ΤΟ «ΜΥΣΤΙΚΟ» ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

Σουρωτή  13-7-2024

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης εἶχε πολλά πνευματικά τέκνα μέ διαφορετικό βαθμό πνευματικῆς συγγενείας. Τά περισσότερα φιλότιμα παιδιά του ἀπό μεγάλη εὐλάβεια καί πνευματική συστολή, ἀλλά καί ἀπό τόν ἔνθεο φόβο, μήπως ἀδικήσουν τόν θεόπνευστον καί χαριτωμένο λόγο του, σιωποῦν, βιώνοντας ἀπό τώρα τό «μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Ἄλλοι, θεωρώντας ὅτι θά ἦταν μεγάλη καί ἀσυγχώρητη παράλειψη νά μήν τεθεῖ ὁ λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν, γιά νά φωτίσει τόν συγκεχυμένο κόσμο μας, τολμοῦν, μέ ἐπίγνωση τῆς τόλμης τοῦ ἐγχειρήματος, νά ἀναμεταδώσουν κάτι ἀπό τόν φωτισμένο λόγο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ γράφων, ἔχοντας ἀναξίως τήν εὐλογία νά ἔχει πνευματική ἐπικοινωνία ἐπί δέκα ἐννέα συναπτά ἔτη μέ τόν Ἅγιο, τολμᾶ, παρ’ ὅλη τήν ἐκ τῶν παθῶν του πνευματική ἀμβλυωπία, νά διαφωτίσει τό «μυστικό» τῆς τόσον εὐάρεστης εἰς τόν Κύριον πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου.

Τολμοῦμε νά ἐκφέρουμε τήν ταπεινή γνώμη ὅτι ὁ Ἅγιος μέ τήν ζωή του καί τήν διδασκαλία του ὑπεγράμμισε τήν ὑπέρτατη, κεφαλαιώδη καί καταλυτική σπουδαιότητα, τήν ὁποίαν ἔχει τό ΦΙΛΟΤΙΜΟ γιά τήν θεάρεστη πίστη, προσευχή καί μετάνοια. Ὁ Ἁγιος, ὅπως  εὐστοχώτατα ἀναγράφεται εἰς τήν  Ἱεράν Ἀκολουθίαν του «…ἔσχεν ὡς πῦρ ἐν τῇ καρδίᾳ [του] φιλοτιμίαν θαυμαστήν ἐκπηγάζουσαν ἐκ τῆς ἀμέτρου εὐγνώμονος ἀγάπης πρός τόν Δεσπότην καί Κύριον»[1]. Θά μποροῦσαν οἱ θέσεις του αὐτές να ἀποκληθοῦν  Θεολογία τοῦ Φιλοτίμου.  

Πῶς ὅμωςννοοῦσε τήν βιωματική  αἴσθηση αὐτῆς τῆς πίστης, τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας; Ὁ Ἅγιος ἔλεγε ὅτι ἐάν ὁ Χριστιανός ἀναλογισθεῖ α) τό μέγεθος τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, τήν θυσιαστική Του ἀγάπη, τήν Σταυρική Του θυσία μέ τήν ὁποία ξέπλυνε ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἀλλά καί ὅλα τά γεγονότα τῆς θεϊκῆς Οἰκονομίας, καί β) τήν δική του ἀγνωμοσύνη, ἡ καρδία τοῦ Χριστιανοῦ θά πρέπει νά λιώνει ἀπό ἄμετρη ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη (χαρακτηριστικά τοῦ φιλοτίμου) πρός τόν Θεόν.

Τότε ὁ Χριστιανός, κινούμενος μόνον ἀπό τά προαναφερθέντα χαρακτηριστικά τοῦ ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ, θά προσεύχεται διαπύρως μέ ὅλο του τό εἶναι ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά «ὅλον τόν Ἀδάμ», καθώς καί  γιά τά προβλήματα τῶν ἐμπερίστατων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν του, καί θά ἀποκτᾷ ἔτσι ἀδιάψευστη ἐσωτερική μαρτυρία τῆς θεϊκῆς παρηγορίας καί τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Τότε ἡ «προσευχή [θά] εἶναι χαρά, εὐχαριστίαν ἀναπέμπουσα».[2]

Ἐπίσης, ἡ ἐργασία τῆς μετανοίας, ὄχι ὡς ἁπλῆς ἀναγνώρισης τῶν ἡμαρτημένων μας, ἀλλά ὡς ἐργασίας, ἡ ὁποία ἐκπηγάζει ἐκ τῆς ἀμέτρου εὐγνώμονος ἀγάπης καί βαθείας εὐγνωμοσύνης γιά τήν θυσιαστική ἀγάπη  μέ τήν ὁποία μᾶς ἀγάπησε ὁ Κύριος, θά ἀποτελεῖ ἐπίσης γνήσιο καί μοναδικό καρπό τοῦ ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ. Περαιτέρω, ἡ ἐργασία αὐτή τῆς μετανοίας βιώνεται στήν πράξη ὡς διαρκής ἀγαπητική ἀναφορά τοῦ νοῦ στόν ὑπαρξιακό χῶρο τῆς καρδιᾶς, γιά τήν θεραπεία καί τόν ἁγιασμό της.

Τέτοια πίστη, προσευχή καί μετάνοια, οἱ ὁποῖες ἐκπηγάζουν μέ τρόπο φυσικό ἀπό τήν ὑπερευαίσθητη καρδία τοῦ φιλοτίμου ἀνθρώπου ἤθελε ὁ Ἅγιος νά ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἀπομένει στούς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου νά ἀξιοποιήσουν , γιά τήν ὀρθή οἰκοδομή τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, τήν μεγάλη αὐτή θεολογική σύνθεση –τήν Θεολογία τοῦ Φιλοτίμου-, ἡ ὁποία ἐπιτελοῦσε θαύματα.

Παγκόσμιε, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ καί διδάσκαλε, Πάτερ Παῒσιε,     

«Ὁ τῷ πυρί τῆς ἀγάπης ὡς λαμπάς ἀναλωθείς…ὁ λαλῶν πυρίνῃ γλώσσῃ…ὁ προσενεχθείς ὡς θυσία τῷ κόσμῳ ἅπαντι…ὁ ἔχων ὡς πῦρ ἐν τῇ καρδίᾳ [του] φιλοτιμίαν θαυμαστήν ἐκπηγάζουσαν ἐκ τῆς ἀμέτρου εὐγνώμονος ἀγάπης πρός τόν Δεσπότην καί Κύριον…ὁ ἰατρείαν παρέχων ἀνέλπιστον…ὁ οἰόμενος [θεωρῶν] τήν νηστείαν ὡς τερπνήν ἀπόλαυσιν…ὁ ἐκχέων εὐωδίαν Χριστοῦ…ὁ διδάξας ὅτι ἐν χαρᾷ θλίψεις οἱ βαστάζοντες σωτηρίαν εὑρίσκουσι…ὁ νυχθημερόν δαπανώμενος τοῦ ἀναπαῦσαι τόν πλησίον…ὁ παντός τοῦ κόσμου ἀφανής εὐεργέτης…ὁ συμπάσχων τοῖς πάσχουσι…ὁ κτησάμενος ζῆλον πύρινον ὡς ὁ Ἠλιοῦ…ὁ ἔχων ἀκένωτον θησαυρόν ἀγάπης…ὁ ἀγωνισάμενος ἕως θανάτου…ὁ φέρων ἄλγη ἀσθενειῶν ἀγαλλόμενος…ὁ ἄριστος ἰατρός παθῶν καί νόσων χαλεπῶν… ὁ τήν οἰκουμένην στηρίζων…ὁ καύσει καρδίας προσ[ενεχθείς] τῷ κόσμῳ ἅπαντι…τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Κυρίου ὁ μιμητής…»[3],

 πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν φιλεύσπλαγχνον Κύριον,  ὅπως Τόν δοξολογοῦμεν καί Τόν εὐχαριστοῦμεν  ἐκ βαθέων γιά τήν ὑπερφυῆ, πανάπειρον, πανάφατον καί φρικτήν Οἰκονομίαν Του.

Ὁ ἀναξίως ἠλεημένος

Κωνσταντῖνος Γ. Καρακατσάνης


[1] Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 40.

[2] Ἰσαάκ Σύρου Ἀσκητικά, Ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 84, ὑποσημείωση.

[3] Ἱερά Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015.