Εἰκόνων Τέχνη;
Πρεσβυτέρου Γεωργίου Φωτοπούλου
Εἰκόνων Τέχνη;
Στό προσφάτως κυκλοφορηθέν ζωγραφικό λεύκωμα τῶν ἐκδόσεων "Ἀποστολική Διακονία", δημοσιεύονται τά ἔργα πού συμπεριλήφθησαν στήν ἔκθεση ἁγιογραφίας "εἰκόνων τέχνη 2003" τῆς εἰδικῆς συνοδικῆς ἐπιτροπῆς γιά τήν "Ἀκαδημία Ἐκκλησιαστικῶν Τεχνῶν" τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Παρά τόν σαφῆ ὁρισμό τῆς ἐκθέσεως ὡς εἰκονογραφικῆς, διαφαίνονται στά ἐκτιθέμενα ἔργα καί ὁρισμένες καινοφανεῖς προσπάθειες, ἀπαράδεκτες γιά τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τῶν πιστῶν, μέ στοιχεῖα ὅχι μόνο τεχνοτροπικῶς ἀδόκιμα ἀλλά καί θεολογικῶς ἐπιλήψιμα.
Εἶναι ἐμφανής ἡ τάση ἀπομιμήσεως τῆς δυτικῆς νοοτροπίας τόσο στή θρησκευτικοζωγραφική ἀντίληψη τῶν πραγμάτων[1], ὅσο καί στήν ἐπίπλαστη ἐλευθερία πού δέν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρά ἀποστασία ἀπό τήν ἱερή παράδοση καί δουλική ὑποταγή στό κοσμικό φρόνημα[2].
Βεβαίως εἶναι γνωστή ἀπό χρόνια ἡ τάση κάποιων ζωγράφων νά ἐπιβληθοῦν στό χῶρο τῆς ἁγιογραφίας ὄχι μέ τό μέσο τῶν γνώσεων καί τῆς ἐμπειρίας πάνω στόν παραδεδομένο ἁγιογραφικό τρόπο, ἀλλά μέ τή "φίρμα"τοῦ νέου, τοῦ σύγχρονου, αὐτοῦ πού ἐκφράζει δῆθεν τόν σύγχρονο κόσμο.
Ἐπειδή ὅμως ἦταν ἀδύνατο νά περάσει ἡ κίνηση αὐτή στόν πιστό λαό, ὁ ὁποῖος παρά τίς δοκιμασίες του δέν ἐνδίδει ἀκόμα στίς προκλήσεις τοῦ κόσμου τούτου, οἱ ἐπίδοξοι ἀρχηγοί τοῦ κινήματος στράφηκαν στό χῶρο τῆς διανοήσεως, ὅπου λόγῳ τῆς φυσιώσεως ἔχουν ἐν πολλοῖς χαθεῖ τά ὀρθόδοξα κριτήρια ( ἀπολεσθείσης τῆς ἀφελότητος τῆς καρδίας)[3].
Ἔτσι πέτυχαν τή δημιουργία μίας ὁμάδος, πού θά μπορεῖ νά ἐπηρεάσει τά "πράγματα", ἀκόμη καί μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί νά προβάλλει ὁτιδήποτε καινούργιο ὡς καλό, ἀλλά καί ὡς ἀνάγκη[4].
Γνωρίζοντας ἀπό καιρό τά τοῦ κινήματος αὐτοῦ, νοιώσαμε πικρία (ὄχι ὅμως καί ἔκπληξη) διαβάζοντας τά εἰσαγωγικά κείμενα τῆς παραπάνω ἀναφερομένης ἐκθέσεως, τά ὁποῖα σέ συνδυασμό μέ τίς φωτογραφίες τῶν ἔργων πού ἀκολουθοῦν, ἐπιβεβαιώνουν δυστυχῶς τίς ἀνησυχίες ὅσων ἀσχολοῦνται μέ τόν ἱερό αὐτό εἰκαστικό χῶρο.
Στόν πρόλογο τοῦ προέδρου τῆς ἐπιτροπῆς διαβάζουμε πώς μέ τήν ὀργάνωση τῆς "Ἀκαδημίας Ἐκκλησιαστικῶν Τεχνῶν" θά παύσει ἡ μηχανική διδασκαλία τοῦ "βυζαντινοῦ στύλ", τό ὁποῖο λειτουργεῖ ὡς "τυφλοσούρτης" καί καταστρέφει ἐξ ἀρχῆς τή δημιουργική πνοή τῶν μαθητευομένων ἁγιογράφων, ὅπως ἐπίσης καί ὅτι στήν ἔκθεση συμμετέχουν ἔργα πού "τά διακρίνει αὐτενέργεια καί κάποια ἐλευθερία"[5].
Καί στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, ὁ ζωγράφος π. Σταμάτιος Σκλήρης μᾶς πληροφορεῖ γιά τάσεις ( εἰκονογραφικές ) "ἐπεκτάσεως σέ νέους τρόπους πού ἐπιχειροῦν διάλογο μέ τή σύγχρονη ζωγραφική", ὅπως καί γιά "ἔργα πού παρακάμπτουν τά γνωστά ρεύματα τοῦ παρελθόντος καί ἀκολουθώντας μιά διαχρονική προσέγγιση τῆς παραδόσεως ἐπιχειροῦν βήματα πρός μιά σύγχρονη εἰκονογραφική ἔκφραση πού ἀκόμη εἶναι πρόωρο νά χαρακτηρισθεῖ, νά καταταγεῖ καί νά προβλεφθεῖ ἡ μελλοντική της ἐξέλιξη καί πορεία"[6]. Καί μάλιστα -ὄχι τυχαῖα - χαρακτηρίζεται ἡ εἰκονογράφηση ὡς "ἄθλημα[7] ", μέ τήν ἔννοια ἑνός πειράματος μέ ἀπρόβλεπτα ἀποτελέσματα.
Στά πλαίσια αὐτά πού θέτουν οἱ εἰσαγωγικές αὐτές κατευθύνσεις ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν ἀναζήτηση ἑνός νέου "εἰκονογραφικοῦ εὐαγγελίου". Ἡ εὐλογημένη ὑπακοή στήν Παράδοση τῶν παρελθόντων ἁγιογράφων, πού γέννησε Πανσελήνους, Θεοφάνηδες, Ἀστραπάδες καί πλῆθος ἄλλων ( ἀνωνύμων κυρίως) ἐφάμιλλων ἁγιογράφων, οἱ ὁποῖοι κατέκλυσαν τήν ὀρθοδοξία μέ τίς κατανυκτικές εἰκόνες τους χωρίς νά ἀπουσιάσει ἀπό κανέναν τό ἀβίαστα προσωπικό καί ἀπροσποίητα πρωτότυπο ἔργο, θυσιάζεται στό βωμό τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἡ Νέα Ἐποχή, ὡς γνωστόν προσπαθεῖ νά ἀφομοιώσει ὅλα τά ἐπιμέρους στοιχεῖα τῶν διαφόρων θρησκευμάτων καί δή τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί ἐπειδή ἡ εἰκόνα ὡς "γλωττοφόρον βιβλίο[8]" εἶναι καθοριστικῆς σημασίας γιά τούς πιστούς, καθίσταται τό καταλληλότερο μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ.
Βεβαίως, οἱ ἐν Ἑλλάδι ἐκπρόσωποι αὐτῆς τῆς τάσεως (τουλάχιστον οἱ προαναφερθέντες) δέν προωθοῦν ἐν γνώσει τους τό ἔργο αὐτό. Πέφτουν ὅμως θύματα τοῦ "εἰκονογραφικοῦ προσηλυτισμοῦ" ξένων συμφερόντων.
Ἔτσι προωθεῖται ἡ "θρησκευτική ζωγραφική" εἰς βάρος τοῦ ὀρθοδόξου ("βυζαντινοῦ") εἰκονογραφικοῦ τρόπου πού διαφυλάχθηκε τόσους αἰῶνες ἀλώβητος, ἄν καί κάποτε φαινόταν νά ἐκπνέει[9]. Ἡ "θρησκευτική ζωγραφική", γκρεμίζοντας ὅλη τήν πνευματοκίνητη Παράδοσή μας θεοποιεῖ τήν κοσμική ἐλευθερία καί ἐν ὀνόματι αὐτῆς, ἐπαναφέρει στήν εἰκόνα "ὅ,τι πετάξανε οἱ Βυζαντινοί ἀπό τήν τέχνη τους σάν περιττό καί βλαβερό γιά νά μπορέσουνε νά δώσουνε στά ἔργα τους σοβαρό, αὐστηρό καί λειτουργικό χαρακτήρα"[10].
Μποροῦμε λοιπόν νά...θαυμάσουμε στήν ἔκθεση ἐσταυρωμένους πελεκάνους, ἐσταυρωμένα ἀνθρωποειδῆ σέ κατάσταση ἐξπρεσσιονιστικῆς ὲξαθλιώσεως (πού ταυτίζονται κατ' αὐτούς μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου) , "σταμαίους" ἀγγέλους, ἁγίους σέ στάση "σταυροπόδι", "νυμφίους" καί "προδρόμους", σέ χρωματισμούς πού θυμίζουν ταινίες "ἐπιστημονικῆς φαντασίας", Μαρίες Μαγδαληνές φραγκικοῦ τύπου, φραγκοκαλόγερους μέ τήν ἐπιγραφή "τῶν μοναχῶν τό κλέος", τόν συμβολικό ἐξεικονισμό τῶν Τιμίων Δώρων μέ φουρνιστό ψωμί καί κρασί σέ "κολωνάτο ποτήρι" ( νατουραλιστική ζωγραφική) μέ τόν τίτλο "μετουσίωση" καί τόν Κύριον ὡς ψάρι ( ἐπίσης νατουραλιστικά) κ.ἄ. τά ὁποῖα ἄλλοτε ξεφεύγουν ἀπό τήν παραδοσιακή εἰκονογραφία, ἄλλοτε ἀντιπίπτουν καί στούς ἱερούς κανόνες τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων (πρβλ ΠΒ` καί Ρ` τῆς "Πενθέκτης") καί -δυστυχῶς -ἄλλοτε εἶναι καθαρά βλάσφημες, σέ σημεῖο πού νά ἀποροῦμε γιά τά κριτήρια τῆς ὀργανωτικῆς ἐπιτροπῆς.
Ἐπειδή θεωροῦμε ντροπή ἀκόμη καί τήν ἀναφορά σέ τέτοια ἔργα, παραπέμπουμε τόν ἀναγνώστη στίς σελίδες 23, 29, 32, 34, 40, 41, 42, 43, 45, 47, 56, 57, 58, 59, 60, 64, 68, 71, 80, 82 τῆς ὲν λόγῳ ὲκδόσεως[11].
Ὡς ὀρθόδοξοι δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε τίς εἰκονογραφικές προτάσεις τῆς ὲκθέσεως σάν συμβολή στίς ἀνάγκες τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἀλλά μόνο ὡς συσχηματισμό μέ τόν κόσμο. Καί πολύ περισσότερο δέν εἶναι δυνατόν νά συναινέσουμε στήν ἀνάρτηση τέτοιων πειραματισμῶν στούς ναούς μας ( πρός λατρευτική χρήση), πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐπιθυμεῑ καί ὁ π. Σταμάτιος Σκλήρης, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς εἰσαγωγικές τοποθετήσεις του, ἰσχυριζόμενος πώς "τίς εἰκόνες τῆς ἐκθέσεως πρέπει νά τίς βλέπουμε ὡς δυνάμει εἰκονοστάσι τῆς ἐνορίας μας, ὡς προσχέδια καί μελέτες γιά ἕνα προσευχητάρι τῆς εὐχαριστιακῆς μας συνάξεως, ὡς λειτουργικά σκεύη πού κάποτε θά τά χαροῦμε στή Λειτουργία καί τώρα τά ἀπολαμβάνουμε στήν προετοιμασία τῆς Λειτουργίας[12]".
Πολύ φοβόμαστε πώς ἄν δέν προληφθεῖ νωρίς αὐτή ἡ σύγχρονη ἀνορθόδοξη τάση, θά ὁδηγηθοῦμε σέ μιά νέας μορφῆς "εἰκονολατρική εἰκονομαχία", ἡ ὁποία ἔχοντας τή "μόρφωση τῆς εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένη" θά λατρεύει τό χρῶμα σέ ὁποιαδήποτε σχηματοποίηση καί ἔκφραση, θά ἀρνεῖται ὅμως τήν ὀρθόδοξη εἰκόνα[13], ὅπως αὐτή διαμορφώθηκε καθ' ὑπακοήν στήν Ἁγία Γραφή, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στήν ἰσόκυρη μέ αὐτούς Ἱ. Παράδοση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας[14].
[1] "Ὑπάρχει σύγχυση ἀνάμεσα σέ δύο πράγματα πού εἶναι ὅμως ὅλως διόλου διαφορετικά: στήν ἁγιογραφία καί στή θρησκευτική ζωγραφική, στή λειτουργική τέχνη καί στήν τέχνη πού καί στήν οὐσία της καί στόν προορισμό της, στόν τρόπο πού ἐκφράζεται καί στόν τρόπο πού μεταχειρίζεται τό θέμα, εἶναι μιά τέχνη κοσμική πού παίρνει θέματα θρησκευτικά"
( Λ. Οὐσπένσκι "Ἡ Εἰκόνα", ἐκδ. Ἀστήρ, σέλ. 32)
[2] "...σέ μιά θρησκευτική εἰκόνα ζωγραφισμένη μέ κοσμικό πνεῦμα, αὐτή ἡ ἐλευθερία τοῦ τεχνίτη ἐκδηλώνεται εἰς βάρος ἐκείνων πού βλέπουν τή ζωγραφιά, ἐπειδή ὁ ζωγράφος τοῦς παρουσιάζει τήν προσωπικότητα του, πού μπαίνει άνάμεσα σ' αὐτούς καί στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας...ἐπειδή μιά τέτοια εἰκόνα γίνεται κατά τή φαντασίοα τοῦ κάθε τεχνίτη, ἀναγκαστικά αὐτό καταστρέφει τήν ἑνότητα τῆς τέχνης καί οἱ τεχνίτες ἀπομένοιν χωρίς δεσμό μεταξύ τους καί μέ τήν Ἑκκλησία"
( Λ. Οὐσπένσκι, αὐτόθι, σέλ 36)
[3] βλέπε στό Α' Κορινθίους: 3, 18 -20 καί στίς Πράξεις:2, 46
[4] Ὁ ἀείμνηστος Φ. Κόντογλου ἔγραφε: "Τσαμπουνάνε λοιπόν αὐτοί οἱ ἀναλυτικοί μέρα καί νύχτα, γιά νά μήν τό ξεχάσουμε, πώς ὁ τεχνίτης "πρέπει ( διαταγή!) νά ἀντιπροσωπεύει τήν ἐποχή του", κί ἄν δέν τήν ἀντιπροσωπεύει, εἶναι γιά πέταμα..
Καί τί ἀνάγκη ἔχει ὁ ζωγράφος π.χ ἀπ' αὐτά τά καθήκοντα, νά ἀντιπροσωπεύει δηλαδή τήν ἐποχή του, πού τά κάνουνε ἄλλοι ἄνθρωποι; Τήν ἐποχή τους τήν ἐκφράζουνε μέ τόν ἐξωτερικό τρόπο πού ἐνοεῖς ἐσύ, οἱ μέτριοι τεχνίτες...
Ἀλλά ἄν ἐννοεῖς τήν ἐσωτερική, τή βαθύτερη ἀντιπροσώπευση, πού γίνεται ἀπροσπάθητα ἀπό κάθε ἀληθινόν ἄνθρωπο σέ ὅ,τι ἔργο κάνει, γιατί ἀνησυχεῖς κι ὁλοένα θυμίζεις στούς ἄλλους πώς πρέπει νά ἀντιπροσωπεύσουνε τήν ἐποχή τους; Ἀγαπητέ μου "τὀ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ"καί δέ ρωτᾶ τήν σοφή κεφαλή τή δική σου ἤ τή δική μου τί πρέπει νά κάνει καί πώς πρέπει νά τό κάνει. Ἄμα ὁ τεχνίτης εἶναι ἀληθινόςε, ἅμα ἔχει ζωή μέσα του, ὅπου θέλει πηγαίνει, καί στά πιό παλιά καί στά πιό λησμονημένα κι ὅ,τι κάνει θά 'χεῖ τήν πνοή τῆς ζωῆς῾
( Κ. Καβαρνού "Ἡ Ἱερά Βυζαντινή Τέχνη", ἐκδ. Ἀστέρος, σελ. 42 -43)
[5] "Εἰκόνων Τέχνη" εἐκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησ. τῆς Ἑλλάδος, σελ. 5
Ὡς ἀπάντηση στά περί "αὐτενεργείας" καί "ἐλευθερίας"παραθέτουμε καί πάλι στόν ἀπαράμιλλο λόγο τοῦ Κόντογλου: "οἱ βυζαντινοί ἁγιογράφοι ζωγραφίζανε μέ ταπείνωση, δίχως καμιά φιλοδοξία νά ξαφνιάσουνε καί νά κάνουνε ἐντύπωση. Ζωγραφίζανε σάν νά προσευχότντανε. Καί ἐνῶ ὁ ἐπιπόλαιος κριτής των νομίζει πώς κάνουνε ὁλοένα τά ἴδια, αὐτοί μέ τήν τέχνη τους δέν ἐκφράσανε μόνμο τήν ἐποχή τους, ὅπως τό κάνουνε οἱ μέτριες τέχνες κ' οἱ μέτριοι τεχνίτες, ἀλλά μέ τά στοιχεία τοῦ καιροῦ τους ἐκφράσανε τό αἰώνιο"
"Ἡ Ἱερή Βυζαντινή Τέχνη", σελ. 149 -Ἡ ὑπογράμμιση δική μας-
[6] "Εἰκόνων Τέχνη 2003", σελ. 11
[8] Στό ἴδιο, σελ. 5 καί 7
[9] Ἀνεπανάληπτη θά μείνει γιά πάντα ἡ προσφορά τοῦ Φ. Κόντογλου, στόν ὁποῖο ὀφείλουμε τή νεκρανάσταση τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, ὅσο κί ἄν κατηγορεῖται αὐτός ἀπό τούς σύγχρονους εἰκαστικούς μελετητές, οἱ ὁποίοι ἀναζητώντας τά συντηρημένα πλέον μημεία στά νεότυπα βιβλία τῆς βιβλιοθήκης τους, ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν (ἴσως καί νά ὑποψιαστοῦν) τό πραγματικό ἄθλημα τοῦ Κόντογλου νά ἀνακαλύπτει, νά ἐπισκέπτεται καί νά μελετᾶ ἀπό κοντά τά μαυρισμένα ἀπό τήν πολυκαιρία πρότυπα τῶν παλαιῶν μαϊστόρων (βλ. Φ. Κόντογλου, Η ΕΚΦΡΑΣΙΣ", ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Σελ. 417, 432).
[10] Φ. Κόντογλου, "Εὐλογημένο Καταφύγιο", ἐκδ, ΑΣΤΗΡ, σελ. 187
[11] καταχωροῦμε στό τέλος ὁρισμένα ἐνδεικτικά ἔργα
[12] Στό ἴδιο, σελ. 10
[13] "Ἡ σημερινή εἰκονομαχία, πού δέν τήν ὑποπτεύονται οὔτε αὐτοί πού τήν κάνουν, δέν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλά περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, πού προέρχεται ἀπό τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν καταλαβαίνουνε πιά τή δογματική καί διδακτική σημασία της." ( Λ. Οὐσπένσκυ, "Η ΕΙΚΟΝΑ", σελ. 60.)
[14] Περισσότερα στοιχεία μπορεῖ νά ἀναζητήσει ὁ καλοπροαίρετος ἐρευνητής στά ἔργα τῶν Φώτη Κόντογλου καί Λεωνίδα Οὐσπένσκυ πού εἶναι οἱ πλέον ἀποδεκτοί ( ἀπό τό σύνολο τῶν ὀρθοδόξων) ὡς ἐκφραστές τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφικῆς παράδοσης. Προτείνουμε ὡς ἀκριβή καί περιεκτικά τά παρακάτω μνημειώδη ἔργα, στά ὁποία καί βασίστηκε ἐν πολλοῖς τό κείμενο αὐτό:
Φ. Κόντογλου "Ευλογημένο Καταφύγιο῾ ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, (σελ 147 -206)
Φ. Κόντογλου "Ἀσάλευτο Θεμέλιο῾, ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, (σελ. 97 -101)
Λ. Οὐσπένσκυ "Η ΕΙΚΟΝΑ", ἐκδ. ΑΣΤΗΡ
Φ. Κόντογλου "Ἔκφρασις", ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, τόμος Α'
Κ. Καβαρνά "Ἡ Ἱερᾶ Βυζαντινή Τέχνη", ἐκδ. ΑΣΤΕΡΟΣ (ὅπου δημοσιεύονται κείμενα τοῦ Φ. Κόντογλου)