ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΙΕΡΑΡΧΟΥ Α' ΜΕΡΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 12η Απριλίου 2021
Εισαγωγικά
Στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εποχή μας πολύς λόγος γίνεται για την εκκλησιαστική ενότητα. Οι εδώ και πολλές δεκαετίες αρξάμενοι και μέχρι σήμερα συνεχιζόμενοι Θεολογικοί Διάλογοι μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ετεροδόξων, (Ρωμαιοκαθολικών, Αντιχαλκηδονίων, Λουθηρανών, Αγγλικανών κ.α.), δείχνει ακριβώς πόσο επιτακτικό θεωρήθηκε το αίτημα της αποκαταστάσεως της ενότητος των χριστιανών, ιδιαίτερα από του 20ου αιώνος και εντεύθεν. Στη «Σύνοδο της Κρήτης» (2016), κατά κόρον διατυμπανίστηκε από πολλούς, Προκαθημένους και μη, κατά την διεξαγωγή των εργασιών της, ότι ο κύριος σκοπός της συγκλήσεώς της είναι να «διατρανωθεί η ενότητα της Ορθοδοξίας». Το γνωστό Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, το οποίο ταλανίζει την παγκόσμια Ορθοδοξία εδώ και τρία περίπου χρόνια, έφερε και πάλι στην σύγχρονη εκκλησιαστική επικαιρότητα το δράμα των διασπάσεων και διαιρέσεων μεταξύ τοπικών Εκκλησιών και ανέδειξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά επιτακτική την ανάγκη της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ αυτών.
Προ ημερών έφθασε στο Γραφείο μας έντυπο με τίτλο: «Η ενότητα της Εκκλησίας και τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα», και υπότιτλο: «Συγκριτική έκθεση της θεολογίας του αγίου Μαξίμου του ομολογητού». Πρόκειται για διδακτορική διατριβή, που είδε το φως της δημοσιότητος σχετικά πρόσφατα, (Ιανουάριος 2021), με συγγραφέα τον Μακ. Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων κ. Ιωάννη. Την διατριβή ανέλαβε να εκδώσει η Ιερά Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος. Η εργασία αναφέρεται στο φλέγον και σπουδαιότατο θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος και μάλιστα σε άμεση διαλεκτική σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιαστικά προβλήματα. Από την μελέτη της εν λόγω εργασίας διαπιστώσαμε την φιλότιμη κατ’ αρχήν προσπάθεια, που καταβάλλει ο συγγραφέας, να παρουσιάσει το θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος με αφετηρία τους αγίους Πατέρες και ιδιαίτερα τον Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή. Χωρίς αμφιβολία, αρκετές από τις θέσεις που διατυπώνονται στην εργασία απηχούν τη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όμως, κατά την ταπεινή μας γνώμη, διατυπώνονται και θέσεις, απέναντι στις οποίες έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Είτε διότι εκφράζουν εκκλησιολογικές θέσεις και απόψεις σαφώς όχι Ορθόδοξες, αλλά βαθιά επηρεασμένες από μια οικουμενίζουσα Εκκλησιολογία, είτε διότι πάσχουν από πλευράς θεολογικής πληρότητος, ή (και) θεολογικής σαφήνειας.
Θα προσπαθήσουμε στην παρούσα μικρή εργασία μας, με την Χάρη του Θεού, να καταθέσουμε στο χριστεπώνυμο πλήρωμα ορισμένες κριτικές θεολογικές παρατηρήσεις μας, με αφορμή την ως άνω διατριβή, γύρω από το φλέγον θέμα της εκκλησιαστικής ενότητος, με σκοπό να καταδειχθούν οι λεπτές διαφορές που χωρίζουν την Ορθόδοξη από την μη Ορθόδοξη, οικουμενίζουσα Εκκλησιολογία. Θεωρήσαμε αναγκαία την παρέμβασή μας, επειδή η διδακτορική διατριβή δεν προέρχεται από ένα τυχαίο πρόσωπο, αλλά από Ιεράρχη και δη εκκλησιαστικό ηγέτη τοπικής Εκκλησίας και επομένως ο κίνδυνος να εισχωρήσουν στον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο αιρετίζουσες θέσεις και απόψεις είναι μεγάλος.
Αφήνοντας σε άλλους μελετητές τον επί μέρους σχολιασμό των υπολοίπων κεφαλαίων της διατριβής, θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε ορισμένα μόνο σημεία από δύο κεφάλαια: Το πρώτο έχει τίτλο: «Η ενότητα στον επίσκοπο» και το δεύτερο: «Ο εν αληθεία διάλογος».
Προτού έρθουμε στον σχολιασμό του πρώτου κεφαλαίου, θεωρούμε αναγκαίο να επισημάνουμε, (ως μια πρώτη γενική παρατήρησή μας), το γεγονός ότι ο συγγραφέας πουθενά στην εργασία του δεν κάνει λόγο για την παναίρεση του Οικουμενισμού. Προτιμά αντί για τον όρο «Οικουμενισμός» να χρησιμοποιεί τον όρο «Οικουμενική Κίνηση», υποβιβάζοντας όμως την αίρεση στο επίπεδο ενός κινήματος. Είναι σημαντικό ευθύς εξ’ αρχής να τονιστεί αυτή η ουσιαστική παράλειψη, δεδομένου ότι η φοβερή αυτή αίρεση που συνεχίζει να κυριαρχεί μέχρι σήμερα επί 120 χρόνια σε όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή κατά της ενότητος της Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν μια επιστημονική εργασία να διαπραγματεύεται την ενότητα της Εκκλησίας και να τηρεί σιγήν ιχθύος απέναντι στην μεγαλύτερη απειλή που την υπονομεύει. Δεν είναι δυνατόν να έχει επισημάνει αυτή την φοβερή αίρεση μια πλειάδα οσιακών μορφών της Εκκλησίας μας και ο συγγραφέας να την αγνοεί, σαν να μην υπάρχει. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, ο συγγραφέας όχι μόνο να κάνει ειδική αναφορά πάνω στον Οικουμενισμό, αφιερώνοντας ολόκληρο κεφάλαιο με θέμα τον Οικουμενισμό, αλλά επί πλέον να προτείνει και τρόπους αντιμετωπίσεως αυτού του φοβερού κινδύνου. Και τούτο επειδή η διατριβή του έχει ως θέμα την εκκλησιαστική ενότητα, όχι γενικά και αόριστα, αλλά σε άμεση διαλεκτική σχέση με τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα, ένα εκ των οποίων, το σπουδαιότερο, είναι ο Οικουμενισμός. Και μόνον αυτή η ουσιαστική παράλειψη απομειώνει σε μεγάλο βαθμό την αξία και το κύρος της διατριβής.
Επίσης χρησιμοποιεί κατά κόρον τον όρο «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», τελείως ελεύθερα και με πολλή άνεση, δίνοντας την εντύπωση στον αναγνώστη ότι πρόκειται περί αληθούς και ορθοδοξούσης Εκκλησίας, διότι πουθενά δεν κάνει τον κόπο να διευκρινίσει, ότι δεν πρόκειται περί Εκκλησίας, αλλά περί αιρέσεως, που έχει καταδικαστεί ως τοιαύτη από πάμπολλες Ορθόδοξες Συνόδους, αρχής γενομένης από την 8η Οικουμενική επί μεγάλου Φωτίου. Το ορθότερο θα ήταν να χρησιμοποιεί τον όρο «Παπισμός», ή τουλάχιστον όταν χρησιμοποιεί τον όρο «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», να θέτει τη λέξη Εκκλησία εντός εισαγωγικών.
Α΄
«Η ενότητα στον Επίσκοπο».
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι το κεφάλαιο με τον παρά πάνω τίτλο διαπραγματεύεται τρία κυρίως θέματα: Το πρώτο παρουσιάζει τον Επίσκοπο ως κέντρο ενότητος της τοπικής Εκκλησίας. Το δεύτερο εξετάζει τον επίσκοπο σε σχέση με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει. Και το τρίτο σε σχέση με το πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο.
1) Ο Επίσκοπος ως κέντρο ενότητος της τοπικής Εκκλησίας.
Είναι εμφανής η προσπάθεια του συγγραφέα στην πρώτη αυτή υποενότητα, να παρουσιάσει τη θέση του Επισκόπου στην εκκλησιαστική κοινότητα με βάση την Εκκλησιολογία του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος και του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Είναι επίσης εμφανής ο επηρεασμός του από την θεολογική εργασία του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα με τίτλο: «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας», (Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1990), αλλά και από το Κείμενο της Ραββένας, (2007). Κατ’ αρχήν κανείς δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία, ότι η εκκλησιολογικές θέσεις των δύο αυτών κορυφαίων αγίων της Εκκλησίας μας είναι πέρα για πέρα Ορθόδοξες. Ο συγγραφέας ναι μεν ξεκινάει από μια ορθή αφετηρία, βασιζόμενος στους δύο αυτούς αγίους, ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παρασύρεται σε ακρότητες, απολυτοποιεί το πρόσωπο του Επισκόπου, το οποίο μάλιστα δεν διστάζει να τοποθετήσει υπεράνω ακόμη και των Συνόδων. Ουσιαστικά εκφράζει θέσεις οι οποίες, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ούτε στους παρά πάνω αγίους μπορούν να θεμελιωθούν, ούτε στην Πατερική και Κανονική μας Παράδοση. Πρόκειται για θέσεις που αγγίζουν τα όρια μιάς επισκοποκεντρικής, (οικουμενιστικού τύπου), Εκκλησιολογίας. Σταχυολογούμε παρά κάτω μερικά από τα γραφόμενά του και στη συνέχεια θα τα σχολιάσουμε με συντομία: «Ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο και όποιος δεν είναι με τον Επίσκοπο, δεν είναι ούτε στην Εκκλησία. Μόνο στον Επίσκοπο ανήκει το πλήρωμα της εξουσίας, ενώ οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι οφείλουν να είναι υποτεταγμένοι στον Επίσκοπο και να εκπληρώνουν τις ανάγκες της εκκλησιαστικής διοίκησης. Το πρωτείο του Επισκόπου δεν βασίζεται στην θεσμική του θέση στην Εκκλησία, αλλά σε δογματική θεμελίωση», (σελ.262). «Ο Επίσκοπος δίνει απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό», (σελ.266). «Η διακονία του Επισκόπου είναι η ανώτερη διακονία στην Εκκλησία και κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι», (σελ.277). «Οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», (σελ.269). «Ο ίδιος, [ο Επίσκοπος], προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη και με τον τρόπο αυτό γίνεται κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας», (σελ.269). «Οι Επίσκοποι είναι κατ’ εξοχήν φύλακες της πίστης και της αλήθειας», (σελ.262).
Ο άγιος Κυπριανός δεν λέγει ότι «ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο», αλλά κάτι άλλο: «Η Εκκλησία είναι στον Επίσκοπο, στον κλήρο και σε όλους εκείνους που στέκονται στην πίστη», (Επιστολή 59, κεφ. 19), κάτι που αναγκάζεται να διευκρινίσει και ο ίδιος σε υποσημείωσή του, (636). Ούτε μπορούμε να πούμε ότι δήθεν αργότερα ο άγιος άλλαξε εκκλησιολογικές θέσεις «υποστηρίζοντας την απόλυτη εξουσία του επισκόπου», παρουσιάζοντας έτσι τον άγιο να αντιφάσκει με τον εαυτό του. Επίσης όσα λέγουν οι άγιοι Κυπριανός και Ιγνάτιος για τον Επίσκοπο, δεν τα λέγουν απροϋπόθετα, αλλά κάτω από σαφείς προϋποθέσεις.
Έχει σημασία να τονιστεί ότι ο Επίσκοπος δεν είναι το πρόσωπο που πραγματώνει την ενότητα της τοπικής Εκκλησίας, της οποίας προΐσταται, αλλά ο Χριστός. Μόλις είναι ανάγκη εδώ να επαναλάβουμε ότι η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος Οργανισμός, που έχει κεφαλή της τον Χριστό και όχι τον Επίσκοπο και ότι την εκκλησιαστική ενότητα την πραγματώνει μόνον ο Χριστός στο ένα και αδιαίρετο θεανδρικό του Σώμα και όχι ο Επίσκοπος. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Τσελεγγίδης: «Η ενότητα της Εκκλησίας, καθεαυτήν, είναι αδιάσπαστη οντολογικώς και φανερώνεται θεσμικώς στην πίστη, την λατρεία και την διοίκηση της Εκκλησίας. Η τριπλή αυτή ενότητα θεμελιώνεται στο τρισσό αξίωμα του Χριστού και αντλείται από αυτό: δηλαδή, το προφητικό, το αρχιερατικό και το βασιλικό. Κατά συνέπεια, οι τρεις αυτές φανερώσεις της ενότητας της Εκκλησίας θα πρέπει να θεωρούνται ως οργανικά αλληλοεξαρτώμενες, αλληλοπεριχωρούμενες και αδιάσπαστες συντεταγμένες της μιας και πλήρους ενότητας της Εκκλησίας», (Βλ. Επιστολή του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και προς όλους τους Σεβ. Αρχιερείς της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 30.8.2016).
Ο Επίσκοπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας υπηρέτης Χριστού και οικονόμος των μυστηρίων του, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού», (Α΄ Κορ. 4,1). Μ’ άλλα λόγια ο Επίσκοπος ως «υπηρέτης Χριστού» καλείται μόνον να υπηρετήσει την εκκλησιαστική ενότητα, την οποία πραγματώνει μόνον ο Χριστός. Καθίσταται κέντρον ενότητος και ζώσα εικόνα του Χριστού, (ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού), της τοπικής Εκκλησίας, υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτον να ενσαρκώνει και τις αρετές του Χριστού, έτσι ώστε οι πιστοί να βλέπουν στο πρόσωπό του και τη ζωή του τον ίδιο τον Χριστό. Και δεύτερον να μην έχει διολισθήσει σε αίρεση. Διότι στην περίπτωση που ό Επίσκοπος έχει εκπέσει σε αίρεση, παύει πλέον να είναι ζώσα εικόνα του Χριστού και κέντρον ενότητος της τοπικής Εκκλησίας, καθ’ όσον όχι μόνο δεν υπηρετεί την εκκλησιαστική ενότητα, αλλά αντίθετα την υπονομεύει με τις αιρετικές διδασκαλίες του, καθιστάμενος από ποιμένας «λύκος βαρύς μη φειδόμενος του ποιμνίου», (Πραξ.20,29). Επομένως η φράση «όποιος δεν είναι με τον Επίσκοπο, δεν είναι ούτε στην Εκκλησία», δεν ισχύει στην περίπτωση που ο Επίσκοπος έχει εκπέσει σε αίρεση και στην περίπτωση αυτή ο κάθε πιστός καλείται να κάνει το εντελώς αντίθετο, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας: «αλλοτρίω δε, [τουτέστιν τω αιρετικώ], ου μη ακολουθήσωσιν αλλά φεύξονται απ’ αυτού», (Ιω.10,5). Επίσης και η φράση: «Ο ίδιος, [ο Επίσκοπος], προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη και με τον τρόπο αυτό γίνεται κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας», (σελ.269), νομίζουμε ότι δεν αποδίδει πλήρως και με ακρίβεια την αλήθεια, διότι ακόμη και όταν ο Επίσκοπος προΐσταται στην ευχαριστιακή σύναξη, ακόμη και τότε δεν παύει ο Χριστός, (και όχι ο Επίσκοπος), να είναι η κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, τόσο της ανά την οικουμένην όσο και της τοπικής.
Με ιδιαίτερη έμφαση τονίζουμε τις παρά πάνω δύο προϋποθέσεις, διότι έχει επικρατήσει σήμερα σε πολλούς Επισκόπους να επιστρατεύουν τις γνωστές ρήσεις του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου στην προς Μαγνησίους επιστολή του, ότι: Στον επίσκοπο πρέπει να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό, επειδή αυτός είναι εις τόπον Θεού και χωρίς αυτόν δεν πρέπει να γίνεται τίποτε και ότι όλοι πρέπει να ακολουθούν τον Επίσκοπο, όπως και ο Ιησούς Χριστός ακολουθούσε τον Πατέρα. Όσα λέγει ο άγιος Ιγνάτιος δεν ισχύουν απροϋπόθετα, αλλά μόνον υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε παρά πάνω. Παρασιωπάται επίσης το γεγονός ότι ο άγιος Ιγνάτιος, εξαίροντας την θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία, δεν παραλείπει να εξάρει και την θέση του πρεσβυτερίου, το οποίον αποκαλεί «αξιόπλοκον πνευματικόν στέφανον», (Μαγνησ. ΧΙΙΙ,10), «θεοπρεπές πρεσβυτέριον», (Σμυρν. ΧΙΙ,15), και «το γαρ αξιονόμαστον υμών πρεσβυτέριον του Θεού άξιον, ούτως συνήρμοσται τω Επισκόπω ως χορδαί κιθάρα», (Εφεσίους IV). Στις Αποστολικές Διαταγές (Β΄, ΧΧVΙΙΙ, 35), οι πρεσβύτεροι χαρακτηρίζονται ως «συνέδριον και βουλή της Εκκλησίας». Στον Α΄ Ιερό Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου, όχι μόνον ο Επίσκοπος, αλλά και ο Πρεσβύτερος και ο Διάκονος χαρακτηρίζονται ως «προεστώτες» της Εκκλησίας. Από τα παρά πάνω συνάγεται ότι όχι μόνον οι Επίσκοποι, αλλά και οι πρεσβύτεροι μετέχουν της Ιερωσύνης του Χριστού, συμποιμένοντες μαζί με τον Επίσκοπο τον λαό του Θεού στις Ενορίες.
Επίσης η αντίληψη που θέλει τον Επίσκοπο να έχει «το πλήρωμα της εξουσίας, ενώ οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι οφείλουν να είναι υποτεταγμένοι στον Επίσκοπο και να εκπληρώνουν τις ανάγκες της εκκλησιαστικής διοίκησης», δεν δικαιώνεται στην εκκλησιαστική πράξη, ήδη μάλιστα από τους αποστολικούς χρόνους. Ούτε καν αυτοί οι ίδιοι οι Απόστολοι υιοθέτησαν μια τέτοια αντίληψη και πρακτική. Στήν Αποστολική Σύνοδο, όπου Πρώτος και Πρόεδρος δεν ήταν ο Απόστολος Πέτρος, αλλά ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, εκφράστηκε η Συνοδική Αλήθεια «συν όλη τη Εκκλησία»: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Όπως πολύ ωραία παρατηρεί πάλι ο ίδιος ως άνω μνημονευθείς καθηγητής: «Το ‘ημίν’ δεν ήταν απλώς μόνον οι Απόστολοι, αλλά και ‘οι συν αυτοίς’, δηλαδή οι Πρεσβύτεροι, ‘συν όλη τη Εκκλησία’. Και όλη η Εκκλησία είναι και ο απλός λαός. Αλλά και στην περίπτωση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η θεολογική θέση ενός νεαρού Διακόνου, του Μεγάλου Αθανασίου, εξέφρασε την όλη Εκκλησία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ο Επίσκοπος να αγνοεί τους πρεσβυτέρους και το πλήρωμα της Εκκλησίας», (Βλ. την ίδια ως άνω μνημονευθείσα Επιστολή του, σελ.11).
Αλλά και η θέση του ότι «οι Επίσκοποι είναι κατ’ εξοχήν φύλακες της πίστης και της αλήθειας», (σελ.262), δεν απηχεί την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ο υπέρτατος φύλακας της αλήθειας είναι ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο κλήρος και ο λαός του Θεού, όπως αποφάνθηκε και όρισε η περίφημη Σύναξη των Πατριαρχών του 1848, ότι «…ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας εστιν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού, ως έργω επειράθησαν και πολλοί των από του σχίσματος Παπών τε και Πατριαρχών Λατινοφρόνων μηδέν ανύσαντες». Προφανώς θέλει να λησμονεί ο Σεβασμιώτατος ότι μια πλειάδα μεγάλων αιρεσιαρχών προήλθαν από τις τάξεις των Επισκόπων!
Επίσης η φράση «Το πρωτείο του Επισκόπου δεν βασίζεται στην θεσμική του θέση στην Εκκλησία, αλλά σε δογματική θεμελίωση», είναι μετέωρη, διότι δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει, που υπάρχει μια τέτοια δογματική θεμελίωση.
2) Ο Επίσκοπος σε σχέση με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει.
Από όσα αναφέρει ο συγγραφέας γύρω από την σχέση του Επισκόπου με την τοπική Σύνοδο στην οποία ανήκει, θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε ορισμένες μόνον φράσεις του, τις εξής: «Ο επίσκοπος δίνει απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό», (σελ.266). «Η διακονία του Επισκόπου είναι η ανώτερη διακονία στην Εκκλησία και κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι», (σελ.277). «Η Σύνοδος δεν μπορεί ούτε πρέπει να καταναγκάζει τους Επισκόπους, δεν πρέπει να δίνει νόμους σε κανέναν, γιατί ο κάθε προεστώς της Εκκλησίας είναι ελεύθερος να ποιμαίνει την Εκκλησία του κατά την βούλησή του και οφείλει να δώσει απολογία μόνο στον Κύριο», (σελ. 278). «Οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», (σελ.269).
Αλλοίμονο αν ο Επίσκοπος έδινε «απολογία για το ποιμαντικό έργο του μόνο στο Θεό» και επομένως δεν είχε καμία αναφορά, ούτε λογοδοσία στην προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή, στην τοπική δηλαδή Σύνοδο στην οποία ανήκει. Αλλοίμονο αν «κανένας δεν μπορεί να έχει εξουσία πάνω από αυτήν, [την διακονία του Επισκόπου], ακόμη και οι Ιεροί Σύνοδοι». Αλλοίμονο επίσης αν «ο κάθε προεστώς της Εκκλησίας είναι ελεύθερος να ποιμαίνει την Εκκλησία του κατά την βούλησή του» και όχι κατά την βούληση του Θεού, με βάση του Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι ακριβώς εκφράζουν την βούληση του Θεού. Θα επικρατούσε στην Εκκλησία μια χαώδης κατάσταση, η οποία θα μεταδιδόταν σ’ όλο το εκκλησιαστικό Σώμα, το πρεσβυτέριο και τον λαό. Όπως και άλλοτε έχουμε τονίσει, η Συνοδικότητα, αποτελεί θείο Θεσμό στην ζωή της Εκκλησίας, ανάγουσα την προέλευση της στους αποστόλους, οι οποίοι με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος συγκρότησαν την Αποστολική Σύνοδο, (49 μ.Χ.), εγκαινιάζοντας έτσι τον συνοδικό τρόπο λειτουργίας του Εκκλησιαστικού Σώματος, για την ρύθμιση και επίλυση των πάσης φύσεως εκκλησιαστικών ζητημάτων σε όλα τα επίπεδα, από το τοπικό μέχρι το παγκόσμιο. Επίσης οι Ιεροί Κανόνες τους οποίους εξέδωσαν οι κατά καιρούς συγκροτηθείσες Σύνοδοι, Οικουμενικές και Τοπικές, έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα και οφείλουν όλοι να τους τηρούν, από τον Επίσκοπο μέχρι το τελευταίο λαϊκό μέλος της Εκκλησίας. Σε περίπτωση δε μη τηρήσεως αυτών προβλέπονται ποινές, (καθαιρέσεις, αφορισμοί κ.λ.π.), που επιβάλλονται σε όλους, μηδέ των Επισκόπων εξαιρουμένων. Όπως πολύ ωραία παρατηρεί ο αείμνηστος πρώην Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους κυρός Γεώργιος Καψάνης: «Η Εκκλησία εις όλα τα επίπεδα αυτής ζή ως Σύνοδος, ήτοι κοινωνία προσώπων, ελευθέρως συναγομένων εν Χριστώ και υπό του Χριστού, ίνα προσφέρουν έκαστος το χάρισμα αυτού προς οικοδομήν του σώματος εν αγάπη», (Βλ. έργο του με τίτλο: «Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνες», Εκδ. «Άθως», Πειραιεύς 1976, σελ.15).
Επίσης η φράση: «οι Επίσκοποι είναι μάρτυρες της βούλησης του Θεού, είτε ο καθένας χωριστά, είτε όταν είναι εν Συνόδω», δεν ισχύει απροϋπόθετα, αλλά μόνον εφ’ όσον τα συνοδικά μέλη ομιλούν και αποφασίζουν εν αγίω Πνεύματι, γίνονται δηλαδή όργανα του αγίου Πνεύματος, προκειμένου δι’ αυτών να εκφράσει τη βούλησή του το άγιο Πνεύμα. Λέγει σχετικά ο ως άνω μνημονευθείς Καθηγούμενος: «Η ενεργός παρουσία του αγίου Πνεύματος εις τας Συνόδους των Επισκόπων καθιστά αυτάς ‘θεοσυνεργήτους’, (12ος Ιερός Κανών της ΑΒ΄ Συνόδου). Εις τας Συνόδους ομιλούν οι άνθρωποι διά να εκφράσουν όμως ό,τι το Πνεύμα λέγει ταις Εκκλησίαις, ήτοι το θέλημα του Θεού…Εάν οι συναγόμενοι εις τας Συνόδους Επίσκοποι δεν προσφέρονται εν ταπεινώσει διά να συνεργήσουν με τον Θεόν, ώστε δι’ αυτών να ομιλήσει το Πνεύμα το άγιον, αι Σύνοδοι δεν εκφράζουν την αλήθειαν και η Εκκλησία εκ των υστέρων δεν αναγνωρίζει αυτάς ως αλάθητα ‘στόματα της Εκκλησίας’, και ‘σάλπιγγας του Πνεύματος’, χαρακτηρίζουσα μάλιστα αυτάς ως ‘ληστρικάς Συνόδους’», (ο.π. σελ.117-118).
3) Ο Επίσκοπος σε σχέση με το Πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εις ό,τι αφορά την σχέση του Επισκόπου με το Πρωτείο σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι στη σκέψη του συγγραφέα επικρατεί πραγματικό κομφούζιο. Και τούτο διότι αφ’ ενός μεν συγχέει το παπικό Πρωτείο με την Ορθόδοξη έννοια του Πρώτου, όπως αυτή εκφράζεται στον 34ο Αποστολικό Κανόνα, ενώ παράλληλα απορρίπτει την αυθεντία των Συνόδων πάνω στους Επισκόπους. Όπως έγινε φανερό από όσα αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι Σύνοδοι, κατά την άποψη του συγγραφέως, δεν πρέπει να έχουν καμία εξουσία πάνω στον Επίσκοπο, η αυθεντία του οποίου τοποθετείται υπεράνω και αυτών των Συνόδων. Γράφει μεταξύ άλλων: «Ανεξάρτητα όμως από την σπουδαιότητά τους, οι Σύνοδοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποτελούν ‘την ανώτατη εξουσία’ της Εκκλησίας σε αντιδιαστολή με τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπου η ανώτατη εξουσία εκφράζεται μέσω του Πάπα», (σελ.270). «Η προεδρία συγκεκριμένης καθέδρας, [όπως αυτή εννοείται στον 34ο Αποστολικό Κανόνα], θα μπορούσε να είναι εφικτή μόνο ως προεδρία εν αγάπη», (σελ.272). «Είναι απαράδεκτο να ισχυρισθεί κανείς ότι το πρωτείο δεν συνιστά εξουσία. Είναι λοιπόν εξουσία, όμως δεν είναι εξουσία επάνω στους Επισκόπους άλλων εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Δεν είναι κάποια ‘ανώτερη εξουσία’, όπως συντελείται στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά είναι η τάξη στην κοινή ζωή των τοπικών Εκκλησιών» (σελ. 278). Σε άλλο σημείο κάνει λόγο για παγκόσμιο «πρωτείο», προφανώς ανάλογο με αυτό του «Πάπα»: «… η άρνηση του πρωτείου στο οικουμενικό επίπεδο συνιστά ισότιμο σφάλμα με την ταύτιση του πρωτείου με την εξουσία…», (σελ. 279).
Η έννοια του «Πρωτείου», οποιασδήποτε μορφής είναι άγνωστο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία, για λόγους καθαρά διοικητικούς, διασφαλίσεως της εκκλησιαστικής ενότητος και ευταξίας, θέσπισε, σε Οικουμενικές μάλιστα Συνόδους, (Β΄ και Δ΄ Οικουμενικές), ορισμένα «προνόμια» σε επισκοπικούς «θρόνους» μεγάλων πόλεων του Ρωμαϊκού κράτους (Ρώμη, Νέα Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα), τα οποία ουδέποτε κατανοήθηκαν ως εξουσία, αλλ’ ως πρεσβεία τιμής. Κι αυτό διότι η κάθε τοπική Εκκλησία είναι η φανέρωση της Καθολικής Εκκλησίας, η ολότητα της Εκκλησίας. Ο επισκοπικός θρόνος της Ρώμης, εν όσω ήταν Ορθόδοξος, εθεωρείτο ως η «προκαθημένη της αγάπης», επειδή είχε την τιμητική προεδρία στις Συνόδους, ως καθέδρα της παλιάς πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους και τίποτε περισσότερο! Κάθε φορά που ο Πάπας υπερέβαινε αυτά τα όρια της τιμητικής μόνον προεδρίας, (βλ. σχίσμα επί Μ. Φωτίου), η Εκκλησία τον ανακαλούσε στην τάξη. Μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, έλαβε τα ίδια «προνόμια» και ο Επίσκοπός της, με τον 3ο Ιερό Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Όπως έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, Συνοδικότητα και Πρωτείο είναι δύο έννοιες αλληλοαναιρούμενες και αλληλοσυγκρουόμενες. Η ανάπτυξη του παπικού Πρωτείου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εωσφορική αλαζονεία και φιλαρχία των Παπών και στην αξίωσή τους να αποκτήσουν απόλυτη διοικητική εξουσία εφ’ όλης της Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όχι μόνον τορπίλισαν το Συνοδικό Σύστημα της Εκκλησίας στη Δύση, αλλά και κατέστησαν υπεύθυνοι για τον κατακερματισμό της Δυτικής Χριστιανοσύνης σε εκατοντάδες προτεσταντικές ομολογίες.
Δυστυχώς η έννοια του «παγκόσμιου πρωτείου» εισέβαλε και στην Ορθόδοξη Ανατολή τα τελευταία χρόνια, ως μια σοβαρή εκτροπή από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ως υιοθέτηση μιας από τις χειρότερες πλάνες του Παπισμού. Οι θιασώτες του Οικουμενισμού «βλέπουν με καλό μάτι» ένα «πρωτείο εξουσίας», πιστό αντίγραφο του παπικού και για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ως «πρώτον άνευ ίσων». Μάλιστα κάποιοι προχώρησαν στο απαράδεκτο σημείο να προσπαθούν να το στηρίξουν και «θεολογικά», στο Τριαδολογικό Δόγμα, εγγίζοντες τα όρια της ύβρεως: όπως ο Θεός Πατέρας «προηγείται» των δύο άλλων Θείων Προσώπων, έτσι και ο «πρώτος» της Εκκλησίας μπορεί να έχει το προβάδισμα και την εξουσία επί πάντων των όπου γης Επισκόπων! Την εν λόγω οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων» φαίνεται να υιοθετεί και ο συγγραφέας. Γράφει: «Το πρωτείο δεν είναι κάποια απλή προεδρία σε φόρα και θεσμούς, όπως συνήθως κατανοείται η προεδρία στις σημερινές περιστάσεις, αλλά έχει τις ρίζες του στην ίδια την τριαδολογία, στην οποία είναι αναμφισβήτητο το πρωτείο του Πατρός στην κοινωνία της Αγίας Τριάδος…», (σελ. 279).
Συνεχίζεται.