Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: Μιά ἀήθης Οἰκουμενιστική ἐπίθεση στήν ἁγιότητα καί τά θεόπνευστα συγγράμματά του
(Ἡ ἐργασία αὐτή εἶχε ὡς ἀφορμή α) τό βιβλίο «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» (ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ) τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ καί τήν τρίτομη ἔκδοση τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων ἀπό τήν Ἱ. Μονή Προφήτου Ἠλιού Θήρας μέ τόν τίτλο «Ἰσαάκ τοῦ Σύρου Ἀσκητικά. Μετάφραση ἀπό τά Συριακά». Μετά τήν ἐργασία ἀκολουθεῖ ἐπιστολή τοῦ συγγραφέως πρός τόν Καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας σχετικά μέ τήν ἔκδοση τῶν κακοδόξων συγγραμμάτων τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ).
Ι) Εἰσαγωγικά- Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος
Ἡ πλήρης καί παντελής ἀπουσία τῆς ἀκτίστου Χάριτος στή Δύση καί ὁ συνακόλουθος ὀρθολογισμός τῶν θεολόγων της δημιούργησε ἕνα χάος, μιά σύγχυση στήν πίστη ὅλων τῶν «χριστιανῶν» τῆς Δύσεως. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι ἐνδιαφερόμενοι σοβαρά γιά τήν πίστη καί τή χριστιανική ζωή μπολιάστηκαν μέ διαρκεῖς ἀμφιβολίες ἐν σχέσει πρός τό Εὐαγγέλιο, τήν ἀλήθεια καί τή γνησιότητά του, γιά τήν ὀρθή πίστη, γιά τή γνησιότητα τῶν πατερικῶν κειμένων ἀκόμη καί γιά τήν... ὕπαρξή κάποιων Ἁγίων!
Δυστυχῶς αὐτή ἡ φοβερή σύγχυση μεταφέρθηκε καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο μέ βιβλία περιοδικά, ἐκπομπές, συνέδρια καί ἐπιτροπές δηλητηριάζουν μέ μικρές, προσεκτικές δόσεις τήν ὀρθόδοξη συνείδηση. Ἐνσπείρουν δισταγμό ὡς πρός τήν πλήρη καί ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καί χρησιμοποιοῦν ἕνα δῆθεν διάλογο μέ σκοπό τήν συμφιλίωση ὀρθοδοξίας καί πλάνης, ὀρθοδοξίας καί θρησκειῶν, συμφώνως πάντοτε μέ τά κελεύσματα τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Στήν οἰκουμενιστική αὐτή πρωτοπορία βρίσκεται καί τό προσφάτως ἐκδοθέν ἀπό τίς Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ βιβλίο τοῦ Ρώσου ἐπισκόπου Βιέννης Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος».
Πρίν μιλήσουμε γιά τό βιβλίο του Ἀλφέγιεφ πρέπει νά ποῦμε ποιός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Γεννήθηκε στήν Νινευΐ ἤ κατ’ ἄλλους κοντά στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἔζησε τόν ΣΤ´ αἰῶνα. Ἐπειδή ὑπάρχει ἐπιστολή του πού τήν ἀπευθύνει στόν τότε νέο στήν ἡλικία Ἅγιο Συμεών τόν Θαυμαστορείτη (521-596μ.Χ.), γίνεται ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ «ἤκμαζεν» γύρω στά 530 μ.Χ. καί κατά πᾶσα πιθανότητα ἐκοιμήθη στό τέλος τοῦ ΣΤ´ αἰῶνος. Νέος ἔγινε μοναχός μαζί μέ τόν ἀδελφό του στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ματθαίου καί ἀργότερα τόν κατέλαβε ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καί ἀνεχώρησε στήν ἔρημο. Ὅταν ὁ ἀδελφός του ἔγινε ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ματθαίου τόν κάλεσε νά γυρίσει πίσω, ἀλλά ἐκεῖνος ἔχοντας τήν ἡσυχαστική ἐμπειρία ἀρνεῖται. Ἀργότερα ὅμως ὑπακούει σέ θεία ἀποκάλυψη καί δέχεται νά γίνει ἐπίσκοπος Νινευΐ. Ἀλλά γιά πολύ λίγο. Τήν ἴδια ἡμέρα πού χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ἦλθαν στό ἐπισκοπεῖο δυό ἄνθρωποι γιά νά λύσουν μία διαφορά τους. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔθεσε σάν βάση γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τους τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἀρνήθηκε. Τότε σκέφθηκε ὁ Ἅγιος: «Ἄν αὐτοί ἐδῶ δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου τότε τί ἦρθα ἐγώ νά κάμω ἐδῶ;» Ἐγκατέλειψε τόν ἐπισκοπικό θρόνο καί γύρισε στήν ἀγαπημένη του σκήτη, ὅπου ἔζησε μέχρι τό θάνατό του ἀγωνιζόμενος.
Ὅμως ἄν ὁ λεπτομερής βίος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ δέν εἶναι γνωστός, ὁ Ἅγιος εἶναι πασίγνωστος ἀπό τούς ἀσκητικούς Λόγους του. Τόν 8ο ἤ τό ἀργότερο τόν 9ο αἰῶνα δύο μοναχοί τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης ὁ Ἀβράμιος καί ὁ Πατρίκιος ἀνακαλύπτουν τόν οὐράνιο αὐτό θησαυρό τῶν Λόγων τοῦ Ἁγίου καί τούς μετέφρασαν ἀπό τά συριακά στήν ἀρχαία ἑλληνική. Ὁ θησαυρός αὐτός διαδόθηκε παντοῦ διά μεταφράσεων στήν ἀραβική, σλαβωνική καί λατινική γλῶσσα καί στή συνέχεια σέ ὅλες τίς εὐρωπαϊκές γλῶσσες.
Ἔτσι τά ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ γίνονται ἐντρύφημα, τροφή πνευματική καί παρηγορία στούς ἡσυχαστές, τούς μοναχούς καί ὅλους τούς πιστούς. Ἀνεδείχθη οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἀλλά καί οἱ ἑτερόδοξοι μέ τίς μεταφράσεις στή γλῶσσα τους ἐθέλχθησαν ἀπό τή διδασκαλία του καί τόν μελετοῦν μέ δίψα.
Παρά ταῦτα μόνο τά τελευταῖα, σχετικῶς, χρόνια καθιερώνεται ἡ ἑορτή τῆς μνήμης του. Παλαιότερα στό Ἅγιο Ὄρος τόν τιμοῦσαν στίς 28 Ἰανουαρίου μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἐφραίμ ἐνῷ τώρα τελευταῖα στίς 28 Σεπτεμβρίου. Ἀλλά μήπως αὐτή ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του, λυμαίνεται καθόλου τήν ἁγιότητα του καί τή δόξα του; Μήπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶναι Ἅγιος; Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς Ἅγιοι σέ βιβλία Πατερικά δέν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ ὅπως συμβαίνει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τά τελευταῖα χρόνια. Ἔτσι ματαίως θά ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης γιά τόν Ὅσιο Θεόγνωστο τῆς Φιλοκαλίας ἐνῷ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, τοῦ Ἡσυχίου τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ συγγραφέως τῶν Παραμυθητικῶν κεφαλαίων πρός τούς ἐν Ἰνδίᾳ μοναχούς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καί τοῦ Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη καθιερώθηκε τά τελευταῖα χρόνια.
ΙΙ) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ
Παρά ὅμως τήν ἔλλειψη ἡμερομηνίας μνήμης αὐτῶν τῶν Ἁγίων καί πολλῶν ἄλλων ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικό ἐν Χριστῷ, δηλαδή ὡς ἁγιοπνευματικό τό Βίο τους, τίς δέ διδαχές τους ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ’ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ’ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.
Ὅλα αὐτά κατ’ ἐξοχήν ἰσχύουν σέ ὕψιστο βαθμό γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ. Ὅλοι οἱ μετά ἀπ’ αὐτόν ἀσκητικοί Πατέρες παραπέμπουν σ’ αὐτόν, ὡς Ἅγιον Ἰσαάκ, ὡς γνήσιο διδάσκαλο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ὡς ἔμπειρο ἀγωνιστή καί ἐκπαιδευτή στόν πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ὡς πνευματική λυδία λίθο μέ τήν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἄν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἐκ τοῦ διαβόλου. Σ’ αὐτόν παραπέμπει 29(!) φορές ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός (Θ´ αἰών) στά ἔργα του πού δημοσιεύονται στή Φιλοκαλία, ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ μονάζων, ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό Λόγο περί νήψεως καί φυλακῆς καρδίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος, συνιστᾶ στούς ἡσυχαστές τή μελέτη τῶν Λόγων του τοποθετώντας τον ἀνάμεσα στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καί τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, οἱ Ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). Ἀπό τόν Ἅγιο Κάλλιστο τόν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «... καρπόν τῆς προσευχῆς ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ προσηγόρευσε τόν φωτισμόν· φησί γάρ, <καθαρότης ἐστί νοός, ἐφ’ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τό φῶς τῆς ἁγίας Τριάδος· καί τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καί οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλά τοκετόν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διά τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης> καί πάλιν <προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἥτις μόνη ἐκ τοῦ φωτός τῆς Ἁγίας Τριάδος μετ’ ἐκπλήξεως τέμνεται>» καί τόν ὀνομάζει «ἐπόπτη καί συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτίας».
Στόν Βίο τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ἀναφέρεται ὑπό τοῦ βιογράφου τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθών ταῦτα καί μαθών (δηλαδή τήν κατά Χριστόν ἀλλοίωσιν, ἔλλαμψιν καί θέωσιν) Σύρος ἐκεῖνος τήν ἡσυχίαν τε καί θεωρίαν ὁ περιβόητος».
Ὁ μεγάλος Ρῶσος ἡσυχαστής, ὁ Ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ (1433-1508) στά Ἀσκητικά του 37 φορές παραπέμπει στόν Ἅγιο μας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμός θεοφόρος φιλόσοφος Ἅγιος Ἰσαάκ».
Ὁ Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει: «Μεταξύ τῶν ἁγίων τούτων φιλοσόφων [δηλαδή τῶν Ἁγίων Πατέρων] μία ἀπό τάς πρώτας θέσεις ἀνήκει εἰς τόν μεγάλον ἀσκητήν καί ἅγιον Ἰσαάκ τόν Σύρον. Εἰς τά συγγράμματά του ὁ ἅγιος Ἰσαάκ μέ σπανίαν ἐμπειρικήν γνῶσιν παρακολουθεῖ καί περιγράφει τήν διαδικασίαν τῆς ἐξυγιάνσεως καί καθάρσεως τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων τῆς γνώσεως».
Ὁ Γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης ἔλεγε: «Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος κρύβει ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ἀνοίξετέ τον, διαβάσετέ τον πλουτίσατε πνευματικά... Ἄν δέν ἔχεις Ἰσαάκ Σῦρο, καί ἄν δέν ἔχεις λεφτά νά τόν ἀγοράσῃς, νά πάρῃς μιά τσάντα καί νά βγῇς νά ζητήσῃς χρήματα καί νά τόν πάρῃς... Ὅταν τό διαβάζῃς καί χαίρεσαι καί ἐλέγχεσαι… Νά διαβάζετε ἕνα φύλλο τήν ἡμέραν, νά βλέπεσθε σάν σέ καθρέφτη».
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ἄν πήγαινε κανείς στό Ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς». Στίς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας γράφει: «Πολύ βοηθᾶ ἡ μελέτη στά Ἀσκητικά τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, διότι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νά καταλάβει κανείς καί κάθε εἴδους μικρό ἤ μεγάλο κόμπλεξ καί ἐάν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στό Θεό, τόν βοηθάει γιά νά τό διώξη»… Στό Βίο τέλος τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Ἔλεγε ὅτι τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἀξίζει ὅσο ὁλόκληρη πατερική βιβλιοθήκη. Στό βιβλίο [τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ] πού διάβαζε, κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, πού κρατᾶ στό χέρι του ἕνα φτερό καί γράφει, σημείωσε: <Ἀββᾶ μου, δός μου τήν πέννα σου νά ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τό βιβλίο σου>».
Ὁ Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Βέβαια γιά τά μυστήρια πού ὁ Θεός ἀποκαλύπτει μέσα μας καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή. Νά, ὅμως, πού μπορεῖ νά μᾶς συμβεῖ, ὅπως στόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού λέγει: «Παραφέρθηκα· ἐσεῖς μέ ἀναγκάσατε νά τά πῶ λόγῳ τῆς ἀγάπης» (Ρωμ. 1, 11-12). Τό ἴδιο στενοχωριέται καί ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, πού ἀναγκάζεται νά πεῖ τά μυστήρια καί τά βαθιά βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπό ἀγάπη καί μόνο. νά πῶς τό λέει: «Ἔγινα μωρός· δέν ὑποφέρω νά φυλάξω τό μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλά γίνομαι ἀνόητος διά τήν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...».
Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες τῶν Ἁγίων πατέρων καί συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανής ἡ καθολική ἀποδοχή τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καί ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του.
ΙΙΙ) Ἀσεβεῖς φλυαρίες περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ
Ἄς ἔλθουμε τώρα στό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ. «Ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦWensinck», γράφει στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος, «καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ Ἰσαάκ... Ἀνακάλυψα πώς ἀνῆκε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, σ’ αὐτήν πού ἀποκαλεῖται συνήθως <Νεστοριανή>. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγά σιγά στό σημεῖο νά συνειδητοποιήσω, πώς τοῦτο δέν σήμαινε πώς ὁ ἴδιος ὁ Ἰσαάκ ἤ ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα στήν ὁποία ἀνῆκε, θά μποροῦσε ἄκριτα νά καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί». Ἀπό τά γραφόμενα τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος γίνεται ἀμέσως κατανοητό, ὅτι ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τή συνείδησή τους ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση περί τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ «ἔμαθαν» ἀμφότεροι ἀπό τόν Wensinck καί ἀπό ἄλλες ἐργασίες, ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι Νεστοριανός!!!
Οἱ δυτικοί ἐρευνητές μελέτησαν τό νεστοριανό «βιβλίο τῆς ἁγνότητος» ὅπου γίνεται λόγος γιά κάποιον Ἰσαάκ πού γεννήθηκε στό Beit Qatraye στή δυτική ἀκτή τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καί χειροτονήθηκε ἀπό τόν Νεστοριανό Givargis περίπου τό 660 ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετά 5 μῆνες παραιτήθηκε γιά ἄγνωστο λόγο καί ἀσκήτεψε στό ὄρος Matout. Μετά πῆγε στή Μονή Shabur, ὅπου πέθανε τυφλός ἀπό τό πολύ διάβασμα. Ἔγραψε καί κάποια βιβλία γιά τήν ἀναχωρητική ζωή. Μετά ἀπό αὐτή τή... φοβερή «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητές κατέληξαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ πού γνωρίζουμε! Μέ πολύ μεγάλη εὐκολία ὁ Ἀλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τόν τόπο καταγωγῆς πού εἶναι ἡ Νινευΐ ἤ ἡ Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καί ὄχι τό Κατάρ β) τό χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται περίπου 100 χρόνια νωρίτερα γ) τή διήγηση γιά τήν αἰτία παραιτήσεως του τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καί τήν ἄμεση ἀναχώρησή του καί ὄχι μετά 5 μῆνες δ) τόν τόπο τῆς ἀσκήσεως του σέ σκήτη καί ὄχι στό μοναστήρι Σαμπούρ. Πλάθει μύθους γιά τούς λόγους χειροτονίας καί παραιτήσεως ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Κατά τό πλεῖστον ὁ νεστοριανός ἱστορικός εἶναι, γιά τόν Ἀλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ὀρθοδόξων εἶναι μυθώδεις καί ἐλλειπεῖς.
Πάντως ἀπό τή σύγκριση τῶν δύο Βίων γίνεται φανερό ὅτι ὁ ὑπό τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος Ἰσαάκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο διάφορο τοῦ Ὁσίου. Τό γεγονός ὅτι στήν περιοχή τῆς Συρίας-Περσίας-Μεσοποταμίας ἦταν διαδεδομένος ὁ νεστοριανισμός δέν σημαίνει πώς ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν ὀρθόδοξοι καί πώς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐπίσκοπος Νινευΐ ταυτίζεται μέ τόν ἀναφερόμενο ἀπό τούς νεστοριανούς καί δέν εἶναι ὀρθόδοξος.
Βέβαια ἀπό παλαιά δημιουργούνταν προβλήματα ταυτίσεως ὀρθοδόξων Πατέρων μέ αἱρετικούς. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει γιά τόν Ἅγιο Βαρσανούφιο: «... δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρών Ἅγιος καί ὀρθοδοξότατος πατήρ, καί ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν... τόν ὁποῖον… ἀναφέρει ὁ θεῖος Σωφρόνιος, ὁ πατριάρχης Ἰεροσολύμων... Ὅτι δέ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἧτον ὀρθοδοξότατος καί ἐδέχετο αὐτόν ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς Ἅγιον, ἐβεβαίωσε καί ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Ταράσιος ἐρωτηθείς περί τούτου ἀπό τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Βεβαιοῖ δέ καί ὁ αὐτός Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκῃ· Προσέτι… ἀποδέχομαι... καί πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καί Ἀσκητῶν τούς βίους τε καί τά συγγράμματα. Τοῦτο δέ λέγω διά τόν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τόν ἀπό Ἀνατολῆς φοιτήσαντα καί τούς δε τούς Ὁσίους διαβαλόντα· λέγω δή, Μᾶρκον, Ἡσαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καί Ἡσύχιον». Ἔτσι τό κριτήριο Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ’ αὐτούς Ἁγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανόν πολλοί ἐρευνητές καί πατρολόγοι ἐρευνώντας θά ταύτιζαν τούς δύο Βαρσανουφίους ἀκολουθώντας τόν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
Ἔχουμε καί ἕνα ἀρκετά πρόσφατο παράδειγμα. Ὁ γνωστός ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νά χαρακτηρίζει τόν Ἅγιο Σάββα τόν Βατοπεδινό ἀντιησυχαστή καί ἀντι-Παλαμίτη, ἄν καί ὁ βίος του εἶναι πλήρης ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν. Τόν ταύτιζε ἐσφαλμένα μέ κάποιο ἀντιησυχαστή ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ μέχρις ὅτου σέ χειρόγραφο τῆς Ἱ. Μονῆς Μ. Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό ἐπώνυμο τοῦ Ἁγίου ἦταν Τζῖσκος! Στ’ ἀλήθεια χρειαζόταν αὐτή ἡ μαρτυρία γιά να πεισθοῦμε περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τό θαυμαστό Βίο του καί τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου;
IV) Τά ἀνοσιουργήματα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ.
Μετά τήν ψευδοανακάλυψη ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἦταν νεστοριανός, ἀκολούθησε καί ἄλλη «ἀνακάλυψη». Κάποιος δρ. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τό 1983 σέ βιβλιοθήκη τῆς Ὀξφόρδης κάποιο χειρόγραφο τοῦ δεκάτου ἤ ἑνδεκάτου αἰῶνος πού περιεῖχε στή Συριακή γλῶσσα μιά συλλογή ἀσκητικῶν λόγων (41 Κεφάλαια) στό ὄνομα Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Τούς περισσότερους λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock με ἀγγλική μετάφραση τό 1995.
Δυστυχῶς ἀπό τίς ἐκδόσεις «Θεσβίτης» τῆς Ἱ. Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Θήρας μεταφράστηκαν σέ τρεῖς τόμους οἱ Λόγοι αὐτοί. Ὑποτίθεται ὅτι αὐτά εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ὅπως γράφει ὁ Ἀλφέγιεφ αὐτή ἡ συλλογή «δέν μεταφράστηκε στήν Ἑλληνική καί δέν γνώρισε τή διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; Ὑπῆρχε λόγος; Μάλιστα. Ὑπάρχουν τρεῖς λόγοι σοβαρότατοι.
α) Διότι κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση τά κείμενα αὐτά δέν ἀνήκουν στόν ὅσιο Ἰσαάκ.
Πουθενά ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς δέν γίνεται μνεία γιά τά κείμενα αὐτά. Ἀπορεῖ στ’ ἀλήθεια κανείς γιά τή βεβαιότητα τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν εὐρωπαίων δασκάλων του ὅσον ἀφορᾶ τή γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ, ὅπως τό ἀποκαλεῖ, «Β´ μέρους» τῶν ἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, ὅταν κατά πολλούς δυτικούς μελετητές, τούς ὁποίους ὁ Ἀλφέγιεφ ἀκολουθεῖ κατά πόδας, τήν περίοδο αὐτή στήν περιοχή Συρίας-Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοί συγγραφεῖς μέ τό ὄνομα Ἰσαάκ. Τό γεγονός αὐτό δημιουργεῖ ἀμφιβολίες ὡς πρός τήν πατρότητα τῶν κειμένων πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Ἰσαάκ τῆς Νινευΐ. Τέτοιοι εἶναι ὁ Ἰσαάκ Ἀντιοχείας μέ κείμενα κατά νεστοριανῶν καί Μονοφυσιτῶν, οἱ μονοφυσίτες Ἰσαάκ τοῦ Ἀμίδα καί Ἰσαάκ Ἐδέσσης καί κάποιος ὀρθόδοξος Ἰσαάκ ἀπό τήν Ἔδεσσα. Ἀλλά καί ὁ Ἀλφέγιεφ διατελῶν ἐν συγχύσει προσπαθεῖ νά ξεκαθαρίσει τά κείμενα χωρίς κατά τή γνώμη μου ἀποτέλεσμα. Ἰδού τί γράφει: «Ὁ Bedjan δίνει μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τό Γ´ Μέρος [οἱ «εἰδικοί» κάνουν λόγο καί γιά Γ΄ μέρος(!)], ἀλλά αὐτά τά κείμενα ἀνήκουν στήν πραγματικότητα στόν Dadisho ἀπό τό Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τή Βίβλο τῆς Χάριτος, πού ἀποδίδεται στόν Ἰσαάκ, ἀλλά οἱ σύγχρονοι μελετητές ἀμφισβητοῦν τήν αὐθεντικότητά του. Ὁ D. Miller ὑποστηρίζει πώς δέν ἔχει γραφτεῖ ἀπό τόν Ἰσαάκ, ἀλλά ἀνήκει στήν πένα τοῦ Συμεών d- Taibutheh». Ἀκόμα καί ἀπό τά γνήσια κείμενα τοῦ Ἁγίου ὁρισμένα τά ἀποδίδει ὁ Ἀλφέγιεφ σέ αἱρετικούς. Πλήρης καί καθολική σύγχυση!
Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τήν Παράδοση τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Δέν δεχόμεθα, δέν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὑπό τῶν κλεπτῶν καί ληστῶν τῆς σωτηρίας μας ὅ,τι δέν μᾶς παραδίδει ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἄς δοῦμε καί τό δεύτερο οὐσιαστικό λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.
β) Διότι σέ πολλά σημεῖα τά κείμενα αὐτά γέμουν νεστοριανῶν κακοδοξιῶν καί παραπέμπουν σέ αἱρετικούς.
Ὁ αἱρετικός Νεστόριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πίστευε ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχουν ὄχι μόνο δύο φύσεις ἀλλά καί δύο πρόσωπα. Μή δυνάμενος νά δεχθεῖ τήν ἑνότητα τῶν θείων φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τήν Ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐπινόησε διαφόρων εἰδῶν ἑνώσεις «κατά τήν ἀξίαν... καί ταυτοβουλίαν καί ὁμοτιμίαν καί εὐδοκίαν καί ὁμωνυμίαν» ἀρνούμενος τήν καθ’ ὑπόστασιν Ἕνωση πού εἶναι καί ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτή τήν πλάνη ἀναθεματίσθηκε ἀπό τήν Γ´ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἀπό τά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ Ἀλφέγιεφ, γίνεται φανερό ὅτι ὁ συγγραφεύς τους εἶναι νεστοριανός.
Ἰδού ἀποσπάσματα:
1) Δοξάζω τή θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδή ἔκανες τή φύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νά κατοικήσεις καί ναό ἅγιο γιά τή Θεότητά Σου, δηλαδή γιά Ἐκεῖνον πού κρατᾶ τά σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας Ὕπαρξης Σου... τόν Ἰησοῦ Χριστό...
Ἐδῶ βλέπουμε νά διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπό τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἷναι ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι ἁπλῶς «τό ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιά τή νεστοριανική πλάνη.
2) Δέν διστάζουμε νά ἀποκαλοῦμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καί εἶναι ὄντως ἀληθινός ἄνθρωπος - «Θεό» καί «Δημιουργό» καί «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καί στούς Ἀγγέλους νά τόν λατρεύουν... Παραχώρησε σ’ Αὐτόν νά λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζί μέ Ἐκεῖνον, μέ μιά ἑνιαία πράξη λατρείας γιά τόν Ἄνθρωπο πού ἔγινε Κύριος καί γιά τή Θεότητα ἐξίσου…
Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστά πρόσωπα «Ἐκεῖνον» καί «Αὐτόν» τόν «Ἄνθρωπο» μέ κεφαλαῖο Α καί τήν «Θεότητα», στούς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή!! Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἱερός Δαμασκηνός ἀποκαλοῦσε τόν Νεστόριο «ὀλεθριώτατο ἀνθρωπολάτρη», ἀφοῦ θεωρώντας τό Χριστό ἄνθρωπο, ἔστω καί μέ κεφαλαῖο Α, τόν λατρεύει ὡς Θεό.
Ἀλλά ἡ πλάνη αὐτή εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου τόν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καί ἀπό τόν Διόδωρο Ταρσοῦ διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. Ὁ Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιά «συνάφειαν» δηλαδή «ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων κατά ἐπαφήν». Πίστευε ἐπίσης ὅτι «πρό τῆς Ἀναστάσεως ὁ Χριστός ἠδύνατο νά ἁμαρτήση· καί νά αἰχμαλωτισθῆ ἀπό ρυπαρούς λογισμούς». Γιά τίς πλάνες του μετά θάνατον καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ. Χ). Διαβάζουμε στά Πρακτικά της: «Ὅταν λοιπόν ἐφέραμεν εἰς τό μέσον τάς κατεσπαρμένας εἰς τά βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτάς τήν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δέν ἐκάη αὐτοστιγμεί ἀπό τό θεῖο πῦρ ἡ γλῶσσα του καί ὁ νοῦς του πού ἐξήμεσαν τέτοια πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δέν ἐτόλμησαν νά εἴπουν ποτέ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου!».
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει γιά τό Θεόδωρο καί τό Διόδωρο σέ ἐπιστολή του πρός τόν βασιλέα Θεοδόσιο: «Ὑπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καί πρό αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοί ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ’ ὅσον εἰς τά βιβλία πού συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατά τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ».
Καί ὅμως αὐτοί οἱ αἱρεσιάρχες στά κείμενα τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι. «Ὅποιος θέλει μπορεῖ νά στραφεῖ στά γραπτά τοῦ Εὐλογημένου Ἑρμηνευτῆ» γράφει περί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο-Ἰσαάκ «σέ ἕναν ἄνθρωπο...» πού «τοῦ παραδόθηκαν μέ ἐμπιστοσύνη τά κρυμμένα μυστήρια τῆς Ἁγίας Γραφῆς... Τόν δεχόμαστε μᾶλλον σάν ἕναν ἀπό τούς ἀποστόλους, καί ὅποιος ἀντιτάσσεται στούς λόγους του... τόν θεωροῦμε ξένο πρός τήν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας». Τό Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας» καί «ἱερό Διόδωρο» ἐνῶ καί οἱ δύο Θεόδωρος καί Διόδωρος ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Διότι στά ψευδοϊσάακεια συγγράμματα διακηρύσσεται ἡ ὠριγενική κακοδοξία περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.
Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ δέχεται τήν ὠριγενιστική πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. Ὁ Ὠριγένης πίστευε, ἀντίθετα ἀπό τούς φοβερούς λόγους τοῦ Κυρίου περί αἰωνίου Ζωῆς καί αἰωνίου κολάσεως, ὅτι κάποια στιγμή ἡ κόλαση θά λάβει τέλος καί ὅλοι θά μποῦνε στόν Παράδεισο! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ παραπέμπει στούς αἱρετικούς Θεόδωρο καί Διόδωρο πού δέχονταν αὐτές τίς ἰδέες γιά νά θεμελιώσει τήν κακοδοξία περί τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στό Θεόδωρο πού γράφει:
«... Ποτέ δέν θά ἔλεγε ὁ Χριστός... «δαρήσεται πολλάς» καί «δαρήσεται ὀλίγας», ἄν οἱ ποινές πού ἀναλογοῦν στίς ἁμαρτίες μας δέν ἦταν νά λάβουν κάποτε τέλος».
Παραπέμπει καί στόν Διόδωρο πού λέει:
«οἱ ραβδισμοί πού περιμένουν τούς κακούς δέν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νά βασανίζονται ὅπως τούς ἀξίζει γιά ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως κατόπιν τούς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας πού εἶναι παντοτινή».
Μέ βάση αὐτές τίς αἱρετικές διδασκαλίες ὁ ψευδο-Ἰσαάκ κάμει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στήν πλάνη γράφοντας:
«Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει τούς πεπτωκότες, καί πώς δέν θά ἀφήσει τούς δαίμονες νά παραμείνουν στήν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τούς ἁμαρτωλούς στίς ἁμαρτίες τους. Ἀντιθέτως θά τούς ὁδηγήσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καί τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τήν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... Ἴσως νά φθάσουν σέ μιά τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτήν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»!!!
Φοβερές βλασφημίες αὐτοῦ τοῦ ψευδοαγίου! Οἱ δαίμονες νά γίνουν ἀνώτεροι ἀπό τούς ἀγγέλους! Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ βάλθηκε νά πραγματοποιήσει τά ἀρχέγονα σχέδια τοῦ Ἑωσφόρου βάζοντας τον πάνω ἀπό ὅλους.
V) Ἡ κακίστη παρέμβαση τοῦ ἐπισκόπου Καλλίστου Ware.
Στά 1998 ὁ ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware ἔγραψε ἕνα ἄρθρο στό περιοδικό Theology Digest (1998) μέ τίτλο: «Τολμᾶμε νά ἐλπίζουμε γιά τή σωτηρία ὅλων;» Καί καταλήγει γράφοντας ὅτι «ἡ πίστη μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς κάνει νά ἐλπίζουμε ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν».
Μέ τό ἄρθρο αὐτό τίθενται ὑπό συζήτηση οἱ βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, στήν πραγματικότητα τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου. Διερωτᾶται ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἄν θά ὑπάρξει αἰωνία κόλαση. Βάζει τόν ἀναγνώστη μπροστά στό φιλοσοφικό δίλημμα: ἔσχατος δυαλισμός ἤ ἔσχατη ἀποκατάσταση καί συμφιλίωση. Ἰδού τό σκεπτικό του:
«Ἄν ξεκινοῦμε τονίζοντας ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἕναν κόσμο «καλόν λίαν» καί ἐάν ἔπειτα ὑποστηρίζουμε ὅτι ἕνα σημαντικό μέρος τῆς λογικῆς Του δημιουργίας θά καταλήξει σέ ἀνυπόφορη ὀδύνη, χωρισμένο ἀπό Αὐτόν αἰώνια, αὐτό ἀσφαλῶς ὑποδηλώνει ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀποτύχει στό δημιουργικό Του ἔργο καί ἔχει ἡττηθεῖ ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Εἴμαστε ἥσυχοι καί ἱκανοποιημένοι μέ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα; Ἤ τολμοῦμε, ἔστω καί μέ κάποιο δισταγμό, πέρα ἀπό αὐτή τή δυαδικότητα, νά βλέπoυμε πρός μία ἔσχατη ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅπου «ὅλα θά εἶναι καλά;» (all shall be well)». Ἀναζητεῖ λοιπόν ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ἕνα... happy end γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου. Ὅμως αὐτό βρίσκεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐν ἐλευθερίᾳ ἀγάπη τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου πρός τά πλάσματά Του.
Ὁ ἐπίσκοπος χρησιμοποιεῖ γνωστά χωρία ὅπου γίνεται λόγος γιά «κόλασιν αἰώνιον», γιά τό «πῦρ τό αἰώνιον», «τόν ἀκοίμητο σκώληκα», καί «τό χάσμα τό μέγα» τά ὁποῖα, ὅπως γράφει, «ἀποδίδονται εὐθέως στόν Ἰησοῦ»! Ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μεταφορές καί σύμβολα ἐνῷ τό ἐπίθετο αἰώνιος μπορεῖ νά ἔχει σχέση μόνο μέ τόν παρόντα αἰῶνα ὄχι μέ τόν μέλλοντα… Βάζει λοιπόν τό δηλητήριο τῆς ἀμφιβολίας γιά τό νόημα τῶν φοβερῶν λόγων τοῦ Κυρίου καί στή συνέχεια ἀντιπαραβάλλει τά χωρία αὐτά μέ μιά ἄλλη σειρά χωρίων ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, τά ὁποῖα ἑρμηνεύει ὅπως ὁ Ὠριγένης. Γιά τόν Ὠριγένη γράφει: «Τό λάθος τοῦ Ὠριγένους ἦταν ὅτι προσπάθησε νά πεῖ πάρα πολλά. Α ὐ τ ό ε ἶ ν α ι ἕ ν α σ φ ά λ μ α π ο ύ θ α υ μ ά ζ ω μ ᾶ λ λ ο ν π α ρ ά ἀ π ο σ τ ρ έ φ ο μ α ι, (δική μας ἡ ἀραίωση) ἀλλά ὁπωσδήποτε ἦταν λάθος». Στά πλαίσια τοῦ θαυμασμοῦ του γιά τόν Ὠριγένη ὁ Κάλλιστος Ware καί γιά νά τόν ὑπερασπιστεῖ φθάνει στό σημεῖο νά ἀμφισβητεῖ τό οἰκουμενικό κῦρος τῆς καταδίκης τοῦ Ὠριγένους ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο.
Γιά νά στηρίξει τή κακοδοξία του περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος παρουσιάζει τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ὡς ἀνήκοντα στήν «Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς» δηλαδή ὡς νεστοριανό καί ἀποδέχεται ὡς γνήσια τά κακόδοξα ψευδοϊσαάκεια ἔργα. Γράφει ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν εἶχε σχέση ὑπακοῆς μέ τόν Βυζαντινό Αὐτοκράτορα καί ὡς ἐκ τούτου οὔτε ἀναγνώριζε τήν Ε΄ Οἰκ. Σύνοδο οὔτε ἐλάμβανε ὑπ᾽ ὄψιν του τά ἀναθέματα πού ἐκείνη εἶχε υἱοθετήσει κατά τοῦ Ὠριγένους. Ἰδού λοιπόν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ νεστοριανός καί ὠριγενιστής καί παρά ταῦτα Ἅγιος! Παραδοξότητες ἄν μή τί ἄλλο!
Γράφει ἀκόμη ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὅτι ὁ «Ἰσαάκ... μέ περισσότερο πάθος ἀπό τόν Ὠριγένη ἀπορρίπτει ὁποιοδήποτε ὑπαινιγμό ὅτι ὁ Θεός εἶναι μνησίκακος καί ἐκδικητικός... καί ὅταν τιμωρεῖ... ὁ σκοπός εἶναι ἀναμορφωτικός καί θεραπευτικός». Ἰσχυρίζεται τέλος ὅτι γιά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ -στήν οὐσία γιά τόν ψευδο-Ἰσαάκ- «ἡ Γέεννα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας τόπος ἐξαγνισμοῦ καί καθάρσεως, πού βοηθεῖ στό νά ἔλθει εἰς πέρας τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Ἀββᾶς μας, ἀδίκως ἐπωμιζόμενος τίς κακοδοξίες τοῦ ψευδο-Ἰσαάκ, κατατάσσεται στούς ὀπαδούς τῆς θεωρίας τοῦ καθαρτηρίου πυρός. Καί βέβαια πλαγίως ἀλλά σαφῶς τή θεωρία αὐτή ἀσπάζεται καί ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος Κάλλιστος ὁ ὁποῖος δέν παραλείπει νά παρατηρήσει ὅτι «οἱ ρωμαιοκαθολικές καί Ὀρθόδοξες ἀπόψεις περί <μέσης καταστάσεως> [τῶν ψυχῶν] μετά θάνατον, δέν βρίσκονται σέ τόσο ὀξεῖα ἀντίθεση μεταξύ τους, ὅσο φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως»! Λοιπόν φαίνεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος αὐτός νομίζει ὅτι κατάλαβε καλύτερα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες τί σημαίνει Καθαρτήριο καί πόσο ἀσήμαντη εἶναι αὐτή ἡ πλάνη τοῦ Παπισμοῦ! Νά ἕνα ἀκόμη οἰκουμενιστικό προγεφύρωμα πρός τήν κατεύθυνση τῶν παπικῶν, ὅπου κλήθηκε νά παίξει τό ρόλο του καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Δυστυχῶς γιά τούς ἔνθερμους, ὄψιμους ὀπαδούς τοῦ Ὠριγενισμοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ἀρνεῖται νά παίζει ρόλους καί ἡ γνησία διδασκαλία του διαψεύδει τίς φροῦδες ἐλπίδες τους.
VI) Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ περί τῆς αἰωνίου Ζωῆς καί τῆς αἰωνίου κολάσεως
Ὅλες οἱ προαναφερθεῖσες κακοδοξίες τῶν ψευδοϊσαακείων συγγραμμάτων δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, καί τήν κατά πάντα ὀρθόδοξη διδασκαλία του.
α) Ὅσον ἀφορᾶ στίς νεστοριανές κακοδοξίες, παρά τίς... φιλότιμες προσπάθειες τοῦ Ἀλφέγιεφ καί τῶν σύν αὐτῷ, δέν μποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι τέτοιες πλάνες ὑπάρχουν στά γνήσια ἔργα τοῦ Ἁγίου.
β) Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων πρέπει νά εἰπωθοῦν τά ἑξῆς:
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἐκφράζει τήν καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἀγάπη του πρός κάθε πλάσμα ἀκόμα καί πρός τούς δαίμονες:
Ἠρωτήθη πάλιν... Καί τί ἔστι καρδία ἐλεήμων; καί εἶπε· καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων, καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καί σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης τῆς συνεχούσης τήν καρδίαν, καί ἐκ τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καί οὐ δύναται βαστάξαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἤ λύπην μικράν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων, καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν ἐν πάσῃ ὥρα εὐχήν μετά δακρύων προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς, καί ἱλασθῆναι αὐτοῖς ὁμοίως καί ὑπέρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ’ ὁμοιότητα Θεοῦ».
Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη δέν ἀκυρώνει τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὁποία διατρανώνει ὁ Ἀββᾶς μας:
Καί διεχώρισε [ὁ Θεός] τά ὅρια τῶν διαφορῶν τῶν κατασκηνωμάτων αὐτῶν εἰπών˙ ὅτι ἀ π ε λ ε ύ σ ο ν τ α ι ο ὗ τ ο ι ε ἰ ς κ ό λ α σ ι ν α ἰ ώ ν ι ο ν, δ η λ ο ν ό τ ι ο ἱ ἁ μ α ρ τ ω λ ο ί ˙ ο ἱ δ έ δ ί κ α ι ο ι, ε ἰ ς ζ ω ή ν α ἰ ώ ν ι ο ν ἐ κ λ ά μ ψ ο υ σ ι ν ὡ ς ὁ Ἥ λ ι ο ς. Καί πάλιν˙ ἥξουσιν ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί ἀνακλιθήσονται ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραάμ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δέ υἱοί τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον˙ ὅπου ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Ὅπερ ἐστί παντός πυρός φοβερώτατον».
Ὁ ψευδο-Ἰσαάκ ὄντας ἕνας ἀφώτιστος νεστοριανός γιά νά δικαιολογήσει τήν πλάνη περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ρωτᾶ:
«Ποιός μπορεῖ νά πεῖ ἤ νά φανταστεῖ πώς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δέν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;»
Ὁ γλυκύτατος ἀββᾶς μας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδή εἶναι παράλογο νά σκεφτεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί στήν κόλαση στεροῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἀπουσιάζει οὔτε ἀπό τήν κόλαση γιατί ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια προσφέρεται σέ ὅλους, ἡ δέ κόλαση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀγάπη γιά μέν τούς πιστούς γίνεται φῶς, γιά δέ τούς κολασμένους πῦρ. Ἰδού πῶς τά γράφει αὐτά ὁ εὐλογημένος Ὅσιος Ἰσαάκ:
Ἐγώ δέ λέγω, ὅτι ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καί τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον; Τουτέστιν ἐκεῖνοι οἵτινες ἠσθήθησαν, ὅτι εἰς τήν ἀγάπην ἔπταισαν μείζονα τήν κόλασιν ἔχουσι πάσης φοβουμένης κολάσεως. Ἡ γάρ λύπη ἡ βάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ ἐκ τῆς εἰς τήν ἀγάπην ἁμαρτίας, ὀξυτέρα ἐστίν πάσης κολάσεως γινομένης. Ἄτοπον ἐστι λογίζεσθαι τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη ἔκγονόν ἐστί τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας, ἥτις ὁμολογουμένως κοινῶς πᾶσι δίδοται. Ἐνεργεῖ δέ ἡ ἀγάπη ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον· τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα, ὡς καί ἐνταῦθα συμβαίνει πρός φίλον ἀπό φίλου· τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα, εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ. Καί αὕτη ἐστί κατάγε τόν ἐμόν λόγον ἡ ἐν τῇ γεέννη κόλασις, ἡ μεταμέλεια».
Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ὅτι ἡ κόλαση δέν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό σεβόμενος ὁ Θεός δέν κάμει βίαιη ἀνατροπή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ ὠριγενιστές, μαζί τους καί ὁ ψευδο-Ἰσαάκ, καταργώντας τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
VI) Ἡ σκοπιμότητα τοῦ βιβλίου τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ.
Πάντως ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος» δέν νοιώθει τήν ἀνάγκη νά δικαιολογήσει τόν ψευδοάγιο γιά τίς πλάνες του. Τόν ταυτίζει μέ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ καί πιστεύει ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει τέτοιες κακόδοξες ἀπόψεις ἐπειδή ἀνῆκε δῆθεν στή νεστοριανή «ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς». Αὐτή ἡ «ἐκκλησία», κατά τόν Ἀλφέγιεφ, στήν οὐσία της δέν εἶναι νεστοριανή ἄν καί «συνέχισε νά μνημονεύει τόν Θεόδωρο καί τόν Διόδωρο καί μετά τόν ἀναθεματισμό τους ἀπό τό Βυζάντιο (sic)· ἄν «καί συμπεριέλαβε το ὄνομα τοῦ Νεστορίου στά δίπτυχα...»· ἄν καί ἀκολουθοῦσε τή θεολογική καί χριστολογική σκέψη πού βρισκόταν πιό κοντά σέ αὐτήν τοῦ Νεστορίου». Μιλᾶμε πλέον γιά θεολογικές φαιδρότητες πού δέν χρήζουν σχολίων!
Ἀλλά οὔτε μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Ἰακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης «μονοφυσιτική» ἀπό τούς θεολογικούς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς εἶναι <νεστοριανή> ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!! Ὅλες αὐτές εἶναι… ἐκκλησίες! Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι στή μιά περίπτωση ἔχουμε τήν «ἑλληνόφωνη βυζαντινή παράδοση», ἐνῷ στήν ἄλλη τήν «ἀνατολικοσυριακή παράδοση» καί «δυτικοσυριακή παράδοση».
Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος Ἀλφέγιεφ:
· δημιουργεῖ μιά σύγχυση καί ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περί τῆς Μοναδικότητος καί τῆς Ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
· Ἐμβάλλει ἀμφιβολίες περί τῆς Ἀληθείας πού ἐκφράζεται διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
· Βάζει, ὡς μή ὄφειλε, στό στόμα τοῦ Ἁγίου βλάσφημες κακοδοξίες καί κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στή διδασκαλία καί τήν ἁγιότητά του
· καί τέλος κατατάσσοντας τόν Ἅγιο Ἰσαάκ στούς νεστοριανούς, τόν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τήν ὀρθοδοξία του καί ἀλλάζει τήν βασική πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι Ἅγιος εἶναι μ ό ν ο ὁ θεωθείς καί ὅτι θεοῦται μόνο ὅποιος εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τελικός σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναι νά προωθήσει τήν οἰκουμενιστική προοπτική ἀφοῦ ὅπως λέγει «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ... διέσχισε τούς ὁμολογιακούς φραγμούς» καί «τά γραπτά του συνεχίζουν νά τραβοῦν τήν προσοχή τῶν χριστιανῶν πού ἀνήκουν σέ διάφορες παραδόσεις, ἀλλά μοιράζονται τήν κοινή πίστη στό Χριστό, πού μετέχουν στήν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας».
Αὐτό βέβαια εἶναι ἡ μισή ἀλήθεια. Ὄντως ἀναζητοῦν τή σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλά δέν μοιράζονται τή σωτήριο πίστη τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἀνήκει.
Γι᾽ αὐτό διερωτώμεθα:
· Πῶς τολμοῦν κάποιοι κατ᾽ ὄνομα ὀρθόδοξοι νά ἀσεβοῦν στόν κατά τούς Ἁγίους Πατέρας «θεοφόρο φιλόσοφο» Ἀββᾶ Ἰσαάκ, νά ἀμαυρώνουν τό σεπτό του πρόσωπο, νά δυσφημοῦν τήν ἁγιότητα καί νά νοθεύουν τίς θεόπνευστες συγγραφές του;
· Ἀφοῦ δέν εἴμαστε ἄξιοι τόν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων του νά λύσουμε, ὡς ἄγευστοι τῶν οὐρανίων ἐμπειριῶν του, γιατί δέν ἁπτόμεθα τοῦ κρασπέδου τῶν ἱματίων του γιά νά τόν ἔχουμε πρός τόν Χριστό θερμότατον πρέσβυ;
· Καί ἐάν δέν ἔχουμε τή διάθεση οὔτε αὐτό νά κάνουμε, γιατί βάζουμε σκάνδαλα στήν ὠφέλεια τῶν Ὀρθοδόξων καί προσκόμματα στή μεταστροφή τῶν ἑτεροδόξων πού θέλγονται ἀπό τή διδασκαλία του καί ζητοῦν νά εἰσέλθουν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Δέν θά ἔπρεπε ὁ τόσο καί πανταχοῦ ἀγαπώμενος Ἅγιος Ἰσαάκ νά παραμένει ἕνας δείκτης πρός τήν ὀρθοδοξία, ἕνα κλειδί γιά νά ἀνοίξουν οἱ καρδιές τῶν μαραζωμένων ἀπό τήν αἵρεση πλανεμένων στή Δύση ἀδελφῶν μας; μιά κλήση στό ὀρθόδοξο βάπτισμα πού εἶναι ἡ ἀπαρχή τῆς σωτηρίας καί στήν κατά Χριστόν ὀρθόδοξη ἄσκηση; Γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ:
«Ἰδού γάρ τό βάπτισμα δωρεάν συγχωρεῖ, καί οὐ ζητεῖ ὅλως τί, ἀλλ’ ἤ πίστιν. ἐν τῇ μετανοίᾳ δέ τῶν ἁμαρτιῶν τῇ μετά τό βάπτισμα, οὐ δωρεάν, ἀλλά ζητεῖ κόπους καί θλίψεις, καί λύπας τῆς κατανύξεως, καί δάκρυα καί κλαυθμόν καιροῦ πολλοῦ καί οὕτω συγχωρεῖ...»
Δέν θά ἔπρεπε τέλος ὁ ἅγιος νά ἀποτελεῖ μιά ζῶσα ὑπόδειξη ὅτι χωρίς τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς ὄχι μόνο νά γευθεῖ κάτι τί ἀπό τήν γλυκυτάτη διδασκαλία τοῦ ἁγίου, ἀλλά οὔτε νά τόν κατανοήσει ὀρθά;
VII) Ὁ π. Παΐσιος καί ἡ ἀδικία στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου
Γράφεται στό βίο τοῦ Γέροντος Παϊσίου ὅτι ὁ Γέροντας ἄκουσε κάποτε αὐτές τίς συκοφαντίες περί νεστοριανισμοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ. Λυπημένος πολύ καί προσευχόμενος ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περί τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ Ἁγίου. Μετά ἀπ’ αὐτό στό μηναῖο τοῦ Ἰανουαρίου στίς 28, πού ἑορτάζεται ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος πρόσθεσε τά ἑξῆς: «...καί Ἰσαάκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καί πολύ ἀδικημένου».
Πάντως ἡ ἀδικία πού γίνεται στον Ἅγιο Ἰσαάκ μέ τό βιβλίο τοῦ Ἀλφέγιεφ καί ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καί δημοσιεύματα, στήν οὐσία εἶναι ἀδικία πού γίνεται τόσο σέ κάποιους ὀρθοδόξους πού βλέπουν τόν Ἅγιο μέ καχυποψία καί στεροῦνται ἔτσι τήν ὠφέλεια ἀπό τήν αὐθεντική του διδασκαλία καί τίς πρεσβεῖες του, ὅσο καί στούς ἑτεροδόξους πού τόν βλέπουν σάν ἕνα σοφό χριστιανό διδάσκαλο, μέ πολύ καλές συμβουλές καί ὄχι ὡς τόν θαυμαστό ὀρθόδοξο, ἐκκλησιαστικό διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή ὅσον ἀφορᾶ... στόν ἴδιο τόν Ἅγιο... αὐτός δέν στερεῖται καθόλου τήν ἄκτιστη δόξα μέ τήν ὁποία τόν περιβάλλει ὁ Κύριος στή βασιλεία Του.
Ἐμπιστοσύνη στήν ἱερά Παράδοση
Μετά ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν γίνεται φρονοῦμε σαφές ὅτι πρέπει πάντοτε νά ἐμπιστευόμεθα τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, πού παραλαμβάνει ἐκ τῶν Ἁγίων Πατέρων καί παραδίδει τόν Βίο καί τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Ἐν προκειμένῳ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παραδίδει τά θεοφώτιστα ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ στην ἑλληνική τους μετάφραση, κείμενα ὀρθοδοξότατα, ἔμπλεα χάριτος καί παραμυθίας. Ἄν δέν ἐμπιστευθοῦμε τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας πάντα θά τελοῦμε ἐν συγχύσει καί θά εἴμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας» (Ἐφ. 4, 14) τῶν ἀθέων καί ὀρθολογιστῶν φράγκων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄμοιροι τῆς θείας χάριτος διψοῦν καί ἐρευνοῦν χωρίς ἀποτέλεσμα.