Ἀνέκδοτο κείμενο τοῦ π. Σαράντη Σαράντου γιά τίς παρεκκλίσεις ἀπό τήν ὀρθόδοξη λατρεία

Leit 12πρωτ. Ἀντώνιος Μπουσδέκης
ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίου Νικολάου Νικαίας

2019-10-09 Ἀναταράξεις στή Θεία Λατρεία (τό Κύκνειον ἆσμα)
Σημ: ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
ἐφημέριος Ἱ.Ν.Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου.

Ἡ μία Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία συνίσταται ἀπό τά ἑκατομμύρια τῶν ὀρθοδόξων βαπτισμένων Χριστιανῶν, πού δέχτηκαν οἰκειοθελῶς νά βυθισθεῖ ὅλο τό σῶμα τους μέσα στό ἁγιασμένο νερό τοῦ Βαπτίσματος   Τρεῖς τέλειες καταδύσεις δηλώνουν τή συμμετοχή μας στό θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί οἱ τρεῖς ἀναδύσεις τή συμμετοχή μας στήν Ἀνάστασή Του. 

Ἡ Θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ τό ἀνά τούς αἰῶνες θεοζωντανό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο.  «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν», μετά τή μυστηριακή εἴσοδό μας στήν Ἐκκλησία, διακαῶς ἐπιθυμοῦμε νά μετέχουμε στό ἱερό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γιατί αὐτό μᾶς ἑνώνει μέ ὁλόκληρο τό Χριστό ὡς τέλειο Θεάνθρωπο καί μέ τήν Παναγία Τριάδα.  Κατά τή Θεία Λειτουργία μετέχουμε στόν Εὐαγγελισμό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στήν ἄσπορο ἄφατο σύλληψη τοῦ Κυρίου, στήν Γέννησή Του, στήν ἀποδοχή τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ ἀνατείλαντος Φωτός τῆς γνώσεώς Του, στήν τέλεια διδασκαλία Του καί θαυματουργία Του, στήν ἑβδομάδα τῶν ἁγίων Παθῶν Του, τῆς Σταυρώσεώς Του, τῆς Ταφῆς, τῆς καθόδου Του εἰς Ἅδου, τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεώς Του καί τῆς εἰς οὐρανούς Ἀναλήψεώς Του καί ἐκ δεξιῶν συγκαθέδρας Του μετά τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του.  Τό Μυστήριο αὐτό «ἴσασιν οἱ μεμυημένοι», ἰσχυρίζεται ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γνωρίζουν και μετέχουν μόνο οἱ βαπτισμένοι, οἱ κεκαθαρμένοι.  Μέ τά ἄκτιστα δῶρα τοῦ θείου Χρίσματος οἱ κεκαθαρμένοι ζοῦν αὐτό τό ἱερό Μυστήριο τῆς πλήρους ἀληθείας, δηλαδή τῆς πλήρους μετανοίας καί τῆς ζωντανῆς πίστεως ὅτι ὁ ἁπλός ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται εἰς Σῶμα καί Αἷμα  Χριστοῦ, ὅπως στόν Μυστικό Δεῖπνο.

Οἱ θεόπνευστοι ἅγιοι Πατέρες μας, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὁ Μέγας Βασίλειος καί οἱ Ἅγιοί μας, πού ὅπως ὁ θεῖος Παῦλος ἀξιώθηκαν νά ἀνεβοῦν ἐν σώματι ἤ ἐκτός τοῦ σώματος, ὁ Θεός οἶδε, ἕως τρίτου οὐρανοῦ καί ἁγιοπνευματικῶς φωτισθέντες νά γνωρίσουν τά ἀνέκφραστα μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στήν οὐράνια καί θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, μᾶς μετέφεραν μέ τίς θεοφώτιστες Λειτουργίες τους, τά τελούμενα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Μέ τήν δύναμη τῆς ἀκτίστου χάριτος ἥνωσαν τά διεστῶτα.  Μᾶς πληροφόρησαν μέ τή συγγραφή τῶν δύο Θείων Λειτουργιῶν τους πῶς τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.  Οἱ λειτουργίες τους ἀποτελοῦν τήν εἰκόνα τῆς οὐρανίου Θείας Λειτουργίας. 

Ἡ Θεία Λειτουργία ὅπως τελεῖται αἰῶνες τώρα στίς ἱερές Μονές καί στίς κοσμικές ἐνορίες εἶναι καί ἀποτελεῖ ὄντως εἰκόνα τῆς οὐρανίου τελεταρχίας κατά τούς ἁγίους Πατέρες.  Κάθε προσθήκη ἤ ἀλλαγή ἀπό ζηλωτή λειτουργό ἤ ἀλαζόνα νεωτεριστή μειώνει, ἀλλοιώνει ἤ καί ἀλλοτριώνει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τή δογματική καί ἠθική δυναμική τῆς μοναδικῆς  σέ ἀξία ὀρθόδόξου Θείας Λειτουργίας.

Δυστυχῶς κάποιοι ἐπιστήμονες θεολόγοι καί διανοούμενοι, κληρικοί ἤ καί λαϊκοί, ἐπηρρεασμένοι ἀπό τόν ἔμφυτο μεταπτωτικό κοσμικό ὀρθολογισμό τους ἤ τήν ἐπίμονη κοσμική ἔρευνα ἐπιχειροῦν νά ἐπικαιροποιήσουν πρός καλυτέρα κατανόηση τό Ἱερό Μυστήριο τῆς Θείας  Εὐχαριστίας, ἐπηρρεασμένοι ἴσως καί ἀπό τή λεπτολογοῦσα τά πάντα Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο.  Ἔφτασε μάλιστα ἐπιστήμων ἰατρός καί νῦν θεολόγος πανεπιστημιακός καθηγητής νά δημοσιεύσει διορθωμένη κατ’ αὐτόν Θεία Λειτουργία.  Ἐπίσης έπιστήμων λαϊκός ἐρευνητής καθηγητής φιλοσοφῶν, ἀπετόλμησε συγγραφήν ἐξ  ἀρχῆς  νέας θείας λειτουργίας κατάλληλης, προσπελάσιμης γιά τόν ἄνθρωπο τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς, τῆς νέας ἐποχῆς, ἀφοῦ καί ἡ δομή καί ἡ γλώσσα καί ἡ νοοτροπία τῆς παραδοσιακῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι κατ’ αὐτόν ἀπηρχαιωμένη, ἀποστεωμένη, πεπαλαιωμένη.   

Προκαταβολικῶς ἄς ἀναφέρουμε τά πρῶτα ἀποκαρδιωτικά ἀποτελέσματα τῶν παπικῶν σχετικά μέ τίς μεταρρυθμίσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.  Καρδινάλιοι σοβαροί παραδέχτηκαν ὅτι οἱ λειτουργικές μεταρυθμίσεις τους ὄχι μόνο δέν ἔφεραν περισσότερους πιστούς ἀλλά καί ἔχασαν ἱκανό ἀριθμό ἐκκλησιαζομένων λόγῳ τῶν ἀσκόπων καί ἀ-νοήτων λειτουργικῶν μεταρρυθμίσεων.  Τό μυστήριον τοῦτο οὐ φέρει ἔρευναν… Γιατί; Στό κτιστό μέρος της ἐπιδέχεται ἑρμηνευτικά σχόλια δίκην κατηχήσεως.  Ἡ τεχνητή σχολαστική ἔρευνα ὅμως σκοτίζει τό μεγαλεῖο της καί ἀπομειώνει τήν χριστοαξία της, ἀφοῦ ὁ ἐρευνητής χρησιμοποιεῖ λίαν ἀκατάλληλα ἐργαλεῖα, τήν ἀλαζονία καί τό κοσμικῶν διαστάσεων πείραμα.  Στήν παπική «ἐκκλησία» ἡ καταστροφή, ἡ πλάνη καί ἡ ἀποτυχία, ἔγιναν πολύ γρήγορα ἀντιληπτές στούς τολμητίες.  Ὅμως ἡ παπική ἀλαζονία, ἀσύμβατη μέ τήν ἐν Χριστῷ μετάνοια δέν ἐπέτρεψε διόρθωση τῶν ἡμαρτημένων, ἀλλά συνεχίστηκε ὁ κατήφορος, ἀφοῦ ἡ παπική λατρεία εἶχε ἀπό αἰῶνες ἀπολέσει τό ἀτσάλι τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος.  Λόγῳ τῶν διαδοχικῶν αὐθαιρέτων «ἀλαθήτων» παπικῶν ἐπεμβάσεων ἔφθασε ἡ Θεία Λειτουργία στό κατάντημα δεκάλεπτης λιτῆς πάμπτωχης προσευχῆς.

Δυστυχῶς, ὡς μή ὄφειλε ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιά γνωστούς καί ἀγνώστους λόγους θέλησε νά μεταφέρει τή μεταρρύθμιση τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου δῆθεν δειγματοληπτικά καί πειραματικά καί στήν ὄντως θεόπνευστη Θεία Λατρεία μας, χρησιμοποιώντας τά ἴδια καταστρεπτικά ἐργαλεῖα πού ἐχρησιμοποιήθηκαν ἀπό τούς παπικούς ἱερωμένους μεταρυθμιστές: τόν ὀρθό λόγο καί τήν ἀτομική μετανεωτερική πρόκληση.  Εὐτυχῶς σέ ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ μετανεωτερική μεταρρυθμιστική μανία βρῆκε σκληρό καί ἀκλόνητο βράχο, τή μακραίωνα ἑλληνοχριστιανική μαρτυρική παράδοση καί τήν ἀκέραια δογματική, τριαδολογική, χριστολογική καί ἐκκλησιολογική πραγματικότητα.  Ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος καί λαός ἐξακολουθεῖ νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καί δέκα φορές τό χρόνο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.  Ὅμως κληρικοί ἐπώνυμοι καί μή, ζηλωτές τῶν παραπάνω τολμητιῶν ἤ ἀνανεωτῶν, ἐπιχειροῦν κάποιες ἐπί μέρους ἀνανεωτικές πρωτοτυπίες, γιά να σαγηνεύσουν καί νά ἀγρεύσουν εἰ δυνατόν πλήθη πιστῶν καί ἄλλων θύραθεν ἐνδιαφερομένων.

Χρόνος τελέσεως Θείας Λειτουργίας

Ἡ πρώτη ἀπαράδεκτη πρωτοτυπία σχετίζεται μέ τήν ὥρα τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας.  Φτάσαμε νά ἰσοπεδώσουμε ὅ,τι ἱερώτερο ἔχουμε, τή Θεία Λειτουργία ὥστε νά τελεῖται ὁποτεδήποτε τῆς ἡμέρας, μέχρι πρό μεσονυκτίου, ἀκόμα καί τίς ἀπογευματινές ὧρες.  Κατάφεραν οἱ παπικοί νά μᾶς βάλουν στίς λατρευτικές συνήθειές τους.  Ὁ Οἰκουμενισμός στή Θεία Λειτουργία, εἶναι τόσο σοβαρό θέμα, ὥστε πρέπει μέ τήν ἄρνησή μας νά ἐκκλησιασθοῦμε σέ μιά τέτοια Θεία Λειτουργία νά ματαιώσουμε τήν οἰκουμενιστική αὐτή ἀσεβῆ παρεμβολή καί ἰσοπέδωση τῆς Θείας Λειτουργίας.  Τό ἐπιχείρημα τῶν διοργανωτῶν ἱερέων ὑπέρ αὐτῆς τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὅτι διευκολύνεται ὁ κόσμος.  Ὅμως θά μποροῦσε κάλλιστα ὁ εὐσυνείδητος ἱερέας νά καθιερώσει ἀντί Θείας Λειτουργίας Εὐχέλαιο, Παράκληση καί ὁμιλία γιά νά τροφοδοτεῖται τό ποίμνιο μέ τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική τροφοδοσία καί ὄχι μέ τήν παραπλάνηση.    Ἄν αὐτός ὁ περίεργος νεωτερισμός γινόταν πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια, ὁ ἱερέας θά ὑπέκειτο σέ κανονικές εὐθῦνες.  Θά καθαιρεῖτο ἴσως καί τῆς Ἱερωσύνης.  Τί ἔχουμε πάθει ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα; Μόλις ξεπετάγεται μιά λατρευτική μόδα, πολλοί ἀμέσως ἀκολουθοῦν.  Σέ καμία ἀπό τίς ὀρθόδοξες χῶρες δέν ἔχει ξεκινήσει μιά τέτοια ποιμαντική τάχα οἰκονομία.  Οἱ Ρῶσοι τήν παραμονή τῶν ἑορτῶν τελοῦν τόν ἑσπερινό καί τόν ὄρθρο τῆς ἑορτῆς ἀφ’ ἑσπέρας, τή Θεία Λειτουργία ὅμως πάντοτε πολύ πρωί.

Ὁ χρόνος τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι χιλιοδο­κιμασμένος.  Οἱ πρωινές ὧρες εἶναι ἀναντικατά­στατες ὅσον ἀφορᾶ στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας.  Αἰῶνες τώρα ἡ Θεία Λειτουργία ἐτελεῖτο πολύ ἐνωρίς τό πρωί.  Εἶναι ὁ καταλληλότερος χρόνος, ἀφοῦ ἔχει προηγηθεῖ ὁ ὕπνος πού ξεκουράζει σῶμα καί ψυχή.  Δέν ἔχει μπλεχθεῖ τόσο ὁ ἱερέας ὅσο καί ὁ πιστός μέ σχέσεις προβληματικές, ὑποθέσεις δύσκολες πού δημιουργοῦν λογισμούς πολλῶν ἀποχρώσεων καί συχνοτήτων.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶχε πεῖ, ὅτι οἱ σημερινοί χριστιανοί ἔχουν ἁπλοποιήσει τήν προετοιμασία τους γιά τή θεία Λειτουργία καί τή θεία Κοινωνία.  Παίρνουν τή θεία Κοινωνία, σάν νά παίρνουν ἀντίδωρο.  Οἱ πατριῶτες μου, ἔλεγε, πρόσεχαν νά μή πέσει κάτω τό παραμικρό ψιχουλάκι ἀντιδώρου.  Τό ἔπαιρναν πάντοτε νηστικοί! Τώρα οἱ σύγχρονοι χριστιανοί ἔχουν θεσμοθετήσει λειτουργίες 8-10 τό βράδυ ἤ   7-10 μ.μ.  Ἀφοῦ θά πρέπει νά εἴμαστε νηστικοί, νηστεύουν ὅλη τήν ἡμέρα; Ἤ κάποιες ὧρες;  Ὑπάρχει δηλαδή κάποια ἄμβλυνση τοῦ «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». 

Ὅταν ἑλληνίζοντες ἐρώτησαν τόν Μέγα Βασίλειο γιατί κάνουμε τό σταυρό μας; Τί νόημα ἔχει πάνω μας; Ὁ Ἅγιος, ὁ πολύ ἐπιστήμων δέν ἄρχισε νά ἐξηγεῖ ἀναλυτικά.  Ἡ σωστή κατ’ αὐτόν ἀπάντηση ἦταν «οὕτως παρελάβομεν ἐκ τῶν ἁγίων Πατέρων…».  Ἡ πατερική παράδοση ἀτράνταχτη, ἀδιαμφισβήτητη…

Ὑπάρχει ἐπίσης τό ὑπ. ἀρ. 2786/31-3-2004 ἐγκύκλιο σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πρός τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ θέμα: «Ὁ καιρός τῆς θείας Λειτουργίας καί ἡ δυνατότης τελέσεώς της τό Ἑσπέρας», τό ὁποῖο παραθέτουμε στό τέλος τοῦ κειμένου μας.

Σᾶς μεταφέρουμε δύο παραγράφους ἀπό τήν ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. «Εἰς κείμενον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου τοῦ Γ΄ διαβάζουμε: «Ὁ καιρός τῆς ἱερᾶς λειτουργίας - λέγει τό κείμενον - εἶναι κατά τήν παλαιάν συνήθειαν ἡ τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας, ὅμως δύναται καί ταχύτερον καί ὑστερώτερον καί νά ἀρχίσῃ καί νά τελειώσῃ, ἐάν εἶναι ἀνάγκη · πρίν δέ τοῦ μεσονυκτίου καί μετά μεσημβρίαν οὐχί · ἐκτός τῶν διωρισμένων ἡμερῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἡ λειτουργία γίνεται ὁμοῦ μέ τόν ἑσπερινόν»...

Εἰς τό ἴδιον πλαίσιον ἐντάσσονται καί αἱ πρόσφατοι πρωτοβουλίαι, πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν, αἱ ὁποῖαι μεταθέτουν εἰς ὡρισμένας χαρμοσύνους ἡμέρας τήν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας τό ἀπόγευμα ἤ καί τό βράδυ πρό τοῦ μεσονυκτίου. Ὅλαι αὗται εἶναι «ἀντιπαραδοσιακαί καί ἀπαράδεκτοι».

Ἀδελφοί καί Πατέρες ἐν Κυρίῳ,

Ἡ Ἀγρυπνία κατά τάς ἑορτάς "πού πέφτουν" καθημερινήν εἶναι ἡ πλέον σοφή καί σύμφωνος πρός τό πνεῦμα τῆς παράδοσεως τῆς Ἐκκλησίας μας πρακτική. Κατ' αὐτήν, ἀφοῦ προηγηθῇ σύντομος ἀγρυπνία, ἀκολουθεῖ μετά τό μεσονύκτιον ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας. Τοιουτοτρόπως τιμᾶται καί ὁ ἀρχαῖος θεσμός τῆς εὐχαριστιακῆς λεγομένης νηστείας, ἀλλά καί οἱ πιστοί ἔχουν τήν δυνατότητα νά βιώσουν τήν Θείαν Λειτουργίαν ὡς τήν πραγματικῶς καινήν ἡμέραν τῆς σωτηρίας καί τόν καιρόν τῆς Ἀναστάσεως καί τῶν ἐσχάτων».

 Ἐπανερχόμεθα στό κείμενο τοῦ πατρός Σαράντη.

Μυστικός τρόπος εκφορᾶς τῶν ευχῶν

Ἐπίσης ἐξαπλώνεται ὡς «εὐλαβέστερη συνήθεια» ἡ ἔκφωνη ἀναφορά τῶν μυστικῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἐξαφανίζεται τό κυριότερο στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας πού εἶναι ἡ μυστικότητα τῶν εὐχῶν.  Πολλές λειτουργίες τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καί μάλιστα βασικές λειτουργίες, τοῦ ἀναπνευστικοῦ συστήματος, τῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος καί τῶν παλμῶν τῆς καρδιᾶς μας, τῶν γεννετησίων διαδικασιῶν μέχρι καί τή γέννηση τοῦ νέου ἀνθρώπου, τελοῦνται μυστικῷ τῷ τρόπῳ.  Ἄν οἱ παραπάνω λειτουργίες γίνονταν κατ’ ἄλλο θορυβώδη τρόπο δέν θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νά ἀσχοληθεῖ μέ ὅλο τό φάσμα τῶν δραστηριοτήτων του, τῶν ἐργασιῶν του καί τῶν κοινωνικῶν σχέσεων.  Σκέψεις, λογισμοί, νόηση, αἴσθημα, ἀνθοῦν ἤ σβήνουν ἤ μαραίνονται χωρίς θορύβους καί ἐξωτερικές διεργασίες καί ἐξωτερικές διαπλοκές.  Γιατί τό μυστήριο τῆς Σωτηρίας, πού ἀρχίζει από τίς γήινες καταστάσεις καί ἐκτείνεται στίς οὐράνιες, νά ὑφίσταται μιά τέτοια ἀλλοτρίωση, χωρίς μυστικότητα, χωρίς πνευματικό ἐν Χριστῷ βάθος, χωρίς ἐν Χριστῷ μυστικά θεμέλια;

Τό ὁρατό μέρος, ἡ ἱερά ψαλμωδία, τά ἀναγνώσματα, τό τυπικό, οἱ λειτουργικές κινήσεις εἶναι τά δεδομένα της Λατρείας ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους.  Τό ψωμί, τό κρασί, τό νερό, τό ζέον, οἱ εἰκόνες, ὁ ἐπίσκοπος, οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ ἱεροψάλτες, ὁ νεωκόρος, τά παπαδάκια, ὁ λαός εἶναι τά ἀπαραίτητα ὁρατά.  Γιατί νά μή παραμένει μυστικό, τό μυστικό ἐν Χριστῷ στοιχεῖο τῆς θείας Λειτουργίας, ἀλλά νά ἰσοπεδώνεται ὅπως στούς παπικούς ἤ στούς προτεστάντες πού τραγουδᾶνε ἤ ἀπαγγέλλουν ὅλοι μαζί;  Ὑπάρχει στούς μή ὀρθοδόξους πουθενά τό μυστικό στοιχεῖο; Πουθενά δέν ὑπάρχει παρά μόνο στήν ὀρθόδοξη θεανθρώπινη φύση τῆς Ὀρθόδοξης Θείας Λειτουργίας.  Καί τό ὁρατό καί τό ἀόρατο καί τό πνευματικό καί τό ὑλικό στοιχεῖο. 

Ὑπάρχει ἕνα ἐκφραστικότατο ἁγιορείτικο κείμενο πού τεκμηριώνει τό μυστικό μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας, πού εἶναι παντελῶς ἄγνωστο στούς ἑτεροδόξους αἱρετικούς.

«Διά τοῦτο, λοιπόν, εὐλαβοῦνται οἱ θεῖοι ἄγγελοι τόν ἱερέα καί τόν τιμοῦν λίαν ὡς φίλον Χριστοῦ ἠγαπημένον.  Διότι ὁ ἱερεύς συντυχαίνει θαρρετά μέ τόν ἁπάντων βασιλέα Ἰησοῦν Χριστόν, εἰς τόν Ὁποῖον αὐτοί οἱ ῎Αγγελοι δέν ἀποτολμοῦν νά θεωροῦν, καθόσον εὐλαβοῦνται τό μεγαλεῖον τῆς δόξης Αὐτοῦ μή δυνάμενοι νά ἐνατενίζουν εἰς τήν ἄφραστον καί θείαν ἔλλαμψιν τοῦ προσώπου αὐτοῦ… ὃμως ὁ ἄξιος ἱερεύς συντυχαίνει μέ αὐτόν τόν Χριστόν στόμα μέ στόμα, ὡσάν νά συντυχαίνει ἓνας ἄδολος καί πολλά ἠγαπημένος φίλος μέ κανένα του φίλον.  Καί καθώς ὃταν ἔχη θάρρος καί ἄκραν φιλίαν μέ κάποιον μέγα ἄνθρωπον πηγαίνει κοντά του καί τοῦ συντυχαίνει τόν λόγον μυστικά, τοιουτοτρόπως καί ὁ ἱερεύς, ἔχοντας θάρρος εἰς τόν Χριστόν διά τήν χάριν καί τήν ἀξίαν τῆς ἱερωσύνης , σιμώνει εἰς αὐτόν καί τοῦ συντυχαίνει ὃλα του τά μυστικά μέ μυστικήν ὁμιλίαν, ἤγουν μέ πολλά προσεκτικήν, ἥσυχον καί μετρίαν τήν φωνήν.  Διότι τοιουτοτρόπως λέγει ὁ ἱερεύς τάς εὐχάς, τό ὁποῖον  φανερώνει δύο πράγματα. ἓνα μέν τήν ἄκραν μεγαλειότητα ἐκείνου τοῦ προσώπου πρός τό ὁποῖον συντυχαίνει, ἄλλο δέ τήν καθαράν ἀγάπην καί τό πολύ θάρρος καί τήν παρρησίαν τήν ὁποίαν ἔχει πρός αὐτόν ὁ συντυχαίνων καί ὁ λαλῶν μετ᾿ αὐτοῦ.» (Ἀνωνύμου τινός καί εὐλογημένου, Λόγοι δύο περί Ἱερωσύνης καί προσευχῆς, ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κωνσταμονίτου, Θεσσαλονίκη 1978).

Στό κείμενο αὐτό καταγράφεται ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων λειτουργῶν πού ἔχουν μιά  κορυφαία μυστική κοινωνία μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τῆς Παναγίας Τριάδος, πού τήν ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ἐν τῷ κόσμῳ λειτουργοί. 

Ἐμεῖς ὅμως διαθέτουμε μιά ἄλλη ἔμπονη ἐμπειρία, τήν ὁποία, ταπεινῶς φρονοῦμε, σέ κάποια φάση τῆς ἱερατικῆς τους ζωῆς θά τήν ἔχουν ζήσει ὅλοι οἱ εὐλογημένοι κληρικοί.  Ἐμεῖς λοιπόν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ μάχιμοι λειτουργοί σέ πολυάνθρωπες ἐνορίες, μέ πολλές παράλληλα οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις, ἰλιγγιώντες στό πέλαγος τῶν ποιμαντικῶν ὑποχρεώσεων, πιεζόμαστε ἀφάνταστα γιά νά κρατήσουμε τό minimum τῆς ἐν Χριστῷ ὑπεύθυνης ἱερωσύνης καί τῶν πολλῶν ἐπειγουσῶν ποιμαντικῶν ὑποχρεώσεων.  Χωρίς ὑπερβολή ζοῦμε ἕνα εἶδος θανάτου κουβαλώντας στούς ἰσχνούς ὤμους μας τά πολυπληθῆ προβλήματα τῶν πνευματικῶν τέκνων, τῶν σαρκικῶν τέκνων καί συγγενῶν.  Προσπαθοῦμε νά τά ἀκουμπήσουμε στούς ὤμους τοῦ σταυρωθέντος δι’ ἡμᾶς Κυρίου μας, μέ τήν πιθανότητα ἤ μάλλον βεβαιότητα ὅτι θά γίνουν δεκτά ἀπό τόν σταυρωθέντα Κύριο καί θά δοθοῦν ἄνωθεν λύσεις καί ἀπαντήσεις.  Ὁ ἐν τῷ κόσμῳ λειτουργός μισοπεθαμένος ἀπό τή δική του ἀναξιότητα καί τά βάρη τῶν ἀδελφῶν, δέν ἔχει τή δύναμη νά κραυγάζει ὡς λειτουργός.  Εὑρισκόμενος σ’ αὐτό τό συνεχές μετερίζι δέν μπορεῖ νά ξεφωνίζει, ἀλλά κρυφά, μυστικά, «ἀπεγνωσμένα» ἀκουμπάει ἑαυτόν καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ καί Κυρίῳ ἡμῶν.

Ὑποθέτω ὅτι οἱ ἅγιοι ἁγιορεῖτες λειτουργοί, ὄχι μόνο αὐτές τίς πνευματικές μυστικές ὀδῦνες ἔχουν διέλθει, ἀλλά καί ἄλλες πού ἐπέτρεψε ὁ Κύριος, ὥστε κάθε φορά πού παίρνουν «καιρό» γιά νά λειτουργήσουν, νά μουσκεύει τό πάτωμα ἀπό τά ἁγιασμένα δάκρυά τους.  Κάποτε πρό χρόνων λειτουργούσαμε μέ τόν Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σισανίου καί Σιατίστης, τό μακαριστό Ἀντώνιο.  Λειτουργοῦσε ὡς ἀνύπαρκτος, χωρίς νεῦρα, χωρίς φωνές, μέ μετρημένη, ταπεινή καί πραείᾳ φωνῇ ὄντως βυθισμένος μέσα στήν πολύ πλούσια θεία Χάρη.

Ἄλλες  καινοτομίες

Ἡ κοινή ἀναφορά τοῦ «Πιστεύω», τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», προξενεῖ ὀχλαγωγία καί προκαλεῖ τήν ἔκφραση τῶν κατωτέρων αἰσθημάτων, ἀφοῦ κάθε πιστός ἐρεθίζεται νά πεῖ τό ποίημά του πιό δυνατά καί σέ διαφορετικό χρόνο ἀπό τούς ἄλλους, γιά νά ἀκουσθεῖ ὡς πιό ἱκανός στήν προφορά καί πιό ἔμπειρος στήν ἀπαγγελία.  Ἔτσι τό ἱερότερο μυστήριο μετατρέπεται σέ σόου τραγουδιστικῶν ἑορτῶν καί σέ ἀσύνταχτη ὁμάδα λίγων ἤ πολλῶν τραγουδιστῶν.

Δυστυχῶς αὐτή ἡ ἀήθης καί ἀνευλαβής φωνασκία συμβαίνει καί κατά τήν ἄκρως ἀτομική προσευχή τοῦ λειτουργοῦ, πού λέγεται «καιρός».  Προσεύχεται ὁ λειτουργός στόν Ὕψιστο χωρίς κανένα ἄμφιο, οὔτε κἄν ἐπιτραχήλιο, γιά νά τόν ἀπαλλάξει ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων καί Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων ἀπό κάθε ἁμαρτία καί νά τόν ἱκανώσει νά ἐπιτελέσει τήν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ ὅλου τοῦ ποιμνίου του.  Ἔχουμε γίνει ἄθελά μας μάρτυρες φαιδρῶν τοιούτων καταστάσεων, ὅλως ξένων πρός τήν ἱερότητα τῆς ἐν συστολῇ προετοιμασίας τοῦ λειτουργοῦ γιά τό Ἱερό Μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας.

Εἶναι λυπηρό ὅτι κατά καιρούς συμβαίνουν καί κάποιες λειτουργικές συμπεριφορές ἀπίθανες, ἀφάνταστες.  Σέ πανήγυρη Ἱεροῦ Ναοῦ στή Μεγάλη Εἴσοδο μαζί μέ τό ἅγιο Δισκάριο μέ τόν Ἀμνό εἰσοδεύτηκαν καί δέκα Ἅγια Ποτήρια.  Ἔγινε σούσουρο.  Ὁ ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ προσπάθησε νά ἐξηγήσει τό πρωτοφανές γεγονός.  Εἶναι δυνατόν νά κάνει ὁ καθένας ὅ,τι τοῦ κατέβει στό κεφάλι του; Δέν θά προσπαθήσουμε νά ἀποδείξουμε τά αὐτονόητα τῆς θεόπνευστης Λατρείας μας.

Πρόσφατα βρεθήκαμε καί λειτουργήσαμε στό ὄρος Θαβώρ, στήν ἀγρυπνία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος μας.  Τρεῖς Ἐπίσκοποι, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσο­λύμων καί πάνω ἀπό πενήντα πρεσβύτεροι μέ τέσσερις διακόνους.  Ἕνα τεράστιο Ἅγιο Ποτήριο εὐλογήθηκε, ἀπό τό ὁποῖο μετά τό «πρόσχωμεν» προέκυψαν δέκα μικρότερα Ἅγια Ποτήρια, ὅπως στό Μυστικό Δεῖπνο καί ὅπως σέ ὅλους τούς ναούς τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας ἀνά τήν οίκουμένη.

Γυναῖκες στό Ψαλτήριον

Πρό δεκαετίας, πρό τῆς βραδινῆς ἀκολουθίας τῆς Μ. Τρίτης παρουσιάστηκε στό ναό μας μιά κοπέλα κάτω των σαράντα ἐτῶν καί μᾶς παρεκάλεσε νά τῆς ἐπιτρέψουμε νά ψάλει μαζί μέ τόν πρωτοψάλτη τοῦ ναοῦ μας, διότι ἦταν ψάλτρια.  Τῆς ἀπαντήσαμε ὅτι οὐδέποτε ἀνέβηκε γυναίκα στό ἀναλόγιο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μας.  Παρά ταῦτα ἐκείνη ἀνέβηκε στό δεξιό ἀναλόγιο καί διεκδίκησε τό «δικαίωμά της».  Δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει τό πρῶτο της τροπάριο καί οἱ κυρίες τοῦ ναοῦ μας τήν ὑποχρέωσαν νά κατέβει.

Ἄν τό περιστατικό αὐτό συνέβαινε στίς μέρες μας, ἀσφαλῶς θά κατέφευγε στίς ψάλτριες πού ἔχουν ἱδρύσει… καί θεσμικότερα τόσο ἡ ἐν λόγῳ ψάλτρια ὅσο καί ἄλλες γυναίκες θά ζητοῦσαν ἐξηγήσεις γιά τήν ἀπαγόρευση καί ἴσως θά κατέφευγαν στή δικαιοσύνη.  Γιά ποιό λόγο δέν ἐπιτρέπεται αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική   διακονία, τή στιγμή κατά τήν ὁποία κάποιες νέες παρουσιάζουν τίτλους σπουδῶν καί ἐκκλησιαστικό ὀρθόδοξο φρόνημα καί μυστηριακή ζωή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας;

Μία ἑρμηνεία δίδεται ἀπό τόν Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη, ὁ ὁποῖος ἔχων ὑπ’ ὄψιν του τοιούτους χορούς γυναικῶν καί ὡς φαίνεται ἀσκητριῶν, αἵτινες ἔψαλλον ἐν πόλει, γράφει ὡς ἑξῆς πρός Ισίδωρον τόν Επίσκοπον˙

«Τάς ἐν ἐκκλησίαις φλυαρίας καταπαύσαι βουλόμενοι οἱ τοῦ Κυρίου ἀπό­στολοι καί τῆς ἡμῶν παιδευταί καταστάσεως ψάλλειν ἐν αὐταῖς τάς γυναίκας συνετῶς συνεχώρησαν. Ἀλλ’ ὡς πάντα εἰς τοὐναντίον ἐτράπη τά θεοφόρα διδάγματα, καί τοῦτο εἰς ἔκλυσιν καί ἁμαρτίας ὑπόθεσιν τοῖς πλείοσι γέγονε. Καί κατάνυξιν μέν ἐκ τῶν θείων ὕμνων οὐχ ὑπομένουσι˙ τῆ δέ τοῦ μέλους ἡδύτητι εἰς ἐρεθισμόν παθημάτων χρώμενοι, οὐδέν αὐτήν ἔχειν πλέον τῶν ἐπί σκηνῆς ἀσμάτων λογίζονται. Χρή τοίνυν, εἰ μέλλοιμεν τό τῷ Θεῶ ἀρέσκον ζητεῖν καί τό κοινῇ συμφέρον ποιεῖν, παύειν ταύτας καί τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ ὡδῆς καί τῆς ἐν πόλει μονῆς ὡς Χριστοκαπήλους καί τό θείον χάρισμα μισθόν ἀπωλείας ἐργαζομένας»

«Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου καί διδάσκαλοι μας, θέλοντας νά σταματήσουν τίς φλυαρίες μέσα στίς ἐκκλησίες (στό ναό), συνετά ἐπέτρεψαν στίς γυναῖκες νά ψάλλουν μέσα σ’ αὐτές.   Ἀλλά ὅπως ὅλα τά θεοφόρα διδάγματα ἀνατράπηκαν, ἔτσι καί αὐτό ἔγινε αἰτία ἀδυναμίας καί ἁμαρτίας γιά τούς πολλούς.   Καί ἀφ’ ἑνός μέν ἡ θεία ὑμνωδία δέν ὁδηγεῖ σέ κατάνυξη, ἀφ’ ἑτέρου χρησιμοποιώντας τήν εὐχάριστη μελωδία γιά νά ἐρεθίσουν τά πάθη τους, θεωροῦν ὅτι αὐτή δέν ἔχει καμιά διαφορά ἀπό τά τραγούδια τοῦ θεάτρου.   Πρέπει λοιπόν, ἄν θέλουμε νά ζητᾶμε αὐτό πού ἀρέσει στό Θεό καί εἶναι πρός τό κοινό συμφέρον, νά τίς ἀπομακρύνεις καί ἀπό τό ψάλσιμο στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τή διαμονή στήν πόλη, ἐπειδή ἐκμεταλλεύονται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τό θεῖο χάρισμα τῆς φωνῆς γίνεται αἰτία ἀπώλειας ψυχῶν.  

Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου Βιβλίο Α΄ ἐπιστολ. 90.

Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης δέν ἦταν ἕνας μισογύνης καί φανατικός ἱερωμένος.  Ἦταν ἕνας θεοφώτιστος πατήρ τῆς ἐκκλησίας μέ αὐστηρό ἀσκητικό βίο.

Ἄνευ δακρύων

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος πιστεύει ὅτι ἡ νηστεία, ὁ ἱερός φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη εἶναι βασικές καί ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γι’ αὐτούς πού κοινωνοῦν.  Χωρίς αὐτές ἡ ψυχή τοῦ προσερχομένου στή Θεία Κοινωνία παραμένει σκληρή, ἀσυγκίνητη καί ἀμετανόητη.  Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μιλώντας σέ ἐπώνυμους κληρικούς καί μοναχούς, τούς εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά κοινωνοῦν ἄν δέν κυλήσει ἀπό τούς ὀφθαλμούς τους ἔστω ἕνα δάκρυ.  Τότε οἱ ἅγιοι αὐτοί ἄνθρωποι κοιτάζονταν μεταξύ τους καί ψιθύριζαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅτι δέν πρέπει ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς νά κοινωνοῦμε.  Οἱ παπικοί ἔχουν θεσπίσει ὡς θεία κοινωνία τήν ὄστια, πού μοιάζει μέ φαρμακευτικό χάπι.  Τό χάπι τό παίρνουμε σχεδόν πάντες μέ δυσαρέσκεια.  Τό δάκρυ πού θεωρεῖ ἀπαραίτητο ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, δέν ὑποβιβάζει τή Θεία Μετάληψη σέ ὄστια οὕτε σέ χάπι, ἀλλά μαζί μέ τίς ἄλλες προϋποθέσεις πού προαναφέραμε, εὐαρεστεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί μᾶς χορηγεῖ ὄντως συναίσθηση Θείας Κοινωνίας.

 

Παράθεμα:

Ἐγκύκλιος ὑπ' ἀριθμ. 2786/31/3/2004

Πρός Τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Θέμα : «Ὁ καιρός τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ δυνατότης τελέσεώς της τό Ἑσπέρας».

Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης θεωρεῖ τήν Θείαν Λειτουργίαν ὡς «τέλος πάσης τελετῆς καί θείου μυστηρίου σφραγίδα». Αὕτη καίτοι ἐπισφραγίζει τήν νυχθήμερον λειτουργικήν προσευχήν, ἐν τούτοις διατηρεῖ αὐτοτέλειαν ἀπό τάς ἄλλας Ἱεράς Ἀκολουθίας καί ἐλευθερίαν τρόπον τινά ἀπό τούς χρονικούς περιορισμούς τοῦ ἡμερονυκτίου λειτουργικοῦ συστήματος.

Τά ἀνωτέρω χαρακτηριστικά της συνέβαλον εἰς τήν διαμόρφωσιν διαφόρων λειτουργικῶν σχημάτων καί εἰς τήν ἀρχικήν σύνδεσίν της μέ τό δεῖπνον, κατά μίμησιν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἀλλά καί ἐπειδή τό ἑσπέρας σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξιν νέας λειτουργικῆς ἡμέρας, κατά τούς Ἑβραίους. Αὐτό ἐπηρέασε καί τήν χριστιανικήν λειτουργικήν πρᾶξιν.

Ἡ σύναξις τῶν πιστῶν, εἰς τά πλαίσια τοῦ δείπνου καί μάλιστα «ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ», ἐτόνισε τήν ἔννοιαν τῆς εὐχαριστίας, ὄχι ὡς μιᾶς λατρευτικῆς (μυστηριακῆς) τελετῆς, ἀλλά τῆς κυρίας ἐκδηλώσεως τῆς προσμονῆς καί προγεύσεως τοῦ καινοῦ κόσμου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τό Μυστήριον ἐτελεῖτο ἀρχικῶς μετά τό δεῖπνον, ἀλλ' ἐνωρίς διά λόγους εὐλαβείας ἐπεκράτησε νά τελῆται πρό τοῦ δείπνου. Εἰς τοῦτο συνέβαλον αἱ κοινωνικαί συνθῆκαι, ἀλλά καί λόγοι σεβασμοῦ πρός αὐτό τοῦτο τό Μυστήριον. Διετηρήθη δέ αὐτό τό ἑσπερινόν σχῆμα εἰς τά πλαίσια τῆς παννυχίδος κατά τάς μεταβαπτισματικάς λειτουργίας (Μ. Σάββατον, παραμονή Θεοφανείων καί Χριστουγέννων ἤ καί τήν Μ. Πέμπτην), ὅπως καί εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων. Εἰς ὅλας τάς ἀνωτέρω περιπτώσεις ὁ πλέον ρυθμιστικός παράγων τοῦ τοιούτου καθορισμοῦ ἦτο ἡ νηστεία, τό ὅριον τῆς ὁποίας διαφυλάττει ἡ ἐνάτη ὥρα, ἀλλά καί ἡ ἀνάγκη κοινωνίας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ὑπό τῶν ὁμαδικῶς βαπτιζομένων κατά τάς ἀνωτέρω ἡμέρας κατηχουμένων.

Ἐνωρίς ὅμως ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀπεσπάσθη ἀπό τό δεῖπνον καί ἐπεκράτησε νά τελῆται «ὡρισμένοις καιροῖς καί ὥραις», ὅπως ἀναφέρει ὁ Κλήμης Ρώμης εἰς τήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολήν του. Πάντως μετά τόν 4ον μ.χ. αἰῶνα αὕτη τελεῖται μετά τήν τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας ἤ ἀκριβέστερον μεταξύ τρίτης καί ἕκτης ὥρας (δηλαδή περίπου 9 ἕως 12 π.μ.), «ἐπειδή τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ἦν, ὅτε ἐπεδήμησεν τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐπί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους». Ὅμως ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐξακολουθεῖ νά συνδέεται ἀρρήκτως μετά τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἐνῷ ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Πάσχα καί τῶν Χριστουγέννων ἐτελεῖτο μετά τό μεσονύκτιον καί «πρό τῆς ἡμέρας, διά μυστηριώδη αἰτίαν· ὅτι γνώμη τῶν Θείων Πατέρων (εὐλαβής παράδοσις, τήν ὁποίαν διασῴζει ὁ Θεόφιλος Καμπανίας) εἶναι μετά τό μεσονύκτιον νά ἔγινεν ἥ τε γέννησις καί ἡ Ἀνάστασις τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ἡ ποικιλία αὕτη ὡς πρός τόν χρόνον τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἡρμηνεύθη ἀπό τόν Ματθαῖον Βλάσταρην ὡς μία φιλάνθρωπος πρᾶξις τῶν Πατέρων καί ὡς εἷς θαυμάσιος τρόπος χειραγωγίας τῶν πιστῶν «πρός τήν ἑνιαίαν καί ὑπέρσοφον ἐντεῦθεν γνῶσιν».

Ἀρκεταί, ὅμως, εἶναι αἱ περιπτώσεις μή τηρήσεως τῶν χρονικῶν πλαισίων, τά ὁποῖα καθώρισεν ἡ παράδοσις διά ποιμαντικούς ἤ ἄλλους λόγους. Εἰς μαρτυρολόγια π.χ. ὑπάρχουν πληροφορίαι ὅτι ὡρισμένοι μάρτυρες πρό τοῦ θανάτου των ἐτέλουν οἱ ἴδιοι τήν Θείαν Λειτουργίαν καί προφανῶς ὄχι εἰς κάποιαν συγκεκριμένην ὥραν, ὅπως π.χ. τοῦτο ἀναφέρεται διά τόν Ἱερομάρτυρα Λουκιανόν Σαμοσατέα. Κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας πάλιν, λόγοι ποιμαντικῆς φροντίδος ἐπέβαλλον τήν μετάθεσιν τῆς Προηγιασμένης Λειτουργίας ἀπό τό ἑσπέρας εἰς τήν πρωΐαν καί ἄν καί τό ἔθιμον αὐτό τό ἐμέμφοντο οἱ Κολλυβάδες, τοῦτο διετηρήθη μέχρι σήμερον εἰς τό κοσμικόν τυπικόν.

Τήν ἰδίαν περίοδον πάλιν ὑπῆρξεν ἀποδοχή ἤ ἔστω ἀνοχή διά τήν μεταβολήν τοῦ χρόνου τελέσεως (ἀπό ἑσπερινῆς εἰς πρωϊνήν) τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Σαββάτου, τῆς Μ. Πέμπτης, τῆς Παραμονῆς τῶν Θεοφανείων καί τῶν Χριστουγέννων, ὅπως ἐξακολουθεῖ τοῦτο νά τελῆται καί σήμερον διά ποιμαντικούς λόγους, ἀφοῦ κατά τόν Θεόφιλον Καμπανίας (18ος αἰών) «τοῦτο δέν βλάπτει, διότι ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν περιορίζεται καί δέν περικλείεται εἰς καιρούς».

Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἀπό τόν 18ον αἰῶνα ὑπῆρχε μία ἀνοχή ὡς πρός τόν καιρόν τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ προβληματισμός ὅμως διά τό ἄν εἶναι δυνατόν ἤ ὄχι νά γίνῃ τό μυστήριον τοῦτο ἐκτός τῆς τρίτης ὥρας εἶναι παλαιότερος· Σύνοδος, βεβαίως, Οἰκουμενική δέν ἠσχολήθη μέ τό θέμα τοῦτο καί μεγάλοι Πατέρες δέν ἐφύλαττον τόν ὅρον τῆς τρίτης ὥρας, μέ ἀποτέλεσμα αὐτή ἡ τακτική νά δημιουργήσῃ, ἴσως, τήν ἐντύπωσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑποχρεοῦται νά τηρῇ τό ἔθος αὐτό.

Εἰς κείμενον ὅμως τῆς ἰδίας ἐποχῆς, τό ὁποῖον φέρεται ὡς ἔργον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου τοῦ Γ´ δίδεται μία σοφή ἀπάντησις εἰς τόν ἀνωτέρω προβληματισμόν, ἡ ὁποία καί τήν παράδοσιν σέβεται, καί «τήν χρείαν τοῦ λαοῦ» δέν ἀγνοεῖ· «Ὁ καιρός τῆς ἱερᾶς λειτουργίας - λέγει τό κείμενον - εἶναι κατά τήν παλαιάν συνήθειαν ἡ τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας, ὅμως δύναται καί ταχύτερον καί ὑστερώτερον καί νά ἀρχίσῃ καί νά τελειώσῃ, ἐάν εἶναι ἀνάγκη · πρίν δέ τοῦ μεσονυκτίου καί μετά μεσημβρίαν οὐχί · ἐκτός τῶν διωρισμένων ἡμερῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἡ λειτουργία γίνεται ὁμοῦ μέ τόν ἑσπερινόν».

Χωρίς καμμίαν ἐπιφύλαξιν τήν ἰδίαν ἀπάντησιν θά ἠμπορούσαμε νά δώσωμεν καί σήμερον, σχετικῶς μέ τήν ἀλλαγήν τῆς τρίτης ὥρας καί τήν δυνατότητα τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας τό ἑσπέρας. Διότι καί σήμερον πολλάκις συμβαίνει νά τελῆται ἡ Θεία Λειτουργία «καί ταχύτερον καί ὑστερώτερον» τῆς τρίτης ὥρας. Παραδείγματος χάριν, ἡ δευτέρα Θεία Λειτουργία, τήν ὁποίαν διά ποιμαντικούς λόγους πολλαί Ἱεραί Μητροπόλεις ἔχουν καθιερώσει, τελευταίως, ἀνατρέψασαι ὅμως τόν παραδοσιακόν τρόπον τελέσεως τοῦ μυστηρίου.

Εἰς τό ἴδιον πλαίσιον ἐντάσσονται καί αἱ πρόσφατοι πρωτοβουλίαι, πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν, αἱ ὁποῖαι μεταθέτουν εἰς ὡρισμένας χαρμοσύνους ἡμέρας τήν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας τό ἀπόγευμα ἤ καί τό βράδυ πρό τοῦ μεσονυκτίου. Ὅλαι αὗται εἶναι «ἀντιπαραδοσιακαί καί ἀπαράδεκτοι».

Ἀδελφοί καί Πατέρες ἐν Κυρίῳ,

Ἡ Ἀγρυπνία κατά τάς ἑορτάς "πού πέφτουν" καθημερινήν εἶναι ἡ πλέον σοφή καί σύμφωνος πρός τό πνεῦμα τῆς παράδοσεως τῆς Ἐκκλησίας μας πρακτική. Κατ' αὐτήν, ἀφοῦ προηγηθῇ σύντομος ἀγρυπνία, ἀκολουθεῖ μετά τό μεσονύκτιον ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας. Τοιουτοτρόπως τιμᾶται καί ὁ ἀρχαῖος θεσμός τῆς εὐχαριστιακῆς λεγομένης νηστείας, ἀλλά καί οἱ πιστοί ἔχουν τήν δυνατότητα νά βιώσουν τήν Θείαν Λειτουργίαν ὡς τήν πραγματικῶς καινήν ἡμέραν τῆς σωτηρίας καί τόν καιρόν τῆς Ἀναστάσεως καί τῶν ἐσχάτων.

Κατά προτεραιότητα, ὅμως, ὅλων αὐτῶν πρέπει νά χωρίσωμεν εἰς τήν ἐπαναφοράν τῆς Προηγιασμένης εἰς τήν κανονικήν της ὥραν, ἀπαραιτήτως καί ἰδίως καθ' ἑκάστην Τετάρτην τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, παρόλας τάς δυσκολίας, αἱ ὁποῖαι ἀναφύονται σήμερον. Αὐτή εἶναι ἡ λύσις, πρός τήν ὁποίαν πρέπει νά φθάσωμεν τό ταχύτερον.

Ταῦτα πάντα πρός προβληματισμόν καί ἀποφυγήν ἀβασανίστου υἱοθετήσεως ἀλλοτρίων ἤ μή παραδοσιακῶν λειτουργικῶν σχήματων.

† Ὁ Ἀθηνῶν Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Σ, Πρόεδρος.

† Ὁ Διδυμοτείχου καί Ὀρεστιάδος Νικηφόρος.

† Ὁ Μυτιλήνης, Ἐρεσσοῦ καί Πλωμαρίου Ἰάκωβος.

† Ὁ Λήμνου καί Ἁγίου Εὐστρατίου Ἱερόθεος.

† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημήτριος.

† Ὁ Βεροίας καί Ναούσης Παντελεήμων.

† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀνδρέας.

† Ὁ Γυθείου καί Οἰτύλου Χρυσόστομος.

† Ὁ Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ Ἰγνάτιος.

† Ὁ Κυθήρων Κύριλλος.

† Ὁ Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων Θεόκλητος.

† Ὁ Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ.

† Ὁ Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης Ἐφραίμ.

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς

† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Σκλήφας.