Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ ἁγίου γέροντα Ἐφραίμ Ἀριζόνας γιὰ τὰ Χριστούγεννα
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσον ἐν ἡμῖν» λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε σάρκα καὶ ἦρθε καὶ μᾶς ἐπισκέφτηκε. Τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς Θεότητός Του τὸ κάλυψε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἔτσι ἠμπόρεσε ἡ γῆ νὰ ὑποδεχτεῖ, νὰ φιλοξενήσει τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ μιλήσει μαζί Του.
Μᾶς ἐπισκέφθηκε μὲ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του, ἦρθε νὰ μᾶς μιλήσει τὴν Ἀλήθεια διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπλανᾶτο ἀπὸ τὸ ψεῦδος τοῦ διαβόλου καὶ συνεχῶς κατέρρεε ψυχικῶς καὶ ἔφευγε μακριὰ ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Καὶ ὁ Θεὸς βλέποντας αὐτὸν τὸν κατήφορο τοῦ ἀνθρώπου ἔκλινε οὐρανοὺς καὶ κατέβη καὶ μᾶς ἔκαμε αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπίσκεψη, μᾶλλον τὸ ξεκίνημα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Δημιουργό του.
Γι αὐτὴ τὴ μεγάλη καὶ ἀπόρρητη ἐπίσκεψη καὶ γέννα τοῦ Χριστοῦ μας κάτι ἔχω γράψει στὸ ἡμερολόγιο καὶ νὰ σᾶς τὸ διαβάσω:
Τά Χριστούγεννα οἱ καμπάνες μας χτυποῦν πολὺ χαρμόσυνα λὲς καὶ ἔχουν κάποια ἰδιαίτερη χάρη σήμερα καὶ μελωδικότατα διαλαλοῦν :
Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται.
Λοιπὸν Χριστέ μου καλῶς μᾶς ἦρθες, καλῶς κόπιασες στὴ γῆς μας, στὴν ἐξορία μας. Ἦρθες νὰ ἰδεῖς τὰ χάλια μας καὶ τὴν κατάντια τῆς παρακοῆς καὶ τῆς ἀποστασίας μας. Ἄς εἶναι εὐλογημένη ἡ Εἴσοδος σου, ἡ Γέννησή Σου καὶ ἡ ἔξοδός Σου, ἡ Ἀνάστασή Σου. Ἦρθες, ἐκκένωσες ἑαυτόν, σὲ ἀνυμνοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, τὰ δάκρυα τρέχουν, κυλοῦν μόνα τους. Ἡ χαρὰ παίρνει καὶ δίνει. Τὰ θεῖα νοήματα τῆς θείας κενώσεως εἶναι ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴν χαρμονή τους.
Θεέ μου! Τί Θεὸς εἶσαι; Τί γίνεται μὲ αὐτὴ τὴ μεγαλοσύνη Σου; Μένω σὰν κεραυνόπληκτος ἀπὸ θαυμασμὸ σὲ θαυμασμό! Τί μέλλει γενέσθαι στὸν ἐπουράνιο κόσμο; Κάλλη, κάλλη θὰ βλέπει ὁ φτηνὸς ἄνθρωπος καὶ θὰ ἐξίσταται στὰ τοῦ Θεοῦ θαυμάσια.
Ὦ Θεῖο βρέφος! πόσο ἁπλά, ταπεινὰ καὶ ἀθόρυβα ἦρθες κοντά μας! Ἡ Γέννησή σου ἡ ἀθόρυβος ὁμοιάζει σὰν τὴν ἁπαλὴ δροσούλα καὶ σὰν τὸ χιονάκι ποὺ πέφτει τὴ νύχτα ἥσυχα-ἥσυχα καὶ δίνει τόση λευκότητα στὴ φύση καὶ πάρα πολλὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση στὸν ἄνθρωπο. Πόσα καὶ πόσα βρέφη δὲν θὰ γεννήθηκαν τὴν ἴδια νύχτα; Τοῦτο τὸ βρέφος ὅμως εἶναι ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀλήθεια καὶ Ἀγάπη, εἶναι ὁ προαιώνιος ὑπάρχων Θεός.
Ἡ γέννησή σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως. Ἡ μοναδικὴ γνώση διέλυσε τὰ σκοτάδια καὶ κατήργησε τὸ ψεῦδος, ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησε πυξίδα, ἡ Ἀλήθεια ἦρθε, τὸ Φῶς ἀνέτειλε καὶ ὁ ἀπεγνωσμένος ὁδοιπόρος τῆς γῆς βρῆκε προσανατολισμό.
Ὦ φῶς Θεοῦ πῶς τὸν καταυγάζεις τὸν ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς καὶ τὸν κάνεις ἄλλον, τόν πρίν ἔξαλλον καὶ ἐκπτωτικόν!
Ὦ ἐράσμιο φῶς πόσο σὲ ποθῶ σὲ νοσταλγῷ, Σὲ ὑπεραγαπῶ. Πότε θὰ ἔρθεις νὰ πληρώσεις ὅλον με μὲ τὸ κάλλος σου; Δὲν ξέρεις πόσο σὲ περιμένω! καὶ τοῦτο γιατί εἶμαι τυφλὸς καὶ σκοντάφτω καὶ κάνω τοῦ κόσμου τὶς ἁμαρτίες.
Λοιπὸν Χριστέ μου, νοητὲ Ἥλιε, πόσο ἐκυριάρχει τὸ ψεῦδος τῶν ψευδοθεῶν πρὶν μᾶς ἔρθεις μὲ τὴ Γέννησή σου; Τὰ ἀμυδρὰ φῶτα τῶν ποιητῶν καὶ φιλοσόφων δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ διαλύσουν τὰ πυκνὰ σκοτάδια τῆς ἀθεΐας. Ἦρθες τὸ μοναδικό, τὸ ἀνεπανάληπτο, τὸ σωστικὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ παγερὸ χειμωνιάτικο βράδυ στὴ Βηθλεέμ. Ἔγινες μικρὸς γιὰ νὰ μᾶς κάμεις μεγάλους, ἔγινες ἀδύνατος γιὰ νὰ μᾶς κάμεις δυνατούς. Ἦρθες κλαίγοντας στὸν κόσμο γιὰ νὰ στεγνώσεις τὰ δάκρυά μας.
Ὦ πόσο πονῶ ψυχικὰ ποὺ δὲ βρῆκες μιὰ θέση σ' ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ τοῦτο γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς μία θέση στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὦ Ἰησοῦ μου, τί τρομερὴ κένωση ποὺ ἔκανες γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀποστάτες γιά νὰ μᾶς ἐξοικειώσεις μὲ τὸν Πατέρα Σου πληρώνοντας τὸ χρέος μας μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Παναγίου Αἵματὸς Σου. Ἐταπείνωσες ἑαυτὸν μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Σὰν ἀπολιθωμένος στέκω μπροστὰ στὴν ἄφατη ταπείνωσή Σου γιατί ἐγὼ ἄνθρωπος φύσει ταπεινὸς ἔχω τόνους ἐγωισμοῦ μέσα μου ποὺ φανερώνει τὸ σκότος τῆς ἄγνοιάς μου.
Ἡ εὐχούλα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συνεχίζει ἥσυχα καὶ ἀθόρυβα τὴ δουλειά της. Ὁ νοῦς μου ἔρχεται, τὸν τραβᾶ ὁ ὕμνος «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοὶ ὅτι δεδόξασται».
Θεέ μου, Χριστέ μου, μὰ τί εἶσαι πιά; Ἡ καρδιά μου πάει νὰ σπάσει μὰ πόσο γλυκὸς Εἶσαι; Τί νὰ εἴπω; Ἀπορῶ μαζί σου, σὰν τὸ κεράκι λιώνει ἡ καρδιά μου καὶ τοῦτο διότι σὲ ὅλα εἶμαι ἀνάξιος καὶ ἀνίκανος. Πότε μὰ πότε θὰ σὲ εἰδῶ πατέρα μου; ὦ δὲν πρόκειται νὰ ζήσω ἂν γίνει κάτι τέτοιο, γιατί ποία φύσις κτιστὴ ἠμπορεῖ νὰ σὲ βαστάξει; Ἡ γλυκύτης Σου ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια καὶ λόγο.
Ἀνυμνήσατε ὦ λαοὶ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μου σκιρτήσατε ἐν εὐφροσύνῃ γιατί εἶναι ὁ μοναδικός, ὁ ἀποκλειστικός δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος ποὺ πληρώνει τρομερὰ τὴν καρδιὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ θεῖον Ἔρωτα.
Ἐξίσταμαι, φρίττω, δὲν ξέρω τί νὰ πῶ γιὰ τὸν Θεὸ Πατέρα μου.
Ὦ ποιὸν Θεὸ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται. Ἡ φτωχὴ ψυχούλα μου πανηγυρίζει ἀπὸ ἀγάπη καὶ κλάμα στὴν ἁγιωτάτη ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Χαρὰ σὲ σένα Θεῖον βρέφος καὶ σωτηρία σὲ μένα.
Πόσες καὶ πόσες εὐχαριστίες σοῦ ὀφείλω Θεέ μου ποὺ μὲ ἀξιώνεις νὰ ὁμιλῶ μαζί σου σηκώνοντάς με τὴ νύχτα, στὴν ἥσυχη ἀτμόσφαιρα γιὰ νὰ κάνουμε τὶς ἅγιες συναντήσεις μας.
Σήμερα καλὲ μου Πατέρα σὲ εὐχαριστῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη συνάντηση γιατί μὲ παρατήρησες τὴν ἀναισθησία μου κάνοντάς μου ἕνα πολὺ ἐπιδέξιο ἔλεγχο ποὺ ὁμολογῶ πώς μὲ ὠφέλησε καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω πόσο.
Τυπικὰ σὲ πίστευα, σὲ ὁμολογοῦσα καὶ σὲ ἔνιωθα, γιὰ αὐτὸ καὶ ἔχω ἕνα τόσο βεβαρημένο ποινικό. Ὦ Θεέ μου καὶ γλυκύτατε Πατέρα μου πόσο σὲ παραγνώρισα στὰ τόσα μου; Πόσῃ ὑπομονή μοῦ ἔκαμνες, πῶς μὲ ἀνεχόσουν; γιατί νὰ σὲ πικράνω μὲ τὴν τυπικότητά μου;
Ἐγώ τὸ κακὸ στοιχεῖο ἐκπλήττομαι στὴν ἀπέραντη καρδιά σου πῶς δὲν μὲ σιχάθηκες. Μὲ τὸ νὰ μὲ ἀγαπᾶς, μέ τὸ νὰ μὴ σὲ ἀγαπῶ καὶ νὰ μὴ σὲ νιώθω μὲ πίστη Πατέρα.
Σὺ εἶσαι ὁ κατεξοχὴν Πατέρας μου, δημιουργός, δημιουργός μου καὶ ὄχι οἱ γονεῖς μου. Αὐτοὶ ἁπλῶς ἔγιναν ὄργανα τῆς θελήσεως Σου, Σὺ μὲ ἔκανες ἄνθρωπο, Σὺ μ' ἔφερες στὴ ζωή, Σὺ μὲ προνοεῖς καταπληκτικά, ὅσα ἔκανες σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τά δημιούργησες γιὰ τὴν εἰδική μου εὐτυχία. Ζῶ καὶ κινοῦμαι καὶ ὑπάρχῳ ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ θέλησή Σου, τὰ πάντα μου ἐξαρτῶνται ἀπὸ Ἐσένα.
Μὰ δὲν εἶναι μόνο τὰ γήινα ποὺ μοῦ χαρίζεις τόσο πλούσια ἀλλὰ νά, μοῦ ἔχεις ἑτοιμάσει καὶ ἀγαθὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη.
Μὰ τί νὰ εἰπῶ καὶ διὰ τήν ἐνανθρώπησή Σου τὸν Σταυρικό Σου θάνατο. Τὴν Θεία Μετάληψη τοῦ Ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματός Σου καὶ τόση ἄλλη ἀσύλληπτη στὸ νοῦ μου ἀγάπῃ Σου; Ντροπὴ καὶ αἰσχύνη κάλυψε τὸ πρόσωπό μου ὑπενθυμίζοντάς μου τά σχετικά μέ τά παραπάνω.
Ἔπεσα νοερῶς στὴν ἀγκαλιὰ Του καὶ ἔκλαψα· ἔκλαψα, ἔχυσα δάκρυα μετανοίας καὶ μεταμέλειας ζητώντας νὰ μοῦ συγχωρέσει τὴν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς.
Ὦ πόση ἀνακούφιση ποὺ ἔνιωσα, ἐλπίζω πὼς συνέχεια θὰ μετανοῶ μὲ τὴ Χάρη Του γιὰ νὰ τοῦ γλυκάνω τὴν πικραμένη μαζί μου καρδιὰ Του. Ἄν αὐτὸ κατορθωθεῖ λογίζομαι πὼς ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα θὰ ἀνοίξει καὶ θὰ πληρώσει τὴ δική μου τὴν ἄχαρη μὲ θεϊκή χριστότητα ποὺ ἑρμηνεύει ἔρωτα θεῖον καὶ φῶς ἐράσμιον.
Θεούλη μου γιὰ ὅλα, ὅλα Σὲ εὐχαριστῶ καὶ Εὐλόγησέ με καὶ πάλι ἐπὶ τὸ αὐτὸ νὰ ἐπανέλθω.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ σκηνώσει μέσα στὶς καρδιές μας, νὰ Τὸν νιώθουμε ζῶντα ἀληθινὸν καὶ τώρα καὶ αἰώνια εἰς τὴν βασιλεία Του.