Ἐρωτήματα εἰς τήν ἐπιτροπήν τῆς «Πανορθοδόξου Διασκέψεως»
Ἀνεπίσημα λοιπόν καί ἔξω ἀπό τή σχετική ἐνδοεκκλησιαστική δεοντολογία ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ μιά ταπεινή ἀναφορά στά θέματα αὐτά. Νομίζουμε ὅτι ἡ ἀναφορά αὐτή δέν ἐκφράζει μόνο τίς προσωπικές μας πεποιθήσεις. Εἶναι ἡ κατά τό δυνατό ἔκφραση τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, πού ἔχουμε τήν ἐξαιρετική τιμή ταπεινά νά ποιμαίνουμε. Ὁ Ὀρθόδοξος αὐτός λαός τοῦ Θεοῦ ἀκαταπίεστα προσπαθεῖ νά βιώσει ὅσα ἡ ἱερά Παράδοση προτείνει γιά τή σωτηρία καί τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀρχικά ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ρωτήσουμε: Πῶς εἶναι δυνατό νά ὀνομάζεται «Πανορθόδοξη» ἡ διάσκεψη τῆς Γενεύης, ἀφοῦ δέν ἔχουν προσκληθεῖ ὅλοι οἱ κανονικοί ἐπίσκοποι (Μητροπολίτες), πού ποιμαίνουν τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες σ’ ὅλη τήν Οἰκουμένη; Σέ ποιά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τόσο σοβαρά θέματα μετεῖχαν ἐλάχιστοι, μά τόσο λίγοι ἐκπρόσωποί τους; Ἑπομένως μέ ποιό σκεπτικό καί ποιά λογική εἶναι δυνατό νά γίνουν δεκτές ἀπό τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα οἱ πιθανές ἀποφάσεις μιᾶς τέτοιας συνάξεως, πού δέν ἐξασφάλισε τό πιό βασικό : Τήν ἔστω τυπική καθολικότητά της;
Μᾶλλον ἡ λέξη διάσκεψη ἐκφράζει τοῦ «λόγου τό ἀληθές». Μέ τή λέξη διάσκεψη καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτό πού γίνεται στή Γενεύη εἶναι ἕνα ἁπλό συμβούλιο, μιά ἐλεύθερη συζήτηση μέσα σέ διαστάσεις γνωσιολογικές, ὀρθολογικές καί ὄχι «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», ἀφοῦ δέν συμμετέχουν ὅλοι οἱ κανονικοί Ἐπίσκοποι, ἔστω καί δι’ ἀντιπροσώπων τους, ὅπως οἱ ἱεροί κανόνες ἀπαιτοῦν ( Ἀποστολικός ΛΖ΄, Νικαίας Δ΄και Ε΄ Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Η΄ και Καρθαγένης 21, 55, 77, 80).
Μέσα σ’ αὐτή τήν εὐχέρεια καί τήν ἄνεση λοιπόν πού δίνεται μέ τόν ὅρο «διάσκεψη», τολμοῦμε καί μεῖς μέ κάθε σεβασμό νά συζητήσουμε γιά τά τρία θέματα: 1. Γιά τό κοινό Πασχάλιο, 2. για την νηστεία και 3. για τα. κωλύματα γάμου.
1. Γιά τό κοινό Πασχάλιο.
Μελετώντας τούς σχετικούς ἱερούς Κανόνες ( Ἀποστολικούς Ζ΄ και ΛΖ΄, Καρθαγένης 55 καί 77 καί Ἀντιοχείας Α΄) διαπιστώνουμε ὅτι εἰδικά γιά τόν καθορισμό τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί ὄχι γιά ἄλλες γιορτές, ἡ Ἐκκλησία αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά συγκαλεῖ κάθε χρόνο Σύνοδο ( και ὄχι διάσκεψη). Ἄν καί λίγο ἀργότερα εἶχε καταρτισθεῖ τό «Κανόνιο», πού ὅριζε γιά πολλά χρόνια τήν ἀκριβή ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα, ὅμως δέν παρέλειπαν οἱ Ἐπίσκοποι κάθε χρόνο νά ἐπικυρώνουν αὐτή τήν ἡμερομηνία μέ Συνοδική ἀπόφαση. Καί τοῦτο ὁλοφάνερα, διότι τό Πάσχα σύμφωνα μέ τήν πνευματική ἐμπειρία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων γενικά δέν εἶναι μιά συνηθισμένη γιορτή.
Τό Πάσχα γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ «ἱερά ὀγδοάς» καί ὁ «τύπος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Αὐτή τήν ἡμέρα τή ζεῖ ὁ Ὀρθόδοξος λαός, πού ἔχει προγυμνασθεῖ μέ τή μακρά προετοιμασία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία «κατά χάριν Θεοῦ» σφύζει ἀπό δυνατά ἐγκάρδια σκιρτήματα καί ἀπέραντα ἀνοίγματα πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Τό Πάσχα γιά τούς Ὀρθοδόξους, μετά ἀπό τή νηστεία, τά δάκρυα, τή μετάνοια, τήν ἐγκράτεια, τίς μακρές ἀκολουθίες, τήν «τῆξιν», τήν ἄσκηση ( ὅλα αὐτά στίς δυνατότητές του ὁ καθένας) ἀποτελεῖ μοναδική εὐκαιρία γιά τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπαναστατεῖ μέ τήν τακτική τῶν Λατίνων, τῶν Δυτικῶν, πού περιφρόνησαν τήν ἀπόφαση τῆς πρώτης «ἐν Νικαίᾳ» Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ διορθώσεις μπορεῖ νά εἶναι οἱ πιό σωστές ἡμερολογιακά, ἀλλά «ἡ ἀθέτηση τῆς Συνοδικῆς ἀποφάσεως δημιούργησε σχίσμα, ἁμάρτημα χαρακτηριστικό τῆς Δυτικῆς ἐπηρμένης νοοτροπίας. Προτιμότερο τό ἡμερολογιακό σφάλμα ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σχίσμα, πού προκάλεσαν οἱ Δυτικοί, ὑποστηρίζει ὁ σοφός Ὀρθόδοξος Θεολόγος, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ( Πηδάλιον σελ. 8 – 9). Αὐθόρμητο λοιπόν πηγάζει τό ἐρώτημα πρός τήν Ἐπιτροπή τῆς Γενεύης ἀπό τά στόματα τῶν Ὀρθοδόξων: Εἶναι δυνατόν οἱ ἑτερόδοξοι Παπικοί νά γιορτάζουν μαζί μας πραγματικά τό Πάσχα; Χωρίς τήν προπόνηση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού πρό πολλοῦ αὐθαίρετα ἔχουν καταργήσει, χωρίς τήν ξεχωριστή συναίσθηση τῆς ἀναστάσιμης γιορτῆς ( ἀφοῦ τά Χριστούγεννα γι’ αὐτούς εἶναι ἡ πιό μεγάλη γιορτή μέ ἀνθρωπολογικό μᾶλλον χαρακτήρα) καί μέ τήν περιφρονητική τακτική συνοδικῶν ἀποφάσεων εἶναι δυνατόν νά γιορτάσουν μαζί μας τό Πάσχα; Κι ἄν ἀκόμα χρονολογικά γιορτάσουν μαζί μας κατά ἀπαράδεκτη παραχώρηση, ὅμως οὐσιαστικά, ψυχικά, πνευματικά, ἐκκλησιαστικά δέν θά γιορτάσουν μαζί μας. Χριστοαίσθηση δέν πρόκειται νά ἔχουν. Ἀναστάσιμη χαρά δέν θά γευθοῦν.
Γιατί λοιπόν ἀπό ἀγάπη Χριστοῦ κινούμενοι δέν τούς «εὐαγγελίζουμε» τόν τρόπο τῆς ἀληθινῆς προετοιμασίας ( πού θεληματικά ἔχουν καταργήσει) μήπως καταλάβουν κάποτε και μετανοήσουν, ὥστε νά γιορτάσουμε μέ ἀληθινό Πάσχα , «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ» καί ὄχι τυπικά;
Εἶναι πολύ φυσικό λοιπόν νά μή θέλουν οἱ Ὀρθόδοξοι συνεορτασμό. Ἡ ἀντίδρασή τους δέν ἐκφράζει σκληρό φανατισμό ἀλλά τήν ἀντίδραση τοῦ ὑγιοῦς ὀργανισμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίδραση στίς τόσες καί τόσες ὑστερόβουλες ἀντορθόδοξες Παπικές ἐνέργειες μέχρι τώρα.
Τό Ὀρθόδοξο Πάσχα, μέ ὀρθόδοξα βιώματα μετά ἀπό ὀρθόδοξη ἄθληση εἶναι ἐκλεκτό δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς Ὀρθοδόξους. Κανείς δέν ἀποκλείεται ἀπό «τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως», ἔστω κι’ ἄν πλησιάζει τήν «ἐνδεκάτην», ἄν δηλαδή ἔκανε τήν παραμικρή μετάνοια στή Μία, Ἁγία, Καθολική και Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
2. Νηστεία
Ἡ πρόταση τῆς ἐπιτροπῆς γιά τροποποίηση τοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου νηστείας ἰδιαίτερα προκαλεῖ τίς ἱερατικές μας συνειδήσεις καί σκανδαλίζει τόν Ὀρθόδοξο λαό μας γιά τόν ἑξῆς ἁπλούστατο λόγο: Γιατί οἱ Ὀρθόδοξοι πνευματικοί πατέρες, ἰδιαίτερα οἱ νεώτεροι, εἶναι ἀπέραντα συγκαταβατικοί στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Πληροφορούμαστε ἀπό τό λαό μας ὅτι οἱ «πνευματικοί» δέν καταπιέζουν τούς πιστούς στήν τυπική τήρηση τῶν μικρῶν ἤ τῶν μεγάλων νηστειῶν. Μᾶλλον τό ἀντίθετο συμβαίνει. Ἑπομένως δέν γίνεται πρόβλημα ἡ μακρά νηστεία, ἐφ’ ὅσον οἱ πνευματικοί διακριτικά «οἰκονομοῦν» τό λαό. Παράλληλα ἔχουμε πλεῖστες περιπτώσεις πιστῶν, κατ’ ἐξοχήν νέων, πού θέλγονται ἀπό τήν ἀκρίβεια καί μέ πολλή ζέση τηροῦν τίς νηστεῖες. Ἔχουμε οἰκογενειάρχες, ἐπιστήμονες, νέους ἤ πιό μεγάλους, ἁπλοϊκούς χριστιανούς πού ζοῦν μέσα στίς ἀσφυκτικές ἀστικές συνθῆκες διαβιώσεως καί τηροῦν μέ ἐξαιρετική προθυμία τήν ἀλάδωτη νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἤ τίς πιό ἐλαφριές. Ἀπό φρόννημα ὑπακοῆς καί διάπυρο ζῆλο Θεοῦ τούς ἔχουν ἀνακαλυφθεῖ οἱ πνευματικές διαστάσεις τῆς νηστείας. Στό σῶμα καί στήν ψυχή τους νοιώθουν τά θεραπευτικά εὐεργετήματα τῆς ἁγίας νηστείας. Ἀξίζει νά τονίσουμε ὅτι οἱ εὐσεβεῖς αὐτοί χριστιανοί μέ ὄργανο τήν παθοκτόνο νηστεία προχωροῦν χωρίς θρησκοληψίες σέ πιό πνευματικές καταστάσεις. Αὐτοί ἀληθινά ἀποτελοῦν τόν τύπο τοῦ χριστοποιημένου ἀνθρώπου μέσα στήν ὁσημέραι ἀποσυντιθεμένη κοινωνία μας.
Δέν ἐπιτρέπεται νά ἀμφισβητοῦμε τό κατορθωτό τῶν καθιερωμένων νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας τή στιγμή πού οἱ πιό πολλοί ἀπό τούς συγχρόνους Ὑγιεινολόγους, Φυσικοθεραπευτές καί Ἐνδοκρινολόγους προτείνουν δίαιτες αὐστηρότερες καί βαρύτερες ἀπό τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς τῶν Ὀρθοδόξων. Προτείνουν λ.χ τρίμηνα καί πλέον ἀποχή ἀπό τό κρέας, καθόλου ἤ ἐλάχιστο λάδι σέ κάθε γεῦμα κτλ. Ποιά ἀνάγκη ἄλλωστε εἶχε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὡς Θεός νά νηστέψει σαράντα μέρες καί σαράντα νύκτες συνέχεια; Τό χαρακτηριστικό παράδειγμά Του ἀναμφισβήτητα δίνει σέ μᾶς τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀσκήσεως.
Δέν ἐπιτρέπεται σέ μᾶς τούς Ὀρθοδόξους μέ ἀτομικά ὀρθολογιστικά κριτήρια ἐπηρεασμένα ἀπό τή Δυτική κοσμικοποιημένη νοοτροπία νά προτείνουμε μείωση τῆς παραδοσιακῆς νηστείας, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι σήμερα πολλούς νέους τούς συγκινοῦν τά κηρύγματα ἄλλων θρησκειῶν φαινομενικά πιό ἐγκρατιτῶν, πού δροῦν καταλυτικά μέσα στόν Ἑλλαδικό χῶρο. Δέν θά εἶχαν παραπλανηθεῖ ἐνδεχομένως αὐτοί οἱ νέοι πού ἐνθουσιάζονται ἀπό τίς ὑψηλές θεοασκήσεις ἄν δέν τούς εἴχαμε κρύψει τόν ἀκριβή ἀσκητικό Ὀρθόδοξο δρόμο, πού ὁδηγεῖ στό Χριστό.
Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι καί ἄν ἀκόμα ἡ προοδευτική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶχε θεσπίσει ἀπό παλιά αὐτόν τόν ὠφελιμότατο καί ὡραιότατο τρόπο νηστείας, θά ἔπρεπε οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες ( οἱ Ἐπίσκοποι) μέ Συνοδική ἀπόφαση νά τόν ἐθέσπιζαν μέσα μάλιστα στήν ἄκρως πλουραλιστική ἐποχή μας, πού μπουχτίζουν οἱ πιό πολλοί ἀπό τόν κόρο τῶν τροφῶν. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ἄλλωστε ἰδιαίτερα συμμερίζεται τήν ἀνάγκη «λιτῆς διαίτης».
Ἐξ ἄλλου «μία εἶναι ἡ ὁδός τῆς εὐσεβείας, ἡ ὁποία σέ πολλές παρόδους διασχίζεται», ὑποστηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Τό ἕνα τυπικό καί ὄχι τά πολλά συγκρατοῦν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ὁποία ἁρμονικά συνυπάρχει τό «μεῖζον» καί τό «ἔλασσον», τό τέλειο καί τό «οἰκονομικό», ἡ ἀκρίβεια καί ἡ ἐπιείκεια, τό γενικό καί τό ἐξατομικευμένο. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά ὅρια καί τά ἄκρα μπορεῖ νά κινηθεῖ κάθε Ὀρθόδοξος χριστιανός ἄνετα, ἀνάλογα μέ τήν καλή προαίρεσή του, τίς δυνάμεις του, τήν ὀργανική ἀντοχή του καί τήν ὑπακοή του.
Τέλος ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ἐπιμείνουμε ὅτι κανείς λόγος δέν μᾶς ἀναγκάζει νά ποδοπατήσουμε τήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νά καταπιέσουμε τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν μας, πού μέχρι τώρα τηροῦν τίς παραδεδομένες νηστεῖες καί νά ἀφαιρέσουμε μέ ἀσέβεια τό ταπεινό φρόνημα ἀπό τούς ἄλλους πού δέν τίς τηροῦν ἀφοῦ τόσες «οἰκονομικές» λύσεις τοῦ προσφέρονται.
3. Κωλύματα γάμου
Δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ ὅλες τίς προτάσεις αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἀλλά μόνο μέ μία. Προτείνεται δηλαδή νά μήν εἶναι ἡ Ἱερωσύνη κώλυμα γιά τό γάμο. Πιό ἁπλά: Νά μποροῦν οἱ κληρικοί νά παντρεύονται καί μετά τή χειροτονία τους.
Ἰδιαίτερη ἔκπληξη μᾶς προκάλεσε τό θέμα αὐτό. Εἶναι καίριο θέμα γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσιαστικά ποτέ μέχρι σήμερα δέν προβληματίστηκε ἔντονα ἡ Ὀρθοδοξία γιά τό γάμο τῶν κληρικῶν μετά τή χειροτονία. Σέ ἀντίθεση μέ τούς Παπικούς ἡ Ὀρθοδοξία ἔδινε πάντοτε τήν ἄδεια νά νυμφεύονται οἱ κληρικοί πρό τῆς χειροτονίας. Ἔτσι, ὥριμοι οἰκογενειάρχες, μεστωμένοι, πνευματικοί ἄνθρωποι, δοκιμασμένοι μέσα στήν κοινωνία καί μέ κανονική ἡλικία μποροῦσαν ἀνέκαθεν νά χειροτονηθοῦν καί νά γίνουν οἱ καλοί ποιμένες τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ.
Ἀντίλογο φαινομενικά ἀποτελεῖ ἡ περιορισμένη συνήθεια τῶν πρώτων αἰώνων, πού ἐπιτρεπόταν ὁ γάμος μετά τή χειροτονία ἀρκεῖ νά ὑπῆρχε δήλωση πρό τῆς χειροτονίας ὅτι ἐπιθυμοῦσε ὁ χειροτονούμενος νά νυμφευθεῖ.
Τό ὅτι ὅμως πολύ γρήγορα καταργήθηκε ἡ συνήθεια αὐτή καί ἄλλη πράξη καθιερώθηκε στήν κοινή συνείδηση τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ, σημαίνει ὅτι αὐτή, ἡ δεύτερη πράξη, εἶναι ἡ πιό σωστή, ἡ πιό ὥριμη, ἡ πιό πνευματική, πού λειτουργεῖ τόσους αἰῶνες τώρα μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ ἱεροί Κανόνες, ἡ Ἐκκλησία γενικότερα, φαίνεται ἀνυποχώρητη καί στήν περίπτωση ἀκόμα τῶν χήρων κληρικῶν, πού τούς ἀπαγορεύει τόν δεύτερο γάμο μετά τή χειροτονία ( 3ος Πενθέκτης, 24ος Μ. Βασ.). Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι οὔτε δίγαμο δέν χειροτονεῖ ( Ἀποστολικός ΙΖ΄).
Τόν ἱερέα πού εἶναι τύπος τῶν πιστῶν,τόν θέλει πάνω στήν αὐθεντικότητα καί στήν ἡγεμονικότητα πού κρατάει μέσα του καί ἔξω του, τή μοναδικότητα τοῦ ἑνός προσώπου, «τῆς μιᾶς γυναικός», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος ( Τιτ. Α΄, 6). Διατηρεῖ τήν ἑνότητα μέ τό πρόσωπο πού ζεῖ ( ἤ πού μετέστη στήν ἄλλη ζωή). Μετά τό θάνατο τῆς συζύγου ἀνοίγεται μία νέα προοπτική. Ἡ σύναψη ἑνός νέου γάμου μέσα του, τοῦ πνευματικοῦ γάμου μέ τό Νυμφίο Χριστό. Καρπός αὐτοῦ τοῦ νέου γάμου μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἐνδοεκκλησιαστική ποιμαντική διακονία μέ τίς ποικίλες μορφές της. Ὅσο γιά τά παιδιά τοῦ χήρου ἱερέα ὑπάρχουν ἄπειρες λύσεις, ἀρκεῖ καί πάλι νά προσφερθοῦν δυναμικά καί ὑπάκουα στήν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» πρόνοια τοῦ μεγάλου Θεοῦ.
Γιά τήν περίπτωση τῶν ἀγάμων κληρικῶν, ἄς μή μᾶς διαφεύγει ( καί περισσότερο στούς ἴδιους) ὅτι ἔχουν ὑποσχεθεῖ ἀπό τήν ἀρχή εἴτε ἐπίσημα με τή μοναχική κουρά εἴτε ἀνεπίσημα καί χωρίς τή μοναχική κουρά καί μάλιστα «ἑκουσίως» νά ζοῦν τόν πνευματικό γάμο καί τήν παρθενική «ἐν Χριστῳ» ζωή. Μέλημά τους πρῶτο εἶναι ἡ συνειδητοποίηση αὐτοῦ τοῦ γάμου καί ἡ ἀκατάπαυστη μεθόδευση γιά αὔξηση τῆς ἀγάπης τους πρός τό Δεσποτικό πρόσωπο. Ποιό νόημα μπορεῖ νά ἔχει λοιπόν ὁ γάμος μετά τή χειροτονία, ἀφοῦ γιά τούς λόγους πού προαναφέραμε ρητῶς οἱ ἱεροί Κανόνες τόν ἀπαγορεύουν, ( ἐν Τρούλλω γ’, στ’, κστ΄και Μ. Βασιλ. Ιβ΄, κζ΄).
Ἡ μοναδική περίπτωση, πού δικαιολογεῖ μερικούς ἀγάμους, εἶναι ἐκείνων πού ἴσως παρασύρθηκαν καί βιάστηκαν νά χειροτονηθοῦν ἄγαμοι. Ἀλλά καί πάλι ἕνα τέτοιο πρόσωπο, πού ἐπιπόλαια ἀναμετρήθηκε σ’ ἕνα τόσο ὑπαρξιακό θέμα, ὅπως τοῦ γάμου, μπορεῖ, ἀφοῦ τοῦ ἐπιτραπεῖ νά νυμφευθεῖ καί μετά τή χαρακτηριστική του αὐτή ἐπιπολαιότητα νά συνεχίσει νά ἱερουργεῖ; Πῶς θά ποιμαίνει τά λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ;
Ἀλλά πιό πρακτικά, ἄν δοῦμε τό θέμα αὐτό, πάλι σέ ἀδιέξοδο θά ὁδηγηθοῦμε. Εἶναι πολύ εὔκολο σέ κάθε ὑπεύθυνο ταγό τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἀναλογισθεῖ, ἄν σκεφθεῖ λίγο σοβαρά τίς ἀντιδράσεις καί γελοιοποιήσεις τόῦ λαοῦ, ἄν δεῖ ἱερεῖς ἤ (φεῦ!) Ἐπισκόπους νά παντρεύονται.
Τά συναισθηματικά φλέρτ, τά οἰκονομικά παζαρέματα ( προίκα), ὁ ὑπολογισμός τῆς γυναικείας ὀμορφιᾶς, τά λοιπά προσόντα τῆς ὑποψηφίας νύφης, οἱ συζητήσεις τῶν ἐνδιαφερομένων οἰκογενειῶν, τά ἐξωοικογενειακά κουτσομπολιά γιά τόν ὑποψήφιο γαμπρό ἱερέα, οἱ ἐνδεχόμενες ἐπάλληλες μνηστεῖες μέ τά σχετικά τους, τά γαμήλια ταξίδια κ.τ.λ. εἶναι τελείως ἀντίθετα πρός τή σοβαρότητα καί ἱεροπρέπεια τόῦ ἱερατικοῦ προσώπου. Ὅσο φυσικά εἶναι ὅλα αὐτά ἤ μερικά ἀπ’ αὐτά πρό τῆς χειροτονίας στό λαϊκό, τόσο ἀδιανόητα φαίνονται στό λαό μας γιά τό χειροτονημένο κληρικό, πάνω στό ἱερατικό ἀξίωμα, ἔστω κι ἄν μέ λόγια μερικοί ὑποστηρίζουν το ἀντίθετο.
Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Γενεύης οὐσιαστικά παγιώνει τήν κοσμικότητα στό ἱερατικό πρόσωπο. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός πρακτικά θά διδάσκεται ὅτι τά κηρύγματα «περί παρθενίας καί ἁγνότητος» ( ὅπου γίνονται) εἶναι παραμύθια καί ὅλη ἡ χριστιανική ζωή εἶναι καί θά πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτα συμβιβασμένη μέ τό συμβατικό ἁμαρτωλό ἐνδοκοσμικό κατεστημένο.
Λυπούμαστε γιατί ἡ Ἐπιτροπή τῆς Γενεύης βλέπει τόσο ὑποτιμητικά τούς Ὀρθοδόξους ἱερεῖς. Λυπούμαστε, γιατί ἀφήνει τά κριτήριά της νά ἐπηρεάζονται ἀπό τίς περιπτώσεις τῶν καιροσκόπων καί παρεισάκτων ἱερέων. Χωρίς σφαιρική ἀντιμετώπιση, ἀποσπασματικά παραβλέπει τίς ὄχι μετρημένες μορφές σεβασμίων ἁπλῶν ἱερέων, πού ἐργάζονται ἀθόρυβα, ἀσκητικά καί κοινωνικά μέσα σ’ ὅλη τήν Οἰκουμένη καί σ’ ὅλα τά Ἔθνη.
Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι κι ἄν ἀκόμα ἡ μέχρι τώρα ἀλάνθαστη πράξη καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶχε ἀπαγορεύσει τό γάμο τῶν κληρικῶν μετά τή χειροτονία, θά ἔπρεπε ὅλες οἱ πνευματικές ἐνδοεκκλησιαστικές δυνάμεις τῶν Ἐπισκόπων, τῶν ἱερέων καί τοῦ λαοῦ να ἔμπαιναν σέ κινητοποίηση, γιά νά θεσμοθετήσουν μιά τέτοια ἀπαγόρευση, πού θά γλίτωνε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν πιό μεγάλη δοκιμασία, ἀπό τό ρεζίλεμα τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου της, τῶν εὐλαβῶν διακόνων της καί τῶν Ἐπισκόπων της.
Συνοψίζοντας, ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ καί πάλι νά ἐκφράσουμε στήν Ἐπιτροπή τῆς Γενεύης ἕνα τελευταῖο ἐρώτημα: Ἔχει ὑπολογίσει καλά τά ἀποτελέσματα μιᾶς ἐνδεχόμενης ἀλλαγῆς μέ τίς προτάσεις της; Μέ ποιό κύρος θά τολμήσει ἀδίστακτα νά προετοιμάσει θεσμικές ἀλλαγές, πού ἀσφαλῶς θά δημιουργήσουν σχίσμα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως θά ἔπρεπε νά ἀλλάξη τά θέματά της καί νά σκύψει μέ περισσότερη περίσκεψη σέ ἕνα ἔργο Ὀρθοδόξου ἐπανευαγγελισμοῦ τῶν σημερινῶν θεολόγων καί ποιμένων;
Μέ τήν Πατερική διακριτική κάλυψη τῆς «οἰκονομίας» ἡ Ἐκκλησία ζεῖ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τόῦ ἁγίου Πνεύματος. Μέ τήν εὐχέρεια τῆς «οἰκονομίας» καί οἱ πιό ἀδύνατοι στήν πίστη καί στήν ἄσκηση βοηθοῦνται σέ ἀνώτερες ἐπιδόσεις. Ὁπωσδήποτε πάντως εἶναι ἐνσωματωμένοι στήν Κιβωτό τῆς σωτηρίας καί συναγωνίζονται στό ἀσκητικό στάδιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅσοι Ἐπίσκοποι, ὅσοι πνευματικοί Πατέρες, ὅσοι πιστοί ζοῦν «κατ’ ἀκρίβειαν», ἔχουν ἀνακαλύψει «ἐν ταπεινώσει ψυχῆς» τίς ἄρρητες δωρεές τοῦ Θεοῦ. Μέ προϋπόθεση τήν παραδοσιακή νηστεία, τήν ἀκατάπαυστη παρθενική ἄθληση καί τή βίωση τῆς μοναδικότητας τοῦ γάμου μέ τήν παραπάνω θεώρηση, ζοῦν τό θεοπανηγύρι τοῦ Πάσχα μέ μυστικούς πνευματικούς κραδασμούς. Εἶναι δυνατόν λοιπόν νά δεχθοῦν ἐκπτώσεις στά βασικά αὐτά σημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως; Εἶναι δυνατόν νά θελήσουν κοσμικοποίηση τοῦ Πασχαλίου ἑορτολογίου; Θά ἀνεχθοῦν νομιμοποίηση τῆς δουλείας τῆς σαρκός καί τό πιό κατάφωρο ρεζίλεμα τῆς ἱερωσύνης;
Δέν πιστεύουμε ὅτι εἶναι δυνατόν ἡ φερομένη ὡς «Πανορθόδοξη διάσκεψη» νά ἀποφασίσει τελικά ἀλλαγές. Ἄν παρ’ ἐλπίδα γίνουν ἀλλαγές, αὐτές θά σημάνουν ὀπισθοδρόμηση, ἀναχρονισμό καί ἐπιστροφή στήν περίοδο τῆς εἰδωλολατρίας, στήν περίοδο πρό τῆς Χάριτος ἤ τό λιγώτερο στήν ἐποχή τῆς δουλείας τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Θά εἶναι ἀναδρομή καί παραδοχή τῆς ἀναγκαστικῆς δουλείας στό «σαρκικό φρόνημα».
Φυσικά δέν πρόκειται νά υἱοθετηθοῦν ἀπό τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τέτοιου εἴδους ἀλλαγές, ὅσος πειθαναγκασμός, ὅση ὀρθολογιστική ἐπιχειρηματολογία καί οἱαδήποτε ἄλλη βία καί ἄν ἀσκηθεῖ.
Γι’αὐτό ταπεινά τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν: «Τοιαῦτα μή γένοιντο».