"Πάσχα στό νησί Πόποβα" - Ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων Τρόϊτσκυ.
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου.
Ἀπολαμβάνοντας ἐλεύθερα τίς ἐκκλησιαστικές μας ἑορτές, πανηγυρίζοντας μάλιστα ὅλο χαρά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δύσκολα θά ἔρθουμε στή θέση τῶν ρώσων ἀδελφῶν μας πού στά χρόνια τοῦ στυγνοῦ ἀθεϊσμοῦ στερούνταν αὐτή τή μεγάλη εὒφρόσυνη καί λαμπροφόρα ἠμέρα, εἰδικά ὅσοι εὑρίσκονταν φυλακισμένοι στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ἡ ἀκόλουθη διήγηση εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων Τρόϊτσκυ, ἱερομάρτυς καί πρόμαχος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» Ἔκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα 2012. Βρισκόμαστε στά 1926.
Πάσχα στό νησί Πόποβα.
Τήν ἄνοιξη τοῦ 1926 ἀποφάσισαν νά τόν φέρουν [τόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα] πίσω στά Σολοφκύ. Στό στρατόπεδο μεταγωγῶν, στό νησί Πόποβα ἔφτασε λίγο πρίν τό Πάσχα. Τήν πασχαλινή ἀκολουθία ἐτέλεσε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο Νεκτάριο Τρεζβίνσκυ καί τόν ἱερέα Παῦλο Τσεχράνωφ σέ ἕνα μισοτελειωμένο φοῦρνο παρά τήν αὐστηρή ἀπαγόρευση τῆς διοικήσεως τοῦ στρατοπέδου. Νά πῶς περιγράφει αὐτό τό γεγονός ὁ π. Παῦλος Τσεχράνωφ :
«Πλησίαζε τό Πάσχα. Πῶς θά ἤθελα ἀκόμη καί σ’αὐτές τίς συνθῆκες νά κάνουμε τήν Πασχαλινή ἀκολουθία ! ʺ Πῶς θά γίνει αὐτό ; ʺ σκεπτόμουνα ʺἈκόμη καί τώρα, πού ἀκόμη καί γιά νά κουβεντιάσεις εἶναι δύσκολο καί πρέπει νά χωθεῖς ἀνάμεσα στό πλῆθος, πῶς νά μήν ψάλλουμε τό ʺΧριστός Ἀνέστηʺ τήν πασχαλινή νύχτα; ʺ. Ἀποφάσισα λοιπόν νά προετοιμάσω τους ἄλλους πατέρες. Ἔκαμα συζητήσεις μέ τόν καλοκάγαθο ἐπίσκοπο Νεκτάριο Τρεζβίνσκυ, τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἱλαρίωνα, τόν ἐπίσκοπο Μητροφάνη, τόν ἐπίσκοπο Ραφαήλ καί τόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ...Ὅμως μόνο ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων καί ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος συμφώνησαν νά τελέσουμε τήν πασχαλινή ἀκολουθία στόν μισοτελειωμένο φοῦρνο , ὅπου ὑπῆρχαν μόνο ἀνοίγματα χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Οἱ ὑπόλοιποι ἀποφάσισαν νά κάμουν τήν ἀκολουθία στήν παράγκα τους, στήν Τρίτη κουκέτα, κάτω ἀπό τήν ὀροφή ἔχοντας ʺπαρέαʺ τόν κοιτῶνα τοῦ λόχου τῆς διοικήσεως. Ἀλλά ἐγώ ἀποφάσισα νά ψάλλω τήν ἀκολουθία ἔξω ἀπό τήν παράγκα, ὥστε, ἔστω κι αὐτές τίς στιγμές, νά μήν ἀκούω αἰσχρολογίες.
Συμφωνήσαμε. Ἔφτασε τό Μεγάλο Σάββατο. Ἡ αὐλή καί οἱ παράγκες ἦσαν γεμάτες σάν βαρέλια μέ σαρδέλλες ἀπό τούς κρατουμένους πού εἶχαν φθάσει ἀπό τή δουλειά τοῦ ἐφοδιασμοῦ ξυλείας. Ἀλλά μᾶς συνέβη τότε καινούργια δοκιμασία. Βγῆκε διαταγή τοῦ διοικητή πρός τούς ὑπευθύνους τῶν λόχων τῶν κρατουμένων μέ τήν ὁποία δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νύξη γιά πασχαλινή ἀκολουθία καί ἀπό τίς 8 τό βράδυ δόθηκε ἐντολή νά μήν ἀφήνουν νά μπεῖ κανένας ἀπό ἄλλους λόχους κρατουμένων σέ ἄλλη παράγκα. Μέ θλίψη μοῦ ἀνήγγειλαν τό νέο οἱ ἐπίσκοποι Μητροφάνης καί Γαβριήλ. Ὅμως ἐγώ συνέχιζα τόν... ʺ ἐξάψαλμοʺ : ʺ Παρ’ ὅλα αὐτά θά προσπαθήσουμε νά κάνουμε ἀκολουθία στό φοῦρνοʺ. Ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος συμφώνησε ἀμέσως καθώς καί ὀ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος ζήτησε νά ἐγερθοῦμε στίς 12 τά μεσάνυχτα.
Στίς 11μ.μ. κατευθύνθηκα στήν παράγκα ὅπου ἔμενε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος. Οἱ πόρτες ἦσαν ὀρθάνοιχτες, ἀλλά, καθώς μπῆκα μέσα γρήγορα, μοῦ ἔκλεισε τό δρόμο ὁ στρατιώτης ὑπηρεσίας.
- Δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα νά μπεῖ ἀπό ἄλλους λόχους.
Σταμάτησα ἀναποφάσιστος. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος ἦταν ἕτοιμος.
- Τώρα, τώρα ! μοῦ εἶπε.
Τράβηξα γιά τόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα. Μπαίνοντας ὁρμητικά στήν παράγκα προχώρησα δίπλα ἀπό τό στρατιώτη ὑπηρεσίας, ὁ ὁποῖος μοῦ φάνηκε γνωστός καί συμπαθής.
- Παρακαλῶ, κάνετε γρήγορα καί φύγετε. Δέν ἐπιτρέπεται...
Ἔγνεψα μέ τό κεφάλι μου, πλησίασα στόν ἐπίσκοπο Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος κοιμόταν. Τόν ἄγγιξα στήν μπότα του καί σηκώθηκε.
- Ἔφτασε ἡ ὥρα, τοῦ εἶπα ψυθυριστά.
Ὅλη ἡ παράγκα κοιμόταν. Βγῆκα ἔξω. Στό δρομάκι μέ περίμενε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος. Γρήγορα ἦρθε κοντά μας ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων. Ἥσυχα, ὁ ἕνας πίσω ἀπό τόν ἄλλο, προχωρήσαμε πρός τό πίσω μέρος τῶν παραπηγμάτων. Πέρα ἀπό τό δρόμο βρισκόταν ὁ σκελετός τοῦ μισοφτιαγμένου φούρνου μέ ἀνοίγματα ἀντί γιά πόρτες καί παράθυρα. Γλυστρήσαμε μέσα ἕνας-ἕνας. Ὅταν βρεθήκαμε στό ἐσωτερικό τοῦ κτιρίου διαλέξαμε ἕνα τοῖχο, πού μᾶς ἔκρυβε καλλίτερα ἀπό τό βλέμμα ὅσων περνοῦσαν στό δρομάκι, καί ʺ κολλήσαμεʺ σ’ αὐτόν. Ἀριστερά ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος, στή μέση ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί δεξιά, ἐγώ.
Ἀρχίστε, εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Νεκτάριος.
Τόν Ὄρθρο; ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
Ὄχι, ὅλα κατά τάξιν, ἀπό τό Μεσονυκτικό.
Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν...πρόφερε ἥσυχα ὁ ἐπίσκοπος Ἰλαρίων.
- Κύματι θαλάσσης...ἀρχίσαμε νά ψάλλουμε τόν Κανόνα τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Καί μέ ἕνα παράδοξο τρόπο ἔβρισκαν μέσα στίς καρδιές μας ἀνταπόκριση αὐτά τά λόγια μέ τή συναρπαστική μελωδία. ʺ διώκτην, τύραννον ὑπό γῆς ἔκρυψαν...ʺ. Καί ὅλη αὐτή ἡ τραγωδία τοῦ διώκοντος Φαραώ σ’ αὐτή τήν εἰδική κατάσταση γινόταν αἰσθητή στίς καρδιές μας μέ ὅσο ποτέ ἄλλοτε δριμύτητα : Ἡ λευκή θάλασσα μέ τό λευκό παγωμένο κάλυμμα, τά δοκάρια τοῦ πατώματος, στά ὁποῖα στεκόμασταν λές καί ἦταν ὁ χῶρος τοῦ ἀναλογίου, ὁ φόβος νά μή μᾶς δοῦν σέ κάποιο ἔλεγχο. Ὅμως ἡ καρδιά μας ἦταν ὅλο χαρά πού τελούσαμε τήν πασχαλινή ἀκολουθία, παρά τήν αὐστηρή ἀπαγόρευση τοῦ διοικητοῦ.
Ψάλαμε τό Μεσονυκτικό. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱλαρίων ἔβαλε Εὐλογητό γιά τόν Ὄρθρο.
- Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ...εἶπε ψιθυριστά, κοιτώντας προσεχτικά τή νυχτερινή καταχνιά, ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
Ἐμεῖς ψάλαμε τό ʺΧριστός Ἀνέστηʺ. Δέν ἤξερα τί νά κάνω. Νά κλάψω ἤ νά γελάσω ἀπό χαρά. Πόσο θά ἤθελα νά ψάλλουμε μέ δυνατή φωνή τά θαυμάσια τροπάρια μέ τούς εἱρμούς τους! Ὅμωςμᾶς καθοδηγοῦσε ἡ περίσκεψη. Τελειώσαμε τόν Ὄρθρο.
- Χριστός Ἀνέστη! εἶπε ὁ ἐπίσκοπος Ἱλαρίων καί οἱ τρεῖς μας ἀσπαστήκαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὁ ἐπίσκοπος ἔκαμε Ἀπόλυση καί ἔφυγε γιά τήν παράγκα του...
Αὐτή ἡ πασχαλινή ἀκολουθία ἔμεινε στή μνήμη τοῦ ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος. Τό Μαϊο τοῦ 1927 μοῦ ἔγραψε : ʺ Θυμᾶμαι τό προηγούμενο Πάσχα. Πόσο ξεχώριζε ἀπό τό σημερινό! Πόσο πανηγυρικά τό γιορτάσαμε τότε!».