Μιά ἡμερίδα-ἀπάντηση στόν πόλεμο κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Μέσα στόν εὐρύτερο σχεδιασμό τῆς Νέα Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων κατά τῆς πατρίδος μας περιλαμβάνεται καί ἡ ἐπίθεση κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί μάλιστα κατά τῶν θεμελίων τῆς πίστεώς της. Ἕνα τέτοιο θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Παλαιά Διαθήκη. Χωρίς τήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἀδύνατο νά κατανοήσουμε τήν '΄Αλήθεια γιά τόν Θεό τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Νά ἑρμηνεύσουμε τόν παραλογισμό τῆς ἁμαρτίας τή φθορά καί τόν θάνατο πού ταλανίζει τήν ἀνθρωπότητα. Εἶναι ἀδύνατον νά κατανοήσουμε τήν Καινή Διαθήκη, τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τή θυσία Του ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί τό νόημα τῆς ὑπάρξεως καί τῆς ζωῆς μας.
Ὁ πόλεμος κατά τῆς Π.Δ. εἶναι διαρκής καί λυσσαλέος πρό πάντων ἀπό τούς νεοπαγανιστές μέ βιβλία, περιοδικά, ὁμιλίες, ἱστοσελίδες καί ἐκπομπές.
Οἱ ἐφημέριοι τῆς ἐνορίας τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς ἐξ ἀφορμῆςε αὐτῶν τῶν προκλήσεων ὀργάνωσαν καί πραγματοποίησαν στίς 12 Φεβρουαρίου 2012 στό ἀναψυκτήριο DA VINCI ἡμερίδα μέ θέμα : Παλαιά Διαθήκη. Ἀλήθεια καί Ψεύδη
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος Β΄ παρέστη καί ἐκήρυξε τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς ἡμερίδος. Παρέστησαν καί ἄλλοι Μητροπολίτες, Καθηγητές Πανεπιστημίου καί οἱ δημοτικές ἀρχές. Τό ἀναψυκτήριο DA VINCI προσέφερε δωρεάν τήν αἴθουσα γιά τήν πραγματοποίηση τῆς ἡμερίδος καθώς καί τήν δεξίωση τῶν ὁμιλητῶν.
Ἡ Ἐνορία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πρόκειται στό μέλλον νά ἐκδώσει σέ τόμο ὅλες τίς εἰσηγήσεις τῆς ἡμερίδος γιά τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ἔπραξε καί μέ τήν πρό διετίας ὀργανωθεῖσα ἡμερίδα γιά τήν λειτουργική γλῶσσα.
Πρός τό παρόν, ὡς...προκαταρκτική γεύση παραθέτουμε δύο ἐκ τῶν εἰσηγήσεων τῆς ἐνδιαφέρουσας αὐτῆς ἡμερίδος α) τοῦ Ὁσιολογιωτάτου μοναχοῦ Ἀρτεμίου Γρηγοριάτου μέ θέμα : «Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός καί Όρθοδοξία» καί τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου π. Ἰωάννου Φωτοπούλου μέ θέμα : «Παλαιοδιαθηκικά στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας».
῾Ιερομονάχου 'Αρτεμίου Γρηγοριάτη.
ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ, ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί!
Κατ’ ἀρχάς ἐκφράζω τά συγχαρητήριά μου καί τή βαθύτατη χαρά μου γιά τό ποιμαντικό ἐνδιαφέρον καί τήν ὀρθή ἐπαγρύπνησι τῶν σεβαστῶν πατέρων, ἱερομονάχων, ἱερέων καί ὑπευθύνων λαϊκῶν αὐτῆς τῆς Ἐνορίας Ἁγίας Παρασκευῆς Ἀττικῆς, διότι συνεχίζουν τό πολύμοχθο, δυσχερές ἀλλά καί ἐποικοδομητικό ἔργο πού ξεκίνησε ἀπό ἐδῶ ὁ μακαριστός π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος. Ἐννοῶ βεβαίως τήν ὀρθή ἐνημέρωσι τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου μέ διαλέξεις, ἄρθρα καί βιβλία, πού συμπληρώνουν τό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, τῇ ἐπευλογίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἀνέκαθεν στήριζε καί ἐνεψύχωνε τή θεάρεστη αὐτή διακονία. Τά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια παρακολουθῶ μέ προσοχή καί προσευχή ὅλον αὐτόν τόν ἀγῶνα, γιά τόν ὁποῖον εἶχα γράψει κάποια ἄρθρα ὡς ἕνα ἐλάχιστο λιθαράκι στήν ἐποικοδόμησι αὐτή, μέ τήν εὐχή τοῦ Σεβαστοῦ Γέροντά μου καί Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου. Μέ τίς εὐχές καί εὐλογίες ὅλων τῶν ὡς ἄνω Πατέρων θά συμβάλλω καί σήμερα στό ἐλάχιστο, ἐλπίζοντας νά καλύψω ἔστω καί ἐν μέρει τίς προσδοκίες σας. Ὁ Θεός βοηθός.
Τό θέμα μου εἶναι «Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία». Δύσκολο θέμα, πολυσχιδές καί εὐρύτατο, φυσικά ἀδύνατον νά ἐξαντληθῆ στά περιθώρια τῆς παρούσης ὁμιλίας. Γι’ αὐτό θά ἀναφέρω ἀκροθιγῶς λίγες σκέψεις ὡς εἰσήγησι καί ἀφορμή γιά περαιτέρω μελέτες πρός οἰκοδομήν.
Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός, Ὀρθοδοξία. Τρεῖς κόσμοι, τρεῖς παραδόσεις, τρεῖς πολιτισμοί. Γιά τούς μαθηματικούς, τρία σύνολα, μέ πολλά κοινά καί μή κοινά στοιχεῖα. Ἄς τά δοῦμε κατ’ ἀρχάς ξεχωριστά.
Ὁ μέν Ἰουδαϊσμός, μιά μονοθεϊστική παράδοσι πού ξεκινᾶ ἀπό τόν δίκαιο καί θεοσεβῆ Ἀβραάμ, τόν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν καί τίς μεγάλες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, καί συνεχίζεται μέ τούς λοιπούς προπάτορες Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, πού μετωνομάστηκε Ἰσραήλ, δηλαδή νοῦς πού βλέπει τόν Θεό, τούς δώδεκα Πατριάρχες, τούς νομοθέτες μέ προεξάρχοντα τόν Μωϋσῆ, τούς Κριτές, τούς βασιλεῖς μέ προεξάρχοντα τόν Προφητάνακτα Δαβίδ, τούς Προφῆτες, τίς Προφήτιδες καί ὅλους τούς πρό Χριστοῦ Δικαίους, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως.
Πρόκειται γιά ἕνα λαό πολυπαθῆ, μέ πολλές μικρές καί μεγάλες μετοικίσεις στήν Αἴγυπτο, στή Βαβυλῶνα καί στήν Περσία, ὅπου κατά τή διάρκεια τῶν αἰώνων ὁ Θεός ἐπεμβαίνει μέ πολλές εὐλογίες, ἀλλά καί μάστιγες, μέ πολλές ἐνισχύσεις, ἀλλά καί ἐξορίες, μέ πολλές ὑποσχέσεις, ἀλλά καί ἀποστροφές, προκειμένου νά μείνη πιστός λαός στόν Δημιουργό καί προνοητή Θεό του, χωρίς νά παρεκκλίνη στά εἴδωλα ἤ στή σαρκολατρία. Πρόκειται γιά ἕνα λαό πού ἐν μέσῳ πολλῶν κινδύνων καί περιπετειῶν κράτησε τήν μοναδική πίστι στόν ἀληθινό Θεό καί τήν ἐλπίδα νά προέλθη ἀπό τούς ἀπογόνους του ἡ Προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἐπωνομάστηκε ἐκλεκτός λαός.
Βασική γραπτή μαρτυρία πού διά μέσου τῶν αἰώνων διέσωσε τήν σημαντικώτατη αὐτή παράδοσι, στάθηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη, 49 ἐν συνόλῳ βιβλία πού ἄρχισαν νά γράφονται ἀπό τά χρόνια τοῦ Μωϋσῆ καί ὁλοκληρώθηκαν περί τό 150 πρό Χριστοῦ μέ τά δρώμενα τῶν Μακκαβαίων. Τά 39 ἐξ αὐτῶν, τά λεγόμενα πρωτοκανονικά, γράφτηκαν στήν ἀρχαία συμφωνική γραφή τῶν Ἑβραίων, καί μεταφράστηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα στήν Ἀλεξάνδρεια περί τό 285 π.Χ. ἐπί Πτολεμαίου τοῦ Β΄, χαρακτηριζόμενα ὡς "Μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα", ἀπό τόν ἀριθμό τῶν πρώτων μεταφραστῶν τῶν πρώτων 5 βιβλίων, δηλαδή τῆς Πεντατεύχου. Τά ὑπόλοιπα 10, χαρακτηριζόμενα ὡς δευτεροκανονικά, γράφτηκαν πιθανόν στήν ἑλληνική γλώσσα τόν δεύτερο καί πρῶτο αἰῶνα π.Χ. Ἡ ἐν λόγῳ μετάφρασις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θεωρήθηκε "ἐξελληνισμός τῆς μονοθεΐας" καί χαιρετίστηκε θερμά ἀπό τούς τότε καί Ἰουδαίους καί ἐθνικούς, μέ συνέπεια πολλοί ἐθνικοί νά γίνουν προσήλυτοι στόν Ἑβραϊσμό.
Μέ τόν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος μας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλα ὅσα εἶχαν προλεχθῆ καί προτυπωθῆ στήν Παλαιά Διαθήκη, οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ μετοικίσεις, οἱ κινήσεις, τά σύμβολα καί οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν καί ἑρμηνεύτηκαν στό πρόσωπο τό δικό Του, τό πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ὡς κεντρικοῦ προσώπου τῆς ἱστορίας καί τοῦ σύμπαντος, «δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα» (Α΄ Κορ. 8, 6. Κολ. 1, 16. Ρωμ. 11, 36) σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἀπό αὐτόν δημιουργήθηκαν τά σύμπαντα, καί σ’ αὐτόν ἀποβλέπει καί ἀποσκοπεῖ ὅλη ἡ κτίσις, ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τῶν ἐσχάτων, διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τόν σκοπό τοῦ σύμπαντος κόσμου. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας ὅτι ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, γιά νά γίνη ὁ ἄνθρωπος θεός» (P.G. 26, 92 καί Μεγ. Ἀθανασίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, κεφ. 54).
Δυστυχῶς ὅμως ὁ Ἰουδαϊκός κόσμος δέν μπόρεσε νά κατανοήση τό μυστήριο τοῦτο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, ὅπου ὁ Θεός Λόγος κατέρχεται ὁ ἴδιος γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, ἀλλά τόν ἀντιλήφθηκαν καί τόν περίμεναν ὡς ἐπίγειο Μεσσία πού θά λυτρώση μόνο ἕνα λαό, συγκεκριμένα τό δικό τους, ἀπό τίς ἑκάστοτε τυραννίες, εἴτε τῶν Βαβυλωνίων καί Ἀσυρρίων, εἴτε τῶν Μήδων καί Περσῶν, εἴτε τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, εἴτε τῶν Μουσουλμάνων, εἴτε τῶν Γερμανῶν καί τῆς Ἀρείας φυλῆς μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, καί θά προσφέρη μιά ἐπίγεια εὐτυχία, ἕνα πρόσκαιρο εὐδαιμονισμό. Αὐτοί μέχρι καί σήμερα στηρίζονται δυστυχῶς στό βασίλειο τοῦ Καίσαρος καί στή δύναμι τοῦ χρήματος, χωρίς νά μπορέσουν νά ἀνανεύσουν πρός τήν κρείττονα πολιτεία καί τή γῆ τῶν πραέων, δηλαδή τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πού εἶναι αἰώνια καί ἀμετακίνητη. Καί γι’ αὐτό σταύρωσαν τόν Χριστό, καί μέχρι σήμερα ἀπελπισμένοι περιμένουν κάποιον πού θά τούς λυτρώση, ἄγνωστο γι’ αὐτούς ἀπό ποιούς, ἄγνωστο γι’ αὐτούς ἀπό τί.
Ἔτσι λοιπόν, ἐξαιρουμένου τοῦ ἀγαθοῦ λήμματος πού ἔγιναν χριστιανοί, ὁμολόγησαν καί μαρτύρησαν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί κατατάχθηκαν στή χορεία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἱερομαρτύρων καί τῶν Ὁσίων, ὁ Ἰουδαϊσμός ὡς συμπαγής παράδοσις ἐν γένει ἀπεμπόλησε τή γνήσια παράδοσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπ’ ἀναμονῇ τοῦ Κυρίου, καί περίμενε κάποιον ἄλλον Μεσσία πού θά τμήση, θά κόψη τήν ἱστορία στή μέση, θά στηριχθῆ στή δύναμι καί στήν ἐπίγεια ἐξουσία καί θά βασιλεύση πλέον αὐτός, ἐξαλείφοντας καθένα πού θά ἀντιστεκόταν στό θέλημα καί στήν κυριαρχία του. Ἀλλά ἕνας τέτοιος Μεσσίας, πού θά ἀφαιροῦσε κάθε μορφή ἀνθρωπίνου αὐτεξουσίου καί ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως, μόνο δυνάστης καί τύραννος θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ, ὄχι Θεός Πατέρας τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας, ὄχι Θεός Λόγος σεβόμενος τόν ἀνθρώπινο λόγο καί τήν ἀναφαίρετη ἀνθρώπινη θέλησι. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας: «Ὅστις θέλει ὁπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34), λόγος πού μέχρι καί σήμερα ἀποτελεῖ λίθο προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου. Διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας εἶναι τόσο ἀπέραντη, πού τόν ὁδήγησε μέχρι καί τόν Σταυρό γιά τήν ἀγάπη ὅλων τῶν τέκνων του, ἀκόμη καί ἐκείνων πού τόν σταύρωναν, μή γνωρίζοντας τί κάνουν. Ὡς ἐκ τούτου πάλι ἐξ ἀγάπης περιμένει τούς ἀνθρώπους κοντά του, νά τόν πλησιάσουν καί νά ἐξομοιωθοῦν μαζί Του, χωρίς νά τούς στερήση τήν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Γι’ αὐτό καί καθετί πού κάνει ὁ κάθε ἀληθινός χριστιανός, τό πράττει πρῶτα μέ τή συνέργεια τῆς θείας χάριτος καί κατόπιν μέ τή δική του προαίρεσι καί διάθεσι.
Ὅλα αὐτά δέν ἀναφέρονται σάν ἀντισημιτικά κείμενα, προοίμια μιᾶς καταστροφῆς σάν τῆς Ἱερουσαλήμ, σάν τρομοκρατία ἑνός νέου παγκοσμίου πολέμου, σάν ἐσχατολογικά κείμενα ἤ σάν προθεωρία τοῦ Ἀντιχρίστου, μέ τή συνήθη ἔννοια. Καμμιά σχέσι. Ἀναφέρονται μέ πολύ πόνο, πίκρα, ἀγάπη, μά καί προσευχή γιά μετάνοια τοῦ λαοῦ πού ἀπό τά σπλάγχνα του βγῆκε ὁ νικητής τοῦ θανάτου καί ἀναστημένος Χριστός, μά δέν μπόρεσαν νά τόν δεχθοῦν ὅπως θά ’πρεπε, καί ἐφευρίσκουν ἀνά τούς αἰῶνες διάφορα πολιτικοοικονομικά συστήματα, συνθῆκες παγκοσμίου εἰρήνης καί παγκοσμιοποίησης, κοινωνικές φόρμουλες καί καινοφανεῖς νομοθεσίες, πράγματα τά ὁποῖα καταφανῶς ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία διαρκῶς διαψεύδει καί στηλιτεύει μέχρι καί σήμερα. Μέ λίγα λόγια, ἀγάπη χωρίς Χριστό, εἰρήνη χωρίς Χριστό, δικαιοσύνη χωρίς Χριστό, δέν ἔχει κανένα νόημα καί καμμιά ὑπόστασι. Κρατοῦμε ὅμως τήν ἐλπίδα σ’ ἐκείνη τήν ἐσχατολογική προφητεία πού λέγει ὅτι στούς ἐσχάτους χρόνους «πᾶς Ἰσραήλ σωθήσεται» (Ρωμ. 11, 26). Ἀμήν καί πότε!
Ὁ Ἑλληνισμός ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἕνας ἄλλος λαός μέ τό δικό του πολιτισμό, θρησκεία, γλώσσα, τέχνες, ἐπιστῆμες, ἔρευνες καί σημαντικά ἔργα λόγου καί τέχνης πού κινοῦν τό θαυμασμό ὅλου τοῦ κόσμου ἀνά τούς αἰῶνες, ἔζησε καί ζῆ κυρίως στά νότια Βαλκάνια, καί ἀπό τά ἀρχαία χρόνια ἐπεξετάθη στή Μικρά Ἀσία, στή Βόρειο Αἴγυπτο καί ἔφτασε μέχρι τήν Περσία καί τή Βαβυλώνα στά χρόνια τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶναι λαός κατά βάσιν θρησκευόμενος, μέ πολλά πανθεϊστικά καί εἰδωλολατρικά στοιχεῖα. Καί αὐτός ὁ λαός, ὅπως ὅλοι οἱ λαοί, πέρασε πολέμους, δεινά, μετοικίσεις καί πολλές ταλαιπωρίες, καί κατόρθωσε μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ νά ἐπιβιώση διά μέσου τῶν αἰώνων, δίχως νά ἐξαφανισθῆ, ὅπως ἄλλοι.
Στό ἀρχαῖο ἑλληνικό πολιτισμό παρατηροῦμε δύο τάσεις, δύο σχολές, δύο θρησκευτικοφιλοσοφικά συστήματα: Τήν ὁμηρική σχολή καί τήν ὀρφική σχολή. Ἡ ὁμηρική σχολή εἶχε τή βάσι της στήν Ἰλιάδα καί στήν Ὀδύσσεια, πίστευε στό δωδεκάθεο, εἶχε μιά βαθειά καί ἁπλή πίστι, καί ἀπέδιδε στούς θεούς του ἀνθρώπινα διαβλητά πάθη, ὅπως ὀργή, μῖσος, ἀνταγωνισμό, φονικά ἔνστικτα, σαρκολατρία, ὑπερηφάνεια, ἐκδικητικότητα κ.ἄ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ὁμηρικῆς σχολῆς πίστευαν ὅτι οἱ θεοί τους ἀναμιγνύονταν στήν ἀνθρώπινη περιπέτεια, σαρκώνονταν καί συμμετεῖχαν ἐνεργά μαζί μέ τούς θνητούς στήν πορεία τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ὅπως στά ὁμηρικά ἔπη. Ἐπίσης θεωροῦσαν ὅτι μποροῦσαν νά ἐρωτεύονται τούς θεούς καί τό ἀντίστροφο, μέ τή μορφή βέβαια τοῦ ἀνθρωπίνου καί ἐμπαθοῦς ἔρωτα, πίστευαν στήν τυφλή θεά τύχη καί στή μοῖρα, καί μέσα στήν Ὀδύσσεια τῆς ζωῆς τους νοσταλγοῦσαν τραγικά τή ζωή καί τή λύτρωσι ἀπό τά βάσανα καί τόν θάνατο. Τό σημαντικό στήν ὁμηρική σχολή εἶναι ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ἡ θεοποίησις τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως στηριζόταν κυρίως σέ πρόσωπα. Βέβαια καί ἄλλοι λαοί εἶχαν θεοποιημένα πρόσωπα προστάτες τῆς φύσεως, ὅπως π.χ. οἱ Ἰνδοί. Ἡ διαφορά ὅμως ἦταν στό ὅτι στούς ἄλλους λαούς κυριαρχοῦσε ἡ φύσις στό πρόσωπο, ἐνῶ στόν Ἕλληνα κυριαρχοῦσε τό πρόσωπο στή φύσι, καί αὐτό τό θεοποιημένο πρόσωπο ἦταν προστάτης καί φροντιστής τοῦ ἀντιστοίχου φυσικοῦ στοιχείου, καί ὄχι καταστροφέας τῆς φύσεως.
Ἡ ὀρφική σχολή ἀπό τήν ἄλλη μεριά, μέ κεντρικούς φιλοσόφους τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, εἶχε μιά πιό ἐξευγενισμένη ἀντίληψι περί Θεοῦ. Ἦσαν μονοθεϊστές, κρυφά ἤ φανερά, καί πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὄχι δημιουργός, ἀλλά διακοσμητής τοῦ σύμπαντος, ἀπαθής, χωρίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἀλλά συγχρόνως ὅτι δέν ἀνακατευόταν μέ τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἔλεγε ἡ ὁμηρική, καί γενικῶς δέν συμμετεῖχε στήν ἀνθρώπινη περιπέτεια.
Ἀπό αὐτές τίς δύο σχολές κατά τούς ἀλεξανδρινούς καί ἑλληνιστικούς χρόνους προέκυψε μιά κοινή πορεία, μιά κοινή φιλοσοφία μέ ἕνα βασικό ὑπαρξιακό ἐρώτημα: Τό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ὁ Ἕλληνας στά χρόνια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας δέν ἐπαναπαύθηκε στό γεγονός τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ὅπως οἱ ἀνατολικοί λαοί πού πίστευαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ ἕνα κύκλο ζωῆς καί θανάτου, καί σκοπός του ἦταν ἡ ἀπαλλαγή καί ἀπό τή ζωή καί ἀπό τό θάνατο. Ὁ Ἕλληνας πίστευε καί ἤλπιζε ὅτι κάποιος ἄλλος βαθύτερος εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, γιαυτό διψοῦσε γιά τή ζωή καί δέν συμβιβαζόταν μέ τόν θάνατο. Κυρίαρχο κέντρο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος τότε ἦταν ἡ Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συναντήθηκαν γιά πρώτη φορά ἡ ἑλληνική γλώσσα μέ τόν ἰουδαϊκό μονοθεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πρᾶγμα τό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέραμε, χαιρετίστηκε μέ πολύ ἐνδιαφέρον, ἐνθουσιασμό καί θαυμασμό καί ἀπό τούς Ἑβραίους καί ἀπό τούς Ἐθνικούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Μέσα σ’ αὐτό λοιπόν τό κλῖμα τῆς φαινομενικά ρωμαϊκῆς εἰρήνης μέ τήν ἀνθρώπινη ἀγωνία Ἑλλήνων, ἐθνικῶν καί Ἰουδαίων, γεννήθηκε ὁ Χριστός ἁπλά καί ἀπέριττα ἀπό τήν Παρθένο καί Θεοτόκο στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας καί ἔζησε τά περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του ταπεινά καί ἁπλά, χωρίς αὐτοκρατορικούς θορύβους καί βασιλικές πομπές. Διάλεξε δώδεκα μαθητές γιά τό εὐαγγελικό του ἔργο, δίδαξε, θαυματούργησε, ἀνέστησε, γιά νά δείξη τήν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία του καί νά μάθη στούς ἀνθρώπους ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς τους εἶναι ἡ ἐξομοίωσις μέ τόν Θεό. Σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε, γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεινά τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, καί νά τόν καλέση ἀναστημένο σέ μιά καλύτερη ζωή, στήν οὐράνια Βασιλεία Του.
Ἐδῶ λοιπόν εἶναι καί ἡ σημαντική συμβολή τῶν δύο λαῶν, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ καί τοῦ Ἑλληνικοῦ. Ἀπό τούς Ἰουδαίους, τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, ὡς συνέπεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὡς ἐκπλήρωσι τῶν προφητειῶν περιμέναμε τή σάρκωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου γιά τή λύτρωσι καί τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό τό μυστήριο τῆς κενώσεως ὑπηρέτησε μέ ἀπόλυτη ὑπακοή καί ταπείνωσι ἡ Παρθένος Μαριάμ ἐκ τοῦ γένους τοῦ Ἰσραήλ, καταγομένη ἀπό τή βασιλική φυλή τοῦ Δαβίδ καί τήν ἱερατική φυλή τῶν Λευϊτῶν καί τοῦ Μωυσῆ. Ἀπό αὐτήν λοιπόν τήν ταπεινή Ἑβραιοπούλα τῆς Ναζαρέτ - ἐπιτρέψατέ μου τή φράσι – προῆλθε ὁ Μεσσίας Χριστός. Αὐτή λοιπόν, ἡ μία καί μοναδική, Παρθένος καί Ἀειπάρθενος σέ ὅλα, μέ τήν ἄκρα καθαρότητα σώματος, ψυχῆς καί νοῦ, προκηρυχθεῖσα ἀπό τόν Προφήτη Ἠσαΐα καί ὅλους τούς λοιπούς Προφῆτες, ἔγινε τό ἐκλεκτό σκεῦος, τό ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, ἡ μυροθήκη τοῦ Πνεύματος καί ὁ μυστικός Παράδεισος, στήν κοιλία τῆς ὁποίας ἑνώθηκαν ἀπορρήτως, ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως οἱ δύο φύσεις στόν ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, γιά τή θεραπεία, τήν ἀθανασία καί τή θέωσι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Μακάρι λοιπόν νά μποροῦσαν νά καταλάβουν καί τά σημερινά τέκνα τῶν Ἑβραίων τήν ἀξία καί τή σημασία τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου, σάρκα ἀπό τή σάρκα τους καί τέκνο ἀπό τά σπλάγχνα τοῦ λαοῦ τους, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἔγινε ἡ μετά Θεόν θεός, τό μεθόριο κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως, ἡ ὁποία κατέστησε τόν Θεό υἱό ἀνθρώπου, καί τούς ἀνθρώπους υἱούς Θεοῦ (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγος ΝΓ΄ Εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἐν: ΕΠΕ, Ἔργα Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τ. 11, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (1986), σελ. 268, 309 καί 343). Καί ὅπως εἶπε κάποιος χαρακτηριστικά, ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο, γιά νά βρῆ μιά μάνα. Μιά μάνα ἀπό τό ἐκλεκτό γένος τοῦ Ἀβραάμ καί τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί. Ἄν λοιπόν ἀντιλαμβάνονταν ὅλα αὐτά οἱ σημερινοί ὁμογενεῖς Της, θά ἔψαλλαν μαζί μας: «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ . . . ».
Ἐδῶ λοιπόν ἔγκειται ἡ ἀξία καί ἡ σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πάνω στήν ὁποία στηρίχθηκε καί ἐπαληθεύθηκε τό Εὐαγγέλιο, καί ἔγινε «παιδαγωγός εἰς Χριστόν». Δίχως τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν θά εἶχαν βάσι οἱ προφητεῖες, οἱ προτυπώσεις καί τά σύμβολα γιά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Δίχως τήν Παλαιά Διαθήκη δέν θά ἦταν τόσο ἐμφανής ὁ ἀνθρώπινος πόθος γιά ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες, γιά σωτηρία, γιά ἀθανασία, γιά θέωσι. Καί δίχως τήν Παλαιά Διαθήκη δέν θά γνωρίζαμε σαφῶς τό πρόσωπο τῆς μίας καί μοναδικῆς Παρθένου καί Ἀειπαρθένου σέ ὅλα, ἡ ὁποία στάθηκε, στέκεται καί θά στέκεται προστάτις καί μεσίτρια γιά τή σωτηρία ὅλων μας.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἔχουμε καί τό ἀρχαιοελληνικό πνεῦμα μέ τίς δύο σχολές ἑνωμένες σέ μία, καί μέ τήν ἀγωνία τοῦ Ἕλληνα πάνω στό ὑπαρξιακό ἐρώτημα καί τό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τά βασικά αἰτήματα τοῦ Ἕλληνα κατά τούς ἑλληνιστικούς καί ρωμαϊκούς χρόνους ἦσαν πέντε.
Πρῶτο εἶναι τό αἴτημα τοῦ προσώπου. Πῶς τό ἀνθρώπινο πρόσωπο πρέπει νά διασωθῆ μέσα στόν χῶρο καί στήν ἱστορία. Ὁ μεγάλος κίνδυνος τοῦ προσώπου, μέ κύρια χαρακτηριστικά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη, εἶναι ἤ νά μαζοποιηθῆ καί νά διαλυθῆ μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία, ἤ νά ἀτομοποιηθῆ καί νά ἀποξενωθῆ ἀπό τόν πλησίον του. Μαζοποίησις ὑπῆρξε πολλές φορές μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχει, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀνελέητα χάνονταν καί χάνονται μέσα στίς κοινωνίες κάτω ἀπό τά πόδια ἑνός ἀδιστάκτου μονάρχη καί τυράννου, ἤ μιᾶς βάναυσης ὁλιγαρχίας, ἤ ἑνός ὁλοκληρωτικοῦ πολιτικοοικονομικοῦ συστήματος, μή ἔχοντας ψῆφο ἤ λόγο δημοκρατικό, ἤ θρησκευτική ἐλευθερία, ἤ ἔστω τό ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης γνώμης. Οἱ ἑλληνικές λέξεις "δημαγωγός" καί "δημαγωγία" αὐτό ἀκριβῶς σημαίνουν, τή μετατροπή τῆς κοινωνίας σέ ἄβουλη καί φανατική ἀγέλη πού παρασέρνεται ἀπό τίς ἀξιώσεις ἑνός ἐπιτήδειου δικτάτορα ἤ ἑνός αὐλοκόλακα-φερέφωνου τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας. Μαζοποίησι ἔχουμε στίς ἀρχαῖες ἐπεκτατικές διεκδικήσεις καί στήν ἐν γένει παγκοσμιοποίησι, ὅπως καί στά νεώτερα συστήματα τοῦ Ναζισμοῦ, τοῦ Κομμουνισμοῦ καί τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἀτομοποίησις ὑπῆρξε μέσα στήν ἱστορία ὅταν οἱ ἄνθρωποι ξέφευγαν ἐν γένει ἀπό τήν εἰρήνη, καθένας ἔπραττε κατά τό δοκοῦν καί ἐπικρατοῦσε παρανομία καί πολιτικοκοινωνική ἀναρχία. Κλασσικό παράδειγμα ἀτομοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ γαλλική ἐπανάστασις καί ὁ Καπιταλισμός, ὅπου χάριν τόν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καί τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀνεξαρτησίας ὁ ἄνθρωπος ἀπομονώθηκε ἀπό τό σύνολο τῶν συνανθρώπων του καί ἔγινε ἐγωπαθής, φιλάργυρος, σαρκολάτρης, ἀτομιστής καί ἀλαζών.
Ἐδῶ ὁ Ἕλληνας ζητεῖ τό πρόσωπο νά διασωθῆ, χωρίς νά γίνη οὔτε μάζα, οὔτε ἄτομο. Γιαυτό καί ἡ δημοκρατία καί τό συνοδικό φρόνημα γεννήθηκαν ἐδῶ, στόν ἑλληνικό χῶρο. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία: Ὁ Σωκράτης στόν "Κρίτωνα" τοῦ Πλάτωνα ἀρνεῖται νά δραπετεύση ἀπό τή φυλακή καί δέχεται νά πιῆ τό κώνειο, γιά νά μήν ἀκολουθήση τή γνώμη τῶν πολλῶν, γιά νά μήν κάνη ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος τῆς μάζας. Γιά τόν ἴδιο λόγο καί ἡ Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλέους ἀρνεῖται νά πειθαρχήση στούς ἀνθρώπινους νόμους τοῦ Κρέοντα, ἐφ’ ὅσον συγκρούονται μέ τά θεῖα θέσμια. Καί γιά νά μή γίνω καί τόσο καυστικός, σήμερα μέ τίς νεώτερες ἐξελίξεις, τίς μεταθεωρίες, τήν τηλεόρασι καί τά μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, ὅπου ἀποχαυνωθήκαμε καί ἀπεμπολήσαμε κάθε τί χριστιανικό καί ἑλληνικό, παράλληλα χάσαμε καί καταστρέψαμε καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ τή σύγχρονη μαζοποίησι καί ἀτομοποίησι τῶν κοινωνιῶν μέσω τῆς νέας τάξης πραγμάτων.
Δεύτερο αἴτημα τοῦ Ἕλληνα καί συνυφασμένο μέ τό πρῶτο εἶναι ἡ ἀθανασία. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας διψᾶ γιά τή ζωή. Κυρίαρχη θεότης εἶναι ὁ πατέρας καί προστάτης τῆς ζωῆς, ἐξ οὖ καί τό ὄνομα Ζεύς, πού δείχνει πόσο ὁ Ἕλληνας θέλει νά ζήση, καί δέν συμβιβάζεται μέ τή σκέψι τοῦ θανάτου. Οἱ θνητοί ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦσαν νά ἀνακραθοῦν μέ τούς θεούς, ἀπ’ ὅπου προέκυπταν ἡμίθεοι, πού μετά θάνατο ζοῦσαν ἀθάνατοι καί νυμφεύονταν τήν νεότητα. Ὁ Σωκράτης ὀνειρευόταν νά φθάση στήν «ἐρίβωλον Φθίην». Ὁ δεσμώτης Προμηθέας, ἡ Ἄλκηστις καί ἡ Εὐρυδίκη εἶναι τά τραγικά πρόσωπα πού δείχνουν τόν ἀνθρώπινο πόθο καί τήν ἀγωνία νά ξεπεραστῆ καί νά νικηθῆ ὁ θάνατος, νά ἐξαλειφθῆ ἡ φθορά καί νά ἐπανέλθη ἡ ἀνάστασις καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Συγχρόνως καί ὁ μῦθος τοῦ Κρόνου πού ἔτρωγε τά παιδιά του, ἡ ἐκθρόνισις καί ἡ ἐξορία του, αὐτό ἀκριβῶς ἀποδεικνύει, τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τόν χρόνο καί τή φθορά, νά παραμείνη ἀθάνατος. Γιά νά ἐπιτευχθῆ ὅμως ἡ ἀνάστασις, ἀνθρωπίνως ἦταν ἀδύνατον. Γι’ αὐτό ὄχι μόνον οἱ Ἰσραηλῖτες, ἀλλά καί οἱ Ἕλληνες περίμεναν κάποιον Λυτρωτή, κάποιον Μεσσία, πού θά σώση τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Χαρακτηριστικά αὐτό τό βλέπουμε στήν Ἀπολογία τοῦ Σωκράτους καί στίς Βάκχες τοῦ Αἰσχύλου.
Πρέπει βέβαια νά ἀναφέρουμε ὅτι καί σέ ἄλλες θρησκεῖες, πλήν τῆς Ἰουδαϊκῆς καί τῆς Ἑλληνικῆς, παρατηρεῖται ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου γιά λύτρωσι, ὅπως π.χ. στόν Κομφουκισμό καί στόν Βουδισμό, ὄχι ὅμως τόσο πεντακάθαρα, ὅσο στήν Παλαιά Διαθήκη.
Τρίτο αἴτημα εἶναι τό φῶς. Στό πλατωνικό σπήλαιο φαίνεται καί πάλι ὁ ἀλυσοδεμένος ἄνθρωπος πού δέν ἐπαναπαύεται στίς σκιές τῶν πραγμάτων, ἀλλά στό φῶς καί στήν ἀλήθεια. Καί θά χρειαστῆ νά σπάση τίς ἁλυσίδες πού τόν δεσμεύουν, γιά νά ἀντικρύση τό λυτρωτικό φῶς τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας. Ἀκόμα καί οἱ λέξεις φώς (μέ ὀξεῖα) πού σημαίνει ἄνθρωπος, καί ἡ λέξις φάσκω πού σημαίνει λέγω, προέρχονται ἀπό τή ρίζα φάος = φῶς, πού σημαίνει γιά τόν ἕλληνα ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος καί ὁ λόγος του ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τό φῶς τῆς ἀληθείας. Αὐτό τό φῶς ὅμως ὁ Ἕλληνας δέν ἐπιθυμοῦσε νά τό κρατήση γιά τόν ἑαυτό του σωβινιστικά καί ἐθνικιστικά, ἀλλά νά τό προωθήση καί στούς ἄλλους λαούς μεταδοτικά καί φωτοδοτικά.
Τέταρτο αἴτημα ἦταν ὁ ἔρωτας μέ τή γενική του μορφή, εἴτε ὁ ἀνθρώπινος εἴτε ὁ θεϊκός, ὁ ὁποῖος εἶχε θεοποιηθῆ. Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ ἔρωτας γιά τήν ὁμηρική σχολή περιέχει στοιχεῖα πάθους, ἰδιοτελείας καί ἀνταγωνισμοῦ. Γιά τήν ὀρφική σχολή ἔρωτας σημαίνει ἔλλειψις, σύμφωνα μέ τό Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνος, πρᾶγμα πού δείχνει κι αὐτό στοιχεῖα ἐμπαθείας καί ἀνθρωπίνης μεταβολῆς. Γιά τήν ὀρφική σχολή ὅμως δέν φαίνεται νά ὑπάρχη ἔρωτας ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἤ καί τό ἀντίστροφο, ἐφ’ ὅσον τό θεῖον παραμένει ἀπαθές καί ἄμικτον στά ἀνθρώπινα.
Πέμπτο αἴτημα καί συνυφασμένο πρός τά προηγούμενα εἶναι τό αἴτημα τοῦ λόγου. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ζητεῖ μορφές νά ἐκφραστῆ, νά δικαιωθῆ, νά φωτιστῆ. Λόγος σημαίνει καί αἰτία ἀπ’ ὅπου προῆλθε ὁ κόσμος, σημαίνει καί σκοπός καί τέλος. Κάθε ὄν ἔχει τόν λόγο του, καί ὅλα ἔχουν ἕνα κοινό λόγο, ὁδεύουν σέ κάποιο κοινό τέλος καί ἀποτέλεσμα.
Αὐτά τά πέντε αἰτήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦλθε νά καλύψη, νά ἐπαληθεύση καί νά πραγματοποιήση ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τή σάρκωσί του. Τό αἴτημα τοῦ προσώπου πραγματοποίησε ὁ Χριστός στό ἴδιο τό πρόσωπό του ἐξαγιάζοντας καί θεώνοντάς το, καί τέλος ἐνθρονίζοντάς το στά δεξιά τοῦ Πατρός. Ἔτσι ἔμαθε στόν ἄνθρωπο νά μή μαζοποιεῖται, χαρίζοντάς του ἐλευθερία καί ἀποδέσμευσι ἀπό κάθε γήινο καί πρόσκαιρο, νά μή καταστρέφεται μέσα στό κοινωνικό γίγνεσθαι, ἀλλά οὔτε καί νά ἀτομοποιεῖται, διδάσκοντάς του τήν ἀγάπη πρός κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καί πρός τούς ἐχθρούς του. Ἔτσι διασώζεται καί ἡ προσωπική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν τόν ἀτομοποιεῖ, δέν τόν ἀπομονώνει, ἀλλά τόν ἑνώνει μέ τόν πλησίον του, μά διασώζεται καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη, μακρυά ἀπό κάθε μαζοποίησι, δουλοπρέπεια, ὑποκρισία καί φανατισμό.
Ὅλως ἰδιαιτέρως τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου σώζεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί στά μυστήριά της, μέ κυρίαρχα τό ἅγιο Βάπτισμα καί τή θεία Κοινωνία. Στό Βάπτισμα ἑνωνόμαστε μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν Ἐκκλησία του, φωτισμένοι καί ἀνακαινισμένοι. Στή θεία Κοινωνία γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ, ἑνωνόμαστε ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά μέ τόν Θεό Πατέρα καί μεταξύ μας καί πορευόμαστε πρός τή θέωσι.
Ἀλλά καί ἡ τελική σωτηρία μας δέν εἶναι ὑπόθεσι μόνο θείας ἐνεργείας καί χάριτος, ἀλλά συμμετοχή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μέ τήν ἐλεύθερη βούλησί του, εἰλικρινῆ διάθεσι καί ἐλεύθερη ὑπακοή στό θεῖο θέλημα. Πάλι τό πρόσωπο καί ἡ σωτηρία εἶναι τό ζητούμενο.
Συνάμα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀνιστώντας τό σῶμα Του, εἶναι ὁ νικητής τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, χαρίζοντας στόν ἄνθρωπο ζωή καί ἀθανασία. Μέ τή σταυρική του θυσία ἀγκάλιασε τό πλανεμένο πρόβατο, τόν χαμένο, συγχυσμένο καί τραγικό ἄνθρωπο, τόν ἀπελευθέρωσε ἀπό τά δεσμά τοῦ ἅδου καί τοῦ διαβόλου, τόν ἀνακαίνισε νικώντας τόν φθαρτό χρόνο, τόν διεβίβασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, τόν ἔβαλε στόν Παράδεισο καί τόν κατέστησε κοινωνό θείας φύσεως. Ὅπως χαρακτηριστικά εἶπε κάποιος, ὁ Χριστός πῆρε τόν μεταξοσκώληκα τῆς ἀρχαίας σοφίας καί τόν ἔκανε γόνιμη πεταλούδα. Κι ἐδῶ λοιπόν μόνον ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός με τή ζωοποιό Του Ἀνάστασι πραγματοποίησε τό ἀρχαιοελληνικό ὅραμα περί ἀθανασίας καί ζωῆς.
Τρίτον, ὁ ἴδιος ὡς τό Φῶς τό ἀληθινό πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο, λύνει τά δεσμά τοῦ ἁλυσοδεμένου στό σπήλαιο τῆς ἁμαρτίας, τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τίς σκιές καί τοῦ χαρίζει τό φῶς τῆς θεογνωσίας. Πέμπει τό ἄκτιστο φῶς του στόν κτιστό ἄνθρωπο καί τόν θεώνει, καθιστώντας τον ὁμοτράπεζο μέσα στή λαμπρότητα τῶν Ἁγίων του. Ἔτσι ξεδίψασε τό αἴτημά του στήν ἀναζήτησι τοῦ φωτός.
Τέταρτον, τοῦ δίνει τή δυνατότητα μέσω τοῦ θείου ἔρωτος νά πλησιάση καί νά συνανακραθῆ μέ τόν ἴδιο. Ὁ θεῖος αὐτό ἔρωτας εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε τι σαρκικό καί γήινο, εἶναι ἔρωτας ἀπαθής. Ἐδῶ πλέον ὁ Κύριός μας καλύπτει τό αἴτημα τοῦ ὁμηρικοῦ Ἕλληνα νά ἐρωτευθῆ τόν Θεό, ἀλλά καί τό αἴτημα τοῦ ὀρφικοῦ Ἕλληνα νά παραμείνη ἀπαθής, χωρίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὅπως καί ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής. Ἔρωτας μανικός, θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μά ἔρωτας ἀπαθής.
Πέμπτον ὁ ἴδιος ὡς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, λογοποιεῖ τά πάντα, ἐξάγει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀλογία τῶν παθῶν, καί τοῦ χαρίζει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Λόγος καί Σοφία Θεοῦ ὁ ἴδιος, ὡς δημιουργός καί αἰτία τοῦ σύμπαντος κόσμου, Λόγος ὁ ἴδιος πάλι, ὡς σκοπός καί τέλος τοῦ σύμπαντος, τό Α καί τό Ω. Ἔτσι κάλυψε καί τό πέμπτο αἴτημα τοῦ Ἕλληνα γιά τόν λόγο, φωτίζοντας καί ἀνακαινίζοντας τόν λόγο του. Ἀκόμη καί τό γεγονός ὅτι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη γράφτηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα, δέν πρέπει νά θεωρηθῆ τυχαῖο καί συμπτωματικό. Φάσκω σημαίνει φωτίζω. Μόνον ἡ λεπτότητα καί ἡ φωτεινότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μπόρεσε νά ἀποδώσει μέ ἀκρίβεια καί πιστότητα τά μεγάλα μυστήρια καί τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, ἐκεῖ πού ἄλλες γλῶσσες, ὅπως ἡ ἑβραϊκή μέ τή συμφωνική γραφή, ἐκφραζόταν κωδικά, μυστηριωδῶς καί μυστικοπαθῶς, ὄχι μυσταγωγικῶς. Ἀκόμη μέχρι καί σήμερα οἱ ραββίνοι πασχίζουν νά ἑρμηνεύσουν και λύσουν τά μυστηριώδη νοήματα τῆς σύγχρονης ἑβραϊκῆς βίβλου μυστικιστικά, πού ἀπέχει πολύ ἀπό τή φωτεινή, ἀκριβή καί πασιφανῆ μετάφρασι τῶν Ἑβδομήκοντα.
Συνοψίζοντας λοιπόν, μόνον ὁ Χριστός πραγματοποίησε καί δικαίωσε τά πέντε ἀρχαιοελληνικά αἰτήματα, κι ἔτσι ὁ Ἕλληνας τῶν μέσων χρόνων, ἀποβάλλοντας κάθε παγανιστικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ του, ἔγινε ἀβίαστα Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Καί τονίζω τό "ἀβίαστα", διότι πολλάκις γίνεται προσπάθεια ἀμφισβητήσεων ἀπό τούς δῆθεν ἀρχαιολάτρες. Ὁ Ἕλληνας διψοῦσε γιά πρόσωπο, γιά ἀνάστασι, γιά ζωή, γιά σωτηρία, γιά φῶς, γιά ἔρωτα, γιά σοφία καί γιά λόγο. Ἦρθε πλέον ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τά ἴδια Του τά λόγια, εἶναι ὁ ἴδιος καί Πρόσωπο καί Ἀνάστασις καί Ζωή καί Σωτηρία καί Φῶς καί Ἔρως καί Σοφία καί Λόγος συνάναρχος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, καί δίνει τόν ἑαυτό του στόν Ἕλληνα δεσμώτη, γιά νά τόν ἀπελευθερώση ὀντολογικά, νά τόν θεώση καί νά τόν κάνη εὐαγγελιστή καί φωτοδότη, ὄχι σωβινιστή, ἀτομιστή καί ἰμπεριαλιστή. Δίνει τό σῶμα Του καί τό αἷμα του σέ κάθε ἄνθρωπο πεινασμένο γιά ζωή καί διψασμένο γιά φῶς, γιά νά τόν καταστήση ἄφθαρτο καί ἀθάνατο. Δίνει τά πάντα γιά τό πλάσμα Του, γιά νά τόν κάνει συγκοινωνό τῆς Βασιλείας Του.
Σάν ἐπίλογο τῆς ὅλης ἐργασίας θά ἐπιχειροῦσα μιά σύγκριση τοῦ 'Αρχαίου ῾Ελληνισμοῦ μέ τόν σύγχρονο παγανιστικό ῾Ελλαδισμό. Προσωπικῶς, δέν βρίσκω τίποτα τό κοινό, ἐκτός ἀπό κάποιες ἐξωτερικές ἀπηρχαιωμένες τελετές πού ψάχνουν κάποια χαμένα κλειδιά τῶν μυστηρίων. Κατά τά ἄλλα οἱ καυχησιολόγοι ῾Ελλαδιστές οὔτε κἄν ἄγγιξαν, οὔτε κἄν ὑποψιάστηκαν τό πνεῦμα τῆς κλασσικῆς σοφίας.
῎Ισως ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως οἱ σύγχρονοι αὐτοί εἰδωλολάτρες ν' ἀκούσουν τό «Οὐαί» ὄχι ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀπό τούς ἴδιους τούς ἀρχαίους ῞Ελληνες πού ἐκχριστιανίστηκαν. Ὑποθετικά λοιπόν, ἄν σήμερα ζοῦσε ἕνας ἀπό αὐτούς, θά ἔλεγε στούς ῾Ελλαδιστές: «Τό νά καυχιέστε πώς εἶστε ῞Ελληνες μέ ἔνδοξο πολιτισμό, αὐτό οὔτε οἰκοδομεῖ, οὔτε ὁδηγεῖ πουθενά. Τό νά βαυκαλίζεστε ρατσιστικά σάν κάποιους ἄλλους, λέγοντας "τέκνα 'Ιαπετοῦ ἐσμέν", αὐτό δέν σᾶς λυτρώνει ἀπό τόν θάνατο. Τό νά εἶστε ῞Ελληνες χωρίς νά εἶστε 'Ορθόδοξοι, εἶστε οὐσιαστικά νεκροί, σάν τήν πίστη χωρίς ἔργα. Τό νά κατηγορεῖτε βιβλικούς ῾Εβραίους, συμμαχώντας παράλληλα μέ τούς συγχρόνους ῾Εβραίους, αὐτό σᾶς κάνει πατραλοῖες 'Εφιάλτες. Τό νά υἱοθετεῖτε τήν παγκοσμιοποίησι, τή μαζοποίησι καί τόν ἔλεγχο τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως, σημαίνει πώς ἀθετεῖτε τήν ἐλευθερία πού σᾶς παραδώσαμε. Τό νά συνεργάζεστε μέ τόν διεθνῆ παγανισμό, ἀφήνοντας ἔξω τούς 'Ορθοδόξους συμπατριῶτες μας, σημαίνει ἀπεμπόλησι τῆς φιλοπατρίας σας. Τό νά ἀρνεῖσθε τήν ταυτότητά σας σέ μιά χώρα πού παλαίψαμε γιά τή Δημοκρατία καί τή Συνοδικότητα, αὐτό μόνο ῞Ελληνες δέν σᾶς κάνει. 'Εμεῖς θέσαμε τό πανανθρώπινο ἐρώτημα τῆς ζωῆς, καί ὁ Χριστός μᾶς ἀπάντησε μέ τή ἴδια τή ζωή του. 'Εμεῖς πήραμε τήν ἀπάντηση, γίναμε Χριστιανοί καί σωθήκαμε. 'Εσεῖς γιατί ξαναγυρνᾶτε στό ἐρώτημα; Γιατί μένετε στό τραγικό ἀδιέξοδο; Γιατί σταματᾶτε στόν τάφο; Γιατί δέν ἀνασταίνεστε, ὅπως ἔπρακτα ἐμεῖς σᾶς δείξαμε;»
Καλούμαστε πλέον οἱ σύγχρονοι Νεοέλληνες, χωρίς στείρους βαυκαλισμούς καί πομπώδεις κορυβαντισμούς πού μυρίζουν ἀποσύνθεσι, νά ἀνασκουμπωθοῦμε καί νά ἀναλάβουμε τίς εὐθῦνες μας ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας, στά ῾Ελληνόπουλα καί στήν ἀνθρωπότητα. Δέν μᾶς σώζουν οἱ ἀρχαῖες παγανιστικές τελετουργίες, οἱ ἀρχαιολατρικοί πανσέληνοι περίπατοι καί οἱ ὀλυμπιακές χρηματοδοτήσεις. Χρειαζόμαστε πιό δυναμικές λύσεις: Νά ἀντιτάξουμε τήν πίστι καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔναντι στόν ὀρθολογισμό, στή βία καί στή δύναμι. Νά προβάλλουμε τίς ἀρχές τῆς Δημοκρατίας καί τῆς Συνοδικότητος στό σύγχρονο οἰκουμενισμό καί στήν παμφάγο παγκοσμιοποίησι. Νά προτάξουμε τήν ἑλληνική βούλησι στόν ἐλεγχόμενο ἐξευρωπαϊσμό. ῾Η προσωπική 'Αλήθεια καί Ζωή δέν εἶναι οὔτε ἀποκλειστικότητα τῶν ῾Εβραίων, οὔτε προνόμιο τῶν ῾Ελλήνων, οὔτε καύχημα τῶν ῾Ελλαδιστῶν, ἀλλά Φῶς πού μεταδίδεται στά ῎Εθνη, «Φῶς Χριστοῦ πού φαίνει πᾶσι».
Τί προτιμᾶμε, τή δύναμι, ἤ τήν ἀγάπη; Τή βία, ἤ τήν ἐλεύθερη βούλησι; Τόν ἰμπεριαλισμό, ἤ τόν φωτισμό; Καί ἐπί τέλους, τόν 'Αντίχριστο, ἤ τόν Χριστό;
῾Η 'Ανάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱστορικό γεγονός πού ἔγινε στόν ἄνθρωπο καί γιά τόν ἄνθρωπο, καί γίνεται καί θά γίνει πραγματικότης σέ καθένα πού καθημερινά ἐλεύθερα ἀνακαινίζεται καί καταφατικά ἀποδέχεται τό μυστήριο μέσα του. ῾Ο ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ, σύμφωνα μέ τό αἴτημα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδείας, σώθηκε, σώζεται καί θά σωθεῖ. «Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν»-«Ναί, ἔρχου Κύριε 'Ιησοῦ» (Πράξ. 16, 9 καί Ἀποκ. 22, 20).
῾Ιερομόναχος 'Αρτέμιος Γρηγοριάτης
7/20 Ἰανουαρίου 2012
Σύναξις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου
῾Ιερά Μονή ῾Οσίου Γρηγορίου - ῞Αγιον ῎Ορος
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννου Φωτοπούλου,
Ἐφημερίου Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς
Παλαιοδιαθηκικά στοιχεῖα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας
Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι ἡ ἀναπνοή τῆς Ἐκκλησίας. Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ πραγματώνεται μέσα στή θεία λατρεία. Ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τρέφονται καί ζωογονοῦνται διά τῆς θείας χάριτος πού παρέχεται μέσα στήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαμορφώθηκε ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων μέ σεβασμό στήν προγενεστέρα αὐτῶν παράδοση. Ὑπάρχει μιά συνέχεια τῆς λατρείας πού ἀναπτύσσεται χωρίς συγκρούσεις καί ἀντιπαραθέσεις ἀπό τήν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας κατά τό Μυστικό Δεῖπνο καί τήν κλάση τοῦ ἄρτου καί τίς προσευχές στήν πρώτη ἐκκλησία μέχρι τά τυπικά τοῦ ἁγίου Σαββα τῆς Κων/πόλεως καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Θαυμαστή ἀρχή, ὑπέροχη συνέχεια, χωρίς κενά ὁλοκληρία. Γλῶσσα, ποίηση, μουσική θεολογία ἀνεπανάληπτη.
Ὅμως ἡ λατρεία αὐτή δέν παράγεται ἐκ τοῦ μηδενός. Ἠ ἁγία Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση καί εἰς τό πλῆρες φανέρωση τῆς ἐκκλησίας πού ἐν σκιᾷ ὑπάρχει κατά τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν ἐκκλησία τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτή ἡ ἐκκλησία συνάγεται ἐνώπιον τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου(«ἑκκλησιάζεται»), ἐν μέσω τῆς ἐκκλησίας ἀναπέμπονται ὕμνοι(Ψαλμ. 21,22) ἐνώπιον αὐτῆς γίνεται ἡ χρίσις τῶν ἀρχιερέων (Λευϊτικό 8, 1-14) γίνεται ἡ ἀνάγνωση τοῦ νόμου («εἰς τά ὦτα πάσης ἐκκλησίας», Ἰησ. 9, 2f ). Ἡ ἐκκλησία προσφέρει, «ἀναφέρει» θυσίες καί ὁλοκαυτώματα πρός τόν Θεό (Β΄Παρ. 29, 31-32). Τῆς ἐκκλησίας ἐξω προσευχομένης μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων ὁ Θεός ἀποκαλύπτει στόν Μωϋσῆ τή δόξα Του(Ἐξοδ. 25,1-8). Ἡ λατρεία αὐτή τοῦ νόμου ἦταν θεόσδοτη, γιά τό λαό ὅμως τοῦ Ἰσραήλ. Ὅλες οἱ λατρευτικές λεπτομερεῖς διατάξεις, οἱ θυσίες καί οἱ ραντισμοί τοῦ αἵματος, οἱ καθαρμοί, ἡ ἀαρωνική ἱερωσύνη καί ὅλα τά τελούμενα ἦσαν τύποι καί προτυπώσεις τῆς μελλούσης ἀληθοῦς λατρείας, καλλιεργοῦσαν τήν ἐλπίδα τῆς ἀληθοῦς σωτηρίας καί λυτρώσεως.
Βλέπουμε ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἰσέρχεται στήν συναγωγή καί ἀναγινώσκει ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα. Διαβάζουμε ἐπίσης στό Εὐαγγέλιο ὅτι οἱ ἀπόστολοι «ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν»(Λουκ. 24,53) καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης «ἀνέβαινον είς τό ἱερόν ἐπί τήν ὥραν τῆς προσευχῆς τήν ἐνάτην»(Πραξ. 3,1). Κοινωνοῦν λοιπόν κατ΄ἀρχάς οἱ πρῶτοι χριστιανοί στή λατρεία πού τελεῖται στό Ναό καί στή συναγωγή, ἀλλά τελοῦν ὡς ἡ Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶμα Χριστοῦ τή Θεία Εὐχαριστία. Ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος : «ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ’οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες»(Ἑβρ. 13,10).
Σταδιακῶς ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀποκόπτεται τελείως ἀπό τήν Συναγωγή, τήν «ξηρανθεῖσαν συκῆν», ἡ ὁποία ἀρνηθεῖσα τούς Προφῆτες καί τόν Χριστό ἀπέβη ἄκαρπη καί δαιμονική. Λίγο –λίγο ἡ Συναγωγή ἀρνεῖται τό περιεχόμενο τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί μέσω τῆς ραββινικῆς-καμπαλλιστικῆς ἑρμηνείας τῆς Π.Δ. ἐκπίπτει στήν ἑβραϊκή μαγεία. Εἰς δέ τίς συνάξεις της, κατά τήν μαρτυρία τῶν ἁγίων Πατέρων[1], ἀναθεματίζεται ὁ Χριστός καί οἱ χριστιανοί. Πρέπει ἐδῶ νά εἰπωθεῖ ὅτι γιά τούς ἀνωτέρω λόγους ἀπαγορεύεται στούς Ὀρθοδόξους κατά τούς ἱερούς Κανόνες ἡ εἴσοδος στή Συναγωγή καί πολλῷ μᾶλλον ἡ συμμετοχή τους στό τελετουργικό της[2]. Ὁ Ἑβραϊσμός δέν εἶναι πλέον, ὅπως κακῶς λέγεται, «ἀβρααμική πίστις». Οἱ Φαρισαῖοι καί τό σάπιο θρησκευτικό κατεστημένο δέν εἶναι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ ἀφοῦ ὁ Κύριος τούς ἀπευθύνει τόν σκληρό λόγο : «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ»(Ἰω. 8,12). Κληρονόμος τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τό βεβαιώνει ὁ ἀπ. Παῦλος.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Ἰσραήλ, εἶναι τό Σῶμα Τοῦ Χριστοῦ, ἡ νέα ἄμπελος πού καρποφορεῖ τή σωτηρία, πού παρέχει στά μέλη της τή δυνατότητα τῆς ἀποκαταστάσεως καί θεραπείας τους ἀπό τήν ἁμαρτία τή φθορά καί τό θάνατο, δῶρα τά ὁποῖα προσέφερε ὁ Χριστός σέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας Του. Ὁ Χριστός ὁ μέγας καί μόνο ἀρχιερεύς, θύων καί θυόμενος προσφέρει ἑαυτόν ὑπέρ πάντων τῶν ἀνθρώπων, ραντίζει μέ τό πανάγιο αἷμα Του ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν καθαρίζει. Λουόμεθα πλέον ὄχι μέ τυπικούς καθαρμούς ἀλλά διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί ἔτσι καθαριζόμεθα ἀπό τήν ἁμαρτία καί τή φθορά. Τρεφόμεθα μέ τήν προσφερομένη ἀναίμακτη θυσία Του, τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του καί ἀναφέρομε τίς προσευχές μας στόν ἐν Τριάδι Θεό, ὅπως μᾶς τόν ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός. Ἡ νομική λατρεία παρῆλθε. Γιάτί ἡ Ἀλήθεια ἦλθε, ἡ σκιά παρέδραμε. Ἡ νέα λατρεία ὡς πλήρης κοινωνία τῶν χριστιανῶν μέ τόν Θεό καί τόν ἀδελφό μέσα στό κυριακό σῶμα εἶναι γεγονός.
Ὅμως ἄν καταλύθηκε ἡ νομική λατρεία διασώζονται μέσα στή συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πολλά ἀπό τά θεόσδοτα στοιχεῖα τά ὁποῖα διακρατεῖ ἐκείνη μέ σεβασμό, δίνοντάς τους πνευματικό, σωτηριολογικό περιεχόμενο καί ἐντάσσοντάς τα στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας της. Κι αὐτό γιατί ὡς γνήσιος κληρονόμος τῆς πίστεως καί τῶν ἐπαγγελιῶν πρός τόν Ἀβραάμ εἶναι καί ὁ μοναδικός κληρονόμος τοῦ λατρευτικοῦ πλούτου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἄς δοῦμε τέτοια δείγματα, τέτοια στοιχεῖα τῆς Π.Δ. πού κυριαρχοῦν στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας.
Προσευχή τῆς Ἐκκλησίας
1. Ἀφοῦ ὁ Ἰσραήλ εἶναι τύπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅλη ἡ ἱστορία του ἀποτελεῖ προτύπωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπαγγελίες πρός τόν Ἀβραάμ ὅτι θά πληθύνει τόν λαό του σάν τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης εἶναι ἡ ὑπόσχεση τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας εἶναι εἰκόνα τοῦ Παραδείσου, ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλασσης εἶναι ἡ διάβαση τῆς Ἐκκλησίας στήν καινή ἐν Χριστῷ ζωή καί τύπος τοῦ θείου βαπτίσματος. Ἄπειρες εἶναι οἱ προτυπώσεις τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπα ὅπως ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυΐ προτυπώνουν τόν Χριστό. Τόν σταυρωθέντα προτυπώνει ὁ ὑψωθείς ὄφις ἐν τῇ ἐρήμῳ. Τό ξύλο πού γλυκαίνει τά πικρά ὕδατα εἰκονίζει τόν Σταυρό. Πολλοί οἱ τύποι τῆς Θεοτόκου: ἡ ἄφλεκτος Βάτος, ἡ βλαστήσασα ράβδος τοῦ Ἀαρών ἡ μανναδόχος στάμνος κλπ. Ὅλα αὐτές οἱ προτυπώσεις διαποτίζουν τή λατρεία μας α) μέσῳ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἀποστόλου πού κάνουν διαρκεῖς ἀναφορές στήν Π.Δ. β) μέσῳ τῶν αὐτουσίων ἀναγνωσμάτων προφητικῶν πού ἀποκαλύπτουν τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί διδακτικῶν (Παροιμίες, σοφία Σολομῶντος. Ἰώβ κλπ). γ) μέσω τῆς ὑμνολογίας πού διαρκῶς ἀναφέρεται στίς προτυπώσεις αὐτές γιά νά φανερώσει τό δογματικό περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας, νά παράσχει πνευματική ὠφέλεια καί νά τιμήσει τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους.
2. Συστηματική ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου καθ΄ὅλη τή διάρκεια τῆς ἑβδομάδος συμπεριλαμβανομένης τῆς καθημερινῆς ἀναγνώσεως στό Μεσονυκτικό τοῦ 118 ψαλμοῦ καί ἄλλων ψαλμῶν, τοῦ Ἐξαψάλμου στόν Ὄρθρο καί τριῶν Ψαλμῶν στούς αἴνους, τοῦ Προοιμιακοῦ καί τοῦ Κύριε Ἐκέκραξα στόν Ἑσπερινό καί πολλῶν Ψαλμῶν στίς Ἀκολουθίες τῶν Ὤρῶν, τοῦ μικροῦ καί μεγάλου ἀποδείπνου, στήν Ἀκολουθία τῆς Θ. Μεταλήψεως κλπ. Καθ΄ὅλο τόν ἑβδομαδιαῖο καί ἐτήσιο ἑορταστικό κύκλο.
5. Κατά τήν ψαλμώδηση τῶν κανόνων στόν Ὄρθρο χρησιμοποιοῦνται οἱ ἑννέα Ὠδές. Οἱ 7 ἐξ αὐτῶν εἶναι ἐκ τῆς Π.Δ. Οἱ στίχοι τῶν Ὠδῶν χρησιμοποιοῦνται τόσο γιά τήν σύνθεση τοῦ περιεχομένου τῶν εἰρμῶν, πού ἀποτελοῦν τό ποιητικό καί μουσικό πρότυπο ὅλων τῶν τροπαρίων πού ἀκολουθοῦν, ὅσο καί ὡς προκαταρκτικοί στίχοι κάθε τροπαρίου.
6. Τό Ἀμήν καί τό Ἀλληλούϊα.
7.Τό ὑπό τοῦ ἱερέως λεγόμενο «Ἀγαθόν τό ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ...».
8. Ὁ τρισάγιος ὕμνος κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Τρισαγίου, ἀλλά καί ψαλλόμενος κατά τή Θεία Λειτουργία, καθώς καί ὁ ὕμνος «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ εἶναι παρμένα ἀπό τήν ὀπτασία τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, ὅπως περιγράφεται στό Ἠσ. 6,3. Ἀπό ἐκεῖ εἶναι καί ἡ φράση πού λέγει ὁ ἱερεύς μετά τήν Θ. Μετάληψη «Τοῦτο ἥψατο τῶν χειλέων μου καί ἀφελεῖ τάς ἀνομίας μου καί τά ἁμαρτίας μου περικαθαριεῖ»
9.Τό πρῶτο καί τελευταῖο ψάλμα στήν πρωϊνή ἀκολουθία : Τό «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἠμῖν» ἀπότὀν Ψαλμό στήν ἀρχή τοῦ Ὀρθρου καί τό «εἴη τό ὄνομα Κυριου» ἀπό τόν Ἰώβ στό τέλος τῆς λειτουργίας.
10. Σέ πολλές εὐχές, ὅπως σέ εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, ἤ τῶν Προηγιασμένων, στό Μυστἠριο τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου σέ εὐχή τοῦ μ. Ἁγιασμοῦ, τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀρραβῶνος καί τοῦ Γάμου, στή νεκρώσιμη ἀκολουθία γίνεται μνεία τῆς πίστεως καί τῶν ἔργων τῶν δικαίων τῆς Π. Διαθήκης.
Πηγή λοιπόν γιά τήν ὀρθόδοξη βιωτή καί τό ἦθος, τήν πίστη καί τήν προσευχή τῆς ἐκκλησίας ἡ Π.Δ. Πηγή ἐμπνεύσεως στήν ὑμνολογία, πού εἶναι διαποτισμένη ἀπό τίς εἰκόνες, τούς λόγους, τή διδαχή τῆς Παλαιᾶς διαθήκης.
Ὀρθόδοξος ναός
Ἡ ἐπίδραση τῆς λατρευτικῆς παραδόσεως τῆς Π.Διαθήκης εἶναι ἐμφανήςἐπίσης στή διάταξη τοῦ Ὀρθοδόξου Ναοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ὁ ὀρθόδοξος ναός «διαιρεῖται σέ τρία μέρη, γιατί καί ὁ Θεός εἶναι Τριάς. Αυτό εἰκόνιζε καί ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος...Ὑπῆρχαν τά Ἅγια τῶν Αγίων, τά Ἅγια καί τό κοσμικό Ἅγιον»[i][3] δηλ. ἡ αὐλή. Ἡ τριμερής αὐτή διάταξη τοῦ Ναοῦ ὀφείλει βεβαίως καί σήμερα νά γίνεται σεβαστή. Νά μήν ἰσοπεδώνεται ὁ χῶρος τῆς λατρείας, ὅπως ἐπιθυμοῦν οἱ ψευδο-ανανεωτές θεωρώντας τόν ναό ἁπλῶς ὡς μαζικό χῶρο κοινῆς λατρείας, έξομοιώνοντας τόν ὀρθόδοξο ναό μέ τά χαοτικά κατασκευάσματα καί τούς ναούς τῶν παπικῶν τῶν προτεσταντῶν τῶν μουσουλμάνων. Τό ἱερό τέμπλο μέ τό καταπέτασμα -ἀπό τόν 4ο αἰῶνα χαμηλό καί ἀπό τόν 7ο αἰῶνα ὑψηλό[4]- χωρίζει τό ἅγιο Βῆμα ἤ ἱερόν ἤ ἄδυτον ἀπό τόν κυρίως ναό. Αὐτός πάλι χωρίζεται ἀπό τόν πρόναο ἤ νάρθηκα ἤ λιτή μέ θῦρες ἤ καταπέτασμα ὅπως βλέπουμε στό ἅγιον Ὄρος καί ὅπως χωρίζονταν στή σκηνή τοῦ μαρτυρίου τά Ἅγια ἀπό τήν αὐλή ἤ στόν ναό τῶν Ἱεροσολύμων τά Ἅγια ἀπό τόν πρόναο (αἰλάμ).
Τά ἀσεβῆ πειράματα, σκόπιμα τίς περισσότερες φορές μικρέματος τοῦ τέμπλου ἤ καί καταργήσεώς του, δῆθεν στά πλαίσια ἐπαναφορᾶς τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἁπλότητος,
-ἡ τέλεση μιᾶς αὐθαίρετης-ἐσχάτης κοπῆς- περιέργου Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγ. Ἰακώβου, τῆς ὁποίας ἀγνοοῦμε τήν ἀληθινή τυπική διάταξη, μέ ὑποκατάσταση τῆς ἁγιας Τραπέζης ἀπό τραπεζίδιο καί ἑπομένως προσωρινῆς καταργήσεως τοῦ Ἁγίου Βήματος,
-ἡ τέλεση πάλι τῆς Θ. Λειτουργίας σέ αἴθουσες, σέ θέατρα «κατενώπιον τοῦ λαοῦ» κατά τά πρότυπα τῆς παπικῆς λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως,
- ἡ τέλεσή τῆς σέ τραπεζίδιο ἐντός τοῦ κυρίως ναοῦ γιά «παιδαγωγικούς λόγους», ἡ εἴσοδος μικρῶν κοριτσιῶν στό ἅγιο Βῆμα γιά νά διακονοῦν τόν ἱερέα κλπ. ἀποτελοῦν περιφρόνηση καί ἀσέβεια πρός τήν παράδοση τῆς ἁγίας Γραφῆς τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων[5]. Καταργοῦν τήν τριμερῆ διάταξη τοῦ ὀρθοδόξου ναοῦ καί ὁδηγοῦν ἀνεπαίσθητα στήν ἀπώλεια εὐλαβείας καί πνευματικῆς αἰσθήσεως γιά τήν οὐσία, αξία καί ὠφέλεια τῶν τελουμένων∙ στήν κατάργηση τῆς μυστικότητος τῶν εὐχῶν∙ σέ ἄνευ προετοιμασίας προσέλευση στή Θ. Κοινωνία κλπ. Νά τί λέγει καί ὁ Ἅγ. Μάξιμος σχετικά μέ τή διάκριση Βήματος –κυρίως ναοῦ : Ἡ ἐκκλησία «διαιρεῖται στόν τόπο πού εἶναι ἀφιερωμένος μόνο στούς ἱερεῖς καί τούς λειτουργούς καί ὀνομάζεται ἱερατεῖο καί σέ ἐκεῖνον στόν ὁποῖο ἐλεύθερα εἰσέρχεται ὁ πιστός λαός σαί τόν λέμε ναό. Πάλι ὅμως μία εἶναι ἡ ἐκκλησία κατά τήν ὑπόσταση της χωρίς νά μένει διαιρεμένη κατά τά μέρη της». Δέν ὑπάρχει διαίρεση μέ τή διάκριση πρό πάντων τοῦ ἱεροῦ Βήματος καί τοῦ Ναοῦ, τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ γιατί ὑπάρχει ἀλληλοσυμπλήρωση κατά τήν προσφορά τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Κατά μίμησιν τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων ὑπό τοῦ Σολομῶντος τελοῦνται καί τά ἐγκαίνια τῶν ὀρθοδόξων ναῶν μέ πανηγυρική μακρά ἀκολουθία καί πνευματική εὐφροσύνη.
Ὁ Θεός προστάζει τόν Μωϋσῆ νά χρησιμοποιήσει ἀρώματα καί ἔλαιον γιά νά παρασκευάσει «ἔλαιον χρίσμα ἅγιον μῦρον μυρεψικόν τέχνῃ μυρεψοῦ(Ἐξ. 30,25) καί νά χρίσῃ «ἐξ αὐτοῦ τήν σκηνήν τοῦ μαρτυρίου καί τήν κιβωτόν τοῦ μαρτυρίου καί τήν λυχνίαν καί τό θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος καί τό θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων..»κλπ (Ἐξ. 30, 26-28). Αὐτα ὅλα δανείζεται ἡ Ἐκκλησία μας γιά τήν παρασκευή τοῦ μύρου καί τήν χρίση ὅλου τοῦ ὀρθοδόξου ναοῦ καί τοῦ ἱεροῦ θυσαστηρίου μέ ἅγιο μῦρο κατά τά ἐγκαίνιά του.
Ἱερωσύνη
Τοῦ Ζῶντος Ἄρτου, τοῦ θυσιασθέντος Ἁμνοῦ δύνανται νά μετάσχουν βεβαἰως ἅπαντες καί ὄχι μόνο οἱ ἱερεῖς, ὅπως προβλεπόταν στόν μωσαϊκό Νόμο. Ἡ Χαρις ἐδόθη διά τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλους. Ὅλοι εἴμεθα πλέον, ὑπ΄αὐτήν τήν ἔννοιαν, βασιλεῖς καί ἱερεῖς. Ὅποιας χάριτος μετέχει ὁ ἀρχιερεύς μετέχει καί ὁ τελευταῖος πιστός. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ δέν βρίσκεται κατά τήν τέλεση τῆς λατρείας στήν αὐλή, ὅπως ὅριζε ὁ παλαιός νόμος, ἀλλά μέσα στόν κυρίως ναό. Ὅμως ...ὁ Κύριος παρέδωσε τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας στούς Ἀποστόλους, σ΄αὐτούς ἔδωσε καί τήν διακονία τοῦ κηρύττειν καί ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησία. Ἡ διάκριση κληρικῶν καί λαϊκῶν εἶναι ἐμφανής στήν Ἁγία Γραφή, Καινή καί Παλαιά Διαθήκη καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Τά περί συλλειτουργίας τῶν λαϊκῶν,πού ὀφείλονται στήν κατάργηση ἤ μείωση τῆς διακρίσεως τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης, μέ τήν προτεσταντική ἑρμηνεία περί βασιλείου ἱερατεύματος εἶναι ἐπιεικῶς ἀνυπόστατα καί ἀποστολικῶς, πατερικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτα. Μιά ματιά στούς περί Ἱερωσύνης λόγους τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε ἀμφιβολία. Παραλαμβάνοντας λοιπόν οἱ Πατέρες στοιχεῖα τῆς Παλαιᾶς λατρείας μέ πολλή λεπτότητα διάκριση καί προσοχή, ὑπενθυμίζουν τή σωτήρια διάκριση κλήρου καί λαοῦ, ἀπαιτοῦν ἁγιότητα τοῦ κλήρου, καλλιεργοῦν τόν καθαρτικό γιά τίς ψυχές μας φόβο τοῦ Θεοῦ.
Εἰς ἐπίρρωση τῶν ἀνωτέρω ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τί λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὅταν ἀναφέρεται στά καθήκοντα τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών καί τῶν παιδιῶν του. Ἀναφέρει πρῶτα ὅσα γράφει τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν : «Φυλάξουσι γάρ φησί τήν ἱερατείαν ἑαυτῶν καί πάντα κατά τόν βωμόν καί τά ἐσώτερα τοῦ καταπετάσματος» δηλ. τά ἱερατικά καθήκοντα τοῦ Ἀαρών καί τῶν παιδιῶν του, τῶν ἱερέων, ἀφοροῦν ὅσα τελοῦνται στό βῶμα καί μέσα ἀπό τό καταπέτασμα. Ὕστερα συνεχίζει : «τοῦτ’ἔστι τά ἀπόρρητά τε καί μυστικώτερα, καί ὅσα δρᾷν ἔθος τούς τῷ θείῳ προσεδρεύοντας θυσιαστηρίῳ» δηλαδή τά ἀπόρρητα καί μυστικώτερα καί ὅσα συνηθίζουν νά τελοῦν ὅσοι προσεδρεύουν, ὅσοι στέκονται ἐγγύς τοῦ θυσιαστηρίου. Μ’αὐτά τά τελευταῖα λόγια ὑπονοοεῖ ὅσα τελοῦνται ἀπό τούς ὀρθοδόξους ἱερεῖς στό ἅγιο βῆμα κατά τήν φρικτή ἱερουργία[6].
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὀνομάζει ἐπίσης τήν τάξη τῆς ἱερωσύνης κατά τόν Μωσαϊκό νόμο- Ἀρχιερεύς, οἱ συνιερουργοί υἱοί του καί Λευΐτες- «προανατύπωσιν» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερωσύνης -ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι[7].
Κατάλληλοι γιά τήν ἱερωσύνη τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὅσοι ἔχουν βίο καθαρό καί ἀνεπίληπτο : «ἄνθρωπος εἰς τάς γενεάς ὑμῶν...ᾦ ἐάν ᾖ ἐν αὐτῷ μῶμος, οὐ προσελεύσεται προσφέρειν τά δῶρα τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ»(Λευ. 21,18). Ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὅτι «ὅσοι ἐκλέχθηκαν γιά τήν ἱερωσύνη καί δέχθηκαν τόν καθαρμό μέ τήν πίστη πρέπει εὔλογα νά εἶναι ἅγιοι καί καθαροί»[8]. Ἐξ ἄλλου οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ Νόμου γιά τίς συζύγους τῶν ἱερέων καί ἀρχιερέων συνδυαζόμενες εἶναι ὅμοιες στήν Παλαιά διαθήκη καί στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας : ὁ ἀρχιερεύς «χήραν δέ καί ἐκβεβλημένην καί βεβηλωμένην καί πόρνην, ταύτας οὐ λήμψεται, ἀλλ ἤ παρθένον ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ λήμψεται γυναῖκα διαβάζουμε στό Λευϊτικό»(Λευ.21,7,14) καί στόν ΙΗ΄Ἀπ. Κανόνα: «Ὁ χήραν λαβών ἤ ἐκβεβλημένην ἤ ἑταίραν ἤ οἰκέτιν ἤ τῶν ἐπί σκηνῆς, οὐ δύναται εἶναι Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ διάκονος..».
Στή χειροθεσία τῶν λευϊτῶν ἀπό τούς Ἰσραηλίτες(«ἐπιθήσουσι γάρ οἱ υἱοί Ἰσραήλ τάς χεῖρας ἐπί τάς κεφαλάς τῶν λευϊτῶν», Ἀριθ. 7,10) πού μᾶς θυμίζει τή χειροτονία τῶν 7 διακόνων ὑπό τῶν Ἀποστόλων βλέπει ὁ Ἅγιος Κύριλλος τόν τύπο τῆς ἐκλογῆς τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν, μόνο πού σήμερα, ὅπως λέγει, ἐπιψηφίζονται λαοί τούς κληρικούς μέ τήν φωνή «ἄξιος»[9]. Λευΐτης ἐξάλλου, αντίστοιχος τῶν διακόνου, «πᾶς ὁ εἰσπορευόμενος λειτουργεῖν ποιῆσαι πάντα τά ἔργα ἐν τῇ σκηνῆ τοῦ μαρτυρίου», , έπιλέγεται «ἀπό εἴκοσι καί πέντε ἐτῶν καί ἐπάνω»(Ἀριθ. 4,3), ἀκριβῶς κατά τήν ἡλικία πού προβλέπει γιά τούς διακόνους ὁ ΙΔ΄Κανών τῆς Στ΄Οἰκ. Συνόδου.
Ἡ ἱερατική εὐλογία «ὁ Θεός οίκτειρῆσαι ἡμαςκλπ. εἶναι μέν ἀπό τόν 66ο Ψαλμό δίδεται ὅμως κατ΄ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς ἱερεῖς τοῦ Παλαιοῦ ἀλλά καί τοῦ ἐν Χριστῷ Νόμου στὀν λαό : «οὕτως εὐλογήσετε τούς υἱούς Ἰσραήλ λέγοντες αὐτοῖς...εὐλογήσαι σε Κύριος καί φυλάξαι σε, ἐπιφάναι Κύριος τό πρόσωπον αὐτοῦ ἐπί σέ καί ἐλεήσαι σε»(Ἐξ. 6, 23-26)[10].
Ἐφημερίες ὅπως ὑπάρχουν καί σήμερα κατά τήν τέλεση τῆς ὀρθοδόξου λατρείας ὑπῆρχαν καί στήν Π.Δ. στούς ἱερεῖς καί τούς λευΐτες.
Θεία Λειτουργία-ἅγιο Βῆμα-Ἱερά Σκεύη
Ἐμφανῆ εἶναι τά παλαιοδιαθηκικά στοιχεῖα στήν προετοιμασία καί τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἄς παρακολουθήσουμε τά βήματα τῶν λειτουργῶν.
Ὁ διάκονος, ὁ ἱερεύς καί ὁ ἀρχιερεύς γιά νά λειτουργήσουν ἐνδύονται, ὅπως καί οἱ ἱερεῖς τῆς Π.Δ., τά ἱερά ἄμφια λέγοντας καταλλήλους στίχους ἀπό τούς Ψαλμούς. : «Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπί τῷ Κυρίῳ...Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με καί ἔπλασάν με...»κλπ. Εἶναι ἀδιανόητο χωρίς τή στολή τους νά πλησιάσουν τό θυσιαστήριο. Ἐκεῖνοι φοροῦσαν ποδήρεις χιτῶνες, ζῶνες καί κάλυμμα κεφαλῆς καί οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς φοροῦν παρόμοια στιχάρια καί ζῶνες. Ὁ ἀρχιερεύς τοῦ νόμου φοροῦσε ποδήρη μέ κωδωνίσκους, κροσσωτό χιτῶνα, ἐπωμίδα, μίτρα πού σαφῶς ἐνθυμίζουν τήν στολή τοῦ ὀρθοδόξου ἀρχιερέως(Ἐξ. Κεφ. 28).
Ὁ ὀρθόδοξος λειτουργός πορευόμενος ἀπό τό διακονικό πρός τόν λουτῆρα καί κυκλώνοντας τό ἱερό θυσιαστήριο νίπτεται λέγοντας μέρος τοῦ Ψαλμοῦ κε΄6-12 «νίψομαι ἐν ἀθώοις τά χεῖρας μου καί κυκλώσω τό θυσιαστήριο σου...» πού ἀποτελεῖ ὑπόμνηση σ’αὐτόν τῆς πνευματικῆς καθαρότητος πού ἀπαιτεῖται γιά τή θεία ἱερουργία. Ἀπαραίτητη ἡ νίψη χειρῶν καί ποδῶν καί στούς ἱερεῖς τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου πρίν εἰσέλθουν στή σκηνή τοῦ μαρτυρίου γιά τήν τέλεση τῆς λατρείας.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἱερεύς κατευθύνεται στήν Ἱερά πρόθεση. Καί στόν παλαιό νόμο ὑπῆρχε ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων στά Ἅγια, πού προσεφέροντο στόν Κύριο. Μέ τήν ἁγία Λόγχη ἐξάγει ὁ ἱερεύς ἀπό τό πρόσφορο τόν Ἁμνό, τοῦ ὁποίου προτύπωσις ἦταν ὁ ἐσθιόμενος ἀμνός ἀπό τούς Ἑβραίους πρίν ἀπό τήν ἔξοδο τους ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἐνῷ τό αἷμα μέ τό ὁποῖο ἐχρίσθησαν οἱ παραστάδες τῆς οἰκίας τους προτύπωνε τό Τίμιον αἷμα τοῦ Κυρίου πού ἁγιάζει τά αἰσθητήριά μας.
Ὅσον ἀφορᾶ τό Ἅγιο Βῆμα μέ τήν Ἁγία Τράπεζα, καί τά γύρω της ἐξαπτέρυγα καί τό ἱερό τέμπλο-καταπέτασμα, τίς λυχνίες καί τό προσφερόμενο θυμίαμα μᾶς παραπέμπουν στά Ἅγια τῶν Ἁγίων στήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης καί τά Χερουβείμ δόξης πού κατεσκίαζαν τό ἱλαστήριο, τό καταπέτασμα πού χώριζε τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπό τά Ἅγια τήν ἀφή τῶν λυχνιῶν καί τήν προσφορά θυμιάματος ἀπό τόν ἀρχιερέα καί τούς ἱερεῖς τοῦ νόμου. Ἐδῶ ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι τό θυμίαμα, ὅπως καί στήν Ἐκκλησία μας προσφέρεται πρωΐ καί βράδυ (Ἐξ. 30,7-8) ἐνῷ γιά τήν ἀκοίμητη λυχνία μπροστά ἀπό τό καταπέτασμα-ἀντίστοιχη ἑπτάφωτη λυχνία ἔχουμε καί ἐμεῖς ἔξω τοῦ τέμπλου δηλ. τοῦ καταπετάσματος- ἔπρεπε νά χρησιμοποιεῖται καθαρό ἐλαιόλαδο, κάτι πού καί ἐμεῖς ἐπιδιώκουμε νά ἔχουμε στίς κανδῆλες μας(Ἐξ. 27, 20-21).
Τά σκεύη πού χρησιμοποιούνταν κατά τίς θυσίες «τρυβλία τε καί θυίσκαι, κύαθοι καί σπονδεῖα»καί αὐτά μέ τά ὁποῖα ὁλοκληρώνεται ἡ μυστική καί ἱερώτατη χρεία τῆς ἁγ. Τραπεζης δέν εἶναι τύπος τῶν θείων κειμηλίων;»[11], ἐρωτᾶ ρητορικῶς ὁ ἍγιοςΚύριλλος. Τἀ σκεύη ἐπίσης ἔπρεπε νά καθιερώνονται, «διαγνίζεσθαι». «Τετήρηται δέ ὁ νόμος καί ἐν ἐκκλησίαις σώζεται», προσθέτει ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὑπονοώντας τή σημερινή λειτουργική πρακτική.
Ὅλα βέβαια τά τελούμενα ἔχουν τελείως διαφορετικό νόημα στήν καινή λατρεία τόσο διαφορετικό ὅση διαφορά ἔχει ἡ σκιά ἀπό τήν ἀλήθεια. Ὁπως λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὁ Χριστός, ὁ μόνος Ἀρχιερεύς, ἅπαξ διά τοῦ ἰδίου αἵματος ἐκαθάρισε τήν ἀνθρώπινη φύση καί εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων δηλ. στό οὐρανό ἀνοίγοντας τό δρόμο καί σέ ὅλους τούς πιστούς. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως παρέλαβε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρας, διά τοῦ ἐπισκόπου Ἀρχιερέως -ἐπίσκοπος ὀνομάσθηκε κάποια στιγμή καί ὁ Ἐλιέζερ, υἱός τοῦ Ἀαρών(Ἀριθ. 4, 16) –καί τῶν ἱερέων κοινωνώντας στή μία θυσία τοῦ Χριστοῦ, προσφέρει τήν Θ. Εὐχαριστία-«αναφορά»ὀνομάζεται, ὅπως καί στόν Μωσαϊκό νόμο- τῆς ὁποίας μετέχουν οἱ πιστοί. Ἔτσι ἀνοίγει τόν οὐρανό, δίδει τήν πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί γι’αὐτό, κατά τά παλαιοδιαθηκικά πρότυπα κλείνει τίς θῦρες ἤ τό καταπέτασμα τοῦ Ἁγίου Βήματος γιά νά διατηρήσει τόν κατά Χριστό φόβο καί εὐλάβεια* τήν ὄχι αὐτονόητη εἴσοδό μας στή βασιλεία τοῦ θεοῦ* τήν μυστικότητα τῆς θείας ἱερουργίας, τῆς φρικτῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων δώρων σέ Σῶμα καί Αἵμα Χριστοῦ καί γιά νά ὑπενθυμίζει στούς Χριστιανούς νά προσέχουν νά μήν καταπατοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί νά θεωροῦν τόν Αἷμα τοῦ Χριστοῦ κοινό(Ἑβρ. 10, 29).Διδάσκει ἔτσι σιωπηρῶς ὅτι η μετοχή στά ἄχραντα μυστήρια δέν εἶναι ἕνα εὔκολο-fast food- γεῦμα πού τακτοποιεῖ τή συνείδησή μας καί μᾶς δίνει ἔτσι πρόχειρα τήν ψευδαίσθηση ἑνότητος μεταξύ μας καί κοινωνίας μέ τό Θεό. Ἡ μετοχή στά ἄχραντα Μυστήρια προϋποθέτει καί συνεπάγεται ἀδιάλειπτο ἀγῶνα καί διαρκῆ προετοιμασία. Καθόλου δέν σημαίνει μιά ἀνέμελη ἀπόλαυση «τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς», ἐπειδή ὅλα εἶναι «καλά λίαν», οὔτε μιά ἀνέξοδη, δῆθεν εὐχαριστία πρός τόν Θεό γιά τήν τρυφηλή διαγωγή μας.
Ψάλτες
- Ἀντιστοιχία ὑπάρχει ἐπίσης παλαιᾶς καί καινῆς λατρείας στό θέμα τῶν ψαλτῶν. α) Ἀντιφωνία. Μετά τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἔψαλλαν ἀντιφωνικά τήν εὐχαριστήρια ὠδή ἀπό τή μιά ὁ Μωϋσῆς καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀδελφή του Μαριάμ. Παρόμοια ἔψαλλαν ἀντιφωνικά οἱ ψάλτες τούς ἀναβαθμούς ἱστάμενοι ἀντίκρυ πάνω στίς βαθμίδες τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων.»(ἅγιος Νικόδημος, ἑρμηνεία ἀναβαθμῶν) β) Καθιέρωση. Δέν εἶναι ὁποιοιδήποτε οἱ ψάλλοντες ἀλλά καθιερωμένοι γιά τό διακόνημα τῆς ψαλμωδίας λευΐτες. Γιά παράδειγμα ψαλτωδός ὁρίζεται ἀπό τόν Δαυΐδ ὁ Αἰμάν ἐνῶ δεξιά καί ἀριστερά του ὁ Ἀσάφ καί ὁ Αἰθάν. Ὁρίζονται καί χοροί ψαλτῶν πού ἐκπαιδεύονται στή μουσική ( Α΄ Παραλ. 6, 18-32, 25, 6-7). γ) Προπόρευση. Στόν 67ο Ψαλμό, ἀλλά καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς Π.Δ. διαβάζουμε ὅτι, ὅπως καί σήμερα, προηγούνταν οἱ ψάλτες ὁποιαδήποτε λιτανείας. «Προέφθασαν ἄρχοντες ἐχόμενοι ψαλλόντων ἐν μέσῳ νεανίδων τυμπανιστριῶν»(Ψαλ. 67, 26).
Παρόμοια στήν Ἐκκλησία μας ὑπάρχει εἰδική τάξη κληρικῶν, οἱ ψάλτες, οἱ ὁποῖοι καί μόνο, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς κανόνες, καί μόνο μέσα ἀπό τά λειτουργικά βιβλία πρέπει νά ψάλλουν κατ’ἀντιφωνίαν στήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἅπαντες, ὅπως-ὅπως καί ἀγεληδόν, καθώς συμβαίνει πολλάκις σήμερα.
Πάσχα- Πεντηκοστή
Δύο Ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας φέρουν τήν ἴδια ὀνομασία μέ τίς Ἰσραηλιτικές ἑορτές μέ ἄλλο οὐσιαστικώτερο νόημα. Κατά τό Πάσχα οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τό γεγονός τῆς σωτηρίου διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἐνῷ οἱ χριστιανοί ἑορτάζουν τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου διά τῆς ὁποίας διαβήκαμε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Κατά τήν Πεντηκοστή οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τήν ἑορτή τῶν πρωτογεννημάτων καί τήν παράδοση τοῦ Νόμου στόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἀποστόλους δηλ. τήν παράδοση στήν Ἐκκλησία τοῦ καινοῦ νόμου τῆς θείας χάριτος.
Εὐχές ὀγδόης καί τεσσαρακοστῆς ἡμέρας
-Τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τή γέννηση σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ ( Γεν. 17, 10-14), γινόταν περιτομή στά ἄρρενα τέκνα τῶν Ἑβραίων. Αὐτό ἦταν προτύπωση τοῦ βαπτίσματος, τό ὅποιο ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει «περιτομήν ἀχειροποίητον» (Κολ. 2, 11-13). «Πεπλήρωκε γάρ ὁ Σωτήρ», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης, τά τοῦ νόμου ἀντί ἡμῶν καί τῆς νομικῆς δουλείας ἐρρύσατο» (P.G. 155, 209 A). Ὅμως κράτησε ἡ Ἐκκλησία μας τήν τάξη τοῦ παλαιοῦ νόμου νά δίδεται τήν ὀγδόη ἡμέρα τό ὄνομα στό παιδί μέ εἰδική εὐχή, ὅπως ἔγινε καί μέ τόν Κύριό μας καί τόν Τίμιο Πρόδρομο. Καί τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα, ὅπως καί κατά τήν παλαιά λατρεία «προσάγεται ὑπό τῆς μητρός τῷ ναῷ καί τοῦτο ὡς δῶρον Θεῷ προσκομίζεται».(Ἅγ. Συμεών P.G. 155, 209 D) «καί τῇ μέν μητρί τήν ἀπό τῆς ἐνηδόνου καί ρυπώδους γεννήσεως κάθαρσιν παρασχών...τό παιδίον εἰς χεῖρας αὐτός λαβών <νῦν ἀπολύεις> ἀναβοᾷ..»(Ὡς ἄνω 212 Α ) . Ναί! Κατά τούς Πατέρας ὑπάρχει ἕνα εἶδος ἀκαθαρσίας στή λεχῶνα ἐπειδή ὁ ἐνήδονος τρόπος συλλήψεως τῶν παιδιῶν δέν εἶναι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο εὐδοκοῦσε ἀπ’ἀρχῆς ὁ Θεός. Ὅποιος δέν πείθεται λόγῳ φεμινιστικῆς προκαταλήψεως ἀπό τόν ἅγιο Συμεών ἄς πεισθεῖ ἀπό τόν Μ. Βασίλειο : «Τῷ δέ ἐν ἀκαθαρσίᾳ ὄντα τινά ἐγγίζειν τοῖς ἁγίοις καί ἐκ Παλαιᾶς Διαθήκης φοβερώτερον διδασκώμεθα τό κρῖμα. Εἰ δέ πλεῖον τοῦ ἱεροῦ ᾧδε, φοβερώτερον δηλονότι παιδεύσει ἡμᾶς ὁ ἀπόστολος εἰπών· «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει» ( Μ. Βασιλείου Ὅροι κατ’ἐπιτομήν ΕΠΕ 9, σ. 388 ). Καί ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν γράφει : «Δέν θά πρέπει κάποιος ἁπλῶς νά βρίσκεται σέ λάθος ἀλλά νά εἶναι μικροπρεπής γιά νά βρίσκει ὅτι αὐτές οἱ εὐχές ἀποτελοῦν «προσβολή», αὐτές πού εἶναι τόσο γεμάτες ἀπό θεϊκή ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο, τόσο γεμάτες ἀπό τό μόνο γνήσιο καί ἀληθινά θεϊκό σεβασμό γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἀντί νά ἀκολουθοῦμε τυφλά «αὐτόν τόν κόσμο» στίς φτηνές του ἐπαναστάσεις στό ὄνομα κούφιων δικαιωμάτων, μιᾶς ἀνόητης «ἀξιοπρέπειας» καί μιᾶς μάταιας «εὐτυχίας», ὀφείλουμε νά ξαναβροῦμε καί νά οἰκειοποιηθοῦμε ξανά τό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή ζωή» (Ἐξ ὕδατος καί πνεύματος σ. 192).
Λειτουργική γλῶσσα
Τελευταῖο ἀφήσαμε ἕνα πρωταρχικῆς σημασίας στοιχεῖο πού παρελάβαμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ἀρχαία ἑλληνική μετάφρασή ἀπό τούς Ο’. Ὅλα τά ἀναγνώσματα τῆς Π.Δ., τό Ψαλτήριο, οἱ Ὠδές,μέσα στό ρωμαίϊκο ἀπό τά ἀρχαῖα χριστιανικά χρόνια ὥς σήμερα – καί Θεός φυλάξοι ἕως τέλους- ἀναγινώσκονται ἐπ΄ἐκκλησίας σ΄αὐτήν τήν εὐλογημένη γλῶσσα, ὅπως τελεῖται καί ὅλη ἡ ἀριστοτεχνικά κατά τή γλῶσσα καί τή μουσική δομημένη λατρεία μας.
Χρήσιμα συμπεράσματα
Πολλά ἀκόμη στοιχεῖα τῆς Π.Δ. μποροῦν νά εὑρεθοῦν μέσα στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας στά πλαίσια μιᾶς λεπτομεροῦς μελέτης. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά τονισθεῖ εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέ πόθο μελέτησαν καί ἑρμήνευσαν κείμενα τῆς Π.Δ. Παράλληλα οἰκειοποιήθηκαν καί μετάγγισαν στή λατρεία τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὅ,τι ὄμορφο, ὅ,τι ἱεροπρεπές, ὅ,τι ἁγιαστικό ὅ,τι ὠφέλιμο, ὑπῆρχε στήν παλαιά λατρεία καί ὅ,τι συντελεῖ στήν τάξη καί ἁρμονία τῆς ἐκκλησιαστικῆς-λειτουργικῆς ζωῆς. Ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ μᾶς εἶναι μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη πρός τούς Πατέρας καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό, νά κάνουμε δική μας τήν ὀρθόδοξη λατρεία μας νά παραδοθοῦμε στόν Κύριο μέσα ἀπό τή θεία λατρεία χωρίς ὀρθολογιστικές ἐπιφυλάξεις, κομπιάσματα καί φοβίες γιά δῆθεν ἰουδαϊκές ἐπιδράσεις, ἀποκλεισμό ἀπό τή συμμετοχή τῶν λαϊκῶν, ὑποτίμηση τῆς γυναίκας κλπ. Γιά νά γίνει αὐτό ὀφείλουμε α) νά ἐντρυφήσουμε μέ σεβασμό καί ἀγάπη στήν ἀλήθεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ὁ Θεός προσωπικῶς ἐν σκιᾷ ἀποκαλύπτεται καί μᾶς ἀποκαλύπτει ποιά δόξα μᾶς ἔδωσε, ποῦ καταντήσαμε, γιά ποῦ μᾶς προορίζει. β) ὑπακοή στή στοργική μητέρα μας τήν Ἐκκλησία μας, ὑπακοή στούς Ἱερούς Κανόνες στά δοκιμασμένα Τυπικά τῶν ἀκολουθιῶν μας. Τἰποτε περιττό, ἄχρηστο καί ἐλλιπές δέν ὑπάρχει στήν ὀρθόδοξη λατρεία γ) ἐμπιστοσύνη καί πιστότητα στούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι κινούμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα δοκίμασαν στό χωνευτῆρι τῆς προσευχῆς τους ὅλα τά θεόσδοτα στοιχεῖα τῆς παλαιᾶς λατρείας, ἐπέλεξαν τά καταλληλότερα, ὀργάνωσαν διά τῶν Τυπικῶν τή λατρεία καί θεσμοθέτησαν τήν ὑπέροχη λειτουργική τάξη πού ἀπολαμβάνουμε. Αὐτό πρέπει νά ἀποτελέσει καί τό κεντρικότερο σημεῖο τῆς προσοχῆς καί νήψεώς μας. Ἄνευ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν ἔργων καί τῶν λόγων τους, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, Σύνοδοι, δόγματα, ἱεροί Κανόνες ὀρθόδοξη λατρεία. Οἱ Πατέρες εἶναι ὄχι μόνο τά «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ παραδείσου»,ἀλλά καί «οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι» τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀνωτέρω πρέπει νά ἀντισταθοῦμε ὅλοι α) στήν ἀντορθόδοξη λαίλαπα τῆς λεγομένης μεταπατερικῆς θεολογίας-αἱρέσεως, πού ἰσχυρίζεται ἀναιδῶς ὅτι οἱ πατέρες καί τά ἔργα τους καλά ἦσαν γιά τόν καιρό τους, ὅμως τώρα χρειαζόμαστε κάτι ἄλλο καί β) στήν ψευδώνυμη λειτουργική ἀναγέννηση πού σημαινει κατεδάφιση τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, τάξεως, τυπικῶν καί τή διαστρέβλωση τῶν ἀκολουθιῶν. Ἐδῶ θά βάλουμε τή βίγλα μας καί θά προτάξουμε τήν ψυχή μας. Σ’αὐτά πού περνᾶμε ἀληθινό στήριγμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας συνείδηση άποκτοῦμε διά τῆς Θείας λατρείας. Γκρεμίζοντας τή λατρεία μέ σκόπιμα, κατευθυνόμενα, ἐρασιτεχνικά πειράματα οἱ ὀλοθρευτές τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως μᾶς στεροῦν τήν ὀντολογική ἐλπίδα μας, τήν κοινωνία μέ τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό.
Γιά νά γίνει κατανοητός ὁ πόλεμος κατά τῆς αὐθεντίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού προκύπτει ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί κατά τῶν Ἱε[ρὼν Κανόνων καί τῆς παραδεδομένης λατρείας μας ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα. Καθηγητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τή Θεσσαλονίκη μιλώντας σέ συνέδριο μέσω τῆς φράγκικης ψευδοεπιστήμης ἀπέρριψε ὅλο τό ἱστορικό πλαίσιο τῶν βιβλίων τῆς Π.Δ. πού ἀναφέρονται στή λατρεία καί στήν ἱερωσύνη, ἐμφάνισε μιά ἀταξία στά ἀαρωνική τάξη τῆς ἱερωσύνης γιά νά καταλήξει στό χρήσιμο γιά τούς οἰκουμενιστές συμπέρασμα ὅτι ἡ «Ἐκκλησία» ὡς «ἡ ζωντανή σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό δέν ἐπιδέχεται ὀργάνωση καί θεσμοθέτηση»[12].
Ἐπίλογος
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἀπευθύνεται στήν παλαιά ἐκκλησία τοῦ Ἰσραήλ καί τῆς λέγει : «Πλάτυνε τόν τόπο τῆς σκηνῆς σου, ἔκτεινε τά παραπετάσματά της*πλάτυνέ την καί μή τήν λυπηθεῖς. Μάκρυνε τά σχοινία της καί στερέωσε τούς πασσάλους της. Ἅπλωσέ την στά δεξιά καί στά ἀριστερά, διότι οἱ ἀπόγονοί σου θά κληρονομήσουν ἔθνη...»(Ἠσ.54, 1-3). Ἡ σκηνή εἰκονίζει τόν παλαιό Ἰσραήλ καί τή λατρεία του. Ἡ πλάτυνση τῆς σκηνῆς τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προτυπώνει τόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού περιλαμβάνει ὅλα τά ἔθνη ἀλλά καί τήν ἐν Χριστῷ λατρεία πού φεύγει ἀπό τή στενότητα καί τά χονδροειδῆ στοιχεῖα τῆς παλαιᾶς λατρείας πού ἦσαν κατάλληλα γιά τόν παλαιό Ἰσραήλ. Δέν γκρεμίζεται ἡ παλαιά σκηνή. Ἁπλώνεται, ἀνακαινοῦται καί νοηματοδοτεῖται ἐν Χριστῷ ἡ λατρεία της. Αὐτή εἶναι ἡ λατρεία μας, θεόσδοτη ἀποστολοπαράδοτη καί πατροπαράδοτη. Ἄς τήν φυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ.
[2] Π.χ. ΞΕ΄ἀποστ. Κανών : «Εἰ τις κληρικος ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι καί καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω» καί ΟΑ΄Ἀποστ΄Κανών : «Εἴ τις Χριστιανός ἔλαιον ἀπενέγκοι εἰς ἱερόν ἐθνῶν ἤ εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἐν ταῖς ἑορταῖς αὐτῶν ἤ λύχνους ἅπτοι, ἀφοριζέσθω».
[3] [3] «Ὁ Ναός...διαιρεῖται εἰς τρία. Ὅτι καί Τριάς ὁ Θεός. Τοῦτο οὖν καί ἡ σκηνή ἐξεικόνιζεν εἰς τρία διηρημένη, καί ὁ τοῦ Σολομῶντος ναός, καθά καί Παῦλος φησί ((P.G.155, 337D
[4] ΑΓΓΕΛΙΚΗ Α. ΤΡΙΒΥΖΑΔΑΚΗ, Ἡ διαμόρφωση τοῦ τέμπλου, ἐν ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ, τεύχ 1-3 2002(πρακτικά Α’λειτουργικοῦ συνεδρίου τῆς Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν) σ. 240-241.
[5] ΞΘ΄Κανών τῆς ΣΤ’Οἰκ. Συνὀδου :«Μή ἐξέστω τινί τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου».
[6] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ Περί τῆς ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκυνήσεως, Ἐκδοτικός Οἷκος τό Βυζάντιον Θεσσαλονίκη 1999 τ. 3 σ. 102-104
[9] Ὡς ἄνω σ. 423«Μεταρρυηκότων δέ τῶν πραγμάτων νυνί εἰς τό ἄμεινον, ἀσυγκρίτως τοῖς ἐπί ἱερουργίαν διά Χριστοῦ καλουμένοις ἐπιψηφίζονται λαοί, τό ὡς εἶεν ἄξιοι παραφωνοῦντες εὖ μάλα * καί τοῦτο ἐν Ἐκκλησίαις, καθάπερ ἀμέλει καί οἱ πάλαι, παρά τῇ ἱερᾷ καί θείᾳ σκηνῇ, τάς ἐπί Λευΐταις χειροθεσίας ἔδρων. Πρόδηλον οὖν ὅτι, εἰ μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ, μήτε μήν ἐπί λαοῦ χειροτονία γένοιτο, παρά τήν θείαν ἔσται βούλησιν καί ἔξω νόμων τῶν ἱερῶν».