Ἐρώτηση: Εἶναι κακό νά εἶσαι ἐθνικιστής, ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ φανατισμοῦ πού φθάνει καί σέ ἀκρότητες;
Ἀπάντηση:
Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα θά δώσουμε κάποιους ὁρισμούς τῶν λέξεων ἔθνος, ἐθνικισμός, πατριωτισμός καί ἐθνισμός γιά νά γίνει πιό κατανοητή ἡ ἀπάντηση. Στή συνέχεια πρέπει νά ποῦμε πώς στήν ἀπάντηση βοήθησαν ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί κείμενα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ γέροντα Παϊσίου, τοῦ Φώτη Κόντογλου, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου ἐξ Οἰκονόμων καί τοῦ αἰδεσιμ. πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ.
Τὸ ἔθνος εἶναι μία ἀνθρώπινη κοινότητα συγγένειας καὶ εἰδικότερα μία ὁριοθετημένη, γεωγραφικὰ ἐκτεταμένη κοινότητα ποὺ διαθέτει χρονικὸ βάθος καὶ βασίζεται στὸ βιολογικὸ γεγονὸς τῆς γέννησης.
Ὁ ὅρος «ἔθνος», μαζὶ μὲ τὰ συνώνυμά του, ἀποφορτίζεται ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ τὸ παλαιὸ νόημά του καὶ ἀναφορτίζεται (=ἐνέργεια ποὺ χαρακτηρίζει ὅλη τή θεολογικὴ γλώσσα τοῦ Χριστιανισμοῦ) μὲ ἔννοια πνευματικὴ - πολιτιστική, στὰ ὅρια τῆς νέας ὑπαρξιακῆς καὶ ὑπαρκτικῆς γεννήσεως τῶν Χριστιανῶν (βλ. Ἰω. α΄,13: «οἳ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν»). Αὐτὴ ἡ νέα συνείδηση καὶ πραγματικότητα ἐκφράζεται στὴν Ἀποκάλυψη (κεφ. ε΄, 9-10): «...Ἄξιος εἶ λαβεῖν τὸ βιβλίον καὶ ἀνοῖξαι τάς σφραγίδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους». Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ὁ νέος κόσμος, ἡ νέα «ἐν Χριστῷ» κοινωνία.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, μὲ τὴ λατρεία της κυρίως, διασώζει, εἰς πεῖσμα τῆς πολιτικῆς καὶ διπλωματίας, τὴν ἑνότητα καὶ οἰκουμενικότητα τῆς Ρωμανίας / Βυζαντίου, μὲ ἑνωτικὸ σύνδεσμο τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Στήν Καινή Διαθήκη «ἔθνη» ἀποκαλοῦνται οἱ εἰδωλολάτρες - ἐθνικοί, οἱ μὴ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ μὴ χριστιανοί. Αὐτὸ ἐννοεῖ π.χ. ὁ Χριστὸς στὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους» ὁμιλία, λέγοντας: «πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ» (Ματθ. στ΄, 32). Τὴν ἴδια ἔννοια ἔχει καὶ ὁ λόγος γιὰ «ἕλληνες» στὸ Ἰω. ιβ΄, 20. Πρόκειται γιὰ «ἐθνικούς» (εἰδωλολάτρες) προσηλύτους. Αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἐθνικιστές, οἱ ὁποῖοι, στηριζόμενοι σὲ ἀνεπιστημονικὲς μυθοπλασίες, βλέπουν στὸ χωρίο αὐτὸ πράγματα ἄσχετα πρὸς τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια.
Ὁ Χριστὸς παραδόθηκε στὰ «ἔθνη» (=ἐθνικούς) (Ματθ. κ΄, 19). Ἡ ἐντολή του, ὅμως, μετὰ τὴν ἀνάστασή του εἶναι «πορευθέντες, μαθητεύσατε (=κάμετε μαθητὲς - χριστιανούς) πάντα τὰ ἔθνη» (=λαούς) (Ματθ. κη΄, 19). Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ ὅρος «ἔθνος» (ἢ «ἔθνη») ἔχει κυρίως πνευματικὴ - θρησκευτικὴ καὶ ὄχι φυλετικὴ σημασία. Σημαντικό, ὅμως, εἶναι, ὅτι ἤδη στὴν Κ.Δ. χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «ἔθνος», πάλι μὲ πνευματικὴ ἔννοια, γιὰ νὰ δηλώσει δηλαδή τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, τὸν «λαὸ τοῦ Θεοῦ», τὸ «ἔθνος ἅγιον» (Α' Πέτρ. β΄, 9). «Ἔθνος ἅγιον» καὶ «λαὸς τοῦ Θεοῦ» ταυτίζονται νοηματικὰ καὶ σημαίνουν τὸ «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ», τὴν Ἐκκλησία, μὲ ὑπόβαθρο καθαρὰ ἀ-φυλετικό.
Ἔτσι, ὁδηγούμαστε στὸ Γαλ. γ΄, 27 , ὅπου ὁρίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο, ὅτι οἱ βαπτισμένοι «εἰς Χριστόν» (=ὅσοι «πέθαναν» καὶ ἀναγεννήθηκαν στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ) ἔχουν ντυθεῖ τὸν Χριστὸ καί ἔτσι, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος ἢ Ἕλλην». Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν πιὰ διαφορὲς (φυλετικὲς - ταξικές), ἀφοῦ ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας ἑνώνει, ἐνῶ οἱ ὅποιες ἄλλες ἰδιότητες χωρίζουν. Ὅλα αὐτὰ ὅμως (ὅπως καὶ στὸ Κολ. γ΄, 11) σὲ πλαίσια καθαρὰ ὑπερεθνικὰ καὶ ἀφυλετικά. Οἱ πιστοὶ εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι «προσωπολήπτης», ἀφοῦ «ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστίν» (Πράξ. ι΄, 34). Ἡ πέτρεια ἔννοια «ἔθνος ἅγιον» ταυτίζεται μὲ τὸν παύλειο ὅρο «λαὸς Θεοῦ» (π.χ. Β' Κορ. στ΄, 16: «...καὶ ἔσομαι αὐτῶν θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονται μοι λαός». Πρβλ. Α' Πέτρ. β΄, 9-10: «Ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν..., οἳ ποτὲ οὐ λαός, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ», ὅπου ὑπεισέρχεται καὶ ὁ ὅρος «γένος», δηλωτικός τῆς νέας πνευματικῆς καταγωγῆς ἀπὸ τὸν «δεύτερο Ἀδάμ» καὶ γενάρχη τῆς νέας ἀνθρωπότητας, τὸν Ἰησοῦ Χριστό).
Ὅλ' αὐτὰ τὰ χωρία, ποὺ ἐνδεικτικὰ ἀναφέρθηκαν, σχετίζονται μὲ τὸ νέο ἔθνος - γένος - λαό, τὸ «Σῶμα» τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ὑποκαθιστᾶ τὶς ὁποιεσδήποτε ἀνθρώπινες καὶ ἱστορικὲς σχέσεις, ἀφοῦ ἀνάγει σὲ μία νέα ὄχι μόνο ἐνδοϊστορική, ἀλλὰ συνάμα καὶ ὑπεριστορικὴ πραγματικότητα, σὲ ἕνα νέο Θεανθρώπινο κόσμο, ποὺ ἑνώνει τοὺς λαοὺς τῆς γῆς σὲ μία ἑνότητα, θεμελιωμένη στὴν ἄκτιστη «θεία Βασιλεία» (χάρη). Ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν χριστιανῶν τὸν 6ο αἰώνα «τρίτον γένος» (genus tertium) ἐνσαρκώνει τὴ νέα αὐτὴ συνείδηση καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν φυλετικῶν διαιρέσεων, ἀφοῦ οἱ «ἀναγεννημένοι» μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ «κοιλία» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ βαπτιστήριο (ἢ τὴν κολυμβήθρα), κληρονομοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μία νέα-διαφορετικὴ φύση, ποὺ καταργεῖ τὴν «πεσοῦσα» φύση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ.
Αὐτὰ εἶναι τὰ θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, ποὺ ἐνεργοποιοῦνται μὲ τὴν ἐνσωμάτωση τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἱστορικὲς - ἐνδοκοσμικὲς σχέσεις δὲν ἀναιροῦνται, ἀλλὰ ὑπερβαίνονται καὶ ἱεραρχοῦνται. Ὁ Βαρνάβας, ἔτσι, καὶ ὡς ἀπόστολος καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, χαρακτηρίζεται «Κύπριος τῷ γένει» (Πράξ. δ΄, 36), ὁ ἴδιος δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἀποποιεῖται τὴν καταγωγὴ του (Γαλ. α΄, 13 ), ἀφοῦ ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ «πατήρ» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Α΄ Ἰω. β΄, 23), «ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ παντὸς προσώπου τῆς γῆς, ὁρίσας... τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. ιζ΄, 25 ). Μὲ αὐτὰ δηλώνεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους λόγω τῆς κοινῆς ΟΛΩΝ καταγωγῆς («ἐξ ἑνός» αἵματος ἢ ἀνθρώπου) καὶ ἄρα τὸ ἀβάσιμο καὶ ἀντιχριστιανικό τοῦ φυλετισμοῦ.
Ὁ Ἐθνικισμὸς (ἀγγλ. nationalism) εἶναι πολιτικὴ ἰδεολογία ποὺ ὑποστηρίζει μὲ πάθος τὴν ἰδέα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας γιὰ μία συγκεκριμένη ὁμάδα ἀνθρώπων (ἔθνος), τὴ διατήρηση τῆς ταυτότητας αὐτῆς ἀλλά καὶ τῶν ξεχωριστῶν χαρακτηριστικῶν τῶν ἀτόμων πού ἀποτελοῦν αὐτήν τήν ὁμάδα. Ἡ σημερινὴ χρήση τῆς λέξης Ἐθνικισμὸς ἀναφέρεται στὸν ἐθνικὸ, θρησκευτικὸ ἤ στρατιωτικό ἐθνικισμό.
Ὁ ἐθνικισμὸς δὲν ἐπιδιώκει συμβιβασμούς. Ἐπιζητεῖ νὰ ἀπαλείψει τὶς ἰδιαιτερότητες καὶ τὶς περιπλοκὲς ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Προτάσσοντας ἕνα συστηματικό, ἀλλὰ ἐλάχιστα ἀνεκτικὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ μὴ ρεαλιστικό κοσμοείδωλο, ἡ ἰδεολογία τοῦ ἐθνικισμοῦ εἶναι σχετικὰ καινούργια στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο.
Ὁ ἐθνικισμὸς ὡς ἰδεολογία μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ νὰ ἐμφανίζεται μὲ διάφορες μορφές, εἴτε ὡς προοδευτικὴ καὶ ἀπελευθερωτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ ἀνεξαρτησία, εἴτε ὡς ἀνορθολογικὸ καὶ ἀντιδραστικὸ δόγμα, ποὺ ἐπιτρέπει στοὺς ἑκάστοτε ἡγέτες νὰ ἀκολουθοῦν πολιτικὲς στρατιωτικῆς παρέμβασης ἢ ἐπεκτατικοὺς πολέμους στὸ ὄνομα τοῦ ἔθνους.
Ὁ πατριωτισμὸς ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δὲν ἀρνεῖται τὶς διαφορετικὲς ἐπιδιώξεις ἐκ μέρους τῶν μελῶν ἑνὸς ἔθνους, οὔτε ἀπορρίπτει τὶς διαφορετικὲς ἀντιλήψεις περὶ ἔθνους, ὅπως κάνει συχνὰ ὁ ἐθνικισμός. Πράγματι, στὸ μέτρο ποὺ ὁ πατριωτισμὸς ἐκφράζει τὴν προσήλωση στὴν εὐημερία τῆς πατρίδας, μπορεῖ νὰ συντελέσει στὴ γεφύρωση τῶν διαφορετικῶν ἀπόψεων ποὺ ἐκφράζονται σχετικὰ μὲ τὰ καταστατικὰ στοιχεῖα ἑνὸς ἔθνους, μέσῳ λογικῶν διευθετήσεων μεταξὺ τῶν μελῶν οἱ ὁποῖες ὀφείλονται ἀκριβῶς στὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τὴ συλλογικὴ εὐημερία.
Σύμφωνα μέ τόν πρωτ. Γεώργιο Μεταλληνό οἱ ὅροι πατριωτισμὸς καὶ φιλοπατρία ἐκφράζουν κάτι σαφὲς καί, ὅπως πιστεύω, καθολικὰ δεκτό· τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, ὡς τόπο τῆς στενότερης ἢ εὐρύτερης καταγωγῆς, κάτι ποὺ καταφάσκει καὶ ἡ ὀρθόδοξη παράδοση διὰ στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου (4ος αἰ.): «Μητέρα τιμᾶν τῶν ὁσίων (=εἶναι ἱερὸ νὰ τιμᾶ κανεὶς τὴ μητέρα του)· μήτηρ δὲ ἄλλη μὲν ἄλλου, κοινὴ δὲ πάντων (μήτηρ) πατρίς».
Πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἡ διαφοροποίηση τοῦ ἐθνισμοῦ ἀπό τόν ἐθνικισμό. Ὁ μὲν πρῶτος ταυτίζεται μὲ τὸν «πατριωτισμό», ὁ δεύτερος ὅμως κρύβει τὴ νόσο τοῦ μισαλλόδοξου φανατισμοῦ, μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες ταυτίσεις καὶ προεκτάσεις.
Γενικότερα, ὑπάρχει μία διαφορὰ μεταξὺ ἐθνικιστῶν καὶ πατριωτῶν. Οἱ ἐθνικιστὲς εἶναι ἐντελῶς ἀκραῖοι καὶ κολλημένοι σὲ γεγονότα τὰ ὁποῖα πλέον εἶναι παρελθόν. Οἱ διαμορφωμένες ὅμως ἱστορικὰ -καὶ μέσα στὴ δυναμική τῆς πτώσεως- «ἐθνότητες» καὶ οἱ ὁποιεσδήποτε ἀνάμεσά τους διαφορὲς - διακρίσεις δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ δημιουργὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ ἐκφράζει ὡς πανορθόδοξο βίωμα τὸ «κοντάκιο» τῆς Πεντηκοστῆς: «Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε...». Ἡ Πεντηκοστή ἀντιπαρατίθεται σ' αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Βαβὲλ (Γεν. κεφ. ια΄). Στὸ πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄, 1 ) ζεῖ ἡ Ἐκκλησία, τὴν αὐθεντική της ἔκφραση, ὡς Ὀρθοδοξία. Γι᾿ αὐτό καί χωρὶς κανένα δισταγμὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναφέρονταν -καὶ ἀναφέρονται- στοὺς ἁγίους τοῦ προφητικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ (Ἠσαΐα, Μωυσῆ, Δαβίδ). Ὁ Ἕλληνας - Καππαδόκης ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης θὰ προβάλλει λ. χ. τὸν Μωυσῆ ὡς πρότυπο θεουμένου. Οἱ ἅγιοι Ἐφραὶμ καὶ Ἰσαάκ, καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἦσαν Σύροι. Σέμνωμα τῆς Ὀρθοδοξίας θεωροῦμε καὶ μεῖς, οἱ «ἐκ καταγωγῆς» Ἕλληνες, τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ἢ τὸν ἅγιο Σάββα τὸν Σέρβο.
Οἱ αἱρετικοί, ὅμως, (π.χ. οἱ Ἀρειανοί), προετοιμάζοντας τὴν ἐμφάνιση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, στρέφονται «μονιστικά» στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ταυτιζόμενοι κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τοὺς σημερινοὺς ἐθνικιστὲς - ἀρχαιολάτρες, ποὺ ἀπορρίπτουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς «ἑβραϊκό»(!) βιβλίο καὶ τοὺς Ἁγίους της (Προφῆτες) ὡς «ἑβραίους».
Ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὅμως τιμῶνται ὡς ἅγιοι τῆς πίστεώς μας, ἰσόκυροι μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες μας α) οἱ Προφῆτες, β) οἱ ἅγιοι Μακκαβαῖοι παῖδες μαζὶ μὲ τὴν ἁγία μητέρα τους Σολομονὴ καὶ τὸ δάσκαλό τους Ἐλεάζαρ, διότι ἀκριβῶς τὰ κριτήρια τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ἐθνικιστικά, ἀλλὰ ὑπερεθνικά.
Ἡ αἵρεση πάντα θὰ ἀρνεῖται τὴν καθολικότητα καί, συνεπῶς, καὶ τὴν ὑπερεθνικότητα, κινούμενη σὲ πλαίσια σαφῶς φυλετικὰ καὶ ἐθνικιστικά.
Ἡ Ὀρθόδοξη καθολικότητα εἶναι ἡ μήτρα, στὴν ὁποία κυοφορεῖται ἡ ὑπερεθνικότητα. Τὸ ὑπερεθνικό ὅμως στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἀναιρεῖ τὸ ἐθνικό. Δὲν εἶναι «ἀνεθνική» ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Δὲν καταργεῖ τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ λειτουργεῖ διασπαστικά. Ὅπου καὶ ὅταν εἶναι ἀκμαῖο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἐκεῖ βιώνεται ἡ οἰκουμενικότητα καὶ ρωμαίικη παναδελφότητα· ὅπου ὅμως ἐπικρατεῖ ἡ ἐνδοκοσμικὴ προοπτικὴ καὶ ἐσχατολογία, ἐκεῖ κατισχύει ἡ ἐθνικότητα ὡς φυλετισμός.
Ἡ διαχρονικότητα αὐτῆς τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ δυὸ κείμενα, ποὺ ἀπέχουν μεταξὺ τους 16 αἰῶνες, τὴν Πρὸς Διόγνητο Ἐπιστολὴ (β' αἰ.) καὶ τὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (ιη' αἰ.). Στὸ πρῶτο κείμενο ὁρίζεται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι- πᾶσα ξένη πατρὶς ἐστὶν αὐτῶν καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη». Δὲν παύουν δηλαδή νὰ εἶναι «πολῖτες» (καὶ πατριῶτες), ἀλλὰ δὲν δένονται μὲ τὴν προσωρινότητα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἐκφράζει καὶ ὁ Πατροκοσμᾶς: «ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καὶ μάταια, εἶναι ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀποκούρου... Ἠμεῖς, Χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεός μᾶς ἔβαλεν τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας». Ἔτσι σκέπτονται οἱ αὐθεντικὰ ὀρθόδοξοι, δηλ. οἱ Ἅγιοι. Ἡ σκέψη δὲ αὐτὴ δὲν εἶναι προφανῶς ἐθνικιστική, ἀλλὰ οὔτε καὶ διεθνιστική. Διότι, ὅπως ἐλέχθη, δὲν καταργεῖται ὁ ἐθνισμὸς καὶ ἡ ἐθνότητα, ἀλλὰ ἱεραρχεῖται στὸ «πραγματικό», ποὺ εἶναι τὸ αἰώνιο. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸν Πατροκοσμὰ γιὰ «ἐθνικὴ μειοδοσία»!
Βεβαίως ὁ «φυλετισμός» (ρατσιστικὸς ἐθνικισμός) καταδικάσθηκε συνοδικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1872, μὲ ἀφορμὴ τὶς πρῶτες ἐκρηκτικὲς ἐκφάνσεις τοῦ ἐθνικισμοῦ στὴ Βαλκανική, τὸ πραξικοπηματικὸ Ἑλλαδικὸ αὐτοκέφαλο (1833) καὶ τὴ Βουλγαρικὴ Ἐξαρχία (1870). Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ στὴ συνάφεια αὐτή, ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, κινούμενοι στὸ σύνδρομο τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, καταλύσαμε πρῶτοι τὴν ὑπερεθνικὴ παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης, οἱ πολιτικὲς δὲ Ἡγεσίες τῶν ὀρθοδόξων ἐθνῶν τῆς Βαλκανικῆς ἀκολουθοῦν μὲ σχολαστικὴ ἀκρίβεια ὅλες τὶς πολιτειοκρατικὲς αὐθαιρεσίες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, χρησιμοποιώντας τες μόνιμα ὡς προηγούμενο. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρὰ ὑπόψη, ὅταν διαμαρτυρόμαστε γιὰ συμπεριφορές, ὅπως αὐτὴ τοῦ Μπερίσα, ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Ἀλβανίας...
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 ἀντιμετώπισε τὸν ἐθνοφυλετισμὸ (ἐθνικισμό) ὡς αἵρεση. Ὁ φυλετισμὸς χαρακτηρίζεται ἀσυμβίβαστος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ὡς προβολὴ τῆς φυλῆς καὶ τοῦ ἔθνους εἰς βάρος τῆς πίστεως, μὲ συνέπεια τὴ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κείμενο εἶναι σαφές: καταδικάζει τὶς φυλετικὲς διακρίσεις καὶ ἐθνικὲς ἔριδες καὶ τὶς διχοστασίες, ποὺ ἀναιροῦν τὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως». Ὁ φυλετισμὸς (ἐθνικισμός) καταδικάζεται ὡς «καινὴ δόξα», «ξένος» πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ «νεωτερικὴ λύμη».
Ἔχει μεγάλη σημασία, ὅτι τὴ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ 1872 ὑπέγραψαν καὶ πρώην Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες, ἀλλὰ καὶ οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος καὶ Ἀντιοχείας Ἰερόθεος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος. Ὁπότε τὸ κείμενο ἔλαβε πανορθόδοξη σημασία.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει Χριστοκεντρικὸ φρόνημα καὶ συνείδηση, ποὺ ἐνσαρκώνεται σὲ τρόπο ζωῆς, καὶ μόνο μέσα στὰ ὅρια αὐτὰ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας μπορεῖ νὰ παραμείνει δύναμη ἑνοποιητικὴ καὶ νὰ ἀναπτύξει τὴν ἑνωτικὴ δυναμική της.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ διὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ζοῦν ἡ Ρωμανία καὶ ἡ ἑνότητά της. Γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὴν Εὐχαριστιακὴ σύναξη καὶ σύνολη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται ἡ ὑπερεθνικὴ ἑνότητά μας στὰ ὅρια τῆς «κατὰ Θεὸν πατρίδος». Χωρὶς πατερικὸ φρόνημα καὶ ἐμπειρία, κάθε λόγος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἁπλὴ πολιτικὴ καὶ γι' αὐτὸ δὲν πείθει τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ὅπως, ὅμως, ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, δὲν ἐργάζονται μόνο οἱ ἀρχαιόπληκτοι ἐθνικιστὲς ἐναντίον τοῦ ἀληθινοῦ πατριωτισμοῦ - ἐθνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀθεράπευτα εὐρωπαϊστές. Ἐνῶ ὅλο τὸν 19ο καὶ 20ό αἰώνα ἡ Εὐρώπη καλλιεργοῦσε τὴν ἐθνι(κιστι)κὴ ὑστερία στὰ Βαλκάνια, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει εὔχρηστα προτεκτοράτα, σήμερα, μέσα στὴν προοπτική τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανα κάποιους κονδυλοφόρους τοῦ δημοσιογραφικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐπιστημονικοῦ χώρου, ἐπιδιώκει νὰ ἀμβλύνει, ὥσπου νὰ τὸ νεκρώσει, τὸ ἐθνικό-πατριωτικὸ φρόνημα, ἐνῶ κύκλοι της ἐμμένουν πεισματικὰ στὸν ἐθνικισμὸ - ρατσισμό τους.
Εἶναι ἀνάγκη, συνεπῶς, νὰ συνειδητοποιήσουν καὶ οἱ Ἕλληνες «ἐθνικιστές», ὅτι μὲ τὴν τακτική τους συμπλέουν, τελικά, μὲ τὸν εὐρωπαϊκὸ ἐθνικισμὸ - ρατσισμό, δολοφονώντας τὸν αὐθεντικὸ πατριωτισμό, ποὺ θεμελιώνεται μόνο στὴν ἄδολη φιλανθρωπία τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας. Παράλληλα, ὅμως, βλάπτουν καὶ τὴν ὑπερεθνικὴ ρωμαίικη ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μὲ τὴν ὑποτίμηση τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας, μὲ τὴν «ἐθνικοποίησή» της, δηλαδὴ τὴ διαστρέβλωση τῆς κατ' ἐξοχὴν ἑνοποιητικῆς μας δύναμης στοὺς δύσκολους καιρούς μας. Τελικὰ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἐθνικισμός δὲν ἀποβαίνει ἀρνητικὴ δύναμη μόνο γιὰ τὴν πίστη καὶ τήν παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Ἔθνος, τὸ ὁποῖο διατείνεται ὅτι θέλει νὰ προφυλάξει.
Ὁ γέροντας Παΐσιος ἐπιβεβαιώνει συχνά στούς λόγους του τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη πού ὀφείλουμε νά ἔχουμε πρός τήν πατρίδα μας, χωρίς φανατισμό καί βία. Μετά ἀπό σχετική ἔρευνα συλλέξαμε ἐνδεικτικά τά παρακάτω:
«...Χρειάζεται διάκριση. Εἶναι φορές πού δέν πρέπει νά μιλήσουμε καί ἄλλες φορές πού πρέπει νά ὁμολογοῦμε μέ παρρησία τό «πιστεύω» μας, γιατί φέρουμε εὐθύνη, ἄν δέν μιλήσουμε...Ἄν δέν ἀντιδράσουμε, θά σηκωθοῦν οἱ πρόγονοί μας ἀπό τούς τάφους.Ἐκεῖνοι ὑπέφεραν τόσα γιά τήν πατρίδα καί ἐμεῖς τί κάνουμε γι᾿ αὐτήν; Ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ὀρθοδοξία, μέ τήν παράδοσή της, τούς Ἁγίους καί τούς ἥρωές της, νά πολεμεῖται ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἕλληνες καί ἐμεῖς νἀ μή μιλᾶμε! Εἶναι φοβερό!...Ἄν οἱ Χριστιανοί δέν ὁμολογήσουν, δέν ἀντιδράσουν, αὐτοί θά κάνουν χειρότερα. ...Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μιλάει, γιά νά μήν ἔρθει σέ ρήξη μέ τό κράτος, ἄν οἱ μητροπολῖτες δέν μιλοῦν, γιά νά τά ἔχουν καλά μέ ὅλους, γιατί τούς βοηθοῦν στά ἱδρύματα,...οἱ Ἁγιορεῖτες πάλι ἄν δέν μιλοῦν, γιά νά μήν τούς κόψουν τά ἐπιδόματα,...ἄν οἱ καθηγητές τῆς Θεολογίας δέν φωνάζουν γιατί εἶναι ὑπάλληλοι καί θά χάσουν τό μισθό τους, τότε ποιός θά μιλήσει;
Παλιά τό ἔθνος μας ζοῦσε πνευματικά, γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός τό εὐλογοῦσε καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦσαν καί νικούσαμε τούς ἐχθρούς μας. Σήμερα λέμε πώς εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, ἀλλά δυστυχῶς συχνά μόνο τό ὄνομα «Ὀρθόδοξος» ἔχουμε καί ὄχι ὀρθόδοξη ζωή.
Νά προσεύχεσθε νά ἀναδείξει ὁ Θεός πνευματικούς ἀνθρώπους, Μακκαβαίους, γιατί ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη. Οἱ Μακκαβαῖοι διακρίθηκαν γιά τούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς πατρώας πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας.
Ὅσο μπορεῖ κανείς, νά γίνει σωστός Χριστιανός. Τότε θά ἔχει πνευματικό αἰσθητήριο. Λίγο πολύ θά πονάει καί τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Πατρίδα του καί θά αἰσθάνεται καί τήν ὑποχρέωση πού ἔχει ὡς Ἕλληνας. Ὁπότε ἀπό κεῖ καί πέρα ἄν μάθει κάτι, ἐνδιαφέρεται, ἀνησυχεῖ, προσεύχεται. Ἀλλά ἄν πρέπει νά τοῦ λένε : «Τώρα νά ἐνδιαφερθεῖς γι᾿ αὐτό, ὕστερα νά ἐνδιαφερθεῖς γιά ἐκεῖνο», θά εἶναι σά μιά τετράγωνη ρόδα πού θέλει συνέχεια σπρώξιμο, γιά νά προχωρήσει. Σκοπός εἶναι νά σπρώχνεται ἀπό μέσα ὁ ἄνθρωπος. Τότε θά κυλᾶ ὄμορφα σά στρόγγυλη ρόδα. Καί τότε ὁ Θεός τόν πληροφορεῖ πιό πολύ καί ἀπό αὐτόν πού διαβάζει, καί γιά περισσότερα πράγματα. Γνωρίζει ὄχι μόνο αὐτά πού γράφουν, ἀλλά καί αὐτά πού σκέφτονται νά γράψουν. Καταλάβατε; Ἔρχεται ὁ θεῖος φωτισμός καί ὅλες οἱ ἐνέργειές του εἶναι φωτισμένες.
...Ἐμεῖς, τό μικρό αὐτό ἔθνος, πιστέψαμε στόν Μεσσία, μᾶς δόθηκε ἡ εὐλογία νά διαφωτίσουμε ὅλον τόν κόσμο. ...Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί τί τράβηξαν! Κινδύνευε συνέχεια ἡ ζωή τους. Τώρα τί ἀδιαφορία ὑπάρχει!...Ἄν σήμερα ἔχουμε λιγάκι εἰρήνη, ξέρεις τί ἔχουν τραβήξει οἱ παλιοί; Ξέρεις πόσοι θυσιάσθηκαν;...Καί κάνω μιά σύγκριση· πῶς τότε ἐνῶ κινδύνευε ἡ ζωή τους κρατοῦσαν τήν πίστη τους καί πῶς τώρα χωρίς καμιά πίεση ὅλα τά ἰσοπεδώνουν! Ὅσοι δέν ἔχουν χάσει τήν ἐθνική τους ἐλευθερία δέν καταλαβαίνουν....Τήν Ὀρθοδοξία μας σάν Ἕλληνες τήν ὀφείλουμε στόν Χριστό καί τούς ἁγίους Μάρτυρες καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας·καί τήν ἐλευθερία μας τήν ὀφείλουμε στούς ἥρωες τῆς πατρίδας μας, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά μᾶς. Αὐτήν τήν ἁγία κληρονομιά ὀφείλουμε νά τήν τιμήσουμε καί νά την διατηρήσουμε καί ὄχι νά τήν ἐξαφανίσουμε στίς μέρες μας.Εἶναι κρῖμα νά χαθεῖ ἕνα τέτοιο ἔθνος!»
Ἐκτός ἀπό τόν γέροντα Παΐσιο ὁ Φώτης Κόντογλου γράφει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «... Δέν εἶναι μονάχα ἡ ἐξυπνάδα ἀλλά προπάντων ἡ φλόγα τῆς καρδιᾶς καί κάποια ἰδιαίτερη σεμνή καρτερία τῆς ψυχῆς πού δέν βρίσκεται σέ κανένα λαό. ...Ἡ ψυχή τῆς Ἑλλάδας σέ ὅ, τι κάνει, ἔχει μιά ἰδιαίτερη μοσχοβολιά πνευματικῆς ἁγνότητας, πού δέν ἔχει κανένας ἄλλος....Αὐτό τό ἦθος, αὐτή ἡ φυσική οὐσία πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός, εἶναι στολισμένη μέ κάποιες μυστηριώδεις χάρες, πού ἁγιάζουν τόν πόνο, ἡμερεύουν τόν θάνατο, νοστιμεύουν τό καθετί πού δημιουργοῦμε, μ᾿ ἕναν λόγο κάνουμε τήν ἔρημο ν᾿ ἀνθίσει. Κι᾿ αὐτά ὅλα μεταδίδονται ἀπό γενεά σέ γενεά μέσα ἀπό τό αἷμα, μά πιό πολύ μέ κάποια ἱερή καί καταπληκτική λειτουργία πού λέγεται ἑλληνική παράδοση!...Λοιπόν αὐτή τήν ἁγιασμένη κιβωτό, αὐτή τήν ἀτίμητη παράδοση, φυλάξετέ την μέ κάθε τρόπο. Γιατί χωρίς αὐτήν, ἡ Ἑλλάδα εἶναι κορμί χωρίς ψυχή, λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κοπέλα χωρίς ὀμορφιά....
Τό σημαντικότερο ὅμως καί διδακτικότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πονάει γιά τήν πατρίδα του:
Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς Προφήτας, καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου, ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε; ἰδού ἀφίεται ὑμῖν, ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (Ματθ. κγ΄, 36)
Τά λόγια αὐτά δείχνουν ὄχι μόνο πώς ὁ Χριστός λυπᾶται καί συμπαθεῖ τήν Ἱερουσαλήμ, παρά τό ὅτι τήν κατηγορεῖ ὡς φονεύτρια, μή θέλουσα τό ἔλεός Του, ἀφοῦ πίστεψε στόν διάβολο ὁ ὁποῖος καί τήν διασκορπίζει, ἀλλά καί πώς ἐνδιαφέρεται καί γιά τίς γήϊνες πατρίδες. Θά μποροῦσε δηλαδή νά μήν ἦταν τόσο ἀφοσιωμένος στήν Ἱερουσαλήμ, ἀλλά νά ἔδειχνε τή στενοχώρια του γενικότερα γιά κάθε ἄνθρωπο πού δέν θέλει ταπεινά νά Τόν ἀποδεχθεῖ καί νά Τόν ὑπακούσει.
Ἑπομένως μᾶς διδάσκει ἔμμεσα πώς ἔχουν σημασία καί τά γεωγραφικά ὅρια μεταξύ τῶν λαῶν, ἀκόμη κι᾿ ἄν ἔχουν θεσμοθετηθεῖ μετά τήν πτώση. Δέν εἶναι τυχαῖο ἐξάλλου πώς ἀκόμη καί ὁ κτιστός ἀπό τόν Θεό Παράδεισος ἔχει ὅρια τούς τέσσερις ποταμούς: Φισῶν, Γεῶν, Τίγρης, Εὐφράτης (Γένεση β΄, 10-14). Γνωρίζουμε λοιπὸν ὅτι ὁ Παράδεισος βρισκόταν κάπου γύρω στὴ Μεσοποταμία.
Μέσα ἀπό ἕναν διάλογο μεταξύ τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς καί τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντωνίου Χραποβίτσκυ, προκύπτει ὅτι ὁ εὐαγγελικὸς πατριωτισμὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη ἀξία κάθε ἔθνους καὶ ἡ μοναδικὴ πραγματικὴ αἰτία τῆς ὕπαρξής του. Γιατί «τί μπορεῖ νὰ πάρει τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕνα ἔθνος;» Μπορεῖ ἡ ἀσήμαντη ὕπαρξη μίας κυβέρνησης, ποὺ στερεῖται ὁποιουδήποτε λογικοῦ νοήματος ἂν βασίζεται μόνο στὴν ἐθνικὴ φιλαυτία καὶ πού ἀποξενώνεται ἀπὸ τόν θρησκευτικό τρόπο ζωῆς, νὰ πάρει πραγματικὰ ἐκείνη τὴ θέση; Ἕνα τέτοιο ἔθνος δὲν εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ ἕνα πτῶμα σὲ ἀποσύνθεση(!), ἔστω κι’ ἂν θεωρεῖ τὴ φθορά του σὰν ζωή. Στὴν πραγματικότητα, δὲν ἔχει καθόλου ζωὴ ἀλλὰ μέσα του καὶ πάνω του ζοῦν μόνο τυφλοπόντικες καὶ σκουλήκια καὶ ἀποκρουστικὰ ἔντομα καὶ ποὺ ἐπιχαίρουν γιατί τὸ σῶμα ἔχει πεθάνει καὶ ἀποσυντίθεται, μιά καὶ σ’ ἕνα ζωντανὸ σῶμα δὲν θά ᾿βρισκαν κάτι γιὰ νὰ ἐπιζήσουν καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ λαιμαργία τους.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ κάθε προσώπου ξεχωριστά, εἶναι τὸ ἴδιο ἐπίσης σημαντικὸ γιὰ τὴ συλλογικὴ πνευματικὴ ζωὴ ἑνὸς λαοῦ. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι οἱ ἴδιες καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, δηλαδὴ καὶ στὴν ἀτομικὴ καὶ στὴν ἐθνικὴ ζωή. Γι’ αὐτό, ὁ ἅγιος Μητροπολίτης συμβουλεύει καὶ κηρύσσει: «ὅπως ἡ ἰδιαίτερη προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου πνίγεται στὴν ἀνάπτυξή της καὶ γίνεται ἄδεια καὶ ρηχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸν ἑαυτὸ του τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐνέργειάς του, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ συλλογικὴ προσωπικότητα ἑνὸς ἔθνους ἐπιτυγχάνει τὴν πλήρη ἀνάπτυξη τῶν χαρισμάτων του μόνον, ὅταν δὲν εἶναι ἕνας αὐτοσκοπὸς γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ μᾶλλον ἕνα μέσο γιὰ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἐκπλήρωση τοῦ θείου προορισμοῦ του».
... Τὰ ἔθνη παρέρχονται, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι αἰώνιο. Μόνο ἐφ’ ὅσον ἕνα ἔθνος πληροῦται μὲ τὴν αἰώνια εὐαγγελικὴ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη, τότε μόνον ἀληθινὰ ὑπάρχει καὶ γίνεται τὸ ἴδιο καὶ παραμένει αἰώνιο. Μόνο ἕνας τέτοιος πατριωτισμὸς μπορεῖ νὰ βρεῖ δικαίωση ἀπὸ εὐαγγελικὴ σκοπιά.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πατριωτισμὸς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων πατέρων. Ὅταν ὁ διώκτης τύραννος ἐρώτησε τοὺς ἁγίους μάρτυρες Ἀκίνδυνο, Πηγάσιο καὶ Ἀνεμπόδιστο, ἀπὸ ποῦ κατάγονταν, αὐτοὶ ἀπάντησαν: «Μᾶς ρωτᾶς Αὐτοκράτορα, γιὰ τὴν πατρίδα μας; Ἡ πατρίδα μας καὶ ἡ ζωή μας εἶναι ἡ Παναγία, ὁμοούσιος καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἕνας Θεός».
Ὁ μακάριος Μητροπολίτης Ἀντώνιος εἶναι ὁ πιὸ προικισμένος σύγχρονος ἐκπρόσωπος τοῦ Ρωσσικοῦ Ὀρθόδοξου ἐθνικισμοῦ, ἑνὸς ἐθνικισμοῦ ποὺ εἶναι καθαγιασμένος καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ· ἕνας ἐθνικισμός, βάσει τοῦ ὁποίου, ὁ ἰσχυρὸς πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἀδύνατο, ὁ σοφὸς τὸν ἄσοφο, ὁ ταπεινὸς τὸν ὑπερήφανο, ὁ πρῶτος τὸν ἔσχατο. Θρεμμένος μὲ τὸν πατερικὸ Ὀρθόδοξο καθολικὸ πατριωτισμό, ὁ μακάριος ἐπίσκοπος μπορεῖ μόνο νὰ ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀποστολικὴ πατερικὴ προοπτική. Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε γι’ αὐτόν, αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γιὰ τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Βασίλειο, ὅταν κοιμήθηκε. «Ποῦ βρίσκεται ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ τοῦ Βασιλείου; Ποῦ εἶναι ἡ πατρίδα του; Ἡ καταγωγὴ του εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὴ Θεότητα καὶ ἡ πατρίδα του ἡ ἀρετή».
Ταιριαστά εἶναι τά λόγια τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων (1780-1857):
Λέγω πρῶτον, ὅτι χρεωστεῖς χριστιανέ, καθὼς χριστιανὸς, νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ εὐεργετῇς τὴν Πατρίδα. Σὲ προστάζει ὁ θεῖος νόμος «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον ὡς σεαυτόν». Πλησίον σου εἶναι βέβαια πᾶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ποῖος δύναται νὰ εἶναι πλησιέστερός σου παρὰ τοὺς συγγενεῖς, καὶ ὁμοπίστους καὶ συμπολῖτας σου; Οὗτοι εἶναι ἀδελφοί σου, οἵτινες συγκατοικοῦσι μετά σοῦ εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν χώραν, ὡσὰν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν οἰκίαν οὗτοι ἔχουσι τὸν αὐτὸν μέ ἐσένα πατέρα τὸν Θεὸν, τὴν αὐτὴν μέ ἐσένα μητέρα, τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ αὐτὸ γενέθλιον ἔδαφος, καὶ τάς αὐτάς τροφάς, τοὺς αὐτοὺς νόμους, τοὺς αὐτοὺς ἄρχοντας καὶ ποιμένας καὶ διδασκάλους, τάς αὐτάς πρὸς σὲ κοινάς καὶ πανηγύρεις καὶ ἀπολαύσεις, καὶ λύπας καὶ χαράς· ὅσον λοιπὸν εἰλικρινέστερον ἀγαπᾶς τοὺς συμπατριώτας καὶ τὴν Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον ἐκπληρώνεις τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ πάλιν ἐξ ἐναντίας, ὅσον ἀμελεῖς καὶ προδίδεις πολλάκις τῆς Πατρίδος τὰ συμφέροντα, τόσον ἐξελέγχεσαι παραβάτης τοῦ θείου νόμου, καὶ τοῦ πλησίον σου ἐχθρός, χειρότερος ἀπίστου- «εἰ τὶς τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται, καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων».