Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας. Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

ΟΜΙΛΙΑ Α΄

Εὐλογημένα μου παιδιά,

Σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν ὁμιλία μας, θά ἤθελα νά πῶ λίγα λόγια ἀναστάσιμα, λίγα λόγια γιά τήν χαρά τοῦ Πάσχα.

Ἐδῶ κάτω στή γῆ, κατ᾿ αὐτήν τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Ἁγίου Πάσχα, ὁ κάθε χριστιανός νοιώθει μιά ἰδιαίτερη χαρά μέσα στήν ψυχή του, πού βέβαια, ἐν συγκρίσει πρός τήν χαρά ἐκείνη τοῦ ἄλλου κόσμου, εἶναι ἀσήμαντη. Ὡστόσο ὅμως εἶναι κάτι πού παρηγορεῖ τήν ψυχή μας, τήν κάνει νά νοιώθη χαρούμενη, χαριτωμένη, γιατί πλησιάζει κατά κάποιον τρόπον τόν Χριστό μ᾿ αὐτήν τήν ἑορτή περισσότερο.

Ἄς ἔλθουμε τώρα εἰς τήν περικοπήν τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἀναγινώσκεται τό Μέγα Σάββατο καί τήν Ἀνάστασι. Λέγει ἐκεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι ἡ Παναγία μας καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἦλθαν πολύ πρωΐ στόν Τάφο τοῦ Κυρίου, γιά νά δοῦν ἐκεῖ τό Πανάγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί νά κάνουν, ὅ,τι τούς ὑπαγόρευε ἡ μεγάλη τους ἀγάπη. Τότε ἔγινε ἕνας πολύ μεγάλος σεισμός καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατέβηκε καί παραμέρισε τόν λίθον ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου καί κάθισε ἐπάνω σ᾿ αὐτόν.

Στρέφεται ὁ ἄγγελος πρός τίς δύο γυναῖκες καί τίς λέγει: «Γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε τόν Ἐσταυρωμένον, τόν Ἰησοῦν, τόν Σωτῆρα, τόν Θεάνθρωπον, ἀλλά ὅπως βλέπετε, ἐδῶ στόν τάφο δέν ὑπάρχει. Ἀναστήθηκε. Πηγαίνετε ἀμέσως νά πῆτε στούς Ἀποστόλους στούς μαθητάς, ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί ὅτι θά Τόν δοῦν εἰς τό ὄρος τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. Κη΄: 5-7).

Αὐτές τίς κατέλαβε «τρόμος καί ἔκστασις» κι ἀμέσως ξεκίνησαν μέ πολλή ταχύτητα, γιά νά μεταφέρουν αὐτό τό μέγα χαρμόσυνον γεγονός εἰς τούς Ἀποστόλους, γιά νά χαροῦν κι ἐκεῖνοι, πού ἦταν τόσον πολύ φοβισμένοι καί κλεισμένοι «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» στό σπίτι, πού παρέμεναν.

Τήν στιγμή πού ξεκίνησαν, τίς συναντᾶ ὁ Χριστός καί τίς λέγει: «Χαίρετε! Μή φοβεῖσθε! Μόνον πηγαίνετε καί εἴπατε στούς ἀδελφούς μου ἐκεῖ, ὅτι θά μέ δοῦν εἰς τήν Γαλιλαίαν». Αὐτές μόλις εἶδαν μπροστά τους τόν Χριστό, τήν ἀγάπη τους, τόν ἔρωτά τους τόν πνευματικό, ἔπεσαν κάτω, Τόν προσκύνησαν καί Του ἔπιασαν τά πόδια· τά ἔσφιξαν στήν ἀγκαλιά τους, μή μπορώντας κἄν νά μιλήσουν, διότι ἔγιναν σάν κεραυνόπληκτες! Ποιός μπορεῖ νά ἑρμηνεύση τά συναισθήματα ἐκείνης τῆς ὥρας στίς ψυχές αὐτῶν τῶν δύο ἁγίων γυναικῶν! Δέν ἀπίστησαν καθόλου, καθώς οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν Τόν εἶδαν γιά πρώτη φορά. Τούς φανερώθηκε, Τόν εἶδαν, χάρηκαν, ἀλλά μέ τήν μόνη διαφορά, ὅτι μέσα τους εἶχαν δυσπιστία. Ἀντίθετα οἱ γυναῖκες δέν δυσπίστησαν καθόλου, ἀλλά ἀμέσως ἐκδήλωσαν τήν ἀγάπη τους στόν Χριστό.

Τέτοια περίπου ἀγάπη καί χαρά δίνει ὁ Χριστός μας τίς ἡμέρες αὐτές τῆς Ἀναστάσεως στίς ψυχές ἐκεῖνες, πού κατά κάποιον τρόπον ἔχουν καθαρίσει τίς αἰσθήσεις τίς ψυχικές ἀπό τήν ἁμαρτία: «Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως, Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα» (Κανών Ἀναστάσεως).

Τό Ἅγιον Πάσχα ἐδῶ κάτω σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, τό ἑορτάζομε γιά πολύ λίγο χρόνο. Τελειώνει ἡ χαρά αὐτή καί πάλι τήν διαδέχονται οἱ θλίψεις, οἱ στεναχώριες, οἱ πειρασμοί καί τόσα ἄλλα. Ἐπάνω ὅμως, στόν ἄλλο κόσμο, τό Πάσχα θά εἶναι αἰώνιο, χωρίς τέρμα, χωρίς βασίλεμα ποτέ, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὅταν ὁ Χριστός μας θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμον καί καθίση ἐπί θρόνου δόξης καί θά ξεχωρίση τούς μέν ἀπό τούς δέ, τούς δικαίους ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί θά βγάλη τήν τελικήν ἀπόφασιν, οἱ μέν θά ἀνέβουν στόν οὐρανό, οἱ δέ θά κατέβουν στόν Ἅδη τελικῶς καί ριζικῶς καί κατόπιν θά ἀκολουθήση ἡ ἐπιστροφή τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων πρός τά ἄνω. Θά προπορεύεται ὁ Ἰησοῦς μας καί θά ἀκολουθοῦν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι, ὅλες οἱ ψυχές καί ὅλοι μαζί θά κροτοῦν τό αἰώνιον Πάσχα καί ἀνεβαίνοντας πρός τά πάνω θά ψάλλουν τά ἐπινίκια τῆς Ἀναστάσεως «Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον».

Ὅλων τῶν ψυχῶν τά πρόσωπα καί ὅλη των ὕπαρξις θά εἶναι τόσο φωτεινή, ὅπως θά εἶναι καί ὁ Χριστόςμας. Μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τό θεϊκό καί ἀναστάσιμο φῶς θά ἀνεβαίνουν πρός κατάληψιν τοῦ Παραδείσου, τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ.

«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα». Θά ψάλλουν, θά παίζουν, θά κροτοῦν τά ἐπινίκια, ὅπως ὁ Θεός ἔχει τακτοποιήσει τό πρᾶγμα, ὅπως ἔχει καταστήσει ἐκεῖ τήν πνευματική χορωδία σέ μία ἀσύλληπτη πανήγυρι. Θά δοῦν οἱ ψυχές γιά πρώτη φορά τό τί ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς, πού νίκησαν μέ τήν Χάρι Του τόν κόσμο.

Ὅπως μᾶς ἔχουν διδάξει καί πληροφορήσει οἱ μεγάλοι Πατέρες μιλώντας γι᾿ αὐτήν τήν κατάστασι, ὁ Χριστός μας θά καθίση ἐπί θρόνου δόξης καί θά προσέρχεται κάθε τάγμα Ἁγίων νά παίρνη τόν ἀνάλογο στέφανο καί τόπο μέσα εἰς τόν Παράδεισον.

Καί ὅταν οἱ ἅγιες ψυχές θά βλέπουν ἐκείνη τήν ὀμορφιά, ἐκεῖνο τό κάλλος, ἐκεῖνο τόν πλοῦτο τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ νά τούς ἀποκαλύπτεται, νά τόν καταλαμβάνουν, νά τόν κερδίζουν σάν κάτι δικό τους, καί ὅτι θά ζήσουν αἰώνια κι ἀτελεύτητα πλέον, θά μένουν τόσον ἔκθαμβες, πού δέν θά μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν μέ λόγια καί μέ σκέψεις τό τί ὁ Θεός τούς ἑτοίμασε. Θά σκέπτωνται: «Τί προσφέραμε ἐμεῖς στόν Θεό; Στόν κόσμο ἁμαρτήσαμε τόσο πολύ, τόσο Τόν εἴχαμε λυπήσει τόν Θεό, τόσο Τόν εἴχαμε πικράνει κι Αὐτός ἀντί γιά τιμωρία, μᾶς δίνει αὐτόν ἐδῶ τόν Παράδεισο!»

Ποτέ δέν θά λήξη γι᾿ αὐτές τίς ψυχές τό Ἅγιον Πάσχα τῆς Θείας Ἀναστάσεως. Χαρά ἀνερμήνευτος, χαρά ἀνείπωτη. Οὔτε θλῖψις, οὔτε στενοχώρια, οὔτε δάκρυα, οὔτε πόνος, οὔτε ἀγώνας, ἀπολύτως τίποτε τό θλιβερό δέν θά ὑπάρξη σ᾿ ἐκείνη τήν μακαρία ζωή. Ἐξασφαλίζεται μιά γιά πάντα ἡ σωτηρία. Ἐκεῖ ἐπάνω θά γίνωνται οἱ πανηγύρεις πλέον μέσα στήν χαρά τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ Χριστός θά εἶναι τό Φῶς. Τό πρόσωπόν Του θά εἶναι τό Φῶς ἐκεῖνο, πού θά φωτίζη ὅλον τόν πνευματικό κόσμο.

Μᾶς λέγουν οἱ Πατέρες ὅτι καί μόνον ἡ θεωρία τοῦ Θείου Προσώπου δέν ἀντιμετρεῖται μέ χίλιους παραδείσους, γιατί αὐτή ἡ θεωρία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό κάθε ψυχή ἐδῶ κάτω στόν κόσμο, πού νοιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν ζητεῖ τίποτε ἄλλο, παρά μόνον νά ἀξιωθῆ νά ἰδῆ τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ.

Ὅπως καί κάποια ψυχή πού ἀγαποῦσε ἀφάνταστα τόν Χριστό μας, ὁρμώμενη ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή, θέλησε νά ἐπισκεφθῆ τούς Ἁγίους Τόπους καί δή νά προσκυνήση τόν Τάφον τῆς Θείας Του Ἀγάπης. Καί ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ καί εἶδε τόν Τάφον τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου πού ἀγαποῦσε τρομερά, ἔπεσε ἐπάνω εἰς τόν Τάφον τοῦ Χριστοῦ μας καί ἐκεῖ παρέδωσε τήν μακαρία ψυχή του στά χέρια καί στήν ἀγάπη Ἐκείνου.

Ἄς προσπαθήσουμε νά καθαρίσουμε τίς ψυχικές αἰσθήσεις μας· ἄς προσπαθήσουμε διά τῆς νήψεως νά μή τίς μολύνουμε, γιά νά μπορέσουμε χάριτι Θεοῦ, νά ἰδοῦμε μέσα στήν καρδιά μας αὐτό τό Φῶς τῆς Θείας Ἀναστάσεως.

Φεύγουμε ἀπό τοῦτον ἐδῶ τόν κόσμο καί πηγαίνουμε στόν ἄλλο. Οἱ θλίψεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἀσήμαντες, ἐν συγκρίσει μέ τήν ἀνταμοιβή τῶν πόνων στόν ἄλλον κόσμο, διότι εἶναι πρόσκαιρες καί ὀλιγοχρόνιες. Μᾶς φαίνονται ὅμως πολλάκις πολύ βαρειές, ἀσήκωτες καί ἀτελείωτες. Αὐτό φανερώνει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλά καί τοῦ διαβόλου τή δουλειά, ὁ ὁποῖος μᾶς παρουσιάζει πολύ διαφορετικά τά πράγματα, γιά νά μᾶς ὁδηγήση ἀσφαλῶς στήν ἀπελπισία καί στήν ἀπόγνωσι, ὅτι δέν θά τελειώσουν ποτέ τά βάσανα. Καί ὅμως τελειώνουν καί πολλές φορές μέσα σέ στιγμές χρόνου. Καί ἀμέσως μέ τό κλείσιμο τῶν ματιῶν μας ἀνοίγεται μπροστά μας ἡ θεωρία, ἡ πραγματικότης τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἐκεῖ πού βλέπαμε ἀνθρώπους, ἀμέσως, γιά μιά στιγμή, βλέπουμε πνεύματα εἴτε φωτεινά, εἴτε σκοτεινά, εἴτε ἀγγέλους, εἴτε δαίμονες.

Μόλις κλείσουν τά μάτια τῆς σαρκός, ἀνοίγουν πάραυτα τά μάτια τῆς ψυχῆς καί βλέπει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνα, τά ὁποῖα δέν ἔβλεπε προηγουμένως μέ τά μάτια τοῦ σώματος. Ὁ θάνατος εἶναι τό γεφύρι, πού μᾶς μεταφέρει ἀπό τοῦτον τόν κόσμο πρός τόν ἄλλο. Πρέπει νά ἀναλάβουμε τόν σωστόν ἀγῶνα, τήν σωστήν ἀντιμετώπισι αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, τοῦ ὅτι ἐδῶ εἴμεθα προσωρινά καί φεύγουμε γιά πάντα στόν ἄλλον κόσμο. Ἐδῶ νοιώθουμε τόν Χριστό μέ αἴσθησι τῆς ψυχῆς μας· ἐκεῖ, ἐάν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς σώση, θά Τόν ἰδοῦμε «πρόσωπον πρός πρόσωπον».

Ἡ ψυχή πού ἀγωνίζεται, πού ὑπομένει, πού πιστεύει ἀκράδαντα στήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, στήν ἄλλη ζωή, τίς ἡμέρες τῆς Χάριτος νοιώθει σάν νά εἶναι ὁπλισμένη μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός, τῆς χάριτος, τοῦ θείου ἔρωτος. Νοιώθει σάν νά στέκη μπροστά στόν Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμη νά δώση τήν μάχη ἐναντίον αὐτῶν πού ἀντιστρατεύονται σ᾿ Ἐκεῖνον, πού λατρεύει καί ὑπερμαχεῖ. Ἐνίοτε ἐπίσης νοιώθει νά εἶναι ντυμένη σάν νύμφη τοῦ Οὐρανίου Νυμφίου, στολισμένη μέ τήν ὀμορφιά τοῦ Οὐρανοῦ καί νά διακατέχεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τόν πόθο, πότε νά συναφθῆ μέ τόν Οὐράνιο Νυμφίο αἰώνια.

Πόσον ὄμορφα εἶναι ὁ χριστιανός νά νοιώθη τόν ἑαυτόν του σάν παιδί τοῦ Θεοῦ, νά αἰσθάνεται τόν Θεό σάν πατέρα του ἀληθινό! Τότε ἀκριβῶς τόν ἐγκαταλείπει ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Ἀντί αὐτοῦ νοιώθει πλοῦτον ἐμπιστοσύνης, διότι ὁ Πατέρας του εἶναι ὁ Κριτής, ὁ Πατέρας του εἶναι Ἐκεῖνος, πού θά τοῦ δώση τήν Βασιλεία Του. Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Παμβώ: «Ἐάν κολλήση ὁ οὐρανός μέ τή γῆ, φόβος δέν θά εἰσέλθη μέσα εἰς τήν ψυχήν μου». Καί τοῦτο, διότι ἔνοιωθε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιά νά φθάση κανείς σχετικῶς σ᾿ αὐτά τά μέτρα, πρέπει προηγουμένως ἐδῶ στόν κόσμο, ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν ἀγῶνα, νά προκαταβάλη τούς κατά Θεόν κόπους, νά ταπεινώνεται συνέχεια, νά ὑπομένη τούς πειρασμούς, τίς θλίψεις, τούς πόνους καί νά διώχνη τούς κακούς λογισμούς, μόλις κάνουν τήν ἐμφάνισί τους. Ὁ ἄνθρωπος πού ὑποχωρεῖ στούς κακούς λογισμούς, δέν εἶναι δυνατόν νά αἰσθάνεται καλά μέσα του καί νά μπορέση νά ἰδῆ τό φῶς τῆς ἱερᾶς Ἀναστάσεως στήν ψυχή του. Ἐνῷ ὅταν εἶναι γενικά προσεκτικός στήν ζωή του, σέ καιρό πού δέν περιμένει, θά νοιώση τήν ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό εἶναι καί τό ἔργον τοῦ μοναχισμοῦ. Παίρνει ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τόν κόσμο, γεμᾶτο ἀπό ἐμπάθεια, ἀπό ἀδυναμίες, φορτωμένο ἀπό ἁμαρτήματα μεγάλα καί μικρά καί σύν τῷ χρόνῳ τόν ἐπεξεργάζεται κατά θαυμαστόν τρόπον καί κάποια μέρα τόν παρουσιάζει πνευματικό ἄνθρωπο, πού ἔχει σχέσι μέ τόν Οὐρανό, μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μέλλουσα ζωή.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ὑπῆρξε καί ὁ μακαριστός Γέροντάς μου. Μακάριος κατά πάντα!

Ὅταν βρισκόταν στόν κόσμο, πρίν γίνη μοναχός, δέν ἐγνώριζε κἄν Θεόν. Καί ὅμως ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ἐπισκίασε καί τόν ἔφερε ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, στόν μοναχισμό, στό ἄμισθον ἰατρεῖον, ὁ μοναχισμός μέ τόν τρόπο του, μέ τήν τέχνη καί τήν ἐπιστήμη του τόν κατέστησε οὐράνιον. Ἡμεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἴμεθα πνευματικόν σπέρμα.

Γιά νά ἐπιτύχουμε ὅμως καί ἡμεῖς ὅ,τι αὐτός ἐπέτυχε, κατά τό δυνατόν, πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τά ἴχνη του.

Ἄς ἀγωνισθοῦμε, λοιπόν, μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἀπό τοῦτον ἐδῶ τόν κόσμο νά γνωρίσουμε μέ αἴσθησι τῆς ψυχῆς μας καί τόν ἄλλον κόσμο. Ἡ ἐπιτυχία μας στόν μοναχισμό εἶναι τοῦτο: νά γνωρίσουμε, νά γευθοῦμε τά τοῦ ἄλλου κόσμου καί νά φθάσουμε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μας τόσον, ὥστε νά ποθοῦμε νά ἰδοῦμε τό Θεῖόν Του Πρόσωπον.

Λέγουν οἱ Πατέρες ὅτι στόν ἄλλον κόσμο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη πού θά νοιώθουν οἱ ψυχές, ἡ μία πρός τήν ἄλλη, θά εἶναι ἡ τροφή των. Ἡ μία ψυχή θά βλέπη τήν ἄλλη καί θά νοιώθη μέσα της ἕναν σωστό παράδεισο.

Αὐτό τό νοιώθουμε κι ἐδῶ μέχρις ἑνός ἐλαχίστου σημείου βέβαια. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πυρπολῆ τήν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος ὁ πνευματικός νιώθει ἀπέραντη ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς, νιώθει μέσα του νά τούς ἀγκαλιάζη ὅλους καί ἀδελφούς καί φίλους καί ἐχθρούς καί ὅλην τήν ἄψυχον κτίσιν. Ὅσα καί νά τοῦ κάνουν, δέν πρόκειται νά σκανδαλισθῆ, ἀλλά μόνο θά ἐκφράση τρόπους ἀγάπης. Καί τότε τοῦ ἑρμηνεύεται, γιατί ὁ ἄπειρος Θεός ὑπομένει τούς ἀνθρώπους, ὑπομένει τούς ἁμαρτωλούς μέ ὅλες τίς κακίες των ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του!

Ἄς ἀγωνισθοῦμε, πατέρες μου, ἄς ἀγωνισθοῦμε τώρα, πού εἴμεθα ἐδῶ, νά δημιουργήσουμε προϋποθέσεις γιά τόν Οὐρανό. Ἡ μεταμέλεια μετά θάνατον δέν θά μᾶς ὠφελήση καθόλου. Ἄς βάλουμε ἀρχή. Ὅ,τι μᾶς λέει ἡ συνείδησις, ὁ ἐσωτερικός ὁδηγός, νά τό κάνουμε. Ἄς μή τήν καταφρονοῦμε, γιατί μᾶς διδάσκει πάρα πολύ σωστά.

Μέ ὁδηγό ἐσωτερικό τήν συνείδησι καί μέ ἐξωτερικό τόν γραπτόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἄς προχωροῦμε πρός τήν ὑπακοή, ἄς ἀκολουθοῦμε τούς δύο ὁδηγούς καί ὁπωσδήποτε ἀσφαλῶς θά ὁδηγηθοῦμε στόν Χριστό μας καί θά ἐπιτύχουμε τό Ἅγιον Πάσχα τοῦ Οὐρανοῦ, τό αἰώνιον καί ἀνέσπερον. Ἐκεῖ ἐπάνω θά εἶναι ἡ αἰώνιος πανήγυρις, ἐκεῖ πού οἱ ἄγγελοι μέ ὅσα τούς ἔχει πλουτίσει ὁ Θεός, θά παίζουν ἐμβατήρια οὐράνια, ἀναστάσιμα, εἰς εὐφροσύνην τῶν ψυχῶν ἐκείνων, πού ἐπέτυχαν, πού ἐκέρδισαν τό λαχεῖον τοῦ Οὐρανοῦ.

Μακάριον καί τρισμακάριον τό δέκατον τάγμα τῶν ἀγγέλων, τό ὁποῖον θά ἀποτελέσουν οἱ μοναχοί, πού θά κερδίσουν τήν θέσιν αὐτήν εἰς τόν Οὐρανόν. Θά βλέπουν τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, θά συμψάλλουν μαζί μέ τούς ἀγγέλους οἱ ἐπιτυχημένοι αὐτοί μοναχοί, θά πανηγυρίζουν, θά εὐφραίνωνται καί θά εὐλογοῦν τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἔκανε αὐτήν τήν μεγάλη θυσία, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καί ἔσωσε τό ἀνθρώπινον γένος.

Ἄς εὐχηθοῦμε νά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί καί ἐλάχιστοι –ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ – σ᾿ αὐτό τό τάγμα τῶν ἀγγέλων, στόν τόπον τοῦ Ἑωσφόρου, εἰς δόξαν Θεοῦ, εἰς δόξαν Ἐκεῖνου, πού θυσιάσθηκε, εἰς δόξαν τοῦ ἀμώμου Ἀρνίου.

Ἄς εὐχηθοῦμε, ὥστε τά τέλη μας ἀπό τοῦτον τόν κόσμο νά εἶναι χριστιανικά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, μέ καλήν ἀπολογίαν καί μέ ἀρίστην ἐπιτυχίαν σ᾿ ἐκεῖνον τόν μακάριο κόσμο. Ἀμήν.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!