Μεγάλη ἀχαριστία πρός τόν Θεό καί κατάφωρη ἀδικία στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς.

Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Κ. Φωτοπούλου

Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας  17-3-19

                 Τήν  Δευτέρα 21 Ἰανουαρίου 2019  καί ὥρα 7μ.μ. στό Θέατρο Παλλάς ἔγινε ἡ παρουσίαση τοῦ 3ου τόμου Δογματικῆς τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, μιᾶς πολύ ὡραίας ἐκδόσεως τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου.  Μέ ἀφορμή αὐτό τό γεγονός ἄν καί πέρασαν σχεδόν 2 μῆνες θά ἤθελα, μέ ὅσα ἀκολουθοῦν, νά ἀναφερθῶ σέ ὅσα εἶπε γιά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο κατά τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πρώην Ἐρζεγοβίνης κ. Ἀθανάσιος.

                Συγκεκριμένα ἀφοῦ εἶπε πολλά ὡραῖα, θετικά καί συγκινητικά  γιά τήν πολιτεία καί τίς συγγραφές τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου σέ μιά ἀποστροφή τοῦ λόγου του εἶπε ὅτι ὁ ἅγιος «ἔκανε κριτική στόν Οὑμανισμό καί τόν Οἰκουμενισμό».  Κι ἀμέσως ἔσπευσε νά ἀναγγείλει ὅτι πρόκειται νά ἐκδοθοῦν σημειώσεις τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου γιά τόν «ὀρθόδοξο θεανθρώπινο οἰκουμενισμό, γιά τόν οἰκουμενισμό τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἀλήθειας τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας κλπ». Ὕστερα παίρνοντας μιά ἔκφραση περιφρονήσεως πρόσθεσε : «Ἀδικεῖ τόν ἅγιο Ἰουστῖνο κι ἐκεῖνο τό ad hoc καμωμένο βιβλίο, μιά συλλογή ἄσχετων σχεδόν κειμένων, τό βιβλίο ʺὈρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμόςʺ. «Δέν εἶναι αὐτός ὁ π. Ἰουστῖνος» συνέχισε, «ἀλλά εἶναι αὐτός πού μιλάει ἀπό τό 1964 γιά ὀρθόδοξο θεανθρώπινο οὑμανισμό». Ἐδῶ χρειάζεται νά κάνω μιά ἀναδρομή στό παρελθόν.

                Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1968 καί 1975  ἐγώ καί δύο φίλοι μου, ἤδη μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος, ὅλοι φοιτητές, συχνάζαμε στό παλιό ἀλλά φιλόξενο σπιτάκι τῶν ἱερομονάχων καί μετέπειτα ἀρχιερέων Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς καί Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς στήν Ἁγία Παρασκευή. Ἐκεῖ ἔμεναν καί ἑτοίμαζαν τίς διδακτορικές τους διατριβές στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν.  Ἦσαν αὐτές οἱ ἐπισκέψεις γιά μᾶς καί πολλούς ἄλλους νέους μιά πνευματική ἀναβάπτιση. Ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας τῶν πνευματικῶν καί θεολογικῶν συζητήσεων πού κάναμε μαζί τους, ἀλλά καί λόγῳ  τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλοξενίας πού μᾶς προσέφεραν. Ἐκεῖ πολλές φορές ἔρχονταν καί οἱ π.π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς καί Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς.

                Σέ μία απ ΄αὐτές τίς ἐπισκέψεις, τό 1970, μᾶς χάρισε ὁ π. Ἀμφιλόχιος τό βιβλίο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός ἁγίου Ἰουστίνου ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ σέ μετάφραση Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἐνῷ σέ ἄλλη ἐπίσκεψη κατά τήν περίοδο τοῦ Πάσχα μοῦ προσέφερε ἕνα ἄλλο βιβλίο τοῦ Ἁγίου, τό ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, Ἔκδοσις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη».  Στό πρῶτο  ἐσώφυλλο ὁ π. Ἀμφιλόχιος ἔγραψε : «Πάσχα 1974. Εἰς τόν ἀ.(δελφόν) Ἰωάννην διά τήν ἐν προσευχῇ μνήμην.  Ἱερομ.  Ἀμφιλόχιος».   Γυρίζοντας τό ἐσώφυλλο διάβασα: 

 «Μετάφρασις
ἱερομ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς
καί
ἱερομ. Ἀθανασίου  Γέβτιτς».

                 Ἔχοντας στήν βιβλιοθήκη μου αὐτό τό βιβλίο κι ἀκούγοντας τόν Σεβασμιώτατο Ἀθανάσιο νά λέει τά παραπάνω ἀπόρησα  καί διερωτήθηκα τί ἤθελε νά πεῖ ὁ μητροπολίτης πρώην Ἐρζεγοβίνης ;  Ἄς δοῦμε τά λόγια του. Εἶπε ὅτι

α) τό βιβλίο ʺὈρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμόςʺ εἶναι «ἕνα ad hoc καμωμένο βιβλίο».  Ἡ λατινική φράση ad hoc  σημαίνει «ἐπί τούτῳ». Δηλαδή ἀφορᾶ σέ κάποια πράξη, ἐνέργεια, πού γίνεται, σέ κάποιο νόμο πού ἐφαρμόζεται, σέ κάποιο κείμενο πού γράφεται γιά μιά συγκεκριμένη περίπτωση, γιά κάποιο συγκεκριμένο σκοπό.  Δέν μᾶς ἐξήγησε ὁ μητροπολίτης γιά ποιό συγκεκριμένο λόγο γράφτηκε αὐτό τό βιβλίο. Μήπως γιά τήν ἀντιμετώπιση λατινικῆς ἤ οὐνιτικῆς προπαγάνδας ἤ ἐξ αἰτίας βιαίων ἐξουνιτισμῶν πού ἔγιναν ἀπό τούς φανατικούς Οὐστάσι μέ τίς εὐλογίες τῆς «ἁγίας» Ἕδρας; Εἶναι πολύ παλαιά τά κείμενα πού ἀπαρτίζουν τό βιβλίο; Καί τί σημασία ἔχουν αὐτά γιά τήν ἀξία τοῦ βιβλίου;  Εἶπε ἀκόμη ὅτι

β) τό βιβλίο ʺὈρθόδοξη Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμόςʺ εἶναι «μιά συλλογή ἄσχετων σχεδόν κειμένων». Πάλι δέν καταλάβαμε τί ἐννοοῦσε. Ὅσοι διαβάσαμε τό βιβλίο βλέπουμε δύο μέρη. Στό πρῶτο ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἀναλύει θεολογικῶς ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στό δεύτερο ἀναφέρεται στήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀναλύοντας τίς συνιστῶσες του : τήν ἀνθρωπιστική πρόοδο, τόν ἀνθρωπιστικό πολιτισμό, τήν ἀνθρωπιστική κοινωνία, τήν ἀνθρωπιστική παιδεία ἀντιπαραβάλλοντάς τις μέ τή θεανθρώπινη πίστη καί πράξη σέ ὅλους αὐτούς τούς τομεῖς. Καταλήγει τό βιβλίο μέ τήν πρόταση τοῦ ἁγίου :  «Ἡ ἔξοδος ἀπό ὅλα τά ἀδιέξοδα, ἀνθρωπιστικά=οἰκουμενιστικά=παπιστικά, εἶναι ὁ ἱστορικός Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί τό ἱστορικόν θεανθρώπινον οἰκοδόμημά Του, ἡ Ἐκκλησία....Ἡ Ἀποστολική = Ἁγιοπατερική = Ἁγιοπαραδοσιακή = Ἁγιοσυνοδική = Καθολική Ὀρθόδοξος Πίστις εἶναι τό φάρμακον τῆς ἀναστάσεως ἀπό ὅλας τάς αἱρέσεις..(σ. 256). Δέν γνωρίζουμε ἄν τά ἐπιμέρους κείμενα προϋπῆρχαν καί ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἤ οἱ συνεργάτες του τά «ἔδεσαν» στό συγκεκριμένο βιβλίο.  Τά κείμενα ἐπίσης δέν φαίνονται ἄσχετα μεταξύ τους. Ἀντιθέτως τό βιβλίο χαρακτηρίζεται γιά τήν ἰσορροπία του, τή διαύγεια καί τά σαφῆ καί στέρεα θεολογικά, κανονικά καί δογματικά του θεμέλια. 

                Εἶπε ἐπίσης γ) ὅτι ὁ «Ἅγιος Ἰουστῖνος ἀδικεῖται μέ ἐκεῖνο τό βιβλίο».  Θά τόν ρωτοῦσα γιατί ἀδικεῖται.  Δέν εἶναι δικά του τά κείμενα αὐτά; Εἶναι παραποιημένα; Μήπως ἀργότερα ἄλλαξε γνώμη γιά τίς ἀπόψεις πού ἐκφράζει περί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;  Δέν εἶπε κάτι τέτοιο ὁ ἐπίσκοπος.   Κι ἄν ἀδικεῖ τόν Ἅγιο τό βιβλίο αὐτό γιατί ὁ μητροπολίτης πρώην Ἐρζεγοβίνης τό μετέφρασε μαζί μέ τόν ἅγιο Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιο;  Γιατί δέν προστάτεψαν τόν Γέροντά τους ἀπό αὐτή τήν ... ἀδικία; Καί γιατί στήν παρουσίαση τῆς «Δογματικῆς» παίρνοντας μιά ἔκφραση ἀπαξιωτική ἀπέκρυψε ἀπό τούς ἀκροατές του ὅτι ἦταν ἕνας ἐκ τῶν δύο μεταφραστῶν τοῦ ʺὈρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμόςʺ ; Καί τό πιό παράδοξο. Γιατί στήν Εἰσαγωγή τῆς Δογματικῆς(σ. 14) ὁ ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος γράφει : «Δέν ἦταν ἄγνωστα σέ αὐτόν [ἐνν. τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο] οὔτε τά προβλήματα τοῦ σύγχρονου οἰκουμενισμοῦ-καρπός αὐτοῦ τοῦ ἐνδιαφέροντός του εἶναι τό ἔργο του «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ οἰκουμενισμός(στά ἑλληνικά καί σέρβικα, Θεσσαλονίκη 1974)»;

Εἶπε τέλος ὁ μητροπολίτης Ἀθανάσιος :

                δ)«Δέν εἶναι αὐτός ὁ π. Ἰουστῖνος, ἀλλά εἶναι αὐτός πού μιλάει ἀπό τό 1964 γιά ὀρθόδοξο θεανθρώπινο οὑμανισμό».  Βεβαίως ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος γιά τόν ὀρθόδοξο θεανθρώπινο οὑμανισμό καί οἰκουμενισμό ὑπό τήν ἔννοια τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διά τῆς Καθολικότητός της κατέχει τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο καί καλεῖ  ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί κάθε ἄνθρωπο χωριστά νά μετάσχει στή Ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στή Ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὅμως ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ πάντοτε γιά τήν οἰκουμενική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνο μετά τό 1964.  Ὑπάρχει στό βιβλίο ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΚΑΙ  ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ἕνα θαυμάσιο κείμενο τοῦ Ἁγίου γραμμένο τό  1923 μέ τίτλο : «Ἐσωτερική Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας μας». Ἐκεῖ γράφει μεταξύ ἄλλων : Ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἰκουμενική, καθολική, θεανθρωπίνη, αἰώνια, διά τοῦτο ἀποτελεῖ βλασφημίαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό νά κάμωμεν τήν Ἐκκλησίαν ἕνα ἐθνικόν ἵδρυμα, νά τήν στενεύωμεν μέχρι τῶν μικρῶν, πεπερασμένων, χρονικῶν ἐθνικῶν σκοπῶν καί μεθόδων.  Ὁ σκοπός της εἶναι ὑπερεθνικός, οἰκουμενικός, πανανθρώπινος : νά ἑνώσῃ ἐν τῷ Χριστῷ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλους ἄνευ ἐξαιρέσεων ἐθνικότητος ἤ φυλῆς ἤ κοινωνικοῦ στρώματος. «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔστιν ἄρσεν καί θῆλυ˙ πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».(σ. 55) Στό ἴδιο ὅμως κείμενο γράφει ἐπίσης : Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς μοναδικός φορεύς καί φύλαξ τοῦ τελείου καί παμφώτου Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ πραγματοποιεῖται ἀποκλειστικῶς μέ τά θεανθρώπινα-ὀρθόδοξα μέσα, τάς ἀσκητικάς ἐν χάριτι ἀρετάς, ὄχι μέ  μέσα δανεισμένα ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμόν ἤ τόν Προτεσταντισμόν, διότι αὐτοί εἶναι χριστιανισμοί κατά τήν ἔκδοσιν τοῦ ὑπερηφάνου εὐρωπαίου ἀνθρώπου καί ὄχι τοῦ ταπεινοῦ Θεανθρώπου(σ. 60).

                Ἔτσι πάντοτε ὁ ἅγιος παρουσιάζει  μιά διαλεκτική ἀντιπαράθεση Ὀρθοδοξίας- Οὑμανισμοῦ σέ ὅλες τίς φιλοσοφικές( φιλοσοφικά ρεύματα τῆς Δύσεως) θρησκευτικές(Παπισμός, προτεσταντισμός, οἰκουμενισμός,) καί πολιτικές προεκτάσεις του( βοναπαρτισμός, φασισμός, ναζισμός). Ἐξ οὗ καί ὁ ὑπότιτλος τῆς Δογματικῆς του : Ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς Ἀλήθειας.  Ὁ Ἅγιος δέν ἔκανε θεωρητική, ἀκαδημαϊκή κριτική στόν Οἰκουμενισμό καί σέ ὅλες τίς αἱρέσεις, ἀλλά ἐμάχετο σ΄ὁλόκληρη τή ζωή του  καί πρίν καί μετά τό 1964  κατ΄αὐτοῦ τοῦ ἐχθροῦ τῆς ἀνθρωπότητος, καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δηλ. τοῦ Οὑμανισμοῦ καί τοῦ ἀπαισίου τέκνου του, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν ἔχουμε ...δύο Ἰουστίνους ἕναν πρό τοῦ 1964 καί ἕναν μετά τό 1964, οὔτε ἕναν -ἄπαγε τῆς βλασφημίας- διχασμένο Ἰουστῖνο!  Ἰδού λοιπόν ἡ ἀλήθεια :

                Α) 1967. Στό βιβλίο ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΚΑΙ  ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ( Ἐκδοτικός οἶκος «ΑΣΤΗΡ» Ἀθῆναι 1970) ὑπάρχει κείμενο τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου μέ τίτλο «Σκέψεις περί τοῦ “ἀλαθήτου“ τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου», γραμμένο τό 1967.  Τό κείμενο αὐτό ἐγράφη «ἐξ ἀφορμῆς τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου», ὅπως ἰδιοχείρως ἔγραψε στό ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου ὁ π. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, ὅταν μοῦ τό χάρισε.  Ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος, πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα,  στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἀλλά συνεχῶς ἀντιπαραβάλλει σ΄ Αὐτόν τόν «ἀλάθητο Πάπα».   Λέει ὅτι «ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί οὑμανισμοί...οἱ προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί ... ἀδιακόπως ἐπιδιώκουν... νά ἀντικαταστήσουν τήν πίστιν εἰς τόν Θεοάνθρωπον μέ τήν πίστιν εἰς τόν ἄνθρωπον...Καί ταῦτα συνέβαινον ἐπί αἰῶνας, ἕως ὅτου...τό 1870, εἰς τήν Α΄ Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ, ὅλα αὐτά συνεκεφαλαιώθησαν εἰς τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα...Διά τοῦτο ἐπί τῶν ἡμερῶν μας εἰς τήν Β΄ Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ...ὑπεστηρίχθη τό ἀπαραβίαστον καί τό ἀναλλοίωτον αὐτοῦ τοῦ δόγματος...Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί ἀπέκτησαν τό ἰδεῶδες καί τό εἴδωλόν των : Ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης...Τό εὐρωπαϊκόν πάνθεον ἀπέκτησε τόν Δίαν του(σ.σ. 149-150)...Εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις : τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα(σ. 152)... Ὑπό τό πρῖσμα αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς καί ἱερᾶς ὀρθοδόξου παραδόσεως εἶναι ἀντιευαγγελική καί ἀντίχριστος φρικαλεότης τό νά φονεύεται ὁ ἁμαρτωλός λόγῳ τῆς ἁμαρτίας.  Ἐν προκειμένῳ καμμία ἱερά ἐξέτασις δέν δύναται νά ἀνακηρυχθῆ ἱερά(σ. 155)...Κατά τήν Ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀπό τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὑπάρχει εἰς τόν ἐπίγειον κόσμον μας ὡς θεανθρώπινον σῶμα, τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλά παναίρεσις»(σ. 159)

Ἐρώτηση α΄ : Εἶναι αὐτός ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος;

                Β) 1971 . Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος διά τοῦ ἐπισκόπου τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας τό 1971  ἀπευθύνει ἐπιστολή στήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ὁποίας ζητεῖ νά μή συμμετάσχει ἡ Σερβική Ἐκκλησία στήν ἑτοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο (Ἔκδοσις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ»  ΑΘΗΝΑΙ 1971). Ἄς δοῦμε ἀποσπάσματα τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς :

                «Τί νά εἴπῃ τις περί τῆς τοῦ Ἰούδα ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (16/29 Δεκ. 1969) τῆς μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας(Intercommunio) μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ληφθείσης ἐναντίον ὅλων τῶν Ἁγίων Δογμάτων καί Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Μέ αὐτήν τήν πρωτάκουστον...ἀπόφασιν περί τῆς μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς φανερούς αἱρετικούς, ὁλόκληρον τό Θεανθρώπινον Σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει πληγωθῆ βαθέως˙  ὅλοι οἱ Πατέρες καί ὅλαι αἱ Σύνοδοι ἔχουν ἀτιμασθῆ ˙τά Δόγματα καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν πατηθῆ˙ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἄμωμος Νύμφη, ἔχει ριφθῆ εἰς τό δηλητηριασμένον βόρβορον τῶν αἱρετικῶν...(σσ.11-12)

Γράφει δέ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος περί τοῦ Ἀθηναγόρα : «Αὐτός μέ τήν νεοπαπιστικήν συμπεριφοράν του εἰς τούς λόγους καί εἰς τάς πράξεις σκανδαλίζει ἐπί μίαν ἤδη δεκαετίαν τάς Ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τήν μοναδικήν καί πανσωστικήν Ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πίστεως, ἀναγνωρίζων τάς ρωμαϊκάς καί ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μέ τήν Ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τόν Ρωμαῖον Ποντίφηκα μέ ὅλην τήν δαιμονικήν ἀντιεκκλησιαστικήν ὑπερηφάνειάν του.  Καί προετοιμάζει μέ αὐτοκτονικήν ταχύτητα καί ἐπιπολαιότητα, κατά τό παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτήν τήν ἰδικήν του λεγομένην «Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον», ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν εὐαγγελικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν θέμα  τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μέ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικήν θεματολογίαν(σσ.  12-13)

Ἐρώτησις β΄ : Εἶναι αὐτός ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος;

                Γ )  1974. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος τό 1974 δίνει θεολογική γνωμοδότηση κατόπιν αἰτήματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας γιά τό ἄν μπορεῖ νά συμμετάσχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ «οἰκουμενικές ἀκολουθίες» πού διοργάνωναν οἱ ρωμαιοκαθολικοί τῆς Γιουγκοσλαβίας στά πλαίσια τῆς «ἑβδομάδος ἐν τῇ ἑνότητι».  Ἔχει δημοσιευθεῖ μάλιστα τό κείμενο τῆς γνωμοδοτήσεως μέ εἰσαγωγικό σημείωμα τοῦ τότε ἱερομονάχου καί νῦν μητροπολίτου Μπάτσκας Εἰρηναίου Μπούλοβιτς στό περιοδικό Κοινωνία τευχ. 18 (1975), σ. 95- 101, σέ μετάφραση ἀπό τά σερβικά τῆς Μαρίνας Σκλήρη καί ἀναδημοσιεύθηκε στόν ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ (1 Ἰουνίου 1975).

Σ’ αὐτή τή γνωμοδότηση μετά ἀπό κάποια «καυτά» σχόλια γιά τό ποιόν τῶν «οἰκουμενικῶν ἀκολουθιῶν» εὐθέως γράφει τά ἑξῆς :

            Πανιερώτατοι Πατέρες,

            Τήν στάσιν της ἔναντι τῶν αἱρετικῶν – καί αἱρετικοί εἶναι ὅλοι οἱ μή Ὀρθόδοξοι - ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει καθορίσει ἅπαξ διά παντός, διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, δηλαδή διά τῆς ἁγίας Θεανθρωπίνης Παραδόσεως, τῆς μοναδικῆς καί ἀναλλοιώτου.
Συμφώνως πρός αὐτήν τήν στάσιν, εἰς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἀπηγορευμένη κάθε συμπροσευχή καί κάθε λατρευτική ἐπικοινωνία μετά αἱρετικῶν. Διότι «τίς μετοχή δικαιοσύνη καί ἀνομία; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;» (Β΄ Κορινθ. 6, 14-15). 

  Ἐν συνεχείᾳ παραθέτει τόν 45ο Κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τόν 32ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν τήν συμπροσευχή μέ τούς αἱρετικούς. Σταχυολογῶ ὁρισμένες φράσεις τῆς γνωμοδοτήσεως γιά νά ἀντιληφθοῦμε τήν ἑνιαία σκέψη καί τό ἑνιαῖο φρόνημα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου :

Ὁ μεν ρωμαιοκαθολικισμός είναι πολλαπλή αίρεσις, περί δε του προτεσταντισμού τι να είπωμεν; Καλλίτερον να μη ομιλώμεν. Ήδη ο Άγιος Σάββας εις την εποχήν του, επτάμισυ αιώνας πριν, δεν ωνόμαζεν άραγε τον ρωμαιοκαθολικισμόν «λατινικήν αίρεσιν»; Και πόσα από τότε νέα δόγματα δεν επενόησεν ο πάπας και «αλαθήτως» εδογμάτισε ! Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ο ρωμαιοκαθολικισμός κατέστη παναίρεσις....Ένεκα τούτου, αν είμεθα Ορθόδοξοι και θέλωμεν να παραμείνωμεν Ορθόδοξοι, τότε οφείλομεν και ημείς να τηρήσωμεν την στάσιν του Αγίου Σάββα, του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του Αγίου Κοσμά Αιτωλού, του Αγίου Ιωάννου Κροστάνδης και των λοιπών Αγίων Ομολογητών και Μαρτύρων και Νεομαρτύρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έναντι των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών, εκ των οποίων ούτε οι μεν, ούτε οι δε, δεν πιστεύουν ορθοδόξως εις τα δύο βασικά δόγματα του Χριστιανισμού : εις την Αγίαν Τριάδα και εις την Εκκλησίαν....

Εντροπή καταλαμβάνει πάντα ειλικρινή Ορθόδοξον, ανατραφέντα υπό την καθοδήγησιν των Αγίων Πατέρων, όταν αναγιγνώσκη, ότι οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι της 5ης Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Γενεύης (8-16 Ιουνίου 1968) σχετικώς προς την συμμετοχήν των Ορθοδόξων εις το έργον του «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», έλαβον τότε την απόφασιν «όπως εκφρασθή η κοινή επίγνωσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι αύτη αποτελεί οργανικόν μέρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών»...
                Ἦτο ἄραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμα δε και Ιεράρχαι, μεταξύ των οποίων και Σέρβοι, να επιζητούν την «οργανικήν» μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Εκκλησιών... Το οποίον, κατ’ αυτόν τον τρόπον γίνεται εις νέος εκκλησιαστικός «οργανισμός», μία «νέα Εκκλησία» υπεράνω των Εκκλησιών, της οποίας οι Ορθόδοξοι και μη Ορθόδοξοι εκκλησίαι αποτελούν μόνο «μέλη»!Μη σμίγουσα εκκλησιαστικώς μετά των αιρετικών, είτε αν είναι αυτοί συγκεντρωμένοι πέριξ της Γενεύης, είτε πέριξ της Ρώμης, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία, κατά πάντα πιστή προς τους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρας, δεν θα αρνηθή δια τούτο την Χριστιανικήν της αποστολήν και το ευαγγελικόν της χρέος: όπως ενώπιον του συγχρόνου κόσμου, όσον του μη ορθοδόξου, τόσον και του απίστου, ταπεινώς αλλά ευθαρσώς μαρτυρή περί της Αληθείας, της Παναληθείας, περί του ζώντος και αληθινού Θεανθρώπου και περί της πανσωστικής και παμμεταμορφωτικής δυνάμεως της Ορθοδοξίας...

                               

Ἐρώτηση γ΄ : Εἶναι αὐτός ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος;

                                Δ)  1974.  Ἐκδίδεται τό βιβλίο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός».

 Ἐρώτησις δ΄ : Εἶναι τελικά σ΄ αὐτό τό βιβλίο ὁ ....ἀληθινός π. Ἰουστῖνος;

                           Ε) 1977. Τήν 7η Μαΐου 1977 ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ἀποστέλλει «ΥΠΟΜΝΗΜΑ  Ἐξ  ἀφορμῆς τῆς σχεδιαζομένης συγκλήσεως τῆς “Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας„»  στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας( Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Σύνοδον τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1977).  Μεταξύ ἄλλων γράφει ὅτι,     

«Τό ζήτημα τῆς προετοιμασίας καί τῆς συγκροτήσεως νέας “Οἰκουμενικῆς Συνόδου„...ἀνεκινήθη ἤδη ἐπί τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Μεταξάκη-γνωστοῦ ὡς ὑψηλόφρονος “μοντερνιστοῦ„ καί μεταρρυθμιστοῦ, ἐξ οὗ καί σχισματοποιοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ...»(σ.7).

Γράφει ἀκόμη ὅτι «..αἱ Ἅγιαι Οἰκουμενικαί Σύνοδοι...εἶχον πάντοτε χριστολογικόν, σωτηριολογικόν, ἐκκλησιολογικόν χαρακτῆρα...Τό κύριον εὐ-αγγέλιόν των ἦτο πάντοτε : ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ ἐν Αὐτῷ σωτηρία μας καί θέωσίς μας...Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθῶς ὀρθόδοξος, ἀποστολικο-πατερική θεματολογία...ἰσχύουσα δι΄ ὅλας τάς ἐποχάς καί δι΄ὅλους τούς καιρούς καί χρόνους... Αὐτή καί μόνον αὕτη, δύναται νά ἀποτελέσῃ καί τό θέμα τῆς ἐνδεχομένης μελλούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὄχι οἱ σχολαστικο-προτεσταντικοί «κατάλογοι θεμάτων», οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν οὐσιαστικήν σχέσιν ἔχουν πρός τήν ἐμπειρίαν καί τήν πνευματικήν ζωήν τῆς ἀποστολικο-πατερικῆς Ὀρθοδοξίας διά μέσου τῶν αἰώνων....»(σ. 9).

  «Ἀναγνωρίζω ἐπίσης καί οὐδόλως ὑποτιμῶ τήν κανονικήν τάξιν καί τό κατά τούς ἱερούς Κανόνας τιμητικόν προβάδισμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως τήν πρώτην δηλαδή θέσιν αὐτῆς κατά τήν τάξιν τῆς τιμῆς(“τά πρεσβεῖα τιμῆς„) μεταξύ τῶν ἰσοδυνάμων, ἰσονόμων καί ἰσαξίων ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑπενθυμίζω μόνον, ὅτι οὔτε εὐαγγελικόν, οὔτε ὀρθόδοξον, οὔτε κανονικόν θά ἦτο νά ἐπιτραπῇ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, ἤ εἰς οἱονδήποτε ἄλλο Πατριαρχεῖον, ὅπως λόγῳ τῶν δυσκολιῶν καί δυσχερειῶν, εἰς τάς ὁποίας εὑρίσκεται, ὁδηγήσῃ ὅλην τήν Ὀρθοδοξίαν εἰς τό χεῖλος τῆς ἀβύσσου, ὡς εἶχεν ἤδη συμβῇ κατά τήν θλιβεράν ἐποχήν τῆε ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντίας...Πρέπει νά εἴμεθα εἰλικρινεῖς : εἰς τήν συμπεριφοράν ὡρισμένων ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γίνεται αἰσθητή κατά τάς τελευταίας δεκαετίας ἡ ἰδία ἐκείνη  μή ὑγιής ἀνησυχία καί πνευματικῶς νοσηρά σπουδή, ἡ ὁποία κατά τόν ΙΕ΄ αἰῶνα ὡδήγησε τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν Φλωρεντιανήν προδοσίαν...(σσ. 15-16)

Ἐρώτηση ε΄ : Εἶναι σ΄αὐτό τό κείμενο ὁ ...αὐθεντικός ἅγιος Ἰουστῖνος;  

Ϛ) Τό 1978, ἕνα χρόνο πρίν τήν κοίμησή του, στό Βελιγράδι δημοσιεύει τόν τρίτο τόμο τῆς Δογματικῆς του(Δογματική σ. 14), γιά τόν ὁποῖο ὁ μητροπολίτης πρώην Ἐρζεγοβίνης λέγει ὅτι «σ’αὐτόν ἐκθέτει τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία διαπνέεται στό σύνολό της ἀπό τήν Τριαδολογία, τήν Χριστολογία καί την Πνευματολογία, ὅπως καί τήν Ἐσχατολογία»(σ. 19).  Στόν τόμο αὐτό τονίζει : Μία καί μοναδική σέ ὅλες τίς διαστάσεις της, αὐτή ἡ πίστη εἶναι ἡ παραδοθεῖσα «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις», μέ τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Θεανθρώπινη οἰκονομία Του τῆς σωτηρίας, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία(σ. 284)...Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνον μία ἀλλά καί μοναδική(ὡς ἄνω). Ἀναφέρεται στήν κακότητα καί βλάβη τῶν αἱρέσεων καί  στούς Κανόνες πού καταδικάζουν τίς συμπροσευχές μέ αἱρετικούς( σ-308-312), στόν  ἀλάθητο ἄνθρωπο στή Ρώμη καί στόν ὄχι λιγότερο ἀλάθητο στό Βερολίνο(σ. 1043) στόν χριστιανο-ουμανιστικό μαξιμαλισμό, παπισμό καί τόν ριζοσπαστικότερο προτεσταντισμό καταλήγοντας στή διαπίστωση ὅτι ὁ προτεσταντισμός εἶναι ἕνας ἐκλαϊκευμένος παπισμός, ἁπλῶς ἀποδεσμευμένος ἀπό τόν μυστικισμό, τό κῦρος καί τήν ἐξουσία(σ. 1044) . Θέλω νά πῶ ἐδῶ ὅτι αὐτές οἱ τοποθετήσεις τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου βρίσκονται στό τελευταῖο κείμενο τῆς Δογματικῆς.  Πρόκειται γιά κείμενο τοῦ  1935, τό ὁποῖο ὁ ἅγιος προσέθεσε ὡς κατακλεῖδα τοῦ τρίτομου ἔργου του.  Μ΄ αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀδιάρρηκτη συνέχεια τῆς χριστο-σκέψης του, τῆς χριστο-θεολογίας του καί τῆς χριστο-ἐμπειρίας του ὅσον ἀφορᾶ στή διάκριση ἀληθείας καί πλάνης, Ἐκκλησίας καί ψευδοεκκλησιῶν,  Ὀρθοδοξίας καί οἰκουμενισμοῦ. Καί γιά νά ἀπομακρυνθεῖ κάθε ἀμφιβολία γιά τό ποιός εἶναι ὁ άληθινός ἅγιος Ἰουστῖνος παραθέτω τό κάτωθι ἀπόσπασμα ἀπό τήν μόλις ἐκδοθεῖσα Δογματική του πρός στηριγμό τῶν κλονουμένων συνειδήσεων :

        Ἀκολουθώντας μέ ὅλη τήν καρδιά του, ὅλη τήν ψυχή του, ὅλη τήν διάνοιά του, ὅλη τή δύναμή του, τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὁ θεοφορούμενος Πατέρας μας, Ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου, ὁ Ὁμολογητής, δέν ἐπιτρέπει κανένα συμβιβασμό στά πράγματα τῆς πίστεως, κανενός εἴδους ἀπόκλιση ἤ ἐκχώρηση.  Ὅταν λοιπόν οἱ ἑνωτικοί ἐκπρόσωποι τῶν ὀρθοδόξων στή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ὁμοῦ μέ τούς Λατίνους τοῦ κραύγαζαν : «Βρές μας διέξοδο κατ΄οἰκονομίαν», αὐτός ἀπαντοῦσε: «Τά πράγματα τῆς πίστεως δέν ἐπιτρέπουν οἰκονομία.  Εἶναι σάν νά λές : «κόψε τό κεφάλι σου καί πήγαινε ὅπου θέλεις». Ἀνάμεσα στήν ἀλήθεια καί τό ψέμα δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἐνδιάμεσο. Ὅ, τι ἀφορᾶ στά ἐκκλησιαστικά δέν ἐπιλύεται μέ συμβιβασμό.  Ἄς μήν ἡγεμονεύει κανείς στήν πίστη μας, οὔτε αὐτοκράτορας, οὔτε ἀρχιερέας, οὔτε ψευδο-Σύνοδος, οὔτε κανείς ἄλλος, παρά μονάχα ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μᾶς τήν παρέδωσε καί ὁ Ἴδιος καί μέσω τῶν Μαθητῶν Του (σ. 703)                               

          Ὅ, τι ἀποτελεῖ ὁ Ἅγιος Μέγας Ἀθανάσιος-«δέκατος τρίτος Ἀπόστολος», «Πατήρ Ὀρθοδοξίας»-γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τόν Δ΄ αἰώνα. Εἶναι ὁ Ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ὁ Ὁμολογητής τόν ΙΕ΄αἰ. Καί ὅπως ἀκριβῶς ὅλη ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας βρισκόταν στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο καί ὄχι στούς πολυάριθμους ἀρειανίζοντες καί ἡμιαρειανίζοντες ἐπισκόπους, ἔτσι καί στόν Ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου ἦταν ὅλη ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, καί ὄχι στά ὑπόλοιπα, πολυάριθμα λατινίζοντα μέλη τῆς ψευδο-Συνόδου τῆς Φλωρεντίας.  Ὁ θεόσοφος καί ἀτρόμητος Ὁμολογητής τῆς Ἐφέσου, ὄντας στήν ἐπιθανάτια κλίνη του, ἀφήνει ἐνώπιον μαρτύρων τήν ὁμολογιακή του κληρονομιά : «κανένας, οὔτε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, οὔτε κάποιος ἀπό τούς ὀπαδούς του, πού ὑπέγραψε καί δέχθηκε τήν Ἕνωση μέ τούς λατίνους στήν Φλωρεντία, νά μήν ἔλθει στήν κηδεία, οὔτε νά συμμετέχει στίς νεκρώσιμες ἀκολουθίες».  Δηλώνει : «Ὁμιλῶ καί ὁμολογῶ ἐνώπιον τῶν πολλῶν ἐδῶ παρευρισκομένων καί ἐντίμων ἀνθρώπων.  Γιά κανένα λόγο δέν θέλω καί δέν δέχομαι τήν κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί ἐκείνους πού τόν ἀκολουθοῦν, οὔτε σέ τούτην τήν ζωή μου οὔτε καί μετά τόν θάνατό μου, ἐπειδή δέν ἀποδέχομαι καί τήν ἕνωση μέ τούς λατίνους, οὔτε καί τά λατινικά δόγματα, πού ἀποδέχθηκαν ἐκεῖνος καί οἱ ὁμόφρονές του.  Ἔχω τήν ἀπόλυτη πεποίθηση, πώς ὅσο περισσότερο παραμένω μακριά ἀπ΄αὐτόν καί τούς ὁμοίους του τόσο περισσότερο προσεγγίζω τόν Θεό καί ὅλους τούς Ἁγίους.  Καί ὅσο ἀποκόπτομαι ἀπό ἐκείνους, τόσο εἶμαι ἐν ἑνώσει μέ τήν Ἀλήθεια καί μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, τούς Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας...Γι΄αὐτό καί λέγω : ὅπως κατά τήν διάρκεια τοῦ βίου μου ἤμουν ἀποκομμένος ἀπό αὐτούς, ἔτσι καί κατά τήν ἀναχώρησή μου, καί μετά τόν θάνατό μου, ἀρνοῦμαι τήν κοινωνία καί τήν συνένωση μέ ἐκείνους καί καταρώμενος προστάζω :  κανένας τους νά μήν πλησιάσει οὔτε στήν κηδεία μου οὔτε στόν τάφο μου»(σσ. 705-706).                                    

Ἐρωτῶ γιά ἕκτη φορά:  Εἶναι ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος;  1923, 1935, 1967, 1971, 1974, 1977, 1978.  Ἀπό 29 ἕως 84 ἐτῶν, ἕνα χρόνο πρίν τήν κοίμησή του ὁ θεοφώτιστος Ἅγιος δίδει τήν ὀρθόδοξη προφητική του μαρτυρία.  Καλεῖ τούς ὀρθοδόξους νά στραφοῦν καί νά ἐκτιμήσουν τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς ἁγιοπατερικῆς Ὀρθοδοξίας καί νά ξεφύγουν ἀπό τήν παγίδα τοῦ ἀθέου Οὑμανισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού κατέστρεφε καί καταστρέφει τόν κατ΄εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπο.

Κοιτώντας σήμερα τήν ἔρημο τῆς Εὐρώπης βλέπουμε πόσο μακριά ἔβλεπε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος : Καταξίωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς παιδεραστίας, τῆς κτηνοβασίας. Ραγδαία αὔξηση τῶν αὐτοκτονιῶν. Δικτατορικός ἀντίχριστος ἔλεγχος τῶν ἀνθρώπων μέσῳ τῆς ἠλεκτρονικῆς παρακολουθήσεως, ἐγκληματικές μεταμοσχεύσεις, πανθρησκεία, ἐξάπλωση τῶν αἱρέσεων, τρομοκρατία κλπ. κλπ.  Δέν εἶναι ὅλα αὐτά  συνέπειες ἑνός ἀθέου ἀνθρωπισμοῦ καί τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ πού ἄφησαν τούς ἀνθρώπους γυμνούς ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ;  

Ἕνα ἀκόμη θά ἤθελα νά προσθέσω.  Θά μποροῦσα νά συμφωνήσω μέ τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἀθανάσιο σέ κάτι.  Πράγματι δέν εἶναι ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος μόνο ὁ μαχόμενος κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὁ κεχαριτωμένος Ἅγιος πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τῆς θείας Χάριτος, πού μᾶς κατηχεῖ στήν ἀληθινή ἐν Χριστῷ ζωή μέσα ἀπό τό λόγο του, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία του. Εἶναι αὐτός πού μᾶς ἑλκύει πρός τόν Θεάνθρωπο γιά νά μετάσχουμε στή Ζωή Του. Ὅμως...Ὅλα αὐτά μποροῦν νά μᾶς δοθοῦν μόνο ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία, μόνο ὅταν φυλάσσεται ἡ Ὀρθόδοξη Πίστις καί ἠ Ὀρθόδοξη Παράδοσις.  Γι΄αὐτά ἀγωνίσθηκε ὁ ἅγιος ὅσο ἦταν σ΄αὐτόν τόν κόσμο. Ὅπως καί ὁ ἅγιος ρῶσος Ἱερομάρτυς Ἱλαρίων Τρόϊτσκυ, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος διακηρύσσει : Δέν ὑπάρχει χριστιανισμός χωρίς Ἐκκλησία.    

Γι΄αὐτό ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶναι σήμερα ὁ βράχος πού θραύονται τά ἀφρίζοντα κύματα τῆς πλάνης τῶν αἱρέσεων καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι ὁ θεόσταλτος Κώδων πού ἀφυπνίζει τίς ναρκωμένες συνειδήσεις μας, ἡ βακτηρία πού μᾶς στηρίζει, ὅταν κλονούμαστε ἀπό τά τερτίπια καί τά τεχνάσματα τῶν ψευδοορθοδόξων οἰκουμενιστῶν καί ὁ φάρος πού φωτίζει τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας  πού διώχνει τό σκοτάδι τῆς κακοδοξίας δείχνοντας σταθερά τήν ὁδό τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Ἐφέτος τήν 25η Μαρτίου, ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, συμπληρώνονται 40 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς. Εὐχαριστοῦμε τόν ἐν Τριάδι Θεό καί τόν ὑπερδοξάζουμε, σύμφωνα μέ τό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ Ὁποῖος «ὡς φωστῆρα ἐπί γῆς ἐθεμελίωσε» ἀνάμεσά μας τόν ἅγιο Πατέρα μας Ἰουστῖνο, πού μᾶς ὁδηγεῖ «πρός τήν ἀληθινήν πίστιν».  Γι΄αὐτό  ἡ κάθε προσπάθεια νά παρουσιασθεῖ ἀλλοιώτικος ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ἀποτελεῖ ἀχαριστία πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἅγιο γιά τήν προσφορά του στήν Ἐκκλησία μας καί ἀδικία στό ἅγιο καί σεπτό πρόσωπό του.