Ὑφίσταται ἀναγκαιότης ἀλλαγῆς τοῦ Συνταγματικοῦ πλαισίου σχέσεων Ἐκκλησίας-Πολιτείας, ἰσχύοντος τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στήν Ἑλλάδα; Μύθοι καί Παρανοήσεις»

19 OrthΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ  Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ TOY ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΝΗΣΗ »

Εἶναι τιμή διά τήν Ἱ. Μητρόπολη Πειραιῶς νά ἔχει θέσει ὑπό τήν αἰγίδα Της τήν παροῦσα ἡμερίδα. Ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου στούς Ἐλλογιμωτάτους διοργανωτάς τήν «Σύναξη γιά τήν Ὀρθοδοξία» ὑπό τήν ἐμπνευσμένη προεδρία τοῦ Αἰδεσιμ. καί Ἐλλογιμωτ. ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ ΕΚΠΑ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί τήν «Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν» ὑπό τήν πεπνυμένη Προεδρία τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου Σαράντη Σαράντου.

Πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἀφοροῦν σέ ἤδη διακριτούς ρόλους ὅπως ὁ νῦν Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας στό βιβλίο του «Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, Ὑπό τό πρίσμα τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐμπειρίας», ἐκδ. Α.Α. Λιβάνη, Ἀθήνα 2010, σελ. 65 ἑπ. ἔχει ὑποστηρίξει. «Οἱ διακριτοί ρόλοι προκύπτουν ἀπό τήν συγκρότηση τοῦ περιγράμματος τοῦ κράτους δικαίου δηλ. ἀπό τήν συνταγματική καί ἔννομη τάξη καί εὑρίσκονται στά ὅρια ἐκκοσμικεύσεως τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ὑφισταμένου τοῦ πολυθρύλητου διαχωρισμοῦ»    (Π. Μηλιαράκη-Συνταγματολόγου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ 24-6-2016). Καί ναί μέν, στό πλαίσιο τῶν ρυθμιστικῶν κανόνων πού ἰσχύουν διατηροῦνται οἱ «εἰδικές σχέσεις» Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἑορτολόγιο καί οἱ ἐπίσημες τελετές, συναρτῶνται μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις αὐτές οἱ «εἰδικές σχέσεις» δέν ἀναιροῦν τήν διάκρισι μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ ἐρήμην ἤ καί ἐναντίον τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τά ψηφισθέντα νομοθετικά πλαίσια γιά τόν πολιτικό γάμο, τήν καύση τῶν νεκρῶν, τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, τή νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, τό σύμφωνο συμβίωσης ἑτεροφύλων καί ὁμοφυλοφίλων κλπ. Συνεπῶς ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀπολύτως διακριτοί καί βρίσκονται στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης. Ἑπομένως ἡ ἰδεοληψία περί δῆθεν θεοκρατίας πηγάζει μόνο ἀπό σκοτεινή ἐμπάθεια καί νομική ἄγνοια ἤ μίσθαρνη στράτευση.

Στό σύγχρονο Εὐρωπαϊκό πολιτισμό δέν εἶναι μόνο ἡ Ἑλλάδα πού ἀναγνωρίζει ἐπισήμως συγκεκριμένη θρησκευτική κοινωνία, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἄλλες χῶρες πολιτισμοῦ ὅπως τό Ἡνωμένο Βασίλειο τῆς Μ. Βρετανίας, ἡ Νορβηγία καί ἡ Δανία ἀναγνωρίζουν θρησκευτικές κοινωνίες καί μάλιστα στή Μ. Βρετανία ὁ ἀνώτατος ἄρχων εἶναι ἀρχηγός τῆς Ἀγγλικανικῆς κοινωνίας καί τῆς Πρεσβυτεριανῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Σκωτίας καί συνεπῶς ὁ συντακτικός νομοθέτης πού θέσπισε ὅτι «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» δέν εἰσήγαγε πολιτιστική ἤ νομική καινοτομία. Ἁπλῶς δήλωσε τόν σεβασμό του στήν μακρά παράδοση καί τήν θρησκευτική συνείδηση τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας τοῦ λαοῦ πού συγκροτεῖ τή συντεταγμένη Πολιτεία. Ταυτοχρόνως ὅμως τό ἰσχῦον Σύνταγμα θεσπίζει τό ἀπαραβίαστο καί τό ἐλεύθερο τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης μέ διάταξη τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 13 πού δέν ἀναθεωρεῖται ἐπειδή ἀφορᾶ στόν σκληρό πυρῆνα τῆς συνταγματικῆς τάξης.

Ἡ ἐμμονή τῶν Ἀριστερῶν κομμάτων καί κινημάτων καθώς καί τῶν νεοφιλελευθέρων γιά τό δῆθεν οὐδετερόθρησκο κράτος  παρουσιάζει τό θέμα ὡς δῆθεν μεγάλη μεταρρύθμιση. Τό πρόταγμα τοῦ λεγομένου «ἐξορθολογισμοῦ» ἐπαναλαμβάνεται ἀπό προφανῶς ἀμοίρους νομικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι μέ ἐφαλτήριο τό λεγόμενο «θράσος τῆς ἀγνοίας τους», θέτουν πρός κατεδάφισι ὅ,τι συνιστᾶ τό κράτος δικαίου πού ἐπί 200 σχεδόν χρόνια πύργωσε ὁ λαός μας μέ αἷμα καί ἱδρώτα. 

Τά κόμματα τῆς Ἀριστερᾶς μέ τήν γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία τοῦ Κομμουνιστικοῦ κοσμοειδώλου, ἐπιδιώκουν τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ὅπως γνώρισε τόν χωρισμό αὐτό ὁ καταρρεύσας ὑπαρκτός σοσιαλισμός στό ἀνατολικό μπλόκ πού στήν οὐσία ἦταν διωγμός τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, ἐλαύνονται ἀπό ἀποτυχημένα ἀθεϊστικά ἰδεολογήματα καί συναντῶνται μέ τά ὑπόλοιπα κόμματα τοῦ νεοφιλελευθέρου χώρου κάτω ἀπό τίς ντιρεκτίβες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξεως. Ποιός δέν θυμᾶται τήν δυναμική παράσταση τοῦ ἐν Ἀμερικῇ Ἑβραϊκοῦ λόμπυ στόν τότε Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες τῶν Ἑλλήνων ὅπως ἀνέφερε τότε τό ἀνακοινωθέν τοῦ Μεγάρου Μαξίμου;

Μιλοῦν γιά διακριτότερους ρόλους Ἐκκλησίας καί Κράτους, καί ἐννοοῦν Ἔθνους ἐπικαλούμενοι δῆθεν προοδευτικά συνθήματα. Οἱ ἀντιλήψεις ὅμως περί χωρισμοῦ εἶναι τοῦ περασμένου αἰώνα πού γεννήθηκαν κάτω ἀπό μισαλλόδοξο ἀντιθρησκευτικό καί ἀντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεῦμα πού δέν συμβιβάζεται μέ τίς σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές καί θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί πού ἀναπτύχθηκε σέ προτεσταντικές καί παπικές χῶρες πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν πολιτισμό καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τό πρότυπο τῶν δυτικῶν Κοινωνιῶν ἀλλά καί τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀνατολικοῦ μπλόκ πού ἱστορικά κατέρρευσε παταγωδῶς, μέ τό θρησκευτικό συγκρητισμό καί μέ τόν χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα καί ἐπιτρέπει τήν ἅλωση τῶν κοινωνιῶν ἀπό τήν παραθρησκεία,τίς καταστροφικές λατρεῖες, τήν εἰδωλολατρεία, τόν σατανισμό καί τά ἐγκληματικά φαινόμενα. Οἱ ἀντιλήψεις περί χωρισμοῦ δέν συμβιβάζονται μέ τά ἑλληνικά ἰδεώδη καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη πού πότισε τίς ρίζες τοῦ Ἔθνους μας.

Οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἔξω τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, τήν πραγματικότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου ἀπό τόν Χριστιανισμό. Δέν μιλᾶμε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μιλᾶμε γιά τήν κοινωνική πραγματικότητα, γιά τήν κοινωνική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ πού ἐκπολίτισε τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα στή χώρα μας, μᾶς διαφύλαξε διά νά μήν εἴμαστε τό ὑπόλοιπο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας σήμερα, ἐξισλαμισμένοι καί Τουρκοποιημένοι.

Ὁ Χριστιανισμός συνεπῶς κρινόμενος μόνο μέ κοσμικά κριτήρια εἶναι μιά παγκόσμια θρησκεία πού δέν μπορεῖ νά τεθεῖ στό κοινωνικό περιθώριο, οὔτε νά ἀγνοηθεῖ καί ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνατό νά καταπολεμηθεῖ γιατί εἶναι θεοσύστατος ὀργανισμός, ὅπως ἀπέδειξαν τά δύο χιλιάδες χρόνια τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του καί τά πολυεκατομμύρια τῶν μαρτύρων Του.

Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι μιά ὁμόδοξη κοινωνία ζυμωμένη μέ τό χριστιανικό πνεῦμα. Ἡ προστατευομένη ἀπό τό Σύνταγμα ἔννοια τοῦ Ἔθνους σύγκειται ἀπό τό ὁμόθρησκον, τό ὅμαιμον, τό ὁμόγλωσσον καί τό ὁμότροπον. (κατά τόν μέγιστον Ἡρόδοτον)

Οἱ ψηφισθεῖσες προτάσεις ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, μέ ἁπλή πλειοψηφία τῆς προτεινούσης Βουλῆς πού ἀπαιτοῦν γιά νά ἰσχύσουν ηὐξημένη πλειοψηφία τῶν 2/3 στήν Ἀναθεωρητική Βουλή, καί πού κατετέθησαν ἀπό τό κυβερνόν κόμμα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, περνοῦν καί ἀπό τήν θύρα τῆς εἰδικῆς ἐπιστήμης τῆς κοινωνιολογίας. Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς «ἡ θρησκεία εἶναι μία ἰδιωτική ὑπόθεση» κατέληξε πάντοτε στήν καταδίωξη καί καταπίεση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἄμεσες συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ὁ προοδευτικός ἐκφυλισμός τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἡ σχετικοποίηση τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καί ἡ εἰσβολή ξένων ἰδεολογιῶν μέ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἐθνική ἐπιβίωση περιεχόμενο. Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία μας, ἔχει ὡς συνέπεια νά εἶναι ἀδύνατον νά αὐτονομηθοῦν οἱ θεσμοί αὐτοί καί νά παύσουν νά συλλειτουργοῦν χωρίς τό ἄμεσο ἐνδεχόμενο ἀρνητικῶν συνεπειῶν στήν ἐθνική πορεία καί ἐπιβίωση. Ὁ ὁμ. Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε ἐναργέστατα τήν θεωρία τοῦ φονξιοναλισμοῦ (fonctionnalisme) δηλ. τῆς συλλειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν. Ὅταν στήν ἀθεϊστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» ἀμοιβαιοτήτων πού ὁδήγησαν προοδευτικά στά διατάγματα 91/1955, 654/1968 καί 1024/1983 μέ τά ὁποῖα οὐσιαστικά ἡ ἐθνική Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» τῆς Γαλλίας ἐπέστρεψε στά ἐπίπεδα συλλειτουργίας μέ τούς πολιτικούς θεσμούς καί ὅταν ἐπίσης στήν ἄλλοτε κραταιά Σοβιετική Ἕνωση τό διάταγμα τῆς 5/2/1918 μέ τό ὁποῖο ἐπεβλήθη ὁ χωρισμός Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀντικατεστάθη μέ μιά σειρά διαταγμάτων ὅπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 καί μέ τή γνωστή ἡμισυνταγματική ἀναθεώρηση τοῦ 1972 μέ τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκε ὡς «ἀνεπίσημη θρησκευτική ἐπισημότητα» ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἤ ὄχι ἀνεπίτρεπτο βερμπαλισμό ἡ σχετική συνθηματολογία στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους;

Τά παραπάνω κόμματα πού μιλᾶνε γιά ἐπαναδιατύπωση τῶν σχέσεων στήν οὐσία στοχεύουν στόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῶν Ἑλλήνων, θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν χριστιανική πίστη. Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου ἀπό τόν πολίτη θά τήν ὑποκαταστήσει ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἔχει καί αὐτό θρησκευτικό χαρακτῆρα, γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τόν θεωρητικό τῶν Σοβιέτς Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δέν μπορεῖς νά ἀφαιρέσης τήν ἐλευθερία, τήν ἰδιοκτησία καί τήν μεταφυσική ἀγωνία» καί αὐτό τό στοιχεῖο ὀνομάζεται ἀντιχριστιανός ἤ ἀντιθρησκευτικός πολίτης ἤ ἄθεος πού στρατεύτεται στήν «θρησκεία» τῆς ἀθεΐας. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολίτου αὐτῶν πού θέλουν καί προβάλλουν τόν λεγόμενο «ἐξορθολογισμό». Τόν ἀποκαλοῦν μέ πολλά ὀνόματα, φιλικό ἤ ἔντιμο χωρισμό ἤ βελούδινο διαζύγιο ἤ ἀναθεώρηση σχέσεων ἤ ἀναστοχασμό ἤ ἐπαναπλαισίωση, ἤ διακριτότητα δέν ἔχει σημασία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο λένε ὅτι τό κράτος θά εἶναι ἀνεξίθρησκο ἤ οὐδέτερο πρός τήν θρησκεία καί αὐτό θά εἶναι δῆθεν καλύτερο γιά τήν κοινωνία. Τεχνητός ὅμως χωρισμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας στήν κοινωνική της διάσταση καί λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἀπό νομοθετικῆς πλευρᾶς δυνατός, θά ἀποτελεῖ ὅμως κατ’ οὐσίαν κατασκευή ἑνός «ἀνθρωπίνου τέρατος», ἑνός «κοινωνικοῦ θηρίου». Οἱ κοινωνίες δέν ὀργανώνονται μόνο μέ Νόμους ἤ Συντάγματα, ὀργανώνονται καί μέ ἐξωνομικούς κανόνες πού ἀπό πλευρᾶς ἀξίας καί πρακτικοῦ κοινωνικοῦ ἀποτελέσματος εἶναι οἱ σημαντικότεροι.

Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη μέ τέτοιους κανόνες, πού εἶναι οἱ χριστιανικοί κανόνες καί ἑπομένως εἶναι ἔγκλημα ἡ πολιτική βούληση τῶν ἀνωτέρω κομμάτων πού θέλει νά ὁδηγήσει σέ θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τήν ἑλληνική κοινωνία στό ὄνομα τῆς δῆθεν προόδου, γιατί στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ θεσμοί συλλειτουργοῦν ἐπειδή συλλειτουργοῦν οἱ ἀνθρώπινες προσωπικότητες. Βέβαια στίς κοινωνίες ὑπάρχουν πολίτες μέ θρησκευτική συνείδηση καί πολίτες χωρίς αὐτήν ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιλογή καί ἀνάγεται σέ ἀτομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Ἡ καθιέρωση ὅμως πολιτειακά τοῦ χωρισμοῦ τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν εἶναι τραγικά ἀγεφύρωτη ἔκπτωση.

Ὁ λεγόμενος «ἐξορθολογισμός» χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί Ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη.

Τό σύστημα τῆς συναλληλίας πού ἰσχύει σήμερα μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τόν Καταστατικό Χάρτη Ν. 590/1977 (ΦΕΚ 146Α) εἶναι καθεστώς διακριτῶν ρόλων ἀφοῦ Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι κοινωνίες διάφορες, συναφεῖς ὅμως καί συνεχόμενες μέ συνεργασία κοινωνικά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη. Ἡ ἱστορική ἐμπειρία ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματος τόσο στήν χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο καί τήν ὀθωμανική κατοχή, ὅσον καί στήν περίοδο τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νομική αὐτή κατάσταση δέν ἔβλαψε οὔτε τήν Ἑλληνική κοινωνία, οὔτε τά δικαιώματα τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν Κοινοτήτων.

Στὴν Ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη ΝΠΔΔ εἶναι δυνάμει τῶν διατάξεων τοῦ Ν. 2345/3.7.1920 (ΦΕΚ 148Α) ὡς τίθενται καί ἰσχύουν μέ τόν Νόμο 3069/31.3.1924 (ΦΕΚ  71Α) καί τῶν διατάξεων τοῦ Ν. 1920/4.2.1991 (ΦΕΚ 11Α) οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες οἱ ὁποῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες καί οἱ Μουφτῆδες μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθ. 1 παρ. 7 τοῦ ἴδιου Νόμου διορίζονται καί παύονται μέ Προεδρικό Διάταγμα ἐκδιδόμενο μετά ἀπό πρόταση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Θρησκευμάτων καί δυνάμει τῶν ἄρθ. 4 καί 5 τοῦ ἴδιου νόμου «οἱ διοριζόμενοι Μουφτῆδες καί οἱ τοποτηρητές εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, κατέχουν θέση Γενικοῦ Διευθυντῆ καί λαμβάνουν ἀποδοχές Γενικοῦ Διευθυντῆ μέ βασικό μισθό τόν προβλεπόμενο γιά τό ἀνώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (1ο ) τοῦ Ν. 1505/1984», «Ὁ Μουφτής ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσείας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς, ἐφ’ ὅσον οἱ σχέσεις αὐτές διέπονται ἀπό τόν ἱερό μουσουλμανικό νόμο».    Ἴδιες ρυθμίσεις ἰσχύουν στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη καί γιά τίς Ἰσραηλιτικές κοινότητες μέ τούς Ν. 2456/2.8.1920 (ΦΕΚ 173Α), Ν. 1657/15.1.1951 (ΦΕΚ 20Α) καί Ν. 3817/7.3.1958 (ΦΕΚ 36Α) στούς ὁποίους ὁρίζεται στό ἄρθρο 1 τοῦ Ν. 2456 «Εἰς ἅς πόλεις κατοικοῦσι μονίμως πλείονες τῶν 20 Ἰσραηλιτικῶν οἰκογενειῶν  καί λειτουργεῖ Συναγωγή δύναται νά ἱδρυθῆ διά Β. Διατάγματος Ἰσραηλιτική Κοινότης ἀναγνωριζομένη ὡς ΝΠΔΔ», στό ἄρθ. 9 τοῦ ἴδιου Νόμου «Ἑκάστης κοινότητος προΐσταται θρησκευτικῶς εἷς Ἀρχιραβῖνος, διοριζόμενος καί ἀπολυόμενος διά Β. Διατάγματος προτάσει τῆς κοινότητος». Στό ἄρθ. 12 διαλαμβάνεται «Θρησκευτικό Δικαστήριο φέρον τόν τίτλον Μπεθ-ντίν» καί διοριζόμενον ὑπό τοῦ Ραββινικοῦ Συμβουλίου ἀποφαίνεται ἐπί...τῶν περιπτώσεων τῆς συστάσεως καί διαλύσεως τοῦ γάμου μεταξύ Ἰσραηλιτῶν, τῶν προσωπικῶν σχέσεων τῶν συζύγων συνεστῶτος τοῦ γάμου, περί διατροφῆς συζύγων καί τέκνων, περί ἀποδόσεως τῆς προικός καί τῶν παραφέρνων συνεπείᾳ διαζυγίου ἐφ’ ὅσον αἱ σχετικαί ἀξιώσεις ἀπορρέουν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ἰουδαϊκοῦ νόμου».

Στόν Α.Ν. 367/7.6.1945 (ΦΕΚ 143Α) στά ἄρθ. 5 καί 6 «συνιστᾶται Κεντρικόν Ἰσραηλιτικόν Συμβούλιον τοῦ ὁποίου τά μέλη διορίζονται δι’ ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων καί Παιδείας» καί στόν Ν. 1657/1951 διαλαμβάνεται στό ἄρθ. 3 παρ. 2 «Ὁ γενικός Ἀρχιραββῖνος Ἑλλάδος ... διορίζεται καί ἀπολύεται προτάσει τοῦ ἄνω συνεδρίου διά Β.Δ. προκαλουμένου ὑπό τοῦ Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καί Ἐθνικῆς Παιδείας».

Μέ τόν Ν. 4301/7.10.2014 (ΦΕΚ 223Α) παρέχεται ἡ Νομική Προσωπικότης Θρησκευτικοῦ Προσώπου σέ ὅλες τίς γνωστές ἐν Ἑλλάδι Θρησκευτικές Κοινότητες. Μέ τό ἄρθρο 13 παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος ἔχει κατοχυρωθεῖ θεσμικῶς ἡ ἐλευθερία θρησκευτικῆς συνειδήσεως κάθε Ἕλληνος πολίτου καί ἡ ἀπρόσκοπτος λατρεία τῶν γνωστῶν θρησκειῶν (τῶν μή ἐχόντων κρύφια δόγματα καί λατρεία ἀντικειμένη στά χρηστά ἤθη καί τήν ἔννομη τάξη). Ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς παραπάνω παρατιθέμενες νομικές διατάξεις καί οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες-δημόσιες ὑπηρεσίες καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες-ΝΠΔΔ ἀσκοῦν δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα τοῦ Κράτους ἐπί Ἑλλήνων πολιτῶν Μουσουλμανικῆς ἤ Ἑβραϊκῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς. Τό δικαίωμα αὐτό δέν ἀναγνωρίζεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία καί δέν τό διεκδικεῖ ὡς θά ὄφειλε.

Κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω συνεχίζει νά διερωτᾶται κάθε καλῆς προαιρέσεως ἄνθρωπος ἄν ἡ Ἑλλάδα, ἡ χώρα μας εἶναι οὐδετερόθρησκο Κράτος καί ἄν ὑφίστανται διακριτότατοι ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας;

Ἐπί τέλους καί οἱ ἰδεοληψίες, οἱ ἐμμονές καί ἡ προπαγάνδα ἔχουν τά ὅριά τους. Ἡ Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὑπερτέρα τῆς Ἀρχῆς τῆς ἀνεξιθρησκείας πού διέπει τόν θεμελιώδη Νόμο τοῦ Κράτους, τό Σύνταγμά μας (ἀρ. 13) πηγάζει ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰδιοπροσωπεία μας καί τόν νομικό μας πολιτισμό ἀλλά κυρίως ἀπό τήν θρησκευτική μας πίστη καί τίς Εὐαγγελικές Ἀρχές τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς ἀπό τήν αἰώνια διακήρυξη τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8, 34). Ἡ εὐλογημένη χώρα μας εἶναι μία χώρα στήν ὁποία οἱ πάντες ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὐδέν πλεονέκτημα ἔχει πέραν τῆς διά τούς γνωστούς ἱστορικούς λόγους ἀναγνωρίσεως ὅτι τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα κατά τάς νομικάς των σχέσεις εἶναι εἰδικά Ν.Π.Δ.Δ. ὡς καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες, τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο (Κ.Ι.Σ.) καί οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες (ἄρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) πού συνεπιφέρει ὅμως καί τήν ἐποπτεία καί τόν δημοσιονομικό ἔλεγχο ὑπό τῶν ἐλεγκτικῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους!

Μέ τίς ψηφισθεῖσες προτάσεις ἀναθεωρήσεως τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἀπό τήν προτείνουσα Βουλή ἐπιδιώκεται μέ ἕνα λόγο ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία γιά τούς ἐπιθυμοῦντας τόν λεγόμενο χωρισμό εἶναι ἄχρηστη μέσα στήν κοινωνία καί συνεπῶς ἕνας χωρισμός θά ὑποκρύπτει «κρυφό διωγμό» καί θά συνδράμει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθῆ κατά τή γνώμη τους σέ μαρασμό. Οἱ «καλοί» ὅμως αὐτοί «πόθοι» στεροῦνται σοβαρότητος γιατί ἀγνοοῦν τό πασίδηλο γεγονός ὅτι οἱ πολίτες εἶναι συγχρόνως καί θρησκευτικές προσωπικότητες καί δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν στά δύο ὥστε τό Κράτος νά πάρει τόν «πολίτη» καί ἡ θρησκεία τόν «θρησκευτικό πολίτη».

Τό αἴτημα τοῦ δῆθεν «ἐξορθολογισμοῦ» ἤ χωρισμοῦ χωρίς νά λαμβάνεται ἐπιπροσθέτως ὑπ’ ὄψι ἡ ὀργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, τά μεγάλα γεωστρατηγικά καί γεωπολιτικά προβλήματα τῆς περιοχῆς μας, ὁ φονταμενταλισμός τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι τελικά μιά ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψι ὅπως προαναφέραμε. Τό μεγάλο ἐκσυγχρονιστικό καί μεταρρυθμιστικό θέμα τῆς Πολιτείας δέν εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ Ἔθνους ἀπό τήν Ἐκκλησία· μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἔχουν καθορισθῆ οἱ διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στά ὅρια τῆς ἐκκοσμίκευσης· ἀλλά ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ τέρατος τῆς Γραφειοκρατίας, τῆς ἀσυνέχειας τοῦ Κράτους, τῆς εὐνοιοκρατίας καί κομματοκρατίας καί τῆς σοβούσης ἠθικῆς σήψεως καί διαφθορᾶς.

Οἱ ψηφισθεῖσες διατάξεις ἀναθεωρήσεως ἀπό τήν προτείνουσα Βουλή ἀναφέρονται καί στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας, στήν ἐπιβολή τοῦ Πολιτικοῦ ὅρκου, στήν ἐξοβελισμό τῶν ἐννοιῶν τῆς οἰκογενείας καί τοῦ Ἔθνους καί στήν συνταγματική ἀναγνώρισι τοῦ ἀνυπάρκτου κατά φύσιν ἑτέρου γενετησίου προσανατολισμοῦ, ὡς κατοχύρωσι τοῦ «δικαιωματισμοῦ».

Εἰδικώτερον διά τήν ἀναθεώρησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος στό περίγραμμα τῆς ἀναθεωρητικῆς λογικῆς του  καταλέγεται ἡ τυπολογία τῶν σχέσεων Πολιτείας-Ἐκκλησίας. Δέν ἐπιλέγεται μέν ἡ ἀπ’ εὐθείας κατάργησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, πού θά ἐπέφερε τεκτονικόν σεισμόν, μέ τήν κατάργησι τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή στό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος τῆς ἀορίστου ρήτρας διά τήν «κρατική θρησκευτική οὐδετερότητα», μέ τόν ὅρο «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί τήν ἑρμηνευτική δήλωσι περί ἐπικρατούσης θρησκείας, πού ὅμως ὑπονοεῖται, ἡ κατοχύρωσίς της ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, ἤδη στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερία ὅπως προαναφέραμε. Τό ἰσχῦον ἄρθρο 3 ρυθμίζει τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς διεθνές Νομικόν Πρόσωπον καί δηλώνει τόν σεβασμόν τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή διαμορφωμένην κατά τό κανονικόν δίκαιον σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης, Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὄρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 105). Διά τήν ἀκρίβειαν, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους καί Ἐκκλησίας. Ἕνα σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ Νόμος) μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἕνα σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν διεθνῆ νομικήν καί κανονικήν του θέσι, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαιτέρων Ἐκκλησιαστικῶν καθεστώτων στήν Ἑλλάδα, πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα εἶναι συνεπῶς θρησκευτικῶς φιλελεύθερον. Εἶναι πλέον προστατευτικόν διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν καί ἰσότητα ἀπό τή λεγόμενην θρησκευτικήν οὐδετερότητα. Ἡ οὐδετερότητα δέν εἶναι laicite. Ἡ laicite εἶναι ἱστορικῶς μία πολιτική θεολογία πού συγγενεύει μέ τόν Δεϊσμόν. Ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα ἐμφανίζεται σέ κράτη στά ὁποῖα συνυπάρχουν Kαθολικισμός καί Προτεσταντισμός. Ἡ θρησκεία τοποθετεῖται στήν ἰδιωτικήν σφαῖραν ἤ μᾶλλον στήν σφαῖραν τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν. Ἐφόσον στήν Ἑλληνικήν ἔννομον τάξι, ἰσχύει πλήρως τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ, ἡ προσθήκη τῆς ρήτρας τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητος, ἐνσωματώνεται «μεθοδικῶς» στό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος πού ἀφορᾶ μόνο στήν «Ἐπικρατοῦσα» Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί ὄχι ὡς ὄφειλε στό ἄρθρον 13, πού ὅπως ἀνεφέρθη κατοχυρώνει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν ἰσοτίμως ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν καί διαρρυθμίζει συνολικῶς τό θρησκευτικόν φαινόμενον καί ἑπομένως περιλαμβάνει στό κανονιστικόν του πεδίον ὅλες τίς γνωστές θρησκεῖες, διά νά ἐπιτευχθῇ, διότι αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς συγκεκριμένης προτάσεως ἀναθεωρήσεως, ἡ  παγία θέσις τῆς Ἀριστερᾶς ὅτι ἡ διάταξις τοῦ ἄρθρου 3 ἔχει μόνο διαπιστωτικόν καί ὄχι κανονιστικόν περιεχόμενον, μέ ὅ,τι αὐτό δικαιοπολιτικῶς συνεπάγεται (κατάργησις συμβόλων, ἀπομείωσις θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ἀπεκκλησιοποίησις τοῦ Ἔθνους). Ἡ ψήφισις αὐτῆς τῆς τρομακτικῆς ἀλλαγῆς στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας θά ἀνοίξη τόν δρόμο, καί αὐτή εἶναι ἡ μεθόδευσις τῆς Κυβερνήσεως, στά γνωστά στρατευμένα ὄργανα πού ἀποτελοῦν καλοπληρωμένες ὀργανώσεις «σφραγίδα» τοῦ συστήματος, ὅπως τοῦ Open Society Foundation τοῦ κ. G. Soros λ.χ., νά προσφεύγουν στό δικαστικό σύστημα καί νά γκρεμίζουν  τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά σύμβολα καί τά προτάγματα τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὥστε τελικά νά καταργηθῆ μέ δικαστικές ἀποφάσεις, ἐν τοῖς πράγμασι, τό ἄρθρο 3 καί νά μετατραπῇ σέ ἁπλή διαπιστωτική δήλωσι. Ἄλλωστε αὐτός, εἶναι ὁ «μύχιος» πόθος τῆς Ἀριστερᾶς, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν διανόησι της καί τήν σχετική ἀρθρογραφία της.

Ἐπιπροσθέτως ἡ τυχόν ἀναθεώρησις τῶν ἄρθρων 13 παρ. 5, 33 παρ. 2 καί 59 παρ. 1 καί 2 διά τήν καθιέρωσι τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου καί ἡ κατάργησις τῆς προαιρετικότητος στήν ὁρκοδοσίαν αἱρετῶν καί δημοσίων λειτουργῶν στοχεύουν προδήλως στήν ἀποσύνδεσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Δημόσιον βίον καί στήν ἀπομείωσι ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος πού εἶναι τό «ὁμόθρησκον». Προσβάλλουν ὅμως καταφώρως τήν ἔννοιαν τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, διότι ἐπιβάλλει στούς ἐνθέους αἱρετούς καί δημοσίους λειτουργούς Ἕλληνας πολίτας, τήν διά τοῦ Συντάγματος δημοσίαν δήλωσι ὡς ὀντολογικοῦ τους θεμελίου, ὄχι τῆς πίστεώς τους στό θεῖον καί ἱερόν, ἀλλά στόν ἑαυτό τους. Ἡ ἐπιβολή αὐτή ἀποτελεῖ παραβίασι τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος καί τοῦ ἄρθρου 9 τῆς ΕΣΔΑ. Ὅπως τυγχάνει ἀπαράδεκτον νά ὑποχρεοῦται ὁ ἄθεος πού θεωρεῖ ὡς ὀντολογικόν του θεμέλιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή τήν τυχαίαν συνάρμοσι τῶν κυττάρων του ἐκ τῆς ὁποίας μυστηριωδῶς προκύπτουν μεταφυσικαί ἔννοιαι ὡς ἡ τιμή καί ἡ συνείδησις, νά δηλώνη τό θεῖον καί τό ἱερόν, οὕτω καί ὁ ἔνθεος νά ὑποχρεοῦται νά ὁρκοδοτῆ στόν ἑαυτόν του.

Ὡσαύτως ἡ τυχόν ἀναθεώρησις τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγματος πού εὐθέως ἀπομειώνει καί ἐξαφανίζει τήν ἔννοιαν τῆς οἰκογένειας ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου τοῦ Ἔθνους καί τοῦ προσδίδει μόνο «ὑλιστικόν» περιεχόμενον, ἀποσυνδέον τήν ἔννοια τῆς οἰκογενείας ὡς θεμελίου τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ὅπως σήμερα προβλέπεται, εἶναι ἀπαράδεκτος καί προσβλητική διά τήν ἰδιοπροσωπείαν τοῦ λαοῦ μας, ἀλλά ταυτόχρονα καί δολιοτάτη διότι θέλει νά πραγματώσει τήν ἰδεοληψία τῆς Ἀριστερᾶς διά τό διεθνιστικόν κοσμοείδωλον, πού τήν ἐκφράζει καί τήν συνέχει. Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ τῆς Κυβερνήσεως διακηρύσσουν ὅτι εἶναι Διεθνιστές καί ὅτι αἰσθάνονται ἀποστροφή γιά τόν ἐθνισμό, τοῦ ὁποίου τήν ἔννοια διαστρέφουν τεχνηέντως, ταυτίζοντάς τον, μέ τήν παθογένεια τοῦ ἐθνικισμοῦ.  causa τῆς συγκεκριμένης προτάσεως εἶναι νά παύση ὁ δεσμός οἰκογενείας καί Ἔθνους, ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου καί θεμελίου τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς του, ὥστε νά «ἀνοιχθῆ» τό Δημόσιο Ταμεῖο τοῦ Κράτους, στήν ἐπιδότησι καί ἐπιχορήγησι ἀλλοεθνῶν οἰκογενειῶν, πού κατά χιλιάδες ἐποικίζουν τήν χώρα, ὥστε νά ἀλλαγῇ ἡ ἐθνοτική καί θρησκευτική της ὁμοιογένεια, ὑλοποιώντας ἑτεροχρονισμένα, τό σχεδιασμό τοῦ Τουρκοαιγυπτίου Ἰμπραήμ Πασᾶ 200 χρόνια μετά ταῦτα, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίαζε τήν μεταφορά τῶν ἐναπομεινάντων Ἑλλήνων στήν «Ἀραπιά» καί τήν ἐγκατάστασι ἐδῶ φελλάχων, ὥστε νά «ριζώσῃ νέα ράτσα» ὅπως ἔλεγε.

Τέλος ἡ τυχόν ἀναθεώρησις, μετά ἀπό συμπληρωματική πρότασι 50 Βουλευτῶν τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, πού θεσμοθετεῖ ὡς συνταγματικῶς προστατευομένη ἀξία, τόν παρά φύσι «γενετήσιον προσανατολισμόν», πού δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς ἀνθρώπινον δικαίωμα διότι οὐδεμία σχέσι ἔχει μέ τήν ἀνθρωπίνην φυσιολογίαν καί ὀντολογίαν, καταδεικνύει τόν ἐκχυδαϊσμόν καί τόν εὐτελισμόν τῆς προτεινομένης συνταγματικῆς ἀναθεωρήσεως καί ἀποτελεῖ ἕνα πρόσθετον βῆμα στήν ἐπικράτησι τῆς νέας θρησκείας τοῦ «δικαιωματισμοῦ», βασικοῦ ἐχθροῦ τῆς δημοκρατίας, «πρός τέρψι» τοῦ νέου ἱερατείου του!!!

Κατά ταῦτα ἡ ψήφισι ἀπό τήν ἀναθεωρητική Βουλή τῶν συγκεκριμένων διατάξεων πού ἐψήφισε ἡ προτείνουσα Βουλή ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στόν ἀποχριστιανισμόν τῆς χώρας καί ὅσοι συνεργοῦν ἤ «ποιοῦν τήν νήσσαν» εἶναι ὑπεύθυνοι καί «ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί ἐν τῷ μέλλοντι» ἀσχέτως ἐάν τό πιστεύουν ἤ ὄχι.

Μή λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἀνθρώπινες ἐξουσίες εἶναι ἐφήμερες καί τρεπτές καί ὅσοι κλίνουν «εὐπειθῶς τήν κεφαλήν» ἐνώπιόν τους, πωλοῦν «ἀντί πινακίου φακῆς» τά αἰώνια «πρωτοτόκιά» τους.

Εὐχαριστῶ θερμῶς !