Λειτουργική Αναγέννηση Λατινογενής η Λειτουργική Μεταρρύθμισις
Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπαρούση,
ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης-Νεζερῶν (250 08 Πάτραι)
Παρὰ τὴν ἠπιότητα μὲ τὴν ὁποίαν ἐκφράζονται κάποτε οἱ ὀπαδοὶ τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως, τὸ κίνημά τους φαίνεται διατεθειμένο νὰ προχωρήση σταθερά, ἀποφασισμένο, ὅσον εἶναι δυνατόν, νὰ καινοτομήση. Αὐτὸ ἴσως, κατ’ ἀρχήν, θὰ ἠμποροῦσε νὰ μὴ θεωρηθῇ ὁπωσδήποτε ἀρνητικό, ἀλλ’ ὅμως, προκειμένου νὰ ὑπάρξη διάλογος, πρέπει νὰ προηγηθῇ εἰλικρινὴς ἐνημέρωσι.
Σὲ ἄρθρο, ποῦ ἐδημοσιεύθη προσφάτως εἰς ἔγκριτο ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίδα, γραμμένο ὑπὸ γνωστοῦ τέως λυκειάρχου, ἐνθέρμου φιλενωτικοῦ καὶ θιασώτου τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως, γίνεται προσπάθεια νὰ ἀπαλλαγὴ τὸ κίνημα αὐτὸ ἀπὸ τὶς δυτικές, λατινικὲς καταβολές του. Ὅμως, τόσον ἕνας ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Θεολογίας, ὁ «πρωτοπόρος καὶ βασικὸς σκαπανέας τοῦ λειτουργικοῦ μας πλούτου», κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνωτέρω ἀρθρογράφου, ὅσον καὶ ἕνας διακεκριμένος ρῶσσος πρωτοπρεσβύτερος λειτουργιολόγος, τὸν διαψεύδουν. (Εἰς τὸ παρὸν κείμενο δὲν ἀναφερόμεθα ὀνομαστικῶς εἰς πρόσωπα, ἔχοντες ὡς σκοπὸ νὰ μὴ κρίνωμε αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ τὶς συγκεκριμένες ἀπόψεις τους. Διὰ τοῦτο καὶ παραλείπονται οἱ σχετικὲς παραπομπές).
Τὸ λειτουργικὸ κίνημα, γενικῶς, διακρίνεται σὲ δυὸ ἱστορικὰ μέρη τὸ πρῶτο εἶναι ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ τὸ δεύτερο εἶναι κυρίως πρακτικοῦ προσανατολισμοῦ. Ἤδη ἀπὸ τὸν 17ον αἰ. ἡ Δῦσι ἔχει ἐπιδείξει μεγάλο ἱστορικὸ καὶ ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν χριστιανικὴ λατρεία καὶ ἔχει προβῇ σὲ σημαντικὲς ἐκδόσεις ἐπιστημονικῶν συγγραμμάτων, θέτοντας ἔτσι τὶς βάσεις, γιὰ ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τῆς μετέπειτα λατινικῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως. Ἀργότερα εἰς τὴν Ρωσσία τοῦ 19ου αἱ., ὅταν εἶχε δημιουργηθῇ ἕνα ρῆγμα εἰς τὴν θρησκευτικὴ συνείδησι τῶν πιστῶν, ἕνα ρῆγμα μεταξὺ τῆς θεολογικῆς ἐρεύνης καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, κάποιοι ἐκπρόσωποι τῆς ρωσσικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ἦταν δομημένη ἐπὶ δυτικῶν προτύπων, παρουσίασαν παρόμοια ἐπιστημονικὰ ἔργα, ἀντίστοιχα καὶ ἰσάξια τῶν δυτικῶν συναδέλφων τους. Μαζὶ τοὺς συνετάγησαν καὶ κάποιοι γνωστοὶ ἕλληνες θεολόγοι.
Ὅμως, ἕως ἐδῶ ἡ ἐνασχόλησι ἦταν μᾶλλον ἀκαδημαϊκή. Ὁ ἄνθρωπος, ποῦ ἔλαβε πρῶτος τὰ συμπεράσματα τῶν ἐπιστημῶν τὰ ἀνέμειξε μὲ τὴν προσωπική του ἰδεολογία, τοὺς στόχους καὶ τοὺς ὁραματισμούς του γιὰ μία «βελτιωμένη», κατὰ τὴν ἀντίληψί του, «λειτουργικὴ ζωή», ἦταν ὁ ρωμαιοκαθολικὸς ἀββᾶς Gueranger, ὁ ἡγούμενος τοῦ λατινικοῦ μοναστηριοῦ Solesmes εἰς τὴν Γαλλία. Αὐτός, μὲ τὸν ρηξικέλευθο χαρακτῆρα, ποῦ τὸν διέκρινε, ἐδημιούργησε, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς δεκαετίας 1830 - 40, τὸ πρῶτο μεταξὺ τῶν φράγκων, κίνημα τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως. Ὁ ἀββᾶς Gueranger, ὅπως καὶ ἄλλοι λατῖνοι, γαλλικῆς κυρίως καταγωγῆς, ἀντελαμβάνοντο πῶς ἡ λειτουργία τους δὲν εἶχε τίποτε νὰ τοὺς προσφέρη, χωρὶς δυστυχῶς νὰ ἠμπορέσουν νὰ διακρίνουν πῶς ἡ νεκρότης αὐτὴ τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τους ὠφείλετο εἰς τὴν στέρησι τῆς θείας Χάριτος. Γι' αὐτὸ καὶ ἠθέλησαν, μὲ ἀνθρώπινα μέσα, νὰ ἐπιφέρουν μία καινούργια ἀφύπνισι δι’ ἑνὸς αἰσθητικοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ψυχολογικοῦ ἐνθουσιασμοῦ περὶ τὴν λατρεία, νὰ δημιουργήσουν ἕνα εἶδος εὐσεβισμοῦ καὶ νὰ συνδέσουν τὴν λειτουργικὴ ζωὴ μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα.
Εἰς τὴν προσπάθεια τοὺς αὐτήν ἦλθε ἀρωγὸς ὁ πάπας Πίος ὁ 10ος μὲ δυὸ ἐπίσημες ἀποφάσεις τοῦ (decretum) τὸ 1903 καὶ 1910, ὁπότε τὸ κίνημα τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως εἰς τὴν Δῦσι ἄρχισε πλέον νὰ ἀπολαμβάνη καὶ τῆς ἐπισήμου ἐγκρίσεως τοῦ Βατικανοῦ. Λίγο ἀργότερα, μόλις τὸ 1914, ὁ dom Lamdert Beauduin ἵδρυσε εἰς τὴν πόλι Louvain τοῦ Βελγίου τὴν γνωστή, γιὰ τὴν μεγάλη της δραστηριότητα, «λειτουργικὴ κίνησι», μὲ πλῆθος ἐκδόσεων, σεμιναρίων, διαλέξεων, λειτουργικῶν ἑβδομάδων, συζητήσεων, μαθημάτων καὶ περιοδικῶν. Ἕν συνεχεία αὐτὴ ἡ «λειτουργικὴ» κίνησι» ἔγινε δεκτὴ καὶ ἀπὸ τὴν παπικὴ ἱεραρχία, διότι τὴν διευκόλυνε εἰς τὴν ἀπολογία της περὶ τοῦ «τί πταίει εἰς τὴν ἐκκλησία», ὁδηγῶντας την τελικῶς εἰς τὶς ριζικὲς μεταρρυθμίσεις τῆς B' Βατικανείου Συνοδου (1965).
Ὅλες αὐτὲς οἱ δραστηριότητες περιῆλθαν εἰς γνῶσι καὶ ἑνὸς ἕλληνος θεολόγου μὲ ζῆλο διὰ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μὲ ἔμμεσο μαθητεία εἰς τὴν Πατερικὴ παράδοσι, (ἀφοῦ γνώρισε τοὺς Πατέρας μέσῳ τρίτων, δηλαδὴ κάποιων δυτικῶν συγγραφέων, κατὰ συγκινητικὴ μεταγενεστέρα ὁμολογία του, ἀξία νὰ μᾶς διδάξη πολλὰ περὶ ἀρετῆς καὶ ταπεινοφροσύνης). Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ὄντως ἀοίδιμος αὐτὸς καθηγητὴς τῆς θεολογίας, ἐπεδόθη μὲ ἐξαιρετικὴ ἀφοσίωσι εἰς τὸ νὰ ἐπικρατήση καὶ εἰς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο μία βαθεῖα λειτουργικὴ ἀναγέννησι. Μεταξὺ τῶν βασικῶν του αἰτημάτων, (κατὰ τὰ γραφόμενά του ἤδη ἀπὸ τὸ 1948), ἦταν ἡ ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, ἡ τέλεσι τῆς Λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, (αἴτημα τὸ ὁποῖον ἴσως ἐγκατέλειψε ἀργότερα), ἡ γονυκλισία τῆς Κυριακῆς, οἱ εὐχὲς τοῦ σαραντισμοῦ, ἡ χρῆσι ἀτομικῶν βιβλιαρίων, γιὰ τὴν παρακολούθησι τῆς Λειτουργίας, ἡ ἐνθάρρυνσι τῆς δημιουργίας μιᾶς ψυχολογικῆς ἐξάρσεως κατα τὴν λατρεία, κ.τ.λ. (ὅλ' αὐτὰ δανεισμένα, βεβαίως, ἀπὸ τὴ δυτικὴ «λειτουργικὴ κίνησι», ποῦ τόσο ἐθαύμαζε).
Ἦταν, ὡς φαίνεται, μία ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπικρατοῦσε ἡ ἀντίληψι πῶς ὅ,τι προήρχετο ἀπὸ τὴ Δῦσι, ἦταν κατ' ἀρχὰς καλό. Μία ἀντίληψι, ποῦ εἶχε ἐπηρεάσει σχεδὸν ὅλους ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γι' αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἀξιόλογοι ἄνθρωποι ἔκαναν λάθη. Ἄλλ' εἶχαν τοὐλάχιστον τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸ θάρρος νὰ ὁμολογήσουν ὅτι ὃλ’ αὐτὰ τὰ ἐπῆραν ἀπὸ τὴ Δῦσι, ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς προτεστάντας, ἀπὸ τὸ μοναστήρι Chevetogne καὶ τὴν κοινότητα Taizé. Πρέπει, λοιπόν, νὰ τοὺς εὐγνωμονοῦμε, διότι δὲν μᾶς ἐπλάνησαν λέγοντας ὅτι δῆθεν ἡ «λειτουργικὴ ἀνανέωσι δὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ καμμία ἔξωθεν ἐπιρροὴ καὶ ὁδηγία ἑτεροδόξων κινήσεων», ὅπως τολμᾶ νὰ γράφη σήμερα ὁ ἀνωτέρω ἀρθρογράφος. Τίθεται, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα: Ἄραγε ὁ «πρωτοπόρος» αὐτός, ποῦ συνέστησε τὴν λειτουργικὴ κίνησι στὴν Ἑλλάδα, ἔκανε λάθος γράφοντας ὅτι τὴν ἐνεπνεύσθη ἀπὸ τοὺς δυτικούς, ὥστε νὰ ἔρχεται σήμερα κάποιος μαθητὴς του νὰ τὸν διορθώση, νὰ τοῦ ὑποδείξη ὅτι δὲν τὴν ἐνεπνεύσθη ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἐπωνύμους λατίνους, ἀλλὰ ἀπὸ κάποιους ἀγνώστους, ἀνύπαρκτους ὀρθοδόξους; Δηλαδή, κατὰ τὴν παροιμία, νὰ «ἔρχεται ὁ ἐγγονός, γιὰ νὰ δείξη στὸν παπποῦ τὰ ἀμπελοχώραφά του»..
Ἐπίσης, εἶναι ἄρά γὲ ποτὲ δυνατόν, κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι, ποῦ μαθητεύουν εἰς τὸν «πρωτοπόρο» αὐτόν, ἢ εἰς τὸν ρῶσσο πρωτοπρεσβύτερο, νὰ νομίζουν ὅτι ὀρθοδοξοῦν, ἐνῷ βαδίζουν εἰς τὰ ἴχνη τῆς λατινογενοῦς «λειτουργιολογίας» τους; Ἐπὶ τέλους, αὐτὸς ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς ἐργάσθηκε μετὰ ζήλου, ἀλλὰ σιωπηλῶς, διότι ἤξευρε ὅτι: α') Ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικῶς. β') Ἀπὸ τὸν 4ον μέχρι τὸν 20ὸν αἰ., εἰς ὁλόκληρο τὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία οἱ εὐχὲς αὐτὲς ἀναγινώσκονται μυστικῶς, καίτοι δὲν ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ σχετικὲς ρουμπρίκες (τυπικὲς διατάξεις), καὶ γ') Ἂν τυχὸν σήμερα ἐπεβάλλετο ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν αὐτῶν, θὰ ἐδημιουργεῖτο εἰς τὴν Ἐκκλησία ἕνα νέο σχίσμα, μεγαλύτερο ἴσως ἐκείνου τῶν παλαιοημερολογιτῶν.
Ἄλλ' ἀκόμη καὶ ἂν τυχὸν θὰ ἦταν δυνατὸν ὃλ’ αὐτὰ νὰ ἀμφισβητηθοῦν, θὰ ἔπρεπε ἐμεῖς νὰ διαθέταμε τοὐλάχιστον τὴν κοινὴ λογική. Διότι ἔστω ἔγινε ὅ,τι ἔγινε μὲ τὴ λειτουργικὴ μεταρρύθμισι στὴν Δῦσι ἀπὸ τὸν Gueranger, τὸν Beauduin καὶ τέλος τὴν Βατικάνειο Σύνοδο. Ποιοί, ὅμως, ὑπῆρξαν οἱ καρποί της; Τί προσέφερε εἰς τὴν Δῦσι καὶ μάλιστα εἰς τὴν Γαλλία, ποῦ εὐτύχησε νὰ ἔχη τοὺς περισσοτέρους ὀπαδούς, ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ κίνησι; Δυστυχῶς, δὲν ἐπρόλαβε νὰ τελειώση ὁ αἰῶνας καὶ ἡ Δῦσι, ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Γαλλία, ἀπεχριστιανίσθη! Οἱ ἐκκλησίες της ἄδειασαν κυριολεκτικῶς! Σπανίως σήμερα κάποιος νέος γίνεται ἱερεύς, καίτοι ὁ ρόλος του, μετὰ τὴν B' Βατικάνειο Σύνοδο, εἶναι πολὺ ἀναβαθμισμένος! Οἱ λαϊκοί, παρ’ ὅτι ἔχουν πλέον ἐνεργοτάτη συμμετοχὴ εἰς τὴν λατρεία, σπανιότατα προσέρχονται νὰ ἐκκλησιασθοῦν! Μάλιστα, μετὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως, καὶ οἱ τελευταῖοι ὀπαδοὶ τῆς παπικῆς ἐκκλησίας τὴν ἐγκατέλειψαν σκανδαλισμένοι, ἢ ἀπογοητευμένοι, ἢ ἀγανακτισμένοι, γιὰ τὰ θέατρα, ποῦ ἔστησαν ἐμπρὸς εἰς τὰ ἀλτάρια οἱ φραγκο-παπᾶδες της.
Ἄν, λοιπόν, ἡ λειτουργικὴ μεταρρύθμισι ἦταν τόσο καλή, ὅπως καλοπροαιρέτως ἐνόμιζαν κάποιοι τὸ 1949, ὅμως σήμερα, ποῦ βλέπομε τοὺς καρπούς της, δὲν ἠμποροῦμε παρὰ νὰ ἀναθεωρήσωμε τὶς ἀπόψεις μας, ἂν θέλωμε νὰ μὴ ἰσχύση δι' ἐμᾶς τὸ ρητὸ τοῦ Ἰώβ: «Ἀπώλοντο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτοὺς σοφίαν». Εἶναι ἄρά γὲ τόσο δύσκολο νὰ ἀκούσωμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅτι «ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς», ἢ μήπως θέλομεν, ἐλαφρὰ τῇ συνειδήσει, νὰ καταντήσωμε εἰς τὰ ἴδια χάλια; «Οὐ δύναται δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ἐνεγκεῖν», εἶπεν ὁ Κύριος, ἀλλ’ ἐμεῖς, ὡς φαίνεται, «οὗ βουλόμεθα συνιέναι», ἐπειδή, κατὰ τὸν Σολομῶντα, «κτήσασθαι σοφίαν ἄκαρδος οὐ δυνήσεται»!