Ἡ ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ 660/2018 γιά τά Θρησκευτικά
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Συνεδρίασε δημόσια στό ἀκροατήριό του στίς 13 Ἰανουαρίου 2017 μέ τήν ἑξῆς σύνθεση: Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ἰ. Γράβαρης, Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, Γ. Παπαγεωργίου, I. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιᾶς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Ἀντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Θ. Ἀραβάνης, Μ. Πικραμένος, Π. Μπραίμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Τζοβαρίδου, Ἑλ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Μ. Σωτηροπούλου, Ἄγγ. Μίντζια, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Αἰκ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Ἀπό τούς ἀνωτέρω οἱ Σύμβουλοι Ἑλ. Παπαδημητρίου καί Ἄγγ. Μίντζια, καθώς καί ἡ Πάρεδρος Αἰκ. Ρωξάνα μετέχουν ὡς ἀναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 26 παρ. 2 τοῦ ν. 3719/2008. Γραμματέας ἡ Μ. Παπασαράντη.
Γιά νά δικάσει τήν ἀπό 11ης Νοεμβρίου 2016 αἴτηση:
τῶν: 1. Χρήστου Παπασωτηρίου τοῦ Ἰωάννου, κατοίκου Ἀθηνῶν (Εὐβοίας 36Β'), ἀτομικῶς καί ὡς ἀσκοῦντος τή γονική μέριμνα τοῦ ἀνήλικου τέκνου του, Ἰωάννη - Ἀχιλλέα Παπασωτηρίου, ὁ ὁποῖος παρέστη αὐτοπροσώπως ὡς δικηγόρος (Α.Μ. 22491), 2. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, 3. Μητροπολίτη Πειραιῶς Σεραφείμ Μεντζελόπουλου, κατοίκου Πειραιῶς, 4. Ἀστικῆς μή κερδοσκοπικῆς ἑταιρείας μέ τήν ἐπωνυμία «ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ», πού ἑδρεύει στό Μαρούσι (Βορείου Ἠπείρου 47), οἱ ὁποῖοι παρέστησαν μέ τόν ἴδιο ὡς ἄνω δικηγόρο Χρῆστο Παπασωτηρίου, πού τόν διόρισαν μέ πληρεξούσιο καί 5. Κωνσταντίνου Θωμαδάκη, κατοίκου Ἀνοίξεως Ἀττικῆς (Χαλκίδος 6Β'), ἀτομικῶς καί ὡς ἀσκοῦντος τή γονική μέριμνα τῶν ἀνήλικων τέκνων του: α) Ἀλεξάνδρας Θωμαδάκη καί β) Μαριτίνας Θωμαδάκη, ὁ ὁποῖος παρέστη μέ τόν ἴδιο ὡς ἄνω δικηγόρο Χρῆστο Παπασωτηρίου, πού τόν διόρισε στό ἀκροατήριο κατά τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων, ὁ ὁποῖος παρέστη μέ τόν Σπυρίδωνα Παπαγιαννόπουλο, Νομικό Σύμβουλο τοῦ Κράτους.
Ἡ πιό πάνω αἴτηση εἰσάγεται στήν Ὁλομέλεια τοῦ Δικαστηρίου, κατόπιν τῆς ἀπό 1ης Δεκεμβρίου 2016 πράξεως τοῦ Προέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικράτειας, λόγω τῆς σπουδαιότητάς της, σύμφωνα μέ τά ἄρθρα 14 παρ. 2 ἐδάφ. α', 20 καί 21 τοῦ πδ 18/1989.
Μέ τήν αἴτηση αὐτή οἱ αἰτοῦντες ἐπιδιώκουν νά ἀκυρωθεῖ ἡ ὑπ' ἀριθμ. 143575/Δ2/7.9.2016 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β' 2920/13.9.2016).
Ἡ ἐκδίκαση ἄρχισε μέ τήν ἀνάγνωση τῆς ἐκθέσεως τοῦ εἰσηγητῆ, Συμβούλου Ε. Ἀντωνόπουλου.
Κατόπιν τό δικαστήριο ἄκουσε τόν πρῶτο ἐκ τῶν αἰτούντων ὡς δικηγόρο καί ὡς πληρεξούσιο τῶν λοιπῶν αἰτούντων, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε καί προφορικά τούς προβαλλόμενους λόγους ἀκυρώσεως καί ζήτησε νά γίνει δεκτή ἡ αἴτηση καί τόν ἀντιπρόσωπο τοῦ Ὑπουργοῦ, ὁ ὁποῖος ζήτησε τήν ἀπόρριψή της.
Μετά τή δημόσια συνεδρίαση τό δικαστήριο συνῆλθε σέ διάσκεψη σέ αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου καί Ἀφοῦ μελέτησε τά σχετικά ἔγγραφα
Σκέφθηκε κατά τόν Νόμο
1. Ἐπειδή, λόγω κωλύματος, κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 26 τοῦ ν. 3719/2008 (Α 241) τοῦ Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη, τακτικοῦ μέλους τῆς συνθέσεως πού ἐκδίκασε τήν κρινόμενη ὑπόθεση, λαμβάνει μέρος στήν διάσκεψη ἀντ’ αὐτοῦ ὡς τακτικό μέλος ἡ Σύμβουλος Ἑ. Παπαδημητρίου (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Δικαστηρίου 117 Α/2017).
2. Ἐπειδή, γιά τήν ἄσκηση τῆς κρινόμενης αἰτήσεως ἔχει καταβληθεῖ τό νόμιμο παράβολο (βλ. 3719648 - 50 εἰδικά ἔντυπα παράβολου).
3. Ἐπειδή, γιά τήν ἅσκηση τῆς κρίνομενης αἰτήσεως ἔχει καταβληθεῖ τό νόμιμο παράβολο (βλ. 3719648-50 εἰδικά ἔντυπα παράβολου).
4.Ἐπειδή, μέ τήν αἵτηση αὐτή ζητεῖται ἡ ἀκύρωση τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 143575/Δ2/7.9.2016 ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων μέ τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο» (Β΄ 2920/13.9.2016).
5. Ἐπειδή, ἡ ὑπόθεση εἰσάγεται πρός συζήτηση στήν Ὁλομέλεια κατόπιν τῆς ἀπό 1-12-2016 πράξεως τοῦ Προέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικράτειας, σύμφωνα μέ τά ἅρθρα 14 παρ. 2, ἐδ. α’, 20 καί 21 τοῦ πδ 18/1989 (Α΄ 8), λόγῳ σπουδαιότητος.
6. Ἐπειδή, ἀπό τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 1510, 1512 καί 1516 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα προκύπτει ὅτι οἱ γονεῖς ἀσκοῦν καταρχήν ἀπό κοινοῦ τή μέριμνα γιά τό ἀνήλικο τέκνο τους (γονική μέριμνα), ἐκτός ἐάν συντρέχει κατά τόν Α.Κ. περίπτωση ἀσκήσεως τῆς γονικῆς μέριμνας ἀποκλειστικά ἀπό τόν ἕνα γονέα ἤ ἀπό τρίτον. Ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἑνός γονέα ἐπιχείρηση πράξεων τῆς γονικῆς μέριμνας, ὅταν ἡ ἄσκησή της ἀνήκει ἀπό κοινοῦ καί στούς δυό γονεῖς, ἐπιτρέπεται μόνον στίς ρητῶς προβλεπόμενες ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 1516 τοῦ 8Α.Κ. περιπτώσεις, στίς ὁποῖες (μεταξύ ἄλλων) περιλαμβάνονται οἱ συνήθεις πράξεις ἐπιμέλειαςτου προσώπου τοῦ τέκνου, οἱ πράξεις πού ἀφοροῦν τήν τρέχουσα διαχείριση τῆς περιουσίας του, καθώς καί οἱ πράξεις πού ἔχουν ἐπείγοντα χαρακτήρα. Ἡ ἄσκηση τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως κατά πράξεων πού εἴτε ἀφοροῦν τό πρόσωπο τοῦ ἀνήλικου τέκνου εἴτε βλάπτουν τά ἔννομα συμφέροντά του, δέν ὑπάγεται μέν στίς συνήθεις πράξεις ἐπιμέλειας τοῦ προσώπου τοῦ τέκνου ἤ τῆς τρέχουσας διαχειρίσεως τῆς περιουσίας του, συνιστᾶ, ὅμως, πράξη πού ἔχει ἐπείγοντα χαρακτήρα, ἐν ὄψει τοῦ ὅτι πρέπει νά ἀσκηθεῖ ἐντός ὁρισμένης προθεσμίας, 60 ἡμερῶν, ἀπό τή δημοσίευση ἤ τήν κοινοποίηση ἤ τή γνώση τῆς προσβαλλόμενης πράξεως, κατά τίς διακρίσεις τοῦ ἄρθρου 46 τοῦ Π.Δ. 18/1989 (Α 8). Κατά συνέπεια, ἐγκύρως ἡ αἴτηση αὐτή ἀσκεῖται ἀπό τόν ἕνα γονέα, ἐφ' ὅσον ὅμως ἕως τήν πρώτη συζήτηση τῆς ὑποθέσεως ὁ ἄλλος γονέας ἐγκρίνει τήν ἄσκηση τοῦ ἔνδικου αὐτοῦ μέσου ἤ προσκομισθεῖ ἀπόφαση τοῦ ἁρμόδιου δικαστηρίου κατά τά ὁριζόμενα στό ἄρθρο 1512 τοῦ Α.Κ.
Ἡ ἔγκριση αὐτή γίνεται μέ δήλωση πού κατατίθεται στή γραμματεία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἤ προφορικά στό ἀκροατήριο ἀπό τόν ἕτερο γονέα ἤ ἀπό πληρεξούσιο δικηγόρο, στόν ὁποῖο αὐτός ἔχει χορηγήσει γενικό ἤ εἰδικό πληρεξούσιο.
Ἡ ἔγκριση μπορεῖ ἐπίσης νά γίνει καί μέ δήλωση τοῦ γονέα αὐτοῦ ἐνώπιον συμβολαιογράφου, ἀντίγραφο ὅμως τῆς συμβολαιογραφικῆς πράξεως πρέπει νά περιέλθει στό Συμβούλιο ἕως τήν πρώτη συζήτηση τῆς ὑποθέσεως (ΣτΕ 5720/1996 Ὁλομ., βλ. ΣτΕ 4541/2014, 2044/2011 , 2655/2004, 1636/2002, 1198/1999, 2570/1998, 2078/1998).
Ἐπειδή, ἐν προκειμένῳ, ὁ πρῶτος αἰτῶν (X. Παπασωτηρίου) παρέστη αὐτοπροσώπως ὡς δικηγόρος, ἐνῶ ὁ πέμπτος αἰτῶν(Κ. Θωμαδάκης) διόρισε ὡς δικηγόρο τόν πρῶτο αἰτοῦντα αὐτοπροσώπως στό ἀκροατήριο. Οἱ μητέρες τῶν τέκνων τους, ὅμως, δέν παρέστησαν μέ πληρεξούσιο δικηγόρο οὔτε νομιμοποίησαν τόν ὑπογράφοντα τό δικόγραφο δικηγόρο οὔτε περιῆλθε στό Δικαστήριο ἔγκρισή τους γιά τήν ἄσκηση τῆς κρινομένης αἰτήσεως, μέ ἕναν ἀπό τούς τρόπους πού ἀναφέρονται στήν προηγούμενη σκέψη. Ἑπομένως, ἡ κρινόμενη αἴτηση πρέπει νά ἀπορριφθεῖ ὡς ἀπαράδεκτη καθ’ ὁ μέρος ἀσκεῖται ἀπό τούς ἐν λόγῳ αἰτοῦντες ὑπό τήν ἰδιότητά τους ὡς ἀσκούντων τή γονική μέριμνα τῶν τέκνων τους, δέν ἀρκεῖ δέ τό γεγονός ὅτι φέρονται στό εἰσαγωγικό δικόγραφο ὡς «ἀσκοῦντες τή γονική μέριμνα καί τήν ἐπιμέλεια ἐπί τῶν προσώπων τῶν ἀνήλικων τέκνων τους», ἐφόσον δέν προσκομίζονται σχετικά στοιχεῖα.
7. Ἐπειδή, ἡ προσβαλλομένη ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἔχει κανονιστικό χαρακτήρα, δημοσιεύθηκε στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως στίς 13.9.2016 (ΦΕΚ Β 2920/13.9.2016), μέ ἡμερομηνία πραγματικῆς κυκλοφορίας τήν 14η.9.2016 [βλ. τήν σχετική ἰστοσελίδα τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου (Ε.Τ.) καί τήν ὑπ' ἀρ. Γ 2012/12.1.2017 βεβαίωσή του] καί ὡς ἐκ τούτου ἡ κρινόμενη αἴτηση, ἡ ὁποία κατετέθη στήν Γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 11.11.2016, ἀσκεῖται ἐμπροθέσμως, τοῦτο δέ ἀνεξαρτήτως τῆς ἀναστολῆς τῆς προθεσμίας ἀσκήσεώς της, μέχρι καί 15.9.2016, λόγῳ τῶν δικαστικῶν διακοπῶν.
8. Ἐπειδή, ὁ πρῶτος καί ὁ πέμπτος ἀπό τούς αἰτοῦντες ἀσκοῦν τήν κρινόμενη αἴτηση ἀτομικῶς, προβάλλοντες, γιά τήν θεμελίωση τοῦ ἐννόμου συμφέροντός τους, ὅτι ἔχουν, κατά τό ἄρθρο 1518 ΑΚ, νόμιμη ὑποχρέωση καί δικαίωμα νά μεριμνοῦν γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν τέκνων τους καί ὅτι κατά τό ἄρθρο 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης γιά τήν προάσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν (ΕΣΔΑ), ἔχουν δικαίωμα ἔναντι τοῦ Κράτους διά τήν παροχή ἐκπαιδεύσεως στά τέκνα τους σύμφωνης μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν). Ἐνόψει τούτων προβάλλουν ὅτι τά ἐν λόγῳ δικαιώματά τους θίγονται μέ τήν προσβαλλόμενη ἀπόφαση, προσκομίζουν δέ πρός ἀπόδειξη τῶν ἰσχυρισμῶν τους μεταξύ ἄλλων, ὁ μέν πρῶτος αἰτῶν τήν ......... βεβαίωση φοιτήσεως τοῦ ἀνήλικου τέκνου του, ......... στή ...τάξη του ............. γιά τό σχολικό ἔτος 2016 - 2017, καθώς καί τό ..........πιστοποιητικό οἰκογενειακῆς καταστάσεώς του ....... ὁ δέ πέμπτος ἐξ αὐτῶν τίς ....... βεβαιώσεις φοιτήσεως τῶν ἀνήλικων τέκνων του, ........, στήν....τάξη του ........ γιά τό σχολικό ἔτος 2016 -2017, καθώς καί τό ........... πιστοποιητικό οἰκογενειακῆς καταστάσεώς του ........ Μέ τά δεδομένα αὐτά, ἡ κρινόμενη αἴτηση ἀσκεῖται μέ ἔννομο συμφέρον ἀπό τούς δυό ὡς ἄνω αἰτοῦντες ἀτομικῶς (πρβλ. ΣΕ 2176/1998 ἑπταμ.).
9. Ἐπειδή, ἡ δεύτερη τῶν αἰτούντων Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς καί ὁ τρίτος ἐξ αὐτῶν Μητροπολίτης Πειραιῶς προβάλλουν πρός θεμελίωση τοῦ ἐννόμου συμφέροντός τους ὅτι ἔχουν τήν ὑποχρέωση νά συνεργάζονται μέ τήν Πολιτεία ἐπί τοῦ θέματος τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως καί ἀγωγῆς τῶν νέων καί δή τῶν παιδιῶν τοῦ δημοτικοῦ καί τοῦ γυμνασίου, ἐνόψει τῆς διαλαμβανόμενης στίς διατάξεις τοῦ ν. 590/1977 (περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) βασικῆς ἀποστολῆς τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καί τῶν Ἱερῶν Ναῶν, τῶν Ἀρχιερέων Μητροπολιτῶν καί τῶν Ἱερέων, καί ἰδίως αὐτῆς τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ νόμου αὐτοῦ κατά τήν ὁποία «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ὡς τά τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῆς νεότητος, ........». Ἐξ ἄλλου, ἡ Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς ἰσχυρίζεται ἐπί πλέον ὅτι ἔχει καί τήν εὐθύνη λειτουργίας καί τήν ἐποπτεία τριῶν σχολικῶν μονάδων, διαφορετικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἐπιπέδου, (παιδικοῦ σταθμοῦ καί νηπιαγωγείου, δημοτικοῦ σχολείου, γυμνασίου καί λυκείου) καί ὅτι γιά τόν λόγο αὐτόν ἔχει ἄμεσο, προσωπικό καί ἐνεστώς ἔννομο συμφέρον γιά τήν ἄσκηση τῆς κρινόμενης αἰτήσεως. Ἐν ὄψει τούτων
ἔννομο συμφέρον γιά τήν ἄσκηση τῆς κρινομένης αἰτήσεως ἔχουν τόσο ἡ Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς, ὅσο καί ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος προΐσταται αὐτῆς καί φέρει τήν ποιμαντική εὐθύνη γιά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς τῆς Μητροπόλεώς του, δοθέντος ὅτι, ὅπως προβάλλουν, θίγονται ἠθικῶς ἀπό τή μεταβολή τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἐν γένει χαρακτῆρος τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά δημοτικά καί γυμνάσια. Τό ἔννομο συμφέρον τῶν ἀνωτέρω προσώπων ἐνισχύεται καί ἐκ τοῦ ὅτι λόγῳ τῆς λειτουργίας σχολείων πρωτοβαθμίου καί δευτεροβαθμίου ἐκπαιδεύσεως, γιά τά ὁποῖα ἔχει λάβει ἄδεια λειτουργίας ἡ αἰτοῦσα Ἱερά Μητρόπολη ὑφίσταται ὑποχρέωση ἐφαρμογῆς τῶν σχετικῶν προγραμμάτων σπουδῶν πού ἀφοροῦν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν.
10. Ἐπειδή, ἡ τέταρτη αἰτοῦσα, Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν, ἀστική μή κερδοσκοπική ἑταιρεία, ἀποσκοπεῖ, μεταξύ ἄλλων, σύμφωνα μέ τό προσκομισθέν ἀπό 25.1.2011 καταστατικό της (καταχωρηθέν στά βιβλία ἑταιρειῶν τοῦ Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν μέ γενικό ἀριθμό 1959/2011), στή μελέτη τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί στή διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ καί πατερικοῦ λόγου, στήν ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας καί προάσπιση τῆς ὀρθόδοξης πίστεως, στή διαλεκτική ἀντιπαράθεση πρός θέσεις, ἰδέες καί πρακτικές πού ἐναντιώνονται στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί διδασκαλία (ὅπως συμβαίνει, κατά τούς ἰσχυρισμούς της, μέ τό ἐπίδικο πρόγραμμα σπουδῶν), στή διατύπωση γνώμης καί προτάσεων πρός τούς ἐπίσημους κρατικούς φορεῖς γιά τή διατήρηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὡς ὑποχρεωτικοῦ μέ σκοπό τήν πραγμάτωση τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος καί στήν προάσπιση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί ἐλευθεριῶν τῶν ἑλλήνων ὀρθοδόξων πολιτῶν, ὅπως αὐτά κατοχυρώνονται στό Σύνταγμα καί στήν ΕΣΔΑ.
Μέ τά δεδομένα αὐτά, καί ἡ ὡς ἄνω αἰτοῦσα ἑταιρεία ἔχει ἔννομο συμφέρον γιά τήν ἄσκηση τῆς κρινόμενης αἰτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1114/2016 7μ., 3492/2015 7μ.).
11. Ἐπειδή, κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ὅλοι οἱ ὡς ἄνω αἰτοῦντες μετ' ἐννόμου συμφέροντος ἀσκοῦν τήν κρινόμενη αἴτηση καί παραδεκτῶς ὁμοδικοῦν προβάλλοντες λόγους ἀκυρώσεως πού στηρίζονται στήν ἴδια νομική καί πραγματική βάση. Κατά τήν γνώμη ὅμως τοῦ Συμβούλου Θ. Ἀραβάνη, οἱ αἰτοῦντες φυσικά πρόσωπα δέν ἔχουν ἔννομο συμφέρον γιά τήν ἄσκηση τῆς αἰτήσεως διότι δέν προσκόμισαν συναίνεση τῆς συζύγου, ἀπό κοινοῦ μέ τήν ὁποία ἀσκεῖται κατά νόμο ἡ ἐπιμέλεια τοῦ τέκνου, πού περιλαμβάνει καί τήν ἀγωγή τους, οὔτε ἡ ἀπαραίτητη κατά τίς διατάξεις αὐξημένης τυπικῆς ἰσχύος πού παρατίθενται κατωτέρω συναίνεση τοῦ παιδιοῦ, τό ὁποῖο εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ὑποκείμενο τοῦ δικαιώματος ἐκπαίδευσης κατά τίς αὐτές διατάξεις. Περαιτέρω, κατά τήν ἴδια γνώμη, οἱ λοιποί αἰτοῦντες δέν ὁμοδικοῦν παραδεκτῶς μέ τά αἰτοῦντα φυσικά πρόσωπα καθ΄ ὅ μέρος αὐτά ἐπικαλοῦνται προσβολή τῶν δικαιωμάτων τῶν γονέων ἐπί τῆς ἀγωγῆς τῶν τέκνων τους, διότι οἱ σχετικοί λόγοι προβάλλονται ἐκ συμφέροντος τρίτου.
12.Ἐπειδή, στο προοίμιο τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος γίνεται ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος («Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος»), στό ἄρθρο 2 παρ. 1 αυτού, τό ὁποῖο ἐντάσσεται στό Α Τμῆμα τοῦ Μέρους Πρώτου αὐτοῦ, ὁρίζεται ὅτι: «Ὁ σεβασμός καί προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν πρωταρχική ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας». Ἐν συνεχείᾳ, στό ἄρθρο 3, τό ὁποῖο ἐντάσσεται στό Τμῆμα Β' αὐτοῦ (μέ τίτλο: «Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας») τοῦ Μέρους Πρώτου τοῦ Συντάγματος, ὁρίζεται ὅτι: «1. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἑνωμένη δογματικά μέ τή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ• τηρεῖ ἀπαρασάλευτα, ὅπως ἐκεῖνες, τούς ἱερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις. Εἶναι αὐτοκέφαλη, διοικεῖται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων καί ἀπό τή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο πού προέρχεται ἀπό αὐτή καί συγκροτεῖται ὅπως ὁρίζει Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ' (29) Ἰουνίου 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξης τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. Τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς πού ὑπάρχει σέ ὁρισμένες περιοχές τοῦ Κράτους δέν ἀντίκειται στίς διατάξεις τῆς προηγούμενης παραγράφου. 3. Τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς τηρεῖται ἀναλλοίωτο. Ἡ ἐπίσημη μετάφρασή του σέ ἄλλο γλωσσικό τύπο ἀπαγορεύεται χωρίς τήν ἔγκριση τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας στήν Κωνσταντινούπολη». Περαιτέρω, στό Μέρος Δεύτερο τοῦ Συντάγματος μέ τίτλο: «Ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα» ὁρίζεται, στό μέν ἄρθρο 5 αὐτοῦ, ὅτι: «1. Καθένας ἔχει δικαίωμα νά ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τήν προσωπικότητά του καί νά συμμετέχει στήν κοινωνική, οἰκονομική καί πολιτική ζωή τῆς Χώρας, ἐφόσον δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων καί δέν παραβιάζει τό Σύνταγμα ἤ τά χρηστά ἤθη. 2. Ὅλοι ὅσοι βρίσκονται στήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια ἀπολαμβάνουν τήν ἀπόλυτη προστασία τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καί τῆς ἐλευθερίας τους, χωρίς διάκριση ἐθνικότητας, φυλῆς, γλώσσας καί θρησκευτικῶν ἤ πολιτικῶν πεποιθήσεων. Ἐξαιρέσεις ἐπιτρέπονται στίς περιπτώσεις πού προβλέπει τό διεθνές δίκαιο ... 3. ... 4. ... 5. ...», στό δέ ἄρθρο 13 αὐτοῦ ὁρίζεται ὅτι: «1. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη. Ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀτομικῶν καί πολιτικῶν δικαιωμάτων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά μέ τή λατρεία της τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόμων. Ἡ ἄσκηση τῆς λατρείας δέν ἐπιτρέπεται νά προσβάλλει τή δημόσια τάξη ἤ τά χρηστά ἤθη. Ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται. 3. ... 4. Κανένας δέν μπορεῖ, ἐξαιτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων πρός τό Κράτος ἤ νά ἀρνηθεῖ νά συμμορφωθεῖ πρός τούς νόμους. 5. ...”. Σύμφωνα δέ μέ τό ἄρθρο 14 παρ. 3, ἐπιτρέπεται κατ’ ἐξαίρεση ἡ κατάσχεση ἐφημερίδων ἤ ἄλλων ἐντύπων, μεταξύ ἄλλων γιά προσβολή τῆς χριστιανικῆς καί κάθε ἄλλης γνωστῆς θρησκείας. Ἐξ ἄλλου, στό ἄρθρο 16 παρ.1 τοῦ Συντάγματος ὁρίζεται ὅτι: «1. ... 2. Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολῖτες. 3. Τά ἔτη ὑποχρεωτικῆς φοίτησης δέν μπορεῖ νά εἶναι λιγότερα ἀπό ἐννέα. 4 5. ...», στό δέ ἄρθρο 21 αὐτοῦ ὁρίζεται ὅτι: «Ἡ οἰκογένεια, ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους .... καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους. 2. ... 3. ... 4. ... 5. ... 6. ... 7. ...». Σύμφωνα δέ μέ τό ἄρθρο 110 (παρ. 1) δέν ὑπόκεινται, μεταξύ ἄλλων, σέ ἀναθεώρηση καί οἱ ἀνωτέρω παρατεθεῖσες διατάξεις τῶν ἄρθρων 5 παρ. 1 καί 13 παρ. 1 αὐτοῦ.
13. Ἐπειδή, περαιτέρω, τό ἄρθρο 9 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως “γιά τήν προάσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν” (ΕΣΔΑ), πού κυρώθηκε τό πρῶτον μέ τόν νόμο 2329/1953 (Α 68) καί ἐκ νέου μέ τό ν.δ. 53/1974 (Α 256) ἐγγυᾶται, στήν παρ. 1, τήν ἐλευθερία τῆς θρησκείας ἐνῶ στήν παρ. 2 τοῦ ἰδίου ἄρθρου προβλέπονται οἱ περιορισμοί τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ. Εἰδικότερα τό ἄρθρο 9 ὁρίζει ὅτι: «Πᾶν πρόσωπο δικαιοῦται εἰς τήν ἐλευθερία σκέψεως, συνειδήσεως καί θρησκείας, τό δικαίωμα τοῦτο ἐπάγεται τήν ἐλευθερίαν ἀλλαγῆς θρησκείας ἤ πεποιθήσεων, ὡς καί τήν ἐλευθερίαν ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας ἤ τῶν πεποιθήσεων μεμονωμένως ἤ συλλογικῶς, δημοσίᾳ ἤ κατ’ ἰδίαν, διά τῆς λατρείας, τῆς παιδείας καί τῆς ἀσκήσεως τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί τελετουργιῶν. 2. Ἡ ἐλευθερία ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας ἤ τῶν πεποιθήσεων δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποτελέση ἀντικείμενον ἑτέρων περιορισμῶν πέραν τῶν προβλεπομένων ὑπό τοῦ νόμου καί ἀποτελούντων ἀναγκαῖα μέτρα, ἐν δημοκρατικῇ κοινωνίᾳ διά τήν δημοσίαν ἀσφάλειαν, τήν προάσπισιν τῆς δημοσίας τάξεως, ὑγείας καί ἠθικῆς ἤ τήν προάσπισιν τῶν δικαιωμάτων καί τῶν ἐλευθεριῶν τῶν ἄλλων». Περαιτέρω στό ἄρθρο 14 αὐτῆς ὁρίζεται ὅτι: «Ἡ χρῆσις τῶν ἀναγνωριζομένων ἐν τῇ παρούσῃ Συμβάσει δικαιωμάτων καί ἐλευθεριῶν δέον νά ἐξασφαλισθῆ ἀσχέτως διακρίσεως φύλου, φυλῆς, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικῶν ἤ ἄλλων πεποιθήσεων, ἐθνικῆς ἤ κοινωνικῆς προελεύσεως, συμμετοχῆς εἰς ἐθνικήν μειονότητα,περιουσίας, γεννήσεως ἤ ἄλλης καταστάσεως». Ἐξ ἄλλου, τό ἄρθρο 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου τῆς ΕΣΔΑ κατοχυρώνει τό δικαίωμα στήν ἐκπαίδευση, ὁρίζει δέ εἰδικότερα ὅτι: «Οὐδείς δύναται νά στερηθῇ τοῦ δικαιώματος ὅπως ἐκπαιδευθῇ. Πᾶν Κράτος ἐν τῇ ἀσκήσει τῶν ἀναλαμβανομένων ὑπ΄ αὐτοῦ καθηκόντων ἐπί τοῦ πεδίου τῆς μορφώσεως καί τῆς ἐκπαιδεύσεως θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων ὅπως ἐξασφαλίζωσι τήν μόρφωσιν καί τήν ἐκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
14. Ἐπειδή, κατά τήν κρατήσασα στό Δικαστήριο γνώμη, ἡ περιεχόμενη στό ἄρθρο 3 παρ.1 τοῦ Συντάγματος ἀναφορά ὡς “ἐπικρατούσης” στήν Ἑλλάδα, τῆς θρησκείας τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε τήν ἐναρκτήρια διάταξη ὅλων τῶν προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) καί συνιστᾶ μέχρι σήμερα βασικό στοιχεῖο τῆς συνταγματικῆς παραδόσεως τῆς Χώρας. Ἡ ἀναφορά αὐτή -ὅπως ἄλλωστε, καί ἡ ἐπίκληση στήν κεφαλίδα τοῦ Συντάγματος, τῆς «Ἁγίας, Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος»-συναρτᾶται μέ τόν καίριο ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἰδίως κατά τήν προηγηθεῖσα τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας χρονική περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἀποτελεῖ δέ καί διαπίστωση τοῦ πραγματικοῦ γεγονότος ὅτι τήν θρησκεία αὐτήν πρεσβεύει ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐνῶ δέν στερεῖται ἡ ἀναφορά αὐτή καί κανονιστικῶν συνεπειῶν (ὅπως π.χ. ἡ καθιέρωση χριστιανικῶν ἑορτῶν ὡς ὑποχρεωτικῶν ἀργιῶν σέ ἐθνικό καί τοπικό ἐπίπεδο, στόν δημόσιο καί στόν ἰδιωτικό τομέα (παραβ. καί Ὁλομ. ΣΕ 100/2017). Ἐξ ἄλλου, ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Σ/τος, ἡ ὁποία ἀναγορεύει τήν παιδεία ὡς βασική ἀποστολή τοῦ Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ τῶν σκοπῶν της τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων, γιά τόν λόγο αὐτόν δέ ἡ ἀνάπτυξη τόσο τῆς ἐθνικῆς ὅσο καί τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων, ἀποτελεῖ καί μέρος τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων (βλ. ἄρθρο 1 παρ. 1 τοῦ Ὀργανισμοῦ τοῦ Ὑπουργείου αὐτοῦ, πδ 114/2014, Α΄ 181). Ἡ ἔννοια τῆς «ἐθνικῆς» καί τῆς «θρησκευτικῆς» συνειδήσεως κατά τήν ἐν λόγῳ συνταγματική διάταξη, εἶναι, ἐν ὄψει καί τῆς χρήσεως ὁριστικοῦ ἄρθρου, συγκεκριμένη καί δέν ἀφορᾶ σέ ὁποιοδήποτε Ἔθνος καί σέ ὁποιοδήποτε θρήσκευμα. Εἰδικότερα, ὡς ἀνάπτυξη τῆς «ἐθνικῆς» συνειδήσεως νοεῖται εὐλόγως ἐφ' ὅσον τό ἑλληνικό Κράτος ἱδρύθηκε καί ὑπάρχει ὡς ἐθνικό Κράτος (βλ. Ὁλομ. ΣΕ 460/2013), ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς -καί ὄχι ἄλλης-ἐθνικῆς συνειδήσεως, ὡς ἀνάπτυξη δέ τῆς «θρησκευτικῆς» συνειδήσεως νοεῖται ἡ ἀνάπτυξη ὀρθοδόξου χριστιανικῆς συνειδήσεως (βλ. ΣΕ 3356/ 1995,2176/1998), ἐν ὄψει του ὅτι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηριζόμενη ὡς «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα» ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, ὅπως προεξετέθη, ὡς ἡ θρησκεία τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Στήν ἀνάπτυξη αὐτή, ἄλλωστε, θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν ἑλληνοπαίδων σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀποβλέπουν καί οἱ -ἀποτελοῦντες τήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία- γονεῖς των, ἀντλώντας ἀπό τήν προπαρατεθεῖσα διάταξη τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Σ/τος, τό δικαίωμα, πού κατοχυρώνεται εὐθέως καί ἀπό τό ἄρθρο 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) τῆς Συμβάσεως τῆς ΕΣΔΑ, νά «ἐξασφαλίζουν» τήν μόρφωση καί ἐκπαίδευση τῶν τέκνων τους σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣΕ 2176/ 1998, 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ὅτι ἡ θρησκευτική συνείδηση γεννᾶται καί διαμορφώνεται σταδιακά, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ βίου, στό πλαίσιο τῆς οἰκογενείας (ἡ ὁποία, ὡς «θεμέλιο τῆς συντηρήσεως καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους» τελεῖ -ὅπως καί ἡ παιδική ἡλικία-ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους, κατά τό ἄρθρο 21 τοῦ Σ/τος), ἀπό τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Σ/τος σέ συνδυασμό μέ τίς διατάξεις τῶν παρ.1 καί 2 τοῦ ἄρθρου 13 αὐτοῦ καί μέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ συνάγεται ὅτι ὡς «ἀνάπτυξη» τῆς κατά τά ἀνωτέρω ὀρθόδοξης χριστιανικῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως νοεῖται ἡ, διά τῆς διδασκαλίας τῶν δογμάτων, ἠθικῶν ἀξιῶν καί παραδόσεων τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐμπέδωση καί ἐνίσχυση τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς στούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἀνήκοντες στήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀσπάζονται τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα, τό κυριότερο δέ μέσον, διά τοῦ ὁποίου -ἐκτός ἄλλων (προσευχή, ἐκκλησιασμός)-ὑπηρετεῖται ὁ ἀνωτέρω συνταγματικός σκοπός εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν. Συνεπῶς, στίς ἀνωτέρω ὑπερνομοθετικῆς ἰσχύος διατάξεις ἀντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ἤ κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων, μέ τίς ὁποῖες, μέσῳ, κυρίως, τῶν προγραμμάτων διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, γιά τούς ἀποτελοῦντες τήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μαθητάς δέν ὑπηρετεῖται ὁ ὡς ἄνω συνταγματικός σκοπός, ἡ ἀνάπτυξη δηλαδή, ὑπό τήν προεκτεθεῖσα ἔννοια, τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως, ἀλλά ἐπιχειρεῖται ὁ κλονισμός ἤ καί ἡ μεταβολή αὐτῆς.
Εἰδικότερα, σχολική διδασκαλία πού μπορεῖ νά ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή μεταβολή ἤ τήν ἀλλοίωση τῆς θρησκευτικῆς αὐτῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν, ὅπως αὐτή διαμορφώνεται στό πλαίσιο τῆς οἰκογενείας, θά συνιστοῦσε μορφή ὁμαδικοῦ προσηλυτισμοῦ ἰδιαιτέρως σοβαρή, ὡς ἐπέμβαση στόν εὐαίσθητο ψυχικό κόσμο τῶν μαθητῶν πού δέν διαθέτουν τήν κριτική ἀντίληψη καί ὡριμότητα τῶν ἐνηλίκων κατά παράβαση τῶν παρ. 1 καί 2 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Σ/τος. Περαιτέρω, ὡς ἀποστολή τῆς Παιδείας, ἡ, ὑπό τήν προεκτεθεῖσα ἔννοια «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως» ἀποτελεῖ συνταγματική ὑποχρέωσή τοῦ Κράτους, ἐπιτελεῖται δέ κυρίως μέ τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο γιά νά ὑπηρετεῖ τόν ἐν λόγῳ σκοπό, πρέπει νά διδάσκεται ἐπί ἱκανό ἀριθμό ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995) καί νά περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε, μέ σαφήνεια καί πληρότητα,τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά καλλιεργεῖ ἀμφιβολίες ὡς πρός τά ἐν λόγῳ στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, οὔτε νά προκαλεῖ σύγχυση μέ τή διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν.
Ἡ διδασκαλία τῶν ἀνωτέρω στοιχείων, ἡ ὁποία καθιστᾶ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν «ὁμολογιακό», εἶναι ἀπολύτως συμβατή μέ τήν, καθιερούμενη στή διάταξη τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Σ/τος, ἀπαραβίαστη θρησκευτική ἐλευθερία, διότι δέν συνιστᾶ ἐπιβολή πίστεως πρός τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία, ἀφοῦ τό μάθημα αὐτό, μέσῳ τοῦ ὁποίου πραγματώνεται ὡς σκοπός τῆς παιδείας ἡ «ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως» ὑπό τό προεκτεθέν κατά τή διάταξη τῆς παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Σ/τος περιεχόμενο (ἤτοι ἡ ἀνάπτυξη ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως), ἀπευθύνεται ἀποκλειστικά, ὡς ἐκ τοῦ ἀνωτέρω περιεχομένου του, στούς μαθητές πού ἀσπάζονται τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα καί ὄχι στούς ἑτεροδόξους, ἀλλοθρήσκους ἤ ἀθέους.
Τοῦτο δέ ἐν ὄψει καί τοῦ ὅτι οἱ τελευταῖοι (ἑτερόδοξοι, ἀλλόθρησκοι, ἄθεοι), ἀπολαύοντες τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία κατοχυρώνεται ὡς ἀπαραβίαστη μέ τή διάταξη τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Σ/τος, ἔχουν εὐθέως βάσει τῆς συνταγματικῆς αὐτῆς διατάξεως δικαίωμα πλήρους ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, χωρίς καμμία δυσμενῆ συνέπεια, ἐφ' ὅσον οἱ γονεῖς τούς ὑποβάλουν ἀξιόπιστη δήλωση ὅτι δέν ἐπιθυμοῦν, γιά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ἤτοι διότι εἶναι ἑτερόδοξοι, ἀλλόθρησκοι ἤ ἄθεοι, νά παρακολουθήσουν τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν πού ἔχει τό προεκτεθέν περιεχόμενο, χωρίς ἡ δήλωση αὐτή νά παραβιάζει τή διάταξη τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Σ/τος, ἐφ' ὅσον γίνεται χάριν ἀπαλλαγῆς (τῶν τέκνων τους) ἀπό τήν, ἐπιβαλλόμενη κατ΄ ἀρχήν ἀπό τό Σύνταγμα καί τό νόμο ὑποχρέωση παρακολουθήσεως τοῦ μαθήματος αὐτοῦ (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995, βλ. ἐπίσης ΣΕ Ὁλομ. 2280/2001, σκ. 9, παραβ. ἐπίσης ἐν σχέσει πρός τήν ΕΣΔΑ καί τήν ἀπόφαση τοῦ ΕΔΑΔ τῆς 26/9/2007 Folgeroσκ. 98). Πέραν δέ τούτου, μάλιστα, γιά ἑτεροδόξους ἤ ἀλλοθρήσκους μαθητάς -ἰδίως τούς μαθητάς τοῦ καθολικοῦ δόγματος ἤ τῆς ἑβραϊκῆς θρησκείας ἤ τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Δυτικῆς Θράκης-ὁ νομοθέτης ἔχει ρητῶς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας τοῦ οἰκείου δόγματος ἤ θρησκείας ἀπό πρόσωπα προτεινόμενα ἀπό τήν οἰκεία θρησκευτική κοινότητα, προκειμένου δέ περί τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος ἀπό μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό (βλ. ἄρθρα 19 παρ. 1 τοῦ ν. 3379/1955, 85 παρ. 4 τοῦ ν. 1566/1985, 55 παρ. 5 τοῦ ν. 4386/2016 καί 7 παρ. 1 τοῦ ν. 694/1977). Περαιτέρω, ἐφόσον διασφαλίζεται ἡ συνταγματική ὑποχρέωση τοῦ Κράτους γιά τήν ἀνάπτυξη, κατά τά ἄνω, τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀνήκοντες στήν πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀσπάζονται τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα, δέν ἐμποδίζεται ἡ πολιτεία νά περιλαμβάνει στά σχολικά προγράμματα, στό πλαίσιο ἄλλων μαθημάτων ἀπευθυνομένων στό σύνολο τῶν μαθητῶν, (ἀνεξαρτήτως δηλαδή τῆς θρησκευτικῆς τους ἐντάξεως), καί ἐκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτῆρος μέ πληροφορίες καί γνώσεις καί γιά ἄλλες, πέραν τῆς Ὀρθοδοξίας, θρησκεῖες καί δόγματα «κατά τρόπο ἀντικειμενικό, κριτικό καί πλουραλιστικό, χωρίς νά ἐπιδιώκει κατηχητικό σκοπό», ἔτσι ὥστε νά σέβεται τίς θρησκευτικές ἤ φιλοσοφικές πεποιθήσεις τῶν γονέων τους. (βλ. ἀπό ΕΔΑΔ 29/6/2007 Folgeroσκ. 84 h, 88, 7/12/1976 Kjeldsenσκ. 53).
15. Ἐπειδή, περαιτέρω,κατά τήν κρατήσασα στό Δικαστήριο γνώμη, σύμφωνα μέ τήν συνταγματική ἀρχή τῆς ἰσότητος (ἄρθρο 4 παρ. 1 τοῦ Σ/τος) καί τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 9 καί 14 τῆς ΕΣΔΑ καί τῆς παρ. 1 τοῦ ΠΠΠ αὐτῆς, τό Κράτος δέν μπορεῖ ρυθμίζοντας τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, νά στερήσει ἀπό τούς μαθητάς πού ἀσπάζονται ὁρισμένη θρησκεία τό δικαίωμα, τό ὁποῖο ἀναγνωρίζει σέ μαθητάς πού ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες,νά διδάσκονται ἀποκλειστικά τά δόγματα τῆς πίστεώς των (ὄχι δέ καί τά δόγματα ἄλλων θρησκειῶν). Κατά δέ τήν εἰδικότερη γνώμη τοῦ Ἀντιπροέδρου Ι. Γράβαρη καί τῶν Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου καί Μ. Σωτηροπούλου ἀπό τούς ἀνωτέρω συνταγματικούς ὁρισμούς –τίς διατάξεις καί τήν ἐν πρoοιμίῳ ἐπίκληση καί τήν συνδυασμένη ἑρμηνεία τούς κατά τό γράμμα καί τόν σκοπό τους, τόσο στήν ἱστορική τους καταγωγή ὅσο καί στήν ἐξέλιξή τους κατά τήν παροῦσα συγκυρία, ἐνόψει δέ τῆς τυπικῆς τους ἰσοδυναμίας, καθώς καί τῆς ἀντίληψης τοῦ νοήματός τους σέ ἁρμονία καί μέ τίς προπαρατεθεῖσες διατάξεις τῆς ΕΣΔΑ, συνάγονται τά ἀκόλουθα: ἀπώτερος σκοπός τῆς παιδείας, ὡς “βασικῆς ἀποστολῆς τοῦ Κράτους εἶναι ἡ “διάπλαση ἐλεύθερων καί ὑπεύθυνων πολιτῶν“. Ἡ “ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων“, ἡ ὁποία παρέχεται πρός τόν σκοπό αὐτό, ὀφείλει, μεταξύ τῶν ἄλλων, νά συμβάλλει στήν “ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς τους συνείδησης“. Ὡς συμβάλλουσα δέ στήν “Ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων“, νοεῖται ἡ ἀγωγή ἐκείνη πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο νά εἰσαγάγει τούς μαθητές καί νά τούς ἐξοικειώσει μέ τήν ἔννοια τοῦ ἱεροῦ ὡς ἔγκυρης πρότασης νοηματοδότησης τοῦ βίου. Καί δή, ὅπως ἡ πρόταση αὐτή ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπό τήν χριστιανική ὀρθοδοξία, καί ἀναδειχθεῖ ἱστορικά στήν Ἑλλάδα ὡς τό “ἐπικρατέστερο” τουτέστιν τό ἀμεσότερα ψηλαφητό, συλλογικό θρησκευτικό βίωμα. Κατά τήν ἀντίληψη δηλαδή τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτη, ἡ κατά τά ἀνωτέρω θρησκευτική ἀγωγή, ἀπό τήν μία μέν πλευρά δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπερβεῖ τόν χαρακτήρα τῆς ὡς “ἔγκυρης” μέν, ἀλλά, πάντως, “πρότασης” γιά τήν συγκρότηση ἐλεύθερων συνειδήσεων, ἱκανῶν γιά τίς δικές τους προσωπικές ἐπιλογές καί, ἑπομένως, δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά μεταβάλλεται σέ δογματική ὁμολογία πίστεως ἤ πολλῷ μᾶλλον σέ κατήχηση ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ὀφείλει νά διατηρεῖ ὡς προέχουσα καί κύρια μέριμνα ὄχι τήν παροχή πληροφοριῶν ἤ τήν ἐπεξεργασία γνώσεων ἤ τήν ἀνάπτυξη προβληματισμῶν ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς ἤ κοινωνιολογικῆς φύσεως (ἀντικείμενο ἄλλωστε καί ἄλλων μαθημάτων), ἀλλά τήν καλλιέργεια τῶν κατάλληλων προϋποθέσεων ὥστε νά μπορεῖ νά μεταδοθεῖ τό βίωμα τῆς ἱερότητας, ὅπως αὐτό ἔχει ἀποτυπωθεῖ -καί εἶναι, ἄλλωστε, ὡς ἐκ τούτου πρόσφορη ἡ μετάδοσή του-στήν λειτουργική ζωή τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καί τήν παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας, μέ τίς πολλαπλές ἐκφάνσεις της στόν πολιτισμό τῆς χώρας. Κατά τά λοιπά, εἶναι ἀσφαλῶς ἐλεύθερη ἡ Πολιτεία νά ἐπιλέγει καί νά καθορίζει κανονιστικά τό περιεχόμενο τῆς σχετικῆς ἀγωγῆς κατά τήν ἑκάστοτε ἐκπαιδευτική πολιτική καί τά πορίσματα τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, μή ἐλεγχόμενη δικαστικά στίς ἐπιλογές της αὐτές παρά μόνον ὡς πρός τήν τήρηση τῶν πιό πάνω συνταγματικῶν ὑποχρεώσεων. Μειοψήφισαν οἱ Σύμβουλοι Ι. Μαντζουράνης, Σ. Χρυσικοπούλου, Θ. Ἀραβάνης, Μ. Πικραμένος καί Α. Μ. Παπαδημητρίου, ὑποστήριξαν τήν ἀκόλουθη ἄποψη: Ὅπως ἔχει κριθεῖ (ΣΕ 194/1987) μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος κατοχυρώνεται καί προστατεύεται ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως πού εἶναι ἰδιαίτερη ἔκφανση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας (ἄρθρο 5 τοῦ Συντάγματος). Ἡ ἐλευθερία αὐτή συνεπάγεται, μεταξύ ἄλλων, τό δικαίωμα τοῦ καθενός νά πρεσβεύει τό θρήσκευμα ἤ τό δόγμα τῆς ἐκλογῆς του ἤ νά μήν ἀκολουθεῖ κανένα θρήσκευμα ἤ νά εἶναι ἄθεος. Τό δεύτερο ἐξ ἄλλου ἐδάφιο τῆς συνταγματικῆς αὐτῆς διατάξεως κατοχυρώνει τήν θρησκευτική ἰσότητα, ἔκφραση τῆς ὁποίας εἶναι τό δικαίωμα τοῦ καθενός νά ἀπολαύει ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις του τό σύνολο τῶν δικαιωμάτων πού ἀναγνωρίζει ἡ ἔννομη τάξη καί μάλιστα ὄχι μόνον τῶν ἀτομικῶν καί πολιτικῶν ἀλλά καί τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, ὅπως τό δικαίωμα παιδείας. Περαιτέρω, μέ τίς ἀποφάσεις 2280 -5/2001 τῆς πλήρους Ὁλομελείας, μέ τίς διατάξεις τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, οἱ ὁποῖες εἶναι θεμελιώδεις, ὡς μή ὑποκείμενες σέ ἀναθεώρηση, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 110 παρ. 1 αὐτοῦ, ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, μέ τήν ὁποία προστατεύεται προεχόντως τό ἐνδιάθετο φρόνημα τοῦ ἀτόμου ἀναφορικά μέ τό θεῖο ἀπό κάθε κρατική ἐπέμβαση, εἶναι ἀπαραβίαστη καί ὑπόκειται μόνο στούς περιορισμούς τῆς παραγράφου 4 τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, περιλαμβάνει δέ, μεταξύ ἄλλων, καί τό δικαίωμα τοῦ ἀτόμου νά μήν ἀποκαλύπτει τό θρήσκευμα ἤ τίς θρησκευτικές ἐν γένει πεποιθήσεις του. Διάφορο δέ εἶναι τό ζήτημα τῆς οἰκειοθελοῦς πρός τίς κρατικές ἀρχές γνωστοποιήσεως τοῦ θρησκεύματος τοῦ ἀτόμου, γιά τήν ἄσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων πού ἀναγνωρίζει ἡ ἔννομη τάξη γιά τήν προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (π.χ. ἡ μή ἐκπλήρωση τῶν στρατιωτικῶν ὑποχρεώσεων γιά λόγους ἀντιρρήσεων συνειδήσεως, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ἀπό συναφεῖς σχολικές ὑποχρεώσεις, ὅπως ὁ ἐκκλησιασμός καί ἡ ὁμαδική προσευχή, κ.λπ., σκ. 9 -10). Περαιτέρω τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ὑπόκειται σέ ἀναθεώρηση κατ’ ἄρθρο 110 παρ. 1 αὐτοῦ ἀναφέρεται ἁπλῶς στό πραγματικό γεγονός ὅτι ἡ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀσπάζεται τό θρήσκευμα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, περιλαμβανόμενο στά Ἑλληνικά Συντάγματα ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί ἑξῆς, ἐτέθη δέ καί στό Σύνταγμα τοῦ 1975 κυρίως γιά λόγους ἱστορικούς (βλ. Πρακτ. Ὁλομ. Συντ. σ. 402). Ἡ διάταξη αὐτή ἔχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, τό ὁποῖο συνάπτεται μέ τόν καθορισμό ἐπίσημων θρησκευτικῶν ἀργιῶν γιά τή διευκόλυνση τῆς ἀσκήσεως θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν ἐνδιαφερομένων (βλ. ΣΕ 100/ 2017 Ὁλομ.). Ὅπως, ὅμως, ἔχει κριθεῖ μέ τίς προαναφερθεῖσες ἀποφάσεις 2280 -5/201 τῆς πλήρους Ὁλομελείας, ἡ διάταξη αὐτή τοῦ ἄρθρου 3, τό ὁποῖο ἄλλωστε ἐντάσσεται στό Τμῆμα Β’ τοῦ πρώτου μέρους τοῦ Συντάγματος, πού ἀφορᾶ τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, δέν ἐπηρεάζει τήν ἄσκηση τοῦ κατοχυρουμένου μέ τό ἄρθρο 13 ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖο περιλαμβάνεται στό δεύτερο μέρος τοῦ Συντάγματος μέ ἀντικείμενο τά ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα, οὔτε εἰσάγει προνομιακή μεταχείριση ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν κατά τήν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ. Κάτι τέτοιο, ἄλλωστε, θά ἀντέβαινε καί στήν εἰδική διάταξη τῆς παραγρ1 τοῦ ἄρθρου 13, πού ἐπιβάλλει τήν ἴση μεταχείριση στήν ἀπόλαυση καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἀνεξάρτητα ἀπό θρησκευτικές πεποιθήσεις (σκ. 10). Ὁμοίως δέν ἐπηρεάζει τήν ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν καί κοινωνικῶν δικαιωμάτων πού κατοχυρώνει τό Σύνταγμα ἡ φράση “Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος” στήν προμετωπίδα τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία τέθηκε, ὁμοίως γιά ἱστορικούς λόγους καί ἔχει περιορισμένη κανονιστική ἐπιρροή, ἀντίστοιχη μέ αὐτή τοῦ ἄρθρου 3 παρ1 (πρβλ. ἀπόφαση τῆς 26-9-1990 τοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἐλβετίας, BGE 116 IaS 252, 258, σκ. 5, τό Σύνταγμα τῆς ὁποίας περιλαμβάνει ἀντίστοιχη προμετωπίδα). Ἐξ ἄλλου, οἱ ἐλευθερίες τῆς σκέψης, τῆς συνείδησης καί τῆς θρησκείας πού κατοχυρώνει τό ἄρθρο 9 παρ1 τῆς ΕΣΔΑ, ὅπως ἔχει κρίνει παγίως τό ΕΔΔΑ εἶναι ἕνα ἀπό τά θεμέλια τῆς “δημοκρατικῆς κοινωνίας” κατά τήν ἔννοια τῆς Συμβάσεως. Ὅσον ἀφορᾶ στήν θρησκευτική της διάσταση, εἶναι ἕνα ἀπό τά ζωτικότερα στοιχεῖα πού συνιστοῦν τήν ταυτότητα τῶν πιστῶν καί τήν ἀντίληψή τους γιά τήν ζωή, ἀλλά εἶναι ἐπίσης ἕνα πολύτιμο στοιχεῖο γιά τούς ἄθεους, τούς ἀγνωστικιστές, τούς σκεπτικιστές καί τούς ἀδιάφορους. Εἶναι προϊόν τοῦ πλουραλισμοῦ, ὁ ὁποῖος κατακτήθηκε ἀκριβά ἀνά τούς αἰῶνες, πού δέν μπορεῖ νά διαχωρισθεῖ ἀπό μία τέτοια κοινωνία. Ἡ ἐλευθερία αὐτή συνεπάγεται, ἰδίως, τήν ἐλευθερία ἑνός προσώπου πού ἀσπάζεται ἤ ὄχι μία θρησκεία καί τήν ἐλευθερία νά ἀσκεῖ ἤ ὄχι τά θρησκευτικά του καθήκοντα (βλ. “ἀσκήσεως ἤ μή αὐτῆς” ἀποφ. ΕΔΔΑ τῆς 3-10-2010, πδ κατά Ἑλλάδος, σκ. 76, τῆς 25-3-1993 Κοκκινάκης κατά Ἑλλάδος, σκ. 31, τῆς 18-2-1999, Buscarini κατά Ἁγίου Μαρίνου, σκ. 34 κ.ἄ.). Περαιτέρω, κατά τήν αὐτή γνώμη, ἀπό τόν συνδυασμό τῶν διατάξεων τῶν μή ὑποκειμένων σέ ἀναθεώρηση ἄρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 καί 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 αὐτοῦ, τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου τῆς ΕΣΔΑ, τοῦ ἄρθρου 18 τοῦ Διεθνοῦς Συμφώνου γιά τά ἀτομικά καί πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΔΠ) πού κυρώθηκε μέ τόν ν. 2462/1997 (Α 25) καί τοῦ ἄρθρου 14 τῆς Διεθνοῦς Σύμβασης γιά τά δικαιώματα τοῦ παιδιοῦ (ΔΣΔΠ), ἡ ὁποία κυρώθηκε μέ τόν ν. 2101/1992 (Α 192) συνάγεται ὅτι ὑποκείμενο τοῦ δικαιώματος τῆς παιδείας καί τῆς ἐκπαίδευσης εἶναι τόσο οἱ Ἕλληνες, ἤτοι οἱ κεκτημένοι τήν ἑλληνική ἰθαγένεια (βλ. ΣΕ 3317/2014 Ὁλομ.), ὅσο καί ὅλοι οἱ νομίμως εὑρισκόμενοι στήν Ἑλλάδα, στό πλαίσιο τῶν ὑπαρχουσῶν ἐκπαιδευτικῶν δομῶν καί τῶν διατιθέμενων μέσων (ΕΔΔΑ 23-7-1968 Affairelinguistiquebelge, σκ. Β3). Περαιτέρω, κατά τό ἄρθρο 16 παρ2 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο πρέπει νά ἑρμηνεύεται συστηματικά μέ τίς λοιπές συνταγματικές διατάξεις, λαμβανομένων ὑπόψη τόσο τῶν συνθηκῶν κατά τήν θέσπιση τοῦ Συντάγματος ὅσο καί τῶν δεδομένων τῆς σύγχρονης πραγματικότητας, ὡς ἀνάπτυξη τῆς “ἐθνικῆς συνείδησης” νοεῖται ἡ συνειδητοποίηση τῆς συμμετοχῆς στήν ἐθνική κοινότητα πού προσδιορίζεται διαχρονικά ὡς ἑλληνική μέ πολιτιστικά καί γλωσσικά κριτήρια, ἐνῶ, ὡς “ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως” νοεῖται ἡ ἐξοικείωση τῶν μαθητῶν μέ τό θρησκευτικό φαινόμενο στήν ἱστορική του πορεία καί στή σύγχρονη πραγματικότητα, μέ ἔμφαση βεβαίως στήν παρουσίαση τῶν διδαγμάτων καί τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλαδή τῆς “ἐπικρατούσας” θρησκείας μέ τήν προεκτεθεῖσα ἔννοια. Κατά ταῦτα ἡ ἀνάπτυξη τῆς “ἐθνικῆς συνειδήσεως” κατά τό Σύνταγμα δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀνάπτυξη “θρησκευτικῆς συνειδήσεως” οὔτε ἀπό τήν πίστη σέ συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι ἡ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση ἀπολύτως θεμιτῶς μπορεῖ νά ἔχουν καί ὅσοι ἀσπάζονται διαφορετικό ἤ δέν ἀσπάζονται κανένα θρήσκευμα. Ἡ κατά τά ἀνωτέρω “ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνειδήσεως” ἐπιτυγχάνεται μέσω τῆς ὑποχρεωτικῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά δημόσια καί ἰδιωτικά ἐκπαιδευτήρια βάσει καταλλήλου προγράμματος σπουδῶν. Γιά τήν διαμόρφωση τοῦ προγράμματος αὐτοῦ καί τήν ἐπιλογή τῆς διδακτέας ὕλης, πού ἀποτελοῦν ἀμιγῶς κρατικές ἁρμοδιότητες, ὁ νομοθέτης διαθέτει εὐρεία διακριτική εὐχέρεια. Ἡ εὐχέρεια αὐτή ὁριοθετεῖται ἀπό τίς προαναφερθεῖσες αὐξημένης τυπικῆς ἰσχύος διατάξεις πού καθορίζουν τούς σκοπούς τῆς ἐκπαίδευσης, μεταξύ τῶν ὁποίων προέχων εἶναι “ἡ διάπλαση ἐλεύθερων καί ὑπεύθυνων πολιτῶν” καί κατοχυρώνουν τήν ἐλευθερία σκέψεως, συνειδήσεως καί θρησκείας, φορέας τῆς ὁποίας εἶναι αὐτοτελῶς καί τό παιδί, καθώς καί τό δικαίωμα τῶν γονέων νά “φροντίζουν“ γιά τήν θρησκευτική καί ἠθική ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους σύμφωνα μέ τίς πεποιθήσεις τους καί νά “καθοδηγοῦν” τό παιδί στήν ἄσκηση τῶν παραπάνω δικαιωμάτων του πρός τόν σκοπό τῆς ἀναπτύξεως τῶν ἱκανοτήτων του, δέν παρέχεται ὅμως στούς γονεῖς δικαίωμα νά ἀξιώσουν ἀπό τό κράτος τήν ὀργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου (ΕΔΔΑ 10-1-2017 Osmanoglu, σκ. 92 -95), σέ περίπτωση δέ συγκρούσεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ παιδιοῦ καί τῶν γονέων ὑπερτερεῖ τό δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ (ibidemσκ. 95, 97, 105, Βαλσάμης, σκ. 37, Johnston1986, σκ. 63). Ἀπό αὐτά παρέπεται ὅτι τό Κράτος κατά τήν παροχή τῆς ἐκπαίδευσης, περιλαμβανομένου τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, πού ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς μαθητές καί ὄχι μόνον σέ ὀρθοδόξους μαθητές δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλλει συγκεκριμένη “κοσμοθεωρία” ὡς τήν μόνη ἀποδεκτή ἤ ἀληθινή, ἀλλά ὀφείλει τηρώντας τήν ἀρχή τῆς οὐδετερότητας, νά δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις ὥστε οἱ μαθητές νά διαμορφώσουν ἐλεύθερα τήν προσωπικότητά τους καί νά ἐπιλέξουν κριτικά τήν κοσμοαντίληψη τῆς ἀρεσκείας τους. Εἰδικότερα, τό πρόγραμμα θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης μπορεῖ μέν νά περιλαμβάνει “πληροφορίες ἤ γνώσεις θρησκευτικοῦ χαρακτήρα” πλήν ἡ μετάδοσή τους πρέπει νά εἶναι “ἀντικειμενική, κριτική καί πλουραλιστική” καί νά μήν ἐπιδιώκει “κατηχητικό σκοπό” (ΕΔΔΑ7.12.1996, Kjeldsenσκ. 53, 29.6.2007 Folgero). Ἐν ὄψει τούτων, κατά τήν γνώμη αὐτή, τό Σύνταγμα καί οἱ διεθνεῖς συμβάσεις πού προαναφέρθηκαν οὐδόλως ὑποχρεώνουν τόν νομοθέτη νά προσδώσει στό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἀμιγῶς ὁμολογιακό ἤ κατηχητικό χαρακτήρα, διότι τοῦτο θά ἰσοδυναμοῦσε ὄχι μέ ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνείδησης μέ τήν προεκτεθεῖσα ἔννοια, ἀλλά μέ “ἐπιβολή θρησκευτικῆς συνείδησης” συγκεκριμένου περιεχομένου, ὅπερ ἀντίκειται στίς ἀρχές τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας καί τῆς πολυφωνίας πού διέπουν τήν παροχή τῆς ἐκπαίδευσης ἀπό τό Κράτος καί ματαιώνουν τό δικαίωμα τοῦ μαθητῆ νά ἐπιλέξει καί νά διαμορφώσει κριτικά οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς προσωπικότητάς του καί τῆς ἀντίληψής του γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ναί μέν οἱ κείμενες διατάξεις παρέχουν τήν δυνατότητα ἐξαίρεσης τοῦ μαθητῆ ἀπό μάθημα πού ἀντίκειται στίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις ἤ τίς πεποιθήσεις τῶν γονέων του, πλήν ἡ ἄσκηση τῆς δυνατότητας αὐτῆς ἀποτελεῖ ἔσχατο μέσο διότι δημιουργεῖ στεγανά μεταξύ τῶν μαθητῶν καί ἐνισχύει τό αἴσθημα τοῦ ἀποκλεισμοῦ εἰς βάρος τοῦ ὁμαδικοῦ πνεύματος πού πρέπει νά καλλιεργεῖ τό σχολεῖο, τῆς ἐνσωμάτωσης στό σχολικό περιβάλλον καί τῆς κοινωνικοποίησης τοῦ παιδιοῦ (ΕΔΔΑ προαναφερθεῖσα ἀπόφαση Osmanoglu, σκ.103). Ἀκριβῶς αὐτόν τόν σκοπό ἐξυπηρετεῖ ἕνα μάθημα θρησκευτικῶν πολυφωνικό καί ἀξιολογικά οὐδέτερο κατά τά ἐκτεθέντα. Οἴκοθεν, ἐξ ἄλλου, νοεῖται ὅτι οἱ ἐνδιαφερόμενοι μποροῦν νά συμπληρώσουν τίς γνώσεις τους καί τήν θρησκευτική ἀγωγή τούς ἐκτός σχολείου, ὅπως στήν οἰκογενειακή ἑστία ἤ σέ ἄλλους θεσμούς, ὅπως τό κατηχητικό κ.λπ. (βλ.
Ἀποφάσεις ΕΔΔΑ τῆς 29-6-2007 Folgero σκ. 88 -89, τῆς 7-2-1976 Kjeldsen, σκ. 50 -53 κ.ἄ.).
16. Ἐπειδή, μετά τήν θέση σέ ἰσχύ τοῦ Συντάγματος τοῦ 1975, ὁ πρῶτος βασικός νόμος πού ρύθμισε τά θέματα ὀργανώσεως καί διοικήσεως τῆς γενικῆς ἐκπαιδεύσεως ἦταν ὁ ν. 309/1976 ( Α 100).
Τά ἀναλυτικά προγράμματα πού ἐκδόθηκαν μέ βάση τόν νόμο αὐτόν καθιερώνουν ὡς βασικό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν τή διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως [βλ. ἐνδεικτικά: τούς σκοπούς καί τή διδακτέα ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν γιά τό Δημοτικό σχολεῖο πδ 1034/1977 (Α 347), ἄρθρο 3 “Ἀναλυτικό Πρόγραμμα Μαθημάτων Α. Θρησκευτικά 1. Σκοπός: σκοπός τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος τῶν μαθητῶν, ἡ ἑδραίωση τῆς πίστεως στήν χριστιανική θρησκεία καί ἡ ἐνίσχυση τῆς ἐνεργητικῆς συμμετοχῆς τους στή θρησκευτική ζωή τοῦ λαοῦ μας 2. Διδακτέα Ὕλη: Α καί Β Τάξεις 1. προσευχές ... 2. ποιήματα καί τραγούδια θρησκευτικά ... 3. διδασκαλίες ἁπλές μέ τήν εὐκαιρία τῶν μεγάλων Θρησκευτικῶν ἑορτῶν: Γέννηση τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ... 4. ..... Γ Τάξη Α Ἱστορίες ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη .... Δ Τάξη Α Ἱστορίες ἀπό τήν Καινή Διαθήκη ... Ε Τάξη Ἐκκλησιαστική Ἱστορία .... ΣΤ Τάξη Α Λειτουργική ... Β Κατήχηση...”, (βλ. σελ. 3191 ἔπ.), πδ 831/1977 (Α) ὡρολόγιο πρόγραμμα τοῦ ἡμερησίου Γυμνασίου καί ἀναλυτικά προγράμματα τῶν Α καί Β Τάξεων, Θρησκευτικά “Γενικός Σκοπός τοῦ μαθήματος. Σκοπός τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, πού διδάσκεται στά Γυμνάσια καί τά Λύκεια εἶναι ἡ φανέρωση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστοῦ γιά τόν Θεό, γιά τόν κόσμο καί γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ μύηση τῶν μαθητῶν στίς σωτήριες ἀλήθειες τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ἡ ἐπίγνωση τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς προσφορᾶς της στόν κόσμο, ἡ βίωση τῶν ἀληθειῶν τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως στίς συγκεκριμένες περιστάσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ μαθητῆ ........” Τάξη Α σκοπός “Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ” (σελ. 2508), Τάξη Β σκοπός “Ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ” (βλ. σελ. 2510, βλ. ἐπίσης τό πδ 374/1978 (Α 79) γιά τή Γ Γυμνασίου “Θρησκευτικά Ὀρθόδοξος Πίστις καί ζωή Σκοπός .... νά μυήση τούς ἀνησύχους ἐφήβους τῶν 15 ἐτῶν εἰς τά βασικά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως διά νά μάθουν, τί πρέπει νά πιστεύουν. Νά θεμελιώση θεωρητικῶς καί θεολογικῶς τήν ἠθικήν συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου καί ἰδιαιτέρως τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ ....” (βλ. ἄρθρο 1 σελ. 531 καί ἔπ.), πδ 91/1984 (Α 35) γιά τή Μέση Γενική Ἐκπαίδευση Γ Γυμνασίου, γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (ἀποσπάσματα κειμένων Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας) καί πδ 438/1985 (Α 158) μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν Α Γυμνασίου. Σκοπός “ἡ προετοιμασία τοῦ κόσμου γιά τήν ἀποδοχή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ..... Παλαιά Διαθήκη ....”, Β Γυμνασίου. Ἡ σημασία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ (θαύματα,παραβολές, ζωή τοῦ Χριστοῦ κ.ἄ) Γ Γυμνασίου χαρακτηριστικά γεγονότα καί μεγάλες ἡγετικές μορφές τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 2455 καί ἑπομ.].
Ἐπακολούθησε ὁ ν. 1566/1985 (Α 167), μέ τόν ὁποῖο καταργήθηκε ὁ ὡς ἄνω νόμος 309/1976 καί θεσπίσθηκαν οἱ κύριες διατάξεις γιά τή δομή καί λειτουργία τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης. Ὁ νόμος αὐτός περιέχει σαφεῖς ἀναφορές στήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση. [Βλ.τήν εἰσηγητική του ἔκθεση, στήν ὁποία γίνεται ἀναφορά στήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση ... «....Ἡ ἐκπαίδευση ἔχει ὡς κύριο σκοπό τή διαμόρφωση ἑνός ὁλοκληρωμένου καί καθολικοῦ ἀνθρώπου,σέ σχέση μέ τόν ἑαυτό του ...... σέ σχέση μέ τό Ἔθνος (ἑλληνικός πολιτισμός καί παράδοση,ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση ....»). Συγκεκριμένα, στό ἄρθρο 1 τοῦ νόμου αὐτοῦ ὁρίζεται ὅτι:
«1. Σκοπός τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης εἶναι νά συμβάλει στήν ὁλόπλευρη, ἁρμονική καί ἰσόρροπη ἀνάπτυξη τῶν διανοητικῶν καί ψυχοσωματικῶν δυνάμεων τῶν μαθητῶν, ὥστε, ἀνεξάρτητα ἀπό φύλο καί καταγωγή, νά ἔχουν τή δυνατότητα νά ἐξελιχθοῦν σέ ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες καί νά ζήσουν δημιουργικά. Εἰδικότερα ὑποβοηθεῖ τούς μαθητές:
α) Νά γίνονται ἐλεύθεροι, ὑπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολῖτες, νά ὑπερασπίζονται τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία, τήν ἐδαφική ἀκεραιότητα τῆς χώρας καί τή δημοκρατία, νά ἐμπνέονται ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, τή ζωή καί τή φύση καί νά διακατέχονται ἀπό πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης. Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους πεποιθήσεως εἶναι ἀπαραβίαστη, α) ... β) ...... ε) .....
2. Βασικοί συντελεστές γιά τήν ἐπίτευξη τῶν παραπάνω σκοπῶν εἶναι:
α) ... β) τά ἀναλυτικά προγράμματα, τά σχολικά βιβλία καί τά λοιπά διδακτικά μέσα, καθώς καί ἡ σωστή χρήση τους, γ) ...
3. α) Τά ἀναλυτικά προγράμματα ἀποτελοῦν ἄρτιους ὁδηγούς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου καί περιλαμβάνουν κυρίως: (αα) σαφῶς διατυπωμένους, κατά μάθημα, σκοπούς μέσα στά πλαίσια τῶν γενικῶν καί εἰδικῶν, κατά βαθμίδα σκοπῶν τῆς ἐκπαίδευσης, (ββ) διδακτέα ὕλη ἐπιλεγμένη σύμφωνα μέ τό σκοπό τοῦ μαθήματος, σέ κάθε ἐπίπεδο, ἀνάλογη καί σύμμετρη πρός τό ὡρολόγιο πρόγραμμα καί πρός τίς ἀφομοιωτικές δυνατότητες τῶν μαθητῶν, διαρθρωμένη ἄρτια σέ ἐπιμέρους ἑνότητες καί θέματα, (γγ) ἐνδεικτικές κατευθύνσεις γιά τή μέθοδο καί τά μέσα διδασκαλίας κάθε ἑνότητας ἤ θέματος. β) Τά ἀναλυτικά προγράμματα καταρτίζονται, δοκιμάζονται πειραματικά, ἀξιολογοῦνται καί ἀναθεωροῦνται συνεχῶς σύμφωνα μέ τίς ἐξελίξεις στόν τομέα τῶν γνώσεων, τίς κοινωνικές ἀνάγκες καί τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν τῆς ἀγωγῆς. γ) Τά ἀναλυτικά προγράμματα τῆς ἐννιάχρονης ὑποχρεωτικῆς ἐκπαίδευσης εἰδικότερα ἔχουν ἐσωτερική συνοχή καί ἑνιαία ἀνάπτυξη τῶν περιεχομένων τους. δ) Τά διδακτικά βιβλία γιά τούς μαθητές καί τούς ἐκπαιδευτικούς συγγράφονται σύμφωνα μέ τά ἀναλυτικά προγράμματα. 4. ...».
Περαιτέρω, ὁ ὡς ἄνω νόμος ὁρίζει, μεταξύ ἄλλων, στό ἄρθρο 4, ὅτι:
«1. Σκοπός τοῦ δημοτικοῦ σχολείου εἶναι ἡ πολύπλευρη πνευματική καί σωματική ἀνάπτυξη τῶν μαθητῶν μέσα στά πλαίσια πού ὁρίζει ὁ εὐρύτερος σκοπός τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης. Εἰδικότερα, τό δημοτικό σχολεῖο βοηθεῖ τούς μαθητές: α) ... ε) νά ἐξοικειώνονται βαθμιαία, μέ τίς ἠθικές, θρησκευτικές, ἐθνικές, ἀνθρωπιστικές καί ἄλλες ἀξίες καί νά τίς ὀργανώνουν σέ σύστημα ἀξιῶν ...
2. ...
11. Μέ προεδρικό διάταγμα, πού ἐκδίδεται μέ πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, ρυθμίζονται θέματα σχετικά μέ: α) τήν ὀργάνωση καί λειτουργία τῶν δημοτικῶν σχολείων, β) ... ε) τά διδασκόμενα μαθήματα καί τά ἑβδομαδιαῖα ὡρολόγια καί ἀναλυτικά προγράμματα ... στ) ...
12. ...» καί στό ἄρθρο 5, ὅτι:
«1. Σκοπός τοῦ γυμνασίου εἶναι νά προωθήσει, μέσα στό πνεῦμα τοῦ εὐρύτερου σκοποῦ τῆς ἐκπαίδευσης, τήν ὁλόπλευρη ἀνάπτυξη τῶν μαθητῶν σέ σχέση μέ τίς δυνατότητες πού ἔχουν στήν ἡλικία αὐτή καί τίς ἀντίστοιχες ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς. Εἰδικότερα τό γυμνάσιο βοηθεῖ τούς μαθητές:
α) Νά διευρύνουν τό σύστημα ἀξιῶν τους (ἠθικές, θρησκευτικές, ἐθνικές, ἀνθρωπιστικές καί ἄλλες ἀξίες), ὥστε νά ρυθμίζουν τή συμπεριφορά τους σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές του ... β) ...
2. ...
11. Μέ προεδρικό διάταγμα, πού ἐκδίδεται μέ πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, ρυθμίζονται θέματα σχετικά μέ: α) τήν ὀργάνωση καί λειτουργία τῶν γυμνασίων κάθε κατεύθυνσης, β) τά διδασκόμενα μαθήματα, γ) τά ὡρολόγια καί ἀναλυτικά προγράμματα, δ) ...». Ἐν συνέχειᾳ ἐξεδόθη ὁ νόμος 2525/1997 (Α 188), στήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ ὁποίου ὁρίζονται τά ἑξῆς:
«1. Στούς βασικούς συντελεστές τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 2 τοῦ ν. 1566/1985 προστίθεται ἡ κατάρτιση Ἑνιαίου Πλαισίου Προγράμματος Σπουδῶν (Ε.Π.Π.Σ.), τό ὁποῖο προσδιορίζει τούς στόχους τῆς διδασκαλίας ἀπό τό δημοτικό σχολεῖο μέχρι καί τό λύκειο καί προδιαγράφει τά πλαίσια, μέσα στά ὁποῖα ἀναπτύσσεται τό περιεχόμενο τῶν ἀναλυτικῶν προγραμμάτων. Τό Ε.Π.Π.Σ. καταρτίζεται, ὕστερα ἀπό γνώμη τοῦ Π.Ι., μέ ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων».
Περαιτέρω μέ τήν παράγραφο 2 τοῦ ἴδιου ὡς ἄνω ἄρθρου τοῦ ν. 2525/1997 προβλέπεται ὅτι τά θέματα, μεταξύ ἄλλων, τῶν ἄρθρων 4 παρ. 11 (περιπτώσεις ε στ καί ζ ), 5 παρ. 11 (περιπτώσεις β , γ , ζ , καί η) καί 8 παρ. 9 (περιπτώσεις β , γ , δ , η καί θ ) τοῦ ν. 1566/1985 ρυθμίζονται ἐφεξῆς μέ ἀποφάσεις τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων, ὕστερα ἀπό εἰσήγηση τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, ἐνῶ μέ τήν παράγραφο 3 τοῦ ὡς ἄνω ἄρθρου 7 ἀντικαταστάθηκε ἡ παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 60 τοῦ ν. 1566/1985 καί ὁρίστηκε, μεταξύ ἄλλων, ὅτι τά διδακτικά βιβλία γράφονται μέ βάση τά ἀναλυτικά προγράμματα καί τά προγράμματα σπουδῶν. Τέλος, μέ τόν ν. 3966/2011 (Α 118) ἱδρύθηκε τό Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς (Ι.Ε.Π.) (ἄρθρο 1) καί καταργήθηκε τό Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο (ἄρθρο 21). Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 2 τοῦ νόμου αὐτοῦ:
«1. Τό Ι.Ε.Π. εἶναι ἐπιτελικός ἐπιστημονικός φορέας πού ὑποστηρίζει τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης καί Θρησκευμάτων στά θέματα πού ἀφοροῦν τήν πρωτοβάθμια καί δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, καθώς καί τή μετάβαση ἀπό τή δευτεροβάθμια στήν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση.
2. Σκοπός τοῦ Ι.Ε.Π. εἶναι ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα καί μελέτη τῶν θεμάτων πού ἀναφέρονται στήν προηγούμενη παράγραφο καί ἡ διαρκής ἐπιστημονική καί τεχνική ὑποστήριξη τοῦ σχεδιασμοῦ καί τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς στά θέματα αὐτά.
3. Γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ του, τό Ι.Ε.Π. ἀσκεῖ, ἰδίως, τίς ἀκόλουθες ἁρμοδιότητες:
α) Γνωμοδοτεῖ ἤ εἰσηγεῖται, ὕστερα ἀπό σχετικό ἐρώτημα τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης καί Θρησκευμάτων ἤ αὐτεπαγγέλτως, ἀντίστοιχα, γιά: αα) θέματα σχετικά μέ τή διαμόρφωση, τό διαρκῆ ἐκσυγχρονισμό καί τή βέλτιστη ἐφαρμογή τῆς ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς σέ ὅλους τούς τύπους τῶν σχολικῶν μονάδων, ββ) θέματα πού ἀφοροῦν τά προγράμματα σπουδῶν τῆς πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, τά σχολικά βιβλία καί τά λοιπά διδακτικά μέσα.
γγ) ...».
17. Ἐπειδή, μέ τήν ἤδη προσβαλλομένη ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε κατ’ ἐφαρμογήν τῶν διατάξεων τῶν ἄρθρων 4 παρ. 11 ἐδ. ε καί 5 παρ. 11 ἐδ. γ τοῦ ν. 1566/1985 καί τοῦ ἄρθρου 7 παρ. 1 -2 τοῦ ν. 2525/1997 καί κατόπιν τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 29/21.7.2016 πράξεως τοῦ Δ.Σ. τοῦ Ι.Ε.Π., καθορίσθηκε τό πρόγραμμα σπουδῶν (ΠΣ) τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στό δημοτικό καί στό γυμνάσιο. Στό πρῶτο μέρος τῆς ἀπόφασης ἐκτίθενται οἱ γενικές κατευθύνσεις καί οἱ βασικοί στόχοι τοῦ ΠΣ, καθώς καί ἡ δομή καί οἱ κύριοι ἄξονές του, ἐνῶ στό δεύτερο μέρος αὐτῆς παρατίθενται ἀναλυτικοί πίνακες μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν γιά κάθε τάξη τοῦ δημοτικοῦ καί τοῦ γυμνασίου. Εἰδικότερα, στό πρῶτο μέρος τῆς προσβαλλόμενης ἀπόφασης ἀναφέρονται, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς:
«... 1. Οἱ νέες ἀπαιτήσεις γιά τή θρησκευτική ἐκπαίδευση στό εὐρωπαϊκό περιβάλλον τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (ΜτΘ). Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰώνα, οἱ διεθνεῖς ἐξελίξεις ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευση (ΘΕ) ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς ἀπαραίτητος ὅρος γιά τήν πολύπλευρη καί ὁλοκληρωμένη μόρφωση τῶν μαθητῶν. Στόν ἀνοικτό εὐρωπαϊκό διάλογο γιά τή σχολική θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἀλλά καί στά ἐπίσημα κείμενα τῆς Εὐρώπης γιά τήν ἐκπαίδευση, ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς κοινά ἀποδεκτό αἴτημα τό δικαίωμα ὅλων τῶν παιδιῶν γιά θρησκευτική ἐκπαίδευση, γεγονός πού λειτουργεῖ ὡς βασικός μοχλός γιά τήν ἀρτιότερη ὀργάνωσή της. Κατόπιν τούτου, ἐπιδιώκεται ἕνα σχολικό ΜτΘ, στό ὁποῖο ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν παιδιῶν χωρίς καμιά διάκριση καί ἀνεξάρτητα ἀπό τή θρησκευτική ἤ μή δέσμευσή τους θεωρεῖται αὐτονόητη ὅσο καί ἀναγκαία. Ἡ ἐπίγνωση τῶν κινδύνων πού προκύπτουν ἀπό τή θρησκευτική ἀπομόνωση ἀλλά καί ἀπό τίς ποικίλες πολιτικές ἤ ἰδεολογικές χρήσεις τῆς θρησκείας ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν οἱ θρησκευτικές ἀξίες σέ πεδία διαλόγου, συνάντησης καί εἰρηνικῆς συνύπαρξης τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές καί πολιτικές πεποιθήσεις ἤ καί τίς διαφορές τους ... Κατά συνέπεια, ἕνα ΜτΘ πού ἐξετάζει θέματα ὅπως ἡ δικαιοσύνη, ἡ εἰρήνη, ἡ καταλλαγή, ἡ κοινωνική συνοχή, ἡ ἀνεξιθρησκεία, ἡ εὐθύνη γιά τόν κόσμο, ἡ ἀναζήτηση προσωπικοῦ νοήματος, συνάντησης καί σχέσης μέ τόν Θεό καί τόν ἄλλο, ἡ δημιουργικότητα, ἡ ἠθική συμπεριφορά, ἡ εὐθύνη γιά τά κοινωνικά προβλήματα - ζητήματα δηλαδή κρίσιμα γιά τήν κοινή ζωή τῶν ἀνθρώπων στήν Εὐρώπη τουλάχιστον -θεωρεῖται ὅτι προσφέρει σπουδαῖες εὐκαιρίες, ὥστε νά ἐξεταστοῦν ζητήματα ἀποκλεισμοῦ καί προκατάληψης ἀπέναντι στή θρησκευτική διαφορετικότητα καί ταυτόχρονα νά προταθοῦν καί νά ἀξιοποιηθοῦν οἱ βασικές προϋποθέσεις καί δυνατότητες γιά τήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν πολιτῶν σέ συνθῆκες εὐημερίας καί κοινωνικῆς δικαιοσύνης ... Ἄν καί δέν εἶναι ἐφικτές ἑνιαῖες καί ὁμοιόμορφες λύσεις ... ἀναγνωρίζεται ἀπό τή διεθνῆ ἐπιστημονική συζήτηση καί τά διεθνῆ νομικά δεδομένα πώς ἕνα ΜτΘ, τό ὁποῖο περιορίζει τή γνώση τῶν μαθητῶν ἀποκλειστικά καί μόνο στή δική τους θρησκευτική παράδοση ἔχει πλέον φτάσει στά ὅριά του. Ἡ σχολική θρησκευτική ἐκπαίδευση χρειάζεται νά καλύπτει ἕναν εὐρύτατο χῶρο ἐνδιαφερόντων
καί ἐρωτημάτων τῶν σημερινῶν μαθητῶν, τά ὁποῖα ξεκινοῦν ἀπό τήν τοπική θρησκευτική παράδοση ἀλλά καί ταυτόχρονα τήν ὑπερβαίνουν, χωρίς αὐτό νά σημαίνει τήν ὑποτίμηση ἤ τόν ἐξοστρακισμό της. Βασικές προϋποθέσεις γιά οὐσιαστική ἀνταπόκριση τοῦ ΜτΘ σέ αὐτή τή σύνθετη ἀνάγκη εἶναι: Καταρχάς, ἡ διευρυμένη γνώση «γύρω ἀπό τίς θρησκεῖες» ἀλλά καί τίς θρησκευτικές καί μή θρησκευτικές κοσμοθεωρήσεις πού νοηματοδοτοῦν τόν ἀνθρώπινο βίο. Ἐπιπλέον, οἱ μαθητές καί οἱ μαθήτριες χρειάζονται μάθηση «μέσα ἀπό τή θρησκεία», ἡ ὁποία θά τούς ἐπιτρέψει νά συνομιλήσουν μέ τή ζωντανή πραγματικότητα πού αὐτή ἀντιπροσωπεύει σήμερα -καί κατεξοχήν τῆς δικῆς τους θρησκευτικῆς παράδοσης- καί νά κατανοήσουν κατά πόσο καί μέ ποιό τρόπο ἡ θρησκεία συνυφαίνεται μέ τά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καί μέ τίς κοινωνικοπολιτισμικές ἀντιφάσεις καί συγκρούσεις. Οἱ ὁμοιότητες πού ἔχουν ἐπισημανθεῖ στούς στόχους τῶν εὐρωπαϊκῶν ΜτΘ ἐκφράζουν αὐτή τή συνθετική κατεύθυνση τῆς ΘΕ. Πιό συγκεκριμένα ἀναγνωρίζεται ὅτι τό ΜτΘ χρειάζεται:
-νά προσφέρει γνώση καί κατανόηση γιά τά θρησκευτικά «πιστεύω» καί τίς θρησκευτικές ἐμπειρίες,
-νά προσανατολίσει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν στήν ποικιλία τῶν θρησκευτικῶν δυνατοτήτων καί ἠθικῶν ἀντιλήψεων πού ἀνιχνεύονται στίς θρησκευτικές ἐμπειρίες, καί
-νά ἐνθαρρύνει τούς μαθητές, ὥστε νά εὐαισθητοποιηθοῦν πρός τή θρησκεία καί πρός τίς θρησκευτικές διαστάσεις τῆς ζωῆς. Ἡ προσέγγιση αὐτή, ἄν καί ὑπερβαίνει παρωχημένες πρακτικές ὁμολογιακῆς μονοφωνίας, δέν προσδίδει στό ΜτΘ φαινομενολογικό γνωσιολογικό προσανατολισμό οὔτε τό μετατρέπει σέ τυπική θρησκειολογική ἐνημέρωση, ἡ ὁποία δέν ἀνταποκρίνεται στά παιδαγωγικά χαρακτηριστικά, στά βαθύτερα ἐρωτήματα καί στά πραγματικά ἐνδιαφέροντα τῶν μαθητῶν. Ἀπεναντίας, προωθεῖ τήν ἐνεργητική ἐμπλοκή τῶν μαθητῶν ὡς φορέων τῆς δικῆς τους παράδοσης καί ἐνθαρρύνει τή θέαση τοῦ οἰκουμενικοῦ μέσα ἀπό τίς προσωπικές ἐμπειρίες καί στάσεις. Ἀκόμη, στοχεύει στήν ἐξασφάλιση θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης σέ ὅλους τούς μαθητές χωρίς ἑξαιρέσεις. Ἐπιπροσθέτως, θεωρεῖται πλέον βέβαιο ὅτι τό θρησκευτικό φαινόμενο ἐξαιτίας τῆς διαχρονικότητάς του ἐπηρεάζει μέ τόν δικό του τρόπο τήν τοπική καί τήν παγκόσμια ἱστορία. Κατά συνέπεια, στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης ΘΕ, οἱ θρησκεῖες ἐξετάζονται μέσα στό πολιτισμικό τους περιβάλλον χωρίς νά διαχωρίζεται ἡ μελέτη τῆς θρησκείας ἀπό τόν πολιτισμό. Ἡ θρησκεία εἶναι βασική διήκουσα τοῦ πολιτισμοῦ ἑνός λαοῦ, περιλαμβάνει καί νοηματοδοτεῖ οὐσιώδη πολιτιστικά γεγονότα τῆς ζωῆς του, συγκροτεῖ καί χαρακτηρίζει τήν πολιτιστική ταυτότητά του. Ὡστόσο, ὑπογραμμίζεται ὅτι αὐτή ἡ «πολιτισμική» ἔμφαση δέν πρέπει νά ὁδηγεῖ στόν σχετικισμό ἤ ἀκόμη χειρότερα στόν συγκρητισμό ἤ καί στήν παραθεώρηση ζητημάτων πού συνδέονται τόσο μέ τούς θεμελιώδεις σκοπούς καί τή διδασκαλία κάθε θρησκείας ὅσο καί μέ τίς ἀντινομίες μεταξύ διαφορετικῶν θρησκειῶν... Ἐν τέλει, στήν παροῦσα θεώρηση τοῦ ΜτΘ προβάλλεται μέ ἔμφαση τό αἴτημα τοῦ θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ ὡς μία καίρια διάσταση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς, ἡ ὁποία συμβάλλει στή διαμόρφωση πολιτῶν μέ θρησκευτική αὐτοσυνειδησία καί δεκτικότητα στόν διάλογο μέ τό διαφορετικό. Ὁ θρησκευτικός αὐτός γραμματισμός βασίζεται στούς κανόνες τῆς παιδαγωγικῆς καί ἐπιστημονικῆς γνώσης καί στοχεύει στήν κριτική ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν μαθητῶν μέ τίς γνώσεις, τίς ἀξίες καί τίς στάσεις ζωῆς πού παρέχει γιά τίς θρησκεῖες καί ἀπό τίς θρησκεῖες, ἐφαρμόζοντας μία διερευνητική, ἑρμηνευτική καί διαλογική μαθησιακή προσέγγιση. Συνακόλουθα, ὅλες αὐτές οἱ προϋποθέσεις- προσδοκίες ἀπό τή ΘΕ συνοψίζονται στό αἴτημα υἱοθέτησης κάποιων βασικῶν κοινῶν κριτηρίων (standards) γιά τό ΜτΘ τῶν εὐρωπαϊκῶν χωρῶν.
Πιό συγκεκριμένα, ἀναγνωρίζεται ὅτι τό ΜτΘ:
1. Μπορεῖ καί πρέπει νά διδάσκεται σύμφωνα μέ τούς ὅρους καί τά κριτήρια τῆς γενικῆς ἐκπαίδευσης στά δημόσια σχολεῖα.
2. Χρειάζεται νά περιλαμβάνει θεωρήσεις διαχριστιανικῆς καί διαθρησκειακῆς μάθησης, διαλόγου, συνεργασίας καί συλλογικότητας.
3. Ἡ διδασκαλία του ἀπαιτεῖ ἐπαγγελματίες ἐκπαιδευτικούς, μέ ἰσχυρή θεωρητική καί πρακτική ἐκπαίδευση πού ἔχουν πλήρως κατανοήσει τόν ρόλο τους καί ἔχουν ἀναπτύξει στοχαστικοκριτικές δεξιότητες.
2. Οἱ συντεταγμένες τοῦ Προγράμματος Σπουδῶν τοῦ ΜτΘ.
Ἡ παροῦσα πρόταση ἀφορᾶ ἕνα μάθημα πού διατηρεῖ μέν τόν γνωσιακό καί παιδαγωγικό χαρακτήρα πού εἶχε ὡς τώρα, ἀνοίγεται ὡστόσο στίς χριστιανικές παραδόσεις τῆς Εὐρώπης καί τίς ἄλλες θρησκεῖες.
Δίνοντας τίς συντεταγμένες αὐτοῦ τοῦ μαθήματος, διαμορφώνουμε ἕνα ΠΣ τό ὁποῖο ξεκινᾶ ἀπό καί ἔχει ἐπίκεντρο τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου, τήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή σαρκώθηκε στή ζωή καί ἀποτυπώθηκε στά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ του. Κάθε μαθητής/τρια, ἀνεξαρτήτως τῆς θρησκευτικῆς του/της ἰδιοπροσωπίας, εἶναι ἀναγκαῖο νά γνωρίζει τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου καταγωγῆς ἤ μόνιμης διαμονῆς του/της. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί βασική συντεταγμένη τοῦ μαθήματος. Ἡ δεύτερη συντεταγμένη εἶναι ἡ βασική γνωριμία μέ τίς μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις πού συναντῶνται στήν Εὐρώπη καί γενικότερα στόν κόσμο, ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός καί ὁ Προτεσταντισμός μέ τίς βασικές του ὁμολογίες. Ἡ τρίτη συντεταγμένη περιλαμβάνει στοιχεῖα ἀπό τά μεγάλα θρησκεύματα καί ἰδίως ὅσα ἐνδιαφέρουν τήν ἑλληνική κοινωνία περισσότερο, δηλαδή τίς μονοθεϊστικές παραδόσεις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, καθώς καί ἄλλες θρησκεῖες πού κατά τόπους ἤ κατά περίπτωση κρίνεται ὅτι παρουσιάζουν σήμερα αὐξημένο ἐνδιαφέρον. Συνεπῶς, πρόκειται γιά ἕνα διευρυμένο καί μέ σαφεῖς θεολογικές προϋποθέσεις μάθημα, τό ὁποῖο ἐξετάζει μέ ἐρευνητικό, κριτικό καί διαλεκτικό τρόπο τή συνεισφορά κάθε θρησκευτικῆς παράδοσης στήν ἱστορία καί στόν πολιτισμό, ἀποβλέποντας στόν θρησκευτικό γραμματισμό, ἀλλά καί στήν εὐαισθητοποίηση καί στόν ἀναστοχασμό τῶν μαθητῶν ἀπέναντι στόν δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό καί τό πῶς αὐτός ἀντικατοπτρίζεται στή δυναμική τῶν κοινωνικῶν σχέσεων. Φυσικά δέν εἶναι δυνατόν στό Ἑλληνικό σχολεῖο νά μήν εἶναι κεντρικός ὁ λόγος τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καί παράδοσης, ἡ ὁποία μέσα ἀπό τό ΜτΘ καλεῖται νά προχωρήσει πέρα καί ἀπό τή νεωτερικότητα ἀποδεχόμενη τόν πλουραλισμό καί τήν ἑτερότητα, κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε ταυτόχρονα νά μήν ὑποτιμᾶ, νά μήν σχετικοποιεῖ, πολύ δέ περισσότερο νά μήν ἐγκαταλείπει τήν αὐτοσυνειδησία της. Στοιχεῖα μίας τέτοιας θεολογικῆς θεώρησης τῆς πολυπολιτισμικότητας ὡς ἀλληλοσεβασμοῦ, ἀποδοχῆς καί εἰρηνικῆς συνύπαρξης μέ τή θρησκευτική ἤ ὅποια ἄλλη ἑτερότητα, εἶναι διάσπαρτα μέσα στήν Ἁγία Γραφή, στήν κληρονομιά τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, σέ κείμενα νεότερων καί σύγχρονων χριστιανῶν στοχαστῶν, καθώς καί σέ ποικίλα ἔργα τέχνης. Συμπερασματικά, τό νέο ΠΣ προωθεῖ μία παιδαγωγικά εὐαίσθητη, μέ ρεαλιστικούς μαθησιακούς στόχους, διδακτικά εὐέλικτη καί πολυεπίπεδη πρόταση θρησκευτικῆς ἀγωγῆς, ἡ ὁποία βασίζεται στό ἰσχῦον νομικό πλαίσιο καί ἀνταποκρίνεται στίς σύγχρονες κοινωνικές ἀνάγκες. Ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἀλλά διαφοροποιεῖται ἀπό τήν κατήχηση, διασώζει εὔλογες καί ἀναγκαῖες ἰσορροπίες ἀνάμεσα στό οἰκεῖο καί στό ἕτερο χωρίς νά μετατρέπει τό μάθημα σέ Θρησκειολογία.
3. Γενικοί σκοποί καί προσανατολισμοί τοῦ Μτθ στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο. 1. Νά οἰκοδομήσει ἕνα στιβαρό μορφωτικό πλαίσιο/πεδίο γνώσης καί κατανόησης τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς παράδοσης τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Εὐρώπης ἀλλά καί ὡς ζωντανῆς πηγῆς ἔμπνευσης, πίστης, ἠθικῆς καί νοηματοδότησης: γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, τή ζωή καί τήν ἱστορία. 2. Νά παρέχει στούς μαθητές, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν προσωπική τους θρησκευτική τοποθέτηση, ἱκανοποιητική κατάρτιση γιά τή φύση καί τόν ρόλο τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, στό σύνολό του καί στίς ἐπιμέρους ἐκφάνσεις του, δηλαδή τίς μεγάλες καί ζωντανές θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἐφόσον θεωροῦνται πηγές πίστης, πολιτισμοῦ καί ἠθικοῦ τρόπου ζωῆς. 3. Νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις καί νά προσφέρει τίς εὐκαιρίες, ὥστε οἱ μαθητές νά ἀναπτύξουν ἱκανότητες καί ἐπάρκειες -ἀλλά καί διαθέσεις καί στάσεις- πού χαρακτηρίζουν τόν θρησκευτικά ἐγγράμματο ἄνθρωπο, καλλιεργώντας παράλληλα τήν ἠθική καί κοινωνική του εὐαισθησία. 4. Νά συντελέσει στή γνωριμία, στήν κριτική κατανόηση, στόν σεβασμό καί στόν διάλογο μεταξύ ἀνθρώπων μέ διαφορετικές ἀπόψεις, ἀντιλήψεις ἤ δεσμεύσεις πάνω σέ ζητήματα πίστης καί ἠθικοῦ προσανατολισμοῦ. 5. Νά συνεισφέρει δημιουργικά στόν ἐλεύθερο καί ὑπεύθυνο αὐτοπροσδιορισμό τῆς προσωπικῆς ταυτότητας τῶν μαθητῶν, καθώς καί στήν ὁλόπλευρη (θρησκευτική, γνωστική, πνευματική, κοινωνική, ἠθική, ψυχολογική, αἰσθητική καί δημιουργική) ἀνάπτυξή τους, μέσα ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ νοήματος καί τήν ὑπαρξιακή ἀναμέτρηση μέ τήν πολυπλοκότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς. Οἱ γενικοί αὐτοί σκοποί τοῦ ΜτΘ μποροῦν νά ἐξειδικευτοῦν στούς παρακάτω ἐπιμέρους ἐκπαιδευτικούς προσανατολισμούς καί στόχους/προτεραιότητες πού ἐπιδιώκουν:
1. Τήν κριτική κατανόηση τῶν δογματικῶν, λατρευτικῶν, ὑπαρξιακῶν καί πολιτισμικῶν ἐκφράσεων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῶν ἄλλων μεγάλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, καθώς καί ἄλλων θρησκευμάτων,
2. τήν ἀνάδειξη τῶν οἰκουμενικῶν ἀξιῶν τόσο τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅσο καί τῶν ἄλλων θρησκειῶν τοῦ κόσμου,
3. τή διερεύνηση πτυχῶν καί ὄψεων τῆς τοπικῆς θρησκευτικῆς ἱστορίας καί παράδοσης, μέ στόχο τή γνώση, τή διαφύλαξη καί τήν ἀνανέωση τῆς τοπικῆς πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς,
4. τήν προσέγγιση τῆς θρησκευτικῆς πίστης γενικότερα καί τοῦ Χριστιανισμοῦ ἰδιαίτερα μέ πολλαπλά κριτήρια (πολιτισμικά, ἠθικά, κοινωνικά, ἱστορικά, προσωπικά, θεολογικά),
5. τήν ἀποκωδικοποίηση τοῦ θρησκευτικοῦ ὑποβάθρου τῶν πολιτισμικῶν παραδόσεων καί τήν ἀναγνώριση τῶν θρησκευτικῶν διαστάσεων τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ,
6. τήν κατανόηση τῶν ἀξιῶν ἀλλά καί τῶν ἀρνητικῶν ἤ ἐπικίνδυνων ἐκφράσεων πού κάποιες θρησκεῖες ἐμπεριέχουν, διατηροῦν ἤ ὑποβάλλουν,
7. τήν κατανόηση τῆς ἐποχῆς καί τῶν ἀναγκῶν της καί τή μεθερμηνεία τοῦ θεολογικοῦ λόγου στίς σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες,
8. τόν προβληματισμό καί τήν ἔμπρακτη εὐαισθητοποίηση ἀπέναντι στά κοινωνικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς, τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα καί τά ἠθικά διλήμματα τοῦ ἀνθρώπου,
9. τόν σεβασμό τοῦ δικαιώματος κάθε ἀνθρώπου στή θρησκευτική ἐλευθερία, τήν ἀναζήτηση καί τόν θρησκευτικό αὐτοπροσδιορισμό,
10. τήν ἀναγνώριση καί τόν σεβασμό στήν ἰδιαίτερη θρησκευτική καί πολιτιστική προέλευση καί συνάφεια κάθε μαθητῆ,
11. τήν ἀνάπτυξη οἰκολογικῆς συνείδησης καί τή διαφύλαξη τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος,
12. τήν ἀνθρωπιστική προσέγγιση τῆς θρησκευτικῆς μάθησης, μέ τήν παράλληλη ἀξιοποίηση τῶν δυνατοτήτων πού προσφέρει ἡ σύγχρονη τεχνολογία,
13. τήν ἀνάδειξη τοῦ ὁλιστικοῦ καί μεταμορφωτικοῦ γιά τόν ἄνθρωπο χαρακτήρα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης,
14. τή θεμελίωση τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης σέ στέρεες παιδαγωγικές θεωρήσεις καί στή συνεχῆ ἐνημέρωση γιά τίς σύγχρονες φιλοσοφικές ἀντιλήψεις περί γνώσης καί τόν διάλογο μαζί τους,
15. τή συνεισφορά τοῦ ΜτΘ στή διαμόρφωση μαθητῶν πού ἀναπτύσσουν θετική γνώμη καί στάση πρός τή μάθηση, ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό τους καί εὐθύνη γιά τόν κόσμο.
4. Δομή καί διάρθρωση τῶν περιεχομένων τοῦ ΠΣ. ... Μέ βάση τήν προοπτική αὐτή καί λαμβάνοντας σοβαρά ὑπόψη τήν ἠλικιακή ἰδιαιτερότητα τῶν μαθητῶν, προτείνουμε μία σταδιακή μετάβαση στόν τρόπο προσέγγισης τῶν θεματικῶν ἀξόνων τοῦ ΜτΘ, ὡς ἑξῆς: Δημοτικό -Ὁ κόσμος τῆς θρησκείας. Ἐδῶ προσεγγίζεται ἡ θρησκεία αὐτή καθεαυτή· δηλαδή, πρόκειται γιά μία σταδιακή χαρτογράφηση καί ἀναγνώριση τῶν βασικῶν ἐξωτερικῶν χαρακτηριστικῶν της. Στή βαθμίδα αὐτή παρέχονται ἀφηγηματικά στοιχεῖα γύρω ἀπό τά πρόσωπα, τά ἔθιμα, τά σύμβολα, τίς παραδόσεις, τήν ἱστορία, τά μνημεῖα, τήν κοινωνική καί πολιτιστική ζωή τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων. Ἡ πορεία αὐτή ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν Ὀρθόδοξη θρησκευτική παράδοση, δηλαδή, τήν παράδοση τοῦ τόπου μας καί κατόπιν προσανατολίζεται στόν θρησκευτικό ὁρίζοντα τῶν ἐγγύτερων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν καί ἐν συνέχειᾳ ὁρισμένων στοιχείων ἀπό τίς ἀνατολικές θρησκεῖες ... Γυμνάσιο - Θρησκεία καί ἱστορία ὡς ἔκφραση πολιτισμοῦ. Πρόκειται γιά μελέτη τῆς θρησκείας καί τοῦ πολιτισμοῦ πού αὐτή παρήγαγε ἱστορικά μέσα ἀπό μία ἀμφίδρομη διαδικασία: ἀφενός ἔκφρασης, μαρτυρίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἐσωτερικοῦ της βιώματος σέ μορφές ἐπικοινωνίας καί, ἀφετέρου, ἀναμέτρησης καί διαλόγου μέ τήν ἑκάστοτε ἐποχή καί τά συστήματα-παραδείγματα νοηματοδότησης τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἔτσι, δίνεται ἔμφαση στή ζωή, στήν ἱστορία, στήν τέχνη καί στόν πολιτισμό πού σάρκωσαν ὁ Χριστιανισμός, ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθοδοξία, καί οἱ μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις, ἐνῶ γίνεται καί μία κριτική παρουσίασή τους μέσα ἀπό θεμελιώδεις ἄξονες, ὅπως Θεός, κόσμος, ἄνθρωπος, ἠθική, κοινωνία, πολιτισμός, σύγχρονη ζωή ...
5. Διδακτικές προσεγγίσεις καί μαθησιακές διαδικασίες στό ΜτΘ.
Στό ΜτΘ δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση στίς διαδικασίες μάθησης μέ βάση τίς σύγχρονες γνωσιολογικές, παιδαγωγικές καί διδακτικές θεωρίες, πού μποροῦν νά ὑποστηρίξουν τόσο τήν προαγωγή τοῦ θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ τῶν μαθητῶν ὅσο καί τήν προετοιμασία ἐλεύθερων, ἐνεργῶν καί ὑπεύθυνων πολιτῶν. Βασικοί ἄξονες στή διδασκαλία τοῦ ΜτΘ εἶναι: ...
6. Ἡ δομή καί ἡ λειτουργικότητα τῶν ἑνοτήτων τοῦ ΠΣ.
α. Βασικός σκοπός κάθε κύκλου. Παρουσιάζεται ἡ βασική ἐπιλογή τοῦ ΠΣ ὡς πρός τή θρησκευτική ἐκπαίδευση τῶν μαθητῶν σέ κάθε βαθμίδα, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νά συνομιλήσουν μέ τά ζητήματα τῶν Θεματικῶν Ἑνοτήτων καί νά οἰκοδομήσουν τή θρησκευτική τους γνώση ...
β. Βασικοί ἄξονες τάξης (γιά τό Γυμνάσιο). Ἀναδεικνύονται οἱ ἰδέες -κλειδιά πάνω στίς ὁποῖες ἀναπτύσσονται οἱ βασικοί καί κατευθυντήριοι ἄξονες κάθε τάξης καί διασαφηνίζονται ἡ κατεύθυνση καί ἡ λογική ὀργάνωσης τῶν Θεματικῶν Ἑνοτήτων τῆς τάξης ...
γ.Γενικοί στόχοι τάξης. Περιγράφονται ἁδρομερῶς οἱ ἐπιδιώξεις τῆς θρησκευτικῆς μάθησης σέ κάθε τάξη ...
δ. Οἱ Θεματικές Ἑνότητες (ΘΕ). Πρόκειται γιά ἕνα πλαίσιο διευρυμένης ἔρευνας καί ἐμβριθοῦς ἀνάλυσης τῶν προτεινομένων θεμάτων ...
ε. Οἱ 3 ὁριζόντιες στῆλες κάθε Θεματικῆς Ἑνότητας.
Α. Προσδοκώμενα Μαθησιακά Ἀποτελέσματα (ΠΜΑ). Τά ΠΜΑ δέν ἐξειδικεύουν οὔτε μετασχηματίζουν διδακτικά τούς γενικούς στόχους τῆς τάξης ἀλλά περιορίζονται στήν περιγραφή τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς διδασκαλίας (στό ΤΙ, δηλαδή, μποροῦν νά κάνουν οἱ μαθητές μετά τήν πραγματοποίησή της) ...
Β. Βασικά Θέματα (ΒΘ) τῆς Θεματικῆς Ἑνότητας. Καταγράφουν τίς πλευρές τοῦ θέματος, τίς ὁποῖες θά ἐπεξεργαστοῦν οἱ μαθητές, καθώς καί τό βασικό corpus γνώσεων γύρω ἀπό τό θέμα πού χρειάζεται νά οἰκοδομήσουν ...
Γ. Ἐνδεικτικές Δραστηριότητες. Πρόκειται γιά στοχευμένες καί προσεκτικά προετοιμασμένες ἀπό τόν ἐκπαιδευτικό δράσεις ...
Δ. Ἐκπαιδευτικό Ὑλικό (ΕΥ). Ἡ ἐφαρμογή τοῦ παρόντος ΠΣ ἀπαιτεῖ τήν παραγωγή νέου, πρωτότυπου καί συμβατοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ὑλικοῦ, στό πλαίσιο τῆς συγκεκριμένης φιλοσοφίας καί μεθοδολογίας του ...
Ε. Οἱ ἐπάρκειες (Ε). Οἱ Ε καταγράφουν τίς ἱκανότητες, δεξιότητες, στάσεις, ἀξίες καί διαθέσεις πού ἀναμένεται νά ἀναπτύξουν οἱ μαθητές σέ κάθε κύκλο ἤ τάξη, καθώς ἐξελίσσεται ἡ θρησκευτική τους ἐκπαίδευση ...
ΣΤ. Ἀξιολόγηση. Ὅπως εἶναι φυσικό, στό ΠΣ διαδικασίας ἡ ἀξιολόγηση τῶν μαθητῶν ὑπερβαίνει τήν ποσοτικοῦ χαρακτήρα ἀθροιστική (τελική) ἀξιολόγηση τῶν ἐπιδόσεών τους καί προσανατολίζεται στόν ἔλεγχο ποιοτικότερων χαρακτηριστικῶν πού προϋποθέτουν τήν ὁλιστική προσέγγιση τοῦ μαθητῆ ...» (βλ. σχετικῶς καί τό 159005/Δ2/27.9.2016 ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων μέ θέμα «Ὁδηγίες ἐφαρμογῆς τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό, στό Γυμνάσιο καί στό Λύκειο», καθώς καί τόν οἰκεῖο ὁδηγό ἐκπαιδευτικῶν γιά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, πού ἔχει ἀναρτηθεῖ στήν ἱστοσελίδα τοῦ Ι.Ε.Π.).
Περαιτέρω,τό δεύτερο μέρος τῆς προσβαλλομένης ἀπόφασης περιλαμβάνει
α) τό πρόγραμμα σπουδῶν τοῦ Δημοτικοῦ, τό ὁποῖο διακρίνεται σέ Α Κύκλο (Γ καί Δ Δημοτικοῦ) καί Β Κύκλο (Δ καί Ε Δημοτικοῦ) καί
β) τό πρόγραμμα σπουδῶν τοῦ Γυμνασίου. Στό Μέρος αὐτό, γιά κάθε τάξη ἀναφέρονται ἀφ' ἑνός οἱ γενικοί στόχοι, ἀφ' ἑτέρου δέ παρατίθεται ἀριθμός θεωρητικῶν ἑνοτήτων (8 γιά τήν Γ Δημοτικοῦ, 7 γιά κάθε μία ἀπό τίς Δ -ΣΤ Τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ, 6 γιά τήν Α καί Β Γυμνασίου καί 7 γιά τήν Γ Γυμνασίου). Σέ κάθε μία δέ ἀπό αὐτές περιγράφονται σέ 3 στῆλες α) «τά προσδοκώμενα μαθησιακά ἀποτελέσματα» β) «τά βασικά θέματα» καί γ) «οἱ ἐνδεικτικές δραστηριότητες. Εἰδικότερα οἱ ἀνωτέρω θεματικές ἑνότητες εἶναι οἱ ἑξῆς: α) γιά τήν Γ Δημοτικοῦ (“Ἀνακαλύπτουμε εἰκόνες, πρόσωπα καί ἱστορίες”) 1. “Ζοῦμε μαζί”, 2. “Η χαρά τῆς γιορτῆς”, 3. “Κυριακή: Μία σημαντική ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας”, 4. “Τά Χριστούγεννα. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος”, 5. “Τά παιδιά: Ἡ χαρά καί ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου”, 6. “Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός;”, 7. “Γιορτάζοντας τό Πάσχα”, 8. “Ο κόσμος μας, ἕνα στολίδι”, β) γιά τή Δ’ Δημοτικοῦ (“Ἀνακαλύπτουμε εἰκόνες, πρόσωπα καί ἱστορίες”) 1. “Όταν οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται”, 2. “Η Μητέρα τοῦ Χριστού”, 3. "Σπουδαία “παιδιά”", 4. “Όλοι ἴσοι, ὅλοι διαφορετικοί”, 5. “Ιεροί τόποι καί ἱερές πορεῖες”, 6. “Χριστιανοί ἅγιοι καί ἱερά πρόσωπα ἄλλων θρησκειῶν”, 7. “Ιερά βιβλία”, γ) γιά τήν Ε’ Δημοτικοῦ (“Ἀνακαλύπτουμε κείμενα, μνημεῖα, τόπους καί γεγονότα”) 1. “Μαθητές καί δάσκαλοι”, 2. “Συμπόρευση μέ ὅρια καί κανόνες”, 3. “Προχωρᾶμε ἀλλάζοντας”, 4. “Προφῆτες τῆς Βίβλου: Κλήση γιά μετάνοια καί ἀναγγελία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία”, 5. “Η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπαίνει στήν ἱστορία”, 6. "Ἀποστολές γιά τήν “καλή εἴδηση”", 7. “Ανακαλύπτοντας τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης”, δ) γιά τήν ΣΤ’ Δημοτικοῦ (“Ἀνακαλύπτουμε κείμενα, μνημεῖα, τόπους καί γεγονότα”) 1. “Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί: Δυσκολίες καί περιπέτειες”, 2. “Διωγμοί καί ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρόσωπα καί μαρτυρίες”, 3. “Η Ἁγία Γραφή, ἕνα ἱστορικό καί διαχρονικό βιβλίο”, 4. “Η Θεία Εὐχαριστία: Πηγή καί κορύφωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας”, 5. “Από τούς Χριστιανούς τῆς χώρας μας στούς Χριστιανούς τοῦ κόσμου”, 6. “Θρησκεῖες στή χώρα μας”, 7. “Μνημεῖα καί τόποι χριστιανικῆς λατρείας: Ἀποτυπώσεις τῆς πίστης”. Γιά τό Γυμνάσιο οἱ θεματικές ἑνότητες εἶναι οἱ ἑξῆς: α) γιά τήν Α’ Γυμνασίου (“Πορεία καί ἀνάπτυξη”): 1. “Μεγαλώνουμε καί ἀλλάζουμε”, 2. “Η συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό”, 3. “Πῶς ζοῦν οἱ Χριστιανοί; Ἡ νέα ζωή τῆς Ἐκκλησίας”, 4. “Πῶς παίρνονται οἱ ἀποφάσεις”, 5. “Μονοθεϊστικές θρησκεῖες: Ἰουδαϊσμός καί Ἰσλάμ”, 6. “Θρησκευτικές ἀναζητήσεις τῆς μακρινῆς Ἀνατολῆς”, β) γιά τή Β’ Γυμνασίου (“Πορεία μέσα ἀπό ἀντιθέσεις”): 1. “Μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά εἰκονίζουν τόν Θεό;”, 2. “Ποιός εἶναι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν; “Τίνα μέ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;”3. “Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος;”, 4. "Ἐμεῖς καί οἱ “ἄλλοι”", 5. “Διάσπαση καί ἀντιπαλότητα στίς θρησκεῖες”, 6. “Ὀρθοδοξία καί νέος Ἑλληνισμός”, γ) γιά τή Γ’ Γυμνασίου (“Ἀπό τό τοπικό στό οἰκουμενικό”): 1. “Η Χριστιανοσύνη στόν σύγχρονο κόσμο”, 2. “Τό ζήτημα τῆς θρησκείας στή σύγχρονη Εὐρώπη”, 3. “Σύγχρονες θρησκευτικές μορφές στήν Ὀρθοδοξία καί στόν κόσμο”,4. “Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;”: Ἡ ὀδύνη τοῦ σύγχρονου κόσμου καί τό αἴτημα τῆς σωτηρίας ἀπό τό κακό”, 5. “Ελπίδα καί ἀγώνας γιά τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου”, 6. “Από τήν ἀρχή ἕως τό τέλος τοῦ κόσμου”, 7. “Διευρύνοντας τίς ἐμπειρίες μας/Χτίζοντας τόν κόσμο μας (Project)”.
18. Ἐπειδή, ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ, μέ τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἐπιδιώκεται, κατά τή διάταξη τῆς πάρ. 2 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος, ἡ ἀνάπτυξη ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐν ὄψει καί τῆς διατάξεως τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ αὐτοῦ περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος αὐτοῦ δέν μπορεῖ παρά νά ἀπευθύνεται ἀποκλειστικά στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Ἡ προσβαλλόμενη, ὅμως, ὑπουργική ἀπόφαση ρητῶς ἐξαγγέλλει, ἤδη στήν ἀρχή τῆς παρ.1 τοῦ ἄρθρου μόνου αὐτῆς, ὅτι μέ τό περιεχόμενο σέ αὐτήν Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τίς Γ -ΣΤ τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί γιά τό Γυμνάσιο «ἐπιδιώκεται ἕνα σχολικό ΜτΘ, στό ὁποῖο ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν παιδιῶν χωρίς καμιά διάκριση καί ἀνεξάρτητα ἀπό θρησκευτική ἤ μή δέσμευσή τους, θεωρεῖται αὐτονόητη ὅσο καί ἀναγκαία» (βλ. καί παρ 2 «κάθε μαθητής ἤ μαθήτρια ἀνεξαρτήτως τῆς θρησκευτικῆς του/τῆς ἰδιοπροσωπίας, εἶναι ἀναγκαῖο νά γνωρίζει ...»). Στό πλαίσιο τῆς ἐξυπηρετήσεως τοῦ ὡς ἄνω σκοποῦ, ἡ προσβαλλόμενη ὑπουργική ἀπόφαση, στήν παρ, 2 αὐτῆς ἀναφέρει ὅτι τό Πρόγραμμα Σπουδῶν «ξεκινᾶ ἀπό καί ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου, τήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ πρώτη καί βασική συντεταγμένη τοῦ μαθήματος» ὡς «δεύτερη συντεταγμένη» τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ προσβαλλομένη ἀναφέρει τήν «βασική γνωριμία μέ τίς μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις πού συναντῶνται στήν Εὐρώπη καί γενικότερα στόν κόσμο, ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός καί ὁ Προτεσταντισμός μέ τίς βασικές τους ὁμολογίες», ἐνῶ ὡς «τρίτη συντεταγμένη» ἀναφέρει ἡ προσβαλλομένη «στοιχεῖα ἀπό τά μεγάλα θρησκεύματα καί ἰδίως ὅσα ἐνδιαφέρουν τήν ἑλληνική κοινωνία περισσότερο, δηλαδή τίς μονοθεϊστικές παραδόσεις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, καθώς καί ἄλλες θρησκεῖες πού κατά τόπους ἤ κατά περίπτωση κρίνεται ὅτι παρουσιάζουν σήμερα αὐξημένο ἐνδιαφέρον». Ἐν ὄψει τούτων ἡ προσβαλλόμενη -ἐπικαλούμενη, μεταξύ ἄλλων, “τή διεθνῆ ἐπιστημονική συζήτηση καί τά διεθνῆ νομικά δεδομένα” καθώς καί “τούς στόχους τῶν εὐρωπαϊκῶν ΜτΘ”- προσδιορίζει τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὡς «ἕνα διευρυμένο καί μέ σαφεῖς θεολογικές προϋποθέσεις μάθημα,τό ὁποῖο ἐξετάζει μέ ἐρευνητικό, κριτικό ἀλλά καί διαλεκτικό τρόπο τή συνεισφορά κάθε θρησκευτικῆς παράδοσης στήν ἱστορία καί στόν πολιτισμό, ἀποβλέποντας στόν θρησκευτικό γραμματισμό, ἀλλά καί στήν εὐαισθητοποίηση καί στόν ἀναστοχασμό τῶν μαθητῶν ἀπέναντι στόν δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό». Μέ τόν σκοπό, ὅμως, αὐτό πού πραγματώνεται μέ τό περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ προγράμματος σπουδῶν, τό ὁποῖο, ὅπως περιγράφεται στίς ἐπιμέρους θεματικές ἑνότητες (ΘΕ) γιά κάθε τάξη, περιλαμβάνει σέ ἱκανό βαθμό διδασκαλία καί δογμάτων, ἠθικῶν ἀξιῶν καί παραδόσεων διαφόρων, πέραν τῆς Ὀρθοδοξίας, θρησκειῶν, ἡ πληττόμενη ὑπουργική ἀπόφαση προσβάλλει τήν θρησκευτική ἐλευθερία (ἄρθρο 13 παρ. 1) τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν, γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν ὁποίων ἐνδιαφέρονται οἱ ἤδη αἰτοῦντες, ἀλλά καί ἐκείνων ἐκ τῶν ἑτεροδόξων ἤ ἀλλοθρήσκων μαθητῶν, γιά τούς ὁποίους παρέχεται, ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ, ἡ δυνατότητα διδασκαλίας ἀποκλειστικῶς τῆς οἰκείας θρησκευτικῆς πίστεως. Πέραν τῶν ἀνωτέρω, ἀπό τήν περιγραφή τῶν «γενικῶν στόχων» κάθε τάξης καί τό περιεχόμενο τῶν ἐπιμέρους θεματικῶν ἑνοτήτων (τόσο ἀπό τά «βασικά θέματα» καθεμιᾶς ὅσο καί ἀπό τά «προδοκώμενα μαθησιακά ἀποτελέσματα» καί τίς «ἐνδεικτικές δραστηριότητες») προκύπτει ἐπίσης ὅτι μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἐν λόγῳ μαθήματος ἐπιδιώκονται καί στόχοι οἱ ὁποῖοι, πέραν τῶν ὡς ἄνω τριῶν «συντεταγμένων», ἐκφεύγουν ἀκόμη καί ἀπό ἕνα ἀμιγῶς «θρησκειολογικό» πρότυπο μαθήματος, ἀναγόμενοι σέ ἄλλα διδακτικά ἀντικείμενα (ὅπως ἡ κοινωνιολογία, φιλοσοφία, κοινωνική καί πολιτική ἀγωγή, οἰκολογία, τέχνες κ.ἄ.).
Περαιτέρω, στό πλαίσιο τῆς ἀνωτέρω στοχοθεσίας, ἡ διδασκαλία στοιχείων τῆς ὀρθοδόξης χριστιανικῆς πίστεως καταλαμβάνει μέν σημαντικό μέρος τοῦ προγράμματος σπουδῶν πού εἰσάγεται μέ τήν προσβαλλομένη ἀπόφαση, ἡ διδασκαλία, ὅμως, αὐτή δέν εἶναι ἱκανή νά ἀναπτύξει, ἤτοι νά ἐμπεδώσει καί νά ἐνισχύσει, ὅπως ἐπιβάλλεται ἀπό τήν διάταξη τῆς παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος, τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση τῶν μαθητῶν, διότι, ὅπως ἐκτίθεται κατωτέρω, ἡ διδασκαλία αὐτή α) εἶναι ἐλλιπής κατά περιεχόμενο, β) δέν εἶναι αὐτοτελής, ἀμιγής καί διακριτή σέ σχέση μέ τήν διδασκαλία στοιχείων ἀναφερομένων σέ ἄλλα δόγματα ἤ θρησκεῖες, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλεῖται σύγχυση στούς μαθητές ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας, καί γ) δέν εἶναι ἐπαρκής ἀπό τήν ἄποψη τοῦ χρόνου πού διατίθεται γιά αὐτήν. Εἰδικότερα, τό πρόγραμμα σπουδῶν πού εἰσάγεται μέ τήν προσβαλλομένη ἀπόφαση παρουσιάζει -ὅπως προκύπτει καί ἀπό τό περιεχόμενο προηγουμένων προγραμμάτων πού ἀναφέρονται ἀποκλειστικῶς στήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (π.χ. πδ 91/1984, πδ 374/1078, πδ 831/1977, πδ 1034/1977) - Σοβαρές ἐλλείψεις ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας. [Ὅλως ἐνδεικτικῶς: δέν γίνεται ἀναφορά στήν Ἁγία Ὁμοούσιο καί Ἀδιαίρετο Τριάδα (τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται στήν κεφαλίδα τούς ὅλα τά ἑλληνικά Συντάγματα πού ἴσχυσαν μέχρι σήμερα) καί δή σύμφωνα μέ τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ἐνῶ στήν ΘΕ 6 τῆς Γ τάξης τοῦ Δημοτικοῦ (μέ τίτλο «ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός») ὁ Ἰησοῦς Χριστός παρουσιάζεται ὡς «ξένος», ὡς «προσδοκώμενος Μεσσίας», ὡς «δάσκαλος πού ὅλοι θαυμάζουν», ὡς «ἀγαπημένος φίλος», ὄχι ὅμως ὡς Σωτήρας τοῦ κόσμου]. Στίς ἐν λόγῳ ἐλλείψεις ἐντάσσεται καί ἡ μή ὁριοθέτηση τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας μέ ἐπισήμανση τῶν χαρακτηριστικῶν της στοιχείων πού τήν διακρίνουν ἀπό ἄλλα χριστιανικά δόγματα καί ἄλλες θρησκεῖες. Ἀντιθέτως, στό ἐπίμαχο πρόγραμμα σπουδῶν δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν προβολή στοιχείων κοινῶν στήν διδασκαλία τόσο τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας ὅσο καί ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων καί ἄλλων θρησκειῶν. Δεύτερος παράγοντας πού καθιστᾶ τό ἐπίμαχο πρόγραμμα σπουδῶν ἀπρόσφορο γιά τήν ἀνάπτυξη ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ διδασκαλία στοιχείων τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως δέν γίνεται αὐτοτελῶς καί διακριτῶς, ἀλλά ἐκ παραλλήλου -πολλές φορές στό πλαίσιο τῆς ἴδιας ὥρας διδασκαλίας-καί ἰσοτίμως μέ τή διδασκαλία στοιχείων, συχνά ὑπερβολικά λεπτομερειακῶν, ἄλλων θρησκειῶν ἤ χριστιανικῶν ὁμολογιῶν [π.χ. στήν Γ τάξη τοῦ Δημοτικοῦ ἀπό τίς ὀκτώ θεματικές ἑνότητες (ΘΕ) μόνο οἱ ΘΕ 4, 6 καί 7 ἔχουν ἀμιγῶς ἤ κυρίως χριστιανική, ὄχι ἀποκλειστικῶς ὀρθόδοξη, θεματολογία, ἐνῶ οἱ ΘΕ 1, 4, 5, 6 καί 7 ἔχουν ἐκτενεῖς ἀναφορές καί σέ ἄλλες θρησκεῖες/, στήν Ε τάξη τοῦ Δημοτικοῦ ἀπό τίς ἑπτά ΘΕ ἀμιγῶς χριστιανική, ὄχι ἀποκλειστικῶς ὀρθόδοξη, θεματολογία ἔχουν οἱ ΘΕ 4, 5, 6 καί 7, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες τρεῖς ἔχουν ἐκτενεῖς ἀναφορές καί σέ ἄλλες θρησκεῖες/στήν ΣΤ τάξη τοῦ Δημοτικοῦ ἀπό τίς ἑπτά ΘΕ μόνο ἡ ΘΕ 4 ἔχει ἀμιγῶς ὀρθόδοξη θεματολογία, οἱ ΘΕ 1, 2, 3 καί 7 ἔχουν χριστιανική, ὄχι ἀποκλειστικά ὀρθόδοξη, θεματολογία, ἡ ΘΕ 5 ἀναφέρεται στίς διάφορες χριστιανικές ὁμολογίες, ἐνῶ ἡ ΘΕ 6 ἀποκλειστικά σέ ἄλλες θρησκεῖες. Στήν Α Τάξη τοῦ Γυμνασίου ἀπό τίς ἕξι ΘΕ οἱ ΘΕ 1-4 ἔχουν χριστιανική, ὄχι ἀποκλειστικά ὀρθόδοξη, θεματολογία, ἐνῶ οἱ ΘΕ 5 καί 6 ἔχουν ὡς ἀποκλειστικά ἀντικείμενα τόν Ἰουδαϊσμό, τό Ἰσλάμ καί τίς «θρησκεῖες τῆς μακρινῆς Ἀνατολῆς»/στήν Β τάξη τοῦ Γυμνασίου ἀπό τίς ἕξι ΘΕ στήν ὀρθοδοξία ἀποκλειστικά ἀναφέρεται μόνο ἡ ΘΕ 6, ἡ ΘΕ 2 ἀναφέρεται κυρίως σέ χριστιανική, ὄχι ἀποκλειστικά ὀρθόδοξη θεματολογία, ἐνῶ οἱ ΘΕ 1, 3, 4 καί 5 περιέχουν θεματολογία πού ἀφορᾶ σέ ὅλες τίς θρησκευτικές παραδόσεις/στήν Γ τάξη τοῦ Γυμνασίου ἀπό τίς ἕξι ΘΕ οἱ ΘΕ 1, 3, 5 καί 6 ἔχουν θεματολογία ἐν γένει χριστιανική, ὄχι ἀποκλειστικά ὀρθόδοξη, ἐνῶ οἱ ΘΕ 2 καί 4 ἀφοροῦν σέ ὅλες τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου]. Ἡ ἀναφορά, ἐξ ἄλλου, στίς διδασκαλίες ἄλλων θρησκειῶν δέν εἶναι μόνο ἐκτενής, παράλληλη καί ταυτόχρονη (στό πλαίσιο δηλαδή τῆς ἴδιας ΘΕ) μέ τήν χριστιανική ἐν γένει, σπανίως δέ ἀποκλειστικά ὀρθόδοξη, διδασκαλία, ἀλλά περιλαμβάνει πλῆθος ὑπερβολικά λεπτομερειακῶν στοιχείων [ὅλως ἐνδεικτικῶς: ἀναφορά σέ ἑβραϊκές ἑορτές καί τελετές (Ρός Ἀσανά, Πέσαχ, Σαβουώτ, Σουκώτ, Χανουκά κ.ἄ.), στίς ΘΕ 2 τῆς Γ Δημοτικοῦ, ΘΕ 4 τῆς Δ Δημοτικοῦ καί ΘΕ 5 τῆς Α Γυμνασίου/ἀναφορά σέ μουσουλμανικές ἑορτές («Ἴντ ἄλ-φίτρ») στήν ΘΕ 2 τῆς Γ Δημοτικοῦ/ἀναφορά στά 99 ὀνόματα τοῦ Ἀλλάχ καί σέ σύμβολα τοῦ Θεοῦ (ὅπως ἡ ἰνδουιστική σβάστικα, τό γίν καί τό γιάνκ κ.ἄ.) στή ΘΕ 2 τῆς Γ Δημοτικοῦ/ἀναφορά σέ ὅρους καί ἔννοιες τοῦ Ἰσλάμ (Σαχάντα, Χαντίθ, Οὔμμα) καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (σεμᾶ, τεφιλίν, μεζουζᾶ), στήν ΘΕ 5 τῆς Α Γυμνασίου/ἀναφορά στίς «φαντασμαγορικές ἑορτές» (Diwali, Pongal, Holi) τοῦ ἰνδουισμοῦ καί σέ λατρευτικές συνήθειες (γιάντρας, μάντρα, μάνταλα) τοῦ ἰνδουϊσμοῦ καί τοῦ βουδισμοῦ στή ΘΕ 6 τῆς Α Γυμνασίου]. Ἐπίσης στίς ΘΕ κάθε τάξης περιέχονται, ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ, καί «ἐνδεικτικές δραστηριότητες» στίς ὁποῖες περιλαμβάνονται, στό πλαίσιο τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ ἐκμάθηση χορῶν ἀπό ἄλλες χῶρες καί ἡ ὀργάνωση διαγωνισμοῦ χοροῦ (ΘΕ 5 τῆς Γ Δημοτικοῦ), ἡ δημιουργία χορογραφίας (ΘΕ 5 τῆς Γ Γυμνασίου), μουσική κλασική καί κινέζικη(ΘΕ 5 καί 8 τῆς Γ Δημοτικοῦ, ΘΕ 6 τῆς Α Γυμνασίου), ἐλαφρά καί «λαϊκά» τραγούδια (ΘΕ 2 τῆς Δ Δημοτικοῦ, ΘΕ 4 καί 5 τῆς Γ Γυμνασίου). Ἀπό τά ἀνωτέρω στοιχεῖα τοῦ εἰσαγόμενου μέ τήν προσβαλλόμενη ἀπόφαση προγράμματος σπουδῶν καθίσταται σαφές ὅτι μέ αὐτό δέν παρέχεται μία ἀμιγῶς ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά προκαλεῖται σύγχυση στή θρησκευτική συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν, στούς ὁποίους ἀποκλειστικά, ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ, μπορεῖ νά ἀπευθύνεται, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 16 παρ. 2 καί 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνεται, κατά τήν πρώτη ἀπό τίς συνταγματικές αὐτές διατάξεις, ὡς σκοπός τῆς παιδείας, ἡ ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Τέλος, ἐν ὄψει ἀφ' ἑνός μέν τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὡρῶν διδασκαλίας πού προβλέπονται ἀπό τήν προσβαλλόμενη ἀπόφαση γιά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν (56 -58 ὧρες διδασκαλίας γιά κάθε μία ἀπό τίς Γ -ΣΤ τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί 46 -48 γιά τίς Α -Γ τάξεις τοῦ Γυμνασίου) ἐντός του, ὀκτάμηνης περίπου διαρκείας, σχολικοῦ ἔτους, ἀφ' ἑτέρου δέ τῆς συνυπάρξεως σέ ἐκτενῆ βαθμό, στό πλαίσιο τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, στοιχείων ἀναφερομένων σέ ἄλλα δόγματα καί σέ ἄλλες θρησκεῖες, παρίσταται ἀνεπαρκής γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ προπεριγραφέντος συνταγματικοῦ σκοποῦ (τῆς ἀναπτύξεως δηλαδή ὀρθόδοξης χριστιανικῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως) ὁ χρόνος ὁ ὁποῖος διατίθεται γιά τήν διδασκαλία τῶν δογμάτων, ἠθικῶν ἀξιῶν καί παραδόσεων τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
19. Ἐπειδή, ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι ἡ προσβαλλόμενη ἀπόφαση ἔρχεται σέ ἀντίθεση α) πρός τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος (ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό βασικό νομικό θεμέλιο γιά τή ρύθμιση τοῦ ἐπίμαχου ζητήματος), διότι, μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν πού εἰσάγει γιά τίς Γ-ΣΤ τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί γιά τό Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ὁ ἐπιβεβλημένος ἀπό τή συνταγματική αὐτή διάταξη σκοπός, ἡ ἀνάπτυξη δηλαδή τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν πού ἀνήκουν στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, β) πρός τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος πού κατοχυρώνει ὡς ἀπαραβίαστη τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, διότι ἐνῶ, κατά τά προεκτεθέντα, ἡ προσβαλλόμενη ἀπόφαση θά ἔπρεπε νά ἀπευθύνεται ἀποκλειστικά στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς μαθητές καί νά κατατείνει στήν ἐμπέδωση καί ἐνίσχυση τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεώς τους μέ τή σύγχυση πού προκαλεῖται, ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ ἀπό τό προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδῶν καί μέ τόν ἐπιδιωκόμενο δι’ αὐτοῦ «ἀναστοχασμό» τῶν μαθητῶν (ἡλικίας 8 -15 ἐτῶν), ἡ ἐν λόγῳ ἀπόφαση κλονίζει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση, τήν ὁποία, ἤδη πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ βίου διαμορφώνουν οἱ μαθητές αὐτοί στό πλαίσιο τοῦ οἰκογενειακοῦ τους περιβάλλοντος, εἶναι δέ ἱκανή ἡ εἰσαγόμενη μέ τήν προσβαλλόμενη ἀπόφαση διδασκαλία ὡς ἐπέμβαση στόν εὐαίσθητο ψυχικό κόσμο τῶν μαθητῶν αὐτῶν πού δέν διαθέτουν τήν ὡριμότητα καί τήν κριτική ἀντίληψη τῶν ἐνηλίκων, νά τούς ἐκτρέψει ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, γ) πρός τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει τό εὐθέως καθιερούμενο ἀπό τήν διάταξη αὐτή δικαίωμα τῶν ἀνηκόντων στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία ὀρθόδοξων χριστιανῶν γονέων νά διασφαλίσουν τή μόρφωση καί ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις καί δ) πρός τήν συνταγματικῶς κατοχυρωμένη ἀρχή τῆς ἰσότητος (ἄρθρο 4 παρ. 1 τοῦ Σ) καί πρός τό ἄρθρο 14 (σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 9) τῆς ΕΣΔΑ, διότι στερεῖ ἀπό τούς μαθητές τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ δόγματος τό δικαίωμα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ νομοθεσία ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ προβλέπει γιά μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, ἑβραίους καί μουσουλμάνους τή δυνατότητα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα τῆς πίστεώς τους (ὄχι δέ καί τά δόγματα ἄλλων θρησκειῶν), μάλιστα δέ ἀπό δασκάλους προτεινόμενους ἀπό τήν οἰκεία θρησκευτική κοινότητα. Κατά δέ τήν εἰδικότερη καί συγκλίνουσα ὡς πρός τό ἀποτέλεσμα γνώμη τοῦ Ἀντιπροέδρου Ἰ. Γράβαρη καί τῶν Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου, καί Μ. Σωτηροπούλου οἱ ρυθμίσεις τῆς προσβαλλόμενης κανονιστικῆς ἀπόφασης εἶναι ἀνίσχυρες, διότι ἀπό τό περιεχόμενό τους, ὅπως ἔχει περιγραφεῖ, προκύπτει ὅτι ἡ σχετική διδακτέα ὕλη, ἀπευθυνόμενη σέ ὅλους ἐν γένει τούς μαθητές, εἶναι τέτοια κατά τό εἶδος καί τήν ἔκτασή της, ὥστε νά κυριαρχεῖ ἡ παροχή καί ἐπεξεργασία πληροφοριῶν καί γνώσεων ἀναφορικά μέ τό περιεχόμενο τῆς θρησκείας ἐν γένει, τῶν ἐπί μέρους ἐκφάνσεών του στά διάφορα θρησκεύματα καί τῶν σχετικῶν συγκριτικῶν καί γενικότερων προβληματισμῶν, σέ τρόπο πού νά παραβιάζεται ἡ, σύμφωνα μέ τήν γνώμη αὐτή, συνταγματική ὑποχρέωση τῆς διαμόρφωσης τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης τῶν Ἑλλήνων ἔτσι, ὥστε νά ἀποβλέπει προεχόντως στήν μετάδοση τοῦ βιώματος τοῦ ἱεροῦ, ἀντλούμενου, κατά πρόσφορο τρόπο, ἀπό τήν χριστιανική ὀρθοδοξία. Ἀντιθέτως, κατά τήν μειοψηφήσασα γνώμη ἡ προσβαλλόμενη πράξη, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως τῶν ἁρμόδιων ἐπιστημονικῶν ὀργάνων καί φορέων τῆς ἐκπαιδευτικῆς κοινότητας, ἀκούσθηκαν δέ καί οἱ ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας, ὑπηρετεῖ τούς σκοπούς τῆς παροχῆς ἀπό τό Κράτος θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης πολυφωνικῆς καί ἀξιολογικά οὐδέτερης, παρουσιάζει ἐπαρκῶς τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως προβλέπει τό Σύνταγμα καί οἱ διατάξεις τῶν διεθνῶν συμβάσεων πού παρατέθηκαν σέ προηγούμενη σκέψη, κινεῖται δέ ἐντός τῶν ὁρίων τῶν ἐξουσιοδοτικῶν διατάξεων, πού εἶναι ἑρμηνευτέες σύμφωνα μέ τίς ἀνωτέρω αὐξημένης τυπικῆς ἰσχύος διατάξεις.
Ἑπομένως, κατά τήν μειοψηφοῦσα αὐτή γνώμη, οἱ ἀντίθετοι λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐρείδονται σέ ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τῶν κρίσιμων διατάξεων, πρέπει νά ἀπορριφθοῦν ὡς ἀβάσιμοι.
20. Ἐπειδή, μέ τά δεδομένα αὐτά καί σύμφωνα μέ τά προαναφερθέντα, ἡ κρινόμενη αἴτηση πρέπει νά γίνει, στό σύνολό της δεκτή καί νά ἀκυρωθεῖ ἡ προσβαλλομένη ἀπόφαση, κατά τά βασίμως προβαλλόμενα.
Διά ταῦτα
Δέχεται τήν κρινόμενη αἴτηση.
Ἀκυρώνει τήν ὑπ' ἀρ. 14375/Δ2/7.9.2016 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων, μέ τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο» (Β 2920/13.9.2016).
Διατάσσει τήν ἐπιστροφή τοῦ κατατεθέντος παραβόλου καί
Ἐπιβάλλει συμμέτρως στό Δημόσιο τήν δικαστική δαπάνη τῶν αἰτούντων πού ἀνέρχεται στό ποσό τῶν ἐννιακοσίων εἴκοσι (920) εὐρώ.
Ἡ διάσκεψη ἔγινε στήν Ἀθήνα στίς 6 Ἰουνίου 2017
Ὁ Πρόεδρος Ἡ Γραμματέας
καί μετά τήν ἀποχώρησή της
Νικ. Σακελλαρίου Ἑλ. Γκίκα
καί ἡ ἀπόφαση δημοσιεύθηκε σέ δημόσια συνεδρίαση τῆς 20ῆς Μαρτίου 2018.
Ὁ Πρόεδρος Ἡ Γραμματέας
Νικ. Σακελλαρίου Ἑλ. Γκίκα