Ὁ ἅγιος Φιλούμενος.
Ὁ ἅγιος Φιλούμενος ἔζησε ἀθόρυβα καί ταπεινά.
Γεννήθηκε στίς 15 Ὀκτωβρίου 1913 στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σάββα στή Λευκωσία. Ἰδιαίτερα τοῦ ἄρεσε νά διαβάζει τόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐπηρέασε στόν δρόμο πού ἀκολούθησε.
Τό 1934 πῆγε Ἱεροσόλυμα. Διορίστηκε ὡς ἡγούμενος σέ διάφορα προσκυνήματα –στήν Τιβεριάδα, στήν Ἰόππη, στή Μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου, στή Ραμάλλα, στόν Ἀββᾶ Θεοδόσιο, στόν Προφήτη Ἠλία, στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ - ὅπου διακόνησε μέ πολλή ἀγάπη καί πόνο τό ἑκάστοτε ποίμνιό του.
Χαρακτηριστικά του : ἡ ἀσκητική ζωή καί ἡ ἀκρίβεια τῆς τήρησης τῶν μοναχικῶν ἰδεωδῶν. Π.χ. γιά ὀκτώ χρόνια πού ἀσκήτευε δέν κάθισε ποτέ σέ τραπέζι γιά νά φάει, ἀλλά ἔτρωγε ὄρθιος καί μέσα ἀπό τήν κατσαρόλα γιά ἄσκηση καί ἁπλότητα.
Ὅταν ὑπηρετοῦσε στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, φανατικοί Ἑβραῖοι ἀπαιτοῦσαν νά βγάλει τό Σταυρό καί τίς εἰκόνες ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐνῶ ἐκεῖνος σταθερά ἀντιστεκόταν. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν στίς 29 Νοεμβρίου 1979, μέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, νά τοῦ ἐπιτεθοῦν μέ τσεκούρι καί νά τόν δολοφονήσουν, ἐνῶ τελοῦσε τόν ἑσπερινό. Φεύγοντας μάλιστα ἔριξαν καί χειροβομβίδα. Ἡ δολοφονία οὐδέποτε ἐξιχνιάστηκε.
Ἡ κηδεία ἔγινε στίς 4 Δεκεμβρίου 1979.
Τέσσερα χρόνια ἀργότερα ἀνοίχθηκε ὁ τάφος. Τό σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἀρχιμανδρίτη ἦταν ἀνέπαφο καί εὐωδίαζε. Τό 1984 ἀνοίχθηκε καί πάλι. Τό σῶμα συνέχιζε νά εἶναι ἀναλλοίωτο καί νά εὐωδιάζει. Ὅλα ἔδειχναν τήν ἁγιότητά του.
Στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ 2009 ἔγινε ἀπό τή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου. Στήν τελετή προέστη ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος ἀφοῦ ὁ ἅγιος Φιλούμενος, καταγόταν ἀπό τό χωριό Ὁροῦντα πού ὑπάγεται στή Μητρόπολη Μόρφου.
Ἀπό τό 2000 ὁ λαός σέ ὅλη τήν Κύπρο καί ὄχι μόνο στό χωριό του τήν Ὁροῦντα, τόν θεωροῦσε ὡς Ἅγιο καί ὡς τέτοιο τόν τιμοῦσε. Τοῦ ἔκαναν εἰκόνες καί λειτουργίες, ὡς καί Ἀκολουθία ἐκδοθεῖσα ἀπό τή Μητρόπολη Μόρφου.
Μέ τήν ἁγιοκατάταξη ἀναγνωρίστηκε ἐπισήμως ὅπως γίνεται σέ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶχε κάτι ξεχωριστό, ὅτι ζεῖ μετά θάνατον καί ἀκούει προσευχές, δεήσεις καί παρακλήσεις.