Βίος τῆς Ἁγίας νεομάρτυρος Λυδίας τῆς Ρωσίδος καί τῶν σύν αὐτῇ στρατιωτῶν Κυρίλλου καί Ἀλεξίου

Κάποιος ἐκ τῶν ἀναγνωστῶν μας μᾶς ζήτησε στοιχεῖα γιά τόν Βίο τῆς Ἁγίας Λυδίας. Παραθέτουμε τό Βίο της ὅπως παρουσιάζεται στό περιοδικό τῆς Ἱ.Μ. Ξηροποτάμου «Ἅγιορείτικη Μαρτυρία».

Ἡ Λυδία, κόρη ἑνός ἱερέως τῆς πόλεως Οὔφα - βρίσκεται στή δυτική Σιβηρία, στίς ὄχθες τοῦ ὁμωνύμου ποταμοῦ - γεννήθηκε στίς 20 Μαρτίου τοῦ 1901.  Ἀπό παιδί ἦταν εὐαίσθητη, στοργική καί ἀγαπητή ἀπό ὅλους.  Φοβόταν τήν ἁμαρτία καί κάθε τί πού δέν τό ἐπέτρεπε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.  Μόλις τελείωσε τό παρθεναγωγεῖο στά δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε καί ἀμέσως ἔχασε τόν ἄνδρα της στόν ἐμφύλιο πόλεμο μέ τήν ἀναχώρησι τοῦ Λευκοῦ(τσαρικοῦ) Στρατοῦ.

Ὁ πατέρας της, ἀπό τίς πρῶτες ἀρχές τοῦ σχίσματος τῶν «Ἀνακαινιστῶν» (πρόκειται γιά ἐκκλησιαστικό νεωτεριστικό κίνημα, τό ὁποῖο γιά ἕνα διάστημα πέτυχε νά ἀναγνωρισθῇ σάν ἡ ἐπίσημη ρωσική  ἐκκλησία ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἄλλες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες) πού ὀργανώθηκε ἀπό τούς Μπολσεβίκους τό 1922, προσχώρησε σ’ αὐτό.  Ἡ θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στά πόδια τοῦ πατέρα της καί εἶπε : «Δῶσε μου τήν εὐχή σου, πατέρα, νά σ’ ἀφήσω, γιά νά μή σέ δεσμεύω στή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου».  Ὁ γέρων ἱερέας ἤξερε καλά τήν κόρη του, ὅπως ἤξερε καλά τό ἐσφαλμένο τῆς κινήσεώς του.  Δάκρυσε καί, δίδοντας τήν εὐλογία του στήν Λυδία νά ζήση μόνη της, τῆς εἶπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, ὅταν κερδίσης τό στεφάνι σου, νά πῆς στόν Κύριο ὅτι παρόλο πού φάνηκα πολύ ἀδύνατος γιά ἀγῶνα, ὡστόσο δέν σέ ἐμπόδισα, ἀλλά σοῦ ἔδωσα τήν εὐχή μου».  «Θά τό πῶ, πατέρα», τοῦ εἶπε ἐκείνη φιλώντας του τό χέρι καί προβλέποντας ἔτσι κι αὐτή προφητικά τό μέλλον.

Ἡ Λυδία πέτυχε νά διοριστῆ στήν δασονομική ὑπηρεσία καί τό 1926 μετατέθηκε στήν κολλεκτίβα ὑλοτομίας τῆς περιοχῆς, ὅπου δούλευε κοντά στούς πιό χαμηλόμισθους ἐργάτες.  Ἐδῶ ἦρθε ἀμέσως σέ ἐπαφή μέ ἁπλούς ἀνθρώπους τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, τούς ὁποίους ἀγαποῦσε πολύ καί οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν μέ τόν ἴδιο τρόπο.  Οἱ ξυλοκόποι καί οἱ ὁδηγοί, πού εἶχαν σκληρυνθῆ ἀπό τή δουλειά μέσα σέ δύσκολες συνθῆκες, ἀφηγούνταν μέ κατάπληξι ὅτι στό γραφεῖο τοῦ Τμήματος Ὑλοτομίας, ὅπου ἐρχόταν σέ ἐπαφή μαζί τους ἡ Λυδία, τούς διαπερνοῦσε ἕνα γνώριμο ἀλλά τώρα μισοξεχασμένο αἴσθημα, παρόμοιο μ’ ἐκεῖνο πού εἶχαν νιώσει κάποτε ὅταν πρίν τήν ἐπανάστασι εἶχαν πάει νά ὑποδεχθοῦν τήν περίφημη εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπό τό χωριό Μπογκορόντσκογιε τῆς περιφερείας τῆς Οὔφα.  Στό γραφεῖο δέν ἀκούγονταν πιά ἄσχημες κουβέντες, βρισιές καί καυγάδες.  Τά πάθη εἶχαν ἐκλείψει καί οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν εὐγενικώτεροι μεταξύ τους.

Αὐτό ἦταν καταπληκτικό καί ἔγινε ἀντιληπτό ἀπ’ ὅλους, τῶν κομματικῶν ὀργάνων μή ἐξαιρουμένων.  Παρακολούθησαν τή Λυδία, ἀλλά δέν ἀνακάλυψαν τίποτε ὕποπτο.  Δέν πήγαινε καθόλου στίς ἐκκλησίες πού εἶχαν νομιμοποιηθῆ ἀπό τούς Μπολσεβίκους καί συμμετεῖχε ἀραιά καί προσεκτικά σέ ἀκολουθίες τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας «τῶν κατακομβῶν». 

Ἡ Γκέ-Πέ-Ού (ἡ σοβιετική ἀστυνομία κατά τά ἔτη 1922-34) ἤξερε ὅτι ὑπῆρχαν μέλη τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας στήν περιφέρεια, δέν ἔβρισκε ὅμως τόν τρόπο νά τά ἀνακαλύψη καί νά τά συλλάβη.  Μέ σκοπό νά ἀνακαλύψη ὅσους δέν εἶχαν ἀκόμη συλληφθῆ ἡ Γκέ-Πε-Ού ξαφνικά ἐπανέφερε ἀπό τήν ἐξορία τόν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα πού ἦταν πολύ σεβαστός στόν λαό, ἀλλά καί σ’ ὅλους τούς παράγοντες τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας.  Σύμφωνα ὅμως μέ ὁδηγίες πού εἶχε στείλει πρωτύτερα, ὁ ἐπίσκοπος ἔγινε φανερά δεκτός μόνο ἀπό μία ἐκκλησία τῆς Οὔφα, παρόλο πού μυστικά ἦρθε νά τόν δῆ ὁλόκληρη ἡ περιφέρεια.  Ἡ Γκέ-Πέ-Ού πεπεισμένη γιά τήν ἀποτυχία τοῦ σχεδίου της συνέλαβε πάλι τόν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα καί τόν ἐξώρισε.

Ἡ Λυδία συνελήφθη στίς 9 Ἰουλίου 1928.  Οἰ μυστικές ὑπηρεσίες γιά ἀρκετό καιρό ἀναζητοῦσαν μία δακτυλογράφο πού ἐφοδίαζε τούς ἐργάτες τῆς δασονομικῆς ὑπηρεσίας μέ δακτυλογραφημένα φυλλάδια, πού περιεῖχαν βίους Ἁγίων, προσευχές, ἀκολουθίες καί συμβουλές ἀρχαίων καί συγχρόνων ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας.  Παρατήρησαν ὅτι στήν γραφομηχανή αὐτῆς τῆς δακτυλογράφου τό κάτω μέρος τοῦ «κ» ἦταν σπασμένο.  Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἡ Λυδία. 

Ἡ Γκέ-Πέ-Ού κατάλαβε ὅτι εἶχε πέσει στά χέρια της τό κλειδί γιά νά ἀνακαλύψη ὁλόκληρη τήν μυστική ἐκκλησία.  Δέκα μέρες ἀδιάκοπης ἀνακρίσεως δέν κατάφεραν νά κλονίσουν τήν μάρτυρα.  Πολύ ἁπλά ἀρνήθηκε νά πῆ ὁτιδήποτε.  Στίς 20 Ἰουλίου ὁ ἀνακριτής, ἔχοντας χάσει τήν ὑπομονή του, παρέδωσε τήν Λυδία στό «εἰδικό τμῆμα» γιά ἀνάκρισι.

Αὐτό τό «εἰδικό τμῆμα» ἐργαζόταν σ’ ἕνα γωνιακό δωμάτιο στό ὑπόγειο τῆς Γκε-Πέ-Ού.  Ἕνας φρουρός στεκόταν μόνιμα στόν διάδρομο τοῦ ὑπογείου.  Ἐκείνη τήν ἡμέρα φρουρός ἦταν ὁ Κύριλλος Ἀτάεβ, ἕνας εἰκοσιτριάχρονος φαντάρος.  Εἶδε τήν Λυδία καθώς τήν ἔφερναν στό ὑπόγειο.  Ἡ προηγούμενη δεκαήμερη ἀνάκρισι εἶχε ἐξαντλήσει τήν μάρτυρα καί δέν μποροῦσε νά κατέβη τά σκαλιά.  Ὁ στρατιώτης Ἀτάεβ, σέ πρόσταγμα τῶν προϊσταμένων του, τήν κράτησε καί τήν ὡδήγησε κάτω στόν ἀνακριτικό θάλαμο.  «Ὁ Χριστός νά σέ σώση» εἶπε ἡ Λυδία εὐχαριστώντας τόν φρουρό, καθώς ἀντιλήφθηκε μιά σπίθα συμπαθείας γι’ αὐτήν στή λεπτή εὐγένεια τῶν δυνατῶν χεριῶν τοῦ φρουροῦ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ.

Καί ὁ Χριστός ἔσωσε τόν Ἀτάεβ!  Τά λόγια τῆς μάρτυρος καί τά γεμάτα πόνο μάτια της μίλησαν στήν καρδιά του.  Δέν μποροῦσε πιά ν’ ἀκούη μέ ἀδιαφορία τίς ἀδιάκοπες κραυγές καί τά κλάμματά της, ὅπως εἶχε προηγουμένως ἀκούσει ὅμοιες κραυγές ἀπό ἄλλους ἀνακρινομένους καί βασανιζομένους.

Ἡ Λυδία βασανίστηκε πολύ ὥρα.  Οἱ βασανιστές τῆς Γκε-Πε-Ού δροῦσαν συνήθως μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μήν ἀφήνουν  κανένα ἰδιαίτερα εὐδιάκριτο σημάδι στό σῶμα τοῦ βασανιζομένου.  Ὅμως στήν ἀνάκρισι τῆς Λυδίας καμμιά προσοχή δέν δόθηκε σ’ αὐτό.  Οἱ κραυγές καί τά κλάμματα τῆς Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή γιά πάνω ἀπό μιάμιση ὥρα.

«Μά δέν πονᾶς;  Τσιρίζεις καί κλαῖς.  Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι σέ πονάει;» Ρώτησαν ἐξαντλημένοι οἱ βασανιστές σέ ἕνα ἀπό τά διαλείμματα.

«Πονάει! Ὦ Κύριε, πόσο πονάει!» ἀπάντησε ἡ Λυδία μ’ ἕνα σπασμένο βογγητό.

«Τότε γιατί δέν μιλᾶς;  Θά σέ πονέση περισσότερο!» εἶπαν μέ φανερή ἀμηχανία οἱ βασανιστές.

«Δέν μπορῶ νά μιλήσω...Δέν μπορῶ...Δέν θά τό ἐπιτρέψη αὐτό...», βόγγηξε ἡ Λυδία.

«Ποιός δέν θά τό ἐπιτρέψη;»

«Ὁ Θεός δέν θά τό ἐπιτρέψη!».

Τότε οἱ βασανιστές ἐπινόησαν κάτι καινούργιο γιά τή μάρτυρα: τήν ἠθική κακοποίησι.  Ἦταν τέσσερεις.  Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους.  Χρειαζόταν ἕνας ἄλλος.  Φώναξαν τόν φρουρό νά τούς βοηθήση

Μόλις ὁ Ἀτάεβ μπῆκε στό δωμάτιο, εἶδε τή Λυδία, κατάλαβε τόν τρόπο τοῦ παραπέρα βασανισμοῦ της καί τόν δικό του ρόλο σ’ αὐτόν, καί μέσα του ἔγινε ἕνα θαῦμα παρόμοιο μέ τήν ἀπροσδόκητη μεταστροφή τῶ ἀρχαίων βασανιστῶν. Ἡ ψυχή τοῦ Ἀτάεβ εἶχε σιχαθῆ τήν σατανική ἀποτροπαιότητα καί ἕνας ἱερός ἐνθουσιασμός τόν κατέλαβε.  Χωρίς καθόλου νά συνειδητοποιήση τό τί ἔκανε, ὁ φρουρός τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ σκότωσε ἐπί τόπου μέ τό πιστόλι του τούς δύο βασανιστές πού στέκονταν μπροστά του.  Πρίν κιόλας ἀντηχήση ὁ δεύτερος πυροβολισμός, ὁ ἄνδρας τῆς Γκέ-Πέ-Ού πού στεκόταν ἀπό πίσω, χτύπησε τόν Κύριλλο στό κεφάλι μέ τήν λαβή τοῦ πιστολιοῦ του.  Ὁ Ἀτάεβ εἶχε ἀκόμη ἀρκετή δύναμι, ὥστε νά γυρίση καί νά ἁρπάξη τόν ἀντίπαλό του ἀπό τόν λαιμό, ἀλλά ἕνας πυροβολισμός ἀπό τόν τέταρτο τόν ἔρριξε στό πάτωμα.

Ὁ Κύριλος ἔπεσε μέ τό κεφάλι πρός τό μέρος τῆς Λυδίας, πού ἦταν δεμένη καί τεντωμένη μέ λουριά.  Ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσετἠν εὐκαιρία ν’ ἀκούση γιά μία ἀκόμη φορά λόγια ἐλπίδας ἀπό τό στόμα τῆς μάρτυρος.  Κοιτώντας τήν Λυδία κατ’ εὐθεῖαν στά μάτια καί μέ τό αἷμα νά τρέχη ἀπό τό σῶμα του, ὁ Κύριλλος πρόφερε ἀσθμαίνοντας τίς λέξεις πού δήλωναν τήν ἕνωσι του μέ τόν Θεό.

«Ἁγία, πάρε με μαζί σου!»

«Θά σέ πάρω», χαμογέλασε ὁλόλαμπη ἡ Λυδία.

Μέ τό ἄκουσμα καί τήν σημασία αὐτῆς τῆς συνομιλίας ἦταν σάν νά ἀνοίχτηκε μιά πόρτα γιά τά οὐράνια μπροστά στά μάτια τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Γκε-Πέ-Ού πού ἐπέζησαν.  Ὁ τρόμος τούς συσκότισε τήν συνείδησι.  Μέ ὑστερικές κραυγές ἄρχισαν νά πυροβολοῦν τά δύο ἀνυπεράσπιστα θύματα, πού εἶχαν ἀπειλήσει τήν ἀσφάλεια τῆς κοσμοθεωρίας τους, μέχρι πού ἄδειασαν καί τά δύο πιστόλια τους.  Αὐτοί πού ἦρθαν τρέχοντας στό ἄκουσμα τῶν πυροβολισμῶν, τούς ἀπομάκρυναν, ἐνῶ ἐκεῖνοι οὔρλιαζαν ὑστερικά.  Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι τό ἔβαλαν γρήγορα στά πόδια κυριευμένοι ἀπό ἕναν ἀκατανόητο τρόμο.

Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς τούς δύο ἄνδρες τῆς Γκε-Πέ-Ού περιῆλθε σέ κατάστασι τελείας παραφροσύνης.  Ὁ ἄλλος σύντομα πέθανε ἀπό νευρικό κλονισμό.  Πρίν ἀπό τόν θάνατό του αὐτός ὁ δεύτερος τά διηγήθηκε ὅλα στόν φίλο του λοχία Ἀλεξέϊ Ἰκόνικωφ, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στόν Χριστό καί γνωστοποίησε τό γεγονός στήν Ἐκκλησία.  Λόγῳ δέ τοῦ ὅτι διέδιδε παντοῦ μέ ζῆλο αὐτό τό γεγονός, βρῆκε μαρτυρικό θάνατο καί ὁ ἴδιος.

Καί οἱ τρεῖς, Λυδία, Κύριλλος καί Ἀλέξιος, ἔχουν καθιερωθῆ ὡς ἅγιοι στή συνείδησι τῆς ρωσικῆς ἐκκλησίας «τῶν κατακομβῶν».  Μέ τίς πρεσβεῖες τους εἴθε ὁ Κύριος νά ἐλεήση τόν χριστιανικό λαό τῆς Ρωσίας!