«Ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ οἱ ἰδέες … τοῦ «Προγράμματος Σπουδῶν στὰ Θρησκευτικά».
Ἱερὰ Μητρόπολις Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου
Μέσα στήν διάρκεια τοῦ ἔτους ἡ Ἐκκλησία μας ἀφιερώνει κάποιες Κυριακές στούς ἁγίους θεοφόρους Πατέρες τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τήν 13η Ἰουλίου ὅμως, ἄν πέσει Κυριακή ἤ τήν πρώτη Κυριακή μετά ἀπ᾿ αὐτήν, τήν ἀφιερώνει σέ ὅλους τούς ἁγίους Πατέρες καί τῶν ἑπτά παραπάνω Συνόδων. Ἄς προσέξουμε λοιπόν ἐπιλεκτικά μία ἀπό αὐτές τίς Κυριακές σέ συνάφεια μέ τό φλέγον θέμα τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη Κυριακή, μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, τὴν ἀφιερώνει σὲ δυὸ ἀλληλένδετα γεγονότα: Τὸ ἕνα εἶναι ἡ θεμελιώδης ὑπόμνηση ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ ἐνανθρωπήσας γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ ἄλλο εἶναι οἱ ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 325 μ.Χ. προκειμένου νὰ διαφυλάξουν αὐτὴν τὴν ἀλήθεια ἀλώβητη ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου.
Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα[1], ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας νὰ προσέχουν τὸν ἑαυτό τους καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο. Ἐπισημαίνει, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ἀνέθεσε νὰ ποιμαίνουν τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔκανε δική του, μὲ τὸ αἷμα του. Προβλέπει μάλιστα ὅτι, μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, θὰ εἰσβάλουν λύκοι ἄγριοι, ποὺ δὲ θὰ λυπηθοῦν τὸ ποίμνιο. Ἀκόμα καὶ ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς θὰ ὑπάρξουν πρόσωπα τὰ ὁποῖα θὰ διδάσκουν πλάνες, προκειμένου νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ μέρος τους. Γι’ αὐτὸ τοὺς τονίζει, ν’ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ θυμοῦνται, ὅτι τρία χρόνια συνέχεια, μὲ δάκρυα, δὲν ἔπαψε νὰ νουθετεῖ τὸν καθένα ἰδιαιτέρως.
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα[2] ἀναφέρεται στὸ τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ὅπου ὁ Ἰησοῦς συνοψίζει τὴν Ἀποκάλυψή του, προσευχόμενος πρὸς τὸν Πατέρα του: Ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο γεννᾶται προαιωνίως[3]. Δὲν εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα του, ἀλλὰ ὁμοούσιος ὡς πρὸς τὴ φύση[4] καὶ ἰσότιμος. Ἐξουσιάζει ὡς Δημιουργὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τῆς χορηγεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ[5] προκειμένου νὰ καταστεῖ ἅγια καὶ ἀθάνατη.
Αὐτὴ ἡ αἰώνια ζωὴ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε ὁ Πατέρας ὡς Σωτήρα τοῦ κόσμου· ἐπιτυγχάνεται δέ, μὲ τὴν κοινωνία καὶ τὴ μέθεξη τῆς θείας ζωῆς Του[6].
Μὲ τοὺς λόγους αὐτούς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ταυτοχρόνως, ἀποσαφηνίζει τὸ τοπίο τῶν περὶ Θεοῦ ἢ θεῶν ἀντιλήψεων. Ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς πλανεμένες ἀτραποὺς καὶ ἐπινοήσεις θεῶν, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴ μάταιη προσμονὴ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας[7].
Ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχουν οἱ ἐπιρροὲς τοῦ κόσμου, παρακαλεῖ τὸν Πατέρα νὰ διαφυλάξει, ἐκείνους ποὺ Τοῦ ἐμπιστεύθηκε, ἑνωμένους μὲ τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴ μεταξὺ τους ἀγάπη, σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπό τῆς ἀγάπης καὶ ἑνότητος τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος[8]· ἐπισημαίνει δέ, ὅτι ἡ γεύση αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παρέχεται σ’ ὅσους ἀνήκουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ζοῦν ἑνωμένοι μαζί Του[9].
Αὐτὴ ἡ Ἀποκάλυψη γιὰ τὴν ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ συναντᾶται, διαχρονικά, μὲ τὴ ζοφερὴ πραγματικότητα τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: Λύκοι βαρεῖς, ψευδοδιδάσκαλοι, περιέρχονται μὲ σκοπὸ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς σὲ μονοπάτια πλάνης καὶ αἱρέσεως[10]. Ὁ ἀποστολικὸς λόγος ὑπενθυμίζει καὶ ὑπογραμμίζει τὸν ἀντίστοιχο λόγο τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ψευδοπροφῆτες, ὅτι εἶναι λύκοι ἅρπαγες μὲ ἔνδυμα προβάτου[11].
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀντιμετωπίζει τὶς αἱρετικὲς ἐπιθέσεις βιώνοντας διὰ τῶν Μυστηρίων τὴν κοινωνία της μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, προσευχόμενη γιὰ τοὺς πεπλανημένους, ὁμολογώντας καὶ ὁριοθετώντας συνοδικὰ τὴν πίστη ποὺ παρέλαβε ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Βεβαίως, ἡ διατήρηση τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος καὶ κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο. Συντελεῖται μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀνάληψη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση καὶ τὸ φωτισμό Του. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Γι’ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τοποθετεῖται τὴν προηγούμενη Κυριακή, ὡς προσμονὴ γιὰ τὴν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ ἔργου.
Σήμερα - ἐποχὴ μὲ ἔντονη αἱρετικὴ καὶ παραθρησκευτικὴ δραστηριότητα σὲ παγκόσμια κλίμακα - τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ βάλλεται σφοδρότερα παρὰ ποτὲ ἄλλοτε, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Συμεὼν «ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον»[12].
Στὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἑτερότητας, ἀπορρίπτεται ἄκριτα καὶ ἐπιπόλαια, ἡ μοναδικότητα τῆς Θεότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου θεωροῦν ἀντίστοιχη ἢ κατώτερη τῶν θεῶν τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκευμάτων. Στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ συγκρητισμοῦ, προωθεῖται ἡ μύηση σὲ δοξασίες καὶ πρακτικές, μὲ τὸ ψευδὲς ἐπιχείρημα ὅτι ἀποτελοῦν ὄψεις τῆς ἀλήθειας καὶ μελέτης τῶν πολιτισμῶν, ἐνῶ ὅτι ἡ ἐμβάθυνση σ’ αὐτές, βοηθάει, τάχα, τὸν Χριστιανὸ νὰ γίνει πιὸ συνειδητοποιημένος.
Ὅποιος δέ ἐνδιαφέρεται νὰ διακρίνει τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς φανταστικὲς ἐπινοήσεις τῶν εἰδωλολατρικῶν ἀντιλήψεων εἶναι τάχα μισαλλόδοξος· ἐπιπλέον μία τέτοια στάση δὲ συντείνει στὸ σεβασμὸ τῆς ἑτερότητας, διότι τάχα καλλιεργεῖ τὴ διαίρεση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸν ἀποκλεισμό.
Ὅλα αὐτὰ τὰ σοφίσματα ἐμφυτεύονται ἀπὸ τὸν Πλάνο τῆς ἀνθρωπότητας, τὸν ἐφευρέτη τοῦ ψεύδους, ὁ ὁποῖος «ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τό ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ»[13] γιὰ ἕνα καὶ μοναδικὸ λόγο: Νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς ἴση ἢ καὶ ἀνώτερη ἡ ἀξία του ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
Τοποθετεῖ λοιπὸν στὸ νοῦ, ὅσων τὸν πιστέψουν, τὸν ἀπατηλὸ στόχο τῆς αὐτοθέωσης, ὥστε ν’ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἑωσφορική του δόξα, ἐνῶ θὰ τὴν ἐκλαμβάνουν ὡς δική τους θέωση. Εἶναι καταφανές, ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς μοναδικότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν χωράει. Ἀνατρέπει τὰ σχέδια τοῦ «ἀνθρωποκτόνου».
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὅμως, ἐνῶ ἐνανθρώπησε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δὲν τὴν ἐπιβάλλει. Σέβεται ἀπόλυτα τὴν ἑτερότητα τοῦ πλάσματός του, τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του. Γι᾿ αὐτὸ γίνεται ὁ ἴδιος ἡ Ὁδὸς ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, ὥστε ὅποιοι τὴν ἐπιθυμοῦν, νὰ μὴ χάσουν τὴν αἰώνια κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται καὶ ὁριοθετεῖται στὴν Ἀρχιερατική του Προσευχή.
Παραδίδει δὲ αὐτὴ τὴν αἰώνια κοινωνία, διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῆς διαδοχῆς των στὴν Ἐκκλησία, ὥστε οἱ Χριστιανοί, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τώρα νὰ γεύονται τὴ βασιλεία Του. Διὰ τῶν Μυστηρίων νὰ σαρκώνεται μέσα τους ἡ ζωή Του καὶ νὰ μὴν παραμένει θεωρητικὴ ὑπόθεση.
Οἱ Ἀπόστολοι διασκορπίστηκαν σ᾿ὅλο τὸν κόσμο μὲ συγκεκριμένη ἀποστολή: Νὰ γνωρίσουν τὴ ζωὴ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, ὡς τὴ δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς καὶ αἰώνιας ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, σύμφωνα μὲ τὸ «διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ἀμήν»[14]. Δὲν γνώρισαν στοὺς ἀνθρώπους κάποια μορφὴ ἀγάπης, εἰρήνης, ἑνότητας, ξεκομμένης ἀπὸ τὴν Αὐτοαποκάλυψή Του, ἀκριβῶς ἀπὸ ἀληθινὸ σεβασμὸ καὶ εὐθύνη πρὸς τὴν ἑτερότητα, ἡ ὁποία δέν ἤθελαν νά σβήσει, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ὁ Ἕτερος πού προσδοκῶμεν, ἡ Αἰώνια Ζωή. Γι᾿ αὐτὸ τὸ μήνυμα εἶναι ξεκάθαρο.
Ἑορτάζουμε τοὺς Ἁγίους 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἅ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἂς μεσιτεύουν πρὸς τὸν Κύριο νὰ φωτίσει τοὺς Ἁγίους Ἐπισκόπους μας στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ν᾿ ἀποφασίζουν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα τὰ θέματα, ὀρθοτομώντας τὸ λόγο τῆς ἀλήθειάς Του. Ἀναμένουμε ἐπίσης, τὴ σαφῆ τοποθέτησή τους καὶ γιὰ τὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν στὰ Θρησκευτικά, διότι ἰδιαιτέρως ἀπ᾿ ὅλες τὶς αἱρετικὲς καὶ συγκρητιστικὲς ἰδέες ποὺ ἀναγράφονται σχεδὸν σὲ κάθε σελίδα του, διακρίνεται ἐκείνη τῆς σιωπηρῆς κατάργησης τῆς μοναδικότητας τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.
[1] Πρ. κ΄, 16-18, 28-36
[2] Ἰω. ιζ΄, 1-13
[3]Ἰω. ιζ΄, 1, 5: «δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε… καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξη ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί».
[4]Ἰω. ιζ΄, 11: «… ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς».
[5] Ἰω. ιζ΄, 2: «Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον».
[6] Ἰω. ιζ΄, 3
[7] «Οὐκ ἔτι ὄφις μοι ψευδῶς, τὴν θέωσιν ὑποβάλλει. Χριστὸς γὰρ ὁ θεουργὸς, τῆς ἀνθρώπων φύσεως, νῦν ἀκωλύτως τὴν τρίβον, τῆς ζωῆς μοι ἀνεπέτασεν», τροπάριο τῆς 4ης ὠδῆς τοῦ κανόνα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων τῆς Α΄ Οικουμενικῆς Συνόδου.
[8] Ἰω. ιζ΄, 11 «Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς».
[9] Ἰω. ιζ΄ 7 «Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν»
[10]Πρ. κ΄ 29-30 «ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν».
[11] Ματθ. ζ΄, 15
[12] Λουκ. β΄, 34
[13] Ἰω. η΄,44
[14] Ματθ. κη΄, 18-20