«Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀπέναντι στή ‘Σύνοδο τῆς Κρήτης»
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γραφεῖο ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν
Ἄρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
Πνευματικό Κέντρο Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Τριάδος.
Εἰσήγηση στή «Σύναξη γιά τήν Ὀρθοδοξία»
Ἐν Πειραιεῖ τή 5η Νοεμβρίου 2018
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί καί ἀδελφές ἐν Χριστῷ.
Τό θέμα πού μου ἀνετέθη νά παρουσιάσω ἀπό τά μέλη τῆς «Συνάξεως», ἔχει τίτλο: «Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀπέναντι στή ‘Σύνοδο τῆς Κρήτης’». Τό θέμα εἶναι εὐρύτατο, ἔχουν ἐκπονηθεῖ ἄρθρα καί μελέτες ἀπό διάφορους κληρικούς καί μοναχούς, ἁγιορεῖτες καί μή, θεολόγους καί ἐρευνητές καί πολλά ἀπό αὐτά ἔχουν ἤδη δημοσιευθεῖ στό διαδίκτυο καί σέ θρησκευτικές ἐφημερίδες. Ἐμεῖς μέσα στά στενά χρονικά πλαίσια πού ἔχουμε στή διάθεσή μας θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε κατά τό δυνατόν μία συνοπτική εἰκόνα τοῦ θέματος. Θά προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε τή στάση πού τήρησε ἡ Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί οἱ ἁγιορειτικές Μονές ἀπέναντι στή «Σύνοδο τῆς Κρήτης», (Σ.τ.Κ.), μέ βάση τά δημοσιευθέντα ἁγιορειτικά κείμενα, ἀφοῦ τά κείμενα αὐτά ἐκφράζουν τήν ἐπίσημη στάση πού τήρησε τό ἅγιο Ὅρος ἀπέναντι στή Σύνοδο αὐτή. Τά κείμενα αὐτά εἶναι ἅ) ἡ Ἱεροκοινοτική Ἐπιστολή τῆς 25ης.5.2016, β) ἡ εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς 26ης.11.2016, καί γ) Τό «μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὅρους περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου», στίς 30.6.2017, τό ὁποῖο ἔχει καί τήν μεγαλύτερη βαρύτητα καί σπουδαιότητα, ἀφοῦ αὐτό ἀποτελεῖ τό τελευταῖο ἐπίσημο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ἀποτελεῖ, τρόπον τινά, τήν τελευταία λέξη τῶν ἁγιορειτῶν γύρω ἀπό τήν Σ.τ.Κ., (τουλάχιστον μέχρι στιγμῆς). Γι’ αὐτό καί θά ἑστιάσουμε τήν προσοχή μας ἰδιαίτερα στό κείμενο αὐτό.
α) Ἡ Ἱεροκοινοτική Ἐπιστολή
Τήν ἐπιστολή αὐτή ἀπέστειλαν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες στίς 25.5.2016, ἕνα μήνα περίπου πρίν ἀπό τήν Σ.τ.Κ. πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, ἡ ὁποία κοινοποιήθηκε σέ ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Σ’ αὐτήν ἡ Ἱερά Κοινότης καταθέτει ἀξιόλογες παρατηρήσεις καί αἰτήματα μεταξύ τῶν ὁποίων: 1) Νά μήν ἀναγνωρισθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι ὡς Ἐκκλησίες, 2). Νά τονισθῆ ὅτι οἱ διάλογοι μέ τούς ἑτεροδόξους σκοπεύουν στήν ἐπιστροφή τῶν στήν Ὀρθοδοξία καί στήν ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. 3) Νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν οἱ εὔλογες ἀντιρρήσεις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος γιά τή συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε., καθώς καί τήν σαφῆ ἀντίθεσή της στίς συμπροσευχές, τούς λειτουργικούς ἀσπασμούς καί ὁτιδήποτε ἄλλο δίνει τήν ἐντύπωση «ὅτι εἴμεθα τό ἴδιο», καί 4) Νά διατυπωθῆ μέ εὐκρίνεια ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσις ἀναγνωρίζει ὡς «ἔσχατο κριτή» ἐπί θεμάτων πίστεως τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἀποδείχθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, κανένα ἀπό τά παρά πάνω οὐσιαστικά αἰτήματα τῶν ἁγιορειτῶν δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τήν Σ.τ.Κ.
β) Ἡ εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς
Μέτ? τ? Σ.τ.Κ., ἡ Ε.Δ.Ι.Σ. στίς 3.10.2016 ἀνέθεσε σέ πενταμελῆ Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή τή σύνταξη Εἰσηγήσεως ἐπί τῶν ἐγκριθέντων Κειμένων τῆς Σ.τ.Κ.. Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν: οἱ Καθηγούμενοι Ξηροποτάμου ἀρχιμ. Ἰωσήφ, Σίμωνος Πέτρας ἀρχιμ. Ἐλισσαῖος, Σταυρονικήτα ἀρχιμ. Τύχων, καί οἱ ἱερομόναχοι Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός καί Λουκᾶς Γρηγοριάτης. Ἡ εἰσήγηση, ἡ ὁποία κοινοποιήθηκε στίς 26.11.2016, ἐπανέρχεται καί μνημονεύει, (προφανῶς μέ δυσαρέσκεια καί ἀπογοήτευση), βασικά αἰτήματα τῆς προηγούμενης ἐπιστολῆς τῆς 25ης.5.2016, τά ὁποία δέν ἔγιναν ἀποδεκτά ἀπό τήν Σ.τ.Κ. Στή συνέχεια ἐπισημαίνει κάποια θετικά σημεῖα τῆς Σ.τ.Κ. καί τέλος ἀσκεῖ μία ἀξιόλογη κριτική στό συνοδικό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τ?ς ?ρθοδόξου ?κκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Συγκεκριμένα ἐπισημαίνει ἄστοχες καί διφορούμενες διατυπώσεις σχετικά μέ τήν ἀπόδοση τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία» στούς ἑτεροδόξους, ὅπως καί ἐλλείψεις καί κενά σέ παραγράφους τοῦ κειμένου, (ὅπως στίς παραγρ.11,17 καί 23). Σχολιάζεται ἀρνητικά ἡ «δήλωση τοῦ Τορόντο» καί ἀποδοκιμάζεται ἡ συμμετοχή στό Π.Σ.Ε. ὅπως ἐπίσης καί ὁρισμένα ἀπό τά κείμενα πού παρήχθησαν ἀπό τίς Μικτές Θεολογικές Ἐπιτροπές ἐπί τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Τέλος καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι τά συνοδικά κείμενα χρήζουν περαιτέρω θεολογικῆς ἐπεξεργασίας καί αὐθεντικῆς διατυπώσεως τῶν «ὥστε αὐτά νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, συμφώνως πρός τόν Ὄρον τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ? Οἰκουμενικῆς Συνόδου: ‘Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται...’». Δηλαδή οἱ ἁγιορεῖτες ἐπισημαίνουν ὅτι τά κείμενα τῆς Σ.τ.Κ. ἔτσι ὅπως ἔχουν, δέν ἀνταποκρίνωνται στήν ἐκπλήρωση τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο. Καί ὅτι δέν εἶναι σύμφωνα «πρός τόν Ὄρον τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ? Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον,...». Ἐάν ὅμως δέν εἶναι σύμφωνα μέ τόν παρά πάνω ὄρο, τότε ἡ Σ.τ.Κ. δέν μπορεῖ νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά στοιχηθεῖ μέ τήν ἀποστολική, πατερική καί ἐν γένει ἐκκλησιαστική Παράδοση. Ἀφήνει δηλαδή ἔμμεσα νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι μία κακόδοξη Σύνοδος.
γ) Τό «μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὅρους περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου».
Τό κείμενο αὐτό εἰσήχθη πρός μελέτη καί ἔγκριση στήν Ε.Δ.Ι.Σ. στίς 30 Ἰουνίου 2017 καί δημοσιεύθηκε αὐθημερόν. Οἱ περισσότερες Ἱερές Μονές τό ψήφησαν, ἐνῶ πέντε μόνο, οἱ Ἱερές Μονές Ξηροποτάμου, Γρηγορίου, Καρακάλου, Φιλοθέου καί Κωνσταμονίτου, τό ἀπέρριψαν. Ἔτσι τό «Μήνυμα» δημοσιεύθηκε ὡς ἐπίσημο πλέον καί τελικό κείμενο τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τόν παρά πάνω τίτλο, τό ὁποῖο σέ σύγκριση μέ τό προηγούμενο, πού σχολιάσαμε, ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἐπισημότητα καί βαρύτητα.
Τό «Μήνυμα» ἀπευθύνεται πρός τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, «ἐξ’ αἰσθήµατος εὐθύνης καί σεβασµού πρός τήν Ἁγίαν ἠµῶν Ἐκκλησίαν καί τό πλήρωµα Αὐτῆς». Ὁ συντάκτης αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύσει στήν εἰσαγωγή τά δυό προηγούμενα ἐπίσημα ἁγιορειτικά κείμενα, γιά τά ὁποία ἔγινε λόγος προηγουμένως. Μέ τήν μνημόνευση αὐτή τό «Μήνυμα» ἐμφανίζεται ὡς συνέχεια τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ὡστόσο ὅμως, ὅπως θά φανεῖ παρά κάτω, τό κείμενο αὐτό σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ὀργανική συνέχεια τῶν δυό προηγουμένων, ἀφοῦ πουθενά δέν γίνεται ἡ παραμικρή ἀναφορά στίς πολύ σημαντικές παρατηρήσεις καί διαπιστώσεις τῶν κειμένων αὐτῶν. Ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα κείμενο, ξεκάρφωτο καί ἄσχετο μέ τά προηγούμενα, μέ ἕνα κείμενο, πού δέν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, νά πληροφορηθεῖ ὑπεύθυνα καί ξεκάθαρα, ποιά εἶναι ἡ φωνή τοῦ ἁγίου Ὅρους γύρω ἀπό τήν Σ.τ.Κ.. Νά μάθει, ποιά ἀπάντηση ἔχει νά δώσει τό Ἅγιον Ὅρος πάνω σέ ὁρισμένα πολύ ἁπλά καί καυτά ἐρωτήματα: Τελικά τί ἦταν ἡ Σ.τ.Κ.; Ἦταν μία ἀληθινή Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἤ μία ψευδοσύνοδος; Ἔλαβε Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις, ναί ἤ ὄχι; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. ἀποτελεῖ ὀργανική συνέχεια τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ συνοδικοί ἀρχιερεῖς ἐδογμάτισαν Ὀρθοδόξως καί οἱ ἀποφάσεις τῶν εἶναι καρπός θείου φωτισμοῦ καί ἐμπνεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Σέ τελική ἀνάλυση ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο κινεῖται σέ μία ἐντελῶς ἄλλη ἀτμόσφαιρα, τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀναστάσεως, στήν ὁποία συρράπτονται στοιχεῖα Ἐκκλησιολογίας, Σωτηριολογίας, Χριστολογίας καί Ἐσχατολογίας. Ὁ συντάκτης μέ διπλωματικό τρόπο ἀποφεύγει νά ἀπαντήσει στά παρά πάνω ἁπλά καί καυτά ἐρωτήματα, ἀκριβῶς γιατί ἄν ἀπαντήσει, εἴτε θά ἐξοργίσει τό Φανάρι, εἴτε θά ἔρθει σέ ἀντίθεση μέ τά δυό προηγούμενα ἁγιορειτικά κείμενα, εἴτε τέλος θά ἔρθει σέ κραυγαλέα ἀντίθεση μέ πλῆθος μελετῶν καί δημοσιεύσεων, πού ἀποδεικνύουν τετραγωνικά, ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. δέν ἦταν ἀληθινή ὀρθόδοξη Σύνοδος, ὅποτε θά ἐξοργίσει τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ.
Μετά τήν εἰσαγωγή, στή δεύτερη παράγραφο, ὁ συντάκτης ἐκδηλώνει, τί εἶναι ἐκεῖνο πού κατά βάθος τόν ἀπασχολεῖ, καί πού στοχεύει τό «Μήνυμα»: Ὁ στόχος εἶναι νά κατασταλοῦν οἱ ταραχές καί οἱ ἀντιδράσεις ἔσωθεν καί ἔξωθεν τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ὄχι νά σχολιασθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ.. Γράφουν: «Διαρκῶς παρατηρεῖται μία ὑποβόσκουσα ταραχή προκαλουμένη ἀπό ἀντιδράσεις κατά ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Προτείνονται ἀποτειχίσεις καί διακοπαί τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκείων ἐπισκόπων. Ἐπειδή εἴμεθα ἀποδέκται αὐτῶν τῶν ἀνησυχιῶν, καί εὐρισκόμενοι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀπευθύνομεν πρός ὅλους τόν χαιρετισμόν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ: Εἰρήνη ὑμίν. Δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεται μεθ’ ἠμῶν ὁ Ἀναστᾶς Κύριος». Κατά τόν συντάκτη διαπιστώνονται μέν ταραχές καί ἀντιδράσεις, ἀκόμη καί ἀποτειχίσεις, ἀλλά αὐτές δέν δικαιολογοῦνται, διότι βρισκόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔχουμε μαζί μας τόν Ἀναστάντα Κύριο. Ὁ συντάκτης ἀποφεύγει νά ἀναφερθεῖ στήν αἰτία τῶν ἀντιδράσεων καί τῶν ἀποτειχίσεων, ὅτι δηλαδή αὐτές ὀφείλονται σέ κακόδοξες ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ., ἀλλά μ’ αὐτές δέν θέλει ἐπ’ οὐδενί λόγω νά καταπιαστεῖ. Γι’ αὐτό καί καταφεύγει στόν Ἀναστάντα Κύριο, ὁ Ὁποῖος καλεῖται νά τόν βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο. Δέν γνωρίζουν ἄραγε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, πού υἱοθέτησαν αὐτό τό κείμενο, ὅτι τότε μόνον «εὐρισκόμεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας» καί ὁ Ἀναστᾶς Κύριος βρίσκεται ὄντως μαζί μας, ὅταν ἐμεῖς κρατοῦμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀνόθευτη καί ἀπαραχάρακτη καί μέ θάρρος τήν ὁμολογοῦμε πρός πάσαν κατεύθυνση, ἕτοιμοι νά ὑποστοῦμε διωγμούς καί θλίψεις; Δέν διάβασαν ποτέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»; Δέν γνωρίζουν ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν βρίσκεται ὁ Ἀναστᾶς Κύριος, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ αἵρεση, ἐκεῖ ὅπου συγκροτοῦνται ψευδοσύνοδοι, ἐκεῖ ὅπου ὑπογράφονται κακόδοξες ἀποφάσεις, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει συμπόρευση μέ τήν αἵρεση, ἤ ἔνοχη σιωπή ἀπέναντι στήν αἵρεση; Σχετικά μέ τήν ἔνοχη αὐτή σιωπή, ὁμιλώντας ὁ ἀποστόλος Παῦλος πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, γράφει: «καθαρός ἐγώ ἀπό τοῦ αἵματος πάντων, οὐ γάρ ὑπεστειλάμην τοῦ μή ἀναγγεῖλαι ὑμίν πάσαν τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ», (Πράξ.20, 26-27). Ὁ δέ μέγας Βασίλειος, σχολιάζοντας τόν παρά πάνω λόγο τοῦ ἀποστόλου, γράφει: «Ὁ δέ σιωπήσας μόνον, ἔνοχός του αἵματος τῶν ἁμαρτανόντων εὑρίσκεται». Κατά τόν συντάκτη «δέν ὑπάρχει λόγος ταραχῆς», ὅλα πηγαίνουν καλά, ἄς μήν ἀνησυχοῦμε δέν χρειάζεται κανένας ἀντιαιρετικός ἀγώνας, διότι ἔχουμε μαζί μας τόν Ἀναστάντα Κύριο.
Παρά κάτω γράφουν: «Ἡ Σύνοδος ἔγινε µἐτά ἀπό πολυχρόνιον προετοιµασίαν. Πρό τῆς Συνόδου τά προετοιµασθέντα κείµενα ἐκοινοποιήθησαν πρός γνῶσιν τῶν πιστῶν καί µἔ τήν δυνατότητα ἐκφράσεως κάποιας γνώµης. Τό Ἅγιον Ὅρος ἐπί σειράν ἐτῶν µἐτᾶ σαφηνείας διετύπωσε τᾶς ἀπόψεις τοῦ διά τούς γενοµένους διαλόγους µἐτά τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν. Κατά τᾶς ἐργασίας τῆς Συνόδου οἱ ἀρχιερεῖς ἐξέφρασαν τᾶς προσωπικᾶς τῶν ἀπόψεις. Κάποιοι ἐξ αὐτῶν διετύπωσαν τᾶς ἀντιρρήσεις τῶν µἔ σεµνόν τρόπον, χωρίς νά διακόπτουν τᾶς σχέσεις τῶν µἔ τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλα εἶναι καταγεγραµµένα». Τό ὅτι «τό Ἅγιον Ὅρος ἐπί σειράν ἐτῶν µἐτᾶ σαφηνείας διετύπωσε τᾶς ἀπόψεις τοῦ διά τούς γενοµένους διαλόγους µἐτά τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν» αὐτό εἶναι γνωστό. Τό ἐρώτημα εἶναι: Ἔγιναν δεκτές οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ ἁγίου Ὅρους σχετικά μέ τούς Διαλόγους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Γιατί λοιπόν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες δέν διακηρύσσουν μέ θάρρος καί παρρησία στό λαό, ὅτι οἱ κατά πάντα ὀρθόδοξες προτάσεις τούς σχετικά μέ τούς Διαλόγους δέν ἔγιναν δεκτές ἀπό τήν Σ.τ.Κ.;
Κάνουν ἐπίσης λόγο γιά τήν δυνατότητα πού δόθηκε στούς πιστούς νά ἐκφράσουν τή γνώμη τούς πρό τῆς Σ.τ.Κ. Ὁ κλῆρος, ὁ λαός, καί ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ μοναχικοῦ κόσμου πράγματι ἐξέφρασε τίς ἀπόψεις του, καί μάλιστα μέ ἐπίσημο καί πανηγυρικό τρόπο, στήν πολύ σημαντική Ἡμερίδα, πανορθοδόξου ἐμβελείας, πού διοργάνωσαν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί Πειραιῶς, καθώς καί ἡ «Σύναξις Κληρικῶν καί Μοναχῶν», στίς 23 Μαρτίου 2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας Πειραιῶς. Τί ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν στήν Ἡμερίδα ἔλαβε ὑπ’ ὄψη της ἡ Σ.τ.Κ.; Τίποτε ἀπολύτως.
Ἀναφέρουν ἐπίσης ὅτι «Κατά τᾶς ἐργασίας τῆς Συνόδου οἱ ἀρχιερεῖς ἐξέφρασαν τᾶς προσωπικᾶς τῶν ἀπόψεις. Κάποιοι ἐξ αὐτῶν διετύπωσαν τᾶς ἀντιρρήσεις τῶν µἔ σεµνόν τρόπον, χωρίς νά διακόπτουν τᾶς σχέσεις τῶν µἔ τήν Ἐκκλησίαν». Γιατί ὅμως ἀποσιωποῦν αὐτά πού ἐλέχθησαν καί διεπράχθησαν στό παρασκήνιο τῆς Σ.τ.Κ.; Ποιές ἀφόρητες πιέσεις ἀσκήθηκαν σέ ὅσους διαφώνησαν μέ τίς ἀποφάσεις της, γιά τίς ὁποῖες μας πληροφορεῖ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν μέλος τῆς Σ.τ.Κ. σέ μία πρόσφατη καί πολύ σημαντική ἔκδοσή του μέ τίτλο: «Ἡ ἅγια καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης»; Γιατί ἀποσιωποῦν, ποιές παράνομες μεθοδεύσεις ἐπιχειρήθηκαν, ποῦ θυμίζουν τίς μεθοδεύσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας; Δέν γνωρίζουν ἄραγε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅτι κατά τήν διεξαγωγή τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» σημειώθηκαν κατά παράβαση τοῦ Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς ἀντικανονικές ἐνέργειες καί πράξεις; Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅτι ἀπό τήν εἰκοσιπενταμελή ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας οἱ δεκαεπτά ἀρνήθηκαν νά ὑπογράψουν τό πιό προβληματικό κείμενο, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἐπειδή ὅμως τό ἐψήφισε ὁ προκαθήμενος, θεωρήθηκε ψηφισμένο ἀπό ὅλους, μολονότι ἡ πλειοψηφία τό ἀπέρριψε.
Παρά κάτω γράφουν: «Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε παραµένει ‘στύλος καί ἐδραίωµα τῆς ἀληθείας’. Ἡ Ἐκκλησία κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστοµον ‘χειµάζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται• κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ γίνεται ὑποβρύχιος• δέχεται βέλη, ἀλλ’ οὐ δέχεται τραύµατα’• εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος». Ὅλα τά παρά πάνω εἶναι βέβαια πολύ σωστά. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Ποῦ ὀφείλεται στήν παροῦσα χρονική συγκυρία ὁ «κλυδωνισμός» τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διασπάσεις, οἱ ἀποτειχίσεις, ὅλη αὐτή ἡ κρίση στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ἀπό ποῦ προέρχονται τώρα τά «βέλη», ποῦ δέχεται ἡ Ἐκκλησία; Ἀπό πού ἀλλοῦ παρά ἀπό τή Σ.τ.Κ.; Ἡ Ἐκκλησία ὄντως δέν καταποντίζεται, καταποντίζονται ὅμως ψυχές ἀθάνατες, παρασυρόμενες στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀπό τίς κακόδοξες ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ. Γιά τίς ψυχές αὐτές θά μᾶς ζητήσει λόγο ὁ Θεός. Καί στό σημεῖο αὐτό οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες δέν τολμοῦν νά μποῦν στήν οὐσία τοῦ προβλήματος.
Ἀναφέρουν ἐπίσης ὅτι «ὅλοι οἱ Ἅγιοι ζῶντες ἐν Χριστῷ µἄς παραπέµπουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί µἄς ἀναπαύουν». Οἱ ἅγιοι ὄντως «µἄς παραπέµπουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν». Μᾶς παραπέμπουν ὅμως καί στούς ἀγῶνες τους, τούς ἀντιαιρετικούς, στούς ὁποίους δέν φαίνονται πρόθυμοι νά μᾶς παραπέμψουν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, διότι οἱ ἀγῶνες τῶν εἶναι γι’ αὐτούς ἕνας ἔλεγχος δριμύτατος. Οἱ ἅγιοι, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐγνώριζαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στύλος καί ἐδραίωµα τῆς ἀληθείας», μεγάλους ἀγῶνες ἔκαναν καί σέ πολλές θυσίες ὑποβλήθηκαν, γιά νά διαφυλάξουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπό τίς πλάνες τῶν αἱρέσεων. Οἱ σημερινοί ἁγιορεῖτες Καθηγούμενοι σέ πόσες θυσίες ὑποβλήθηκαν, πόσες καθαιρέσεις καί πόσους διωγμούς ὑπέμειναν, γιά νά διαφυλάξουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;
Παρά κάτω γράφουν: «Τό Πνεύµα τό Ἅγιον ὄλον συγκροτεῖ τόν θεσµόν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροί. Παραµένοντες εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί αἰσθανόµενοι ἐλλιπεῖς καί ἀσθενεῖς δεχόµεθα τήν θεραπείαν καί τήν ὑγείαν. Ἐάν ὡς ἄνθρωποι παρεκκλίνωµεν, ἡ χάρις τοῦ Πνεύµατος µἄς ἐπαναφέρει εἰς τόν ὀρθόν δρόµον. Δί αὔτ? κάθε φόβος εἶναι περιττός, ὡς φανέρωσις ὀλιγοπιστίας, ἐφ’ ὅσον εὐρισκώµεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά «ἀσθενῆ», γιά «ἐλλείποντα» καί γιά «παρεκκλίσεις ἀπό τόν ὀρθόν δρόμον». Μέ τούς χαρακτηρισμούς αὐτούς ὁ συντάκτης ἀναφέρεται, μέ πολύ συγκεκαλυμμένο τρόπο, στίς κακόδοξες δογματικές ἀποφάσεις τῆς Σ.τ.Κ. Οἱ ἁγιορεῖτες πιστεύουν ὅτι ὅλα τά «ἀσθενῆ» καί τά «ἐλλείποντα» θά θεραπευθοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ «παρεκκλίσεις» θά βροῦν τό σωστό δρόμο τους μέ τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μ’ ἄλλα λόγια πιστεύουν ὅτι οἱ δογματικές πλάνες τῆς Σ.τ.Κ. θά θεραπευτοῦν ἀπό μόνες τους, ὡς διά μαγείας, μέ ἕνα αὐτόματο τρόπο, μέ τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρίς ἀντιαιρετικούς ἀγῶνες, χωρίς κόπους καί θυσίες. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία μας διδάσκει, ὅτι καμία αἵρεση δέν κατανικήθηκε ὡς διά μαγείας, ἤ μόνον μέ τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρίς τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος, χωρίς ἀγῶνες καί θυσίες.
Παρά κάτω γράφουν: «Ζῶντες ἐν Ἁγίῳ Ὄρει πολιτευόµεθα ‘κατά τᾶς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα’… Παραµένοµεν εὐγνώµονες καί ἄγρυπνοι κρατοῦντες τᾶς παραδόσεις». Ρωτᾶμε τούς ἁγιορεῖτες Πατέρες: Τά ὅσα κακόδοξα νομοθετήθηκαν εἶναι σύμφωνα μέ τᾶς «τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα»; Ἀφοῦ λοιπόν δέν εἶναι σύμφωνα, γιατί ἄραγε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐσιώπησαν καί δέν ἐξέφρασαν μέ θάρρος καί παρρησία τήν διαφωνία τούς στό «Μήνυμα»; Γιατί δέν καυτηρίασαν καί δέν ἀνέτρεψαν τίς κακοδοξίες, πού νομοθετήθηκαν στή Σ.τ.Κ.; Καί πώς μποροῦν νά καυχῶνται, ὅτι πολιτεύονται «κατά τᾶς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνηµα», καί ὅτι παραµένουν «ἄγρυπνοι κρατοῦντες τᾶς παραδόσεις», καθ’ ὄν χρόνον δέν ἔπραξαν τό καθῆκον τους;
Συμπεράσματα:
Κλείνοντας, θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε, μεταξύ ἄλλων στά ἐξῆς συμπεράσματα. Ἡ Ἱεροκοινοτική Ἐπιστολή, διατυπώνει μέν εὐστοχώτατες παρατηρήσεις καί ἐπισημαίνει δογματικά λάθη, ἀσάφειες καί ἐλλείψεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων καί καταθέτει ἀξιόλογες παρατηρήσεις καί αἰτήματα, τά ὁποῖα ὅμως δέν ἐλήφθησαν ὑπ’ ὄψιν στή Σ.τ.Κ. Κατά παρόμοιο τρόπο καί ἡ Εἰσήγηση τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τά ἴδια δογματικά λάθη, ἀσάφειες καί ἐλλείψεις στά συνοδικά κείμενα, ἀλλά μόνον ἔμμεσα ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Σ.τ.Κ. δέν ἔλαβε Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις, ὥστε αὐτές νά εὐθυγραμμίζονται μέ τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση. Ἀντίθετα τό «Μήνυμα» τοῦ Ἁγίου Ὅρους κανένα λάθος δέν ἐπισημαίνει καί καμία διόρθωση δέν προτείνει. Καί τά τρία κείμενα καί ἰδίως τό τρίτο, δέν ἔχουν καμία σχέση, οὔτε κάν συγκρίνονται, μέ παλαιότερα ἁγιορειτικά κείμενα, στά ὁποῖα οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, μέ ρωμαλέο καί ἀγωνιστικό φρόνημα, μέ ὁμολογιακό θάρρος καί παρρησία, ὕψωναν τό ἀνάστημά τους καί τολμοῦσαν νά ἐλέγξουν κάθε παρέκκλιση ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀπό ὅ,πού καί ἄν αὐτή προέρχονταν. Ματαίως λοιπόν οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐλπίζουν ὅτι ἡ Χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος θά διορθώσει τά «ἐλλείποντα» καί τά «ἀσθενῆ» τῆς Σ.τ.Κ. καί θά ἐπαναφέρει μέ ἕνα αὐτόματο τρόπο, χωρίς τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος, τή Σ.τ.Κ. στόν ὀρθό της δρόμο. Οἱ διορθώσεις τῶν συνοδικῶν κειμένων δέν πρόκειται νά γίνουν ὡς διά μαγείας, ἀπό οἰκουμενιστές ἀρχιερεῖς, οὔτε μέ εὐχολόγια καί ἀνόητες ἐλπίδες. Οἱ διορθώσεις μποροῦν νά γίνουν μόνο μέ μία νέα ἀληθινά Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Ἀλλά γιά νά πραγματοποιηθεῖ μία τέτοια Σύνοδος ἀπαιτεῖται πολύς ἀγώνας καί πολλές θυσίες. Τό λυπηρό εἶναι δυστυχῶς ὅτι σέ τέτοιου εἴδους θυσίες καί ἀγῶνες δέν φαίνονται πρόθυμοι νά μποῦν οἱ κατά τά ἄλλα σεβαστοί ἅγιοι Καθηγούμενοι. Φαίνεται ὅτι τό ἡγουμενικό τους ἀξίωμα «μετράει» περισσότερο ἀπό τήν πίστη…