλάτες τά παραγγέλματα καί δέν μποροῦν παντοῦ νά προσευχηθοῦν, μήτε στίς ἐκκλησίες, μήτε στά χωριά, παρά μόνο στίς ἐρημιές κατά τό θέλημά τους. Ἐνιιῶ οἱ προσευχόμενοι ἐν ἡσυχία οἱκοδομοῦν ὃλους σέ κάθε τόπο.Πρέπει ὃλος ὁ ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου νά γίνεται στούς λογισμούς, νά ἀποκόπτει (ὁ ἂνθρωπος) τήν περικείμενη ὓλη τῶν πονηρῶν λογισμῶν, νά ὁδηγεῖ τόν ἑαυτό του μέ σπουδή πρός τό Θεό καί νά μή κάνει τά θελήματα τῶν λογισμῶν. Ἀλλά τούς περιπλανώμενους λογισμούς ἀπό παντοῦ νά τούς συνάγει καί νά διακρίνει τούς φυσικούς λογισμούς ἀπό τούς πονηρούς.
Ἡ ψυχή ὃταν βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἁμαρτία, περιτριγυρίζεται ἀπό λογισμούς. Μοιάζει σάν νά βρίσκεται σέ κάποιο βουνό μέ πυκνή βλάστηση ἤ σ᾿ ἓνα ποταμό μέ πυκνές καλαμιές ἤ σέ κάποια δάση γεμάτα ἀγκάθια καί βλάστηση. Ἐκεῖνοι πού θέλουν νά περάσουν ἀπ᾿ αὐτό τόν τόπο, πρέπει ν᾿ ἁπλώνουν τά χέρια καί μέ βία καί κόπο νά ἀπωθοῦν τή βλάστηση ἀπό κοντά τους. ἔτσι καί τό πλῆθος τῶν λογισμῶν τῆς ἐναντίας, δαιμονικῆς δυνάμεως κατακλύζει τήν ψυχή. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται ὁ νοῦς πολλή σπουδή καί προσοχή γιά νά διακρίνει τούς ἀλλότριους λογισμούς τῆς ἐναντίας δυνάμεως. Συμβαίνει κάποιος νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δικές του δυνάμεις καί νά νομίζει ὃτι ἀπό μόνος του μπορεῖ νά περάσει μέσα ἀπ᾿ τά γεμάτα βλάστηση βουνά, ἐνιῶ ὑπάρχει ἄλλος πού κυβερνῶντας μέ εὐταξία καί διάκριση τό νοῦ του ἀκούραστα καί καλλίτερα ἀπό τόν πρῶτο προχωρεῖ στό ἔργο του. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν προσευχή .Ὑπάρχουν μερικοί πού χρησιμοποιοῦν ἀπρεπεῖς κραυγές ἔχοντες πεποίθηση στή σωματική τους ἰσχύ, στίς φωνές τους, μή γνωρίζοντας πῶς κλέβουν οἱ λογισμοί τόν καρπό τῆς προσευχῆς καί νομίζοντας ὃτι μέ τή δική τους δύναμη ἐπιτυγχάνουν τό τέλειο κατόρθωμα τῆς προσευχῆς. Ὑπάρχουν ὂμως κι ἄλλοι πού προσέχουν τούς λογισμούς τους καί κάμουν ὂλο τόν ἀγῶνα ἐσωτερικά(“ἔσωθεν”). Αὐτοί μέ τή σύνεση καί τή διάκρισή τους μποροῦν νά πετύχουν τό κατόρθωμα τῆς προσευχῆς, ν᾿ αποτινάξουν τούς ἐπιτιθεμένους λογισμούς καί νά πορεύονται κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Βρίσκουμε δέ καί τόν Ἀπόστολο νά ὀνομάζει “μείζονα” ἐκεῖνον πού οἰκοδομεῖ τόν ἄλλο. Λέγει: “Ὁ λαλῶν γλῶσσες οἰκοδομεῖ τόν ἑαυτό του, ἐνιῶ αὐτός πού προφητεύει οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό ὁ προφητεύων εἶναι μεγαλύτερος(“μείζων”) ἀπ᾿ αὐτόν πού ὁμιλεῖ γλώσσες”.(Α΄ Κορ. ιδ΄ 4). Λοιπόν καθένας ἄς ἐπιλέξει νά οἰκοδομεῖ τούς ἄλλους καί καταξι ώνεται τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
θ)Περί τῶν εὐχῶν τῆς πρώτης καί ὀγδόης ἡμέρας καί τοῦ σαραντισμοῦ.(Ἐκ τῶν Ἁπάντων Ἁγίου Συμεών τοῦ Θεσσαλονίκης).
Διατί ἐν τῆ τοῦ βρέφους γεννήσει εὐχή παρά τοῦ ἱερέως γίνεται.
Καί τεχθέντοςτοῦ βρέφους παρά γυναικός εὐσεβοῦς, ὁ ἱερεύς παραγίνεται, καί δοξολογεῖ τόν Θεόν, εὐχαριστῶν, ὃτι ἄνθρωπος γεγέννηται ἐν τιῶ κόσμῳ . καί σφραγίσας, εὐλογεῖ τό τεχθέν, καί διαμένειν καί δέξασθαι τό βάπτισμα καί τό χρῖσμα αἰτεῖται. Τιῆ μητρί τε τά πρός σωτηρίαν εὐχόμενος, μεταδίδωσιν αὐτιῆ τε καί ταῖς σύν αὐτιῆ γυναιξί χάριτος καί ἁγιασμοῦ, ἄδειάν τε παρέχει ἐνεργεῖν τά ἔργα αὐτῶν καί κατά μηδέν ὃλως κωλύεσθαι, ἤ ρύπου μετέχειν, ἤ ἐνδοιάζειν φθονεροῖς τοῦ πονηροῦ φάσμασιν, ἐπειδή τιῶ τῆς ἁμαρτίας καί ἐξ ἡδονῆς ἐξυπηρέτησαν τόκῳ, ὃν δή τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου προοίμιόν τινές φασι καί ἔστιν.
Δήλωσις κατά μέρος τῶν πρό τοῦ βαπτίσματος, καί ἐν τιῶ βαπτίσματι, καί μετά τό βάπτισμα τελουμένων
Ἀλλά καί σφραγίσας ὓδωρ τῆ σημειώσει τοῦ σταυροῦ, εἰς προοίμιον τιοῦ θείου βαπτίσματος κατα᾿ρ῾ραντίζει τόν οἶκον. Κατασφραγίσας δέ καί τό βρέφος τιῶ μετώπῳ διά τόν νοῦν, καί τιῶ στόματι διά τόν λόγον καί τήν πνοήν, καί τῇ καρδίᾳ διά τήν ζωτικήν δύναμιν, ὣστε μένειν πεφυλαγμένον εἰς τό σωτήριον βάπτισμα, οὓτως ἀπολύσας, ἀπέρχεται. Τιῆ δέ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ πσροσάγεται τό βρέφος ὑπό τινων τιῶ Θειῶ, καί πρό τῶν πυλῶν, οὐ γάρ ἠγιασμένον ἔτι ἐστί τιῶ βαπτίσματι, σφραγίζει πάλιν αὐτό εἰς τό μέτωπον, καί τό στόμα, καί τό στῆθος ὁ ἱερεύς. καί δίδωσιν ὄνομα τούτῳ δι᾿ εὐχῆς ἱερᾶς, ὃπερ ἄν οἱ τεκόντες θελήσαιεν, μεθ᾿ οὖ καί βαπτίζεται.
Ὃτι καί ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρα ὁ Κύριος τό ὄνομα εἴληφεν, Ἰησοῦς κληθείς.
Καθάπερ τοῦτο γέγονεν καί ἐν τιῶ Κυρίῳ. ἐν τιῆ ὀγδόῃ γάρ περιτμηθείς, Ἰησοῦς ἐπεκλήθη. Ἡμεῖς δέ οὐ περιτομήν ἔχομεν. πεπλήρωκε γάρ ὁ Σωτήρ τά τοῦ νόμου ἀντί ἡμῶν, καί τῆς νομικῆς δουλείας ἐρύσατο.Δέδωκε δέ περιτομήν ἄλλην ἐν ὃλῃ τιῆ φύσει, τό θεῖον βάπτισμα, ὃπερ οὐ σάρκα τέμνει, ἀλλ᾿ ἁμαρτίας καθαίρει. ἓκαστον δέ τῶν βρεφῶν ὡς Ἰησοῦς ὁ Χριστός ἐν τιῶ ἰδίῳ βαπτίζεται ὀνόματι...Ἐν τιῆ ὀγδόῃ δέ ἡ περιτομή τότε ἦν τοῖς Ἰουδαίοις. Τό ὄνομα δέ νῦν ἐν αὐτιῆ οἱ πιστοί λαμβάνομεν, ὃτι ἀνακαινισμός ἡ ὀγδόη. Πληρωθείσης γάρ τῆς ἑβδόμης ἣν ἡ ζωή αὓτη κέκτηται, δι᾿ ἑπτά κυκλουμένη τῶν ἡμερῶν, τιῆ ὀγδόῃ πάλιν ἀπάρχεται. ὃ σημεῖον τῆς ἀναστάσεώς ἐστι, καί τῆς αἰωνίου ζωῆς προοίμιον. Ἐν γάρ τῇ ὀγδόῃ καί ὁ Κύριος ἐξανέστη, καί τήν τελευταίαν ἡμεῖς ἡμέραν τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐλπίζομεν. ἣτις καί ἀπέραντος ἔσται, καθά διδασκόμεθα. Ἐν ταύτη οὖν τιῆ ὀγδόῃ οἱ μέν Ἰουδαῖοι περιετέμνοντο κατά τά ἄρρενα μόνον ὡς ἀτελεῖς,σφραγιζόμενοι τιῶ μορίῳ τῆς ἡδονῆς, προμαρτυ-ροῦντες μέν καί αὐτοί τήν ἀνάστασιν τιῆ ὁγδόῃ, καί ἐν τιῶ περιτέμνεσθαι δέ, σημαίνοντες ὡς ἡ ἡδονή τῆς σαρκός παυθήσεταί ποτε, καί ἄφθαρτος ἔσται ζωή, καί μή διά σαρκός ἐνεργουμένη, μή νοοῦντες δέ τοῦτο, μηδέ τήν ἀληθῆ περιτομήν τῆς ἁμαρτίας κατανοοῦντες ἀπόθεσιν, ὃπερ ἐστί τό ἃγιον βάπτισμα. Τοῦτο γάρ τό ἀφθάρτους ὃλους εἶναι καί ἀσινεῖς ἐκδιδάσκει, καί μή κατά τι λελωβημένους, ὁ γάρ περιτεμνόμενος τήν σάρκα λελώβηται, καί τό ἄρτιον οὐ περιφέρει τῆς φύσεως. καί ὃτι οὐκ ἀπαθές ἐξ ἡδονῆς τίκτεσθαι ἡμᾶς. Διό καί τοῦτο λέλυται τό ἐξ ἡδονῆς τίκτεσθαι. Δοθήσεται δέ ἡμῖν διά τοῦ βαπτίσματος τό οὐκ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ τίκτεσθαι. Τοῦτο δ᾿ ἐστί τό διά λουτροῦ παλιγγενεσίας ἀναγεννᾶσθαι. ὃθεν καί τιῆ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ τό ὄνομα λαμβάνει μέν τό βρέφος, ὣσπερ ὁ Σωτήρ τό Σωτήριον Ἰησοῦς ἐπικληθείς. σφραγισθέν δέ καί εὐχήν λαβών ἱεράν, ὡς προσαχθέν τιῶ Κυρίῳ, καί σημειωθέν τιῶ σταυριῶ τό μέτωπον, ὡς ἔφην, διά τό νοητικόν, τό στόμα διά τό λογικόν, καί τήν καρδίαν διά τό ζωοποιόν, καί τιῆ βίβλῳ τιῆ αἰωνίῳ γραφέν διά τοῦ ἐπιτεθέντος αὐτιῶ ὀνόματος, ἐπανέρχεται τιῆ μητρί. Τῆ τεσσαρακοστῆ δέ ἡμέρᾳ πάλιν προσάγεται ὑπό τῆς μητρός τιῶ ναιῶ καί τοῦτο ὡς δῶρον Θειῶ προσκομίζεται. Ὁ ἱερεύς γάρ πρό τῶν θυρῶν στάς τοῦ ναοῦ (οὐ γάρ θέμις πρό τῆς εὐχῆς εἰσελθεῖν) καί τήν μητέρα σφραγίσας ἃμα τιῶ βρέφει, καί ἁγιάσας αὐτούς εὐχαῖς, καί τιῆ μέν μητρί τήν ἀπό τῆς ἐνηδόνου καί ρυπώδους γεννήσεως κάθαρσιν παρασχών, πεπληρωκυίας μετά τόν τόκον τό τεσσαρακονθήμερον, ἐν ῷ καί τό βρέφος ἐν αὐτῇ ἐτελέσθη καί σκιρτᾶν ἤρξατο. Kαί δούς αὐτῇ τήν ἐν τῷ ναῷ εἴσοδον, μέχρι τότε μή οὔσης ταύτης ἀξίας τοῦ εἰσελθεῖν, μηδέ κοινωνῆσαι τοῦ καθαροῦ, τό παιδίον εἰς χεῖρας αὐτός λαβών, τά τοῦ Συμεών ἐκτυπῶν ἀγκαλισαμένου βρέφος τόν Κύριον, τό, “Νῦν ἀπολύεις” ἀναβοᾷ, ἐκ τῆς ἁμαρτίας λυθῆναι τό βρέφος ὁ ἱερεύς εὐχόμενος, καί φῶς ἰδεῖν τόν Χριστόν, τήν ἀποκάλυψιν τῶν ἐθνῶν καί δόξαν τοῦ νέου Ἰσραήλ, γεγεννημένον καί αὐτό Πνεύματι, καί Θεόν ὁρῶν ἄντικρυς. Καί εἰ μέν τό βρέφος βεβαπτισμένον ἐστίν, εἰσάγει καί τοῦτο κἄν τιῶ θυσιαστηρίῳ, καί κύκλῳ αὐτό περιάγει, ὣσπερ ποιῶν καί προσκύνησιν, δηλῶν ὡς ἀνάθημα τοῦτο Θειῶ, καί προσκυνεῖ τιῶ ποιήσαντι. Εἰ δέ μήπω βαπτισθέν ἐστι τό παιδίον, πρό τῶν διαστύλων στάς, καί διά τοῦ βρέφους προσκύνησιν ἐν τιῶ θυσιαστηρίῳ ποιήσας, καί τιῆ μητρί παραδούς αὐτό, ἀπολύει. Ἐντεῦθεν οὖν τό μέν βρέφος ἐστί κατηχούμενος. ἡ δέ γε μήτηρ ἄδειαν εἴληφε τόν τε ναόν ὡς καθαρισθεῖσα εἰσιέναι, καί τῶν μυστηρίων μετέχειν, ὁπότε ἑτοίμως ἔχει καί βούλεται”.
(P.G. 155, 208C-213A)
Μ ε τ ά φ ρ α σ η
Διατί εἰς τήν γέννησιν τοῦ βρέφους γίνεται εὐχή ἀπό τόν ἱερέα.
Λοιπόν ἀφοῦ γεννηθῆ τό βρέφος ἀπό εὐσεβῆ (ἐνν. ὀρθόδοξη) γυναῖκα, ἔρχεται ὁ ἱερεύς καί δοξολογεῖ τόν Θεόν, εὐχαριστῶν αὐτόν, διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. καί κάμνων τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ, εὐλογεῖ τό παιδίον τό ὁποῖον ἐγεννήθη, καί ζητεῖ θεόθεν νά ζήσῃ καί νά δεχθῇ τό βάπτισμα καί τό χρῖσμα. καί εἰς τήν μητέρα δέ εὐχόμενος ἐκεῖνα, τά ὁποῖα συντείνουν πρός σωτηρίαν των, μεταδίδει καί εἰς αὐτήν καί εἰς τάς γυναῖκας αἱ ὁποῖαι εἶναι μετ᾿ αὐτῆς, ἀπό τήν χάριν καί ἀπό τόν ἁγιασμόν. καί τάς δίδει καί ἄδειαν νά ἐργάζωνται καί νά κάμνωσι τά ἔργα καί τάς ὑπηρεσίας των, καί εἰς κανέν νά μή ἐμποδίζωνται παντάπασι, μήτε νά μετέχουν ἀπό τήν ἀκαθαρσίαν, ἤ νά ὑποπτεύωνται φθονερά τοῦ πονηροῦ διαβόλου φαντάσματα. ἐπειδή καί ἔτυχε νά ὑπηρετήσουν εἰς τήν γένναν τῆς ἁμαρτίας τήν ἀπό ἡδονῆς προερχομένην, τήν ὁποίαν μερικοί προοίμιον τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου λέγουσι, καί εἶναι.
Φανέρωσις τῶν ὃσων γίνονται πρό τοῦ βαπτίσματος, εἰς τό βάπτισμα, καί μετά τό βάπτισμα.
Ἀλλά καί ἀφοῦ σφραγίσῃ νερόν μέ τήν σημείωσιν τοῦ σταυροῦ διά προοίμιον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ραντίζει τόν οἶκον. ἀφοῦ σφραγίσῃ δέ καί τό βρέφος εἰς τό μέτωπον διά τόν νοῦν, εἰς τό στόμα διά τόν λόγον καί τήν πνοήν, καί εἰς τήν καρδίαν διά τήν ζωτικήν δύναμιν, διά νά μείνῃ πεφυλαγμένον εἰς τό σωτήριον βάπτισμα. οὓτω ἀφίνων αὐτό ἀναχωρεῖ. Τήν δέ ὁγδόην ἡμέραν τό βρέφος προσφέρεται εἰς τόν Θεόν, καί πρό τῶν πυλῶν. διότι δέν εἶναι ἀκόμη ἠγιασμένον μέ τό βάπτισμα, καί ὁ ἱερεύς πάλιν τό σφραγίζει εἰς τό μέτωπον, εἰς τό στόμα καί εἰς τό στῆθος, καί διά μέσου τῆς ἱερᾶς εὐχῆς, τό δίδει ὄνομα ἐκεῖνο τό ὁποῖον οἱ γονεῖς θελήσουν, μέ τό ὁποῖον καί βαπτίζεται.
Ὃτι καί ὁ Κύριος τήν ὁγδόην ἡμέραν ἔλαβε τό ὄνομα ὀνομασθείς Ἰησοῦς.
Κατά τόν αὐτόν τρόπον τοῦτο ἔγεινε καί εἰς τόν Κύριον μας. διότι τήν ὀγδόην ἡμέραν ἔλαβεν τήν περιτομήν καί Ἰησοῦς ἐπωνομάσθη. ἡμεῖς δέ περιτομήν δέν ἔχομεν, διότι ὁ Σωτήρ ἡμῶν ἀπεπλήρωσε τά τοῦ νόμου ἀντί ἡμῶν καί μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τήν νομικήν δουλείαν. ἔδωκεν ὃμως ἄλλην περιτομήν εἰς ὃλην τήν φύσιν, τό ἃγιον βάπτισμα. τό ὁποῖον δέν κόπτει σάρκα, ἀλλά καθαρίζει ἁμαρτίας. Πᾶν βρέφος δέ, καθώς καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό ἴδιον του ὄνομα βαπτίζεται...
Ἡ περιτομή τήν ὀγδόην ἡμέραν ἦτο τότε εἰς τούς Ἰουδαίους. τό δέ ὄνομα τώρα οἱ πιστοί εἰς τήν αὐτήν τό λαμβάνομεν, ὃτι ἡ ὀγδόη εἶναι ἀνακαινισμός. διότι ἀφ᾿ οὖ τελειώση ἡ ἑβδόμη, τήν ὁποίαν αὐτή ἡ ζωή ἔχει μέ τό νά περιστρέφεται εἰς ἑπτά ἡμέρας, τήν ὀγδόη πάλιν ἄρχεται. τό ὁποῖον εἶναι σημεῖον τῆς ἀναστάσεως καί προοίμιον τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου. ἐπειδή εἰς τήν ὀγδόην καί ὁ Κύριος ἀνέστη, καί ἡμεῖς τήν τελευταίαν ἡμέραν τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐλπίζομεν, ἡ οποία θέλει εἶναι καί ἀτελείωτος, καθώς διδασκόμεθα. Εἰς αὐτήν λοιπόν τήν ὀγδόην οἱ μέν Ἰουδαῖοι περιετέμνοντο κατά τά ἀρσενικά μόνον ὡς ἀτελεῖς, καί ἐσφραγίζοντο εἱς τό μόριον τῆς ἡδονῆς. προμαρτυροῦντες μέν καί αὐτοί τήν ἀνάστασιν εἰς τήν ὀγδόην, σημαίνοντες δέ μέ τήν περιτομήν ὃτι ἡ ἡδονή τὴς σαρκός θέλει παύσει ποτέ, καί θέλει εἶναι μία ζωή ἄφθαρτος, καί ὄχι ἐνεργουμένη μέ τό μέσον τοῦ σώματος.
Τοῦτο ὃμως διότι ἐννόουν, μήτε ὃτι ἡ ἀληθινή περιτομή εἶναι τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀπόρριψις, τό ὁποῖον εἶναι τό ἃγιον βάπτισμα. διότι αὐτό μᾶς διδάσκει τό ὃτι ἤμεθα ὁλοκλήρως ἄφθαρτοι καί ἀβλαβεῖς καί ὄχι κατά τι βεβλαμμένοι, ἐπειδή ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος περιτέμνεται εἶναι βεβλαμμένος κατά τήν σάρκα καί δέν ἔχει τό ὁλόκληρον καί τέλειον τῆς φύσεως.
Αὐτό μᾶς μανθάνει ἔτι ὃτι δέν εἶναι ἀπαθές, ἤ διά νά εἴπωμεν σαφέστερα δέν μᾶς προξενεῖ ἀπάθειαν τό νά γεννώμεθα ἡμεῖς ἀπό ἡδονήν.ὃθεν καί τοῦτο τό νά γεννώμεθα δῆλα δή ἀπό ἡδονήν, ἐλύθη πλέον καί ἀφηρέθη ἀφ᾿ ἡμῶν. Εἰς ἡμᾶς δέ θέλει δοθιῆ διά μέσου τοῦ βαπτίσματος τό, “ὄχι ἀπό θέλημα σαρκός, οὐδέ ἀπό θέλημα ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ νά γεννώμεθα”. Τοῦτο δέ σημαίνει τό νά ἀναγεννώμεθα διά μέσου λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας, ἤτοι δευτέρας γεννήσεως, ἣτις εἶναι τό ἃγιον βάπτισμα ὃθεν καί τήν ὀγδόην ἡμέραν τό βρέφος λαμβάνει τό ὄνομα.Ἀφ᾿ οὖ δέ σφραγισθιῆ καί λάβῃ ἱεράν εὐχήν, ἐπειδή προσεφέρθη εἰς τόν Κύριον, καί σημειωθιῆ μέ τόν Σταυρόν εἰς τό μέτωπον, καθώς εἶπα, διά τό νοητικόν, εἰς τό στόμα διά τό λογικόν, καί εἰς τήν καρδίαν διά τό ζωοποιόν, καί ἀφ᾿ οὖ γραφιῆ εἰς τό βιβλίον τό αἰώνιον διά μέσου τοῦ ὀνόματος, τό ὁποῖον τῷ ἔδωκαν, ἐπιστρέφει εἰς τήν μητέρα του.
Τήν τεσσαρακοστήν δέ ἡμέραν προσφέρεται ἀπό τήν μητέρα του εἰς τόν ναόν, ὡς δῶρον εἰς τόν Θεόν. διότι ὁ ἱερεύς σταθείς ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ (ὃτι δέν εἶναι συγκεχωρημένον νά ἔμβῃ εἰς αὐτόν πρό τῆς εὐχῆς) καί σφραγίσας τήν μητέρα ὁμοῦ μέ τό βρέφος, καί ἁγιάσας αὐτούς μέ εὐχάς, εἰς μέν τήν μητέρα δίδει τόν καθαρισμόν ἀπό τήν ἡδονικήν καί ἀκάθαρτον γέννησιν, ἐπειδή ἀπεπλήρωσε τάς τεσσαράκοντα ἡμέρας, εἰς τάς ὁποίας καί τό βρέφος ἐτελειώθη ἐκτός αὐτῆς καί ἤρχισε νά σαλεύῃ. καί ἀφ᾿ οὖ τῆ δώσῃ τήν εἴσοδον εἰς τόν ναόν, εἰς τόν ὁποῖον ἓως τότε αὐτή δέν ἦτο ἀξία νά ἔμβῃ, μήτε νά μετάσχῃ τῆς καθαρότητος, λαμβάνει τό παιδίον αὐτός εἰς τάς χεῖρας του, καί μιμούμενος ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔκαμεν ὁ Συμεών, ὁ ὁποῖος ἐνηγκαλίσθη τό βρέφος, τόν Κύριον μας, ἐκφωνεῖ τό, “Νῦν ἀπολύεις”. καί μέ τοῦτο ὁ ἱερεύς εὔχεται νά λυθιῆ τό βρέφος ἀπό τήν ἁμαρτίαν, καί νά ἰδῆ τό φῶς, τόν Χριστόν, τήν ἀποκάλυψιν, ἤτοι τόν φωτισμόν τῶν ἐθνῶν, καί τήν δόξαν τοῦ νέου Ἰσραήλ, ἐπειδή ἐγεννήθη καί αὐτό μέ Πνεῦμα καί βλέπει τόν Θεόν φανερά.
Τό δέ βρέφος, εἰ μέν εἶναι βαπτισμένον, τό φέρει ὁ ἱερεύς καί εἰς τό ἱερόν βῆμα, καί τό περιφέρει ὁλόγυρα, καί κάμνων προσκύνησιν, δηλοῖ ὃτι εἶναι εἰς τόν Θεόν ἀφιέρωμα, τό ὁποῖον καί προσκυνεῖ ὡς ποιητήν καί πλάστην του. Εἰ δέ καί τό παιδίον εἶναι ἀκόμη ἀβάπτιστον, ὁ ἱερεύς ἳσταται ἔμπροσθεν τῶν διαστύλων, δῆλα δή εἰς τόν μεταξύ τῶν εἰκόνων καί τῶν μανουαλίων τόπον, καί διά μέσου τοῦ βρέφους κάμνων προσκύνησιν εἰς τό θυσιαστήριον καί παραδίδων αὐτό εἰς τήν μητέρα του, τό ἀφίνει. ἔκτοτε λοιπόν τό μέν βρέφος εἶναι κατηχούμενον. ἡ δέ μήτηρ ἔχει τήν ἄδειαν, ἐπειδή ἐκαθαρίσθη, νά ἐμβαίνῃ εἰς τόν ναόν, καί νά μετέχῃ τῶν μυστηρίων, ὃταν ἦναι ἑτοίμη καί θέλῃ.”
( Ἐκ τῆς ἐκδόσεως Ρηγοπούλου σελ.82-84)
ιβ) Ἱεροί Κανόνες ἐμποδίζοντες καί τιμωροῦντες τήν μετά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία καί συμπροσευχή:
Κανών ΜΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω.
Κανών ΞΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Εἴ τις Κληρικός ἤ Λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καί καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω.
ΚανώνΣΤ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
Περί τοῦ μή συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς συνιέναι εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τιῆ αἱρέσει.
Κανών Θ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
Περί τοῦ μή συγχωρεῖν εἰς τά κοιμητήρια, ἤ εἰς τά λεγόμενα μαρτύρια πάντων τῶν αἱρετικῶν ἀπιέναι τούς τῆς Ἐκκλησίας, εὐχῆς ἤ θεραπείας ἓνεκα, ἀλλά τούς τοιούτους, ἐάν ὦσι πιστοί, ἀκοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοοῦντας δέ, καί ἐξομολογουμένους ἐσφάλθαι, παραδέχεσθαι.
Κανών ΛΒ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
ὃτι οὐ δεῖ αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἳτινές εἰσι ἀλογίαι μᾶλλον, ἤ εὐλογίαι.
Κανών ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
ὃτι οὐ δεὶ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι.
Κανών ΛΔ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
ὃτι οὐ δεῖ πάντα Χριστιανόν ἐγκαταλείπειν Μάρτυρας Χριστοῦ καί ἀπιέναι πρός τούς ψευδομάρτυρας, τοῦτ᾿ ἔστιν αἱρετικῶν, ἤ αὐτούς πρός τούς προειρημένους, αἱρετικούς γινομένους. οὖτοι γάρ ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ τυγχάνουσιν. ἔστωσαν οὖν ἀνάθεμα οἱ ἀπερχόμενοι πρός αὐτούς.
Κανών ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ
ὃτι οὐ δεῖ παρά τῶν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν τά πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς.
Κανών Θ΄ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας
Ἐρώτησις
Εἰ ὀφείλει ὁ κληρικός εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἤ ἄλλων αἱρετικῶν; ἤ οὐδέν αὐτῶν βλάπτει, ὁπόταν αὐτός ποιιῆ τήν εὐχήν ἤγουν τήν προσφοράν;
Ἀπόκρισις
Ἐν τιῆ θείᾳ ἀναφοριᾶ ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρό τοῦ ἀσπασμοῦ. “Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε”. Οὐκ ὀφείλουσιν οὖν παρεῖναι, εἰ μή ἄν ἐπαγγέλωνται μετανοοεῖν καί ἐκφεύγειν τήν αἳρεσιν.
(Πηδάλιον Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου)
[1] Α΄Κορ. 8, 1
[2] Ἰωάνν. 1, 14
[3] “Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;...” (Κάθισμα ἑορτῆς Χριστουγέννων)
[4] “..οἱ πρῶτοι τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεραρχίας καθηγεμόνες(οἱ ἃγιοι Ἀπόστολοι)...ἀφθόνως ἐρῶντες , ὡς θεῖοι, τῆς τῶν μετ᾿ αὐτούς ἀναγωγῆς καί θεώσεως, αἰσθητοῖς εἰκόσι τά ὑπερουράνια, καί ποικιλίᾳ καί πλήθει τό συνεπτυγμένον, καί ἐν ἀνθρωπίνοις τε τά θεῖα, καί ἐνύλοις τά ᾿ἄϋλα, καί τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς τά ὑπερούσια, τοῖς ἐγγράφοις τε αὐτῶν καί ἀγράφοις μυήσεσι, κατά τούς ἱερούς ἡμῖν ἔδοσαν θεσμούς...” (Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Κεφ. Α΄,V, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, τ. Α΄ σ. 26) “ἔστι γάρ...τά μέν αἰσθητῶς ἱερά τῶν νοητῶν ἀπεικονίσματα, καί ἐπ᾿ αὐτά χειραγωγία καί ὁδός.”(Ὡς ἄνω Κεφ. Β΄,ΙΙΙ(Θεωρία), ΙΙ σ. 38.)Μετάφραση: “Οἱ πρῶτοι κατά τήν τάξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καθηγεμόνες, οἱ ῾ἃγιοι Ἀπόστολοι,ποθῶντας, χωρίς φθόνο, ὡς θεωμένοι, τήν πνευματική ἀναγωγή καί θέωση τῶν μετά ἀπ᾿ αὐτούς(δηλ. ὃλων τῶν χριστιανῶν) μᾶς παρέδωσαν σύμφωνα μέ τούς ἱερούς μας θεσμούς,τά ὑπερουράνια μέ εἰκόνες αἰσθητές, ὃ,τι εἶναι συνεπτυγμένο μέ τήν ποικιλία καί τό πλῆθος, τά θεῖα μέ ἀνθρώπινα, τά ἄϋλα μέ ἔνυλα καί τά ὑπερούσια μέ τά “καθ᾿ ἡμᾶς”. Κι ὃλα αὐτά μέ τίς ἔγγραφες καί ἄγραφες μυήσεις τους(διδασκαλίες τους)”. “ὃσα ἱερά εἶναι αἰσθητά, εἶναι ἀπεικονίσματα τῶν νοητῶν κι ἀκόμη χειραγωγία καί ὁδός πρός αὐτά”
[5] Α΄Κορ. 14, 40. ιnae. “..οὓτω γάρ ἡμᾶς ἐντεῦθεν(δηλ. ἀπο τό Ναό) ἐξιέναι δεῖ, ὣσπερ ἐξ αὐτῶν καταβάντας τῶν οὐρανῶν, γενομένους κατεσταλμένους, φιλοσοφοῦντας, ρυθμιῶ πάντα καί ποιοῦντας καί λέγοντας”. Ἰωάννου Χρυσοστόμου,Πρός μή ἀπαντήσαντας εἰς σύναξιν. Ε.Π.Ε. 26, 566-568.
[6] Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία(Νικόλαος Καβάσιλας),22 σελ.92.
[7] Ὡς ἄνω σελ.239
[8] Περί Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας Ζ΄, Χ ἔκδ. Πουρναρᾶ σ. ι62
[9]Ἐν Γ. Ν. Φίλια, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στή Λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σ. 61 Ὑποσ. 17
[10] Συμεών Θεσσαλονίκης ἃπαντα, ἔκδ. Ρηγοπούλου σελ.230 Πρβλ. P.G.155, 524D
[11] Πρβλ. P.G.155, 848Δ-849ΑΒ.Ἐρώτησις ΣΤ΄ Πῶς ὁ ἐνδιάθετος λόγος καλεῖται λόγος;
[12] “ Φῶτα δεύτερα νοερά (οἱ ἃγιοι ἄγγελοι)...οὐ γλώσσης καί ἀκοῆς δεόμενα, ἀλλ᾿ ἄνευ λόγου προφορικοῦ μεταδιδόντα ἀλλήλοις τά ἴδια νοήματα καί βουλήματα”.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Περί Ἀγγέλων Ε.Π.Ε. (Ἰ. Δαμασκηνοῦ 1, σ. 144)
[13] Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία ,22 σ.132-134: “...καί... “παραθέσθαι τιῶ Θειῶ” κελεύσας “ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν” εἶτα καί αὐτός τό τῆς εὐχῆς ἀκροτελεύτιον, ἣν ἐφ᾿ ἑαυτοῦ πρός τόν Θεόν ἐποιήσατο, εἰς ἐπήκοον πάντων βοήσας κατά τό ἔθος καί δοξολογήσας, καί αὐτούς λαβών τῆς δοξολογίας κοινωνούς...”
[14] Ε.Π.Ε.Φιλοκαλία τ. 22 σ.141Πρβλ. τό κείμενο: “ἄλλως τε τόν πρῶτον ἱερέα μιμούμενος εὐχαριστοῦντα τιῶ Θειῶ καί Πατρί πρό τοῦ παραδοῦναι τό μυστήριον τῆς κοινωνίας, καί αὐτός πρό τῆς τελεστικῆς εὐχῆς, καθ᾿ ἣν ἱερουργεῖ τά ἃγια, τήν εὐχαριστίαν ταύτην ποιεῖται πρός τόν Θεόν καί Πατέρα τοὺ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, “εὐχαριστήσωμεν τιῶ Κυρίῳ”. καί πάντων συνθεμένων καί “ἄξιον καί δίκαιον ἀνειπόντων”, αὐτός ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τήν εὐχαριστίαν ἀναφέρει τιῶ Θειῶ. καί δοξολογήσας αὐτόν καί μετά ἀγγέλων ἀνυμνήσας καί χάριτας ὁμολογήσας τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων τῶν ἐξ αἰῶνος ἡμῖν παρ᾿ αὐτοῦ γενομένων καί τελευταῖον αὐτῆς τῆς ἀρρήτου καί ὑπέρ λόγον ὑπέρ ἡμῶν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίας μνησθείς, εἶτα ἱερουργεῖ τά τίμια δῶρα καί ἡ θυσία τελεῖται πᾶσα”.(σ. 140)
[15] Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὃσα γράφει περί τῆς νοερᾶς, μυστικῆς συμμετοχῆς στήν ψαλμωδία ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτιδης σχολιάζοντας ὃσα λέγει ὁ Μ. Βασίλειος στήν Ὁμιλία του στόν Α΄ Ψαλμόν:”Εἰς τούς ἀρχαίους χρόνους ὃλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί συνέψαλλον ὁμοῦ, ἀποτελοῦντες μίαν συμφωνίαν.Κατόπιν ἐπενοήθησαν οἱ χοροί τῶν ψαλτῶν πρός ἀποφυγήν τῶν χασμωδιῶν.Ἀλλά καί τώρα οἱ Χριστιανοί ὁποῦ θέλουν νά διατηροῦν ἀκλόνητον τήν προσοχήν των ἐν τιῶ Ναιῶ, καλόν εἶναι μ έ τ ή ν δ ι ά ν ο ι α ν τ ω ν νά συμψάλλουν μέ τούς ψάλτας τούς συντομωτέρους καί γνωστούς ὓμνους..”.(Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Βασιλείου...Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς, μεταγραφεῖσαι εἰς ἁπλουστέραν φράσιν ὑπό Ἀλ. Μωραϊτίδου,ἔκδοσις Δευτέρα, Ἀθῆναι ι981, Ἐκδόσεις Ὠφελίμου Βιβλίου)
[16] 15ος τοῦ Ἁγίου Πέτρου Ἀλεξανδρείας: “...τήν ...Κυριακήν χαρμοσύνης ἡμέραν ἄγομεν, διά τόν ἀναστάντα ἐν αὐτῆ, ἐν ιἦ οὐδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν.” (Πηδάλιον σ.575).Μετάφραση: Τήν Κυριακή διανύουμε ἡμέρα χαρμόσυνη ἐξ αἰτίας τοῦ ἀναστάντος Χριστο῀ῦ καί παραλάβαμε αὐτή τήν ἡμέρα νά μή γονατίζουμε. 91ος τοῦ Μ. Βασιλείου: “ Καί ὀρθοί μέν ποιοῦμεν τάς εὐχάς ἐν τῆ μιιᾶ τοῦ Σαββάτου (δηλ. τήν Κυριακή), τόν δέ λόγον οὐ πάντες οἰδαμεν. Οὐ γάρ μόνον, ὡς συναναστάντες Χριστιῶ καί τά ἄνω ζητεῖν ὀφείλοντες, ἐν τιῆ ἀναστασίμῳ ἡμέρα τῆς δεδομένης ἡμῖν χάριτος διά τῆς κατά τήν προσευχήν στάσεως ἑαυτούς ὑπομιμνήσκομεν, ἀλλ᾿ ὃτι καί δοκεῖ πως τοῦ προσδοκωμένου αἰῶνος εἶναι εἰκών.”(Πηδάλιον σ.644)Μετάφραση: “Τήν Κυριακή προσευχόμεθα ὄρθιοι ἀλλά δέν γνωρίζουμε ὃλοι τόν λόγο:Τό κάνουμε ὄχι μόνο ἐπειδή συναναστηθήκαμε μέ τό Χριστό καί ὀφείλουμε νά ζητοῦμε τά ἄνω καί ἐπειδή μέ τήν ὄρθια στάση ὒπενθυμίζουμε στόν ἑαυτό μας κατά τήν ἀναστάσιμη ἡμέρα τήν Χάρη πού μᾶς δόθηκε, ἀλλά γιατί ἐπιπλέον ἡ Κυριακή εἶναι εἰκόνα τοῦ προσδοκωμένου, (τοῦ μέλλοντος) αἰῶνος.”
[17] Περιοδ. “ΣΥΝΑΞΗ” τευχ.73, σ.109-124
[18] π. Β. Θερμοῦ, Περί τῆς ἀμυντικῆς λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας, “Σύναξη”, τευχ 66 σελ. 14-40
[19] Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη, ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, 1988 σελ. 24
[20] “Ἡγλῶσσα εἶναι ἓν ἀπό τά πλέον ἀναπαλλοτρίωτα τοῦ ἔθνους κτήματα. Ἀπό τό κτῆμα τοῦτο μετέχουν ὃλα τά μέλη τοῦ ἔθνους μέ δημοκρατικήν νά εἴπω οὓτως ἰσότητα” ἐν Π. Δ. Μαστροδημήτρη, “ Εἰσαγωγή στή Νεοελληνική Φιλολογία” ἔκδ. ΔΟΜΟΣ, Ἀθήνα 1996 σελ. 48.
[21] “Ὁ ἀγῶνας γιά τή γλῶσσα εἶναι ἰσάξιος μέ τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία.ὃπως ἡ ἐλευθερία θά ἀπαλλάξει τό λαό ἀπό τήν πολιτική δουλέια ἔτσι καί ἡ γλῶσσα θά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τό πνευματικό σκοτάδι” ἔ. ἀ. σ. 50
[22] Παροιμ. 22, 28
[23] “Τό Μοναχικό Τυπικό...προϋποθέτει ἄλλον τύπο ἐκκλησιάσματος καί ὄχι τόν ἐνοριακό καί συμμετοχή ἀνθρώπων μέ ἰδιαίτερες γνώσεις καί ἐνδιαφέροντα”!!!(π. Αντωνίου Πινακούλα, Τυπικό καί συμμετοχή ἐν “ περιοδ. “ΣΥΝΑΞΗ” τευχ. 71 σελ. 50-51)
[24] Πρβλ. P.G. 155, 556C-649D
[25] Στήν Ἐπιστολή του “τοῖς κατά Νεοκαισάρειαν κληρικοῖς”(Ε.Π.Ε. 2, 102-113)ὁ Μ. Βασίλειος κάμει λόγο γιά τά “κεκρατηκότα ἔθη” στή Λατρεία, γιά τήν ἀντιφωνική ψαλμωδία(“διχῆ διανεμηθέντες ἀντιψάλλουσιν ἀλλήλοις” ), γιά τήν ὣρα ἐνάρξεως τῆς Ἀκολουθίας (“Ἐκ νυκτός γάρ ὀρθρίζει παρ᾿ ἡμῖν ὁ λαός”), γιά τή διακονία τοῦ πρωτοψάλτη (“ἐπιτρέψαντες ἑνί κατάρχειν τοῦ μέλους οἱ λοιποί ὑπηχοῦσι” ), γιά τήν “ποικιλία τῆς ψαλμωδίας”.Ἐπικροτεῖ ὃλα αὐτά τά “ἔθη”, τά ὁποῖα εἶναι “συνῳδά καί σύμφωνα” σ᾿ ὃλες τίς Ἐκκλησίες καί τά ὁποῖα προῆλθαν ἀπό τό μοναστικό Τυπικό(ἰδέ καί τά σχετικά σχόλια τοῦ καθηγητοῦ Π. Χρήστου στίς σελίδες 108-111)
[26] Κατά τόν Μ. Βασίλειον τό Ψαλτήριο (τό μουσικό ὄργανο)ἀπό τό πάνω μέρος ἔχει τίς ἀφορμές τῶν ἁρμονικῶν ρυθμῶν, “ἳνα καί ἡμεῖς τά ἄνω ζητεῖν μελετῶμεν καί μή τιῆ ἡδονιῆ τοῦ μέλους ἐπί τά τῆς σαρκός πάθη καταφερώμεθα”, ΒΕΠΕΣ 52, 12
[27] “ Ἀλλά καί τοῦτο προσήκει μή παραδραμεῖν ἀθεώρητον ὃτι οὐ κατά τούς ἔξω τῆς ἡμετέρας σοφίας μελοποιούς καί ταῦτα τά μέλη (δηλ. τά ἐκκλησιαστικά) πεποίηται...”(Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τάς ἐπιγραφάς τῶν Ψαλμῶν R.G.44,444)
[28] Πηδάλιον, σ. 758
[29] Ψαλμ. Ν΄,7 “Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου”
[30] Λουκ.β΄, 22-39
[31] Εἶναι πολλοί οἱ ἱεροί Κανόνες πού ἐμποδίζουν τήν συμπροσευχή μέ τούς αἱρετικούς:ΜΕ΄ καί ΞΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ΣΤ΄, Θ΄, ΛΒ, ΛΓ΄, ΛΔ΄, ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία Συνόδου, Θ΄ τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας. Παραθέτουμε τό κείμενό τους στό Παράρτημα Κειμένων.
[32] π.χ. γάμοι ὀμοφυλοφίλων, γυναῖκες “παπαδίνες” καί “ἐπισκοπίνες”
[33] Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ διάλογος τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης μέ τόν ἐρωτῶντα λειτουργικές ἀπορίες κληρικό, ὃπου φανερώνεται ὁ θεανθρώπινος χαρακτήρας τῆς Λατρείας μας. Ὁ διάλογος γίνεται ἀκριβῶς μετά τή θεολογική ἑρμηνεία πού ἔδωσε ὁ ῾ἃγιος γιά τήν ἱερατική ἀμφίεση (τά ράσα)
“Κληρικός: Εὐχαριστοῦμεν, Δέσποτα, ἐπί πᾶσι τόν νοῦν διανοιγόμενοι, καί τά καθ᾿ ἡμᾶς πάντα θεῖα μανθάνοντες, καί ὃτι ο ὐ δ έ ν ἀ ν θ ρ ώ π ι ν ο ν ἐ ν τ ο ῖ ς ἱε ρ ο ῖς.”
“Ἀρχιερεύς: Καί πῶς ἄρα ἀνθρώπινον τι ἔσται ὃλως ἐν τοῖς τοῦ Θεοῦ; ἤ ποῖον ἐν τοῖς τοῦ Θεοῦ Λόγου οὐ μετά λόγου καί κατά λόγον;ἤ πῶς ἄρα ἐν τοῖς τοῦ παναγίου Πνεύματος οὐχ ἃγια πάντα ἔσται; Λοιπόν καί θεῖα κατά τόν λόγον καί ἃγια”(P.G.155. 396C)Πρβλ. Ἁ γ ί ου Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς “ἐν τάξει δή οὖν”.
ἀσυγχύτῳ τά ἱερά. πρέπει γάρ ἄν ὡδί, καί οὐχ ἑτεροίως ἔχειν.(Περί τῆς ἐν Πνεύματι καί ἀληθείας προσκυνήσεως, Λόγος ΙΓ΄., ἔκδ. “Βυζάντιον”, τομ. 3, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 122)
[34] Πρβλ.P.G. 155, 396AB: “ὃθεν καί εὐθύς πρό τῆς σφραγίδος ὁ ἀναγνώστης τοῦτο(τό ἱμάτιον)εὐλογούμενος ἀμφιέννυται, μέλαν ὄν διά τήν ταπείνωσιν...καί συστολήν.τοιαῦτα γάρ τά τοῦ πένθους. καί ἄχρι ποδῶν καί εὐρύχωρον διά τήν εὐλάβειαν μετά τῆς θείας ἀγάπης...Σταυροῦ δέ τύπον ἐπέχει τιῶ μήκει τε καί τοῖς μανικίοις.Ταῦτα μέν οὖν τά ἱμάτια κοινά πᾶσι, καί ὡς φασιν, ἐκ βασιλικῆς δωρεᾶς, εἰς τιμήν τῆς ἱερωσύνης” Πρβλ. τόν σχετικό Κανόνα .(ΜΕ΄τῆς Στ΄ Οἰκουμ.Συνόδου.)
[35] Μέ ὃσα λέγει ἐδῶ ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, κατ᾿ ἐξοχήν ὑπέρμαχος τῆς παραδόσεως, ὑπονοεῖ ὃτι ὁ ἑπιχειρῶν καινοτομίες στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας διακατέχεται ἀπό αἱρετικό φρόνημα καί ὂτι οἱ λειτουργικές καινοτομίες εἶναι ἀρχή αἱρέσεως.