ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΑΣΧΑ: «ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΤΥΘΗ ΧΡΙΣΤΟΣ»!

[ΣΧΟΛΙΟ "ΟΡΘΡΟΥ"] Ἄν κάποιοι σκανδαλίζονται μέ τήν εἰκόνα ἑνός, φαινομενικῶς γιά μᾶς, πραγματικῶς γι᾿ αὐτούς, σκληροῦ καί τιμωροῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέχρι πού νά Τόν ἀπορρίπτουν ἤ νά Τόν εἰρωνεύονται, ἄς διαβάσουν προσεκτικά τόν παρακάτω διασαφηνιστικό ἀντίλογο…

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 29ῃ Μαΐου 2017

Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα, ἡ Λαμπρή, ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ λαός μας, δέν εἶναι μία συνηθισμένη ἑορτή, ἀλλά ἡ «ἑορτή τῶν ἑορτῶν καί ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων», κατά τήν ὁποία «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν», κατά τόν ἱερό ὑμνογράφο. Δέν εἶναι μόνο ἡ μεγαλύτερη, ἀλλά καί ἡ ἀρχαιότερη ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ σύμφωνα μέ ἱστορικές μαρτυρίες ἄρχισε νά ἑορτάζεται, κάθε χρόνο ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ἀλλά καί κάθε Κυριακή τοῦ ἔτους ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει Πάσχα, ἀφοῦ ἡ Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ψάλλονται ἀναστάσιμα τροπάρια. Ὡστόσο ὑπάρχουν δυστυχῶς καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὄχι ἁπλά δέν χαίρονται τήν ἡμέρα αὐτή, ἀλλά προσπαθοῦν μέ χίλιους δυό τρόπους νά διαστρέψουν τό νόημά της. Ἐπιχειροῦν νά σπιλώσουν τό ἅγιο περιεχόμενό της, προκειμένου νά συμπαρασύρουν καί ἄλλους στήν ἀπιστία καί στήν ἀπώλεια.

Ἀφορμή γιά τήν παροῦσα ἀνακοίνωσή μας πήραμε ἀπό ἄρθρο στήν ἐφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (Μ. Σάββατο 15-4-2017) τοῦ κ. Παντελῆ Μπουκάλα, μέ τίτλο: «ΤΟ ΠΕΣΑΧ, ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ Η ΛΑΜΠΡΗ».

Σ’ αὐτό ὁ ἀρθρογράφος κάνει κατ’ ἀρχήν μία ἱστορική ἀναδρομή στό Πάσχα τῶν Ἑβραίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τύπος τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε τό Πάσχα τῆς Καινῆς. Στή συνέχεια ὅμως μνημονεύει ἕνα γεγονός πού συνδέεται ἄμεσα μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα, πού τόν συγκλονίζει κυριολεκτικά, ἕνα γεγονός πού ἀδυνατεῖ νά τό ἑρμηνεύσει, τό θεωρεῖ ἀσυμβίβαστο μέ τήν ἀγάπη καί τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ γι’ αὐτόν πέτρα σκανδάλου, πάνω στήν ὁποία σκοντάφτει. Γράφει: «Σέ ὁποιαδήποτε ἐκδοχή κι ἄν ἔχει τύχει νά δῶ, μεγαλοβδομαδιάτικα, κινηματογραφημένη τή σκηνή τοῦ θανάτου τῶν πρωτοτόκων, σκέφτομαι ὅτι ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά εἶναι υἱός αὐτοῦ τοῦ μακελάρη Θεοῦ, πού σκότωσε ἀκόμα καί τά πρωτογέννητα τῶν ζώων». Καί παρά κάτω: «Σέ τί εἶχαν προλάβει ἄραγε νά φταίξουν τά παιδιά τῶν Αἰγυπτίων ὥστε νά πρέπει νά θανατωθοῦν; Ποιός νέος Θεός, Θεός τῆς ἀγάπης, θά ἀνελάμβανε αὐτό τό φορτίο, καί πάμπολλα ἄλλα αἱματηρά, χωρίς νά δεῖ τήν αἴγλη του νά ἀμβλύνεται ἐξαρχῆς;».

Ἐδῶ ἀναφέρεται στήν τελευταία, (ἀπό τίς δέκα), καί σκληρότερη «πληγή», πού ἔδωσε ὁ Θεός στούς σκληρόκαρδους Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν νά ἀφήσουν τούς ὑπόδουλους Ἑβραίους, νά ἔρθουν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσε σ’ αὐτούς ὁ Θεός, γιά νά ζήσουν ἐλεύθεροι, ἀλλά ἤθελαν νά τούς κρατοῦν μέ τή βία, γιά νά τούς χρησιμοποιοῦν ὡς δούλους. Κατά τόν ἀρθρογράφο ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν μπορεῖ νά ἔχει καμία σχέση μέ τόν Χριστό τῆς Καινῆς, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε ὅλη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας «μακελάρης», ἕνας Θεός ἄδικος καί σκληρός τιμωρός, ἕνας φονιάς, σάν αὐτούς τούς φονιάδες, πού κάθε τόσο βλέπουμε στά κανάλια νά σκοτώνουν ἐν ψυχρῷ ἀθώους ἀνθρώπους σέ τρομοκρατικά χτυπήματα.

Ἡ θεωρία, περί τοῦ ὅτι δῆθεν ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι Θεός ἄδικος καί σκληρός καί ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἄλλος ὁ Θεός τῆς Καινῆς, εἶναι πολύ παλαιά, ἀνάγεται στόν 2ον μ. Χ. αἰώνα. Οἱ πρῶτοι πού τήν δίδαξαν, ἦταν οἱ ὀπαδοί τοῦ Μαρκίωνος καί οἱ Μανιχαῖοι. ᾷΣτή συνέχεια στά νεώτερα χρόνια, πῆραν τή σκυτάλη κάποιοι Γερμανοί θεολόγοι Προτεστάντες ὀρθολογιστές, ὅπως ὁ Ἀδόλφος Χάρνακ καί ὁ Φράντς Ντέλιτς, καί αὐτούς κατόπιν τούς διαδέχθηκαν οἱ νεώτεροι «νεοπαγανιστές». Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶχαν ἐπισημάνει τήν διεστραμμένη αὐτή θεωρία καί μᾶς ἔδωσαν στούς λόγους καί στίς ὁμιλίες τους θεοφώτιστες ἀπαντήσεις. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο παρατηρεῖ ὅτι ὁ νομοθέτης καί τῶν δυό Διαθηκῶν εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός καί ὅτι ὁ Θεός ἔχει προσαρμόσει τό περιεχόμενο ἑκάστης Διαθήκης, ἀνάλογα μέ τήν διαφορά τῆς κάθε ἐποχῆς: «Ἡμεῖς γάρ ἕνα καί τόν αὐτόν φαμέν ἑκατέρων τῶν Διαθηκῶν νομοθέτην πρός τό δέον πάντα οἰκονομήσαντα καί τῇ τῶν καιρῶν διαφορᾷ, τήν διαφοράν ἑκατέρας νομοθεσίας ἁρμόσαντα», (Ὁμ.16,6-7. PG. 57,247). Ὁ ἴδιος ἱερός πατήρ ἀναφερόμενος στό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Οὐ θέλω δέ ὑμᾶς ἁγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι οἱ πατέρες ἡμῶν πάντες ὑπό τήν νεφέλην ἦσαν, καί πάντες διά τῆς θαλάσσης διῆλθον,…», (Α΄ Κορ. 10,1- 5), ὑπογραμμίζει ὅτι «ὁ Θεός πού τιμώρησε τούς Ἑβραίους γιά τήν ἀπείθεια καί σκληροκαρδία τους, θά τιμωρήσει μέ τήν ἴδια αὐστηρότητα καί ἐμᾶς τούς πιστούς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐάν ἀθετήσουμε τόν ἅγιο νόμο του. Ὁ ἀπόστολος ἤθελε μεταξύ ἄλλων νά δείξει ὅτι εἶναι μεγάλη ἡ συγγένεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρός τήν Καινήν… Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός. Αὐτός ὁ ὁποῖος ἔστρωσε κάτω νεκρούς τους Ἰουδαίους στήν ἔρημο, ὁ ἴδιος θά τιμωρήσει ἀπό ἐμᾶς ὅσους ἁμαρτάνουν», (PG. 51,244-245). Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ ὁμιλία του στόν προφήτη Ἠσαΐα, ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός καί ὅταν ἀκόμη τιμωρεῖ, δέν παύει ἀπό τοῦ νά εὐεργετεῖ ὡς Θεός ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Σχολιάζοντας τόν λόγο τοῦ προφήτου: «καί ἐπάξω τήν χεῖρά μου ἐπί σέ καί πυρώσω σέ εἰς καθαρόν, τούς δέ ἀπειθοῦντας ἀπολέσω καί ἀφελῶ πάντας ἀνόμους ἀπό σοῦ καί πάντας ὑπερηφάνους ταπεινώσω», (1,25), παρατηρεῖ: «Κοίταξε τό ἀγαθόν τέλος τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ καί τῶν τιμωριῶν πού ἐπιβάλλονται κατά τήν κρίση… Μ’ αὐτόν τόν τρόπο παροξύνεται ὁ Θεός, προκειμένου νά εὐεργετήσει τούς ἁμαρτωλούς. Διότι δέν τιμωρεῖ γιά νά ἀφανίσει, ἀλλά παιδαγωγεῖ γιά νά ἐπανορθώσει», (Ἑρμ. εἰς τόν προφήτην Ἠσαΐαν, 1,55-59. ΒΕΠΕΣ 56,92,95). Ὁ δῆθεν σκληρός Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποδεικνύεται Θεός γεμάτος ἀπό ἀγάπη καί πατρική εὐσπλαγχνία, ὅταν λέγει διά τοῦ προφήτου Ἠσαΐου: «Ἐμφανής ἐγενήθην τοῖς ἐμέ μή ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσιν. εἶπα· ἰδού εἰμί τῷ ἔθνει, οἵου ἐκάλεσάν μου τό ὄνομα, ἐξεπέτασα τᾶς χεῖράς μου ὅλην τήν ἡμέραν πρός λαόν ἀπειθοῦντα καί ἀντιλέγοντα», (65,1-2), δηλαδή «φανέρωσα τόν ἑαυτό μου σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μέ ρώτησαν, διότι μέ ἀγνοοῦσαν. Εὑρέθηκα ἀπό ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δέν ζητοῦσαν νά μέ βροῦν. Διαρκῶς σάν πατέρας στοργικός ἅπλωσα τά χέρια μου γιά νά ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καί ἀντιλέγει».

Ὡς πρός τό ἐρώτημα «Σέ τί εἶχαν προλάβει ἄραγε νά φταίξουν τά παιδιά τῶν Αἰγυπτίων, ὥστε νά πρέπει νά θανατωθοῦν;», θά μπορούσαμε νά ἀπαντήσουμε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: Ὁ Θεός ὡς δημιουργός τῶν πάντων, πού ἔφερε τά πάντα στήν ὕπαρξη «ἐκ τοῦ μή ὄντος», εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχός τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἐπειδή Αὐτός μόνος παρέχει τό δῶρο τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεως, Αὐτός μόνος μπορεῖ καί νά τό ἀφαιρέσει, ὅταν ἐκεῖνος τό κρίνει, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι μία τέτοια ἐνέργεια εἶναι αὐθαίρετη, ἄδικη, ἤ χωρίς ἀγάπη. Οὔτε πάλι σημαίνει, ὅτι κάθε φορά πού ἀφαιρεῖ τό δῶρο τῆς ζωῆς, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἔχει προηγηθεῖ κάποια ἁμαρτία ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, πού νά ἀποτελεῖ τήν αἰτία γιά τήν ἀφαίρεση τῆς ζωῆς του. Αὐτό συμβαίνει σέ πάμπολλες περιπτώσεις, ὅπως γιά παράδειγμα στά βρέφη καί τά νήπια πού ἀποθνήσκουν στή νηπιακή ἡλικία, χωρίς νά ἔχουν διαπράξει κάποια προσωπική ἁμαρτία. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τό ἐρώτημα πού ἔθεσαν οἱ μαθητές στόν Κύριο: «Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἡ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἴνα τυφλός γεννηθῆ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἴνα φανερωθῆ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ», (Ἰω.9,2-3).

Στό σημεῖο αὐτό θά ρωτοῦσε κανείς: Μά πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά εἶναι δίκαιος καί νά εἶναι Θεός ἀγάπης, ὅταν ἀφαιρεῖ τή ζωή ἀθώων νηπίων, πού δέν ἁμάρτησαν σέ τίποτε; Ἡ Θεία ἀγάπη καί ἡ Θεία δικαιοσύνη ὑπερβαίνει τόσο πολύ τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη καί δικαιοσύνη, ὥστε πολλές φορές ἀδυνατοῦμε νά τήν ἐννοήσουμε, ἐπειδή κρίνουμε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τά δικά μας κριτήρια καί σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψη πού ἔχουμε περί ἀγάπης καί δικαιοσύνης, ἤ μέ τό νοηματικό περιεχόμενο πού ἔχει δώσει στόν ὅρο «δικαιοσύνη» ἡ ἐπιστήμη τῆς νομικῆς, (βλέπε π.χ. τήν παραβολή τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, ὅπου οἱ ἐργάτες τῆς ἑνδεκάτης ὥρας ἀμείβονται ὅπως καί ἐκεῖνοι τῆς πρώτης. Ἤ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, ὅπου ὁ ἄσωτος ἀποκαθίσταται στά πρῶτα δικαιώματά του, ἐνῶ εἶχε κατασπαταλήσει τήν περιουσία τοῦ πατέρα του). Τά κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατανόητα.Τό μεγαλύτερο καί πολυτιμότερο ἀγαθό, ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, συνήθως κρίνουμε καί ἀξιολογοῦμε τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό ἀγαθό τῆς παρούσης πρόσκαιρης ζωῆς. Γιά τόν Θεό ὅμως δέν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα. Τό ὕψιστο ἀγαθό, ἡ ὑψίστη δωρεά τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ παροῦσα πρόσκαιρη ζωή, ἀλλά ἡ αἰώνια. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ πέραν τοῦ τάφου πραγματικότητα, ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ αἰώνιος κόλασις, τότε πράγματι ὁ Θεός θά ἦταν ἄδικος καί χωρίς ἀγάπη στίς ἐνέργειές Του. Τώρα ὅμως ὄχι. Πῶς μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἀδικήθηκαν τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, ἐάν ὁ Θεός, ἀφαιρώντας ἀπό αὐτά τήν πρόσκαιρη ζωή, χάρισε σ’ αὐτά τήν αἰώνια; Ὁ πεπερασμένος ἀνθρώπινος νοῦς ἀδυνατεῖ νά συλλάβει τήν ἀγάπη καί τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦν αὐτά τά δυό γνωρίσματα - ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ μεταξύ τους. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ συμπλέκεται καί συνυφαίνεται τόσο ἁρμονικά μέ τήν δικαιοσύνη του, ὥστε οὔτε ἡ ἀγάπη του νά καταργεῖ τήν δικαιοσύνη του, οὔτε ἡ δικαιοσύνη τήν ἀγάπη του, ἀλλά ἡ μία νά εἶναι ἔκφραση τῆς ἄλλης. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν ἑρμηνεία τοῦ 142ου Ψαλμοῦ ἀναφέρει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Δικαιοσύνην ἐνταῦθα τήν φιλανθρωπίαν λέγει. Καί πολλαχοῦ τῆς Γραφῆς ἴδοι τίς ἄν ἐπί τοῦ σημαινομένου τούτου τήν δικαιοσύνην λαμβανομένην καί μάλα εἰκότως. Παρά μέν γάρ τοῖς ἀνθρώποις τό δίκαιον ἀπεστέρηται τοῦ ἐλέους, παρά δέ τῷ Θεῷ οὐχ’ οὕτως, ἀλλ’ ἀναμέμικται τῷ δικαίῳ καί ἔλεος καί τοσοῦτον ὡς καί αὐτήν τήν δικαιοσύνην φιλανθρωπίαν καλεῖσθαι», (PG. 55,448).

Πέραν ὅμως ἀπό τή θεολογική προσέγγιση τοῦ θέματος τῆς σφαγῆς τῶν νηπίων τῶν Αἰγυπτίων, ὑπάρχει καί ἡ ἱστορική προσέγγιση. Θέλουμε νά ὑπενθυμίσουμε στόν συντάκτη πώς τό γεγονός αὐτό εἶναι ἕνα ἐπαναστατικό συμβάν, ἡ ἀπελευθέρωση χιλιάδων ἑβραίων δούλων ἀπό τή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων. Γνωρίζει στ’ ἀλήθεια ὁ κ. Π. Μπουκάλας κάποια ἐπανάσταση στήν ἱστορία πού νά ἔγινε ἀναίμακτη; Στήν προκειμένη περίπτωση τήν κύρια εὐθύνη γιά τήν σφαγή τῶν νηπίων τή φέρουν οἱ ἴδιοι οἱ σκληρόκαρδοι Αἰγύπτιοι, οἱ ὁποῖοι, μπροστά στό ἐνδεχόμενο νά χάσουν τούς χιλιάδες ἄμισθους δούλους ἀρνοῦνταν τήν ἐλευθερία τους καί πληρώθηκαν ἀνάλογα μέ τίς ἐπιλογές τους. Ἀλλά ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο. Ἀποσιωπᾶται ἡ γενοκτονία τῶν ἀρσενικῶν νηπίων τῶν ἑβραίων ἀπό τούς Αἰγυπτίους, γιά τόν ἔλεγχο τῶν γεννήσεων, στήν ὁποία προέβαιναν συστηματικά, μέ βασιλική διαταγή (Ἐξοδ.1,16). Ἡ θανάτωση χιλιάδων νηπίων τῶν Ἑβραίων, δέν θά ἔπρεπε νά λαμβάνεται ὑπόψη ἀπό ὅσους «σκανδαλίζονται» ἀπό τή σφαγή τῶν νηπίων τῶν Αἰγυπτίων; Κλείνοντας τό θέμα αὐτό, τονίζουμε ὅτι οἱ πράξεις βίας, τρομοκρατίας, φόνων καί γενοκτονιῶν δέν ἐκπορεύονται ἀπό τό Θεό τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, τήν ὁποία ἀνέχεται ὁ Θεός, διότι σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Στή συνέχεια ὁ συγγραφέας καταπιάνεται μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τόν ρόλο πού ἔπαιξε στή διαμόρφωση καί ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί στό ρόλο πού ἔπαιξε γιά νά ἀποσυνδεθεῖ τό χριστιανικό Πάσχα ἀπό τό ἑβραϊκό, ἐπειδή αὐτό εἶναι συνυφασμένο μέ αἱματοχυσίες καί φόνους. Γράφει: «Ὁ Παῦλος, ὁ θεμελιωτής καί πολιτικός ὀργανωτής τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτοπροσδιοριζόταν ὡς ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν…. Εἶχε συνειδητοποιήσει λοιπόν ὅτι γιά νά διεθνοποιηθεῖ ἡ νέα θρησκεία, ἔπρεπε νά μή στραφεῖ ἀνοιχτά κατά τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, στό περιβάλλον τῆς ὁποίας θά δροῦσε…. Γνώριζε ἐπίσης ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὅτι γιά νά ἀναπτυχθεῖ στίς τρεῖς ἠπείρους ἡ νέα θρησκεία, ὤφειλε νά στοιχειοθετήσει τή δική της ἐπαγγελία, ἀπομακρυνόμενη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί τίς ἱστορίες της, [ὅπως ἡ ἱστορία τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα μέ τίς δέκα πληγές τοῦ Φαραώ]…. Στό νοῦ τῶν μή Ἰουδαίων χριστιανῶν, τῶν Ἑλλήνων λ.χ. καί τῶν Ρωμαίων, δέν ἦταν εὔκολο νά συνεχιστεῖ ἐσαεί ἡ ταύτιση τῆς μεγάλης πασχαλινῆς γιορτῆς μέ τό ποτάμι τοῦ αἵματος πού ἔπνιξε τήν Αἴγυπτο. Δέν ἦταν εὔκολο νά συνεχίσουν νά γιορτάζουν τήν Ἀνάσταση, σάν νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, δοξάζοντας τόν μαζικό καί ἄδικο θάνατο…».

Ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν δῆθεν «ὁ θεμελιωτής καί πολιτικός ὀργανωτής τοῦ Χριστιανισμοῦ», δέν εὐσταθεῖ. Ὁ Παῦλος ὑπῆρξε ἕνα πλῆρες καί τέλειο ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶχε δικά του σχέδια καί ὁραματισμούς, ἀλλά ὑποτασσόταν πάντοτε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ «διεθνοποίηση τῆς νέας θρησκείας», ἡ ἐξάπλωσή της σ’ ὅλο τόν κόσμο, δέν ἦταν μία δική του ὑπόθεση καί ἐπινόηση, ἀλλά ἦταν μέσα στό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία ὅλης της ἀνθρωπότητος. Γνώριζε ἐπίσης πολύ καλά ὁ Παῦλος ὡς ἄριστος ραβίνος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποιά σχέση ὑπῆρχε μεταξύ τοῦ ἑβραϊκοῦ καί τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα καί ὅτι τό ἑβραϊκό ἦταν τύπος τοῦ Χριστιανικοῦ. Ὅταν ὁ Παῦλος προβάλλει τό χριστιανικό Πάσχα, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι καταδικάζει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πού συνδέονται μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα, ὅπως ἡ θανάτωση τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων. Πουθενά στίς ἐπιστολές του δέν φαίνεται νά παρουσιάζει τόν Θεό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἄδικο καί σκληρό. Ἀντίθετα παρουσιάζει τόν Θεό σ’ ὅλες τίς ἐνέργειές του τόσο στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅσο καί στή Καινή κατά πάντα δίκαιες καί γεμάτες ἀπό φιλανθρωπία.

Τό συμπέρασμα λοιπόν ἀπό ὅλα ὅσα παραθέσαμε εἶναι, ὅτι ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός. Οἱ ἐνέργειές του τόσο στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καί στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι κατά πάντα θεοπρεπεῖς, γεμάτες ἀπό ἀγάπη καί δικαιοσύνη. Ἡ βία καί ὁ φόνος δέν εἶναι ἐπινόηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό τραγικό ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως καί τῆς ἀλλοτριώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τόν ἑαυτό του καί τόν πλησίον. Εἶναι τό τραγικό ἀποτέλεσμα τῆς ὑποδουλώσεώς του στόν προαιώνιο ἐχθρό του τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος τόν ἐξωθεῖ στή βία καί στήν αἱματοχυσία σύμφωνα μέ τόν λόγο τῆς Γραφῆς: «ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἐστίν ἀπ’ ἀρχῆς» (Ἰω.8,44). Ὡστόσο ὁ Θεός ἐν τῇ πανσοφίᾳ, τῇ ἀγάπῃ καί τῇ δικαιοσύνῃ Του τήν χρησιμοποιεῖ κατά τήν κρίση του, ὅπου καί ὅταν χρειάζεται, μέ μοναδικό σκοπό τήν εὐεργεσία καί τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀγαπητός μας κ. Π. Μπουκάλας, μή διαθέτοντας προφανῶς ἀνάλογη θεολογική παιδεία καί ἐπιζητώντας νά εἰσχωρήσει μέ τήν λογική του σ’ αὐτά πού ὑπερβαίνουν τήν λογική, καταλήγει σέ λανθασμένα συμπεράσματα. Τόν παρακαλοῦμε λοιπόν νά μαθητεύσει στόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, τόν ὁποῖο ἔχει σέ τόσο μεγάλη ἐκτίμηση καί νά μελετήσει τόν θεόπνευστο λόγο του: «Ὦ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τά κρίματα αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοί αὐτοῦ! τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἡ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ρωμ.11,33-14).

ΙΜΠ - Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν