Οἱ “βυζαντινολιγούρηδες„ καί ὁ μηδενισμός τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ
Συνυπογράφουν 14 πατέρες.
Ὅσα ἀκολουθοῦν ἀποτελοῦν κατά βάσιν κριτική στά λεχθέντα ὑπό τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ. Θά θέλαμε νά παρακαλέσουμε τόν ἀναγνώστη νά τά διαβάσει ἔχοντας κατά νοῦ τήν Ἀλήθεια καί Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὄχι ἀτεκμηρίωτες καθ’ ἡμῶν κατηγορίες καί ἐτικέτες πού σπεύδουν νά δώσουν οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅσους μάχονται τίς ἀντορθόδοξες καινοτομίες τους. Τά περί φανατισμοῦ, φονταμενταλισμοῦ καί προσωπικῶν ἐπιθέσεων διαρκῶς ἐπαναναλαμβανόμενα δέν πρέπει νά τά λαμβάνει κανείς ὑπ’ ὄψιν του. Aὐτούς τούς δύσκολους καιρούς ἄς κρατήσουμε ἀκέραιη τοὐλάχιστον τή λογική μας καί τήν κριτική μας ἱκανότητα.
Μέ ἀφορμή τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ π. Γεωργίου Μπασιούδη «Ἡ δύναμη τῆς λατρείας. Ἡ συμβολή τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν στή λειτουργική θεολογία» ὀργανώθηκε ἐκδήλωση στή «Στοά τοῦ Βιβλίου», στήν ὁποία μίλησαν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, ὁ π. Βασίλειος Θερμός καί ὁ κ. Θανάσης Παπαθανασίου, συντάκτης τοῦ περιοδικοῦ ΣΥΝΑΞΗ. Οἱ ὁμιλίες αὐτές ἀναμεταδόθηκαν τό Φεβρουάριο 2009 ἀπό τήν «Πειραϊκή Ἐκκλησία».
Ὁ π. Σμέμαν μέ τά γραπτά του, ὅπως εἶπε ὁ π. Μπασιούδης, διακηρύττει ὅτι «ἡ δύναμη τῆς λατρείας...νά βυθίζει τόν ἄνθρωπο στήν πνευματική πραγματικότητα...στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀλλάζει τό μυαλό καί τήν καρδιά του, σήμερα ἔχει ἐξαφανισθεῖ...ἔχει χάσει κάθε ἀναφορά στήν πραγματική ζωή. Ὑφίσταται ἕνα τεῖχος μεταξύ τῆς λατρείας, τοῦ μηνύματός της...καί τῆς κοινότητας, ἡ ὁποία θεωρητικά ὑπάρχει γιά νά λατρεύει τό Θεό».
Περιττό νά ποῦμε ὅτι τά παραπάνω ἀποτελοῦν ἀνεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ὁ μακαρίτης Σμέμαν βρίσκεται μᾶλλον μονίμως ἐν συγχύσει μεταφέροντας τό εἰδικό καί ἐπί μέρους στό γενικό καί καθολικό. Ἀσφαλῶς δέν φταίει ἡ εὐάρεστη στό Θεό Ὀρθόδοξη Λατρεία ἄν δέν ἐνεργεῖ ἡ δι’ αὐτῆς προσφερομένη Χάρις στήν καρδιά ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἡ πνευματική κατάσταση κάθε ἀνθρώπου. Ὁ Σμέμαν, ἄνθρωπος τοῦ θεολογικοῦ ἐργαστηρίου βλέπει τήν Λατρεία σάν ἐργαλεῖο πού ἔχει παληώσει, πού ἔχει ὑποστεῖ κακές παρεμβάσεις καί θέλει ἀνανέωση καί διόρθωση γιά νά καταστεῖ λειτουργικό, γιά νά ἔχει ἀποτέλεσμα καί νά ἐπιδρᾶ στούς ἀνθρώπους. Δέν βλέπει τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό πνευματοκίνητο χέρι τῶν Ἁγίων στή διαμόρφωση τῆς Λατρείας. Βλέπει στρώματα ποικίλα καί ἀλλοπρόσαλλα πού βρίσκονται συσσωρευμένα ἀπό ἱστορικούς λόγους, πολλά ἀπό τά ὁποῖα προβληματικά, χωρίς ἀξία καί δύναμη. Γι’ αὐτό ἀγωνιᾶ καί θέλει νά δώσει δ ύ ν α μ η στή Λατρεία.
Θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε σχετικά μέ τά παραπάνω ὅτι φυσικά κάτι χρειάζεται διόρθωση ὄχι ὅμως ἡ λατρεία ἀλλά ὁ καθένας μας προσωπικά. Διόρθωση εἶναι ἡ μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἡ διαρκής νηπτική ἐργασία πού θά μᾶς ὁδηγήσει σέ μιά διαρκῆ καί εἰς βάθος κοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό. Ἔτσι θά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀληθής συνάντηση θείου καί ἀνθρωπίνου μέσα στήν παραδεδομένη Λογική λατρεία μας. Μ᾽ αὐτόν καί μόνο τόν τρόπο ἡ Λατρεία ἔχει ἀποτέλεσμα. Δέν ἔχει ἡ Λατρεία μας μιά μαγική δύναμη. Εἶναι τά «σά ἐκ τῶν σῶν» ἑκάστου μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Μιά λατρεία πού ἄμεσα καί εὔκολα χωρίς μετάνοια καί ἄσκηση ἔχει τή δύναμη «νά ἀλλάζει τό μυαλό καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου» μπορεῖ νά ἀνήκει μόνο στίς ἀποκρυφιστικές ὁμάδες, ὅπου ἀπουσιάζει τό σταυρικό-μαρτυρικό φρόνημα καί βέβαια ἡ θεία Χάρις.
Τελικῶς τή δύναμη ἔχει ὁ Παντοδύναμος Τριαδικός Θεός («Σοῦ ἐστίν ἡ Βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος»). Αὐτός δύναται νά μεταμορφώσει διά τῆς Χάριτός του, προσφερομένης μέσα στή Θεία Λατρεία, τό νοῦ καί τήν καρδιά κάθε καλοπροαίρετου καί ἀγωνιζόμενου ἀνθρώπου.
Μέσα στήν ἀγωνία του νά δώσει δύναμη στή λατρεία ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν βρίσκει ἀδιάκοπο ἐνδιαφέρον καί ἐπιστημονική ἐνασχόληση μέ τά κακά τῆς Λατρείας μας, μεμψιμοιρία καί γκρίνια γιά τό Βυζάντιο καί προτάσεις γιά «ἀποκάθαρση τῆς λατρείας ἀπό τά στοιχεῖα τά ὁποῖα τήν ἀλλοτριώνουν»[1]. Οἱ παρατηρήσεις του γιά ἐκκοσμίκευση ἔχουν σχέση μέ τά ἀμερικανικά δεδομένα, ὅπου πάμπολλες ἐνορίες ἀσχολοῦνται μέ συγκέντρωση χρημάτων καί φιλανθρωπικές δράσεις, καταπατώντας τίς νηστεῖες, τελώντας τή Θ. Λειτουργία σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις «τῆς πραγματικῆς ζωῆς» στίς 11πμ καί 12 τό μεσημέρι, ἀδιαφορώντας γιά τήν ἐξομολόγηση κλπ.
Οἱ ὁμιλητές βέβαια, κατά τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου μεταφέρουν ὅλα αὐτά στήν ἑλληνική πραγματικότητα προσπαθώντας νά ἐμφυσήσουν ἕνα «ἐκλεπτυσμένο» φιλοσοφικο-θεολογικό πνεῦμα στούς χριστιανούς καί νά προωθήσουν ποικίλες νεοεποχήτικες μεταρρυθμίσεις στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίως τῆς Λατρείας.
Ὁ τολμηρότερος τῶν ὁμιλητῶν ἦταν ὁ π. Βασίλειος Θερμός. Ἡ ὁμιλία του κινήθηκε σέ τρεῖς ἄξονες :
· (1) Παραφθορά, ἀλλοιώσεις καί ἐκφυλισμός τῆς Λατρείας.
· (2) Εὐθύνες γιά ὅλα στό Βυζάντιο.
· (3) Ριζική ἀλλαγή τῆς Λατρείας.
Πρίν προχωρήσουμε πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό ὅλο θέμα τῆς Λατρείας, ὁ π. Βασίλειος τό βλέπει μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς ἱστορίας καί μόνο. Διακατέχεται ἡ σκέψη του ἀπό ἕνα ἔμμονο ἱστορισμό. Μέσα ἀπ’ αὐτόν ἑρμηνεύει ὄχι μόνο τά ζητήματα τῆς Θείας Λατρείας, ἀλλά καί ὅλη τή ζωή καί θεολογία τῆς Ἐκκλησίας π.χ. : «Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει κακή σχέση μέ τήν ἱστορία» καί «ἡ ἱστορικότητα ἔχει κληροδοτήσει σ’ αὐτήν (τή Λατρεία) στρώματα καί προσθῆκες πού ἐκφράζουν ποικίλες ἐποχές...»). Ὅλα ὅσα καταμαρτυρεῖ στήν ἁγία Λατρεία μας μοιάζουν νά ἔχουν προκύψει ἐρήμην τοῦ Θεοῦ, ὡσάν ὁ Χριστός νά εἶναι ἀπών, ὡσάν τό ἅγιο Πνεῦμα νά μήν ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Μοιάζουν ὅλα ἕρμαια τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν, τῆς προχειρότητας, τῆς τύχης, τῆς ἑκάστοτε νοοτροπίας, τῶν ἐμμονῶν καί τῶν λαθῶν τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας.
Μιλάει γιά τήν «ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου», «τό θεανθρώπινο στοιχεῖο» στή διαμόρφωση τῆς Λατρείας. Στήν οὐσία ὅμως οἱ ἀναφορές αὐτές ἀποτελοῦν ἕνα ἄλλοθι προκειμένου νά καταλήξει στόν ἰσχυρισμό ὅτι ἡ λατρεία κατά τή διαμόρφωσή της ἐπηρεάζεται «ἀπό τήν ἀνθρωπινότητα (sic!) τῶν ἀνθρώπων» καί ὅτι «εἶναι προϊόν τοῦ ἀγῶνος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἀρθρώσει λόγο καί πράξη εὐχαριστίας». Ἀπουσιάζει ἀπό τό σκεπτικό του ἡ τοποθέτηση τοῦ π. Σωφρονίου ὅτι «οἱ λόγοι τῆς Λειτουργίας, καί ἐν γένει τῶν προσευχῶν, δέν εἶναι μόνον ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί Ἄνωθεν δεδομένοι».[2] Γι’ αὐτό ἀπό τίς ἀναλύσεις του, καθ’ ὅλη τήν ὁμιλία του περί τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας λείπει τό «θεανθρώπινο στοιχεῖο», ἡ ἐπίπνοια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ θεῖος φωτισμός καί ἡ συμμετοχή τῶν Ἁγίων.
Ἐπειδή γιά πολλοστή φορά μέ ἀπεριόριστο θράσος ὁ π. Θερμός βάλλει κατά τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, παρουσιάζουμε στή συνέχεια ἀποσπάσματα τῆς ὁμιλίας του γιά νά καταδειχθεῖ ἡ σφοδρή του ἀντίθεση πρός αὐτήν τήν ἴδια τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν ἁγιωτάτη Παράδοσή της.
1) «Ὅλοι λέμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι ἐσχατολογική...δέν κηρύσσει ἁπλῶς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν πραγματώνει ἐδῶ καί τώρα...κυρίως ἡ Λειτουργία. Ἔ, λοιπόν μέσα στή Λειτουργία, ἀλλά καί στίς ἄλλες ἀκολουθίες ἔχουν εἰσβάλει ἔνθετα τά ὁποῖα ἐκφράζουν τό βυζαντινό παλάτι. Καμμία σχέση· ἡμέρα μέ τή νύκτα· “μίξις ἄμικτος καί τέρας ἀλλόκοτον„ πού θά ἔλεγε ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης».
Ὥστε, κατά τόν π. Βασίλειο, μέ τίς προσμίξεις τοῦ...βυζαντινοῦ παλατιοῦ (!!!), μέ τά διάφορα «ἔνθετα» (;) ἡ Θ. Λειτουργία κατάντησε «μίξις ἄμικτος καί τέρας ἀλλόκοτον». Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ὅτι ὅλοι οἱ ἀπ’ αἰῶνος Ἅγιοι πού συνέθεσαν τή Θ. Λειτουργία καί ὅσοι τήν τελοῦσαν δέν εἶχαν τίς εἰδικές γνώσεις τῶν λειτουργιολόγων καί γι’ αὐτό τίποτε δέν κατάλαβαν καί συνέχισαν νά τελοῦν αὐτή τήν ἀλλόκοτη, τερατώδη Λειτουργία ! Πρέπει ὁπωσδήποτε νά ποῦμε ἐδῶ σέ τί ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου «μίξις ἄμικτος καί τέρας ἀλλόκοτον». Σχολιάζοντας ὁ Ἅγιος τόν ΠΓ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων πού ἀναφέρεται στήν ἀπαγόρευση κατοχῆς κρατικῆς ἐξουσίας άπό τούς κληρικούς λέγει : «καθώς ἔπαθε τοῦτο ὁ Δίκερως Γίγας τῆς Ρώμης, ὁ Πάπας φημί, ὁ ὁποῖος κοντά ὅπου εἶναι ἐσωτερικός Ἀρχιερεύς θέλει νά εἶναι ἐξωτερικός καί κατά σῶμα βασιλεύς· νά εὐλογῇ καί νά θανατοῖ, νά κρατῇ τήν ποιμαντικήν βακτηρίαν, καί μάχαιραν τήν φονεύτριαν. Μίξις ἄμικτος καί τέρας ἀλλόκοτον ! Ἄς ἰδῇ λοιπόν οὗτος ὅτι παραβάτης τοῦ παρόντος Ἀποστολικοῦ κανόνος εὑρίσκεται, καί καθαιρέσει ὑπόκειται ἀμφότερα βουλόμενος ἔχειν...» ( Πηδάλιον σ. 109 ὑποσ. 1). Πράγματι τέρας ἀλλόκοτον εἶναι ἡ μίξις τοῦ ἀντιπαπικοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου μέ τήν βλάσφημη ἄποψη τοῦ π. Θερμοῦ ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία, μέ τήν ὁποία ζοῦμε καί ἀναπνέομε τόν Χριστό, εἶναι ἕνα τερατούργημα. Φρικτόν εἰπεῖν!
Ὅσον ἀφορᾶ τά περί βυζαντινοῦ παλατίου, ὁ π. Βασίλειος τά ἔχει παραλάβει ἀπό τά διαβάσματά του στά ἔργα τοῦ π. Σμέμαν. Κι ἐκεῖνος ἀπό ποῦ ἀλλοῦ; Ἀπό τούς «θεολόγους» - ἐρευνητές τῆς νεκρῆς Δύσεως. Γιά παράδειγμα ὁ Σμέμαν στό βιβλίο του «Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη» μιλάει γιά τήν «ἐξωτερική μεγαλοπρέπεια τῆς λατρείας» πού ἔχει «σάν κύρια πηγή... τό τελετουργικό τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς». Πιό κάτω ἰσχυρίζεται ὅτι « ἡ σύνθεση καί ἐξέλιξη τῆς “ὑλικῆς„ πλευρᾶς τῆς λατρείας (ἐνδύματα, θυμίαμα, κεριά») ἡ ἀνάπτυξη δηλαδή αὐτῆς τῆς πολύπλοκης λειτουργικῆς ὀργάνωσης...βρίσκει τήν ἐξήγησή της, τουλάχιστον μερικῶς, στήν ἐπίδραση τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς»[3]. Ποιοί μᾶς τά βεβαιώνουν αὐτά; Ὁ Beurlier, ὁ Batiffol. κλπ., στούς ὁποίους παραπέμπει ὁ π. Σμέμαν.
Αὐτές τίς ἀνοησίες μᾶς μεταφέρει ὁ π. Θερμός χωρίς νά μᾶς ἐξηγεῖ τί συγκεκριμένα τόν ἐνοχλεῖ στή Θ. Λειτουργία καί τί τοῦ θυμίζει τό «βυζαντινό παλάτι». Μήπως ἡ Μικρά καί ἡ Μεγάλη Εἴσοδος καί οἱ λιτανεῖες μέ τίς λαμπάδες, τά ἐξαπτέρυγα, καί τά θυμιατά; Άλλά ἄς προχωρήσουμε.
2) «Τούς δύο πρῶτους αἰῶνες, ἄντε τρεῖς, οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, τά μυστήρια βασικά, ἐμπνεόμενα ἀπό τήν ἑβραϊκή ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου δέν περιλαμβάνουν εὐλογία τῆς ὕλης. Δέν εὐλογεῖτο ὁ ἄρτος ὁ οἶνος...τό νερό τό λάδι, ἀλλά ἀναπεμπόταν εὐχαριστία στό Θεό γιά τίς δωρεές του καί κατόπιν οἱ ἄνθρωποι κοινωνοῦσαν. Ἦταν ἡ πράξη τῆς εὐχαριστίας τῆς κοινότητος, ἡ ὁποία καθαγίαζε τά δῶρα....Ὁ καθαγιασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἐπέρχεται μετά τόν 4ο αἰῶνα ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Φεύγουμε ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι ὅλα εἶναι καλά λίαν στήν κτίση καί περνοῦμε στήν ἀντίληψη ὅτι ὑπάρχουν ἀντίθετες δυνάμεις, ὑπάρχει μέσα στά στοιχεῖα τῆς φύσεως τό παγανιστικό στοιχεῖο πού πρέπει νά δαμαστεῖ καί νά ἐξαγιασθεῖ. Καί αὐτό ἔκτοτε ἰσχύει. Δέ λέω ἄν εἶναι κακό πού ἄλλαξε αὐτό τό πρᾶγμα ἀπό μόνο του, ἀλλά περισσότερο τό ἀναφέρω γιά τίς παρενέργειες πού αὐτό δημιούργησε, οἱ ὁποῖες φάνηκαν στό Βυζάντιο ἀργότερα».
Τί συμπεραίνουμε ἀπό τά ἀνωτέρω; Ὅτι, κατά τόν π. Θερμό, τούς δυό πρώτους αἰῶνες ( «ἄντε τρεῖς»!) καλά τά πήγαινε ἡ Ἐκκλησία μέ τή λατρεία της. Μετά τά ἔμπλεξε μέ τή θρησκεία καί τή φιλοσοφία τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἄρχισε κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, νά καθαγιάζει τήν ὕλη γιά νά «δαμάσει τό παγανιστικό στοιχεῖο» πού ὑπῆρχε, δῆθεν, μέσα της!! Κι αὐτό δημιούργησε «παρενέργειες» πού φάνηκαν ἀργότερα στό Βυζάντιο[4].
Μέ ὅσα λέγει ὁ π. Βασίλειος περί τῆς ἀπουσίας τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος («δέν εὐλογεῖτο ὁ ἄρτος καί ὁ Οἶνος», γράφει) ἔρχεται πολύ κοντά στήν παπική-δαιμονική πρακτική τῆς μή ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἁγία Ἀναφορά!
Προσεκτικός πάντως ὁ π. Βασίλειος ὁμιλώντας δέν ἀναφέρεται σέ πρόσωπα, χειριζόμενος τούς ἀκροατές του μέ λεπτότητα γιά νά τούς ἐμβολιάσει μέ τίς ἰδέες του. Δέν μᾶς λέγει π ο ι ό ς τά ἔκαμε αὐτά. Ποιός ἄλλαξε τό «παράδειγμα» λατρείας; Ἡ Ἐκκλησία; Οἱ Ἅγιοι; Καί ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Του, ποῦ ἦταν ὅταν ἄρχισαν οἱ «παρενέργειες» στή λατρεία; Μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ» ( Ἐφεσ. 5, 24) καί ὅτι ὁ Χριστός «ἐκτρέφει καί θάλπει» τήν Ἐκκλησία ( Ἐφεσ. 5, 29) Λοιπόν, ἔπαψε ἡ Ἐκκλησία νά ὑποτάσσεται στό Χριστό; Ἔπαψε ὁ Χριστός νά ἐκτρέφει τό Σῶμα Του; Ἀνέχθηκε ὁ παθών ὑπέρ ἡμῶν Κύριος εἰδωλολατρικές ἐπιμιξίες κατά τήν πρός Αὐτόν Λατρεία καί Εὐχαριστία; Ἤ μήπως ἡ «ἀνθρωπινότητα» τῶν ἀνθρώπων δρᾶ ἀνεξέλεγκτα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τό Θεάνθρωπο Χριστό;
Συνεχίζουμε παίρνοντας σάν ἀρχή τοῦ ἑπομένου ἀποσπάσματος τῆς ὁμιλίας τοῦ π. Θερμοῦ τήν τελευταία φράση :
3) «...τό ἀναφέρω γιά τίς παρενέργειες πού αὐτό δημιούργησε, οἱ ὁποῖες φάνηκαν στό Βυζάντιο ἀργότερα. Ποιές ἦταν αὐτές: Αὐτή ἡ ἀλλαγή στήν πραγματικότητα ἐγκαινίασε τό διαχωρισμό ἱεροῦ καί βεβήλου....Ἠ μεγάλη φθορά στή λατρεία ἔγινε στά βυζαντινά χρόνια, ἐπειδή τό Βυζάντιο κράτησε πάρα πολύ-1100 χρόνια- καί προσφερόταν γιά νά γίνουν πάρα πολλές ἀλλοιώσεις καί φθορές. Καί ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια συμμερίζομαι τίς ἐπικριτικές τοποθετήσεις τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν σχετικά μέ τό ρόλο τοῦ Βυζαντίου...Νομίζω ὅτι ἐκεῖ ἄρχισε ἡ φθορά καί ὁ ἐκφυλισμός πού δέν εἶναι ὁρατός λόγῳ τῆς μεγάλης ἄνθισης τῆς Ὑμνογραφίας, τῆς θεολογικῆς γραμματείας, τῶν Ὑπομνημάτων πάνω στή λατρεία. Ἐπεκράτησε πλέον τό φαινόμενο τῆς λειτουργικῆς εὐσέβειας, ἡ ὁποία ἐπεκάλυψε τίς παραφθορές...Ὁ π. Σμέμαν φθάνει στό σημεῖο νά πεῖ ὅτι ἡ λειτουργική εὐσέβεια εἶναι ὁ κυριώτερος ἀντίπαλός μας...Ἐπίσης πρέπει νά ποῦμε ὅτι αὐτά [ἐννοεῖ ὁ π. Βασίλειος τίς ἀλλοιώσεις στή λατρεία] ὀφείλονταν στό γεγονός ὅτι... σέ ἀντίθεση μέ τούς βυζαντινολιγούρηδες πού εὐδοκιμοῦν παραπολύ στήν Ἐκκλησία μας, τό Βυζάντιο δέν ἦταν μιά κοινωνία ἁγίων. Ἦταν ἕνας πολιτισμός πού ἤθελε νά ἐμπνέεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τό Χριστό, ἕνας πολιτισμός ὅπως ὅλοι μέ τά ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων καί γι’ αὐτό ἔσβησε».
Διακρίνει κανείς στά παραπάνω μιά ἀντιπάθεια τοῦ π. Θερμοῦ πρός τό Βυζάντιο, πρός τή ρίζα τῆς Ρωμηοσύνης, πρός τήν ἱστορική μας συνέχεια, μιά διάθεση πατροκτονίας, μιά προσπάθεια διαγραφῆς ἀπό τή μνήμη τῶν ἑλλήνων ἀκροατῶν τῆς ὅλως ἰδιαιτέρας πνευματικῆς προσφορᾶς τοῦ Βυζαντίου στόν παγκόσμιο πολιτισμό, μιά κίνηση ἀπαξιώσεως τῶν 1100 χρόνων ἱστορίας μέ τόν ἰσοπεδωτικό ἀφορισμό «ἕνας πολιτισμός ὅπως ὅλοι» καί μέ τόν αἰσχρό χαρακτηρισμό «βυζαντινολιγούρηδες» γιά ὅλους ὅσους ἀγαποῦμε τήν ἱστορία μας μέ τά λάθη της ἀλλά καί μέ τό μεγαλεῖο της.
Τό Βυζάντιο δέν ἦταν κοινωνία ἁγίων, ἀλλά ὑπῆρχε μέσα του μιά κοινωνία Ἁγίων, τό ἅλας τῆς γῆς πού ἁλάτιζε αὐτή τήν αὐτοκρατορία καί τήν κοινωνία της. Δέν ἦταν τό Βυζάντιο, ἡ Ρωμιοσύνη σάν τούς ἄλλους πολιτισμούς, σάν τόν «πολιτισμό» τῆς Δύσεως πού ταλανίζει ἀκόμη καί σήμερα ὅλο τόν κόσμο μέ τόν σκληρό ὀρθολογισμό του, μέ τόν παπικῶν προδιαγραφῶν ἰμπεριαλισμό του καί τόν ἄνευ ἀρχῶν εὐδαιμονισμό του. Ὑπῆρχαν στή Ρωμιοσύνη δυνάμεις πνευματικές πού ἐξανθρωπίζανε τήν κοινωνία, πού ἁγιάζανε τούς ἀνθρώπους, πού δέν ἐξαναγκάζανε κανένα πού κανένα δέν ἔκαιγαν στήν πυρά γιά τήν πίστη του καί τίς ἐπιστημονικές του ἀπόψεις. Ὅπως φαίνεται ὁ π. Θερμός ἀγωνίζεται φιλότιμα νά μειωθοῦν οἱ «βυζαντινολιγούρηδες» καί νά αὐξηθοῦν οἱ «εὐρω»-καί «ἀμερικανολιγούρηδες» καί βρίσκεται στήν ἴδια γραμμή μάχης μέ τούς «φωταδιστές», οἱ ὁποῖοι μάχονται τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν Παράδοσή της καί τήν ἱστορία τοῦ Γένους μας.
Παρά ταῦτα οἱ παραπάνω κρίσεις μας ἀφοροῦν μιά πρώτη ἀνάγνωση τῆς ὁμιλίας τοῦ π. Βασιλείου. Τά ὑποκρυπτόμενα καί ὑπονοούμενα στούς λόγους του εἶναι σοβαρότερα. Λόγῳ τοῦ ἱστορισμοῦ του παραβλέπει τό γεγονός ὅτι ὁ αὐτουργός τῆς Θείας Λατρείας δέν εἶναι τό «Βυζάντιο», ἀλλά ἡ Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία. Ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι εἶναι αὐτοί πού συνέταξαν τίς εὐχές καί τούς ὕμνους τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῶν λοιπῶν Ἀκολουθιῶν. Ὅτι ἡ «ἄνθιση τῆς θεολογικῆς γραμματείας καί τῆς Ὑμνογραφίας» δέν εἶναι ἄνθιση κάποιας κουλτούρας, ἀλλά ἡ συγγραφή τῶν θεοπνεύστων συγγραμμάτων καί ὕμνων ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι αὐτά ἐμπνέουν καί ἀπαρτίζουν τή Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅτι τίς «ἀλλοιώσεις» τή «φθορά» τήν «παραφθορά», τίς «παρενέργειες» καί τόν «ἐκφυλισμό τῆς λατρείας», τά ὁποία ἀποδίδει στό «Βυζάντιο», κατ’ οὐσίαν τά ἀποδίδει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί στούς Ἁγίους Πατέρες.
Αὐτό εἶναι εὔκολο νά ἀποδειχθεῖ, διότι δέν ἦταν βέβαια ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, οὔτε οἱ κρατικοί λειτουργοί καί θεσμοί πού καθόρισαν τόν τρόπο τῆς Λατρείας. Ἀλλά ἦταν ἡ ζῶσα καί ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁδηγουμένη Ἐκκλησία πού διαμόρφωσε τή Θεία Λατρεία. Ὁ ἀνθρώπινος παράγων ἦταν ἐνεργός, ἀλλά ἦταν καί ὁ Χριστός παρών, συνέχων τό Σῶμα Του, παρόν καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ζωοποιοῦν καί καθοδηγοῦν τούς Ἁγίους. Ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεολογία της, ἡ λατρεία της, ἡ ἀσκητική της, ἡ ἀρχιτεκτονική της, ἡ εἰκονογραφία της, ἡ μουσική της κλπ. ἦταν σέ μιά διαρκῆ πρόοδο, ἕως ὅτου ἐμόρφωσε τούς κατάλληλους τύπους, ἐπαρκεῖς νά ἐκφράσουν τή διδασκαλία της, τή ζωή της τήν προσευχή της.
Οὐδείς ἐκ τῶν ἁγίων ἐχλεύαζε τοῦ πρό αὐτοῦ Πατέρες, οὔτε τούς κατηγοροῦσε γιά ἐκφυλισμό καί φθορά τῆς λατρείας ἀκόμη καί γιά «προδοσία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας», ὅπως κάμει ὁ π. Βασίλειος. Ὅλες οἱ ἀλλαγές καί οἱ προσθῆκες ἔγιναν ἀβίαστα, χωρίς ἐπαναστάσεις «ἀνανεώσεις» καί «ἀναγεννήσεις». Τώρα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τή Λατρεία μας σέ πλήρη τελειότητα. Δέν μᾶς χρειάζεται καμμιά ἀλλαγή, παρά μόνο ἡ προσωπική, ἡ ἐσωτερική πού ἐπιτυγχάνεται μέ ἐπίμονη καί πολύμοχθη πνευματική ἐργασία, ὅπως τήν ὅρισαν οἱ Ἅγιοι. Αὐτή ἡ διαπίστωση στενοχωρεῖ τούς ἐπιδόξους ἀναμορφωτές τῆς Ἐκκλησίας, τούς στερεῖ κάθε ἐπιστημονικό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία καί κάθε φιλοδοξία νά παίξουν ρόλο στήν πορεία της. Γι᾽ αὐτό σπεύδουν νά κατηγορήσουν τούς ἐμμένοντας στό ἀναλλοίωτο τῆς Λατρείας ὡς φονταμενταλιστές.
Θά πεῖ κανείς δέν χρειάζεται κάτι καινούργιο γιά νά ἀντιμετωπίσει ἡ Ἐκκλησία νέες προκλήσεις; Ἄν χρειασθεῖ νά ἀντιμετωπίσει ἡ Ἐκκλησία νέες προκλήσεις θά τό κάμει ἔχοντας ὡς βάση τήν Πίστη καί τήν Παράδοσή της. Τέτοιες προκλήσεις εἶναι ἡ ἄρνηση καί ἡ ποδοπάτηση τῆς ἀμωμήτου Λατρείας καί τῆς Παραδόσεως, ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ προσπάθεια ἐγκλωβισμοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στά δίχτυα τοῦ ψυχαναλυτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, οἱ ἐγκληματικές μεταμοσχεύσεις κλπ. Γιά ὅλα αὐτά ἔχει λόγο ἡ Ἐκκλησία, πού τόν ἀρθρώνει στήν κατάλληλη στιγμή.
4) «Ἡ βασική φθορά πού συνέβη ἐδῶ, καί ὁ μοναχισμός ὑπῆρξε ὁ βασικός μοχλός γι’ αὐτήν- πού τοῦ χρωστᾶμε τόσα τοῦ μοναχισμοῦ καί τώρα καί τότε ἐννοεῖται- ἦταν ἡ εἰσαγωγή τῆς θεραπευτικῆς πνευματικότητος ἀντί τῆς ἐκκλησιολογικῆς πνευματικότητος πού ὑπῆρχε προηγουμένως μέ ὅλα τά στοιχεῖα τοῦ ἀτομισμοῦ τοῦ αἰσθητισμοῦ...».
Μετά τή Θ. Λειτουργία, τό Βυζάντιο, τήν Ὑμνογραφία, τή θεολογική γραμματεία, πού ἄλλα προκάλεσαν τόν ἐκφυλισμό τῆς Λατρείας καί ἄλλα τόν συγκάλυψαν, δέν μποροῦσε ὁ π. Βασίλειος νά ἀφήσει ἔξω τόν μοναχισμό, τό «καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας», κατά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο. Σύμφωνα μέ τήν ἰδεοληψία τοῦ π. Βασιλείου ἡ Ἐκκλησία ἔχει τή δική της «πνευματικότητα», τήν ἐκκλησιολογική, ἐνῷ ὁ μοναχισμός προβάλλει μιάν ἄλλη «πνευματικότητα», τήν «θεραπευτική». Δέν τά εἴχαμε ξανακούσει αὐτά τά πράγματα, ἀλλά ἐδῶ, στήν Ἑλλάδα μας, πού «ἀνθεῖ ἡ φαιδρά πορτοκαλέα», μᾶς ἦταν γραφτό νά ἀκούσουμε κι αὐτό. Ὑπονοεῖ ὁ π. Θερμός, ὅτι ὁ μοναχισμός καλλιεργεῖ μιά ἀτομική πνευματικότητα καί προβάλλει πολύ τήν αἰσθητική πλευρά μέ τό Τυπικό, τίς κανδῆλες, τά κεριά, τίς καμπάνες καί τά τάλαντα κλπ. καί παραβλέπει τήν ἐκκλησιαστική διάσταση τῆς κοινότητος, τῆς Εὐχαριστίας κλπ. καί τελικά ἐπενδύει σέ μιά ψυχολογικοῦ τύπου θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅλα αὐτά βέβαια βρίσκονται μόνο μέσα στό μυαλό του. Ἄς κοιτάξει τό Βίο καί τήν Πολιτεία ὄχι μόνο τῶν παλαιῶν Ὁσίων, ἀλλά καί τῶν ἐσχάτως διαλαμψάντων γερόντων γιά νά δεῖ ἄν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικότεροι ἄνθρωποι ἀπ’ αὐτούς καί ἄν καλλιεργοῦσαν μιά Λατρεία estet, δηλ. ἄν ἀπολυτοποιοῦσαν τήν αἰσθητική ἀξία τῆς λατρείας, ἤ ὁδηγοῦσαν ἑαυτούς καί ἀλλήλους στόν Χριστό, στή μετ’ Αὐτοῦ κοινωνία καί τήν κοινωνία μέ τούς ἄλλους καί ἄν φρόντιζαν τή θεραπεία τῆς ψυχῆς τους ἀπό τά δήγματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως. Δέν φαίνεται καθαρά στό λόγο του, ἀλλά μήπως στήν ἀπαξίωση τῆς θεραπευτικῆς πνευματικότητος, τῆς ὁποίας κατ’ εξοχήν φορέας εἶναι ὁ μοναχισμός, περιλαμβάνει τήν προσωπική ἄσκηση, τή νηπτική ἐργασία, τήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τή Φιλοκαλία, τήν ὁποία ὕβρισε ὁ Γιανναρᾶς σάν ἔκφραση ἀτομικῆς εὐσεβείας; Μετά ἀπ’ αὐτό δέν καταλαβαίνουμε τί ἐννοεῖ ὁ π. Θερμός μέ τή φράση «χρωστᾶμε τόσα στό μοναχισμό». Δέν ἀπομένει τίποτα. Ἴσως ἐλέχθη γιά νά προλάβει τίς ἀντιδράσεις κάποιων ἀκροατῶν του.
5) «Αὐτές οἱ ἀλλαγές πού εἶπα ὅτι ἔγιναν ἀπο τόν 5Ο μέχρι τόν 8Ο αἰῶνα περίπου, παγιώθηκαν κατά τόν 13Ο καί 14Ο αἰῶνα-τό Βυζάντιο πλέον ἀρχίζει νά φθίνει-ὁπότε παγιώνονται αὐτά, δέν ὑπάρχουν κριτικές φωνές...Ἦρθε ἡ Τουρκοκρατία ἡ ὁποία τσιμεντώνει τίς ἀλλοιώσεις αὐτές σ’ αὐτά τά τετρακόσια χρόνια...».
Ἔτσι λοιπόν μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει ὅτι ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, πάντοτε κατά τόν π. Θερμό, εἶναι ἀμόλυντη καί καθαρά μέχρι καί τόν 4Ο αἰῶνα. Νομίζετε; Διαβάστε καί τά παρακάτω γιά νά σχηματίσετε σαφῆ γνώμη :
«Δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια μόνο στό ἀπώτατο παρελθόν. Δέν εἶναι ἡ καθαρή λατρεία αὐτή πού ἦταν στούς πρώτους αἰῶνες». Πάει λοιπόν καί ἡ τελευταία ἐλπίδα μας νά πιστεύσουμε ὅτι τοὐλάχιστον τούς πρώτους αἰῶνες εἴχαμε μιά γνήσια καί ἀληθινή ἐκκλησιαστική λατρεία πού θά ἱκανοποιοῦσε τόν π. Βασίλειο. Ἀλλά, ὄχι! Τότε τί;
«Παρατηροῦμε μιά πολύ μεγάλη ἀτολμία γύρω ἀπό τή διόρθωσή τους [τῶν ἀλλοιώσεων], πού ὑπάρχει ἐπείγουσα ἀνάγκη νά γίνει καί νά ἀποκατασταθεῖ ἡ λατρεία, ὄχι σ’ αὐτό πού ἦταν πρίν εἰσέλθουν τά ἄλλα στρώματα. Δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια μόνο στό ἀπώτατο παρελθόν, δέν εἶναι ἡ καθαρή λατρεία αὐτή πού ἦταν στούς πρώτους αἰῶνες. Χρειάζονται κριτήρια μέ τά ὁποῖα θά ξεκαθαρίσουμε τί θά μείνει. Τί ἀπό τά παλιά τί ἀπ’ τά νεώτερα...».
Νομίζουμε ὅτι βρισκόμαστε μπροστά ὄχι ἁπλῶς σέ μιά ἐλιτίστικη ἀντίληψη γιά τή λατρεία μας, σέ μία ρομαντική ἤ ἐπιστημονική ἀπόπειρα ἐπαναφορᾶς κάποιων παλαιοτέρων τυπικῶν, γιά μιά διαφορετική, καλοπροαίρετη θεώρηση τῆς λατρείας, ἀλλά μπροστά σέ μιά μηδενιστική, ἀνατρεπτική, καταστροφική μανία πού δέν ἔχει ὅρια. Ἄν δέν κατεβάζουμε πολύ τό ἐπίπεδο τοῦ λόγου μας μᾶς θυμίζει μέ ὅσα λέγει ὁ π. Βασίλειος τόν παλιατζῆ πού πηγαίνει σέ κάποιο ἐγκαταλελειμμένο σπίτι καί «πιάνει δουλειά», βάζοντας σέ ἕνα σωρό τά χρήσιμα καί σ’ ἄλλον σωρό τά ἄχρηστα. Τό λέει μέ ὅρους παλιατζίδικου ὁ π. Βασίλειος : «Χρειάζονται κριτήρια μέ τά ὁποῖα θά ξεκαθαρίσουμε τί θά μείνει. Τί ἀπό τά παλιά τί ἀπό τά νεώτερα». Ζητάει καί κριτήρια. Ποιός θά τά ὁρίσει; Καί βέβαια ὁ π. Βασίλειος!
«Ποιό εἶναι τό διαχρονικό στοιχεῖο τῆς λατρείας τό ὁποῖο πρέπει νά παραμένει ἀκέραιο; Δοξολογία, εὐχαριστία, δέηση». Τό θέτει δέ καί «ὡς ὑπόθεση ἐργασίας». Ὅσα λέγει ὁ π. Βασίλειος δίνουν κατ’ ἀρχήν τήν ἐντύπωση ἀνθρώπου πού δέν γνωρίζει ἀπό κοντά τήν Ὀρθόδοξη λατρεία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες καί τά τρία αὐτά στοιχεῖα. Ὅμως, ὄχι. Τά γνωρίζει αὐτά ὁ π. Βασίλειος. Ἐκεῖνο πού θέλει νά πεῖ εἶναι ὅτι θά κρατήσει ὡς ὑπόθεση ἐργασίας μ ό ν ο αὐτά τά τρία στοιχεῖα, στοιχεῖα πού ἔτσι ξεκομμένα ὑπάρχουν σ᾽ ὅλες τίς ὁμολογίες καί θρησκεῖες, καί θ’ ἀρχίσει τό ξήλωμα ὅλης τῆς λατρείας. Λαμβανομένου δέ ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ π. Βασίλειος μάχεται καί γιά τήν τέλεση τῆς Λατρείας στή δημοτική γλῶσσα, γιά τήν κατάργηση τοῦ ράσου, γιά τήν ἐνεργότερη συμμετοχή τῶν ποικίλων ψυχο-επαγγελματιῶν στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καταλαβαίνουμε ὅτι στήν φανταστική περίπτωση πού θά δινόταν σ’ αὐτόν καί τούς συμφρονούντας μ’ αὐτόν ἡ ἐξουσία νά ρυθμίσουν τή λατρεία δέν θά ἔμενε λίθος ἐπί λίθου.
Εἶναι καί βιαστικός ἐπιζητώντας «ἀπό χθές» θεσμικές ἀλλαγές καί ἀλλαγές συνειδήσεων!
« ...τό μεγάλο ἐρώτημα...εἶναι ἀπό ποῦ θά ἔλθει τό ποθούμενο; Δηλαδή θά προέλθει ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς λατρείας ἤ ἀπό ἀλλαγή τῶν συνειδήσεων; ...δηλ. οἱ θεσμικές ἀλλαγές θά ἀλλάξουν τά πράγματα στήν Ἐκκλησία ἤ τά πρόσωπα; ...χρειαζόμαστε ἀλλαγές καί στά δύο ἐπίπεδα. Ὅ,τι μποροῦμε νά κάνουμε γιά τό ζήτημα τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ φρονήματος, τό ὁποῖο πάσχει, μέ τήν κατήχηση, τό κήρυγμα, τήν ἐξομολόγηση, τόν γραπτό λόγο... πρέπει νά τό κάνουμε, ἀπό χτές ἤδη. Καί ὅ,τι μποροῦμε νά κάνουμε γιά τή λατρεία νά ἀνταποκριθεῖ στό ὅραμα της αὐτό τό τριπλό – δοξολογία, εὐχαριστία, δέηση-...πρέπει νά τό κάνουμε κι αὐτό ἀπό χθές».
Δέν χρειάζεται νά παρατείνουμε τό λόγο μας. Ἀπό τά παραθέματα τῶν λόγων τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ ἔγινε φανερή ἡ ἀντίθεσή του στό ἀπαύγασμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού εἶναι ἡ λατρεία της, ἡ ἀντιπάθεια στό Βυζάντιο, τή μήτρα τῆς Ρωμιοσύνης, καί ἡ ἐπικριτική του στάση ἀκόμη καί ἔναντι τῆς Θ. Λειτουργίας. Ὅλα αὐτά ἀπαρτίζουν μιά μηδενιστική ἐκκλησιαστική στάση, καί συνιστοῦν μιά ἰδιότυπη αἵρεση, καθώς «αἱρεῖται», προτιμᾶ νά χαράξει τό δικό του δρόμο, ἀντίθετο ἀπό τήν Ὁδό τῆς Ἐκκλησίας, καθώς πλαγίως μέν ἀλλά σαφῶς χλευάζει καί περιφρονεῖ τούς Ἁγίους καί τά ἔργα τους.
Ἡ ἐπιθυμία του νά πραγματοποιήσει τό φαντασιακό ὅραμα ὅλων τῶν φιλόδοξων λειτουργιολόγων γιά τέλεια, καθαρή Λατρεία, πράγμα πού, κατά τόν π. Βασίλειο, δέν κατόρθωσε οὔτε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, τόν ὠθεῖ στίς παράλογες, ἀντορθόδοξες καί ἐπικίνδυνες τοποθετήσεις καί προτάσεις του.
Νομίζουμε γι’ αὐτό ὅτι ἡ στάση ὅλων μας, κληρικῶν, λαϊκῶν καί μοναχῶν ἔναντι αὐτῶν τῶν ἰδεῶν εἶναι αὐτονόητη.
Τίς θέσεις τοῦ κειμένου ὑπογράφουν οἱ κάτωθι ἱερεῖς :
Π. Ἰωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Ἀθανάσιος Μηνᾶς, πρώην εφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ελευθερίου Ἄρεως
Π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀνδρέου Λαυρίου
Π. Βασίλειος Κοκολάκης ἐφημ. Ἱ. Ν. ‘Υψώσεως Τ. Σταυροῦ Χολαργοῦ
Π. Σταῦρος Τρικαλιώτης, ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Ἀντώνιος Μπουσδέκης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Νικαίας
Π. Γεώργιος Παπαδάκης ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγ. Νικολάου Ἀμαρουσίου
Π. Νικόλαος Πουρσανίδης ἐφημ. Ἱ.Ν. Παμμ. Ταξιαρχῶν Ἀχαρνῶν
Π. Γεώργιος Χρόνης, ἐφημ. Ἱ.Ν. Ἁγίου Ἀνδρέου Παιανίας
Π. Χαράλαμπος Θεοδώσης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Νεκταρίου Κ. Κηφισιᾶς
Π. Ἰωάννης Χατζηθανάσης ἐφημ. Ἰ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς
Π. Εὐθύμιος Μουζακίτης, ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγ. Κοσμᾶ Αἰτ. Ἀμαρουσίου
Π. Χρῆστος Κατσούλης, ἐφημ. Παναγίας Βλαχερνῶν Ἀμαρουσίου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος ἐφημ. Ἱ. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
[1] Στό Γ. ΦΙΛΙΑ, Παράδοση καί ἐξέλιξη στή Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, σ. 248
[2] ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, Ἱ. Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1993, σ.376.
[3] π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη (μτφρ. Πρωτοπρ. Δ. Τζέρπος) ἐκδ. Ἀκρίτας Αθήνα 1991
[4] Θέλοντας νά μιλήσουμε ἐπί τῆς οὐσίας τῶν σκέψεων τοῦ π. Θερμοῦ δέν ἀσχολούμεθα μέ τά ἀνωτέρω ἰδεολογήματα καί τίς ὑποθέσεις τῶν λειτουργιολόγων, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν στενόκαρδα σάν ραββίνοι τά κείμενα τῆς Παραδόσεώς τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τά γυαλιά τῶν δυτικῶν. Κοιτοῦν τό «γράμμα» καί ξεχνοῦν ὅτι ὅλη η ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι καταγεγραμμένη. Ὅτι πολλά ἐνεργούνταν μέσα στή Λατρεία ἀλλά ὅλα, ὡς αὐτονόητα γιά τούς λειτουργούς, δέν καταγράφονταν. Μέ τή στενόκαρδη αὐτή μελέτη τους ἐξάγουν «πρωτότυπα», ἀλλά πλήρως ἐσφαλμένα συμπεράσματα.