Τά ὄνειρα τῶν μεταρρυθμιστῶν τῆς Λατρείας μας : Ἀποδόμηση καί μαζικότητα
Ἐπειδή ἡ ἐπίθεση τῶν λεγομένων «Ἀνανεωτῶν» κατά τῆς λατρείας μας συνεχίζεται, ἀποφασίσαμε νά ἀναδημοσιεύσουμε τό κείμενο αὐτό.
Στό «Συμπόσιο» γιά τήν λεγομένη «λειτουργική ἀνανέωση» πού ἔλαβε χώρα στό Βόλο (22-25 Ὀκτωβρίου 2000) μεταξύ τῶν εἰσηγητῶν περιλαμβανόταν καί ὁ καθηγητής τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης κ. Πέτρος Βασιλειάδης. Ἀνάμεσα στήν πληθώρα τῶν ἀναφορῶν του στήν ἐσχατολογία παρενέβαλε καί τίς προτάσεις του γιά τά μεταρρυθμιστέα ζητήματα τῆς Λατρείας : ἀνακατανομή τῶν λειτουργικῶν ἀναγνωσμάτων, θέση τῆς γυναίκας στή Λατρεία, μετάφραση τῶν ἀναγνωσμάτων καί τῶν ὓμνων στήν καθομιλουμένη κ.λ.π. Ἡ μόνιμη ἐπωδός ἦταν ἡ αἰτουμένη συμμετοχή τοῦ λαοῦ, ἡ πρόγευση τῶν ἐσχάτων. Μήπως ὃμως στήν πραγματικότητα εἶναι βαθύτερα τά αἰτήματά του καί τά ὁράματα του; ὄχι μόνο αὐτοῦ ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων ἐκ τῶν θεωρητικῶν τῆς λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως;
Ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ στά «δρώμενα» εἶναι στ᾿ ἀλήθεια μόνο μιά «ἔμμονη ἰδέα» μέ «τήν πλήρη ψυχοδυναμική ἔννοια»,γιά νά χρησιμοποιήσουμε τή γλῶσσα τῶν «ψυχοθεραπευτῶν», ἤ ἐφαλτήριο γιά κάτι περισσότερο;
Οἱ θεωρητικές θέσεις τοῦ κ. Καθηγητοῦ φαίνονται καλλίτερα ἀναπτυγμένες στό 8 σελίδων ἄρθρο του «Λειτουργική Αναγέννηση : Συμμετοχή τοῦ λαοῦ καί ἐνεργοποίηση τῆς ἀναφορᾶς», πού δημοσιεύτηκε στό τεῦχος 72 τοῦ περιοδικοῦ «ΣΥΝΑΞΗ». Προσεκτική μελέτη τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Βασιλειάδη ἀποκαλύπτει τά κάτωθι:
1) Τά κριτήριά του γιά τήν ἀνάγκη «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» δέν εἶναι ὀρθόδοξα γιατί δέν εἶναι ἐκκλησιολογικά. Δέν εἶναι δέ ἐκκλησιολογικά διότι αὐτή ἠ «ἀνάγκη» δέν προέρχεται ἀβίαστα ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. ῾Ὁ ἴδιος γράφει ὃτι «εἶναι...ἀπόρροια τριῶν ἐξελίξεων στό χῶρο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς: (α) τῆς ἀνάπτυξης τῆς ἐπιστήμης τῆς «πολιτιστικῆς ἀνθρωπολογιας», (β) τῆς καταλυτικῆς ἐπίδρασης πού εἶχε ἡ «λειτουργική κίνηση» σέ ὃλες ἀνεξαίρετα τίς χριστιανικές ὁμολογίες, καί (γ) τῆς δημιουργίας ἑνός νέου κλάδου στήν ἐπιστήμη τῆς θεολογίας, ἐκείνου τῆς «λειτουργικῆς θεολογίας», μάλιστα μέ πολύ οὐσιαστική Ὀρθόδοξη συμβολή».(σ.35).
Ἀσφαλῶς οὔτε ἡ «πολιτιστική ἀνθρσωπολογία», οὔτε ἡ «λειτουργική κίνηση» τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν (λέγε, κατά τήν ὀρθόδοξη Παράδοση, «τῶν αἱρέσεων»), οὔτε «ἡ λειτουργική θεολογία» τῶν σπουδαστηρίων ἀποτελοῦν συνιστῶσες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Στήν πραγματικότητα εἶναι θρησκειολογικά καί ὀρθολογιστικά μορφώματα ἐπιμελῶς προωθούμενα στούς φοιτητές τῶν Θεολογικῶν καί ἱερατικῶν σχολῶν, στήν εἰλικρινά ἀνησυχοῦσα διανόηση, σέ θρησκευτικούς κύκλους, πότε μέ δύσκολη ἐπιστημονικοφανῆ γλῶσσα, πότε λαϊκότερα, σέ κάθε εὐκαιρία καί στιγμή.
2) Αὐτά τά ἀντορθόδοξα κριτήρια τοῦ κ. Βασιλειάδη ἔχουν σάν φυσική συνέπεια ὁ κ. Καθηγητής, πρός στήριξη τῶν θέσεών του, νά ἀναφέρεται ὄχι στούς Ἁγίους Πατέρες, ἀλλά στό «μανιφέστο τοῦ Dom Lambert» στόν Aidan Kanavagh καί στόν π. Ἀλέξανδρο Schmeman, τοῦ ὁποίου κάθε λόγος θεωρεῖται θέσφατο. Ἐξ ἄλλου ὁ κ. Καθηγητής φαίνεται νά πιστεύει ὃτι οἱ μετά τόν 8ο αἰῶνα Πατέρες εἶναι θεολογικά ἄρρωστοι ἀφοῦ διακηρύσσει ὃτι μετά τή χρυσῆ περίοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπάρχει «ἔλλειψη ὑ γ ι ο ῦ ς θεολογικοῦ προβληματισμοῦ» (σ.38).
3) Μαζί μέ τήν ἐπιμονή του γιά τήν ἔκφωνη ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν ὁ κ. Βασιλειάδης ἐκφράζει καί τήν ἐπιθυμία του καί γιά ἄλλες κατεδαφιστικές καινοτομίες : α) Ζητεῖ «τήν κατάργηση τοῦ τέμπλου στή σημερινή του μορφή»(σ.38). β) Ζητεῖ ἡ λατρεία «νά πραγματοποιεῖται στήν καθομιλουμένη γλῶσσα»(σ.40). γ) Θέλει, λέει, «νά εἴμαστε ἐνήμεροι γιά τίς θεμιτές» (ποιός θά τό κρίνει; σ.σ. ) ἐναλλακτικές λύσεις στήν ἀρχιτεκτονική καί διαρρύθμιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου». δ) Ἀμφισβητεῖ τό ρόλο τῶν ψαλτῶν καί τῶν χορῶν στή διευκόλυνση τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἐκκλησιάσματος. ε)ἀμφιβάλλει γιά τό ἄν «τό εἶδος τῆς μουσικῆς πού χρησιμοποιεῖται εἶναι τό καταλληλότερο γιά νά ἀποδώσει τά νοήματα τοῦ κειμένου» (σ.40).
4) Ὑβρίζοντας καί χλευάζοντας τή ζωντανή λειτουργική μας παράδοση ὁ κ. Βασιλειάδης, λησμονώντας τή θέση του ὡς ποιμαινομένου καί κατά παραχώρηση διδασκάλου, μᾶς λέγει ὅτι ἡ λειτουργία, ἄν δέ γίνουν οἱ τερατώδεις αὐτές μεταρρυθμίσεις του καί ἄλλες ἴσως, «μπορεῖ πολύ εὔκολα νά ἐκτραπεῖ στήν καλύτερη περίπτωση σέ μιά ἄχρηστη καί περριτή τυπολατρία καί στή χειρότερη σέ μαγική, σακραμενταλιστική (ἀκόμη καί δαιμονική ) ἐκδήλωση, πού ἀντί νά κατευθύνει τή χριστιανική κοινότητα πρός τό ὂραμα τῆς Βασιλείας, νά τήν ἀποπροσανατολίζει ὁδηγώντας την σέ ἀτομιστικές μυστικῆς ὑφῆς ἀτραπούς....καί τελικά στό θάνατο, στήν κόλαση.» (σ.40- 41). Δέν γνωρίζω τί εἴδους «λειτουργία» ὀνειρεύεται ὁ κ. καθηγητής. Πάντως ὄχι τήν ὀρθόδοξη Λειτουργία.
Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον νά παρακολουθήσει κανείς τόν πυρῆνα τῆς σκέψεως τοῦ κ. Βασιλειάδη. Ἀπό τή μιά κόπτεται γιά «τήν πλήρη συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή λατρεία» (σ.40), γιά «συνειδητή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στήν Εὐχαριστία» (σ.41), γιά «ἑνότητα...καθολικότητα...γιά προτεραιότητα τῆς κοινωνίας μέ τούς ἄλλους»(σ.41). Ἀπό τήν ἄλλη τρεῖς φορές στό κείμενό του, ἀναφερόμενος στήν Ἐκκλησία, χρησιμοποιεῖ τήν κλασσική γιά τούς κοινωνιολόγους, πολιτικούς καί φιλοσόφους κατηγορία τῆς «μάζας», ἡ ὁποία ὃμως εἶναι ἀνοίκεια καί ἀπαράδεκτη γιά τήν κατ᾿ ἐξοχήν, μοναδική κοινωνία προσώπων, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἔτσι ἐμφανίζει τήν «Εὐχαριστία ὡς μ α ζ ι κ ή ἐμπειρία» (σ.35) ὁμιλεῖ γιά «μ α ζ ι κ ή ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας» (σ.37)καί γιά «μ α ζ ι κ ό ἐπαναπροσδιορισμό τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας» (σ.40).
Πῶς φαντάζεται ἆρα γε ὁ κ. καθηγητής ὃτι μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή λατρεία; Γράφει : «Ὅσοι ἰσχυρίζονται τό θεμιτό τῆς ἱεραρχικῆς δομῆς τῆς λειτουργικῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξαιτίας ἀδικαιολογήτου χριστομονισμοῦ, εἴτε ἐξ ἐπιδράσεως τῶν ἀρεοπαγιτικῶν κειμένων, ἀγνοοῦν ἤ ἠθελημένα παραποιοῦν τήν κλασσική ἐσχατολογική διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου Α΄ Κορ. 15, 28. Ἱεραρχική δομή στήν Ἐκκλησία καί τή λειτουργία της θά ἐδικαιολογεῖτο, μόνο ἐφ᾿ ὃσον ὑποσκάπταμε τό ὃραμα τῆς ἐσχατολογικῆς Βασιλείας καί μετατρέπαμε τήν Ἐκκλησία σέ θεσμό τοῦ κόσμου τούτου»(σ.37). Τελειώνει δέ τό ἄρθρο του μέ τήν εὐχή γιά «ὑπέρβαση τῆς φθαρτῆς ἱεραρχικῆς τάξης τῶν ἱερατικῶν χαρισμάτων, πού στήν οὐσία εἶναι ἀντανάκλαση τῆς πεπτωκυίας κοσμικῆς τάξης πραγμάτων» (σ.41).
Ποιό εἶναι τό μήνυμα καί τό σύνθημα τοῦ κ. Βασιλειάδη; Γκρεμίστε τίς δομές! Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως γνωρίζουμε, ἔχει τήν ἱεραρχική της δομή. Ἔχει τόν Κλῆρο καί τό Λαό. Ὁ Κλῆρος χωρίζεται σέ ἀνώτερο (τριπλῆ διάκριση, Ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος) καί κατώτερο (ὑποδιάκονοι, ψάλτες, ἀναγνῶστες, νεωκόροι). Ὁ ἃγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στά θεόπνευστα συγγράμματά του «Περί οὐρανίου ἱεραρχίας» καί «Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας» βλέπει τήν Ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, τήν «ἱεραρχική δομή» τοῦ κ. Βασιλειάδη, ὡς ἀντίτυπο καί εἰκόνα τῆς Οὐρανίου ἱεραρχίας. Αὐτό ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα τόν κ. καθηγητή. Ἀδυνατεῖ νά κάμψει τόν αὐχένα καί νά δεχθεῖ ὃτι οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἱερεῖς, ἔχοντες τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὄντες «οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων» (Α΄Κορ. 4, 1) αὐτοί μ ό ν ο δύνανται τῇ προσευχητικῇ συμμετοχῇ τοῦ λαοῦ νά προσφέρουν τήν ἀναίμακτη θυσία «ὑπέρ τῶν ἡμετέρων (δηλ. τῶν δικῶν τους ) ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων» (Εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας). Ὅσους δέχονται ὃτι οἱ ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς ἔχουν τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὁ κ. καθηγητής τούς κατηγορεῖ γιά «χριστομονισμό»!
Δέν μπορεῖ ἐπίσης ὁ κ. καθηγητής νά δεχθεῖ ὃτι οἱ κληρικοί ποιμαίνουν τήν Ἐκκλησία, ὃτι διαχειρίζονται τά πράγματά της κ.λ.π. Ἐμφορούμενος πιθανότατα ἀπό τήν κρυπτο-προτεσταντική θεωρία περί «βασιλείου ἱερατεύματος» ἰσχυρίζεται ὃτι ὃλοι οἱ πιστοί εἶναι συλλειτουργοί, πράγμα πού δέν στηρίζεται στήν ὀρθόδοξη λειτουργική παράδοση. Διαγράφει λοιπόν μέ τήν καθηγητική του μονοκοντυλιά, ὡς ἐμπόδιο τῶν θέσεών του, τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Μέ τή διαφορά ὃτι μαζί μ᾿ αὐτά ὀφείλει νά διαγράψει ὃλους τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τόν χρησιμοποιοῦν μέ ἄπειρο σεβασμό, πού τόν ἑρμηνεύουν καί τόν σχολιάζουν, ὃπως ὁ ἃγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οἱ Πατέρες τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ἃγιος Νικόδημος ὁ ἂγιορείτης κ.λ.π.
Λοιπόν; Κάτω οἱ δομές! Καί ὄχι μόνο οἱ ἱεραρχικές. Οἱ «ἐναλλακτικές λύσεις στήν ἀρχιτεκτονική καί διαρρύθμιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου» τίς ὁποῖες εἰσηγεῖται ὁ κ. Καθηγητής τί ἄλλο εἶναι παρά κατάργηση τῆς δομῆς τοῦ Ναοῦ. Ἡ τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας «στήν καθομιλουμένη γλώσσα» εἶναι κατάργηση τῆς δομῆς τῆς λειτουργικῆς γλώσσας. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς δυνατότητας τῶν ψαλτῶν καί τῶν χορῶν νά «διευκολύνουν τή συμμετοχή τοῦ ἐκκλησιάσματος» σημαίνει τήν καταστροφή τῆς παραδεδομένης δομῆς τῶν συντελεστῶν τῆς Λατρείας καί τήν ὑποκατάσταση της ἀπό μιά μαζική συμψαλμωδία. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς καταλληλότητας τῆς ὑπό π ά ν τ ω ν θαυμαζομένης λειτουργικῆς μας μουσικῆς «γιά τήν ἀπόδοση τῶν νοημάτων τοῦ κειμένου» ὑποδηλώνει τήν ἐπιθυμία γιά κατάργηση τῆς δομῆς τοῦ ἀρτίου μουσικοῦ μας συστήματος, τῆς δομῆς τῶν ὑμνολογικῶν κειμένων, τῆς δομῆς τῶν λειτουργικῶν βιβλίων. Καί ... «πάει λέγοντας».
Ποιά θά εἶναι ἡ συνέπεια τῆς καταργήσεως τῶν δομῶν; Ἡ μ α ζ ο π ο ι η σ η τῆς Ἐκκλησίας, τό φροῦδο ὄνειρο τοῦ κ. Βασιλειάδη. Μέ τήν κατάργηση τοῦ ἱεροῦ τέμπλου, τήν πιθανή ἀναστροφή τῆς Ἁγίας Τραπέζης, μέ τή «Βαβυλωνία» τῆς μαζικῆς συμψαλμωδίας, μέ μιά πιό «κατάλληλη» μουσική, μέ μιά γλώσσα τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίου κατά τήν τέλεση τῆς Λατρείας θά ἐπιτύχουμε τή «μαζική ἔκφραση» τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς προσθέσουμε μερικά μουσικά ὄργανα καί ἓνα πλούσιο ἀνθώδη διάκοσμο γιά νά ἔχουμε μιά πλήρη θεατρικότητα, κατάλληλη γιά τή «μάζα». Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο χάνεται.
Εἶναι πολύ ἐκφραστικό τῶν ἀπόψεων τοῦ κ. Βασιλειάδη καί τῶν ὁμοψύχων του τό φρικτό καί ἀπαράδεκτο σκίτσο πού «φιγουράρει» ἀκριβῶς πρίν ἀπό τό ἄρθρο τοῦ κ. Καθηγητοῦ κάτω ἀπό τό γενικό τίτλο: «Τό αἴτημα τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ».(περ. ΣΥΝΑΞΗ σ.33) Ἐκεῖ εἰκονίζονται τρία «πρόσωπα» χωρίς μάτια (ἔχουν μόνο φρύδια) χωρίς αὐτιά, χωρίς στόμα!
Καί τά τρία εἶναι μπλεγμένα σέ διάφορες περίεργες γραμμές, μιά «σοῦπα», μιά ἄμορφη μάζα. Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ περιβόητη συμμετοχή τοῦ λαοῦ;
Ὑπάρχει ὃμως καί κάτι πιό ἐνδιαφέρον στό ἐν λόγῳ ἄρθρο. Κι αὐτό εἶναι ὁ τελικός στόχος αὐτοῦ τοῦ «μαζικοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας», τόν ὁποῖο διακαῶς ἐπιθυμεῖ ὁ συγγραφεύς του. Γράφει ὁ κ. Βασιλειάδης: « Ἡ συνειδητή...συμμετοχή τοῦ λαοῦ στήν Εὐχαριστία μέ τήν ἐνεργοποίηση (καί φυσικά τήν εἰς ἐπήκοον τοῦ συλλειτουργοῦντος πληρώματος τῆς ἐκκλησίας ἐκφορά τῆς εὐχῆς ) τῆς ἀναφορᾶς, θά ἔχει ὡς ἐπακόλουθα τόσο τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικιστικῶν, φυλετικῶν ἐκδηλώσεων, τήν προώθηση τῆς ἑνότητας τῆς ᾿Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί τήν ἀναζήτηση τῆς ὁρατῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὃπως καί τόν ἀγῶνα γιά τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητας, ἀφοῦ σταδιακά θά γίνει συνείδηση ὃλου τοῦ λαοῦ ὃτι ἡ «λειτουργία του» προσφέρεται «ὑπέρ τῆς οἰκουμένης». (σ. 41). Ἐκκινῶντας ἀπό τήν ἔκφωνη ἀναφορά τῆς εὐχῆς, πού εἶναι τό πρῶτο ἄνοιγμα, προωθοῦμε τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας (ἄραγε δέν ὑπάρχει;), ἀναζητοῦμε καί πετυχαίνουμε τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ( σ᾿ αὐτήν ἀσφαλῶς θά περιληφθεῖ κάθε ἑτεροδοξία, ἀφοῦ, κατά τόν συγγραφέα, ἄλλο εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί ἄλλο ἡ Ἐκκλησία ) καί φθάνουμε στήν «ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητος», τῆς «οἰκουμένης».
Ἄς φανταστοῦμε μιά ἐξελισσόμενη, κινούμενη εἰκόνα ἑνός ναοῦ: Ἐκφωνεῖται ἡ Ἀναφορά. Σταδιακά, καταργεῖται τό τέμπλο «ὑπό τή σημερινή του μορφή» καί στή συνέχεια, τελείως. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἀναστρέφεται καί ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ θεατρικά, ὂπως κάμουν οἱ παπικοί. Στή συνέχεια ἡ Ἁγία Τράπεζα μετακινεῖται πρός τό κέντρο τοῦ Ναοῦ καί οἱ πιστοί κυκλώνουν τό θυσιαστήριο. Σέ λίγο, δίπλα στόν λειτουργοῦντα ἱερέα παραστέκουν ἱερεῖς ἄλλων δογμάτων στά πλαίσια τῆς «ἀναζητήσεως τῆς ὁρατῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας». Ἀκόμη λίγο, καί ὁ ναός διευρύνεται, οἱ τοῖχοι ἐξαφανίζονται. Τό θυσιαστήριο τοῦ Χριστοῦ μετατρέπεται σέ «τράπεζα δαιμονίων» γιατί γύρω του εἶναι συναγμένοι οἱ θρησκευτικοί «λειτουργοί» ὃλων τῶν θρησκειῶν καί τό «πλήρωμα» τοῦ ναοῦ ἀποτελεῖται ἀπό μιά ἀγέλη πανθρησκειακή. Τό «ὃραμα» τῆς ἑνωμένης ἀνθρωπότητας ἔχει γίνει πραγματικότητα!
Ὀ κ. Βασιλειάδης πιστός στό σχεδιασμό του, προκάλεσε, ὂπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, «διορθόδοξη διάσκεψη μέ θέμα «Ὀρθόδοξη Λειτουργική Ἀναγέννηση καί ἡ ὁρατή ἑνότητα», ἡ ὁποία διατύπωσε.... «θεμελιώδεις ἀρχές», οἱ ὁποῖες πρέπει νά διέπουν τήν κάθε χριστιανική λατρεία.» (περιοδ. ΣΥΝΑΞΗ τευχ. 72 σ. 39). Ἦταν τό πρῶτο βῆμα γιά νά ἐπιτευχθεῖ κάποιο «μάντρωμα» ὃλων τῶν Ὀρθοδόξων, μία ἀντορθόδοξη «ὁμοιομορφία» κατά τήν τέλεση τῆς Λατρείας. Αὐτό θά ἐξυπηρετήσει τήν πορεία πρός τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν.
Στίς ἀρχές Φεβρουαρίου 2000, στό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Μονῆς Πεντέλης ἔγινε τό δεύτερο βῆμα πρός «τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας». Ὀρθόδοξοι θεολόγοι φύρδην - μίγδην μέ Ἀγγλικανούς, προτεστάντες, Νεστοριανούς, Κόπτες, Σύρους ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν συζήτησαν γιά τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας στή νέα χιλιετία! Μαζί τους ἡ κ. Ἐμι Πιρισιμονιάν, ὑπεύθυνη ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ ὁποία «πολλές φορές καλεῖται νά ξεπερνᾶ ἐντάσεις ἀκόμη καί στό ἐσωτερικό τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»(!), καθώς καί ἡ Τζέϊν Μέϊλαντ, ἀγγλικανή «ἱέρεια»! Δέν ἀπουσίαζε καί ὁ κ. Βασιλειάδης (ἐφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», Τρίτη 8 Φεβρ. 00 σελ. Α 21).
Ἀνακεφαλαιώνοντας τίς σκέψεις μας διαπιστώνουμε ὃτι ὁ οὐσιαστικός στόχος τῶν, προκεχωρημένων ἰδεῶν, ἀνανεωτῶν δέν εἶναι ἡ «ἀναγέννηση», ἀλλά ἡ Α Π Ο Δ Ο Μ Η Σ Η! Μέ τή μηδενιστική «θεολογική» τους σκέψη ἀποβλέπουν στήν κατάρρευση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν δομῶν καί, ὑπό τό πρόσχημα τῆς ἀναμορφώσεώς τους, προτείνουν ὑποκατάστασή τους μέ ἄλλα σχήματα εὐέλικτα καί προσαρμόσιμα στή « μαζικότητα» τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Βέβαια στό χῶρο τῆς λεγομένης «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» ὑπάρχουν καί οἱ καλοπροαίρετοι θεολόγοι, κληρικοί καί λαϊκοί, καθώς καί διανοούμενοι οἱ ὁποῖοι βλέποντας μιά αὐξανόμενη ἐκκοσμίκευση ἀνησυχοῦν, καί ἐσφαλμένα μεταθέτουν τίς εὐθύνες ἀπό τήν ἁμαρτωλή μακράν τοῦ Θεοῦ βιωτή κληρικῶν καί λαϊκῶν στήν ἁγιωτάτη λατρεία μας ( γλῶσσα, Τυπικό, Ἀκολουθίες) στίς συνημμένες μ᾿ αὐτήν ἐκκλησιαστικές τέχνες (Ἀρχιτεκτονική, Ἁγιογραφία, Μουσική) στή θεανθρώπινη δομή τῆς Εκκλησίας μας, στήν κανονική της τάξη. Ὅλα αὐτά τά βλέπουν ἀπηρχαιωμένα καί ἀνεπαρκῆ καί θέλουν νά κάνουν τό πᾶν γιά νά ἑλκύσουν τόν κόσμο στήν Ἐκκλησία ἀθετῶντας ἤ «διορθώνοντας» ὃ,τι ἔχει ἀποθησαυρίσει ἡ Παράδοση διά τῆς ἁγιοπνευματικῆς πείρας τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Δυστυχῶς ἐν ἀγνοίᾳ τους «ρίχνουν νερό στό νερόμυλο» τῶν φθορέων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ταπεινά ἐφιστοῦμε λοιπόν τήν προσοχή τους, αὐτῶν τῶν καλοδιάθετων ἀποδεκτῶν τῶν τάχα ποιμαντικῶν «ρηξικέλευθων» προτάσεων γιά ἀποσύνθεση τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ-πατερικοῦ ἱστοῦ τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας. Θά πρέπει νά προσέξουν ὣστε νά μή γίνουν συνυπεύθυνοι μιᾶς καταστροφικῆς ἀλλοτρίωσης της, μιᾶς καταλυτικῆς ἀσυνέχειας, μιᾶς διακοπῆς τῆς μέχρι τώρα ἀδιάκοπης λειτουργικῆς μας ἀναπνοῆς. Αὐτήν μηχανεύονται οἱ «εἰδικοί» λειτουργιολόγοι πού θέλουν νά εἰσάγουν ἀντί γιά τή ζωντανά ρέουσα μέσα στίς φλέβες μας λατρεία, μιά ἀφύσικη μηχανιστική διαδικασία, ἀποκύημα τῆς ἐπιστημονικῆς τους φαντασίας. Νά προσέξουν οἱ καλοπροαίρετα ἐνδιαφερόμενοι γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας νά μή γίνουν πολλαπλασιαστές τῶν ἀνοσίων μηνυμάτων τῶν «ἐκσυγχρονιστῶν» μέ κείμενά τους, μέ συζητήσεις, μέ διαλέξεις. Σέ μιά τέτοια στάση θά τούς βοηθοῦσε ἡ ταπεινή ἐμβάθυνση στήν τελουμένη λατρεία τόσο ἡ θεωρητική (μελέτη τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν τή θεία Λατρεία, ὃπως οἱ ἃγιοι Νικόλαος Καβάσιλας καί Συμεών Θεσσαλονίκης) ὃσο καί ἡ πρακτική μέ τή κατά δύναμιν συχνή συμμετοχή στίς ὑπερτέλειες Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά ἀντιληφθοῦν ὃτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἔχουσα μεθ᾿ ἑαυτῆς τόν ἴδιο τό Χριστό, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή του (Ματθ. 28, 10) καί τό ἃγιο Πνεῦμα ὁδηγοῦν Αὐτήν εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν (Ἰωαν. 16,13), δέν μπορεῖ νά παρουσιάζει στή ζωή της, πού εἶναι ἡ Λατρεία, συμπτώματα παρακμῆς, τέτοια μάλιστα πού μποροῦν νά ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους στήν κόλαση(!) ὃπως ἰσχυρίζεται ὁ κ. Βασιλειάδης. Καί στή συνέχεια, χωρίς βία, θά γίνουν πρόμαχοι θερμοί τῆς ζώσης λειτουργικῆς μας παραδόσεως.