ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ-ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΙΣ- ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ ΤΟΥ π. Β. ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ

24 Ἁγιορεῖτες Ἱερομόναχοι καί μοναχοί ἀπάντησαν στίς ἐσφαλμένες θέσεις τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Βολουδάκη σχετικῶς μέ τή σημασία τοῦ δυσωνύμου ἀριθμοῦ 666 καί τίς θέσεις πού ἔλαβε ὁ Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἄλλοι κληρικοί καί μοναχοί καθώς καί ἡ ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1997-98.  Τά κείμενα αὐτά καί τοῦ π. Βασιλείου καί τῶν Ἁγιορειτῶν  ἔχουν δημοσιευθεῖ στήν ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ».  Ἐπειδή ὁ π. Βασίλειος Β. ἐπανῆλθε μέ ἄλλη ἐπιστολή οἱ Ἁγιορεῖτες ἀνταπαντοῦν μέ τήν κατωτέρω ἐπιστολή τους:

Ἅγιον Ὄρος 23-5-11

Κύριε Διευθυντά,

Ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσωμε διά τήν δημοσίευσιν τοῦ περί τοῦ 666 καί τῶν συναφῶν ζητημάτων κειμένων μας, θέλομε κατ’ ἀρχάς νά ἐπισημάνωμε τήν –πιστεύομεν ἐξ ἀβλεψίας- παράλειψιν συμπεριλήψεως τῆς ὑπ’ ἀριθ. 5 ὑποσημειώσεώς μας καί τήν κατά συνέπειαν μή ἀπάντησίν σας σ’αὐτήν.  Συγκεκριμένως στήν δήλωσίν μας :  « Ἐδῶ-ἀφοῦ τόσον πολύ τό ἐπιθυμεῖ ὁ π. Βασίλειος. –πρόχειρα καί ἐπιγραμματικά θά ἐπισημάνωμε ὀλίγα ἐκ τῶν σοβαροτέρων ὀλισθημάτων του...» ὑπῆρχεν ἡ ἑξῆς ὑποσημείωσις :

«5.  Ἐάν ὑποσχεθῆτε ὅτι θά τήν δημοσιεύσετε, θά ἑτοιμάσωμε πληρεστέραν καί λεπτομερεστέραν ἀναίρεσιν, ἀφοῦ προμηθευθοῦμε τό σχετικόν βιβλίον τοῦ π. Βασιλείου. Μόνον, σᾶς παρακαλοῦμε, ἐάν ὑπάρχῃ περιορισμός εἰς τήν ἔκτασιν τῆς ἀναιρέσεως, νά μᾶς ἐνημερώσετε ἐκ τῶν προτέρων, ὥστε νά μήν χρησιμοποιηθῇ ὡς λόγος μή δημοσιεύσεως ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀφοῦ, δηλαδή, ἔχομεν ὑποβληθῇ εἰς τόν κόπον».

Ἡ παράλειψις αὐτή ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά δικαιοῦται ὁ π. Βασίλειος (στά μάτια τῶν ἀγνοούντων τήν παράλειψιν ἀναγνωστῶν) νά μᾶς ἐπικρίνει πάλιν καί πολλάκις ὅτι δῆθεν τοῦ ρίπτομεν «μόνο λάσπη χωρίς νά προσάγωμε ἐπιχειρήματα», ὅτι «δημιουργοῦμε ἐντυπώσεις χωρίς ὅμως νά παραθέτομε τή δική μας μή διεστραμμένη ἐκδοχή» ὅτι εἴμεθα «κοινοί συκοφάντες», ἐπειδή δῆθεν «τόν κατηγοροῦμε μέ τόσο βαρεῖς χαρακτηρισμούς, χωρίς νά ἀποδεικνύωμε μέ ἐπιχειρήματα καί μέ στοιχεῖα τούς χαρακτηρισμούς μας» κ.λ.π.  ἀναμφίβολα ὅμως μένει ἀνεπανόρθωτα ἐκτεθειμένος καί ἐνώπιον ἡμῶν, καί ἐνώπιον ἑαυτοῦ, ἀλλά καί – πολλῷ μᾶλλον-ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθόσον εἶχε στά χέρια του τό πλῆρες κείμενό μας, τό ὁποῖον ἐξ ἀρχῆς τοῦ εἴχατε κοινοποιήσει ( καί ὄχι τήν ἄνευ τῆς ὑποσημειώσεως δημοσίευσιν τοῦ Ο.Τ.)-ὡς ἐμφαίνεται, πλήν τῶν ἄλλων, καί ἀπό τήν ἡμερομηνίαν στό τέλος τῆς ἀπαντήσεώς του- καί, συνεπῶς, ἐγνώριζε τήν προαναγγελία μας ὅτι «θά τοῦ ἀποδείξωμε μέ ἐπιχειρήματα καί μέ στοιχεῖα- καί μάλιστα ἄφθονα-τούς χαρακτηρισμούς μας».

Ἐξ ἄλλου, ἡ μή ἀπάντησίς σας θά ἔχῃ ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀναβολήν τῆς λεπτομεροῦς ταύτης ἀναιρέσεως τῶν ἐσφαλμένων θέσεων στά κατά καιρούς σχετικά κείμενα τοῦ π. Β., τήν ὁποίαν θά κάνωμε ἀμέσως μετά τήν ὑπόσχεσίν σας περί δημοσιεύσεώς της.  Προτείνομε ὅπως ὁ διάλογός μας γίνεται καί ὁλοκληροῦται κατά θέμα, χάριν τῆς καλυτέρας παρακολουθήσεώς του ὑπό τῶν ἀναγνωστῶν. Δέν διαμαρτυρόμεθα διά τήν ἀνέκαθεν εὐνοϊκήν καί χαριστικήν μεταχείρισιν τοῦ π.Β. ὑπό τοῦ Ο.Τ. (καθόσον τοῦ κοινοποιοῦνται ἀμέσως τά κείμενά μας καί ἀνταπαντᾷ ταυτοχρόνως), διότι εἴμεθα βέβαιοι ὅτι αὕτη δέν θά εἶναι εἰς θέσιν νά συσκιάσῃ τἠν ἀλήθεια.  Ἁπλῶς θέλομε νά ἐπεξηγήσωμε εἰς τούς ἀναγνώστας ὅτι αὐτό θά ἔχῃ συνέπειαν τήν περαιτέρω καθυστέρησιν τῶν ἀπαντήσεών μας καί νά τούς παρακαλέσωμε νά διαφυλάττουν τά φύλλα τοῦ Ο.Τ., ὥστε νά μή δυσκολεύωνται, ἕνεκα λήθης, νά παρακολουθήσουν τόν διάλογον.

Μικρά παρένθεσις : Ἡ ἀνακοίνωσις τῆς Ἱ. Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους.

Πρίν ἀρχίσωμε τάς παρατηρήσεις μας ἐπί τῆς ἀπαντήσεως τοῦ π. Β., σᾶς παρακαλοῦμε θερμῶς νά μᾶς ἐπιτρέψετε νἀ ἀναφερθοῦμε δι’ ὀλίγων στά σχόλια τοῦ Ο.Τ. (ἀριθ, φύλ. 1878) ἐπί τῆς ἀρνητικῆς τοποθετήσεως τῆς Ἱ. Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τήν «Κάρταν τοῦ Πολίτη»  :

α’. Φαίνεται ὅτι οἱ συνεργασθέντες στόν σχολιασμόν εἶναι πλείονες τοῦ ἑνός· ἤ, τοὐλάχιστον, -ἄν εἶναι εἷς-προσεπάθησεν οὗτος νά ἱκανοποιήσῃ ἀναγνώστας ἔχοντας διαμετρικῶς ἀντιθέτους ἀπόψεις. Διότι πῶς ἄλλως δύναται νά ἐξηγηθῇ τό ὅτι, ἀφ’ἑνός μέν, προτρέπει τήν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν «νά ξεκαθαρίζῃ ὅτι ἐάν τελικῶς ὑπάρχῃ  ἤ ὑπάρξῃ εἰς τήν Κάρταν τοῦ Πολίτου ὁ 666 ἤ σύμβολα τοῦ Ἀντιχρίστου τότε θά κατεβάσῃ τόν λαόν εἰς τό Σύνταγμα» καί ἐξ ἑτέρου συμβουλεύει «νά μήν ἀνοίγωμεν ἐσχατολογικάς συζητήσεις, αἱ ὁποῖαι διχάζουν τόν πιστόν λαόν»; (!)

β’.  Ἡ αἰτία πού «οὐδαμοῦ εἰς τήν ἀνακοίνωσιν γίνεται λόγος εἰς τόν δυσώνυμον ἀριθμόν 666 τοῦ Ἀντιχρίστου ἤ σέ ἐσχατολογικά ζητήματα» εἶναι τό ὅτι αὐτό ἔχει γίνει ἐπαρκῶς μέ παλαιοτέρας ἀνακοινώσεις ( Ἱεροκοινοτικάς καί Ε.Δ.Ι.Σ.), τάς ὁποίας ἡ παροῦσα ἀνακοίνωσις  ἀναμφίβολα προϋποθέτει, ἀπολύτως ἀποδέχεται καί θεωρεῖ περιττόν νά ἐπαναλάβῃ.

γ’.  Ἡ παροῦσα ἀνακοίνωσις εἶναι, μάλιστα, ἔτι αὐστηροτέρα. Προβάλλει ὡς αἰτιολογικόν τῆς ἀρνητικῆς τοποθετήσεώς της-ὄχι μόνον τήν τυχοῦσαν ἀποδεδειγμένην ὕπαρξιν τοῦ 666, ἀλλά καί – «τό ἐνδεχόμενον ἀκόμη καί τῆς ἀνεπίγνωστης ἐκ μέρους τῶν πιστῶν χρήσεως ἀντιχριστιανικῶν συμβόλων», λόγῳ «τῆς εὐχερείας νά προσθαφαιροῦν στήν κάρτα δεδομένα».

Ἡ ἀπάντησις τοῦ π. Βασιλείου

Καί τώρα ὁ λόγος γιά τήν ἀπάντησιν τοῦ π. Β. Ἤδη ὁ τίτλος μᾶς ὑπενθυμίζει τόν τίτλον ἀπαντήσεως τοῦ κ. Γιανναρᾶ πρός τόν μακαριστόν Γέροντα Θεόκλητον Διονυσιάτην («...περί λεβελλοπράγμονος μοναχοῦ»).  Ἀλλά καί τό περιεχόμενό του γέμει ἀνακριβειῶν, παραποιήσεων, συκοφαντιῶν κ.τ.τ.  Γιά μερικές θά μπορούσαμε νά βάλωμε τόν «καλό λογισμό» ὅτι ὀφείλονται σέ ἄγνοια, λήθην, παραπληροφόρησιν, ἀλλά σέ ἀρκετές δυσκολευόμεθα νά τό πράξωμε. Ἀναφέρονται ὄχι μόνον σέ θέματα οὐσίας, ἀλλά καί σέ δευτερεύοντα, τά ὁποῖα ὅμως προδιαθέτουν εἰς βάρος μας τόν ἀναγνώστην. Θά σταχυολογήσωμεν μερικάς ἐξ αὐτῶν. [ Συστηματικώτερον διά τά θέματα οὐσίας θά ἀναφερθοῦμε στόν προσεχῆ διάλογό μας] :

1.α΄. Εἶναι ψευδέστατον καί συκοφαντικώτατο τό γραφόμενο ὅτι ὁ π. Ἰω.  Φωτόπουλος τό 1997 «προώθησε ἐπιστολή Ἁγιορειτῶν» στόν Ο.Τ. Οὐδέ κἄν ἐγνώριζεν περί αὐτῆς!  Τόσον αὐτός διά τήν ἰδικήν μας ἐπιστολήν, ὅπως καί ἐμεῖς διά τήν ἰδικήν του, ἐπληροφορήθημεν ἀπό τήν δημοσίευσιν των στόν Ο.Τ.!

β’ .  Κατά μείζονα λόγον τελείως ἀνυπόστατα καί συκοφαντικά εἶναι τα περί «ἐκστρατείας του διά τήν συλλογήν ὑπογραφῶν».  Ὄχι μόνον τό 1997( πού εἶχε πλήρη ἄγνοιαν), ἀλλά καί τώρα.  Ἁπλῶς, ὡς γνωστόν μας, τόν ἀγγαρεύσαμε νά μεταγράψῃ τό χειρόγραφό μας στόν Η/Υ πρός διευκόλυνσιν τοῦ Ο.Τ. καί νά σᾶς τό ἀποστείλῃ.  Καί ὡς ἀμοιβήν διά τόν κόπον του δέχεται τήν «εὐλογίαν» τῆς κατασυκοφαντήσεώς του  διά «ἀπρόκλητην καί συστηματικήν ἐμπάθειαν πρός τό πρόσωπο»τοῦ π.Β!

γ’ . Ἀλλ’ οὔτε καί κανείς ἄλλος «ἐξεστράτευσε δι’ ὑπογραφάς».  Ἁπλῶς, μερικοί πού ἐπληροφορήθησαν γιά τό κείμενο (εἰς τήν συγγραφήν τοῦ ὁποίου μᾶς εἶχαν προτρέψει), ζήτησαν νά προσυπογράψουν, μέ μοναδικό κίνητρον τό νά συντελέσουν οἱ περισσότερες ὑπογραφές εἰς τήν δημοσίευσίν του.

δ’ .  Ἡ ἐπιστολή τοῦ 1997 [ ἡ ὁποία δέν ἦτο «πέντε Ἁγιορειτῶν»-οὔτε «τριῶν», ὅπως γράφει ὁ π. Β. στόν Ο.Τ. τῆς 15-4-11 -- ἀλλά μιᾶς Ἱ. Μονῆς καί τεσσάρων Ἁγιορειτικῶν Συνοδειῶν]  δέν ἦτο καθόλου «ταυτόσημη» μέ τήν πρόσφατον.  Δέν ἦτο οὔτε κἄν δισέλιδος (μαζί μέ τάς ὑπογραφάς) καί ἀποσκοποῦσε κυρίως στό νά διαψεύσῃ τήν ἐντύπωσιν, τήν ὁποίαν ἐμμέσως-ἀλλά λίαν ἐντέχνως- ἔδιδε ὁ π. Β., δηλαδή, ὅτι δῆθεν ὁ μακαριστός Γέρων Παΐσιος μετέβαλε τάς ἀρχικάς του ἀπόψεις ἐπί τῶν συναφῶν θεμάτων. Ὑπῆρχε πρόθεσις γενικωτέρας ἀπαντήσεως μέ συστηματικήν ἀναίρεσιν τῶν ʺθεολογικῶν ἐπιχειρημάτωνʺ τοῦ π. Β., ἀλλά ὁ Ο.Τ. μᾶς ἄφησε κυριολεκτικῶς ἀναύδους, διακόπτοντας τόν διάλογον ἀμέσως μετά τήν ἀπάντησιν τοῦ π. Β.

2. α’.  Ὁμοίως ὅλως ἀναληθές εἶναι τό ὅτι «ἀγνοοῦμε τά γραπτά του» καί ὅτι «γνωρίζομε τά κείμενά του ἀπό τίς ἀναιρέσεις τῶν ἐπικριτῶν του» ( ὥστε τώρα παραδέχεται ὅτι ὑπάρχουν ἀναιρέσεις).  Καί ὡς ʺἀπόδειξινʺ  ἀντιγράφει ἀπόσπασμά μας ἐκ τοῦ ὁποίου ἀποδεικνύεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετον!  Ὅτι, δηλαδή, ὄχι μόνον εἴχαμε ἀναγνώσει τά παλαιότερα κείμενά του, ἀλλά ἔχομε κρατήσει καί σημειώσεις ἐξ αὐτῶν, καθώς καί φωτοτυπίαν ἑνός ἄρθρου του!  Ἐπίσης καί τά περισσότερα ἐκ τῶν προσφάτων σχετικῶν δημοσιευμάτων του ἔχομε διαβάσει, τά ὁποῖα καί ἀπετέλεσαν τήν κυριωτέραν ἴσως αἰτίαν συγγραφῆς τοῦ κειμένου μας.

β’ . Ἀλλά καί τό συγκεκριμένον ἄρθρο του «Σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος...» ἔχομε διαβάσει, καί δι’ αὐτό εἴμεθα εἰς θέσιν νά χαρακτηρίζωμε αὐτό μέν ὡς «κακόδοξον», τήν δέ ἀναίρεσιν τοῦ ὑπό τοῦ π. Ἰω. Φωτοπούλου ὡς «εὐστοχωτάτην»( καί ὄχι «μυθιστορηματικήν») –καί ἐπιμένομε.  Ἄς τό δημοσιεύσει, λοιπόν, ὁ π. Β. στόν Ο.Τ. (ἤ ἔστω καί εἰς τήν «Ἐνοριακήν Εὐλογίαν») καί ἄς καταδείξῃ τά δῆθεν «μυθιστορηματικά» σημεῖα καί ἄς ἀφήσει τούς ἀναγνώστας νά κρίνουν ἐλεύθερα καί ἀντικειμενικά.  Ἀλλά μᾶλλον ἡ ἐπί τόσους μῆνας μή δημοσίευσις ἦτο οἰκονομία Θεοῦ.  Τόσην  ἀντίδρασιν προεκάλεσεν ἡ ἔλλειψις ἀντικειμενικότητος, ὥστε μέ τήν δημοσίευσίν του σέ ἄλλα περιοδικά ( καί στίς ἱστοσελίδες τους) καί μέ τήν ἐκτύπωσίν του καί τήν διά φωτοτυπιῶν ἀναπαραγωγήν καί διάδοσίν του ἀπό κατενθουσιασμένους εὐλαβεῖς κληρικούς καί λαϊκούς, κατεστάθη πασίγνωστον.

3. α’ .  Διαμαρτύρεται ὁ π. Β., διότι δῆθεν ἀποσιωποῦμε τήν δήλωσίν του ὅτι «δέν  θά λάβῃ τέτοια ταυτότητα...». Ὅμως, εὐθύς ἀμέσως γράφει : «ὄχι μόνον τήν ἀποσιωποῦν, ἀλλά καί τήν στρέφουν ἐναντίον μου...»(!).  Ἄρα ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὅτι δέν τήν ἀποσιωποῦμε !

β’ .  Ἡ δήλωσίς του αὐτή ἀπουσιάζει καί ἀπό τήν Πρωτολογίαν του (1986) καί ἀπό τήν Δευτερολογίαν του (1987).  Ἐμφανίζεται τό πρῶτον μετά 10ετίαν( ! ) (1996) κατά τήν ἔκδοσιν τοῦ βιβλίου του, προφανῶς ἕνεκα τῆς σφοδρᾶς ἀντιδράσεως καί ὀξείας κριτικῆς πού εἶχε δεχθῇ, ἀλλά καί –κυρίως, ὡς πιστεύομε- ἐξαναγκασμένος ἀπό τήν σαφῆ σχετικήν τοποθέτησιν  τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου : « Οἱ πιστοί [ ὄχι «οἱ ἀσθενεῖς τῇ πίστει»] ὄχι μόνον δέν θά παραλάβουν τά  δ ι α β ο λ ο δ ε λ τ ί α  αὐτά, ἀλλά οὔτε κἄν θά τά ἐγγίσουν!».  Τό φοβερό ὅμως διά τόν π. Β. εἶναι ὅτι τήν θέσιν αὐτήν ὑποτιμᾷ καί γελοιοποιεῖ στό ἄρθρο του :  «Σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος...» σχολιάζοντάς την ὡς ἐξῆς : «Ὡστόσο, καλό θά ἦταν νά στρέψουμε ὅλο μας τό ἐνδιαφέρον καί τό πάθος μας στό νά ἐξαφανίζουμε ἀπό τήν Πατρίδα μας τούς ὅποιους ʺδιαβολοκυβερνῆτεςʺ, παρά νά κυνηγᾶμε σάν μανιακοί (!!!) τά ὅποια διαβολόχαρτά τους!», ἀποκαλύπτοντας, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεται, τό πραγματικό του ʺπιστεύωʺ, ἀλλά καί τό πόσο ʺσέβεταιʺ τόν φωτισμένο Γέροντα!

γ’ . Πέραν τοῦ ὅτι ἡ δήλωσις τοῦ π. Β. παραλλάσσεται στίς κατά καιρούς ἐπαναλήψεις της ἑρμηνευομένη ἑκάστοτε ἀντιφατικά, τό κυριώτερον ἔχει ἀσθενεστάτην αἰτιολογίαν. Ἐρωτῶμεν τόν π. Β. : Εἰλικρινά πιστεύει ὅτι,  ὅταν θά ἔλθῃ ἡ ὥρα «νά μήν μπορῇ νά πωλῇ καί νά ἀγοράζῃ», θά ἐφαρμόσῃ τήν δήλωσίν του-τόσον αὐτός ὅσον καί «οἱ πιστοί πού θά τόν συμβουλευτοῦν»- μέ μοναδικό ἀντίβαρο τό χρέος «συγκαταβάσεως στήν ἀδυναμία τῶν ʺἀσθενῶν τῇ πίστειʺ ἐμφόβων χριστιανῶν» τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ «ὄχλο θρησκευομένων ἀνθρώπων» μέ «φοβία καί δεισιδαιμονία»;;;;

δ’ . Παρά ταῦτα παραπονεῖται καί ἔχει τήν ἀπαίτησιν νά τόν κατατάξωμε εἰς τόν κατάλογον τῶν ὁμολογητῶν Πατέρων. Μά, αὐτοί πιστεύουν καί διακηρύσσουν ἄλλα :  Ὅτι ἡ ταυτότης μέ τό 666 :

  • «Παραβιάζει τήν θρησκευτική συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν»(ὄχι τοῦ «θρησκευομένου ὄχλου»)(Συνοδική Ἐγκύκλιος 2641/1998).
  • Ἀντιτίθεται  «στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως»(Συνοδικόν ἀνακοινωθέν 17-11-2010).
  • Εἶναι «ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καί προσχώρηση στήν παράταξη τοῦ Σατανᾶ» (123 Καθηγούμενοι, Κληρικοί, Καθηγηταί Πανεπιστημίου-Ἱ.Μοναί ἁγίων Μετεώρων.
  • Εἶναι «ἀδιανόητη» καί «ἀπολύτως ἀπαράδεκτος» (π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος).
  • Ἀποδιώκει «ἀπό ἐμᾶς τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ», εἶναι «ἀποστασία» καί «ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ» (Ἀρχιμ. Γεώργιος, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου)  κ.λ.π.

Ἐνῷ ὁ π. Β. ἰσχυρίζεται διαμετρικά ἀντίθετα ὅτι :   

«Τά 666 δέν εἶναι κἄν σύμβολο τοῦ Ἀντιχρίστου» καί πρέπει «νά ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ὕπαρξή του, ἐφ’ὅσον δέν συνοδεύεται ἀπό ἄλλα προσδιοριστικά τοῦ Ἀντιχρίστου»(σελ. 26) καί

« Ὄχι πώς μέ τήν παραλαβή τους (τῶν ταυτοτήτων μέ 666) ἀρνούμεθα τήν πίστι μας» (Προλογικό σημείωμα)[1].

ε’. Τέλος ἀναληθής εἶναι ἡ κατηγορία του ὅτι ψευδῶς ἐπικαλούμεθα ὑπέρ ἡμῶν τήν σύμφωνον γνώμην τῶν Πατέρων τοῦ καταλόγου, διότι, δῆθεν, ἐν ἀντιθέσει μέ αὐτούς, πιστεύομεν καί διακηρύσσομε ὅτι ἤδη ὑπάρχει τό 666 στήν Κάρτα.  Ἀπεναντίας· ἐμεῖς ὡμιλήσαμε γιά «ὑποψίες» μας καί γιά «ἐνδείξεις πού ἐγγίζουν τά ὅρια τῆς ἀποδείξεως», τίς ὁποῖες καί παραθέσαμε(ἑνότηςΓ΄) · μερικοί δέ ἐκ τοῦ Καταλόγου (Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, π. Γεώργιος Μεταλληνός) ἐξέφρασαν μεγαλυτέραν ἀπό ἐμᾶς βεβαιότητα. Δέν τά διάβασε αὐτά ὁ π. Β. ἤ συνειδητά μᾶς παραποιεῖ;

4 .  Σχετικά μέ τήν «σωρείαν τῶν ἀναιρέσεων» πού εἶχε δεχθῆ τό 1986-γι’αὐτές τοῦ 1996-1997 οὔτε λέξη-ἰσχυρίζεται ὅτι «ὑπῆρξαν μόνον προφορικές ἐνστάσεις καί κάποια ἐρωτήματα». Αὐτοδιαψευδόμενος ὅμως ἀναφέρει στό βιβλίο του : «Ἡ διεύθυνσι τοῦ Ο.Τ. μέ πληροφόρησε ὅτι ὡρισμένοι ἀναγνῶστες τῆς ἐφημερίδος ἀποδοκίμασαν τό ἄρθρο μου ʺ Ὁ Ἀντίχριστος...ʺ καί ἔθεσε ὑπ’ὄψιν μου τίς ἐπιστολές τους...ἐγράφησαν ἐπιστολές πού κινοῦνται μεταξύ φανατισμοῦ, παρανοήσεως καί ὕβρεως» (σ. 35-36).

5. Παραδίδοντας μαθήματα ʺκακοῦ λογισμοῦʺ γράφει : «Γιατί ὅλοι αὐτοί οἱ σήμερον λαλίστατοι δέν ἐπεχείρησαν νά μέ ἐπικρίνουν καί νά μέ καταδικάσουν τό 1986, 1987, 1988, ἀλλά περίμεναν πρῶτα νά κοιμηθῇ ὁ π. Ἐπιφάνιος καί θυμήθηκαν νά μέ πολεμήσουν μετά ἀπό 10 χρόνια  (!) τό 1996;».

Ἀφοῦ διευκρινήσωμε ὅτι ἡ διάθεσίς μας δέν εἶναι καθόλου «πολεμική»-μᾶλλον ἐξ ἰδίων κρίνει- ἀλλ’ἡ διαφύλαξις τῶν ἁπλοϊκῶν ἀναγνωστῶν του, ἀπαντοῦμε :  

Ἁπλούστατα, διότι εἶχαν δοθῆ πεφωτισμένες καί ἀποστομωτικές ἀπαντήσεις ἀπό τό κείμενο τοῦ μακαριστοῦ Ὁσίου Γέροντος π. Παΐσίου (ἕνα μῆνα μόλις μετά) καί ἀπό τήν ἐπιστολήν τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου (ἕξ μῆνας ἀργότερα : 11-9-87· σημαδιακή ἡμερομηνία...)

Μέ τήν σειρά μας τόν ἀντερωτῶμε καί ἐμεῖς :

α΄.  Γιατί μετά τίς 11-9-87 καί μέχρι τῆς κοιμήσεως τοῦ π. Ἐπιφανίου, ἀλλά καί μέχρι τῆς κοιμήσεως τοῦ Γ. Παΐσίου δέν ἐτόλμησε νά ξαναγράψει τίς θέσεις του;

β’ .  Γιατί δέν ἐπεκαλέσθη τήν σύμφωνον γνώμην τοῦ π. Ἐπιφανίου ὅσον ἔζη-πολλῷ μᾶλλον μετά τίς 11-9-87- ἀλλά μόλις τό 1997; 

γ’.  Πῶς μετατρέπει στό βιβλίο του τό «συνήθως» τοῦ διορθωμένου ἀπό τόν π. Ἐπιφάνιον (ὡς ἰσχυρίζεται) χειρογράφου του σέ «πάντοτε»( καί μάλιστα ὑπογραμμισμένο) (σελ.38), δίδοντας ἔτσι διαμετρικά ἀντίθετο νόημα, (ἀποκλείοντας, δηλαδή, τήν πιθανότητα μετατροπῆς τοῦ χξστ΄σέ 666); (!!!)

δ’ . Πῶς τόσον ἐπιπόλαια-κατά τό ἐπιεικέστερο- χρησιμοποιεῖ ἀνυπόστατο γεγονός(τήν δῆθεν προφορικήν παραγγελίαν τοῦ π. Ἐπιφανίου πρός τόν Γ. Παΐσιον),  ἐνῷ τοῦ ἦτο πανεύκολο νά τό ἐλέγξῃ, καί πῶς – τό χείριστον-ἐφ’ὅσον διεπίστωσε ἐκ τῶν ὑστέρων τήν ἀνακρίβειαν, δέν ἐπανόρθωσε στήν ἔκδοσιν τοῦ βιβλίου του; (!!!)

ε’. Γιατί-ἄν ὄντως ἐπίστευε στήν ἁγιότητα τοῦ Γ. Παΐσίου-δέν ἔκαμε τόν κόπον νά πάῃ ἐν ταπεινώσει νά τόν συμβουλευθῇ, ἤ -ἐφ’ ὅσον τόν θεωροῦσε τόσο εὔπιστο καί ἀφελῆ-νά τόν πείσῃ μέ τά ʺθεολογικά του ἐπιχειρήματαʺ, ἀλλ’ ἠρκέσθη σέ μιά ἐπιστολή;

6.  Διαμαρτύρεται γιά τά «τρία ἐρωτηματικά» (στό κείμενό μας ὑπάρχουν τρία θαυμαστικά· στήν δημοσίευσιν ἕνα) πού θέτομε στήν «διά κολοβώσεως διαστροφήν τοῦ χωρίου τοῦ Ἁγ. Εἰρηναίου».  Ἡ ἀμετανόητος ἐμμονή του τά ἐπαυξάνει σέ 13!  Ἀλήθεια! Δέν θά ἐξυψοῦτο στά μάτια τῶν ἀναγνωστῶν, ἐάν ταπεινά ἐδήλωνε ὅτι ἡ χονδροειδεστάτη παραποίησις ἔγινε ἐξ ἀβλεψίας; Ἡ ἐμμονή του, ὅμως, καί μετά τήν ἀποκάλυψίν της, καταδεικνύει ὅτι ἔγινε συνειδητά! Ἀδυνατοῦμε στό ἑξῆς νά βάλωμε ʺκαλό λογισμόʺ!   

Ἐπί πλέον πῶς μᾶς συκοφαντεῖ ὅτι «δέν ἐρευνήσαμε τό κείμενο στήν πηγή του»;

Διά τήν παράθεσιν ὁλοκλήρου τοῦ χωρίου, τῆς ἀναλύσεώς του καί τῆς λογοκρισίας τοῦ π. Β. θά ἀπαιτηθῇ ἀρκετός χρόνος. Γι’ αὐτό ἄς κάμῃ λίγη ὑπομονή ὁ π. Βασίλειος-ἄν ἐπιμένῃ ἀκόμη- καί θά τοῦ τά καταδείξωμε λεπτομερῶς στόν προσεχῆ κατά θέμα διάλογό μας[2].  Ἐδῶ ἁπλῶς δίδομε μερικές ἐπιγραμματικές ἐξηγήσεις γιά τούς ἀναγνῶστες :

α’ .  Τό χξστ΄(666) κατά τήν Ἀποκάλυψιν καί τούς Ἁγίους Πατέρας εἶναι ὁ ἀριθμός-ἄθροισμα, ὁ ὁποῖος θά προέλθῃ ἀπό τήν πρόσθεσιν τῆς ἀριθμητικῆς ἀξίας ἑνός ἑκάστου γράμματος τοῦ ὀνόματος τοῦ θηρίου(Ἀντιχρίστου). Ἔτσι ἔχομε μία ἔνδειξι ἀκριβῆ πού, μαζί μέ τά ἄλλα σημεῖα πού μᾶς ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψις, θά μᾶς βοηθήσῃ νά ἀναγνωρίσωμε τόν Ἀντίχριστον.  Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, ὅμως, ἀναφέρει ὅτι μερικοί εἶχαν ἀλλοιώσει τόν ἀριθμόν σέ χιστ΄( 616) καί ἐφιστᾷ τήν προσοχήν μας ἐν προκειμένῳ, λέγοντας ὅτι θά ἐπακολουθήσῃ μεγάλος κίνδυνος ἐξ αὐτοῦ, καθόσον αὐτοί θά περιμένουν τόν Ἀντίχριστον μέ ὄνομα ἔχον ἄθρισμα χιστ΄ (616) καί θά ἐξαπατηθοῦν, ὅταν αὐτός ἔλθῃ μέ τό χξστ΄ (666), καί θά τόν ἀκολουθήσουν ἀνυποψίαστοι.

Ὁ π. Βασίλειος, θέλοντας νά στηρίξῃ τήν αὐθαίρετον, ἀντιγραφικήν καί ἀντιπατερικήν ἑρμηνείαν του περί ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας τοῦ χξστ΄(σελ. 13, 29, 38)- ἄν καί στήν σελ. 24 παραδέχεται τήν ὀρθήν ἄποψιν(!) -, λογοκρίνει τόν Ἅγιον, σιωπώντας δι’ὅλα τά προηγηθέντα καί παραθέτοντας-καί καπηλευόμενος- μόνον τό τελικό συμπέρασμα τοῦ Ἁγίου.  ʺ Ἐπιτυγχάνειʺ μ’  αὐτόν τόν τρόπον νά παρουσιάσῃ (καί μάλιστα ἐν ὀνόματι τοῦ Ἁγίου) ὅτι ὁ μεγάλος κίνδυνος εἶναι τό «νά περιμένουν(τόν Ἀντίχριστον) οἱ ἄνθρωποι παρατηρώντας τό νούμερο (χξστ’-666) καί αὐτός ἀνενόχλητος νά ἐνεργῇ καί νά προσκυνῆται ἀπό ὅλους μέ τίς καθημερινές μας ἁμαρτίες»(σελ. 30). Ἔτσι ἐνῷ ὁ Ἅγιος ἐπισημαίνει : Προσοχή στό 666!, ὁ π. Βασίλειος κραδαίνοντας τό κολοβωμένο χωρίον τοῦ Ἁγίου, συμπεραίνει : Ἀδιαφορία στό 666!!!

β’ . Τήν μετατροπήν τοῦ χξστ΄σέ 666[3] τήν κάνει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀμέσως προηγουμένως, ἀναπτύσσοντας μάλιστα καί τόν τρόπον προτυπώσεώς του στήν Παλαιάν Διαθήκην.

γ΄ .  Τό χωρίον δέ, τό ὁποῖον μᾶς κατηγορεῖ ὅτι «ἀποσιωποῦμε συστηματικά» [ἀλήθεια, πότε τό ἀποσιωπήσαμε;(!) ] οὐδεμίαν βοήθειαν τοῦ παρέχει. Κάθε ἄλλο. Ἁπλῶς θεωρεῖ ὡς ἀσφαλεστέραν τήν ἀναμονήν τῆς ἐκβάσεως τῆς προφητείας καί τήν μετά ἀπό αὐτήν (: τήν ἔκβασιν) ἐξακρίβωσιν τοῦ ὀνόματος διά τοῦ 666 ἀλλά καί τῶν λοιπῶν σημείων πού τότε θά ἔχουν φανερωθῇ. Ποῦ λοιπόν εἶδεν ὁ π. Βασίλειος τήν πρό τῆς ἐκβάσεως τῆς προφητείας προσπάθειάν μας δι’ἐξακρίβωσιν τοῦ ὀνόματος;

7.  Ὀλίγα τινά καί περί τῆς Ἐγκυκλίου 2626/1997, τῆς ὁποίας παραθέτει ἀπόσπασμα ὁ π. Βασίλειος. Ἡ ἐγκύκλιος αὕτη, παρότι φέρεται ὡς συγγραφεῖσα ὑπό τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου, παραδόξως ἔχει σαφῶς ὀρθοτέρας τοποθετήσεις ἀπό τάς ἰδικάς του. Τό σημεῖον πού κυρίως πάσχει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού παραθέτει ὁ π. Βασίλειος.  Ἐν μέσῳ κάποιας ἀσαφείας φαίνεται -πέραν τῶν ἄλλων-νά ἀγνοῇ τό Χάραγμα τῆς Ἀποκαλύψεως καί ὁμιλεῖ γιά ἐσωτερικόν Χάραγμα.  Ἡ ἀσαφής καί ἐσφαλμένη αὐτή τοποθέτησις προεκάλεσε πολλάς καί ἐντόνους ἀντιδράσεις[4].  Διά τήν διασάφησιν καί διόρθωσιν τοῦ ζητήματος καί διά τήν σύνταξιν νέου κειμένου ὡρίσθη 5μελής ἐπιτροπή ἐκ τριῶν Μητροπολιτῶν (Πατρῶν, ὡς προέδρου, Δημητριάδος καί Νικοπόλεως) καί δύο Καθηγητῶν Πανεπιστημίου (π.Θεοδώρου Ζήση καί π. Γ. Μεταλληνοῦ). Καθοριστική ἦτο ἡ παρέμβασις πρός τήν ἐπιτροπήν τοῦ Καθηγητοῦ Δογματικῆς στό Α.Π.Θ. κ. Δ. Τσελεγγίδη, καταδεικνύουσα μέ σαφήνειαν-ἐκτός τῶν ἄλλων-ὅτι ἡ ἐξωτερική σφραγίδα ἔχει «αἰώνιες πνευματικές ἐπιπτώσεις στούς ἀποδέκτες της» καί διακρίνοντας μεταξύ ἐννόμου βίας καί σωματικῆς τοιαύτης, συμπεραίνουσα ὅτι ΜΟΝΟΝ σέ περίπτωσιν ὑπάρξεως τῆς δευτέρας (σωματικῆς) «τό σφράγισμα αὐτό δέν εἶναι ἱκανό νά καταστήσῃ ἀνενεργό τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ» [Δημοσιεύθηκε καί στήν ἐφημερίδα ʺ Χριστιανικήʺ (4-12-97) καί στήν «Παραχάραξη τοῦ Χαράγματος», ἔκδοση Ἱ.Μ. Μ. Μετεώρου, 1997, σελ/66-71].

Ἡ ἐπιτροπή ἀπέστειλε τό νέον κείμενον στήν Ἱεράν Σύνοδον, διαφωνήσαντος μόνον τοῦ Σεβ. Νικοπόλεως καί ἀποστείλασντος ἰδικόν του ἀντι-κείμενον. Ἡ Ἱ. Σύνοδος ὁμοφώνως ἀπεδέχθη τό κείμενον τῶν τεσσάρων (ἀπορρίψασα τό τοῦ Νικοπόλεως) καί τό ἀπέστειλε πρός ἀνάγνωσιν σέ ὅλους τούς Ἱ. Ναούς. Πρόκειται γιά τήν γνωστήν  Ἐγκύκλιον 2641/1998, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ ἀπερίφραστα διακηρύττει ὅτι ἡ ἑκουσία ἀποδοχή τοῦ ἐξωτερικοῦ χαράγματος διά τοῦ ὀνόματος ἤ τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀντιχρίστου «συνεπάγεται τήν ἄρνησιν τοῦ Χριστοῦ καί τήν σύνταξη μέ τόν Ἀντίχριστο».  Αὐτή ἡ Συνοδική Ἐγκύκλιος(καί ὄχι ἡ τοῦ 1997, τήν ὁποίαν σκοπίμως ὁ π. Βασίλειος προβάλλει[5] ἀγωνιζόμενος νά δικαιώσῃ τήν πλάνη του περί ἐσωτερικοῦ χαράγματος) ἐγένετο καθολικῶς ἀποδεκτή ἀπό τό πλήρωμα- ἐκτός φαιδροτάτων ἐξαιρέσεων. 

8.  Ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀσυστόλων ψευδῶν καί παραποιήσεών του διά τόν μακαριστόν Γ. Παΐσιον περιορίζεται ἐδῶ μόνον στό ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά βρῇ ὁ ἴδιος «τίς παραπομπές στά πατερικά κείμενα».  Ἀπεναντίας εἶναι καταφανές ὅτι ὁ ἁπλοϊκός – καί ὄχι ἐπιστημονικός-τρόπος παραθέσεως τῶν παραπομπῶν καταδεικνύει ἀναντίρρητα ὅτι τά περί δῆθεν πιέσεως τοῦ Γέροντος ὑπό ἑνός «θεολόγου Ἁγιορείτου μοναχοῦ...μέ ἁγιογραφικά καί Πατερικά ἀποσπάσματα»(σελ. 106-107) εἶναι ἀποκυήματα τῆς νοσηρᾶς φαντασίας-ἄν ὄχι τῆς συνειδητῆς συκοφαντίας- τοῦ π. Βασιλείου.

Συγκεκριμένα στό κείμενον (δέν πρόκειται περί ἐπιστολῆς) τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ὑπάρχουν ΜΟΝΟΝ :

  • Μία(!) παραπομπή σέ πατερικό κείμενον (Ἁγίου Ἀνδρέου Καισαρείας). Γνωρίζομε καλῶς ὅτι ὁ ὅσιος Πατήρ ἀνεζήτησε μέσῳ γνωστοῦ του ἱερομονάχου τό ἐν λόγῳ κείμενον, τό ἐμελέτησε καί ἀντέγραψε τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα.
  • Ἕνα(!) ἀκόμη πατερικό ἀπόσπασμα ΧΩΡΙΣ πλήρη παραπομπή (Λόγος Μ. Βασιλείου στόν μάρτυρα Γόρδιον)
  • Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Ὡρολόγιον τό Μέγα καί
  • Τέσσερα ἀποσπάσματα ἀπό τήν Κ. Διαθήκην, τήν ὁποίαν ἰδιαιτέρως ἐμελέτα, μέ παραπομπές ἐλλιπεῖς καί κατ’ ἀντιεπιστημονικόν τρόπον.

Τέλος ὅσον ἀφορᾶ τήν συκοφαντίαν ὅτι τό κείμενον τοῦ Γέροντος «προσκρούει στήν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας μας» (!), παρατηροῦμε :

α’ .  Ἀντιθέτως ταυτίζεται ἀπολύτως πρός αὐτήν. Καί διαχρονικῶς, πρός τήν σχετικήν δηλαδή Πατερικήν διδασκαλίαν καί τήν Ἐκκλησιαστική ζωή καί δή τήν ἁγίαν εὐαισθησίαν τῶν ἁγίων Μαρτύρων (ἐκτός καί ἄν τούς χαρακτηρίσῃ καί αὐτούς ὁ π. Βασίλειος ὡς « ʺἀσθενεῖς τῇ πίστειʺ ἐμφόβους χριστιανούς» καί «θρησκευόμενο ὄχλο»).  Ἀλλά καί ὁριζοντίως, πρός τήν πρόσφατον, δηλαδή, καθολικήν πίστιν καί συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφρασθεῖσαν καί διά τοῦ θεσμικοῦ ὀργάνου της (Ἱ. Συνόδου) ὅσον καί διά τῆς καθολικῆς ἀποδοχῆς ὑπό τοῦ πληρώματος.

β’ .  Ἐπανειλημμένως κατά καιρούς ὁ π. Β. καυχᾶται ὅτι ἔχει κάνει ʺθεολογικήν ἀναίρεσινʺ στό κείμενο τοῦ Γέροντος καί παρακαλεῖ καί προκαλεῖ νά ἀντικρούσωμε τά ʺθεολογικά ἐπιχειρήματάʺ του. Ἄς περιμένει ὀλίγον ἀκόμη. Πρός τό παρόν ἀρκούμεθα νά διευκρινίσωμε ὅτι δέν πρόκειται περί θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων, ἀλλά περί αὐθαιρέτων ὀρθολογιστικῶν συλλογισμῶν. Τίς περισσότερες δέ φορές παρανοεῖ-ἤ συνειδητά παραποιεῖ- τόν Γέροντα καί στήν συνέχεια ἀναιρεῖ τήν ἰδικήν του παρανόησιν παραβιάζοντας ἀνοικτές θύρες.

9. Αὐτό τό τελευταῖο συμβαίνει καί στήν περίπτωσιν τοῦ ʺἐξαγιασμοῦʺ τῶν οὔρων!

α’ .  Ἀρχικῶς παραποιεῖ τόν Γέροντα, λέγοντας ὅτι συσχετίζει τά οὖρα μέ τόν ἄνθρωπον, ἐνῷ ὁ Γέρων τά συσχετίζει μέ τό σύμβολον τοῦ Ἀντιχρίστου.

β’  .  Στή συνέχεια, ἀφοῦ περιορίσῃ τό ʺἀκάθαρτονʺ τῶν οὔρων μόνο εἰς τό ʺβλαβερόνʺ, γράφει : «Τά οὖρα εἶναι ἀκάθαρτα μέ τήν ἔννοιαν ὅτι εἶναι βλαβερά.  Δέν ὑπάρχει δέ λόγος νά ἁγιάσει κανείς κάτι βλαβερό ἐνῷ ὑπάρχει τό καθαρό νερό.  Ὄχι πώς ἀδυνατεῖ ὁ Θεός νά ἁγιάση τό ἀκάθαρτο, ἀλλά δέν συντρέχει λόγος πρός τοῦτο.  Ἄν ὅμως χρειασθῆ, ἄν ὁ Θεός κρίνει πώς πρέπει, τότε τίποτε δέν ἐμποδίζει τόν ἁγιασμό καί τήν εὐλογία» (!!!). Καί ὀλίγον κατωτέρω παραλληλίζοντας τά οὖρα μέ τό νερό τῆς Ἱεριχοῦς(!) ἐρωτᾷ : «Τά οὖρα εἶναι πιό βλαβερά ἤ τό νερό τῆς Ἱεριχοῦς πού ἐπέφερε τόν θάνατο;». Καί ἀπαντᾷ μόνος του : «Ἀσφαλῶς τό νερό τῆς Ἱεριχοῦς διότι πίνοντας οὖρα(!) κανείς δέν πέθανε.  Καί ὅμως τά ʺπονηρά (βλαβερά) ὕδαταʺ δέχθηκαν τή Θ. Χάρι»(σελ. 121-122).

Ἄς ἐρευνήσῃ ἐξονυχιστικά ὁ π. Β. τήν δισχιλιετῆ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία. Θά βρῇ  περιπτώσεις μόνον πλανεμένων καί δαιμονιζομένων πού ἔπιναν τά οὖρα τους ὡς ἁγιασμόν, ἀλλ’οὔτε ΜΙΑΝ - ὄχι περίπτωσιν, ἀλλ΄οὔτε – σκέψιν προσφορᾶς οὔρων δι’ἐπιτέλεσιν ἁγιασμοῦ!  Ἀκόμη καί ὁ Σεβ. Νικοπόλεως χαρακτηρίζει τήν ἐνέργειαν αὐτήν  ὡς : «ἱεροσυλίαν πού ἐξοργίζει τόν Θεόν. Δέν τόν ἐξιλεώνει» ( Τό Χάραγμα τοῦ Ἀντιχρίστου, Πρέβεζα 1997, σελ. 153).  Ἄν δέν ὑπάρχῃ καθαρό νερό καί «ὁ Θεός κρίνει πώς πρέπει» νά τελεσθῇ ἁγιασμός, θά δημιουργήσῃ θαυματουργικῶς· ἐκ πέτρας, ἐκ νεφυδρίου, ἀκόμη καί ἐκ τοῦ μηδενός καί ἐπ’οὐδενί χρησιμοποιώντας ἀκάθαρτόν τι.

Ταῦτα πρός τό παρόν ἐπιγραμματικῶς.

10.  Τέλος διά τά περί τῶν κυβερνώντων, πολιτικῆς κ.λ.π. παρακαλοῦμε τούς ἀναγνῶστες νά παραλληλίσουν τήν τελευταίαν μας παράγραφον μέ τό ἀντίστοιχον – κυριολεκτικά ʺἔξω φρενῶνʺ -τμῆμα τῆς ἀπαντήσεως τοῦ π. Βασιλείου καί νά βγάλουν τά συμπεράσματά τους. Οὔτε τόν συκοφαντήσαμε ὅτι ἔκανε κόμμα γιά τόν γιό του (!), οὔτε ἀρνηθήκαμε τά χριστιανικά τυχόν στοιχεῖα τοῦ κόμματος. Ἁπλῶς ἐλάβαμε ἀφορμήν ἀπό τήν ἑρμηνείαν πού ἔδωσαν πολλοί σέ μερικές πρόσφατες σχετικές φράσεις τοῦ π. Β. γιά νά ἐκφράσωμε τήν βεβαιότητά μας γιά τήν ἐπικινδυνότητα τοῦ ἐν λόγῳ κόμματος, τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά παρασύρῃ τούς πιστούς στήν παραλαβήν τῆς Κάρτας, ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ Χαράγματος (!!!)- ἰδίως λόγῳ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν του στοιχείων, πού θά λειτουργήσουν ὡς δόλωμα γιά τούς ἁπλοϊκούς πιστούς-ἐφ’ὅσον, φυσικά ἀσπάζεται τίς περί 666 καί Χαράγματος πλάνες τοῦ π. Βασιλείου.

Ἀναμένοντες τήν θετικήν ἀνταπόκρισιν τοῦ Ο.Τ.  διά τόν κατά θέμα λεπτομερέστερον διάλογόν μας μέ τόν π. Β., ὅπως αὐτός ἐπανειλημμένως ἐζήτησε.

Μετά τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης,

Οἱ 24 προσυπογράψαντες Ἁγιορεῖται ἱερομόναχοι καί μοναχοί.



[1] Ἡ παροῦσα παραπομπή καί ὅλες ὅσες ἔχουν μόνον ἀριθμό σελίδος παραπέμπουν στό σχετικό βιβλίον τοῦ π.Β.

[2] Ἐκεῖ θά ἀναπτύξωμεν διεξοδικῶς καί τήν παραποίησιν πού κάνει ὁ π. Βασίλειος καί στήν περί Χαράγματος καί στήν περί εἰδωλοθύτων διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ἄν δέ-παρ’ἐλπίδα-ἐνεργήσῃ ὥστε νά μή γίνῃ ὁ διάλογος ( ὅπως τό 1997), τόν δια-βεβαιώνουμε ὅτι θά ἀποκαταστήσωμε τήν ἀλήθεια δι’ ἑτέρου περιοδικοῦ καί ἱστοσελίδων καί ἴσως –σύν Θεῷ-καί δι’εἰδικοῦ τευχιδίου.

[3] Φυσικά ὄχι ἀποκλειστικά στήν ἀραβικήν ἀπεικόνισίν του-ποῖος, ἄλλωστε, τό ὑπεστήριξεν αὐτό; Σήμερα ὁ λόγος εἶναι κυρίως γιά τήν διά τῶν γραμμωτῶν κωδίκων ἀπεικόνισιν- ἀλλ΄ὡς ἀριθμητικήν ἀξίαν μέ οἱανδήποτε ἀπεικόνισιν.

[4] Μερικοί παρέβλεψαν τό σφάλμα ἐνσυνειδήτως, χάριν τῆς ὀρθῆς θέσεως τῆς Ἐγκυκλίου διά τό 666 καί τίς ταυτότητες, πού τότε ἦσαν στήν ἐπικαιρότητα. Ἄλλοι ὅμως κληρικοί ἔφθασν σέ σημεῖο νά μήν ἀναγνώσουν τήν Ἐγκύκλιον, ἀλλά νά ἀναφέρουν μέ δικά τους λόγια μόνον τά ὀρθά σημεῖα της.

[5] Πάντως οὔτε καί μέ αὐτήν τήν Συνοδικήν Ἐγκύκλιον συμφωνεῖ κατά πάντα ὁ π. Β., ὅπως ἰσχυρίζεται.